Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 870 / 2018    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Συλλογική σύμβαση εργασίας, ΟΓΑ, Επανάληψη συζήτησης.




Περίληψη:
Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου στον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) , ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, υπάγεται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο. Οι συμβάσεις συνήφθησαν πριν την ισχύ του αναθεωρημένου άρθρου 103 του Συντάγματος και συνεπώς μετατρέπονται σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αφού καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Απορρίπτει τους πρώτο και δεύτερο λόγους της αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του ΚΠολΔ. Παράλειψη του Εισηγητή να εισηγηθεί περί του παραδεκτού και της βασιμότητας του τρίτου λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 1 του ΚΠολΔ. Επανάληψη της συζήτησης για συμπλήρωση.





Αριθμός 870/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων" (ΕΛ.ΓΑ.), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δροσιά Μπάκου, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Δ. Μ. του Π., κατοίκου ..., 2)Β. Κ. του Π., κατοίκου ..., 3)Α. Γ. του Β., κατοίκου ..., 4)Α. Β. του Ν., κατοίκου ..., 5)Κ. Α. του Θ., κατοίκου ..., 6)Α. Μ. του Α., κατοίκου ..., 7)Σ. Α. του Σ., κατοίκου ..., 8)Χ. Χ. του Γ., κατοίκου ..., 9)Σ. Μ. του Κ., κατοίκου ... και 10)Ο. Σ. του Σ., κατοίκου .... Οι 1η, 2η, 4η, 5ος, 9η και 10η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Αντωνίου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις, η 3η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Περπατάρη, που δεν κατέθεσε προτάσεις και οι λοιποί (6ος, 7η και 8ος) δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/11/2003 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλου προσώπου που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2224/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 1643/2014 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 7/10/2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 13/2/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνε δεκτή η κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του 3ου αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ’ αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα ,προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση από τις .../25-11-2014, ... /25-11-2014 και .../25-11-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Ά. Σ., που προσκομίζει και επικαλείται ο αναιρεσείων Οργανισμός, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για την αρχική δικάσιμο της 24-2-2015, κατά την οποία αναβλήθηκε ,από το πινάκιο, η συζήτηση για τη δικάσιμο της 17-5-2016, ακολούθως για τη δικάσιμο της 17-1-2017, ακολούθως για τη δικάσιμο της 17-10-2017 και ακολούθως για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής (13-2-2018), επιδόθηκε στους έκτο (Μ. Α.), έβδομη (Α. Σ.) και όγδοο (Χ. Χ.) των αναιρεσιβλήτων, με την επιμέλεια της παραδεκτά διορισθείσας πληρεξούσιας δικηγόρου του επισπεύδοντος τη συζήτηση αναιρεσείοντος Δ. Μ.. Επομένως, εφόσον αυτοί δεν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο κατά την από το οικείο πινάκιο νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης ούτε υπέβαλαν την, κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δήλωση σε οποιαδήποτε από τις αναβληθείσες δικασίμου και εφόσον για την παρούσα δικάσιμο δεν ήταν απαραίτητη ιδιαίτερη κλήτευσή τους, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 575 του ΚΠολΔ), πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία τους, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 του ΚΠολΔ.
2. Με την από 20-10-2014 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 1643/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος ...) κατά της 2224/2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 3-11-2003 αγωγή, αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι συνδέονται με τον αναιρεσείοντα (... με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και υποχρέωσε τον τελευταίο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Με την προσβαλλομένη απόφαση απορρίφθηκε κατ’ ουσία η έφεση. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ). 3. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (ΟλΑΠ 18/2006, ΑΠ 422/2017). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999 (που δημοσιεύθηκε την 10.7.1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10.7.2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη - μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2.4.2003 και 19.7.2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, ΟλΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (ΟλΑΠ 18/2006). Συνάγεται, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος 1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, 2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν δε από 18.4.2001 (ΦΕΚ Α’ 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και 3) των άρθρου 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19.7.2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη, κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων, τον οποίο διατηρούν και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 7/2011, ΑΠ 422/2017, ΑΠ 1005/2017, ΑΠ 1106/2017, ΑΠ 497/2016). Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ., ορίζουν τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ.2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (παρ.3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α’ 85/18.4.2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις και οι οποίες κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτό προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ’ της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18.4.2001) του αναθεωρημένου άρθρου . 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ’ αυτό, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού, έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε σε κάθε περίπτωση στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 (ΑΠ 422/2017, ΑΠ 1005/2017, ΑΠ 602/2014). Περαιτέρω με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης, γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19.7.2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11, ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ’ εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 παρ. 1 του ως άνω Π.Δ. ορίζεται ότι διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος (19.7.2004) του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις (3) τουλάχιστον ανανεώσεις, πέραν της αρχικής σύμβασης, κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο ανανέωσης απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση, β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου α’ να έχει διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση, γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός, δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά, που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. Ενώ με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι, στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη της ισχύος του παρόντος διατάγματος, λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α’ της παρ.1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης, ενώ κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του ΠΔ 164/2004 απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι, εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ’ επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10.7.2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του Π.Δ. 164/2004, αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του, ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, ΟλΑΠ 31/2009, ΑΠ 422/2017), τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα (ΑΠ 422/2017). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα, όταν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις ίδιες παραδοχές συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη εφαρμογή (ΟλΑΠ 31/2009, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 422/2017, ΑΠ 939/2013). Με το λόγο αυτό αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται και τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη (ΑΠ 422/2017, ΑΠ 253/2016, 21/2015, 220/2012, 181/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ αναίρεση χωρεί αν η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων ,δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: "Ο εναγόμενος "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (...", που ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο 14 παρ.1 περ. η’ του ν. 2.190/1994) και ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο, έχει ως σκοπό την οργάνωση και εφαρμογή προγραμμάτων ενεργητικής προστασίας και την ασφάλιση της παραγωγής και του κεφαλαίου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων και την κάλυψη (αποζημίωση) των αγροτών για ζημίες που προξενούνται στη φυτική παραγωγή από φυσικούς κινδύνους. Με τη διάταξη της παρ. 17 του άρθρου 28 του ν. 3147/2003 μεταφέρθηκαν και ασκούνται από τον εναγόμενο αρμοδιότητες που ανήκαν στη Διεύθυνση Σχεδίασης Έκτακτης Ανάγκης του Υπουργείου Γεωργίας και αφορούν α) την παρακολούθηση των ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες, δυσμενείς καιρικές συνθήκες, πυρκαγιές και άλλα έκτακτα γεγονότα στην παραγωγή (φυτική, ζωική, αλιευτική) και το κεφάλαιο (φυτικό, αλιευτικό, πάγιο και έγγειο) των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, στη μελέτη και αξιολόγηση αυτών και την εισήγηση, αρμοδίως, για τα κυβερνητικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την ανόρθωση της οικονομίας και τη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας των παραγωγών που πλήττονται και στην υλοποίηση των μέτρων που εγκρίνονται β) στη λήψη ειδικών μέτρων για αποκατάσταση των δυσμενών επιπτώσεων που προκαλούνται από θεομηνίες και λοιπές αιτίες στη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή της χώρας. Οι ενάγοντες (και ήδη αναιρεσίβλητοι) απασχολήθηκαν ως γεωπόνοι στον εναγόμενο με διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με αντικείμενο εργασίας, τη διενέργεια εκτιμήσεων των ζημιών των γεωργικών εκτάσεων, τον καθορισμό και την καταβολή των προσηκουσών αποζημιώσεων στους πληγέντες αγρότες κατά τα εξής διαστήματα : 1) Η πρώτη (Δ. Μ.) από 18.5.1998 έως 2.10.1998, από 2.12.1998 έως 19.1.1999, από 27.1.1999 έως 25.3.1999, από 1.8.2000 έως 3.10.2000, από 16.1.2002 έως 15.9.2002, από 23.9. 2002 έως 22.5.2003 και από 9.6.2003 έως 8.8.2003, 2) η δεύτερη (Β. Κ.) από 30.9.1996 έως 16.1.1997, από 17.2.1997 έως 3.4.1997, από 5.5.1997 έως11.7.1997, από 18.5.1998 έως 7.9.1998, από 1.12.1998 έως 17.2.1999, από 17.6.1999 έως 11.8.1999, από 9.9. 1999 έως 3.3.2000, από 17.4.2000 έως 24.6.2000, από 31.7.2000 έως -20.9.2000, από 25.4.2001 έως 5.11.2001,από 19.11.2001 έως 18.7.2002, από 24.7.2002 έως 20.12./ 2002 και από 27.1.2003 έως 26.9.2003, 3) η τρίτη (Α. Γ.) από 19.5.1997 έως 25 8 1997, από 10 11 1997 έως 23 12 1997, από 7 1 1998 έως 16 4 1998, από 18.5.1998 έως 17.1.1999, από 9.7.1999 έως 30.8.1999, από 31.8.1999 έως 18.3.2000, από 19.7.2000 έως8 9 2000, από 13 9 2000 έως 27 11 2000, από 13.12.2000 έως 9.3.2001, από 25.4.2001 έως 26.5.2001, από 26.11.2001 έως 1.4.2002, από 2.4.2002 έως 25.7.2002, από 1.8.2002 έως 20.12.2002 και από 30.1.2003 έως 29.9.2003, 4) η τέταρτη (Α. Β.) από 12.7.1999 έως 30.8.1999, από 31.8.1999 έως 11.3.2000, από 19.7.2000 έως 8.9.2000, από 13.9.1999 έως 27.11.2000, από 13.12.2000 έως 9.3.2001, από 25.4.2001 έως 26.5.2001, από 26.11.2001 έως 25.7.2002, από 1.8.2002 έως 20.12.2002, από 30.1.2003 έως 29.9.2003 και από 2.8.2004 έως 1.4.2005, 5) ο πέμπτος (Α. Κ.) από 24.7.2000 έως 29.9.2000, από 7.2.2001 έως 29.3. 2001, από 7.5.2001 έως 10.9.2001, από 2.1.2001 έως 1.9.2001, από 17.9.2002 έως 16.5.2003 και από 26.5.2003 έως 25.7.2003, 6) ο έκτος (Α. Μ.) από 5.5.1997 έως 30.9.1997, από 17.11.1997 έως 6.2.1998, από 25.5.1997 έως 3.8.1998, από 15.12.1998 έως 19.1.1999, από 12.5.1999 έως 29.9.1999, από 6.12.1999 έως 31.3.2000, από 17.5.2000 έως 21.9.2000, από 10.5.2001 έως 2.8.2001, από 28.1.2002 έως 27.9.2002, από 7.10. 2002 έως 6.6 2003 και από 17 6 2002 έως 16.8.2003, 7) η όγδοη (Σ. Α.) από 9.6.1993 έως 20.8.1993, από 11.5.1994 έως 30.5.1994, από 13.7.1994 έως 22.8.1994, από 13.9.1994 έως 21.9.1994, από 17.4.1995 έως 1.9.1995, από 16.11.1995 έως 22.12.1995, από 5.5. 1997 έως 30.9.1997, από 5.11.1997 έως 21.11.97, από 9.6.1998 έως 7.9.1998, από 1.12.1998 έως 17.12.1998, από 18.12.1998 έως 17.2.1999, από 10.5.1999 έως 25.7. 1999, από 7.12.1999 έως 10.3.2000, από 17.4.2000 έως 13.9.2000,από 7.5.2001 έως 6.1.2002, από 28.1.2002 έως 27.9.2002, από 7.10.2002 έως 6.6.2003 και από 17.6.2003 έως 16.8.2003, 8) ο ένατος (Χ. Χ.) από 19.11.1997 έως 31.12.1997, από 25.5.1998 έως 25. 9.1998, από 6.11.1998 έως 15.12.1998, από 5.1.1999 έως 16.2.1999, από 21.6.1999 έως 22.9.1999, από 13.12.1999 έως 21.3.2000, από 11.5.2000 έως 3.10.2000, από 10.5.2001 έως 20.11.2002, από 23.1.2002 έως 22.9.2002, από 3.10.2002 έως 2.6.2003 και από 9.6.2003 έως 8.8.2003, 9) η δέκατη (Σ. Μ.) από 17.2.1997 έως 23.4.1997, από 5.5.1997 έως 27.10.1997, από 18.5.1998 έως 5.9.1998, από 2.11.1998 έως 24.2.1999, από 3.8.2000 έως 15.9.2000, από 5.2.2001 έως 23.8.2001, από 28.1. 2002 έως 27.9.2002, από 7.10.2002 έως 6.6.2003 και από 17.6.2003 έως 16.8.2003 και 10) η ενδέκατη (Ο. Σ.) από 18.4.2000 έως 17.4.2001, από 2.7.2001 έως 1.3.2002, από 4.3.2002 έως 3.11.2002, από 12.11. 2002 έως 11.7.2003 και από 21.7.2003 έως 20.9.2003. Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες, που προσλαμβάνονταν, κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα, από τον εναγόμενο με αλλεπάλληλες (διαδοχικές) συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, με αντικείμενο εργασίας την εκτίμηση γεωργικών ζημιών από διάφορα ζημιογόνα αίτια, εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του εναγομένου, οι οποίες δεν ήταν πρόσκαιρες ή έκτακτες, αλλά κάλυπταν "εν τοις πράγμασι" πάγιες και διαρκείς ανάγκες αυτού, αφού οι ανωτέρω συμβάσεις που κατάρτιζαν δεν αφορούσαν συγκεκριμένες εποχές ή περιόδους, αλλά διαρκούσαν σχεδόν ολόκληρο το έτος, απείχαν δε μεταξύ τους μικρά χρονικά διαστήματα. Ενόψει αυτών, ο χρονικός περιορισμός της διάρκειας αυτών των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας των εναγόντων δεν δικαιολογείται από λόγους αντικειμενικούς και συγκεκριμένα από την εποχικότητα του έργου του εναγομένου, ούτε από τη φύση των υπηρεσιών, που παρείχαν σι ενάγοντες, ούτε από τη φύση και το είδος των καλυπτόμενων από την εργασία τους αναγκών του εναγομένου, ούτε υπαγορεύεται από άλλο ειδικό λόγο αναγόμενο στις συνθήκες των υπηρεσιών αυτού. Επομένως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός του εναγομένου, ότι οι ενάγοντες προσλαμβάνονταν για κάλυψη έκτακτων και πρόσκαιρων αναγκών του. Με βάση τα ανωτέρω και σύμφωνα με τις εκτιθέμενες νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις εργασίας των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων, που προσλήφθηκαν για πρώτη φορά από τον εναγόμενο πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 103 παρ. 8 του ισχύοντος Συντάγματος, είχαν ήδη προσλάβει για καθένα από αυτούς, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση, το χαρακτήρα της ενιαίας σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, ο δε καθορισμός της διάρκειας αυτών ως ορισμένου χρόνου δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγόντων ως μισθωτών από τη σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου να ρυθμίζει την διάρκεια εργασίας τους με βάση τις σχετικές προβλέψεις και ρυθμίσεις του εσωτερικού κανονισμού εργασίας του, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης από αυτόν (κανονισμό) ως σύμβασης ορισμένου χρόνου, αφού, άλλωστε, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις της κοινής (γενικής) εργατικής νομοθεσίας υπερισχύουν, εφόσον περιέχουν ρυθμίσεις, στο σύνολο τους λαμβανόμενες ευνοϊκότερες για τους εργαζόμενους ως διατάξεις ανώτερης βαθμίδας, των διατάξεων των εχόντων ισχύ νόμου κανονισμών εργασίας. Περαιτέρω, αφού η πρώτη από τις αλλεπάλληλες (διαδοχικές) συμβάσεις εργασίας χρόνου των εναγόντων συνήφθη και προσέλαβε τον χαρακτήρα ενιαίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου πριν από την έναρξη ισχύος της αναθεώρησης της διάταξης του άρθρου 103 του Συντάγματος, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παρ. 7 και 8 του άρθρου αυτού, ούτε οι διατάξεις των άρθρων 5 και 11 του π.δ. 164/2004, παρότι η εργασιακή σχέση αυτών με τον εναγόμενο συνεχιζόταν και ήταν ενεργός, κατά την έναρξη ισχύος τους και μετά από αυτή". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση του εναγομένου κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή ως νόμιμη και κατ’ ουσίαν βάσιμη η αγωγή, είχε αναγνωριστεί ότι οι ενάγοντες συνδέονται με τον εναγόμενο οργανισμό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και είχε υποχρεωθεί το τελευταίο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους με απειλή χρηματικής ποινής για κάθε παράβαση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε, α) με εσφαλμένη εφαρμογή τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες, και β) με τη μη εφαρμογή τους τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος και των άρθρων 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες, προέβη δε σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως έκρινε αποδεδειγμένα στις ανωτέρω διατάξεις. Και τούτο διότι με βάση τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου είχαν συναφθεί πριν τις 17-4-2001, ήτοι πριν την εφαρμογή των ανωτέρω αναθεωρημένων διατάξεων του Συντάγματος και της 1999/70/ΕΚ Οδηγίας και συνεπώς κατά την έναρξη της εφαρμογής αυτών είχαν ήδη προσλάβει το χαρακτήρα ενιαίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ.3 του ν.2112/1920 και 281, 671 του ΑΚ και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος. Εξάλλου το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ αυτήν επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ανωτέρω. Επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους το αναιρεσείον υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
4. Με το άρθρ. 571 ΚΠολΔ ,όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ. 1 του ν. 3944/2011, ορίζεται ότι ο εισηγητής της υπόθεσης, που αφορά η αίτηση αναίρεσης, οφείλει να συντάξει συνοπτική έκθεση για το παραδεκτό της αίτησης, καθώς και για το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, και να την καταθέσει στη γραμματεία του Αρείου Πάγου οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο, έχουν δε οι διάδικοι το δικαίωμα να πληροφορηθούν το περιεχόμενό της. Από το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρ. 562 παρ.4, 569 παρ.2 εδ. δ και 574 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η έγγραφη έκθεση του εισηγητή αρεοπαγίτη αναφορικά με το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης, καθώς και για το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της, αποτελεί αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την πρόοδο τη αναιρετικής δίκης (295/2016, ΑΠ 264/2013, ΑΠ 32/2011, ΑΠ 188/2011).
Συνεπώς, αν δεν έχει συνταχθεί η έκθεση αυτή ή δεν καλύπτει όλους ανεξαιρέτως τους λόγους της αίτησης αναίρεσης, επιβάλλεται, ακόμη και αν η παράλειψη αφορά έναν μόνον από τους λόγους της αίτησης αναίρεσης, η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου. κατά τις αναλογικά εφαρμοζόμενες διατάξεις του άρθρου 254 ΚΠολΔ στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προκειμένου κατά την επαναληπτική συζήτηση να έχει συνταχθεί ή να έχει συμπληρωθεί από τον εισηγητή αρεοπαγίτη η αναγκαία έκθεση (ΑΠ 295/2016, ΑΠ 264/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά τη διάσκεψη αυτής στις 20-3-2018 από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά της 1643/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών ασκήθηκε ενώπιον του Αρείου Πάγου, αρμοδίως, από τον εναγόμενο -εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα ..., η από 20-10-2014 αίτηση αναίρεσης. Για την εκδίκαση της εν λόγω αίτησης αναίρεσης ορίσθηκε με την από 7-11-2014 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου το Β2 Πολιτικό Τμήμα αυτού και με την από 7-11-2014 πράξη του Προέδρου του εν λόγω Τμήματος ορίσθηκε Εισηγητής ο αναφερόμενος, στην ω άνω Πράξη Αρεοπαγίτης και δικάσιμος, για την συζήτησή της, η 24-2-2015, κατά την οποία αναβλήθηκε ,από το πινάκιο, η συζήτηση για τη δικάσιμο της 17-5-2016, ακολούθως για τη δικάσιμο της 17-1-2017, ακολούθως για τη δικάσιμο της 17-10-2017 και ακολούθως για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής (13-2-2018). Με την κρινομένη αίτηση αναίρεσης ο αναιρεσείων ... ζήτησε την αναίρεση της ως άνω προσβαλλομένης απόφασης επικαλούμενος τις αναιρετικές πλημμέλειες από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ (πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι). Στη συνέχεια και πριν από την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης συνέταξε την από 13-2-2015 έγγραφη εισήγησή του την οποία και κατέθεσε στην γραμματεία του Αρείου Πάγου κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία. Στην έγγραφη έκθεση αυτή ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης εισηγήθηκε περί του παραδεκτού της αίτησης αναίρεσης, καθώς επίσης και περί του παραδεκτού και της βασιμότητας μόνο των δύο πρώτων λόγων αυτής, ενώ. από παραδρομή, παρέλειψε να εισηγηθεί και περί του παραδεκτού και της βασιμότητας του αναφερομένου, στο αναιρετήριο δικόγραφο, τρίτου από το άρθρο 559 αριθμό 1 του ΚΠολΔ λόγου της αίτησης αναίρεσης. Ανακύπτει έτσι ανάγκη να συμπληρωθεί από τον Εισηγητή Αρεοπαγίτη η έκθεσή του ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα του ανωτέρω τρίτου λόγου της αίτησης αναίρεσης, που, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η αναφορά του στην έγγραφη έκθεση εισήγησης αποτελεί αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την πρόοδο της αναιρετικής δίκης.
Συνεπώς, προς τον σκοπό αυτόν, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη αυτής κατά τα ειδικότερα, στο διατακτικό, οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης αυτής, προκειμένου, κατά την επαναληπτική συζήτηση αυτής, που θα ορισθεί με επιμέλεια των διαδίκων, να έχει συμπληρωθεί από τον Εισηγητή Αρεοπαγίτη η έκθεσή του αναφορικά με το παραδεκτό και την βασιμότητα του τρίτου λόγου της από 7-10-2014 αίτησης αναίρεσης της 1643/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Μαΐου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή