Θέμα
Ακυρότητα επιδόσεως.
Περίληψη:
Έφεση - Έννοια αγνώστου διαμονής. Τόπος κατοικίας. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει υποχρεωτικά να προβάλλονται με την έφεση, είναι και η επίδοση «ως αγνώστου διαμονής», χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε «γνωστή διαμονή». Πρέπει ο εκκαλών να αναφέρει στην έφεση ότι είχε δηλώσει στην εισαγγελική αρχή τη γνωστή διαμονή του. Τόπος κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος στη προανάκριση που έχει τυχόν ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί σ' αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται αυτός που αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση. Ορθή και αιτιολογημένη απόρριψη έφεσης ως απαράδεκτης. Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 402/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Μ. του Ι., κατοίκου ..., που παρέστη στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο της Δέσποινα Λασκαρίδου, περί αναιρέσεως της με αριθμό 32938/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2012 αίτησή της η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1041/12.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω παραγραφής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, η οποία πρέπει να γίνεται όπως ορίζουν τα άρθρα 155 επ. του ίδιου Κώδικα. Αν η έφεση ασκηθεί εκπρόθεσμα, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή (Ολ.ΑΠ 3/1995). Η απόφαση με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει τον χρόνο της επιδόσεως στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως και εκείνον της ασκήσεως αυτής, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως, εκτός αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, από την οποία απωλέσθηκε η προθεσμία (του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.), οπότε η αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται και στα ζητήματα αυτά (Ολ.Α.Π. 6, 7/1994 και 4/1995). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση "ως άγνωστης διαμονής", χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος, είχε "γνωστή διαμονή" σε συγκεκριμένο τόπο και διεύθυνση. Επίσης πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, από την οποία ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της, στην έννοια όμως της οποίας (ανώτερης βίας), δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επιδόσεως, ως άγνωστης διαμονής και εντεύθεν μη γνώση από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης αποφάσεως, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, μάχεται κατά του κύρους της επιδόσεως και δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως της εφέσεως του. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, για τη Δικαστική Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους ή ακόμη και την Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά την προανάκριση, που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτή, ως τόπος κατοικίας θεωρείται, εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 32938/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως της, η έφεση της ήδη αναιρεσείουσας - κατηγορούμενης, που εκπροσωπήθηκε στη δίκη εκείνη από συνήγορο, κατά της 76735/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτή είχε καταδικασθεί, για την πράξη της παράβασης του Ν. περί επιταγής σε ποινή φυλάκισης τριάντα (30) μηνών και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Από τη σχετική 1636/16-2-2012 έκθεση εφέσεως, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, κατά την έρευνα του παραδεκτού και του βάσιμου των λόγων της αναιρέσεως, προκύπτει ότι η εκκαλούσα, προκειμένου να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκηση της εφέσεως της, είχε προβάλλει, δια της συνηγόρου της, ότι δεν είχε λάβει γνώση του κλητηρίου θεσπίσματος και της εκκαλούμενης αποφάσεως και καταδικάστηκε, ως αγνώστου διαμονής, ενώ είναι γνωστής και ότι έλαβε γνώση της καταδικαστικής, ως άνω αποφάσεως, όταν προσήλθε στο Αστυνομικό Τμήμα Φιλοθέης, ως μάρτυρας, για την έκδοση Αστυνομικής Ταυτότητας κάποιας φίλης της. Είχε δηλαδή προβάλλει με την έφεση της, ακυρότητα της επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής και όχι λόγους ανώτερης βίας, για τους οποίους απώλεσε την προθεσμία ασκήσεως της εφέσεως, στους οποίους δεν εμπίπτει όπως αναφέρθηκε και ο ισχυρισμός, για ακυρότητα της επιδόσεως, ως άγνωστης διαμονής και από το γεγονός τούτο, μη γνώση από αυτήν, της εκκαλούμενης αποφάσεως. Δεν αναφέρει, όμως, στην έφεσή της, αν τη φερόμενη αυτή ως τελευταία γνωστή κατοικία της, είχε δηλώσει καθ' οιονδήποτε τρόπο στην Εισαγγελική αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Στη συνέχεια, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα: Η προσβαλλόμενη με αριθμό 76735/2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών με την οποία η κατηγορούμενη κηρύχθηκε ένοχη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής και επιβλήθηκε σ' αυτήν ποινή φυλάκισης 30 μηνών και χρηματική ποινή 3000 Ευρώ εξεδόθη ερήμην της κατηγορουμένης την 25-5-2004. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στην κατηγορουμένη ως αγνώστου διαμονής την 6-11-2006 (βλ. από 6-11-2006 αποδεικτικό επίδοσης του Αστυφύλακα Μ. Π. του Α.Τ. ...). Η έφεση κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε την 16-2-2012, ήτοι μετά πάροδο έξ (6) ετών, δίχως εκ των ανωτέρω αποδεικτικών στοιχείων να δικαιολογείται η επί τόσο χρονικό διάστημα αδυναμία της κατηγορουμένης ν' ασκήσει έφεση δοθέντος ότι η αρχική διεύθυνση της κατηγορουμένης, ... στην οποία αναζητήθηκε για την επίδοση τόσο του κλητηρίου θεσπίσματος, όσο και τις εκδοθείσες υπ' αριθμόν 76735/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ήταν αληθινή και είχε δηλωθεί από την ίδια στο σώμα της υπ' αριθμόν ... επιταγής της Άλφα Τράπεζας για την έκδοση της οποίας άνευ διαθεσίμων κεφαλαίων στο όνομα αυτής και καταδικάσθηκε η κατηγορουμένη, με την ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη η κρινόμενη έφεση. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, απορρίπτοντας την έφεση ως εκπρόθεσμη, διέλαβε την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού σ' αυτήν εκτίθενται όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία, για την πληρότητά της, εκτείνεται δηλαδή, στην εγκυρότητα της επίδοσης της εκκαλούμενης υπ' αριθ. 76735/2004, καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, ως αγνώστου διαμονής και διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης (6-11-2006), το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση (από 6-11-2006 αποδεικτικό επίδοσης του Αστυφύλακα του ΑΤ ... Μ. Π. ) καθώς και το χρόνο άσκησης της έφεσης (16-2-2012). Εφόσον, επομένως, η εκκαλούσα, ήδη αναιρεσείουσα, δεν πρόβαλε με την έφεση, όπως προαναφέρθηκε, ότι είχε καταστήσει γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, τη διεύθυνση κατοικίας της, στην οδό ... στους ..., νομίμως αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) στην επαγγελματική της διεύθυνση που αναγραφόταν στη μήνυση, (...), ως τελευταία γνωστή κατοικία της και δεν είχε υποχρέωση το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο να διαλάβει αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση για το αν αυτή διέμενε ή όχι στην οδό ..., που δήλωσε στην έφεση ως γνωστή κατοικία της, ούτε υπερέβη την εξουσία του με το να δεχτεί ότι η γενόμενη κατά τα άνω επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης ήταν έγκυρη. Η περαιτέρω αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι δεν αναφέρονται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, οι μάρτυρες που εξετάσθηκαν και τα επικαλούμενα απ' αυτήν έγγραφα, με τα οποία δικαιολογείται το εκπρόθεσμο της ασκήσεως της εφέσεως, είναι αβάσιμη, γιατί το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να λάβει υπόψη του τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, αφού, στην έκθεση της εφέσεως, δεν αναφέρεται σαφής και ορισμένος λόγος, που να δικαιολογεί το εκπρόθεσμο της άσκησής της, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, εκ περισσού δε εξετάσθηκαν μάρτυρες και ανεγνώσθησαν έγγραφα. Επομένως, οι σχετικοί, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Η' του ΚΠΔ, που υποστηρίζουν αντίθετα με τα ανωτέρω, είναι αβάσιμοι. Συνακόλουθα, και η αιτίαση της αναιρεσείουσας, ότι, ενώ προσκόμισε το με ημερομηνία 6-6-2012, έγγραφο, από το οποίο προέκυπτε διακοπή της επιχείρησής της από την οδό ..., στην οποία κλητεύθηκε ως άγνωστης διαμονής και περαιτέρω, η γνωστή διεύθυνση κατοικίας της, στην οδό ... στους ..., και του οποίου ζήτησε την ανάγνωση, το δικαστήριο, δεν το περιέλαβε στα αναγνωστέα έγγραφα και συνεπώς δεν προέβη στην αξιολόγηση και συνεκτίμηση του, είναι αβάσιμη, αφού όπως προαναφέρθηκε, εκ περισσού αναγνώστηκαν έγγραφα στο ακροατήριο και συνεπώς και η ανάγνωση, του ως άνω εγγράφου και η συνεκτίμηση και αξιολόγησή του δε χρειαζόταν για την κρίση του δικαστηρίου, επί του παραδεκτού ή μη της έφεσης.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Π.Δ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση, κατ' εκτίμηση, για ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω έλλειψης ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. δ', 329, 331, 364 και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, συνάγεται ότι τότε μόνον επέρχεται η συνιστώσα λόγο αναιρέσεως απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, όταν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του μη δημοσίως αναγνωσθέντα έγγραφα, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του από το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις αναφορικά με το αποδεικτικό αυτό μέσον. Τα ανωτέρω όμως δεν ισχύουν για τα έγγραφα που αποτελούν τη βάση, το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος για το οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη του κατηγορουμένου και στοιχείο του σε βάρος του κατηγορητηρίου ή είναι έγγραφα διαδικαστικά, διότι στην περίπτωση αυτή, γνωρίζει ο τελευταίος την κατηγορία, και κατ' ακολουθία το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και μπορούσε αν το ήθελε να ασκήσει τα κατ' άρθρο 358 Κ.Π.Δ. δικαιώματά του ( Α.Π. 795/2011, 1751/2010).
Με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεώς της, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, ότι το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, έλαβε υπόψη του, για το σχηματισμό της κρίσεώς του, έγγραφα και ειδικότερα, φωτοτυπία της υπ' αριθμό ... επιταγής της Άλφα Τράπεζας, χωρίς αυτή να αναγνωσθεί στο ακροατήριο. Από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι αναγνώστηκε με α/α 3, η από 28-1-2011 μήνυση της εκκαλούσας, στην οποία είχε περιληφθεί και η επίδικη επιταγή, χωρίς να εξειδικεύεται περαιτέρω αυτή και προφανώς πρόκειται, περί της επίδικης. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, η ανωτέρω υπ' αριθμό ... επιταγή, η οποία φέρεται ότι δεν αναγνώσθηκε, ήταν η επίδικη επιταγή, απετέλεσε τη βάση για την αποδοθείσα σε βάρος της αναιρεσείουσας κατηγορία και το μέσο τελέσεως του εγκλήματος που της αποδίδεται, της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αναφέρεται στην κατηγορία, υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών με την υποβολή της μήνυσης εκ μέρους της εγκαλούσας και συμπεριλαμβάνεται στη σχηματισθείσα σε βάρος της δικογραφία και δεν ήταν αναγκαία η ανάγνωσή της στο ακροατήριο, η δε αναιρεσείουσα αφού γνώριζε την κατηγορία, μπορούσε να ασκήσει τα από το άρθρο 358 του Κ.Π.Δ. δικαιώματά της, διά της εκπροσωπήσασας αυτήν στη δίκη, συνηγόρου της, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη.
Συνεπώς, η μη ανάγνωση αυτής δεν επέφερε την επικαλουμένη από την αναιρεσείουσα ακυρότητα της διαδικασίας και ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, ως άνω τρίτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. δ' ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με την πιο πάνω αιτίαση, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (αρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-9-2012 αίτηση της Μ. Α. του Ι., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 32938/2012 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Μαρτίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ