Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 412 / 2013    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Διαθήκη, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Διαθήκης ακύρωση.




Περίληψη:
Ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεων τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Λόγος αναίρεσης από τον από τον αριθμό 19 άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Περιστατικά. Λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Ο ισχυρισμός, ότι η διαθέτης κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης «είχε ικανότητα και βούληση και γνώση των δικαιοπρακτικών πράξεων που μετήλθε» δεν αποτελεί «πράγμα» κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 αλλά συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αναγνωριστικής ακυρότητας διαθήκης αγωγής.




Αριθμός 412/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Γκούσκο.
Της αναιρεσίβλητης: Μ. Π. συζ. Ι., το γένος Ι. Μ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Σταματία Στρατηγού, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/2/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4536/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 137/2012 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23/6/2012 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 9/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 553 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή για την ανταγωγή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι σε περίπτωση που η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η απόφαση του Εφετείου, αφού, αν μεν η έφεση γίνει δεκτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, ενώ αν η έφεση απορριφθεί, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και ενσωματώνεται στην εφετειακή (Ολ.ΑΠ 40/1996, Ολ.ΑΠ 16/1990). Η κρινόμενη, επομένως, αίτηση αναίρεσης, καθόσον απευθύνεται κατά της 4536/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η κατά της οποίας έφεση, μετά από εξέταση της ουσίας, απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη 137/2012 οριστική απόφαση του Εφετείου Πειραιά, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
ΙΙ. Κατά μεν το άρθρο 1718 ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 του ΑΚ είναι άκυρη εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 παρ. 3 του ιδίου κώδικα, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 30 του Ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης τους. Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευση της ή η ύπαρξη της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί έννομη επιρροή. Κατά την έννοια της προπαρετεθείσας διάταξης του άρθρου 1719 παρ. 3 ΑΚ, έλλειψη συνείδησης των πράξεων υπάρχει όταν το πρόσωπο, από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κ.λπ.), δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επιμέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου, ενώ ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι ίδιες, οι οποίες σύμφωνα με τη ρύθμιση της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 1719 αρ. 4 ΑΚ, προκαλούσαν έλλειψη της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας, δηλαδή οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως η γεροντική άνοια και η ολιγοφρένεια (ΑΠ 1420/2010 ΕλλΔνη 52.476). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1738 ΑΚ, για την κατάρτιση μυστικής διαθήκης ο διαθέτης εγχειρίζει στο συμβολαιογράφο, ενώ είναι παρόντες τρεις μάρτυρες, ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, έγγραφο δηλώνοντας προφορικά ότι περιέχει την τελευταία του βούληση. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής, με εκείνη του άρθρου 1719 αρ.3 ΑΚ προκύπτει, ότι, επί μυστικής διαθήκης, η ικανότητα προς σύνταξη της πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που συντάσσεται από το συμβολαιογράφο η πράξη για την εγχείρισή της και έως το πέρας αυτής, εφόσον κατά το χρόνο τούτο λαμβάνει χώρα η κατάρτισή της (ΑΠ 1355/1983 ΝοΒ 32.1192). Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Στις 3.5.2006 απεβίωσε στο Ιώνιο Θεραπευτήριο Κορυδαλλού, όπου ήταν νοσηλευόμενη, η Ε. χήρα Ι. Μ., ηλικίας 73 ετών, μητέρα των διαδίκων, από βαρύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, καρκίνο παχέος εντέρου με πολλαπλές μεταστάσεις. Η αποβιώσασα άφησε την από 11/9/2002 μυστική διαθήκη, η οποία είχε κατατεθεί στη συμβολαιογράφο Νίκαιας Πολυξένη Καλουδά και είχε συνταχθεί η υπ' αριθ. .../1-10-2002 πράξη κατάθεσης. Με τη διαθήκη της αυτή, η οποία δημοσιεύτηκε από το Πρωτοδικείο Πειραιώς με το υπ' αριθ. 887/6-10-2006 πρακτικό, η διαθέτις εγκαθιστά κληρονόμους της τις θυγατέρες της Ε. Τ. και Μ. Π. και το σύζυγο της Ι. Μ. επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων. Ειδικότερα, όρισε η θυγατέρα της Ε. (εναγομένη) να λάβει το ισόγειο διαμέρισμα της επί της οδού ... και ... στο ... και την οικία με το οικόπεδο στη ... επί της οδού ..., καθώς και το 1/3 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου της (οικία) επί της οδού ... αρ. 50 στο ... . Το υπόλοιπο ποσοστό του ακινήτου αυτού (... 50) και συγκεκριμένα κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, όρισε να περιέλθει στην άλλη θυγατέρα της Μ. Π. (ενάγουσα) και στο σύζυγο της Ι. Μ. και σε περίπτωση που αυτός προαποβιώσει, όπως και προαπεβίωσε το έτος 2005, το μερίδιο του να λάβουν κατ' ισομοιρία οι δύο θυγατέρες της. Η διαθέτις Ε. Μ. έπασχε από παραπληγία με ποσοστό αναπηρίας 67%, σιδηροπενική αναιμία, σακχαρώδη διαβήτη και από το μήνα Δεκέμβριο 2001 άρχισε να παθαίνει εγκεφαλικά επεισόδια με σοβαρότερο εκείνο της 20/5/2002, για το οποίο εισήλθε μετά από πτώση στο έδαφος και ζάλη, στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας "Αγ. Παντελεήμων" και νοσηλεύτηκε μέχρι 24/5/2002 με διάγνωση αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο - σακχαρώδης διαβήτης, παρουσίαζε ήπια πάρεση δεξιού χεριού και η αξονική τομογραφία εγκεφάλου έδειξε "εμφρακτικές βλάβες άμφω". Έκτοτε η υγεία της, σωματική και πνευματική έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη, καθώς παρουσίαζε απώλεια μνήμης, σύγχυση των προσώπων που την περιέβαλαν και μειωμένη αντίληψη του περιβάλλοντος, αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και να επιμεληθεί των υποθέσεων της, παθήσεις οι οποίες δεν ήταν συμβατές με την ηλικία της, καθώς δεν επρόκειτο για μια απλή νοητική μείωση, που παθαίνουν πολλές φορές τα άτομα αυτής της ηλικίας. Στις 12/2/2003 επανεισήλθε στο Γενικό Νοσοκομείο Δυτικής Αττικής με διάγνωση αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, σακχαρώδη διαβήτη και σιδηροπενική αναιμία και εξήλθε στις 19/2/2003 με οδηγίες για φαρμακευτική αγωγή και νευρολογική παρακολούθηση ενώ στις 22/1/2004 νοσηλεύτηκε εκ νέου στο νοσοκομείο "Αγ. Παντελεήμων" για καρκίνο παχέος εντέρου, για το οποίο και χειρουργήθηκε. Υπό αυτή την εξελικτική ψυχοσωματική κατάσταση της υγείας της, η οποία ήταν κυρίως απότοκος των επαναλαμβανόμενων εγκεφαλικών επεισοδίων και διήρκησε με βαθμιαία επιδείνωση μέχρι του χρόνου του θανάτου της, η μητέρα των διαδίκων δεν ήταν ικανή με λογική σκέψη και ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησης της να συντάξει κατά τον κρίσιμο χρόνο διαθήκη, έχοντας επίγνωση της σημασίας και περιεχομένου των επιμέρους διατάξεων της και εύκολα μπορούσε να καθοδηγηθεί και να επηρεαστεί από τρίτους στην απόφαση της για τη διάθεση της περιουσίας της. Η διαταραχή των πνευματικών λειτουργιών της διαθέτιδας και η μειωμένη αντίληψη και κρίση για τις επιχειρούμενες πράξεις, στοιχεία τα οποία συνέτρεχαν κατά το χρόνο σύνταξης και κατάθεσης της επίμαχης διαθήκης, προκύπτουν από την αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, σε συνδυασμό με τα ιατρικά πιστοποιητικά, στα οποία γίνεται λόγος για τα συχνά εγκεφαλικά επεισόδια, που η ασθενής μητέρα των διαδίκων είχε υποστεί. Η κρίση αυτή επιβεβαιώνεται και από την 1/8/2002 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία της εναγομένης, την οποία επέδωσε στην ενάγουσα στις 2/8/2002, όπου η ίδια η εναγομένη, φοβούμενη ενδεχόμενη μεταβίβαση της περιουσίας της μητέρας τους στην ενάγουσα, η οποία το διάστημα εκείνο τη φιλοξενούσε στην οικία της, αναφέρει επί λέξει: "από αρχές Ιουνίου 2002 νοσηλεύτηκε στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας και εξήλθε του νοσοκομείου με μειωμένη αντίληψη και έκτοτε είναι παντελώς ανίκανη για δικαιοπραξία ..., τις περισσότερες ώρες της ημέρας αδυνατεί να επικοινωνεί με το περιβάλλον, ενώ τις υπόλοιπες ώρες δεν αντιλαμβάνεται και δεν έχει συνείδηση επιμέλειας των ιδίων συμφερόντων και της περιουσίας της ..., επειδή στην κατάσταση που είναι από τις αρχές του έτους 2002 συνεχώς μέχρι σήμερα η μητέρα μας, κάθε παρ' αυτής πράξη εκποιητική της περιουσίας της είναι αθέμιτη, καταδολιευτική και παράνομη, διότι δεν ανταποκρίνεται στη βούληση της, αφού δεν έχει ικανότητα προς δικαιοπραξία..." Για τις αναφορές της στο εξώδικο αυτό, το οποίο σημειωτέο εστάλη ένα περίπου μήνα πριν τη σύνταξη της διαθήκης, σχετικά με την κατάσταση της υγείας της διαθέτιδας μητέρας τους, ουδεμία πειστική εξήγηση δίνει η εναγομένη, αναλισκόμενη σε άλλες άσχετες με την παρούσα διαφορές που έχει με την ενάγουσα. Η βεβαίωση εξάλλου, της συμβολαιογράφου, στη σχετική πράξη κατάθεσης ότι η διαθέτις δεν υπαγόταν σε κάποια περίπτωση ανικανότητας από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1719 ΑΚ, δεν αποτελεί απόδειξη περί της ικανότητας της διαθέτιδας για σύνταξη διαθήκης, καθόσον αυτή η βεβαίωση αποτελεί υποκειμενική κρίση". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη αναγνωριστική ακυρότητας διαθήκης από 1.2.2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας και ανικανότητα της διαθέτιδας να συντάσσει διαθήκη εξαιτίας νόσου από την οποία έπασχε κατά το χρόνο σύνταξής της (άρθρο 1719 αρ.3 ΑΚ) και απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας εναγομένης κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την παραδοχή της αγωγής, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή της προμνημονευθείσας ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 1719 αρ.3 ΑΚ, και συνεπώς οι συναφείς πρώτος, τρίτος, κατά το δεύτερο μέρος του, και τέταρτος κατά το δεύτερο μέρος του, επίσης λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι περιλαμβανόμενες στους ίδιους αναιρετικούς λόγους αιτιάσεις, επίσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις οποίες η αναιρεσείουσα ψέγει το Εφετείο, γιατί δέχτηκε, ότι "η διαθέτις έπασχε από παραπληγία με ποσοστό αναπηρίας 67%, (χωρίς) όμως να αιτιολογεί, α)το χρόνο έναρξης της νόσου παραπληγίας και του ποσοστού 67% ούτε το χρόνο διάρκειας της νόσου, β)από ποίο ιατρικό πιστοποιητικό προέκυψε η νόσος και το ποσοστό αναπηρίας 67% και σε ποιο ιατρικό πιστοποιητικό στηρίχθηκε περί τούτων, γ)για τα εγκεφαλικά επεισόδια που δέχτηκε ότι η διαθέτιδα άρχισε να παθαίνει από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2001, δεν αναφέρει συγκεκριμένα περιστατικά, ούτε ποιας μορφής και ένστασης ήταν και επί ποίων πραγματικών περισταστικών στηρίχθηκε για την παραδοχή του αυτή, και (ότι) ενώ αυτά παραμένουν άγνωστα και απροσδιόριστα ... τα συγκρίνει και καταλήγει ότι το σοβαρότερο ήταν εκείνο της 20.5.2002 ... χωρίς να μπορεί να κάνει τέτοια σύγκριση (δηλαδή) με μεταγενέστερα περιστατικά και να αξιολογεί το βαθμό ενός εκάστου (αφού) δεν αναφέρει προγενέστερα περιστατικά της υγείας της διαθέτιδας" και δ)στηρίχτηκε στην κατάθεση του μάρτυρα που πρότεινε η ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα, Σ. Κ., ο οποίος κατέθεσε ότι η διαθέτις "ήταν αλλού και αλλού ...", δηλαδή γενικά και αόριστα "για άνθρωπο που δεν είχε μετ' αυτού την ελάχιστη επικοινωνία ... αγνοώντας όλα τα άλλα αποδεικτικά μέσα ...", πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, αφού μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, αφού ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς - όπως, κατά τα άνω, εδώ γίνεται - δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ.ΑΠ 861/1984 ΝοΒ 34.88, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 49.500).
ΙΙΙ. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τους συναφείς δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, όπως ορθά εκτιμάται, και τρίτο και τέταρτο επίσης, κατά το πρώτο μέρος τους, λόγους της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα, ειδικότερα, μνημονευόμενα σ' αυτή έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις, που η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε με τις προτάσεις της τής συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς ανταπόδειξη των θεμελιωτικών της αγωγής περιστατικών και ειδικότερα, ότι η διαθέτις κατά τη σύνταξη της διαθήκης και κατά το χρόνο κατάθεσής της στη συμβολαιογράφο "είχε ικανότητα και βούληση και γνώση των δικαιοπρακτικών πράξεων που μετήλθε", δηλαδή: α) το από 24.5.2002 αναλυτικό σημείωμα εξόδου της διαθέτιδας από το Νοσοκομείο Άγιος Παντελεήμων, στο οποίο αναφέρεται: Διάγνωση ..."Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο - Σακχαρώδης Διαβήτης - σιδηροπενική αναιμία...Η ασθενής προσήλθε λόγω επεισοδίου πτώσης επί του εδάφους και ζάλης. Νευρολογική εκτίμηση. Ήπια πάρεση δεξιού χεριού ... ακολουθητέα φαρμακευτική αγωγή και εξέρχεται μετά από λίγες ημέρες με καλή κατάσταση της υγείας της, β) το από 19.2.2003 εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου Δυτικής Αττικής "Η Αγία Βαρβάρα", στο οποίο αναφέρεται ότι νοσηλεύτηκε - για δεύτερη φορά - από τις 12.2 έως τις 19.2.2003 με διάγνωση ΑΕΕ - σαγχαρ.διαβήτη - σιδηροπενική αναιμία και μνεία σ'αυτό για βελτίωσή της, γ)το Πιστοποιητικό Νοσηλείας στο παραπάνω Νοσοκομείο από 27-12 έως 29.12.2003 με διάγνωση Σακχαρώδης διαβήτης και Αναιμία, δ)το Πιστοποιητικό Νοσηλείας του Γενικού Νοσοκομείου "ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ" με αριθμό πρωτ. .../29.9.2005 για χρόνο νοσηλείας από 18.5 έως 23.5.2004, στο οποίο αναφέρεται...Άλγος κοιλίας. Προηγηθείσα δεξιά ημικολεκτομή συντηρητική βελτίωση, ε)η από 27.9.2005 Έκθεση της εξέτασης και των αποτελεσμάτων Μαγνητικής Τομογραφίας του Ιατρικού Κέντρου ΕΥΡΩΔΙΑΓΝΩΣΗ που πραγματοποιήθηκε στις 26.9.2005, στ) το .../21.1.2005 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πολ.Καλουδά, με το οποίο η διαθέτιδα - μόνο - το έτος 2005 αποφάσισε να παράσχει πληρεξουσιότητα στην αναιρεσείουσα για να εισπράττει τη σύνταξή της και να την εκπροσωπεί, και ζ) τις ένορκες βεβαιώσεις με αριθμούς πράξεων 2, 3 και 4/2.1.2008 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που έχουν ληφθεί νομοτύπως με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, ότι η διαθέτις μέχρι του θανάτου της είχε πλήρη συνείδηση των πράξεών της. Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από τις υπ' αριθμ. 2/2.1.2008, 3/2.1.2008 και 4/2.1.2008 ένορκες βεβαιώσεις ... και από όλα, χωρίς καμιά εξαίρεση, τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι", σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αποδεικτικά αυτά μέσα, από τα οποία μάλιστα τις ένορκες βεβαιώσεις με αριθμούς πράξεων 2, 3 και 4/2.1.2008 μνημόνευσε ρητά, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση των λοιπών.
IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. (Ολ.ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984). Επομένως, ο δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ψέγεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ.β'του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα μνημονευόμενα στην προηγούμενη - με τα στοιχεία ΙΙΙ - σκέψη της παρούσας απόφασης "ιατρικά πιστοποιητικά...τις συμβολαιογραφικές πράξεις κατάθεσης της διαθήκης και ... το συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο .../21.1.2005 ...", από τα οποία αποδεικνυόταν ότι η διαθέτις κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και κατά το χρόνο κατάθεσής της στη συμβολαιογράφο "είχε ικανότητα και βούληση και γνώση των δικαιοπρακτικών πράξεων που μετήλθε", πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, τόσο γιατί τα αποδεικτικά μέσα δεν αποτελούν "πράγματα" με την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, που προπαρατέθηκε, όσο και γιατί ο πιο πάνω ισχυρισμός της αναιρεσείουσας δεν είναι αυτοτελής με την ίδια πιο πάνω έννοια, αλλά συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της ένδικης αναγνωριστικής ακυρότητας της επίμαχης διαθήκης -από 1.2.2007- αγωγής της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας.
V. Κατά το άρθρο 368 παρ.1 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα, που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Από τη διάταξη προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της διεξαγωγής του αποδεικτικού τούτου μέσου (ΑΠ 1200/2011). Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου - 368 - του ΚΠολΔ, τότε μόνο υποχρεούται να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, όταν αυτή ζητήθηκε από κάποιο διάδικο και κατά την κρίση του, η οποία διαφεύγει τον έλεγχο του Αρείου Πάγου, ως αναγόμενη σε πράγματα, απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης (ΑΠ 1618/1987 ΕλλΔνη 29.1976). Επομένως, η μη διάταξη από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματογνωμοσύνης για ζήτημα, που απαιτεί, για να γίνει αντιληπτό, ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 559 ΚΠολΔ, και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο τέταρτος, κατά τα μέρη του τρίτο, τέταρτο και πέμπτο, λόγος αναίρεσης, κατά τον οποίο παρά το νόμο το Εφετείο δεν διέταξε πραγματογνωμοσύνη για ζήτημα, που απαιτεί για να γίνει αντιληπτό, τις ειδικές γνώσεις της επιστήμης της ιατρικής, ήτοι για την κατάσταση της υγείας της διαθέτιδας κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, η οποία ηττάται, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23.6.2012 αίτηση της Ε. Μ. του Ι. και της Ε. για αναίρεση της 137/2012 απόφασης του Εφετείου Πειραιά και της 4536/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή