Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναίρεση μερική, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Τραπεζική επιταγή, Έγκληση, Δόλος.
Περίληψη:
Απόφαση εν μέρει καταδικαστική για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση και εν μέρει παύσασα οριστικά την ποινική δίωξη λόγω μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως. Συνεκδίκαση αιτήσεων αναιρέσεως του κατηγορουμένου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο δεν είναι υποχρεωμένο ν' απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό περί ακυρότητας στην πρωτοβάθμια δίκη και συνακόλουθα δεν υποπίπτει σχετικώς στην πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως. Για τη νέα συζήτηση στο δικαστήριο, όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση μετά την αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, αρκεί η επίδοση προς τον κατηγορούμενο απλής κλήσης και δεν απαιτείται να επιδοθεί σ' αυτόν και η αναιρετική απόφαση, η οποία θα πρέπει να βρίσκεται στη δικογραφία, άλλως δικαιολογείται και αναβολή κατά το άρθρο 349 του ΚΠΔ. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής κρίσεως δεν απαιτείται να αιτιολογείται η ύπαρξη του δόλου. Παρά το νόμο παράσταση, ως πολιτικώς ενάγοντος, φυσικού προσώπου ατομικά, όταν άμεσα ζημιωθείσα και εγκαλούσα είναι ανώνυμη εταιρία. Δικαιούχος προς υποβολή εγκλήσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι όχι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και οποιοσδήποτε άλλος που έγινε κομιστής της επιταγής εξ αναγωγής (Ολ.ΑΠ 29/2007). Η λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση (όπως είναι η περιέχουσα τη ρήτρα "αξία προς είσπραξη") δεν επάγεται μεταβιβαστικά ή εγγυητικά αποτελέσματα. Απλώς ο δυνάμει οπισθογραφήσεως λόγω πληρεξουσιότητας κομιστής μπορεί να ασκήσει τα από την επιταγή απορρέοντα δικαιώματα επ' ονόματι και για λογαριασμό του οπισθογράφου, ο οποίος παραμένει νόμιμος κομιστής της επιταγής και συνεπώς αυτός δικαιούται να υποβάλει την έγκληση. Εσφαλμένη οριστική παύση της ποινικής διώξεως για την έκδοση ορισμένων επιταγών, γιατί η εγκαλούσα δεν ήταν η τελευταία κομίστρια. Παραδοχή ολικά της αιτήσεως του Εισαγγελέα και εν μέρει αυτής του κατηγορουμένου (ως προς την επιταγή για την οποία παρέστη ατομικά φυσικό πρόσωπο) και παραπομπή κατά τις διατάξεις για την οριστική παύση της ποινικής διώξεως, την καταδίκη του κατηγορουμένου για μια επιταγή, την επιβολή ποινής και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως υπέρ του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος φυσικού προσώπου. Απόρριψη της αιτήσεως του κατηγορουμένου κατά τα λοιπά.
Αριθμός 774/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα,
για να δικάσει τις αιτήσεις: 1) του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και 2) του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γραμματά Κουρτούκα, περί αναιρέσεως της 5697/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Με κατηγορούμενο τον Χ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γραμματά Κουρτούκα και
με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καραμέτο και 2)την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "Αγροτικός Οίκος ... Α.Ε.Β.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, Αθανάσιο Ζαχαριάδη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης , με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο 1)αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 43 και ημερομηνία 24-9-2009 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και 2) ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1271/09.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που ζήτησε να γίνουν δεκτές οι εκθέσεις αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το αρ. 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του αρ. 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε τριάντα ημέρες από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του αρ. 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του αρ. 510 παρ. 1 ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και η υπέρβαση εξουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, φέρονται προς κρίση η υπ` αριθ. 37/4.9.2009 αίτηση του κατηγορουμένου Χ και η υπ` αριθ. 43/24.9.2009 τοιαύτη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της, εν μέρει καταδικαστικής και εν μέρει παυσάσης την ποινική δίωξη, υπ` αριθ. 5697/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Οι αιτήσεις αυτές ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει συνεκδικασθούν λόγω συναφείας και να ερευνηθούν περαιτέρω.
Α) Επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου Χ Από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 3 και 4 ΚΠΔ προκύπτει ότι, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε στο σύνολό της η πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση επανέρχεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για κατ' ουσίαν συζήτηση στην πριν από την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως στάση, με την έννοια ότι το τελευταίο έχει την εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αφού μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και αυτό επανεξετάζει την υπόθεση τόσο ως προς τη νομική όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση. Έτσι το τελευταίο δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο ν' απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό περί ακυρότητας στην πρωτοβάθμια δίκη και συνακόλουθα δεν υποπίπτει σχετικώς στην πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Β' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, για τη νέα συζήτηση στο δικαστήριο, όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση μετά την αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου, αρκεί η επίδοση προς τον κατηγορούμενο απλής κλήσης, κατ` αναλογία των άρθρων 314, 315§3 και 320 ΚΠΔ, στην οποία θα μνημονεύονται οι αποφάσεις εκείνες που αποτελούν τη βάση της επανεκδικάσεως (η αναιρεθείσα και η αναιρετική), οι οποίες θα πρέπει να βρίσκονται στη δικογραφία, άλλως δικαιολογείται και αναβολή κατά το άρθρο 349 του ίδιου Κώδικα, δεν απαιτείται, όμως, να επιδοθεί στον κατηγορούμενο και η αναιρετική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ασκήθηκαν ποινικές διώξεις για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ` εξακολούθηση. Αρχικά αυτός καταδικάσθηκε με τις υπ` αριθ. 36.364/2005 και 33.366/2005 αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες αναιρέθηκαν (η πρώτη εν μέρει και η δεύτερη ολικά) με τις υπ` αριθ. 2188 και 2061/2006 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, και παραπέμφθηκαν οι υποθέσεις για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο. Οι εν λόγω υποθέσεις συζητήθηκαν στο Δικαστήριο της παραπομπής και εκδόθηκαν οι υπ` αριθ. 16170 και 16172/2007 αποφάσεις του, με τις οποίες, κατά παραδοχήν ισχυρισμού του κατηγορουμένου ότι δεν του κοινοποιήθηκαν οι αναιρετικές αποφάσεις, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση. Στη συνέχεια, οι υποθέσεις αυτές επανήλθαν στο ίδιο Δικαστήριο (Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης), το οποίο τις συνεκδίκασε και εξέδωσε την υπ` αριθ. 26828/2007 απόφασή του, με την οποία, αφού απέρριψε τον αυτό ως άνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου, χωρίς, μάλιστα, να ανακαλέσει ρητά τις προηγούμενες για το απαράδεκτο της συζητήσεως, κατεδίκασε τον κατηγορούμενο για τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονταν, στα πλαίσια των αναιρετικών αποφάσεων. Ο κατηγορούμενος άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής έφεση, επαναφέροντας στο Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης και τον αυτό ισχυρισμό περί μη επιδόσεως των αναιρετικών αποφάσεων. Αυτό εξέδωσε την προσβαλλομένη υπ` αριθ. 5697/2009 απόφασή του, με την οποία απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό με την αιτιολογία ότι: "Η επικαλουμένη από τον εκκαλούντα ακυρότητα δεν προβλέπεται από οποιαδήποτε δικονομική διάταξη. Σε κάθε περίπτωση η εκκαλουμένη εξαφανίζεται εφόσον ασκήθηκε παραδεκτή έφεση κατ` αυτής και η υπόθεση επανεξετάζεται στην ουσία της εξ αρχής. Γι` αυτό και δεν προκαλείται βλάβη στον εκκαλούντα και η ένστασή του πρέπει να απορριφθεί". Κατόπιν, προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως και έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για ορισμένες επιταγές (στις οποίες αφορά η συνεκδικαζόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου), λόγω μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως, ενώ τον καταδίκασε, με το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων, για την έκδοση των υπολοίπων, σε ποινή φυλακίσεως 12 μηνών, ανασταλείσα. Ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος πρότεινε, ακόμη, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ότι η διευθύνουσα τη συζήτηση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν έδωσε το λόγο, μετά τις αγορεύσεις του εισαγγελέα και των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής επί της ενοχής, στο συνήγορό του για να αναπτύξει την υπεράσπισή του. Ήδη, ο άνω αναιρεσείων, με τον πρώτο, από το άρθρο 510§1 περ. Η', Δ' και Α' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο α) απέρριψε, χωρίς αιτιολογία, τις ενστάσεις του περί μη επιδόσεως και των αναιρετικών αποφάσεων και προχώρησε, καθ` υπέρβαση εξουσίας, στην εκδίκαση της ουσίας των υποθέσεων, χωρίς, μάλιστα, να ανακαλέσει τις άνω παρεμπίπτουσες υπ` αριθ. 16170 και 16172/2007 αποφάσεις του, β) εξέδωσε την εκκαλουμένη υπ` αριθ. 6828/2007 απόφασή του, χωρίς, πριν από την περί ενοχής κρίση του, να δώσει το λόγο στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, γεγονός που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και γ) χωρίς επαρκή αιτιολογία δεν έλαβε υπόψη τις λοιπές ενστάσεις που είχε προβάλει για αναβολή προκειμένου να προσέλθει ο μηνυτής στην υπ` αριθ. πιν. 3, περί μη νομότυπης υποβολής εγκλήσεως και περί μη επιδόσεως των κλήσεων στη νέα γνωστοποιηθείσα διεύθυνσή του, το δε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί των ανωτέρω ενστάσεων, που αποτελούσαν και λόγους εφέσεως. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, κατά μεν το υπό στοιχ. α σκέλος του, ως μη νόμιμος, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, για τη νέα συζήτηση των υποθέσεων στο δικαστήριο της παραπομπής δεν απαιτείτο να επιδοθούν στον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα και οι αναιρετικές αποφάσεις, ενώ δεν επικαλείτο αυτός ότι οι αποφάσεις αυτές δεν βρίσκονταν στη δικογραφία, το δε δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθά απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την ως άνω αιτιολογία. Κατά δε τα υπό στοιχ. β και γ σκέλη του, ως απαράδεκτος, γιατί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, οποιαδήποτε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύφθηκε με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία και μόνο προσβάλλεται με το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως για τις δικές της μόνο παραλείψεις και πλημμέλειες.
Η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠοινΔ, εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Παρά το νόμο παράσταση υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και της παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠοινΔ ή όταν παραβιάσθηκε η κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα διαδικασία, που προβλέπεται για την άσκηση της πολιτικής αγωγής. Η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου μόνον από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ. Δικαιούχος είναι όποιος υπέστη αμέσως ηθική βλάβη από την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο (φυσικό ή νομικό πρόσωπο).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 5697/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων - κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ` εξακολούθηση, που τελέσθηκε σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ψ, ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ, ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ, ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" (πρώην "ΑΔΡΑΝΗ ΥΛΙΚΑ ΕΠΕ") (ως προς την υπ` αριθ. ...επιταγή) και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Αγροτικός Οίκος ... ΑΕΒΕ" (ως προς τις υπ` αριθ. ... επιταγές). Πλην, όσον αφορά την πρώτη παθούσα και εγκαλούσα, το Δικαστήριο, τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ως παραστάντα πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ ατομικά, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Βαρβάρα Κατακαλίδου, επιδικάζοντας υπέρ αυτού την αιτηθείσα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από 40 ευρώ. Όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας εμφανίσθηκε στο ακροατήριο η ως άνω δικηγόρος και δήλωσε ότι, σύμφωνα με την από ... εξουσιοδότηση ου Ψ, η οποία αναγνώσθηκε, εκπροσωπεί τον Ψ και δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής για την ηθική βλάβη που υπέστη από το αποδιδόμενο στον κατηγορούμενο αδίκημα και ότι ζητεί να υποχρεωθεί ο τελευταίος να του καταβάλει, για χρηματική του ικανοποίηση, το συμβολικό ποσό των 40 ευρώ με τη ρητή επιφύλαξη να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του στα πολιτικά δικαστήρια. Είναι, λοιπόν, φανερό, ενόψει και του ότι δεν προσκομίστηκαν άλλα νομιμοποιητικά έγγραφα (πρακτικό διοικητικού συμβουλίου της εγκαλούσας εταιρίας που να τον εξουσιοδοτεί να παραστεί για λογαριασμό της εταιρίας κ.λπ.), ότι ο εν λόγω Ψ παρέστη ως πολιτικώς ενάγων ατομικά και όχι ως εκπρόσωπος της αμέσως ζημιωθείσας από την ένδικη αξιόποινη πράξη και εγκαλούσας εταιρίας Ψ ΑΕ" και, επομένως, ως μη ενεργητικά νομιμοποιούμενος, έπρεπε, κατά παραδοχήν της σχετικής ενστάσεως του κατηγορουμένου, να αποβληθεί. Εφόσον δε δεν έγινε αυτό, επήλθε, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ως προς την επιταγή που αφορά η έγκληση της ανωτέρω εταιρίας. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510§1 περ. Α' ΚΠΔ, λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, που συνίσταται στο ότι κακώς δεν αποβλήθηκε από τη διαδικασία ο πολιτικώς ενάγων Ψ, αφού παθούσα και εγκαλούσα ήταν η εταιρία "ΑΔΡΑΝΗ ΥΛΙΚΑ ΕΠΕ", η οποία και μόνο νομιμοποιείτο ενεργητικά να παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα, είναι βάσιμος και πρέπει η απόφαση να αναιρεθεί κατά τούτο.
Περαιτέρω, από την παραδεκτή, για τον έλεγχο της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι το Δ. Σ. της ανώνυμης εταιρίας "ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ... ΑΕΒΕ", με το υπ` αριθ. 293/15.4.2003 πρακτικό του, η ημερησία διάταξη του οποίου είχε ως θέμα μόνο την "υποβολή εγκλήσεως κατά του Χ, κατοίκου ..., ως διευθύνοντος συμβούλου της "SIGMA Ανώνυμος Βιομηχανική Εμπορική Εταιρία Αγροεφοδίων Λιπαντικών - Χ Α.Β.Ε.Ε." και τον διακριτικό τίτλο SIGMA AGRO Α.Β.Ε.Ε. ή SIGMA AGRO S.A.", που εδρεύει στο ...)", ενέκρινε ομοφώνως την υποβολή εγκλήσεως κατά του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος με το περιεχόμενο που παρατίθεται στο πρακτικό αυτό και εξουσιοδότησε τους δικηγόρους Νεμέτη Δημήτρη και Γεώργιο Χατζόπουλο να υπογράψουν, ο καθένας ξεχωριστά, εξ ονόματος και για λογαριασμό της εταιρίας, την έγκληση και να την υποβάλλουν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, δηλώνοντας, συγχρόνως, παράσταση πολιτικής αγωγής της εταιρίας για χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη από την καταμηνυόμενη πράξη. Και ναι μεν σε κάποιο σημείο του πρακτικού αναφέρεται ότι εγκρίθηκε η υποβολή εγκλήσεως κατά του Ζ, κατοίκου ..., πλην, ενόψει του ότι το θέμα που συζητήθηκε αναφέρεται στην υποβολή εγκλήσεως κατά του κατηγορουμένου Χ (αναιρεσείοντος), το περιεχόμενο της οποίας, στρεφομένης κατά του αυτού, καταχωρείται ολόκληρο στο πρακτικό, η αναγραφή του ασχέτου με την ένδικη υπόθεση ονόματος του Ζ οφείλεται σε φανερή παραδρομή. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510§1 περ. Α' ΚΠΔ, λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, που συνίσταται στο ότι η έγκληση κατά του αναιρεσείοντος δεν είναι νόμιμη, γιατί κατατέθηκε κατά προσώπου εναντίον του οποίου δεν είχε δοθεί τέτοια εντολή, αφού η εντολή που δόθηκε αφορούσε τον Ζ, και, επομένως, η ποινική δίωξη πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ελλείψει νομότυπης ασκήσεως της εγκλήσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ 1325/1972 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' του Ν.2408/1996, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 40 - 47 του Ν.5960/1933, συνάγεται ότι δικαιούχος προς υποβολή εγκλήσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι όχι μόνο ο τελευταίος κομιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εμφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και οποιοσδήποτε άλλος που έγινε κομιστής της επιταγής εξ αναγωγής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζημία από την μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία του είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή (Ολ ΑΠ 29/2007). Από δε τη διάταξη του άρθρου 23 του ν. 5960/1993, σύμφωνα με την οποία "οσάκις η οπισθογράφησις περιέχει την μνείαν "αξία εις κάλυψιν" "προς είσπραξιν", "κατά πληρεξουσιότητα", ή πάσαν άλλην μνείαν ενέχουσαν απλήν εντολήν, ο κομιστής δύναται να ασκήσει πάντα τα εκ της επιταγής απορρέοντα δικαιώματα, αλλά δεν δύναται να οπισθογραφήσει αυτήν ειμή λόγω πληρεξουσιότητος", συνάγεται ότι η λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση (όπως είναι η περιέχουσα τη ρήτρα "αξία προς είσπραξη") δεν επάγεται μεταβιβαστικά ή εγγυητικά αποτελέσματα. Ούτε η κυριότητα της επιταγής μεταβιβάζεται ούτε ο οπισθογράφος ευθύνεται. Απλώς ο δυνάμει οπισθογραφήσεως λόγω πληρεξουσιότητας κομιστής μπορεί να ασκήσει τα από την επιταγή απορρέοντα δικαιώματα επ' ονόματι και για λογαριασμό του οπισθογράφου, ο οποίος παραμένει νόμιμος κομιστής της επιταγής και συνεπώς αυτός δικαιούται να υποβάλει την έγκληση. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει, με τον αυτό λόγο αναιρέσεως, και ότι η εγκαλούσα εταιρία "ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ... ΑΕΒΕ" δεν ήταν η αμέσως παθούσα από το έγκλημα της εκδόσεως των ακαλύπτων επιταγών που του αποδίδεται γιατί δεν ήταν η τελευταία κομίστριά τους η ίδια, που τις σφράγισε, αλλά η Τράπεζα ..., στην οποία η εγκαλούσα παρέδωσε την υπ` αριθ. ... επιταγή "αξία σε πίστωση" και η οποία Τράπεζα την εμφάνισε στο Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών, όπου δεν πληρώθηκε γιατί δεν υπήρχε επαρκές υπόλοιπο. Και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο της βασιμότητας του λόγου αυτού, επισκόπηση των σωμάτων των επιδίκων υπ` αριθ. ... επιταγών, στην πρώτη φέρεται ως κομίστρια η εγκαλούσα, ενώ, όσον αφορά τη δεύτερη, η εγκαλούσα προέβη σε οπισθογράφηση αυτής με τη ρήτρα "αξία σε πίστωση" προς την Τράπεζα Πειραιώς, η οποία, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, έχει την έννοια της, κατά πληρεξουσιότητα, μεταβιβάσεως της επιταγής, χωρίς μεταβιβαστικά και εγγυητικά αποτελέσματα και, έτσι, η εγκαλούσα παρέμεινε κυρία και τελευταία κομίστρια των επιταγών, δικαιούμενη σε υποβολή εγκλήσεως κατά του κατηγορουμένου για την ως άνω παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 περί επιταγής, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1325/1972, τιμωρείται με τις σ' αυτό ποινές όποιος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής απαιτείται, αντικειμενικώς, αφενός έκδοση έγκυρης επιταγής, που συντελείται με τη συμπλήρωση των υπό του νόμου απαιτουμένων στοιχείων επί του εντύπου και την επ' αυτού θέση της υπογραφής του εκδότη και αφετέρου έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή κατά το χρόνο οπωσδήποτε της πληρωμής, υποκειμενικώς δε γνώση του εκδότη για την έλλειψη αυτή και θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των μνημονευομένων, κατ' είδος, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, όσον αφορά την πράξη στην οποία αμέσως ζημιούμενη φέρεται η πολιτικώς ενάγουσα εταιρία "Αγροτικός Οίκος ... ΑΕΒΕ", ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στη ..., ως Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "SIGMA ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ - ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΓΡΟΕΦΟΔΙΩΝ - ΛΙΠΑΝΤΙΚΩΝ - Χ ΑΒΕΕ" που εδρεύει στο ..., εξέδωσε επιταγές που αν και εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα δεν πληρώθηκαν από τις πληρώτριες τράπεζες, στις οποίες δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως των επιταγών και κατά τον χρόνο της πληρωμής αυτών. Συγκεκριμένα: 5.στις ... εξέδωσε την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 9.243,63 ευρώ, σε διαταγή "SIGMA AGRO ΑΒΕΕ" προς την Λαϊκή Τράπεζα (υποκατάστημα ...), η οποία εμφανίστηκε προς πληρωμή στις 21-4-2003 και δεν πληρώθηκε, γιατί στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του κατηγορουμένου δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια, 6.στις 20-3-2003, εξέδωσε ως διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "SIGMA Ανώνυμος Βιομηχανική Εμπορική Εταιρία Αγροεφοδίων Λιπαντικών - Χ ΑΒΕΕ" την υπ' αριθ. ... επιταγή της Πανελλήνιας Τράπεζας, σε διαταγή της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Αγροτικός οίκος ... Α.Ε.Β.Ε.", ποσού 30.750,00 ευρώ, σε χρέωση του υπ' αριθ. ... λογαριασμού, που τηρούσε στην τράπεζα αυτή, για την κάλυψη της οποίας δεν υπήρχαν τα αντίστοιχα κεφάλαια τόσο κατά τον χρόνο εκδόσεως όσο και κατά τον χρόνο πληρωμής της, με αποτέλεσμα αυτή να σφραγιστεί ως ακάλυπτη στις 26-3-2003.
Συνεπώς γι αυτές πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο κήρυξε, όπως αναφέρθηκε, ένοχο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών κατ` εξακολούθηση και τον καταδίκασε (μαζί με την έκδοση της ανωτέρω επιταγής με εγκαλούσα την εταιρία ΑΔΡΑΝΗ ΥΛΙΚΑ ΕΠΕ) σε φυλάκιση δώδεκα μηνών, ανασταλείσα. Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας παρέθεσε στην εν λόγω απόφαση την απαιτούμενη από τις προμνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προεκτέθηκε, καθόσον εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε γι' αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Συγκεκριμένα, η αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται η απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί ελλείψεως δόλου είναι αβάσιμη, γιατί, πέραν του ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι όχι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο, κατά τα προαναφερθέντα, δεν υπεχρεούτο να απαντήσει, αιτιολόγησε αυτό πλήρως το δόλο του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος με τις παραδοχές ότι αυτός εξέδωσε τις επιταγές ως Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "SIGMA Ανώνυμος Βιομηχανική Εμπορική Εταιρία Αγροεφοδίων Λιπαντικών - Χ ΑΒΕΕ" και ότι ο επιταγές εκδόθηκαν σε χρέωση των αναφερομένων λογαριασμών του ιδίου του κατηγορουμένου (οπότε αυτός γνώριζε την μη ύπαρξη διαθεσίμων κεφαλαίων και ήθελε την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού). Η δε αιτίαση, με την οποία προβάλλεται ότι δεν αναφέρεται στο σώμα των επιταγών ότι αυτές εμφανίσθηκαν και δεν πληρώθηκαν είναι αβάσιμη, αφού, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, αναφέρεται στις επιταγές και ο χρόνος εκδόσεώς τους και ο χρόνος εμφανίσεως και μη πληρωμής τους. Β) Επί της αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κατά το άρθρο 510παρ. 1 περ. Η Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος, δηλαδή ή αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσία του (αρνητική υπέρβαση εξουσίας). Περίπτωση αρνητικής υπέρβασης εξουσίας υπάρχει και όταν το δικαστήριο έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για έγκλημα που διώκεται κατ` έγκληση λόγω μη νομότυπης υποβολής εγκλήσεως, ενώ, στην πραγματικότητα, η έγκληση ήταν νομότυπη.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά του ανωτέρω κατηγορουμένου για την έκδοση των παρακάτω τραπεζικών επιταγών λόγω μη νομότυπης υποβολής εγκλήσεως, επειδή η εγκαλούσα δεν ήταν η τελευταία κομίστρια των επιταγών. Από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνά της βασιμότητας ή μη του λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, ως πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "SIGMA ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ - ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΓΡΟΕΦΟΔΩΝ - ΛΙΠΑΝΤΙΚΩΝ Χ ΑΒΕΕ", εξέδωσε στη ... στις ... τις υπ` αριθ. ... αντιστοίχως δίγραμμες τραπεζικές επιταγές, σε διαταγή της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας "... ΑΒΕΕ", που ήταν πληρωτέες από τη Λαϊκή Τράπεζα, ποσού 44.559 € η καθεμιά. Στη συνέχεια, η εγκαλούσα προέβη σε οπισθογράφηση των επιταγών αυτών με τη ρήτρα "αξία προς πίστωση" προς την Τράπεζα Πειραιώς, η οποία, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη επί αντιστοίχου ζητήματος που κρίθηκε σε σχέση με την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου, έχει την έννοια των, κατά πληρεξουσιότητα, μεταβιβάσεων των επιταγών, χωρίς μεταβιβαστικά και εγγυητικά αποτελέσματα. Στις 17.4.2003 οι επιταγές αυτές εμφανίσθηκαν προς πληρωμή στην πληρώτρια Τράπεζα, αλλά δεν πληρώθηκαν γιατί δεν υπήρχε υπόλοιπο στο λογαριασμό. Με βάση αυτά, η εγκαλούσα παρέμεινε κυρία και τελευταία κομίστρια των επιταγών, δικαιούμενη σε υποβολή εγκλήσεως κατά του κατηγορουμένου για την ως άνω παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933. Επομένως, το εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο έκρινε ότι η εγκαλούσα ανώνυμη εταιρία δεν είχε δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως γιατί δεν ήταν κομίστρια των επιταγών, αλλά κομίστρια αυτών ήταν η Τράπεζα Πειραιώς, και έπαυσε οριστικά την κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της εκδόσεως των παραπάνω ακαλύπτων επιταγών υπερέβη της εξουσία του, κατά παραδοχήν του, από το άρθρο 510§1 περ. Η' ΚΠΔ, μοναδικού λόγου αναιρέσεως.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση του κατηγορουμένου και ολικά η αίτηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τις διατάξεις της για την οριστική παύση της ποινικής δίωξης κατά του κατηγορουμένου για την έκδοση των υπ` αριθ. ... επιταγών, όπως αυτές, ειδικότερα, περιγράφονται ανωτέρω και για την κήρυξη του κατηγορουμένου ενόχου για την έκδοση της υπ` αριθ. ... επιταγής, ποσού 9.000 ευρώ, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξή της που αφορά την ποινή και τη χρηματική ικανοποίηση που επιδικάσθηκε υπέρ του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ψ, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την υπ` αριθ. 37/4.9.2009 αίτηση του κατηγορουμένου Χ και την υπ` αριθ. 43/24.9.2009 τοιαύτη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ` αριθ. 5697/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και δη αναφορικά με α) την οριστική παύση της ασκηθείσας κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ ποινικής δίωξης για την έκδοση των επιταγών που αναφέρονται στο σκεπτικό, β) την καταδίκη του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ για την πράξη της εκδόσεως της υπ` αριθ. ... επιταγής, ποσού 9.000 ευρώ, γ) την επιβολή ποινής και δ) την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως υπέρ του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ψ.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα κατά το μέρος αυτό συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την υπ` αριθ. 37/4.9.2009 αίτηση του κατηγορουμένου Χ, για αναίρεση της ίδιας (υπ' αριθ. 5697/2009 ) αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 21 Απριλίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ