Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και απόρριψη λόγων αναίρεσης ως αβάσιμων για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 375 §§ 1β και 2 ΠΚ, απόλυτης ακυρότητας λόγω λήψεως υπόψη εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε και έλλειψη αιτιολογίας σε υπερασπιστικό ισχυρισμό. Απορρίπτει την αίτηση.
Αριθμός 1585/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Θάνου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε στο ακροατήριο με τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Γεώργιο Ανδρέου και Δημήτριο Κακόγιαννο, περί αναιρέσεως της 1425/2007 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την ... χήρα Θ1, που δεν παραστάθηκε. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1594/2007.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξουσίους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν περιέχονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους τα περιστατικά που αποδείχτηκαν έχουν υπαχθεί στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική κατά το είδος καθενός αναφορά τους, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία του κάθε αποδεικτικού στοιχείου και του τι προέκυψε από το καθένα απ'αυτά. Πρέπει όμως να προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά απ'αυτά για να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη 1425/2007 απόφασή του που εξέδωσε δέχθηκε κατά πλειοψηφία με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό ότι από τα κατ'είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ήδη αποβιώσας εγκαλών, Θ1, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε (βαρύτατη καρδιακή πάθηση), με το ...πληρεξούσιο του Συμβ/φου Μαραθώνα, Σταύρου Παπαδογεώργη, διόρισε τον κατηγορούμενο (αδελφό του), Χ1, αντιπρόσωπο και αντίκλητό του με την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να μεταβιβάσει κατά κυριότητα, νομή και κατοχή, το αναφερόμενο στο διατακτικό, που βρίσκεται στην Κτηματική Περιφέρεια του ..., επιφάνειας 985,34 τετρ. Μέτρων, οικόπεδό του και να εισπράττει το τίμημα αυτού ή να πιστώνει με αυτό τον αγοραστή. 'Ετσι, ο κατηγορούμενος δυνάμει του πιο πάνω πληρεξουσίου και ως εντολοδόχος του εγκαλούντος, με το ... πωλητήριο συμβόλαιο της κάθετης αυτής ιδιοκτησίας-οικοπέδου) της Συμβ/φου Αθηνών, Σοφίας Βελέντζα, μεταβίβασε την ως άνω κάθετη ιδιοκτησία αντί τιμήματος (όσον και η από την αρμόδια ΔΟΥ υπολογισθείσα αντικειμενική του αξία) 36.422.293 δραχμών, στους αγοραστές .... και ... κατά ιδανικό μερίδιο 70% στον πρώτο και 30% στη δεύτερη. Από το τίμημα αυτό, μέρος του (άνω ποσού) από 22.500.000 δραχμές ή 66.030,81 ευρώ πιστώθηκε για προθεσμία τριών (3) μηνών, το οποίο εισέπραξε τελικά ο ίδιος (κατηγορούμενος) και συντάχθηκε σχετικά το με αριθμό ... συμβόλαιο εξοφλήσεως της αυτής Συμβ/φου, ενεργώντας ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα πάντα του εντολοδόχου του αδελφού του, ο οποίος κατά το χρόνο αυτό νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Λονδίνου με την κατά τα άνω σοβαρή καρδιακή πάθηση. 'Όμως, ο κατηγορούμενος καταχρώμενος της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης του εγκαλούντος αδελφού του στο πρόσωπό του, δεν παρέδωσε, όπως προς τούτο είχε υποχρέωση, σε αυτόν (εγκαλούντα) το ως άνω χρηματικό ποσό, παρά τις έντονες οχλήσεις του τελευταίου. Κατά μήνα Ιούλιο έτους 1998 μάλιστα, με τη μεσολάβηση του δικηγόρου του (εγκαλούντος) ... που εξετάσθηκε ως μάρτυρας πρωτόδικα στο ακροατήριο (στο παρόν Δικαστήριο δεν του χορηγήθηκε η προς τούτο άδεια από το ΔΣΑ), όχλησε ο τελευταίος τον κατηγορούμενο κατ'επανάληψη τηλεφωνικά για επιστροφή του τιμήματος στον αδελφό του και, παρά τις υποσχέσεις του για τακτοποίηση του θέματος, αθέτησε την υπόσχεσή του. Ο εγκαλών εξάλλου με την από 14-7-1998 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση και δήλωση προς τον κατηγορούμενο αδελφό του, που επιδόθηκε σε αυτόν στις ...., όπως προκύπτει από την ...έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., που αναγνώστηκε, προσκάλεσε τον τελευταίο να αποδώσει σε αυτόν μέσε σε προθεσμία τριών (3) ημερών από της επιδόσεως σε αυτόν της άνω δηλώσεως, το άνω υπόλοιπο τίμημα και του δήλωσε ότι σε διαφορετική περίπτωση θα στραφεί σε βάρος του δικαστικά για την αναγκαστική είσπραξη του οφειλόμενου σε αυτόν χρηματικού ποσού, ζητώντας παράλληλα από τον αρμόδιο Εισαγγελέα την άσκηση ποινικής διώξεως, κατ'αυτού, χωρίς όμως ο κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος απολογούμενος στο Δικαστήριο αυτό ομολόγησε, να απαντήσει στο άνω εξώδικο. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι μετά από προφορική συμφωνία με το μηνυτή, το τίμημα της πωλήσεως του εν λόγω οικοπέδου θα παρακρατούσε εκείνος για τον εαυτό του, δεν αποδείχθηκε από τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα. Αντίθετα, αναιρείται από το γεγονός, που αποδείχθηκε, ότι ο κατηγορούμενος το μέρος του τιμήματος, που δεν είχε πιστωθεί, αλλά του το είχαν καταβάλλει οι αγοραστές κατά την πώληση του οικοπέδου, δηλαδή, το ποσό των 2.422.293 -1.500.000=922.293 δραχμών το κατέθεσε στο κοινό με τον αδελφό του λογαριασμό καταθέσεων (τραπεζικό) και ο τελευταίος το ανέλαβε και το χρησιμοποίησε για τα ιατρικά έξοδα, χωρίς ο κατηγορούμενος να διαμαρτυρηθεί. Εάν όμως είχε γίνει η παραπάνω συμφωνία, οπωσδήποτε ο τελευταίος θα τα είχε καταθέσει σε δικό του λογαριασμό (τραπεζικό). Αποδείχθηκε επίσης ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα το άνω χρηματικό ποσό (22.500.000 δρχ.), το αντικείμενο δε αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και του είχε εμπιστευθεί ο εγκαλών λόγω της άνω παθήσεώς του και της ιδιότητας του κατηγορουμένου ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, καθώς και από αυτές των μαρτύρων που εξετάσθηκαν πρωτόδικα, από τα πρακτικά και την απόφαση του Α'θμίου Δικαστηρίου, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο Δικαστήριο αυτό και την κατάθεση του μάρτυρα της πολιτικής αγωγής και δεν αναιρούνται από την απολογία του κατηγορουμένου, που αρνείται την πράξη του, καθώς και από την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως, που ταυτίζεται με τις θέσεις του κατηγορουμένου. Με βάση τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία το Εφετείο κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης κινητού πράγματος ιδιαίτερης μεγάλης αξίας κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης από υπαίτιο που του το είχαν εμπιστευθεί, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας και δεχόμενο το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.1 ε' ΠΚ, επέβαλε σ'αυτόν κατά πλειοψηφία ποινή φυλάκισης δύο ετών και πέντε μηνών την οποία μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ ημερησίως.
Με τις παραδοχές του αυτές το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 §§ 1β & 2 του ΠΚ, όπως η παρ.2 του άρθρου αυτού αντικ. με το άρθρο 1 § 9 του Ν. 2408/1996 και όπως οι παράγραφοι 1 και 2 τούτου ίσχυαν πριν από τη συμπλήρωσή τους με το άρθρο 14 § 3 του Ν. 2721/1999, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα από την γενόμενη επίκληση στην αρχή του σκεπτικού όλων των αποδεικτικών μέσων, κατά το είδος τους, μεταξύ των οποίων των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων και των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και επομένως και η κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας ...., οι αναγνωσθείσες εντολές πληρωμής ποσού 52.900.000 δρχ. και 67.320 δρχ. προς τον Θ1, εν όψει μάλιστα του ότι από το περιεχόμενο αυτών δεν προκύπτει καμμιά ανακολουθία ως προς τις παραπάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης. Επίσης καμμία αμφιβολία δεν καταλείπεται ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης...., ως και την απολογία του κατηγορουμένου, αφού πέραν της γενικής στο προοίμιον αναφοράς κατά το είδος τους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του ρητά διαλαμβάνεται στο κείμενο του σκεπτικού ότι "η κατάθεση του μάρτυρα της πολιτικής αγωγής δεν αναιρείται από την απολογία του κατηγορουμένου, που αρνείται την πράξη του, καθώς και από την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, που ταυτίζεται με τις θέσεις του κατηγορουμένου". Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ κατά το μέρος που υπό την επίκληση της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας αποδίδεται σ'αυτήν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων με την ειδικότερη αιτίαση της παράλειψης αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ τους, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι πλήττεται μ'αυτόν η αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 358, 364 § 1 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει, ότι στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, παραβιάζοντας έτσι την άσκηση του απορρέοντος από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικές με το αποδεικτικό τούτο μέσο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 § 1 εδ. δ' του ΚΠΔ και ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγος αναιρέσεως. Όμως η ανάγνωση του εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει μόνον από τη ρητή μνεία του σχετικού μέρους των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλ'αρκεί να διαπιστώνεται η ανάγνωσή του είτε από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης κατά, την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είτε και από ρητή αναφορά στο κείμενο του σκεπτικού. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετέιο για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση έλαβε υπόψη του μεταξύ άλλων εγγράφων και την ... από 14-7-1998 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., με την οποία επιδόθηκε στον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα η προς αυτόν απευθυνόμενη από 14-7-1998 εξώδικη διαμαρτυρία πρόσκληση και δήλωση. Και ναι μεν η παραπάνω έκθεση επίδοσης δεν αναφέρεται στην οικεία θέση των πρακτικών μεταξύ των αναγνωσθέντων εγγράφων στην οποία αναφέρεται μόνο η από 14-7-1998 εξώδικη διαμαρτυρία πρόσκληση και δήλωση, όμως το ότι αναγνώσθηκε αυτή αναφέρεται στο κείμενο του σκεπτικού. Συνακόλουθα, εφόσον αναγνώσθηκε το έγγραφο αυτό δόθηκε στον κατηγορούμενο και τον συνήγορό του η δυνατότητα να προβούν στις κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ δηλώσεις και εξηγήσεις τους σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, και δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης.
Η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί και μάλιστα κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Ισχυρισμός όμως ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι'αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ούτε ο κατηγορούμενος ούτε ο συνήγορός του προέτειναν και ανέπτυξαν κάποιον ισχυρισμό αλλά μόνο ότι μετά την ανάγνωση της από...έκθεσης ένορκης εξέτασης μάρτυρα ... ενώπιον του 11ου Ανακριτού, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, προέβη σε σχολιασμό του τελευταίο αναγνωσθέντος εγγράφου και κατέθεσε έγγραφο με την προμετωπίδα "Ισχυρισμός του Κατηγορουμένου", στο οποίο με τ'απαρριθμούμενα σ'αυτό δέκα επιχειρήματα ισχυρίζεται ότι δεν υπεξήρεσε αυτός το αποδιδόμενο σ'αυτόν ποσό. Ανεξάρτητα όμως του ότι από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί αναπτύχθηκαν και προφορικά, δεν αποτελούν αυτοί αυτοτελείς ισχυρισμούς, αλλά μόνο υπερασπιστικά επιχειρήματα, επί των οποίων δεν είχε υποχρέωση το Εφετείο ν'απαντήσει, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει την απόφασή του. Για τον ίδιο λόγο το Εφετείο δεν είχε λόγο ν'απαντήσει επί των ισχυρισμών που πρόβαλε ο κατηγορούμενος στην απολογία του και έχουν ως εξής: "...ΕΙΧΑΜΕ ΣΥΜΦΩΝΗΣΕΙ ΝΑ ΤΑ ΠΑΡΩ ΕΓΩ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΘΕΙ Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΜΟΥ". Πήγε και μου πήρε 15.000.000 δρχ. επιπλέον. Τα έβαλα σε κοινό λογαριασμό λόγω πόθεν έσχες. Τα 52.000.000 δρχ. ήταν από πώληση άλλη, δική μου. ΕΒΑΛΑ ΤΑ 14.000.000 δρχ. ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΗΤΑΝ ΑΠΟ ΔΙΚΑ ΜΟΥ, ΕΙΧΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ. ΠΑΝΤΑ ΕΤΣΙ ΣΥΝΗΘΙΖΑΜΕ, ΥΠΗΡΧΕ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ. ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΗΣΑ ΣΤΟ ΕΞΩΔΙΚΟ ΓΙΑΤΙ ΤΟΥ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΑ ΚΑΙ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΔΕΝ ΕΣΤΕΙΛΑ ΚΑΝΕΝΑ ΕΞΩΔΙΚΟ...". Εφόσον και αυτός είναι αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός. Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ κατά το μέρος που με τον ίδιο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται η πλημμέλεια της εσφαλμένης αξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-9-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της 1425/2007 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1η Ιουλίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ