Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 469 / 2018    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Καταχραστές Δημοσίου, Έξοδα.




Περίληψη:
Αναιρέσεις κατηγορουμένων κατά αποφάσεως που τους καταδίκασε: Τον
πρώτο για κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Δήμου
Θεσσαλονίκης (Ν.Π.Δ.Δ.) με όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τις
2
150.000 ευρώ, με τους όρους του Ν. 1608/1950 περί καταχραστών δημοσίου και
με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι ο δράστης εξακολούθησε επί μακρόν την
τέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για κατ'
εξακολούθηση πλαστογραφία και για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική
δραστηριότητα από κερδοσκοπία. Τον δεύτερο για κατ' εξακολούθηση απλή
συνέργεια στην ως άνω πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως και για κατ'
εξακολούθηση απλή ψυχική συνδρομή σε πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση.
Τον τρίτο για κατ' εξακολούθηση απλή συνέργεια στην ως άνω πράξη της
κακουργηματικής υπεξαιρέσεως. Τους τέταρτο και πέμπτο για παράβαση του
άρθρου 3 του Ν. 1608/1950. Αναίρεση και από τον πολιτικώς ενάγοντα Δήμο
Θεσσαλονίκης για την πολιτική αγωγή. Απορρίπτει αναιρέσεις κατηγορουμένων
και επιβάλλει στον καθένα τα έξοδα. Δέχεται αναίρεση του πολιτικώς ενάγοντος
Δήμου Θεσσαλονίκης. Αναιρεί κατά ένα μέρος ως προς την πολιτική αγωγή και
παραπέμπει κατά το μέρος που αναιρέθηκε στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.




Αριθμός 469/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Π. Σ. του Κ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..., 2) Μ. Λ. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές …, 3) Β. Π. του Ν., κατοίκου ..., 4) Γ. Γ. του Α., κατοίκου ... και 5)Θ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν ο 1ος από από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ευθύμιο Καυκόπουλο και Αντώνιο Κουδρόγλου, ο 2ος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου, ο 3ος από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, ο 4ος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Συμεωνίδη και ο 5ος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Δημήτραινα, για αναίρεση της υπ'αριθ. 184, 185, 290, 539, 693, 775, 892, 1175, 1584/2014 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγοντα - αναιρεσείοντα τον Δήμο ..., που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους νόμιμους εκπροσώπους Ι. Μ. Δήμαρχο και Κ. Ζ. Αντιδήμαρχο ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χατζηνικολάου.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι και ο πολιτικώς ενάγων ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Φεβρουαρίου 2015, 6 Φεβρουαρίου 2015, 5 Φεβρουαρίου 2015, 29 Ιανουαρίου 2015 και 6 Φεβρουαρίου 2015, αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων, αντίστοιχα, και για τους λόγους που αναφέρονται στις από 30 Ιανουαρίου 2015 και 4 Φεβρουαρίου 2015 αιτήσεις αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2015.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και των δύο μερών.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι, 1) η από 9-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αίτηση - δήλωση του Π. Σ. του Κ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 9-2-2015, 2) η από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Μ. Λ. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 3) η από 5-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Β. Π. του Ν., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 4) η από 29-1-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αίτηση - δήλωση του Γ. Γ. του Α., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 9-2-2015, 5) η από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Θ. Γ. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 6) η από 30-1-2015 αίτηση του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως ασκήσεως αναιρέσεως …/2015 και 7) η από 4-2-2015 αίτηση του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως ασκήσεως αναιρέσεως …/2015, με τις οποίες διώκεται η αναίρεση της υπ' αριθ. 184-185, 290, 539, 693, 775, 892, 1175, 1584/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 184-185, 290, 539, 693, 775, 892, 1175, 1584/2014 αποφάσεώς του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτήν, δέχθηκε ανελέγκτως, επί λέξει, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης των κατηγορουμένων, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα κατωτέρω αναφερόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως, από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των προαναφερομένων εγγράφων, που λεπτομερώς αναφέρονται στα ταυτάριθμα, με την παρούσα απόφαση, πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου και που βρίσκονται στην παρούσα δικογραφία, εκτός από τις ληφθείσες κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης και ενόρκων διοικητικών εξετάσεων μαρτυρικές καταθέσεις των κατηγορουμένων, που περιλαμβάνονται στα αντίστοιχα αναγνωσθέντα πορίσματα, δόθηκαν δε πριν αυτοί αποκτήσουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με εξαίρεση τις καταθέσεις του πρώτου κατηγορουμένου (Π. Σ.), ο οποίος στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου και επιβεβαίωσε τις καταθέσεις που είχε δώσει ως ύποπτος στην οικονομική επιθεωρήτρια Α. Τ. σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Σ. υπηρετούσε από πολλών ετών (1991) ως μόνιμος υπάλληλος στο Τμήμα Εξόδων της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου …, εκτελώντας τα καθήκοντα του διαχειριστή των υπέρ τρίτων αποδοτέων κρατήσεων (φόρων προς το Δημόσιο και ασφαλιστικών εισφορών στα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία). Λόγω της ευφυΐας του και της εμπειρίας, που εν τω μεταξύ απέκτησε, αντελήφθη ότι ήταν δυνατή η υπεξαίρεση κάποιου μέρους από τα χρηματικά ποσά που διαχειριζόταν, δεδομένου ότι: α) οι αποδόσεις των κρατήσεων γίνονταν όχι μόνο με τραπεζικές επιταγές αλλά και με μετρητά, β) ο ουσιαστικός έλεγχος των διαχειριστών πληρωμών και κρατήσεων, από τους αρμοδίους προς τούτο (προϊσταμένη του τμήματος εξόδων και γραμματεία διευθυντή Ταμειακής Υπηρεσίας) ήταν ανύπαρκτος και γ) η διαχείριση των υπέρ τρίτων αποδόσεων εξαιρούνταν από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Προϊστάμενοι της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου … κατά το χρονικό διάστημα που ενδιαφέρει εν προκειμένω (1.1.1999 - 31.12.2007) ήταν αρχικά ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. από το τέλος Φεβρουάριου 1998 μέχρι τη συνταξιοδότησή του που έλαβε χώρα την 8.8.2007 και στη συνέχεια ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ., από 14.8.2007 ως αναπληρωτής δυνάμει της υπ' αριθ. .../14.8.2007 απόφασης του Δημάρχου (τρίτου κατηγορουμένου Β. Π.). [Στη συνέχεια ως τακτικός δυνάμει της υπ' αριθ. .../4.2.2008 απόφασης του ίδιου Δημάρχου]. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, που εγκρίθηκε με την υπ' αριθ. .../1991 απόφαση του Νομάρχη … (ΦΕΚ ….1991/…), ο Διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας έχει τις εξής λειτουργικές αρμοδιότητες: 1) Προγραμματίζει, οργανώνει, διευθύνει και ελέγχει, συντονίζει την εργασία των τμημάτων που υπάγονται σ' αυτόν για την επιτυχία του έργου της είσπραξης των εσόδων του Δήμου και της διαχείρισης των χρημάτων κατά νόμο. 2) Έχει προσωπική ευθύνη για τη διεκπεραίωση της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου, ανεξάρτητα αν αυτή ασκείται με εντολές του από τα διαχειριστικά και εισπρακτορικά όργανα. 3) Προετοιμάζει και υποβάλλει στον Αντιδήμαρχο Οικονομικών προτάσεις για τη βελτίωση της ταμειακής διαχείρισης. 4) Για τη διεκπεραίωση της εργασίας του ο Προϊστάμενος της Διευθύνσεως βοηθείται από τη Γραμματεία, η οποία εκτός των άλλων ελέγχει τα εξοφλημένα εντάλματα, καθώς και τη διαχείριση των διαχειριστών. Ένα από τα βασικά τμήματα της Ταμειακής Υπηρεσίας είναι το Τμήμα Εξόδων. Προϊσταμένη του Τμήματος αυτού υπήρξε αρχικά η Κ. Γ. από 21.4.1999 έως 12.7.2002, ακολούθως η Κ. Π. από 12.7.2002 (απόφαση Δημάρχου .../2002) μέχρι τον Ιούλιο 2007 και τέλος η Α. Μ. από τον Ιούλιο 2007 και στο εξής. Το Τμήμα Εξόδων, σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, έχει τα εξής καθήκοντα: 1) Να ενεργεί υπεύθυνα τον έλεγχο των ενταλμάτων πληρωμής. Ο συγκεκριμένος έλεγχος αφορά στο νόμιμο και έγκυρο της εντελλόμενης δαπάνης, το νομότυπο της υπογραφής του εντάλματος, την πληρότητα των δικαιολογητικών και την έκδοση του εντάλματος, εντός των ορίων της πίστωσης που έχει εγκριθεί. 2) Μεριμνά για την έγκαιρη καταβολή των αναγκαίων ποσών των οφειλών προς το ΙΚΑ και για το συσχετισμό των αποδείξεων πληρωμής και εισφορών με τα χρηματικά εντάλματα. 3) Ελέγχει τα εντάλματα μισθοδοσίας του τακτικού και έκτακτου ημερομισθίου προσωπικού και αποδίδει τις εισφορές εργαζομένων και εργοδότη (Δήμου) στο ΙΚΑ και στα λοιπά ταμεία (ΤΕΑΔΣΕ, ΤΥΔΚΥ, ΤΣΜΕΔΕ, ΚΥΤ ΜΕΤΑΛΛΩΝ, ΤΕΑΜΕ, ΤΣΑΥ κ.λπ.). 4) Εξοφλεί τα χρηματικά εντάλματα των δαπανών του Δήμου. 5) Παρακολουθεί την έγκαιρη απόδοση των κρατήσεων, με βάση τις καταστάσεις της Μηχανογραφικής Υπηρεσίας του Δήμου, ώστε να αποφεύγεται η πληρωμή προστίμων, ένεκα καθυστερήσεων. 6) Τηρεί τα εξής βιβλία: α) κρατήσεων, β) κατασχέσεων και εκχωρήσεων, γ) κατατιθεμένων και αποδιδόμενων χρηματικών εγγυήσεων, δ) Δελτίο Ημερήσιας. Υποκείμενες υπηρεσιακές μονάδες της ίδιας διεύθυνσης ήταν επίσης το Τμήμα Λογιστηρίου και το Τμήμα Εσόδων. Ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Σ. ήταν ενταγμένος οργανικά στο Τμήμα Εξόδων της Ταμειακής Υπηρεσίας και του είχαν ανατεθεί τα καθήκοντα του διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Συνολικά διαχειριζόταν τις κρατήσεις 52 ασφαλιστικών ταμείων. Σύμφωνα με τις αποφάσεις υπ' αριθ. …/25.1.91, …/10.2.92, …/25.1.93, …/1994, …/95, …/30.1.96, …/11.2.97, …/12.2.98, …/19.2.1999, …/19.1.2000, …/31.1.2001, …/17.1.2002, …/27.1.2003, …/28.1.2004, …/17.2.2005,
…/31.1.2006 και …/2007 του Δημάρχου …, τα καθήκοντα του διαχειριστή κρατήσεων υπέρ τρίτων, Π. Σ., προσδιορίζονται ως εξής: α) Έγκαιρη απόδοση των κρατήσεων υπέρ των διαφόρων ταμείων (ΤΥΔΚΥ, ΤΑΔΚΥ, ΚΥΤ, ΤΣΜΕΔΕ, ΤΕΑΓΕ, ΤΕΑΧ, ΜΕΤΑΛΛΟΥ, ΝΟΜΙΚΩΝ) μετά από προηγούμενο έλεγχο των μισθοδοτικών καταστάσεων και των κρατήσεων υπέρ του Δημοσίου (φόρος εισοδήματος, ΟΔΔΥ - Στεγαστικά Δάνεια- ΤΕΕ κ.λπ.), β) Διαφύλαξη παραστατικών στοιχείων πληρωμής κρατήσεων και υποβολής τους στον Δημοτικό Ταμία στο τέλος του Οικονομικού Έτους, γ) Έλεγχος εξοφληθέντων χρηματικών ενταλμάτων που παραδίδονται από τους διαχειριστές πληρωμών. Στην απόφαση υπ' αριθ. …/22.2.2007 προστίθεται ακόμα μια αρμοδιότητα στα καθήκοντα του διαχειριστή Π. Σ., η εξής: δ) Επιμέλεια της ενταλματοποίησης για τη λογιστική τακτοποίηση των αποδόσεων των υπέρ τρίτων κρατήσεων και εισφορών. Στις ανωτέρω αποφάσεις, τα σχέδια των οποίων συντάσσονταν από τη γραμματεία του Δ/ντή σε συνεργασία με τα τμήματα της ταμειακής Υπηρεσίας και προωθούντο στο Δήμαρχο για υπογραφή, εκτός από τα καθήκοντα των διαχειριστών πληρωμών και του διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, που ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος, καθορίζονταν και τα καθήκοντα των διαχειριστών εισπράξεων. Σχετικά με όλα αυτά στις εν λόγω αποφάσεις, μεταξύ άλλων, αναφέρονται και τα εξής: Από το έτος 1997 (απόφαση υπ' αριθ. …/11.2.1997) μέχρι και το 2001 (απόφαση υπ' αριθ. …/31.1.2001) αναφερόταν λεκτικά στα καθήκοντα των διαχειριστών εισπράξεων του τμήματος εσόδων (γενικοί διαχειριστές εσόδων): α) Καθημερινή παραλαβή των εισπράξεων... β) Έκδοση του ημερήσιου δελτίου παραλαβής... γ) Παράδοση των εισπράξεων κάθε πρωί, ανάλογα με τις ανάγκες, στους διαχειριστές πληρωμών Α. Α., Ζ. Π., Κ. Ε. και Σ. Π. (εντάσσεται δηλαδή και ο πρώτος κατηγορούμενος, σύμφωνα με το κείμενο των αποφάσεων, στους διαχειριστές πληρωμών). Από το 2002 (απόφαση υπ' αριθ. …/17.1.2002) αναφερόταν στα καθήκοντα των διαχειριστών εισπράξεων τμήματος εσόδων τα εξής: α) Καθημερινή παραλαβή... β) Έκδοση του ημερήσιου δελτίου παραλαβής... γ) Παράδοση των εισπράξεων κάθε πρωί στους διαχειριστές πληρωμών Α. Α. και Μ. Α.. Δηλαδή απαλείφθηκε το όνομα του Π. Σ. από τους διαχειριστές πληρωμών, στους οποίους ο κεντρικός διαχειριστής (διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας) μπορεί να δίνει μετρητά. Από την επισκόπηση των ανωτέρω αποφάσεων που καταλαμβάνουν όλο το διάστημα που ο πρώτος κατηγορούμενος ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων (1991-2008) προκύπτουν τα ακόλουθα: 1) Όλες οι αποφάσεις με πάγιο και ομοιόμορφο τρόπο διαστέλλουν τους διαχειριστές πληρωμών από τον διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Ωστόσο, σε ορισμένες, όπως επισημάνθηκε αμέσως ανωτέρω, οι δύο ιδιότητες συγχέονται, στην πράξη δε σε όλες τις αποφάσεις οι διαχειριστές (πληρωμών και κρατήσεων) αντιμετωπίζονταν ομοιόμορφα ως προς την είσπραξη μετρητών και επιταγών και στον τρόπο της χρέωσής τους με αποδείξεις. 2) Κατά τα έτη 1991-1996 προβλέπεται ότι ο κεντρικός διαχειριστής μπορεί να δίνει μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις μόνο στους διαχειριστές πληρωμών, στους οποίους φυσικά δεν περιλαμβάνεται ο διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων (Π. Σ.) και γι' αυτό δεν προβλέπεται παράδοση τέτοιων μετρητών και στον Π. Σ.. Στο ζήτημα αυτό υπάρχει αλλαγή κατά τα έτη 1997-2001 και προβλέπεται πως ο κεντρικός διαχειριστής μπορεί να δίνει μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις και στον Π. Σ.. 3) Από το έτος 2002 και στο εξής καταργείται αυτή η αλλαγή και επανέρχεται η ρύθμιση στην αρχική της μορφή. Δηλαδή προβλέπεται ότι ο κεντρικός διαχειριστής μπορεί να δίνει μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις μόνο στους διαχειριστές πληρωμών, στους οποίους φυσικά δεν περιλαμβάνεται ο διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων (Π. Σ.) και γι' αυτό δεν προβλέπεται παράδοση τέτοιων μετρητών και στον Π. Σ.. Παρά τη διατύπωση αυτή των αποφάσεων ο Π. Σ. συνεχίζει να παραλαμβάνει μετρητά από τον κεντρικό διαχειριστή από τις τακτοποιητέες εισπράξεις της ημέρας, προκειμένου να πληρώσει φόρους και εισφορές στα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία. 4) Για τον τελευταίο (Π. Σ.) ορίζεται μέχρι το 2004 ότι αυτός όφειλε να διαφυλάττει τα παραστατικά στοιχεία πληρωμής των κρατήσεων που απέδιδε στα Ταμεία και στο Δημόσιο και να τα υποβάλλει στον Δημοτικό Ταμία (Διευθυντή) στο τέλος του οικονομικού έτους. Από τη διατύπωση αυτή δεν αποκλείεται ο έλεγχος των δικαιολογητικών από τα προαναφερόμενα όργανα, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας (ΟΕΥ) δήμου …, αλλά η έννοιά της είναι ότι μετά τον έλεγχο τα δικαιολογητικά θα διαφυλάσσονται από τον Σ. μέχρι τέλους του έτους, όταν και θα παραδίδοντο στον Δ/ντή για την προώθησή τους στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τον κατασταλτικό έλεγχο. 5) Οι διαχειριστές πληρωμών παίρνουν "χρήματα" από τον Προϊστάμενο της Ταμιακής Υπηρεσίας. Χρεώνονται με αποδείξεις εισπράξεως, τις οποίες υπογράφουν και πιστώνονται όταν παραδίνουν εξοφλημένα χρηματικά εντάλματα, οπότε και τους επιστρέφονται αντίστοιχες αποδείξεις. Τη διαχείριση του χρηματικού λογαριασμού "τακτοποιητέες εισπράξεις" την ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του Β. Δ/τος 1959. Σύμφωνα με τα άρθρα αυτά, οι "τακτοποιητέες εισπράξεις" είναι το χρηματικό ποσό που έχουν κάθε ημέρα στα χέρια τους από εισπράξεις οι δημοτικοί εισπράκτορες και οι λοιποί επί της εισπράξεως δημοτικών εσόδων υπάλληλοι. Οι υπάλληλοι αυτοί υποχρεούνται να παραδίδουν στο δημοτικό ταμία (δηλαδή το διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας) ή στον εντεταλμένο απ' αυτόν διαχειριστή το σύνολο των εισπράξεων της ημέρας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι εισπράκτορες θα παραδίδουν το χρηματικό ποσό που συγκεντρώνουν από τις εισπράξεις κατά ημέρα και "επί τη παραδόσει εκδίδεται και παραδίδεται εις τους ανωτέρω γραμμάτιο παραλαβής".
Συνεπώς για κάθε εισπράκτορα θα εκδίδεται γραμμάτιο παραλαβής για τα παραδοθέντα χρηματικά ποσά ξεχωριστά. Πριν από την παράδοση όμως των χρημάτων προηγείται η παράδοση όλων των στοιχείων, βάσει των οποίων εισπράχθηκαν τα ποσά στο δημοτικό ταμία για έλεγχο. Άρα ο έλεγχος προηγείται της έκδοσης του γραμματίου παραλαβής των "τακτοποιητέων εισπράξεων". Μετά τον έλεγχο των στοιχείων, βιβλίων εισπράξεως και των οικείων αποσπασμάτων των εισπρακτόρων οι ίδιοι (εισπράκτορες) παραδίδουν και τα καλύπτοντα το σύνολο των εισπράξεων γραμμάτια εκδοθέντα υπό τον λογαριασμό "τακτοποιητέες εισπράξεις". Μετά την παράδοση, σύμφωνα με το άρθρο 59 αρ.1, ο δημοτικός ταμίας επιλαμβάνεται ο ίδιος "της εξελέγξεως των λογαριασμών του εισπράκτορος ή άλλου επί της εισπράξεως υπαλλήλου". Επομένως, διενεργείται ατομικός έλεγχος για τις εισπράξεις του κάθε εισπράκτορα. Στη συνέχεια τα αντίτυπα των αποσπασμάτων εισπράξεων, δεόντως ελεγμένα από τον αρμόδιο ελεγκτή εσόδων, παραπέμπονται στο λογιστικό γραφείο του Ταμείου, το οποίο μετά τον έλεγχο επιμελείται της τακτικής εισαγωγής των εισπράξεων στο δημοτικό ταμείο υπό τα οικεία κεφάλαια και άρθρα του προϋπολογισμού. Έτσι εκδίδονται τα οικεία γραμμάτια εισπράξεως, ο αριθμός των οποίων τοποθετείται στο σώμα της οπίσθιας όψεως των γραμματίων παραλαβής των "τακτοποιητέων εισπράξεων". Από τις διατάξεις αυτές (άρθρα 58 και 59 του β.δ. 17.5/15.6.1959) δεν προβλέπεται δυνατότητα καθυστέρησης τακτικής εισαγωγής στο δημοτικό ταμείο των εισπράξεων από χρήματα που καθημερινά έχουν στα χέρια τους ως εισπράξεις της ημέρας οι δημοτικοί εισπράκτορες και οι λοιποί επί της εισπράξεως δημοτικών εσόδων υπάλληλοι. Υπάρχει όμως στη νομοθεσία πρόβλεψη ότι κάθε δήμος μπορεί να κρατά στο ταμείο του μετρητά μέχρι ένα ορισμένο από το νόμο ποσό. Συγκεκριμένα, αρχικά το π.δ. 410/1995 στο άρθρο 232 παρ. 2 όριζε: "Ο δημοτικός ταμίας δεν έχει δικαίωμα να κρατά στο ταμείο περισσότερο από ένα δωδεκατημόριο, των εξόδων που είναι γραμμένα στον προϋπολογισμό του δήμου. Τα υπόλοιπα χρήματα καταθέτει εντόκως και σε λογαριασμό όψεως σε Πιστωτικό Ίδρυμα ή σε Τράπεζα που καθορίζεται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου". Η ανωτέρω παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 28 Ν. 3202/2003 ως εξής: "2. Το ποσό που μπορεί να διατηρεί σε μετρητά στο ταμείο ο δημοτικός ή κοινοτικός ταμίας ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Τα υπόλοιπα κατατίθενται εντόκως, σε λογαριασμό όψεως ή προθεσμιακό, σε πιστωτικό ίδρυμα, που καθορίζεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Τοποθέτηση των ταμειακών διαθεσίμων σε άλλου είδους τραπεζικά και χρηματοοικονομικά προϊόντα δεν επιτρέπεται, εκτός από τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου. Όμως, ουδέποτε εκδόθηκε τέτοια απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών. Ακολούθως, εκδόθηκε ο Ν. 3463/2006 που στο άρθρο 171 ορίζει: "2. Το ποσό που μπορεί να διατηρεί σε μετρητά στο ταμείο ο δημοτικός ή κοινοτικός ταμίας ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Τα υπόλοιπα κατατίθενται εντόκως, σε λογαριασμό όψεως ή προθεσμιακό, σε πιστωτικό ίδρυμα, που καθορίζεται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Τοποθέτηση των ταμειακών διαθεσίμων σε άλλου είδους τραπεζικά και χρηματοοικονομικά προϊόντα δεν επιτρέπεται εκτός από τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου". Σε εκτέλεση του νόμου αυτού εκδόθηκε η υπ' αριθ. 4686/5.2.2008 Υ.Α. που όρισε: "1. Καθορίζουμε ως ανώτατο όριο του χρηματικού ποσού που μπορεί να διατηρείται σε μετρητά (τραπεζογραμμάτια και κέρματα) στο χρηματοκιβώτιο του δημοτικού ή κοινοτικού ταμείου, σε ημερήσια βάση, για την εξυπηρέτηση της συναλλακτικής κίνησης του οικείου ΟΤΑ, ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του ενός δωδεκάτου (1/12) του συνολικού ποσού που του κατανεμήθηκε αποκλειστικά ως τακτική επιχορήγηση κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη σχετική απόφαση μας περί κατανομής των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων των Δήμων και Κοινοτήτων. 2. Το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, με απόφαση του που εκδίδεται αμέσως μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού του οικείου ΟΤΑ και που ισχύει για το έτος που αφορά ο προϋπολογισμός, δύναται να καθορίζει μικρότερο χρηματικό ποσό, τηρούμενο σε μετρητά στο ταμείο του δήμου ή της κοινότητας, από το ανωτέρω τιθέμενο όριο, εκτιμώντας τις πραγματικές συναλλακτικές ανάγκες αυτού/ής". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ένας Δήμος μπορεί να κρατά στο Ταμείο του μετρητά και κατά λογική ακολουθία να πληρώνει με αυτά οφειλές του (ανάγκες και έξοδα), αφού άλλη σκοπιμότητα δεν μπορεί να έχει η παροχή δυνατότητας διατηρήσεως μετρητών στο Ταμείο του. Το ποσό που μπορεί να κρατά στο Ταμείο ποικίλει χρονικά ανάλογα με τις εκάστοτε ρυθμίσεις. Έτσι για το διάστημα από 1995-2003 μπορεί να κρατά ποσό ίσο με το ένα δωδέκατο (1/12) των εξόδων που είναι γραμμένα στον προϋπολογισμό. Για το διάστημα από 2003-2008 υπάρχει κενό νομοθεσίας, διότι δεν εκδόθηκε η υ.α. που θα καθόριζε το ύψος. Στο διάστημα αυτό πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι επιτρεπτή η αναλογική εφαρμογή της προηγούμενης ρύθμισης για το 1/12 των εξόδων που είναι γραμμένα στον προϋπολογισμό. Από 5.2.2008 και στο εξής το ποσό ορίζεται στο 10% του 1/12 της τακτικής επιχορήγησης. Στην πράξη ο Δήμος ... από του έτους 1991 τουλάχιστον, δηλαδή οκτώ περίπου έτη πριν εκλεγεί δήμαρχος ο τρίτος κατηγορούμενος, ένα μέρος από τα ποσά "των τακτοποιητέων εισπράξεων" τα διέθετε με τη μορφή μετρητών στους διαχειριστές πληρωμών και στον διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων Π. Σ., προκειμένου να εξοφλήσουν οφειλές του Δήμου προς τρίτους, ειδικότερα δε ο τελευταίος (Σ.) τις υποχρεώσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία από ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές εισφορές. Η παράδοση των χρημάτων στον Π. Σ., που ενδιαφέρει εδώ, γινόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας, πριν από το κλείσιμο της διαχείρισης στο τέλος του ωραρίου. Παρ' όλο που στις ετήσιες αποφάσεις του δημάρχου απαλείφθηκε από το 2002 και εντεύθεν η εντολή να παραλαμβάνει ο διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων (Π. Σ.) μετρητά από τους διαχειριστές εισπράξεων του Τμήματος Εσόδων της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου, εν τούτοις ο τελευταίος, όπως προαναφέρθηκε, συνέχισε να παραλαμβάνει μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν την εισαγωγή τους στο ταμείο του Δήμου. Ο έλεγχος της διαχείρισης του Π. Σ. δεν ήταν ποτέ επιμελημένος και ενδελεχής. Ειδικότερα, για το μέχρι του 2004 διάστημα ο Π. Σ., παρέδιδε τα εξοφλημένα εντάλματα στην προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων, η οποία αρκείτο σε ένα επιφανειακό αριθμητικό έλεγχο (έλεγχε δηλαδή αν συμφωνούν τα φερόμενα ως καταβληθέντα χρήματα με τα αναγραφόμενα στο ένταλμα, χωρίς όμως έλεγχο των παραστατικών (δικαιολογητικών) πληρωμής, ώστε να επιβεβαιωθεί η πραγματική καταβολή. Αυτά τα κρατούσε ο Σ. σε φάκελο τον οποίο την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους τον υπέβαλε στο Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας. Και εκεί όμως από τη γραμματεία του Δ/ντη δεν γινόταν έλεγχος των δικαιολογητικών. Ο έλεγχος περιοριζόταν σε αριθμητική συμφωνία και επαλήθευση, όσων φέρονταν ότι καταβλήθηκαν, με αυτά που έπρεπε να καταβληθούν, με βάση την κατάσταση που ο ίδιος ο Σ. είχε συντάξει. Έλεγχος του Σ. δεν γινόταν ούτε και μετά το Μάιο του 2004 που συνέτασσε αυτός ημερήσια κατάσταση Στην κατάσταση αυτή απλώς κατέγραφε τον ισοσκελισμό των ποσών που έλαβε με τα ποσά που έδωσε. Εάν είχε παραλάβει επιταγή, ανέγραφε τον αριθμό της επιταγής. Εάν είχε λάβει μετρητά, ανέγραφε τα ποσά και δίπλα στη στήλη πληρωμών σημείωνε τα ονόματα των δικαιούχων π.χ. ΤΥΔΚΥ, ΤΣΜΕΔΕ κλπ. Παραστατικά πληρωμής όμως δεν επισύναπτε. Το πρωτότυπο της κατάστασης το κατέθετε στη γραμματεία του Διευθυντή της Ταμειακής. Αντίγραφό της ως συνημμένο έγγραφο του Ημερησίου Δελτίου, που συνέτασσε η γραμματεία του Δ/ντη παραδινόταν στο Τμήμα Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής. Επίσης, αντίγραφο αυτής ως συνημμένο του ημερήσιου δελτίου κοινοποιούνταν στον εκάστοτε Αντιδήμαρχο Οικονομικών, στον δεύτερο κατηγορούμενο Μ. Λ., Γενικό Γραμματέα του Δήμου, και στον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π., Δήμαρχο, σε καθημερινή βάση. Ειδικότερα στην κατάσταση ο Σ. ανέγραφε τα ποσά που είχε παραλάβει από το Διευθυντή στη μια στήλη (είσπραξη) είτε σε μετρητά (τακτοποιητέες εισπράξεις), είτε σε επιταγές και στην άλλη στήλη τα ποσά που πλήρωσε αναφέροντας μόνο το όνομα του δικαιούχου π.χ. ΤΣΜΕΔΕ και δίπλα το ποσό, χωρίς να αναγράφει τον αριθμό του παραστατικού αξίας (απόδειξη τράπεζας, διπλοτύπου είσπραξης, κ.α.). Συγκεκριμένα η όλη διαδικασία που ακολουθούσε ο Σ. κατά το διάστημα αυτό ήταν η εξής: Από το Τμήμα Μισθοδοσίας της Διεύθυνσης Οργανώσεως και Μεθόδων (ΔΟΜ), εκδίδοντο κάθε φορά που έπρεπε να υλοποιηθεί μια μισθοδοσία, μία φορά το μήνα για την τακτική μισθοδοσία και κάθε φορά που ολοκληρώνονταν οι διαδικασίες για την καταβολή των οφειλομένων για έκτακτες απασχολήσεις του προσωπικού (υπερωρίες, νυκτερινή εργασία, εργασία κατά τις αργίες κ.λ.π.), μισθοδοτικές καταστάσεις τακτικού (μόνιμου) προσωπικού, οι οποίες αποστέλλονταν στις επιμέρους Διευθύνσεις του Δήμου προς υπογραφή από τους αρμόδιους Προϊσταμένους και στη συνέχεια διαβιβάζονταν στο Τμήμα Εκκαθάρισης Μισθοδοσίας της Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών, για την έκδοση σχετικού χρηματικού εντάλματος. Η πληρωμή της μισθοδοσίας του προσωπικού του Δήμου και η απόδοση εισφορών - κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων πραγματοποιείτο χωρίς την ύπαρξη σχετικού χρηματικού εντάλματος, η έκδοση και η εξόφληση του οποίου γινόταν μετά την πληρωμή της μισθοδοσίας. Παράλληλα, το Τμήμα Μισθοδοσίας της Διεύθυνσης Οργανώσεως και Μεθόδων, με βάση τα στοιχεία των παραπάνω μισθοδοτικών καταστάσεων, εξέδιδε, κάθε μήνα, συγκεντρωτική κατάσταση εισφορών και κρατήσεων υπέρ των ασφαλιστικών ταμείων ανά Διεύθυνση του Δήμου, σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου. Αυτή την συγκεντρωτική κατάσταση την εξέδιδαν οι υπάλληλοι του Τμήματος Μισθοδοσίας της Διεύθυνσης Οργανώσεως και Μεθόδων Χ. και Α.. Στη συνέχεια την κατάσταση παραλάμβαναν ανυπόγραφη, άτυπα και χωρίς διαβιβαστικό έγγραφο οι υπάλληλοι του Τμήματος Εξόδων, με τελικό αποδέκτη τον διαχειριστή Π. Σ.. Η εν λόγω κατάσταση δεν αποστελλόταν επίσημα με διαβιβαστικό έγγραφο προς το Τμήμα Εξόδων, και δεν ελεγχόταν από την Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Στην κατάσταση αυτή αναγράφονταν το ονοματεπώνυμο του ασφαλισμένου υπαλλήλου, ο αριθμός μητρώου του, οι μικτές αποδοχές, το ποσοστό και ποσό της κράτησης (ασφαλισμένου) και της εισφοράς (εργοδότη) ανά υπάλληλο. Στο τέλος της κατάστασης αναγράφονταν το συνολικό ποσό της κράτησης και εισφοράς του συγκεκριμένου μήνα, που έπρεπε να αποδοθεί στο Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και τα λοιπά ασφαλιστικά ταμεία. Τέτοια κατάσταση εκδίδετο ξεχωριστά για την τακτική και την έκτακτη μισθοδοσία (υπερωρίες, νυχτερινά, εξαιρέσιμα κ.λπ.), του τακτικού προσωπικού του Δήμου. Στη συνέχεια, με βάση τη συγκεντρωτική κατάσταση εισφορών- κρατήσεων υπέρ του Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των άλλων ταμείων, ο διαχειριστής Π. Σ. "έπρεπε να πληρώνει" το αναγραφόμενο σε αυτήν ποσό εισφορών - κρατήσεων υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών ταμείων. Η διαδικασία εκταμίευσης χρημάτων προς πληρωμή για όλα τα έξοδα του Δήμου (συμπεριλαμβανομένων και των εισφορών και κρατήσεων υπέρ του Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των λοιπών ταμείων), γινόταν είτε σε μετρητά είτε σε επιταγή. Για να λάβει τα μετρητά ή την επιταγή ο διαχειριστής Π. Σ., προκειμένου να πληρώσει το ποσό των εισφορών και των κρατήσεων υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ και των άλλων ταμείων ή το φόρο και της κρατήσεις υπέρ συντάξεως, εξέδιδε δική του ενυπόγραφη απόδειξη, σύμφωνα με τη διαδικασία χρεοπίστωσης διαχειριστών πληρωμής. Στην απόδειξη αυτή αναγραφόταν το ποσό και η αιτία πληρωμής. Κατόπιν εισέπραττε μετρητά από τον κεντρικό διαχειριστή του ταμείου ή παραλάμβανε επιταγή από τη Γραμματεία της Διεύθυνσης, παραδίδοντας εκεί αντίστοιχα την ως άνω απόδειξή του. Στην περίπτωση είσπραξης μετρητών, ο κεντρικός διαχειριστής παρέδιδε την απόδειξη του Π. Σ. στη Γραμματεία του Δ/ντή, προκειμένου οι υπάλληλοί της να την καταγράψουν στο Ημερολόγιο του Προϊσταμένου Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, ως πληρωμή υπέρ του αντίστοιχου Ταμείου από το διαχειριστή Π. Σ.. Η καταγραφή γινόταν και στην περίπτωση έκδοσης επιταγής από τη Γραμματεία. Την ίδια ημέρα που αναλάμβανε χρήματα ή επιταγή για πληρωμή εισφορών και κρατήσεων υπέρ τρίτων ή το αργότερο το πρωί της επόμενης, που όφειλε να πραγματοποιήσει την αντίστοιχη πληρωμή, ο Π. Σ., συνέτασσε ημερήσια κατάσταση εισπράξεων-πληρωμών, στην οποία κατέγραφε ενυπογράφως το ποσό της απόδειξής του ως "είσπραξη" και το ίδιο ποσό ως "πληρωμή" υπέρ του αντίστοιχου ταμείου. Όπως προαναφέρθηκε, όλοι οι διαχειριστές μισθοδοσίας και πληρωμής κρατήσεων και εισφορών υπέρ τρίτων, συμπεριλαμβανομένου και του Σ., άρχισαν να συντάσσουν ημερήσια κατάσταση εισπράξεων πληρωμών από το Μάιο του έτους 2004. Την ημερήσια κατάσταση εισπράξεων-πληρωμών του, ο διαχειριστής Π. Σ. προσκόμιζε στην Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων για έλεγχο. Η κατάσταση όμως αυτή δεν συνοδευόταν, όπως προαναφέρθηκε, από τα παραστατικά πληρωμής (γραμμάτια είσπραξης Ε.Τ.Ε. ή διπλότυπα της Δ.Ο.Υ., ανάλογα με το αν το Ταμείο εξυπηρετούνταν μέσω της Εθνικής Τράπεζας ή της …' Δ.Ο.Υ.), τα ποσά των οποίων αναγράφονταν ως "πληρωμή" τη συγκεκριμένη ημέρα. Η Προϊστάμενη έλεγχε την κατάσταση μόνον αριθμητικά χωρίς να ζητά τα παραστατικά πληρωμής και έθετε την υπογραφή της για τον έλεγχο. Τα στοιχεία του παραστατικού πληρωμής (αύξων αριθμός, ημερομηνία έκδοσης, ποσό και αιτία πληρωμής) καταγράφονταν από το έτος 2005 και μετά σε αρχείο Η/Υ από την υπάλληλο του Τμήματος Εξόδων, Σ. Π., από παραστατικά που τις προσκόμιζε ο διαχειριστής Π. Σ. είτε σε πρωτότυπα είτε σε φωτοτυπίες. Ωστόσο, και αυτή η καταγραφή ήταν όχι μόνο ελλιπής, αφού ο Σ. δεν ήταν τακτικός στην ενημέρωση του αρχείου, αλλά και καθυστερημένη - ετεροχρονισμένη, αφού έδινε προς καταχώριση τα παραστατικά στο τέλος του έτους. Πριν το 2005, τα παραστατικά πληρωμής των κρατήσεων ασφαλισμένου καταχωρούνταν από τον ίδιο τον Σ. σε χειρόγραφο βιβλίο κρατήσεων, επίσης χωρίς να συσχετίζονται τα ποσά τους με χρονικά διαστήματα. Τα ποσά των παραστατικών δεν συσχετίζονταν με το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούσαν οι κρατήσεις και εισφορές και δεν αντιπαραβάλλονταν με τις ημερήσιες καταστάσεις εισπράξεων - πληρωμών του διαχειριστή Π. Σ. από την Προϊστάμενη του Τμήματος Εξόδων. Η "ελεγμένη" κατά τα ως άνω και υπογεγραμμένη από την Προϊσταμένη Τμήματος Εξόδων ημερήσια κατάσταση εισπράξεων - πληρωμών του διαχειριστή Π. Σ. αποστελλόταν στη Γραμματεία της Διεύθυνσης για να χρησιμοποιηθούν πλέον τα αριθμητικά δεδομένα της, ως στοιχεία για τη σύνταξη του ημερήσιου δελτίου ταμείου. Οι υπάλληλοι της Γραμματείας παρέδιδαν στο Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας το Ημερολόγιο, στο οποίο είχαν καταγράψει όλες τις συναλλαγές της ημέρας (εισπράξεις και πληρωμές) και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά που είχαν συγκεντρώσει, δηλαδή την ημερήσια κατάσταση και την ενυπόγραφη απόδειξη του Σ. για την παραλαβή των μετρητών ή της επιταγής. Με βάση τις εγγραφές του ημερολογίου, ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας αντιπαρέβαλε τις εγγραφές με τα δικαιολογητικά και έτσι έκλεινε ταμειακά την ημέρα. Για το κλείσιμο αυτό υπέγραφε ημερήσιο δελτίο ταμείου, το οποίο συντάσσονταν από τη Γραμματεία. Στο ημερήσιο δελτίο ταμείου, αναγράφονταν, μεταξύ άλλων το ποσό που εισέπραξε τη συγκεκριμένη ημέρα ο υπόλογος διαχειριστής Π. Σ., είτε με μετρητά είτε με επιταγή, ως "πληρωμή" υπέρ "Τ.Υ.Δ.Κ.Υ" ή άλλου ταμείου. Το ταμειακό κλείσιμο της ημέρας γινόταν λογιστικά, δηλαδή μόνον με αριθμητικά δεδομένα, από υπαλλήλους της Γραμματείας της Διεύθυνσης, οι οποίοι και συνέτασσαν το ημερήσιο δελτίο ταμείου. Η απόδειξη φυλάσσονταν από τον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας στο χρηματοκιβώτιό του, για να αποφευχθεί η απώλεια της, ως παραστατικό ανάληψης χρημάτων (χρέωσης) του διαχειριστή Π. Σ.. Μετά την παραπάνω πληρωμή των εισφορών - κρατήσεων από τον υπόλογο διαχειριστή, Π. Σ., εκδίδονταν από το Τμήμα Εκκαθάρισης Μισθοδοσίας της Δ/νσης Οικονομικών Υπηρεσιών, χρηματικά εντάλματα, σε χρόνο μεταγενέστερο της πληρωμής. Συνέπεια όλων των παραπάνω ήταν να δημιουργούνται προβλήματα ελέγχου και διαφάνειας στη λειτουργία του αρμόδιου Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Στη συνέχεια, τα ανωτέρω χρηματικά εντάλματα διαβιβάζονταν στο Τμήμα Εξόδων, όπου ελέγχονταν ως προς τη νομιμότητα και την εγκυρότητά της έκδοσής τους (π.χ. ύπαρξη σχετικής πίστωσης), σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου. Ακολούθως, τα χρηματικά εντάλματα της τακτικής μισθοδοσίας τακτικού προσωπικού που περιέχουν εισφορές και κρατήσεις υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. ή άλλου Ταμείου, τα ποσά των οποίων ήδη είχαν προπληρωθεί, όπως αναλύθηκε παραπάνω, τακτοποιούνταν. Όπως ήδη αναφέρθηκε, μέχρι και το έτος 2004, ο διαχειριστής Π. Σ. πλήρωνε τα χρηματικά εντάλματα μισθοδοσίας τακτικού προσωπικού, σε ό,τι αφορά τις κρατήσεις ασφαλισμένου και τις εισφορές εργοδότη υπέρ του Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των άλλων Ταμείων και απέδιδε στην …' Δ.Ο.Υ. το Φ.Μ.Υ. και εισφορές ταμείων που εκεί εξοφλούντο και στη συνέχεια: α) τα παραστατικά πληρωμής (γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε. ή τα διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ.), με τα οποία είχε πληρώσει τις κρατήσεις ασφαλισμένου και αποδώσει το φόρο, τα φύλασσε σε ειδικό "φάκελο κρατήσεων", τον οποίο υπέβαλε, στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, στο τέλος του οικονομικού έτους. Πριν την υποβολή του φακέλου, πραγματοποιείτο έλεγχος των παραστατικών του φακέλου από την Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων, και υπογράφονταν σχετικές εκθέσεις ελέγχου από την ίδια και τον Π. Σ. . Στη συνέχεια, ο φάκελος με τα παραστατικά παραδινόταν από το Δ/ντη στους υπαλλήλους της Γραμματείας της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, Γ. Κ. και Ν. Κ. για νέο τελικό έλεγχο, για λογαριασμό του Διευθυντή, και μετά τον έλεγχο από τους υπαλλήλους αυτούς, συντάσσονταν σχετικές εκθέσεις που υπογράφονταν από κοινού από τον διαχειριστή Π. Σ., την προϊσταμένη του τμήματος εξόδων και τον Δ/ντη της Ταμειακής Υπηρεσίας. Για το συνολικό ποσό των παραστατικών που τηρούσε στο φάκελο των κρατήσεων ο διαχειριστής Π. Σ., μετά τον έλεγχο του φακέλου, όπως αναφέρεται παραπάνω, έπαιρνε πίσω αντίστοιχου ποσού αποδείξεις του από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Το συνολικό ποσό των παραστατικών του φακέλου έπρεπε να συμφωνεί με το συνολικό ποσό των αποδείξεων του διαχειριστή Π. Σ., που έδινε στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, για την πληρωμή των κρατήσεων ασφαλισμένου υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ και των λοιπών Ταμείων και του Φ.Μ.Υ. στη …' Δ.Ο.Υ. β) τα παραστατικά πληρωμής (γραμμάτια είσπραξης Ε.Τ.Ε.), με τα οποία φέρεται να πλήρωνε τις εργοδοτικές εισφορές ο διαχειριστής Π. Σ. τα παρέδιδε στον υπάλληλο του Τμήματος Εξόδων, Φ. Σ., γιατί αυτός (δηλ. ο Σ.), σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις Δημάρχου, ήταν υπεύθυνος μόνο για την πληρωμή της μισθοδοσίας (δικαιούχοι οι τακτικοί υπάλληλοι). Δηλαδή, ο Σ. πλήρωνε το χρηματικό ένταλμα μόνο ως προς τους δικαιούχους υπαλλήλους με σχετικό γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε., αλλά ήταν υποχρεωμένος να τακτοποιήσει λογιστικά, ως εξοφλημένο, το σύνολο του χρηματικού εντάλματος. Έτσι, μέσα στο χρηματικό ένταλμα μισθοδοσίας έπρεπε να επισυνάψει, εκτός από το γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε που αφορούσε την πληρωμή της μισθοδοσίας που είχε στην κατοχή του ως πληρωτής, και το γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε που αφορούσε τις εργοδοτικές εισφορές που είχε πληρώσει ο υπόλογος διαχειριστής Π. Σ.. Δηλαδή, ο διαχειριστής Π. Σ. πλήρωνε και τις εργοδοτικές εισφορές και τις κρατήσεις ασφαλισμένου. Μετά την πληρωμή στην Ε.Τ.Ε. από τον ίδιο, παρέδιδε το παραστατικό πληρωμής των εργοδοτικών εισφορών (γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε.) στο Φ. Σ., προκειμένου αυτός (δηλ. ο Φ. Σ.) να τακτοποιήσει λογιστικά το χρηματικό ένταλμα. Για αυτή τη μεταξύ τους χρεωπιστωτική πράξη, ο Φ. Σ. εξέδιδε δική του απόδειξη ίσου ποσού με το γραμμάτιο είσπραξης Ε.Τ.Ε. και την έδινε στον Π. Σ.. Στη συνέχεια, ο Π. Σ. προσκόμιζε στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας την απόδειξη του Φ. Σ. προκειμένου ο ίδιος (δηλ. ο Σ.) να αναλάβει από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας ίσου ποσού δικές του αποδείξεις, από αυτές που φύλασσε ο Δ/ντης στο χρηματοκιβώτιο. Μετά το 2005 η διαδικασία διαχείρισης των κρατήσεων που έπρεπε ν' αποδοθούν στους δικαιούχους άλλαξε. Εξαιτίας της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (Κ.Υ.Α.) υπ' αριθ. 7028/3.2.2004 (Υπουργών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωση και Οικονομίας και Οικονομικών - ΦΕΚ 253 Β') τα χρηματικά εντάλματα της μισθοδοσίας τακτικού προσωπικού που εκδίδονται και περιέχουν εισφορές και κρατήσεις υπέρ του Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. ή άλλων Ταμείων, εξοφλούνται συμψηφιστικά, ως προς τις εισφορές και τις κρατήσεις, με την έκδοση γραμματίου είσπραξης της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Δηλαδή, όταν εκδίδεται ένα χρηματικό ένταλμα μισθοδοσίας τακτικού προσωπικού, περιέχει το ποσό υπέρ των δικαιούχων υπαλλήλων, το ποσό της εργοδοτικής εισφοράς υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών Ταμείων και το ποσό των κρατήσεων ασφαλισμένου υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών Ταμείων. Για το ποσό των εισφορών και κρατήσεων εκδίδετο γραμμάτιο είσπραξης της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας (συμψηφιστικά), από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης, όπως προβλέπεται από την παραπάνω Κ.Υ.Α. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης παρέδιδε το συμψηφιστικό γραμμάτιο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας στον διαχειριστή, Φ. Σ., και αυτός (δηλ. ο Φ. Σ.) του έδινε προσωπική του απόδειξη ίσου ποσού με το συμψηφιστικά γραμμάτιο για τη μεταξύ τους χρεοπίστωση. Ο Φ. Σ. επισύναπτε στο ένταλμα τα παραστατικά πληρωμής των δικαιούχων υπαλλήλων που ήδη είχαν προπληρωθεί και το συμψηφιστικό γραμμάτιο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας που παρέλαβε από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης και έτσι εξοφλούνταν και τακτοποιούνταν το χρηματικό ένταλμα. Για το ποσό του συμψηφιστικού γραμμάτιου είσπραξης της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας που αφορούσε τις εισφορές και κρατήσεις υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών Ταμείων και το Φ.Μ.Υ., το Τμήμα Εξόδων, εξέδιδε νέο ένταλμα (δεύτερο ένταλμα) με δικαιούχο το οικείο Ταμείο, στο οποίο επισυνάπτονταν τα παραστατικά πληρωμής (γραμμάτια είσπραξης της Ε.Τ.Ε. ή διπλότυπο της ΔΟΥ), με τα οποία ήδη είχαν πληρωθεί οι εισφορές και κρατήσεις υπέρ του Ταμείου και ο φόρος. Έτσι, εξοφλούνταν το νέο (δεύτερο) ένταλμα. Αρμόδιος για την πληρωμή των εισφορών και κρατήσεων υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών Ταμείων και την τακτοποίηση των νέων (δεύτερων) χρηματικών ενταλμάτων, με την επισύναψη σε αυτά των αντίστοιχων παραστατικών πληρωμής ήταν ο διαχειριστής Π. Σ.. Ο διαχειριστής, Π. Σ., μετά την τακτοποίηση των παραπάνω δεύτερων χρηματικών ενταλμάτων, παρέδιδε αυτά (τα δεύτερα χρηματικά εντάλματα), στην Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων για έλεγχο, με ενυπόγραφη δική του κατάσταση παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων, στην οποία αναγράφονταν οι αριθμοί και τα ποσά των χρηματικών ενταλμάτων που παρέδιδε για έλεγχο. Στη συνέχεια, η Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, έλεγχε την ύπαρξη των συνημμένων παραστατικών πληρωμής υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και λοιπών Ταμείων, καθώς και τα ποσά των παραστατικών αυτών αντιπαραβάλλοντάς τα με τα αντίστοιχα ποσά των μιισθοδοτικών καταστάσεων των εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ ή άλλου Ταμείου.
Κατόπιν έθετε στην κατάσταση παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων την υπογραφή της για τον έλεγχο. Κατόπιν, η ενυπόγραφη και ελεγμένη από την Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων κατάσταση παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων μαζί με τα "ελεγμένα" εξοφλημένα χρηματικά εντάλματα που περιγράφονταν σε αυτήν, παραδίδονταν στο Τμήμα Λογιστηρίου της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας, το οποίο καταχωρούσε την ημερομηνία που του παραδόθηκαν τα εξοφλημένα χρηματικά εντάλματα και τα φύλασσε στο αρχείο του, σύμφωνα με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου. Η καταχώρηση της ημερομηνίας αυτής γινόταν από το τμήμα Λογιστηρίου μέχρι και το 2004 και στη συνέχεια από το τμήμα Εξόδων. Επιπλέον, η ενυπόγραφη και ελεγμένη από την Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων κατάσταση παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων, παραδίδονταν στη Γραμματεία της Διεύθυνσης. Με βάση τα αριθμητικά δεδομένα των παραπάνω καταστάσεων, όπως διαδοχικά αυτές παραδίνονταν κατά τη διάρκεια του έτους, πραγματοποιούνταν ο έλεγχος από τη Γραμματεία του Διευθυντή, για λογαριασμό του στο κλείσιμο του έτους. Ο έλεγχος συνίστατο στον έλεγχο της χρεοπίστωσης του Π. Σ., μόνο με αριθμητικά δεδομένα ως εξής: Αθροίζονταν τα ποσά των ενυπόγραφων και ελεγμένων από την Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων καταστάσεων παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων του διαχειριστή Π. Σ. και το σύνολό τους αντιπαραβάλλονταν με το σύνολο των ποσών των αποδείξεων, με τις οποίες παρέμενε χρεωμένος στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Επειδή, οι πληρωμές υπέρ Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των λοιπών Ταμείων που φέρεται ότι πραγματοποιούσε ο διαχειριστής Π. Σ. κατά τη διάρκεια του έτους (χρέωσή του με αποδείξεις στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας), δεν συμβάδιζαν χρονικά με την εξόφληση των αντίστοιχων χρηματικών ενταλμάτων (πίστωση) -λόγω της μεταγενέστερης έκδοσης των χρηματικών ενταλμάτων- τη δεδομένη χρονική στιγμή του ελέγχου τα παραπάνω ποσά, δηλ. της χρέωσης και της πίστωσής του, ήταν αδύνατο να συμφωνήσουν. Για το ποσό της διαφοράς μεταξύ χρέωσης (με αποδείξεις του στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας) και πίστωσης (με καταστάσεις παραδιδομένων εξοφλημένων χρηματικών ενταλμάτων) εκδίδονταν από τον υπόλογο διαχειριστή, Π. Σ., νέα (συμψηφιστική) απόδειξη, την οποία και παρέδιδε στον Προϊστάμενο Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας. Με άλλα λόγια, έπαιρνε πίσω όλες τις χρεωστικές του αποδείξεις, που είχε εκδώσει έως την ημερομηνία διαχειριστικού ελέγχου και εξέδιδε νέα συμψηφιστική απόδειξη με το ποσό της διαφοράς. Ο διαχειριστικός δηλαδή έλεγχος στο κλείσιμο του έτους συνίστατο στον έλεγχο της χρεοπίστωσης του Π. Σ. μόνο με αριθμητικά δεδομένα, με τον ίδιο τρόπο όπως παραπάνω, δηλαδή με την έκδοση συμψηφιστικής απόδειξης. Η διαφορά μεταξύ χρέωσης και πίστωσης συνίστατο στο γεγονός ότι το ποσό που είχε αναλάβει ο υπόλογος διαχειριστής Π. Σ. για την πληρωμή Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των λοιπών Ταμείων κατά το έτος που έκλεινε, ήταν μεγαλύτερο από το ποσό υπέρ του Τ.Υ.Δ.Κ.Υ. και των άλλων Ταμείων, για το οποίο είχαν εκδοθεί χρηματικά εντάλματα, καθ' όλη τη διάρκεια του έτους που έκλεινε. Την διαφορά αυτή τη δήλωνε ενυπογράφως σε έγγραφο, το οποίο ήλεγχε και προσυπέγραφε η Προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων. Κατόπιν η Προϊσταμένη του Τμήματος έστελνε στον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας έγγραφο, στο οποίο κατέγραφε τις διαφορές συγκεντρωτικά, δηλαδή για όλους τους διαχειριστές, όπως προέκυψαν, κατόπιν του ελέγχου της. Όπως όμως προαναφέρθηκε και η προϊσταμένη του τμήματος Εξόδων μόνο αριθμητικό έλεγχο έκανε. Ουσιαστικά δηλαδή ο διαχειριστής Π. Σ. δεν ελεγχόταν για τις διαχειριστικές του πράξεις άμεσα και καθημερινά από την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων, αντίθετα δε ρητά είχε τεθεί γι' αυτόν χρονικό όριο ελέγχου το τέλος του έτους. Αλλά και κατά το τέλος του έτους ο έλεγχος αυτού από το Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας και τη Γραμματεία του δεν ήταν ουσιαστικός αλλά μόνον αριθμητικός. Ο Σ. γνώριζε ότι δεν γινόταν ουσιαστικός έλεγχος της διαχείρισής του, η παράλειψη δε αυτή οφείλεται και στο γεγονός ότι εθεωρείτο από προϊσταμένους και συναδέλφους του ικανός υπάλληλος, που διαχειριζόταν ένα δύσκολο κομμάτι της διαχείρισης, με την απόδοση κρατήσεων σε πολλά ταμεία, το καθένα από τα οποία είχε διαφορετική προθεσμία καταβολής των οφειλομένων και διαφορετικό τόπο καταβολής (ΔΟΥ ή ΕΤΕ ή τα καταστήματα των ίδιων των ταμείων). Γνώριζε επίσης ότι δεν γινόταν έλεγχος της διαχείρισής του ούτε από τη Δ.Ο.Υ. και τα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία , εκτός του ΙΚΑ. Δηλαδή έλεγχο και μάλιστα λεπτομερειακό για το αν αυτά που απέδιδε ο Σ. ανταποκρίνονταν πράγματι στα οφειλόμενα, με βάση τις καταστάσεις μισθοδοσίας του προσωπικού του δήμου ..., μόνο το ΙΚΑ πραγματοποιούσε, γι' αυτό και δεν διαπιστώθηκε κάποιο πρόβλημα με τα καταβαλλόμενα στο ΙΚΑ. Οι υπάλληλοι των λοιπών Ταμείων και της ΔΟΥ, έχοντες την αντίληψη ότι δεν μπορεί ο δήμος ..., ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, στην ουσία "ως δημόσιο" να μην αποδίδει σωστά τα οφειλόμενα, αρκούνταν ως προς αυτά στα όσα δήλωνε ο Σ., χωρίς να πραγματοποιούν κάποιο έλεγχο για την ορθότητα των δηλώσεών του και την ανταπόκρισή τους προς τα πράγματι οφειλόμενα. Γνωρίζοντας αυτά ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Σ. αποφάσισε, από του έτους τουλάχιστον 1997 να προβεί σε υπεξαιρέσεις διαφόρων ποσών, από αυτά που του παραδίδοντο σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις για να καταβάλει τους οφειλόμενους φόρους και τις λοιπές κρατήσεις υπέρ των διαφόρων ασφαλιστικών Ταμείων. Η δράση του αυτή πριν από το έτος 1999, για την οποία πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαστήριο δεν μπορεί να προχωρήσει σε δικαιοδοτική κρίση, δεδομένου ότι πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος αυτός έχει κριθεί αθώος για υπεξαίρεση διαπραχθείσα προ του 1999 και θα παραβιαζόταν η διάταξη του άρθρου 470 ΚΠΔ, με τη χειροτέρευση της θέσης του, επιβεβαιώνεται από αναγνωσθέντα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο έγγραφα. Ειδικότερα: 1) Από τα αναγνωσθέντα κατά τη δικάσιμο της 5.2.2014 και συγκεκριμένα α) ενός φακέλου που περιέχει έξι [6] αναλυτικούς καθολικούς λογαριασμούς του έτους 1997 της τράπεζα ALPHA BANK, του αριθμ. ... λογαριασμού στο όνομα του Π. Σ., με τους αντίστοιχους συνημμένους ημεροδείκτες του ημερολογίου του Δ/ντη της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., β) ενός φακέλου που περιέχει δεκαέξι [16] αναλυτικούς καθολικούς λογαριασμούς του έτους 1997 της τράπεζα ALPHA BANK, του αριθμ. ... λογαριασμού στο όνομα της Ε. Μ., με συνημμένους ημεροδείκτες του ημερολογίου του Δ/ντη της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., γ) ενός φακέλου που περιέχει είκοσι εννέα [29] αναλυτικούς καθολικούς λογαριασμούς του έτους 1998 της τράπεζα ALPHA BANK, των αριθμ. ... και ... λογαριασμών στα ονόματα των Π. Σ. και Ε. Μ., συζύγου του Σ. αντίστοιχα, με συνημμένους ημεροδείκτες του ημερολογίου του Δ/ντη της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., αποδεικνύεται ότι την ημέρα που ο Σ. λάμβανε ένα ποσό από τις τακτοποιητέες εισπράξεις του δήμου ..., λίγες ώρες αργότερα την ίδια ημέρα, κατέθετε ακριβώς το ισόποσο σε ορισμένες περιπτώσεις, στις περισσότερες όμως περιπτώσεις λίγο περισσότερα ή λίγο λιγότερα χρήματα σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό δικό του ή της συζύγου του. Η κρίση ότι πηγή των χρημάτων που κατατέθηκαν από αυτόν στους λογαριασμούς αυτούς είναι οι τακτοποιητέες εισπράξεις του δήμου ..., πέραν της απόλυτης σχεδόν ταύτισης των ποσών ενισχύεται από τη θέση που ο ίδιος έλαβε όταν του ζητήθηκε η θέση του περί της συμπτώσεως αυτής. Όταν την ίδια ημέρα αμέσως μετά την ανάγνωση των ανωτέρω εγγράφων, ερωτήθηκε για τη θέση του απάντησε: "Δεν τα γνωρίζω αυτά τα έγγραφα. Είναι απόλυτα συμπτωματικά τα έγγραφα αυτά, τότε είχα επιχειρήσεις που πήγαιναν πολύ καλά και κατέθετα χρήματα από τις επιχειρήσεις στο λογαριασμό μου. Οι επιχειρήσεις μου άρχισαν το 1996 και έπρεπε να πληρώνω δάνεια, κάρτες, προμηθευτές. Αυτά που υπεξαίρεσα δεν κατατέθηκαν πουθενά". Στην επόμενη συνεδρίαση της 11.2.2014, παρέδωσε στο δικαστήριο δια του συνηγόρου του και καταχωρήθηκε στα πρακτικά έγγραφο σχόλιο, μεταξύ άλλων και για τα έγγραφα αυτά. Στο σχόλιο αυτό αναφέρει ότι τα ποσά αυτά που κατατέθηκαν στους προσωπικούς λογαριασμούς, δικό του και της συζύγου του, τα έλαβε πράγματι από τις τακτοποιητέες εισπράξεις, πλην όμως, αποτελούν δάνεια του δήμου ... προς αυτόν, όπως γινόταν και με άλλους υπαλλήλους. Η τελευταία αυτή θέση του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αφού, πέραν του ότι το ύψος των ποσών και η συχνότητα αναλήψεως αυτών από το ταμείο του δήμου ... δεν φαίνεται λογικό να στηρίξει εκδοχή περί δανείων, δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο πέραν της δικής του ομολογίας, που δεν κρίνεται πειστική ως προς το ζήτημα αυτό. 2) από τα αναγνωσθέντα δύο πλαστά (νοθευμένα) διπλότυπα της …' ΔΟΥ ... και συγκεκριμένα: α) Το με αριθ. .../14.2.98 ποσού 39.662.269 δρχ. β) Το με αριθ. .../9.7.98 ποσού 19.051.597 δρχ. Το πρώτο έχει εκδοθεί νόμιμα το έτος 1997, από την υπάλληλο Τ. της (τότε) ΔΟΥ …, πλην όμως νοθεύτηκε εκ των υστέρων από τον κατηγορούμενο Σ. ως προς το έτος εκδόσεως αυτού το οποίο αντί για 1997 έγινε 1998.Το δεύτερο διπλότυπο έχει και αυτό εκδοθεί νόμιμα το έτος 1996 και νοθεύτηκε και αυτό ως προς το έτος που μεταβλήθηκε από 1996 σε 1998. Στις αντίστοιχες θέσεις των ετών 1997 και 1996 στους φακέλους των δικαιολογητικών του Σ. από τους οποίους και ανασύρθηκαν τα διπλότυπα αυτά, έχουν τοποθετηθεί φωτοαντίγραφα την ακρίβεια των οποίων βεβαιώνει χειρόγραφα και ενυπόγραφα ο ίδιος ο Σ.. Τα ποσά που αναφέρονται στα νοθευμένα αυτά διπλότυπα και οι αριθμοί των τελευταίων, έχουν καταχωρηθεί στο χειρόγραφο βιβλίο κρατήσεων που τηρούσε ο Σ., από τον ίδιο, το έτος 1998. Ο ίδιος στη συνεδρίαση της 4.3.2014 ομολόγησε ότι "Το βιβλίο κρατήσεων καταρτίζεται όποτε θέλω εγώ, δεν είναι επίσημο βιβλίο, το είχα για δική μου χρήση". 3) από τις αναγνωσθείσες τρεις πλαστές προσωρινές δηλώσεις προς τη ΔΟΥ των μηνών Μάϊου, Ιουλίου και Νοεμβρίου του έτους 1997 ποσών 4.305.315 δρχ., 6.700.698 δρχ. και 9.052.673 δρχ., αντίστοιχα. Από το αναγνωσθέν .../14.5.2014 έγγραφο της …' ΔΟΥ ... προς την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, αποδεικνύεται ότι οι δηλώσεις αυτές δεν υποβλήθηκαν στη ΔΟΥ και δεν πληρώθηκαν σ' αυτήν τα αναγραφόμενα στις δηλώσεις ποσά. Τις δηλώσεις αυτές κατάρτισε ο Σ., για να δικαιολογήσει υπεξαιρεθέντα υπ' αυτού ποσά. Ο ίδιος καταχώρησε τα ποσά των δηλώσεων αυτών και τους αριθμούς τους ως δικαιολογητικά στο χειρόγραφο βιβλίο απόδοσης κρατήσεων που τηρούσε. Την ίδια δραστηριότητα της υπεξαιρέσεως ο Σ. τη συνέχισε και μετά κατά τα έτη 1999-2007. Για την επίτευξη του σκοπού του για να υπεξαιρεί τα χρήματα του δήμου ..., που του παραδίδοντο, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, για να τα αποδώσει στην ΔΟΥ ή τα αντίστοιχα ασφαλιστικά ταμεία, ο Σ. χρησιμοποιούσε την ακόλουθη μεθοδολογία: Για την απόδοση των υπέρ τρίτων κρατήσεων λάμβανε από το Δ/ντή της ταμειακής Υπηρεσίας, είτε τραπεζικές επιταγές είτε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις του Ταμείου πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν και εισαχθούν κατά τα προαναφερόμενα στον τραπεζικό λογαριασμό του Δήμου. Τα ληφθέντα όφειλε ο Σ., την ίδια ημέρα ή το αργότερο την επόμενη, να καταβάλλει στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από τα μετρητά αυτά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε, με το πρόσχημα να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, υπεξαιρούσε το μεγαλύτερο μέρος και στο τέλος του έτους προσκόμιζε στην Υπηρεσία του, ισόποσα με τα υπεξαιρεθέντα ποσά παραστατικά πληρωμών, τα οποία αυτός κατά βάση κατάρτιζε απαρχής πλαστά. Τα χρηματικά αυτά ποσά, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου, αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας και δεν ανήκαν στην κυριότητα του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων, έστω και αν ο δράστης τα παραλάμβανε με το πρόσχημα να αποδώσει δήθεν μ' αυτά φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Οι φόροι, οι κρατήσεις του ταμείου συντάξεως και ορισμένων άλλων ασφαλιστικών ταμείων καταβάλλονταν στη ΔΟΥ, οι μεν φόροι επί τη βάσει φορολογικών δηλώσεων, προσωρινών και οριστικών, που συνοδεύονταν από τις οικείες μισθολογικές καταστάσεις, οι δε ασφαλιστικές εισφορές, επί τη βάσει των μισθολογικών καταστάσεων και των προφορικών δηλώσεων του Σ. για τον αντίστοιχο κωδικό κάθε καταβολής. Οι κρατήσεις των λοιπών ασφαλιστικών ταμείων, εκτός του ΙΚΑ που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, καταβάλλονταν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ), τυπικά επί τη βάσει των οικείων μισθοδοτικών καταστάσεων, στην πραγματικότητα όμως με βάση παραστατικά (αποδείξεις είσπραξης) της ΕΤΕ που συμπλήρωνε ο ίδιος ο Σ., από σχετικά "μπλοκ" της Τραπέζης που του είχαν παραδοθεί, για χρονική διευκόλυνση της όλης διαδικασίας, διότι αλλιώς, λόγω του μεγάλου αριθμού των ταμείων και των αντίστοιχων παραστατικών θα απαιτείτο πολύ μεγάλος χρόνος για την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας, με συνέπειες και στην εύρυθμη λειτουργία της ΕΤΕ, αφού ένα ταμείο της θα απασχολείτο επί μακράν με την εξυπηρέτηση του δήμου .... Τα παραστατικά αυτά (γραμμάτια είσπραξης) που συντάσσονταν είτε οι καταβολές γίνονταν με επιταγές είτε με μετρητά, προσκόμιζε στη συνέχεια ο κλητήρας του δήμου ... Α. Π. για λογαριασμό του Σ. στην Τράπεζα, κάνοντας και τις σχετικές πληρωμές, σύμφωνα με τα παραστατικά που του είχε παραδώσει ο Σ.. Όταν οι καταβολές έπρεπε να γίνουν στην ΔΟΥ ο Σ. προσκόμιζε τις συγκεντρωτικές καταστάσεις που είχε εκδώσει η Δ/νση Οργανώσεως και Μεθόδων του δήμου ... για όλες τις μισθοδοσίες, τακτική μηνιαία και έκτακτες (νυκτερινά, υπερωρίες, αργίες κ.λ.π.), με την αντίστοιχη φορολογική δήλωση, όσον αφορά τους φόρους που έπρεπε να καταβληθούν και λάμβανε από το Δ/ντη της ταμειακής Υπηρεσίας την υπογραφή του στη φορολογική δήλωση και αντίστοιχη επιταγή συνολική για όλο το ποσό που έπρεπε να καταβληθεί στη ΔΟΥ είτε για παρακρατηθέντες φόρους είτε για ασφαλιστικές εισφορές που εξοφλούντο σ' αυτή, χωρίς ειδικότερη διευκρίνιση κάθε επί μέρους ποσού. Αφού λάμβανε στα χέρια του την επιταγή, απευθυνόταν εκ νέου στην Δ/νση Οργανώσεως και Μεθόδων και ζητούσε, με το πρόσχημα ότι τα διαθέσιμα του Ταμείου δεν επαρκούσαν για την εξόφληση όλων των οφειλών προς την ΔΟΥ, να εκτυπωθούν νέες συγκεντρωτικές μισθολογικές καταστάσεις, με περιεχόμενο λιγότερες επί μέρους μισθοδοσίες, αφού αφαιρούνταν από τις αρχικές οι επί μέρους έκτακτες μισθοδοσίες που αυτός υποδείκνυε. Οι αφαιρούμενες επί μέρους καταστάσεις αντιστοιχούσαν κατά ποσό οφειλών σε ποσό που ό ίδιος είχε λάβει σε μετρητά για να καταβάλει εισφορές διαφόρων ταμείων στη ΔΟΥ. Ακολούθως προσερχόταν στη ΔΟΥ και με την επιταγή πλήρωνε μέρος των φόρων για τους οποίους αυτή είχε εκδοθεί ή και εισφορών αν στο σύνολο των οφειλών για τις οποίες είχε εκδοθεί η επιταγή συμπεριλαμβάνονταν και ασφαλιστικές εισφορές προς διάφορα ταμεία και με το υπόλοιπο της επιταγής εξοφλούσε και τα ασφαλιστικά ταμεία για τα οποία είχε λάβει μετρητά. Στη συνέχεια για να καλύψει τη διαφορά κατάρτιζε πλαστά παραστατικά για το υπόλοιπο του ποσού για το οποίο είχε εκδοθεί η επιταγή, το οποίο δεν είχε εξοφληθεί με αυτή. π.χ. Αν οι παρακρατηθέντες φόροι που έπρεπε να καταβληθούν με βάση τις συγκεντρωτικές μισθολογικές καταστάσεις και τη σχετική δήλωση που ο ίδιος ο Σ. είχε συντάξει ήταν 200.000 ευρώ και τα μετρητά που αυτός είχε λάβει για να καταβάλει παρακρατηθείσες εισφορές διαφόρων ταμείων που εξοφλούντο στην ΔΟΥ ήταν 50.000 ευρώ, αυτός λάμβανε την επιταγή των 200.000 ευρώ από το Δ/ντή της Ταμειακής. Στη συνέχεια ζητούσε και λάμβανε από τη Δ/νση Οργανώσεως και Μεθόδων νέες συγκεντρωτικές καταστάσεις, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, για συνολικούς φόρους 150.000 ευρώ, ενώ συνέτασσε και πλαστή για το ποσό αυτό φορολογική δήλωση, θέτοντας σ' αυτή ο ίδιος την υπογραφή του Δ/ντη της Ταμειακής, χωρίς τη συναίνεσή του, προσερχόταν στην ΔΟΥ εξοφλούσε με βάση την πλαστή δήλωση και τις νέες καταστάσεις φόρους ( ή και εισφορές αν συμπεριλαμβάνονταν στο ποσό της επιταγής) 150.000 ευρώ και με το υπόλοιπο της επιταγής (50.000) εξοφλούσε τα ταμεία για τα οποία είχε λάβει μετρητά. Τέλος για να συμφωνήσει αριθμητικά και να λάβει πίσω αντίστοιχη δική του απόδειξη, με την οποία φερόταν χρεωμένος, από το Δ/ντη της Ταμειακής, κατάρτιζε πλαστά παραστατικά (ένα συνήθως αλλά μερικές φορές και περισσότερα), για το πέραν των 150.000 ποσό των 50.000 που αφορούσε η επιταγή, το οποίο δεν είχε εξοφληθεί με αυτή. Αντίστοιχο τρόπο χρησιμοποιούσε στην ΕΤΕ, εξοφλώντας με την επιταγή που συνήθως εκδιδόταν για τα μεγάλα ταμεία (ΤΥΔΚΥ, ΤΑΔΚΥ) και μικρά ταμεία για τα οποία είχε πάρει μετρητά και καταρτίζοντας για τη διαφορά ανάλογα πλαστά καταθετήρια. Επί πλέον σε δύο περιπτώσεις, που αναφέρονται κατωτέρω, ο Σ. νόθευσε παραστατικά του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων για να δικαιολογήσει υπεξαιρεθέντα. Με τη μέθοδο αυτή κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 1999 έως 31.12.2007 ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 21.133.074,08 ευρώ. Συγκεκριμένα, παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου ανά έτος τα ακόλουθα ποσά: 1999 379.802,81 ευρώ ή 129.417.807 δρχ 2000 484.044,33 ευρώ ή 164.938.104 δρχ 2001 655.605,62 ευρώ ή 223.397.612 δρχ 2002 1.070.795,44 ευρώ ή 364.873.546 δρχ 2003 2.606.280,64 ευρώ 2004 3.093.981,17 ευρώ 2005 4.350.525,35 ευρώ 2006 4.528.202,88 ευρώ 2007 3.963.834,84 ευρώ Ανά ημέρα παρέλαβε τα εξής ποσά: ..." (Στο σημείο αυτό, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, περιλαμβάνονται πίνακες ανά έτος, στους οποίους εμφαίνονται αναλυτικά τα ποσά των μετρητών που παρέλαβε κάθε φορά από το Ταμείο του Δήμου ο Π. Σ. προς διαχείριση, η ημερομηνία που παρέλαβε το κάθε ποσό μετρητών και ο αριθμός της αποδείξεως με βάση την οποία το παρέλαβε). "... Από τα ποσά αυτά ο Σ. υπεξαίρεσε κατ' έτος τα εξής: Το έτος 1999 με αρχή τον Απρίλιο υπεξαίρεσε συνολικά 58.216.863 δρχ (170.854 ευρώ). Το έτος 2000 υπεξαίρεσε συνολικά 61.258.128 δρχ (179.774 ευρώ). Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,6 ευρώ. Το έτος 2002 υπεξαίρεσε συνολικά 472.227,7 ευρώ. Το έτος 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,7ευρώ. Το έτος 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,7 ευρώ. Το έτος 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,8 ευρώ. Το έτος 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,9 ευρώ. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,4 ευρώ. Συμπερασματικά: Από 1.1.1999 έως 31.12.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,8 ευρώ και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 ευρώ. Ποσοστό 84,88%. Ειδικότερα, όσο Διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας ήταν ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. (1.1.1999 έως 13.8.2007), ο Σ. υπεξαίρεσε συνολικά μετρητά 16.602.288 ευρώ και όσο καθήκοντα Διευθυντή ασκούσε ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (14.8.2007 - 31.12.2007) υπεξαίρεσε συνολικά 1.760.048 ευρώ. Ειδικότερα: Κατά το διάστημα του έτους 1999 που είναι το πρώτο έτος της δημαρχίας του τρίτου κατηγορουμένου Β. Π. δεν βρέθηκαν κάποια πλαστά παραστατικά ως δικαιολογητικά, με τα οποία ο Π.. Σ. να δικαιολόγησε στην υπηρεσία του τα ποσά που κράτησε και ιδιοποιήθηκε παράνομα το έτος αυτό. Κατά τη συνεδρίαση της 4.3.2014, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ανέφερε, ερωτώμενος σχετικά, ότι "τα υπεξαιρεθέντα το 1999 προέρχονταν από εισφορές σε ασφαλιστικά ταμεία, οι οποίες έπρεπε να καταβληθούν στη ΔΟΥ". Κατά την ίδια συνεδρίαση της 4.3.2014 ανέφερε επίσης, ότι στην αρχή της δημαρχίας Π. υπεξαιρούσε λίγα χρήματα, χωρίς να κάνει πλαστά δικαιολογητικά, σκοπεύοντας με την συμπεριφορά του αυτή να εξακριβώσει αν κάτι άλλαξε με το νέο δήμαρχο ως προς τον έλεγχο των διαχειριστών. Ανέφερε ακόμη απολογούμενος ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι κατά το έτος αυτό υπεξαίρεσε ποσό γύρω στα 60.000.000 δρχ. και ότι υπεξαιρούσε ποσό περίπου 5.000.000 έως 6.000.000 δρχ. το μήνα και ότι άρχισε να υπεξαιρεί από το μέσο έως το τέλος του μήνα Απριλίου 1999 (9 μήνες X 6.000.000 δρχ. = 54.000.000 δρχ). Η άποψη του Σ. ότι τα υπεξαιρεθέντα του 1999 είναι από τα χρήματα που έπρεπε να καταβλληθούν στην ΔΟΥ επιβεβαιώνεται από την αναγνωσθείσα Έκθεση Προσωρινού Ελέγχου της …' Δ.Ο.Υ. (επόπτης Σ. Μ., ελεγκτές Ε. Γ. και Μ. Θ.). Μέρος των υπεξαιρεθέντων επιχείρησε να δικαιολογήσει ο Σ. με την εμφάνιση εικονικού πλεονάσματος κατά τη χρήση 1998 ύψους 38.828.150 δρχ. για κύριο φόρο, 6.590.030 δρχ. για χαρτόσημο και 1.317.462 δρχ. για ΟΓΑ χαρτοσήμου. Συνολικά εμφάνισε πλεόνασμα 46.735.500 δρχ. Το εικονικό αυτό πλεόνασμα με πρωτοβουλία του ίδιου του Σ. εμφανίσθηκε ως πιστωτικό υπόλοιπο που ο Δήμος ... το συμψήφισε στην οριστική δήλωση ΦΜΥ έτους 1999, συμψηφισμός που δεν έγινε βεβαίως δεκτός από τη ΔΟΥ. Το τέχνασμα αυτό σε συνδυασμό με τη βεβαιότητα ότι δεν του γίνεται έλεγχος χρησιμοποίησε για να δικαιολογήσει τα υπεξαιρεθέντα του 1999, αποβλέποντας σε περίπτωση ελέγχου να χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία λάθος κατά την άθροιση των ποσών. Το έτος 2000 ο Π. Σ. υπεξαίρεσε όπως προαναφέρθηκε συνολικά 61.258.128 δρχ (179.774,7 ευρώ). Το υπεξαιρεθέν ποσό αποδεικνύεται από τη συνεκτίμηση όσων κατέθεσε απολογούμενος ο Π. Σ. σε συνδυασμό με τα πορίσματα της "Έκθεσης Προσωρινού Ελέγχου" της …’ ΔΟΥ. Σύμφωνα με την έκθεση προσωρινού ελέγχου προκύπτει διαφορά μεταξύ των διαπιστωθέντων από το βιβλίο κρατήσεων και των πράγματι καταβληθέντων στην ΔΟΥ με βάση τις 12 προσωρινές δηλώσεις. Για τη δικαιολόγηση της διαφοράς ο Σ. συνέταξε την πλαστή προσωρινή δήλωση (Δεκεμβρίου) που αναφέρεται στην κατηγορία της πλαστογραφίας με ημερομηνία συντάξεως 26.2.2001 για 61.258.128 δρχ (179.774,40 ευρώ), δηλαδή όσο είναι το τελικά υπεξαιρεθέν κατά τα ανωτέρω ποσό. Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,6 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 3 πλαστά διπλότυπα της …' ΔΟΥ. που κατάρτισε ο Π. Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως. Τα ανευρεθέντα ως άνω πλαστά έχουν ως εξής: Το 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,7 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα πλαστά παραστατικά που κατάρτισε ο Π. Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως και συγκεκριμένα α) από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 7 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (1.496.450,3 ευρώ), β) από τις αναφερόμενες στην κατηγορία της πλαστογραφίας 5 πλαστές αποδείξεις ΕΤΕ (634.428,4 ευρώ) και γ) από άλλα 2 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (11.255,53 και 38.045,56 ευρώ αντίστοιχα) που εντοπίστηκαν μεν από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ., αλλά δεν περιλήφθηκαν στην κατηγορίας της πλαστογραφίας. Τα ανευρεθέντα και περιληφθέντα στην κατηγορία ως άνω πλαστά έχουν ως εξής:
Το 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,7 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα πλαστά παραστατικά που κατάρτισε ο Π. Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως και συγκεκριμένα α) από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 7 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (1.795.997,6 ευρώ), β) από τις αναφερόμενες στην κατηγορία της πλαστογραφίας 2 πλαστές αποδείξεις ΕΤΕ (182.643,8 ευρώ) και γ) από άλλα 2 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (335.289,01 και 445.018,34 ευρώ αντίστοιχα) που επισυνάφθηκαν στο υπ' αριθ. .../24.12.2004 Χρηματικό 'Ενταλμα (Ταμείο Συντάξεως) και εντοπίστηκαν από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ. (είναι συνημμένα με α/α … στον υποφάκελο … της Γ' Πορισματικής Έκθεσης …/10.11.2010), αλλά δεν περιλήφθηκαν στην κατηγορίας της πλαστογραφίας. Τα ανευρεθέντα και περιληφθέντα στην κατηγορία ως άνω πλαστά έχουν ως εξής:
Υπάρχουν όπως αναφέρθηκε και άλλα 2 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (335.289,01 και 445.018,34 € αντίστοιχα) που επισυνάφθηκαν στο υπ' αριθ. .../24.12.2004 Χρηματικό Ένταλμα (Ταμείο Συντάξεως) και εντοπίστηκαν από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ. (είναι συνημμένα με α/α … στον υποφάκελο … της Γ' Πορισματικής Έκθεσης …/10.11.2010), αλλά δεν περιλήφθηκαν στην κατηγορία της πλαστογραφίας. Τα παραστατικά αυτά εκδόθηκαν για να δικαιολογήσουν την πληρωμή του Ταμείου Συντάξεως για καθυστερούμενες εισφορές. Το 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,8 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα πλαστά παραστατικά που κατάρτισε ο Π. Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως και συγκεκριμένα α) από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 14 πλαστά διπλότυπα της …' Δ.Ο.Υ. (2.401.190 ευρώ), β) από τις αναφερόμενες στην κατηγορία της πλαστογραφίας 2 πλαστές αποδείξεις ΕΤΕ (411.948 ευρώ), γ) από άλλο 1 νοθευμένο γραμμάτιο είσπραξης του ΤΠκΔ (152.249,81 ευρώ) που επισυνάφθηκε στο υπ' αριθ. .../30-12-05 Β' ΧΕΠ και εντοπίστηκε από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ., αλλά δεν περιλήφθηκε στην κατηγορία της πλαστογραφίας. Επίσης, δ) ποσό 965.839 ευρώ που δικαιολογήθηκε με το χρηματικό ένταλμα πληρωμής υπ' αριθμ. .../30-12-2005, συνολικού ποσού 15.714.277,34 ευρώ για καταβολές στην ΕΤΕ χωρίς ωστόσο να προσκομίσει κάποιο παραστατικό για την καταβολή αυτή. Τα ανευρεθέντα και περιληφθέντα στην κατηγορία ως άνω πλαστά έχουν ως εξής:
Διπλότυπα ...’ Δ.Ο.Υ. με εκδότες "Γ. Α." και "Β. Μ." Υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, και άλλο 1 νοθευμένο γραμμάτιο είσπραξης του ΤΠκΔ ποσού 152.249,81 ευρώ που επισυνάφθηκε στο υπ' αριθ. .../30-12-05 Β' ΧΕΠ και εντοπίστηκε από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ., αλλά δεν περιλήφθηκε στην κατηγορία της πλαστογραφίας. Επίσης, υπεξαιρέθηκε και επί πλέον ποσό 965.839 ευρώ που δικαιολογήθηκε με το χρηματικό ένταλμα πληρωμής υπ' αριθ. .../30-12-2005, συνολικού ποσού 15.714.277,34 ευρώ για καταβολές στην ΕΤΕ χωρίς ωστόσο ο Σ. να προσκομίσει κάποιο παραστατικό για την καταβολή αυτή. Το 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,9 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα πλαστά παραστατικά που κατάρτισε ο Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως και συγκεκριμένα α) από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 15 πλαστά διπλότυπα της ... Δ.Ο.Υ. (2.910.458,1 ευρώ), β) από τις αναφερόμενες στην κατηγορία της πλαστογραφίας 8 πλαστές αποδείξεις ΕΤΕ (1.136.458,6 ευρώ), γ) από άλλο 1 νοθευμένο γραμμάτια είσπραξης του ΤΠκΔ (173.870,2 ευρώ) που επισυνάφθηκε στο υπ' αριθ. .../29-12-06 Β' ΧΕΠ και εντοπίστηκε από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ., αλλά δεν περιλήφθηκε στην κατηγορίας της πλαστογραφίας. Τα ανευρεθέντα και περιληφθέντα στην κατηγορία ως άνω πλαστά έχουν ως εξής:
Υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε, και άλλο νοθευμένο γραμμάτιο είσπραξης του ΤΠκΔ ποσού 173.870,18 ευρώ που εντοπίστηκε από την έρευνα της επιθεωρήτριας Α. Τ., αλλά δεν περιλήφθηκε στην κατηγορία της πλαστογραφίας. Συγκεκριμένα για το ποσό των 173.870,18 ευρώ πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σύμφωνα και με το αρ. πρωτ. .../17-4-2008/18.4.2008 έγγραφό του προς το Δήμο ... γνωστοποιεί και χορηγεί κατάσταση με γραμμάτια είσπραξης του καταστήματος του για δόσεις στεγαστικών δανείων Υπαλλήλων του δήμου από 1.1.2003 έως 31.3.2008 στα οποία φαίνονται τα ποσά που ο Δήμος κατέθεσε και η ακριβής ημερομηνία είσπραξης αυτών. Στην εν λόγω κατάσταση το ποσόν το οποίο κατατέθηκε εκ 173.870,18 ευρώ φέρει ημερομηνία κατάθεσης 30.1.2007 με α/α … . Κατατέθηκε μάλιστα με το γραμμάτιο είσπραξης αριθ. .../30.1.2007 για μήνα δόσης 2006/12. Η κατάσταση κατάθεσης φέρει τις υπογραφές των αρμοδίων του Τ.Π. και Δανείων λογιστή (Α. Τ.) Προϊστ. Τμήματος (Μ. Φ.) και Προϊστ. Δ/νσης (Τ. - Η. Ά.). Ο διαχειριστής Π. Σ. την απόδειξη αυτή την προσκόμισε ως δικαιολογητικό πληρωμής, η οποία μετά τον προσήκοντα έλεγχο από τους κατά νόμο αρμόδιους την επισύναψαν στο Β' ΧΕΠ που εξέδωσαν με αριθ. .../29.12.06. Όπως και τα άλλα πλαστά δικαιολογητικά πληρωμής, έτσι και η απόδειξη αυτή (γραμμάτιο του Τ.Π. και Δανείων) παραποιήθηκε με χρήση "μπλάνγκο" ως προς την ημερομηνία και χρησιμοποιήθηκε δύο φορές προκειμένου να κλείσει "άνοιγμα" στη διαχείριση του Π. Σ. του έτους 2006. Επομένως, η εν λόγω απόδειξη του Τ.Π.&Δ ποσού 173,870,18 ευρώ παραποιήθηκε (με την χρήση blanco ως προς την ημερομηνία) και χρησιμοποιήθηκε για να "κλείσει" -στα πλαίσια των τακτοποιήσεων για κάλυψη ποσών που είχαν αναληφθεί με μη νόμιμο τρόπο- αντίστοιχο ποσό που είχε υπεξαιρέσει ο Π. Σ. μέσα στο οικονομικό έτος 2006 ευρώ. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,4 ευρώ. Το υπεξαιρεθέν ποσό προέκυψε από τα πλαστά παραστατικά που κατάρτισε ο Π. Σ. για τη συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως και συγκεκριμένα α) από τα αναφερόμενα στην κατηγορία της πλαστογραφίας 9 πλαστά διπλότυπα της ...’ Δ.Ο.Υ. (2.407.020 ευρώ) και β) από τις αναφερόμενες στην κατηγορία της πλαστογραφίας πλαστές αποδείξεις ΕΤΕ (1.179.359,4 ευρώ). Τα ανευρεθέντα και περιληφθέντα στην κατηγορία ως άνω πλαστά έχουν ως εξής:
Διπλότυπα ... Δ.Ο.Υ. με εκδότες "Γ. Α." και "Β. Μ." Συμπερασματικά: Από τον Απρίλιο του 1999 έως 31.12.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,08 ευρώ και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 ευρώ. Ειδικότερα όσο Διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας ήταν ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. (από τον Απρίλιο του 1999 έως 13.8.2007), ο δράστης υπεξαίρεσε συνολικά μετρητά 16.602.288 ευρώ και όσο καθήκοντα Διευθυντή ασκούσε ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (14.8.2007 - 31.12.2007) υπεξαίρεσε συνολικά 1.760.048 ευρώ. Όπως προαναφέρθηκε ο μεγαλύτερος αριθμός των τρίτων, υπέρ των οποίων γινόνταν οι αποδοτέες κρατήσεις, εξυπηρετούνταν με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσαν κατά βάση στην Εθνική Τράπεζα (ΤΥΔΚΥ, ΤΑΔΚΥ, ΤΣΜΕΔΕ, ΙΚΑ κ.λπ.). Το Δημόσιο για τους φόρους και τα υπόλοιπα Ταμεία για τις οφειλόμενες σ' αυτά ασφαλιστικές εισφορές εξυπηρετούνταν με πληρωμές στην κατά τόπο αρμόδια ...’ Δ.Ο.Υ., ενώ άλλα ταμεία μεταξύ των οποίων και το ΤΠκΔ εξυπηρετούντο στα καταστήματά τους. Ειδικότερα τα Ταμεία που διαχειριζόταν ο Π. Σ. και ο τρόπος, με τον οποίο εξυπηρετούνταν οι προς αυτά αποδόσεις των εισφορών, φαίνεται στον κατωτέρω πίνακα:
Πρέπει να τονιστεί ότι οι πληρωμές προς τη Δ.Ο.Υ. για την απόδοση τόσο του Φ.Μ.Υ., όσο και των ασφαλιστικών εισφορών των Ταμείων που εξυπηρετούνταν μέσω αυτής έπρεπε να γίνονται αποκλειστικά με τραπεζικές επιταγές, εφόσον το αποδοτέο ποσό υπερέβαινε ένα όριο. Ειδικότερα: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Α.Ν. 1819/51, η εξόφληση των χρεών προς το Δημόσιο γίνεται με μετρητά ή με επιταγές. Με αποφάσεις του Υπουργείου Οικονομικών αναπροσαρμόζονται και καθορίζονται κάθε φορά τα όρια καταβολής χρεών με μετρητά από τους υπόχρεους. Έτσι με την υπ' αριθ. 576/1988 απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών καθορίσθηκε το ποσό που μπορεί να πληρωθεί στις ΔΟΥ με μετρητά στις 250.000 δρχ. και σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέχρι 300.000 δρχ. Και τούτο για διασφάλιση των συμφερόντων τόσο του Δημοσίου όσο και των φορολογούμενων. Ακολούθως, το Υπουργείο ανταποκρινόμενο σε αιτήματα φορολογουμένων για την καλύτερη εξυπηρέτησή τους από τις ΔΟΥ, και για την βελτίωση των σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ φορολογούσας αρχής και πολιτών, με την υπ' αριθ. ΠΟΛ 1273/18.10.- 5.11.1996 απόφασή του, καθόρισε σε εξαιρετικές περιπτώσεις την πληρωμή με μετρητά μέχρι του ποσού των 500.000 δρχ. αντί των 300.000δρχ. που ίσχυε μέχρι τότε. Ακολούθως με την υπ' αριθ. Α.Υ.Ο. 1114260/6631-26/0016/ΠΟΛ1383/ 24.12.2001 - 14.1.2002 απόφασή του τροποποίησε το όριο μέχρι το οποίο επιτρέπεται η καταβολή μετρητών στο ποσό των 1.500 ευρώ με έναρξη την 1.1.2002. Επομένως: Μέχρι την 31.12.2001 το όριο των μετρητών για πληρωμές σε ΔΟΥ. ήταν 300.000 δρχ και σε εξαιρετικές περιπτώσεις 500.000 δρχ., από δε την 1.1.2001 και στο εξής το όριο των μετρητών ήταν 1.500 ευρώ. Τη ρύθμιση αυτή, λόγω της προχειρότητας με την οποία λειτουργούσε η Ταμειακή υπηρεσία στον τομέα αποδόσεως των υπέρ τρίτων κρατήσεων, την αγνοούσαν οι υπάλληλοι που ασχολούντο στον τομέα αυτό και έτσι έγιναν υποχείρια του Σ., εκτελώντας πιστά ότι αυτός τους υποδείκνυε, αφού του είχαν εμπιστοσύνη και τον θεωρούσαν ικανό υπάλληλο. Έτσι παρά την εν λόγω ρύθμιση ο Διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας έδινε βέβαια πάντοτε για τις πληρωμές στη ΔΟΥ επιταγές, έδιδε όμως σε τακτική βάση μετρητά πάνω από το όριο αυτό για την πληρωμή ταμείων που εξυπηρετούνταν μέσω της ...’ Δ.Ο.Υ. (όπως εξαγορά θητείας, χορηγία δημάρχου, διαδοχική ασφάλιση, ΤΠΔΥ, ΜΤΠΥ, ΤΕΑΔΥ κ.α.), αγνοώντας όμως ότι τα ταμεία αυτά εξοφλούντο στη ΔΟΥ. Αγνοούσε πάντως ο εκ των Δ/ντων Γ. και την ύπαρξη του ορίου πληρωμών στη ΔΟΥ, όπως ο ίδιος ομολόγησε. Όπως προαναφέρθηκε τα υπεξαιρεθέντα, από πλευράς δικαιολογητικών, ο Σ. τα κάλυπτε με πλαστά παραστατικά. Ειδικότερα δε τα διπλότυπα της ... Δ.Ο.Υ. που προσκόμιζε ο Π. Σ. έφεραν σχεδόν πάγια ως εκδότες τους τα ονόματα δύο ανύπαρκτων εφοριακών υπαλλήλων: "Β. Μ." και "Γ. Α.". Η πλαστότητα δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή, αφού όπως προαναφέρθηκε, οι αρμόδιοι για τον έλεγχο των δικαιολογητικών, αρκούνταν σε απλή αριθμητική αντιπαραβολή, χωρίς έλεγχο των παραστατικών. Αλλά και αν γινόταν απλός έλεγχος των δικαιολογητικών, λόγω της επιμελημένης μεθόδου της πλαστογραφίας, ήταν δύσκολο να αποκαλυφθεί αυτή. Τη δυσκολία αποκαλύψεως των πλαστών επιβεβαιώνουν οι περισσότεροι μάρτυρες. Με βάση τα προαναφερόμενα, κατά την ομόφωνη κρίση του δικαστηρίου, ο Π. Σ. πρέπει να κηρυχθεί ένοχος: 1) Για κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία (άρθρο 258 ΠΚ) τελεσθείσα από Απριλίου 1999 έως 31.12.2007, σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Δήμου ...), με επιτευχθέν από το δράστη όφελος και αντίστοιχη ζημία του Δήμου συνολικά 17.962.336 ευρώ, δηλαδή ποσό πάνω από 150.000 ευρώ, όπως ειδικότερα οι μερικότερες πράξεις αναφέρονται παραπάνω και στο διατακτικό, με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιπτώσεις σωρευτικά: α) ότι η τέλεση του εγκλήματος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο και β) το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950), δεδομένου ότι ι) η τέλεση των κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεων διάρκεσε οκτώ έτη και εννέα μήνες περίπου διάστημα που κρίνεται όχι απλά αλλά ιδιαιτέρως μακρό σε σχέση με τις συνήθεις περιπτώσεις εξακολουθητικών υπεξαιρέσεων που δεν υπερβαίνουν το διάστημα λίγων μηνών και ιι) το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό ανέρχεται όπως προαναφέρθηκε σε 17.962.336 ευρώ, το οποίο αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 6.120.486.368 δρχ., συγκρινόμενο δε με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (1999-2007), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 1.497 ετών. Επομένως, με βάση τα στοιχεία αυτά, το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό κρίνεται ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 1608/1950. 2) Πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση σε βαθμό πλημμελήματος, όπως η πράξη αυτή χαρακτηρίσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δεν μπορεί ως προς το σημείο αυτό να διαφοροποιηθεί γιατί θα παραβιαζόταν το άρθρο 470 ΚΠΔ, για τις επί μέρους πράξεις που τελέσθηκαν μετά την 29.6.2007, με την επιβαρυντική περίπτωση της χρήσεως αυτών, όπως ειδικότερα οι πράξεις αυτές περιγράφονται στο διατακτικό. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν περαιτέρω και τα εξής ακόμη περιστατικά: Κατά την ενδιαφέρουσα εν προκειμένω χρονική περίοδο των ετών 1999 - 2008 ο κατηγορούμενος Π. Σ. δήλωσε οικογενειακό εισόδημα και δαπάνες ως εξής: 1) για το οικονομικό έτος 2000 (χρήση 1999) ατομικό του εισόδημα 19.767,81 ευρώ (6.735.880 δραχμές), στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786) ποσού 6.737,37 ευρώ (2.295.758 δραχμών), και δαπάνες 22.496,94 ευρώ (7.665.832 δραχμές) και εισόδημα της συζύγου του 31.517,51 ευρώ (10.739.592 δραχμές) και δαπάνες αυτής 21.133,22 ευρώ (7.201.146 δραχμές), δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 51.285,32 ευρώ και συνολικές δαπάνες 43.630,16 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακά διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 7.655,15 ευρώ, 2) για το οικονομικό έτος 2001 (χρήση 2000) ατομικό του εισόδημα 130.572,59 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786) ποσού 117.397,38 ευρώ (40.003.157 δραχμών), και δαπάνες 53.909,71 ευρώ (18.369.733 δραχμές) και εισόδημα της συζύγου του 52.491,07 ευρώ (17.886.331 δραχμές) και δαπάνες αυτής 34.015,45 ευρώ (11.590.764 δραχμές), δηλαδή οικογενειακά συνολικό εισόδημα 183.063,65 ευρώ και συνολικές δαπάνες 87.925,16 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακά διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 95.138,50 ευρώ, 3) για το οικονομικό έτος 2002 (χρήση 2001) ατομικό του εισόδημα 103.279,65 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786) ποσού 89.246,12 ευρώ (30.410.615 δραχμών) και δαπάνες 42.683,74 ευρώ (14.544.486 δραχμές) και εισόδημα της συζύγου του 73.721,97 ευρώ (25.120.762 δραχμές) και δαπάνες αυτής 22.241,17 ευρώ (7.578.678 δραχμές), δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 177.001,62 ευρώ και συνολικές δαπάνες 64.924,91 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακά διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 112.076,71 ευρώ, 4) για το οικονομικό έτος 2003 (χρήση 2002) ατομικό του εισόδημα 163.737,39 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786) ποσού 141.606,10 ευρώ, και δαπάνες 149.060,57 ευρώ και εισόδημα της συζύγου του 52.298,55 ευρώ και δαπάνες αυτής 10.168,57 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 216.035,94 ευρώ και συνολικές δαπάνες 159.229,14 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακό διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 56.806,80 ευρώ, 5) για το οικονομικό έτος 2004 (χρήση 2003) ατομικό του εισόδημα 85.861,87 ευρώ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται κανένα ποσό κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786), και δαπάνες 10.769,21 ευρώ και εισόδημα της συζύγου του 22.933,60 ευρώ και δαπάνες αυτής 3.622,07 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 108.795,47 ευρώ και συνολικές δαπάνες 14.391,28 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακά διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 94.404,19 ευρώ, 6) για το οικονομικό έτος 2005 (χρήση 2004) ατομικό του εισόδημα 130.575,65 ευρώ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται κανένα ποσό κέρδους από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786), και δαπάνες 32.670,10 ευρώ και εισόδημα της συζύγου του 3.600,0 ευρώ και δαπάνες αυτής 6.384,10 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 134.175,65 ευρώ και συνολικές δαπάνες 38.385,54 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακό διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 95.790,11 ευρώ, 7) για το οικονομικό έτος 2006 (χρήση 2005) ατομικό του εισόδημα 17.681.44 ευρώ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται κανένα ποσό από κέρδη λαχείων κ.λπ. (κωδικοί 785-786), και δαπάνες 32.670,10 ευρώ και εισόδημα της συζύγου του 3.600,00 ευρώ και δαπάνες αυτής 3.235.44 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 21.281,44 ευρώ και συνολικές δαπάνες 35.405,54 ευρώ, με επακόλουθο να μην υπάρχει νομότυπα φορολογικά οικογενειακό διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό, αφού συνολικά οικογενειακά υπήρχαν ζημίες ποσού 14.124,10 ευρώ, 8) για το οικονομικό έτος 2007 (χρήση 2006) ο κατηγορούμενος δεν υπέβαλε φορολογική δήλωση, 9) για το οικονομικό έτος 2008 (χρήση 2007) ατομικό του εισόδημα 38.782,03 ευρώ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται κανένα ποσό από κέρδη λαχείων κ.λπ. (κωδικοί 785-786), και δαπάνες 8.855,40 ευρώ και εισόδημα της συζύγου του 14.768,40 ευρώ και δαπάνες αυτής 11.788,18 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 53.550,43 ευρώ και συνολικές δαπάνες 20.143,58 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακό διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 33.406,85 ευρώ, 10) για το οικονομικό έτος 2009 (χρήση 2008) ατομικό του εισόδημα 10.592,26 ευρώ, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονται κανένα ποσό από κέρδη από λαχεία κ.λπ. (κωδικοί 785-786), εισόδημα της συζύγου του 15.600,00 ευρώ, δηλαδή οικογενειακό συνολικό εισόδημα 26.192,26 ευρώ, με επακόλουθο το νομότυπα φορολογικά οικογενειακό διαθέσιμο για αποταμιεύσεις ποσό να ανέρχεται συνολικά σε 26.192,26 ευρώ. Επίσης, σε ατομικούς ή κοινούς (με τη σύζυγό του) λογαριασμούς του κατηγορουμένου και ειδικότερα στους λογαριασμούς των Τραπεζών Eurobank με αριθμούς ..., ... , ... , ... , ..., ..., Probank με αριθμούς ..., ..., Εθνική Τράπεζα με αριθμούς ..., Alpha Bank με αριθμούς ..., ..., ..., και Τράπεζα Κύπρου με αριθμό ..., κατατέθηκαν: 1) το έτος 1999 συνολικά 88.043.249 δραχμές ή 258.380,77 ευρώ, 2) το έτος 2000 συνολικά 67.729.434 δραχμές ή 198.765,76 ευρώ, 3) το έτος 2001 συνολικά 105.402.085 δραχμές ή 309.323,80 ευρώ, 4) το έτος 2002 συνολικά 708.321,40 ευρώ, 5) το έτος 2003 συνολικά 366.862,78 ευρώ, 6) το έτος 2004 συνολικά 61.607,68 ευρώ, 7) το έτος 2005 συνολικά 200.521,87 ευρώ, 8) το έτος 2006 συνολικά 115.137,09 ευρώ, 9) το έτος 2007 συνολικά 194.767,00 ευρώ, 12) το έτος 2008 συνολικά 42.085,74 ευρώ. Προκύπτουν έτσι φορολογικά αδικαιολόγητες καταθέσεις του: α) για το έτος 1999 ποσού (258.380,77 - 7.655,15 =) 250.725,62 ευρώ, πλην όμως σε σχέση με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα δεν μπορεί να αξιολογηθεί ποσό μεγαλύτερο εκείνου το οποίο υπεξαίρεσε το ίδιο έτος, δηλαδή του ποσού των 170.854 ευρώ, β) για το έτος 2000 ποσού (198.765,76 - 95.138,50 =) 103.627,26 ευρώ, γ) για το έτος 2001 ποσού (309.323,80 - 112.076,71 =) 197.247,09 ευρώ, δ) για το έτος 2002 ποσού (708.321,40 - 56.806,80 =) 651.514,60 ευρώ, ε) για το έτος 2003 ποσού (366.862,78 - 94.404,19 =) 272.458,59 ευρώ, στ) για το έτος 2004 δεν προκύπτουν αδικαιολόγητες καταθέσεις, αφού το συνολικό οικογενειακό εισόδημα των 95.790,11 ευρώ υπερβαίνει τις καταθέσεις ποσού 61.607,68 ευρώ, η δε λογιστική απόκλιση των 34.182,43 ευρώ, μεταφέρεται στο επόμενο έτος, ζ) για το έτος 2005 ποσού (200.521,87 + 14.124,10 [προς υπερκάλυψη της ισόποσης ζημίας] =) 214.645,97 ευρώ, και με συνυπολογισμό του πλεονάσματος του έτους 2004, ποσού (214.645,97 - 34.182,43 =) 180.463,54 ευρώ, η) για το έτος 2006, δεδομένου ότι έγιναν καταθέσεις συνολικού ποσού 115.137,09 ευρώ, ελλείψει υποβολής φορολογικής δήλωσης για την εν λόγω χρήση, θα πρέπει να θεωρηθεί ως προϊόν αδικαιολόγητης φορολογικά κατάθεσης το ποσό των (115.137,09 ευρώ - 19.543,90 ευρώ =) 95.593,19 ευρώ, καθόσον από τη σχετική αναλυτική επεξεργασία των καταθέσεων του κατηγορουμένου που έγινε από την Οικονομική Επιθεωρήτρια Α. Τ., προκύπτει ότι καταθέσεις ποσού 19.543,90 ευρώ προέρχονται από τη μισθοδοσία του κατηγορουμένου, θ) για το έτος 2007 ποσού (194.767,00 - 33.406,85 =) 161.360,15 ευρώ ι) για το έτος 2008 ποσού (42.085,74 - 26.192,26 =) 15.893,48 ευρώ. Συνακόλουθα, στη διάρκεια των ετών 1999 - 2008 προκύπτουν αδικαιολόγητες καταθέσεις αυτού συνολικού ποσού 1.841.356,75 ευρώ, για τις οποίες, ενόψει και της ανυπαρξίας κάποιας άλλης ευλογοφανούς εξήγησης της προέλευσής τους, το Δικαστήριο κρίνει ότι προέρχονται από χρήματα που κατά τα προαναφερόμενα είχαν υπεξαιρεθεί από τον κατηγορούμενο από το Ταμείο του Δήμου ... κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.2007. Επίσης, ο κατηγορούμενος Π. Σ. εμφάνισε ως κέρδη από συμμετοχή του σε τυχερά παίγνια διεξαγόμενα από την "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε." και δη από το "ΣΤΟΙΧΗΜΑ", τα εξής ποσά: 1) ποσό 312.838 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 31.982 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 28-8-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/15-9-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 2) ποσό 308.113 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 31.457 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 28-8- 1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/15-9-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 3) ποσό 1.206.686 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 104.104 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 4) ποσό 280.184 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 28.336 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 5) ποσό 428.668 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 44.852 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 6) ποσό 564.344 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 50.946 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 8.480 δραχμές και πληρώθηκε στις 10-2-2000, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 16-2-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-3-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 7) ποσό 1.049.728 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 101.632 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 7.360 δραχμές και πληρώθηκε στις 14- 2-2000, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 16-2-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-3-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 8) ποσό 1.885.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 100.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 26-3-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/2-4-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 9) ποσό 1.700.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 26-3- 2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/2-4-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 10) ποσό 942.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 11) ποσό 982.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5- 2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 12) ποσό 1.290.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 13) ποσό 932.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 14) ποσό 5.517.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 330.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 7-6-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/21-6-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 15) ποσό 1.010.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 100.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12- 10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 16) ποσό 1.717.700 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 114.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12-10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 17) ποσό 1.292.685 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12-10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 18) ποσό 5.040.445 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 560.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 1-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 19) ποσό 5.230.440 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 369.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 1-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 20) ποσό 5.380.265 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 1.090.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 2-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 21) ποσό 2.417.625 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 80.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 5-12-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η .../9-12-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 22) ποσό 2.050.435 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 120.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 18-12-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η .../23-12-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 23) ποσό 10.375.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 4.199.996 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 30-8-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/19-9-2001 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 24) ποσό 7.964.280 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 145.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 9-10-2001 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/11-10-2001 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 25) ποσό 121.501,31 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 38.280,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 4-10-2002 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/8-10-2002 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 26) ποσό 20.104,84 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 2.358,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-12-2003 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/23-12-2003 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 27) ποσό 63.575,70 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 13.284,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-12-2003 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/23-12-2003 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 28) ποσό 80.598,85 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 20.739,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 14-6-2004 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-6-2004 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 29) ποσό 65.282,72 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 14.529,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 7-1-2005 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-1-2005 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 30) ποσό 125.160,15 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 889,46 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 19.331,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 2-1-2006 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-1-2006 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 31) ποσό 210.373,74 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 1.782,72 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 32.340,90 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 11-1-2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/19-1-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 32) ποσό 179.618,00 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 1.185,67 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 36.584,70 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 18-12-2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/18-12-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 33) ποσό 9.074,90 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 1.523,40 ευρώ και πληρώθηκε στις 8-10-2007, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 8-10-2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/9-10-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 34) ποσό 14.537,59 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 261,00 ευρώ και πληρώθηκε στις 24-4-2007, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 24-1-2008 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/25-1-2008 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", ήτοι είχε κέρδη συνολικού ποσού 1.065.554,05 ευρώ, για τα οποία επιβαρύνθηκε με φόρο συνολικού ποσού 5.012,09 ευρώ, από δελτία συνολικού κόστους 201.047,10 ευρώ. Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι συμμετείχε ως παίκτης στα ανωτέρω παιχνίδια με χρήματα από αυτά που είχαν υπεξαιρεθεί, επιχείρησε δε να εξηγήσει την προέλευση των περισσότερων κερδιζόντων δελτίων από το πρακτορείο που διατηρεί ο αδελφός του Γ. Σ. στην οδό … αρ. … στη …, αναφέροντας ότι ο τελευταίος τον εξυπηρετούσε τηλεφωνικά στο στοιχηματισμό, μη αποδεχόμενος έτσι ότι προέβαινε σε εξαγορά των κερδιζόντων δελτίων. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του δεν κρίνονται βάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν διότι δεν επιβεβαιώθηκαν από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, επί πλέον δε μια τέτοια πρακτική θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογη αν αφορούσε στοιχηματισμό μικρών ποσών. Από το συνδυασμό όλων αυτών με το γεγονός ότι αποτελεί συνήθη πρακτική νομιμοποίησης χρημάτων που συνιστούν προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας η εξαγορά κερδιζόντων δελτίων, κρίνεται ότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Π. Σ. εφάρμοζε την πρακτική αυτή, δηλαδή, αξιοποιώντας κυρίως το πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ του αδελφού του, προέβαινε σε εξαγορά τέτοιων δελτίων προκειμένου να προσδώσει νομιμοφανή προέλευση στα χρήματα που είχε υπεξαιρέσει. Ακόμα, προκύπτει ότι οι ανωτέρω επιμέρους πράξεις έγιναν από κερδοσκοπία και, όπως συνάγεται από τα ποσά που αφορούσε η νομιμοποίηση και η δεκαετής σχεδόν χρονική έκταση της επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς του, τόσο με χρηματικές καταθέσεις, όσο και με μετατροπή μέρους των χρηματικών απολήψεων σε κέρδη από τυχερά παίγνια, συνέτρεχε και σκοπός συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης των χρημάτων. Ο σκοπός αυτός είναι προφανής στο δεύτερο τρόπο δράσης, αλλά συντρέχει και στον πρώτο, καθόσον ο κατηγορούμενος προέβαινε ποικιλότροπα σε αναλήψεις των κατατιθέμενων χρηματικών ποσών, όπως συνάγεται από την κατάθεση της επιθεωρήτριας Α. Τ. ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και δη από την εκ μέρους αυτής καταγραφή των ετησίων χρεώσεων των λογαριασμών του, με ποσά 270.160,04 ευρώ (92.057.034 δραχμών) για το έτος 1999, 208.536,30 ευρώ (71.058.746 δραχμών) για το έτος 2000, 412.391,28 ευρώ (140.552.331 δραχμών) για το έτος 2001, 744.401,50 ευρώ για το έτος 2002, 373.279,87 ευρώ για το έτος 2003, 43.918,56 ευρώ για το έτος 2004, 224.156,86 ευρώ για το έτος 2005, 85.058,93 ευρώ για το έτος 2006, 117.700,18 ευρώ για το έτος 2007, 87.339,86 ευρώ για το έτος 2008, με επακόλουθο της σκοπούμενης αυτής συμπεριφοράς του στους τηρούμενους λογαριασμούς να μη διατηρούνται μεγάλα χρηματικά διαθέσιμα, που θα μπορούσαν να κινήσουν υποψίες από μόνο το υπόλοιπο του τηρούμενου λογαριασμού, χωρίς ανάλυση - επεξεργασία των κινήσεών του. Μάλιστα με τα αναλαμβανόμενα ποσά υποστήριζε αφανώς, ως υποκρυπτόμενος χρηματοδότης (χωρίς δηλαδή να εμφανίζεται εξωτερικά - φορολογικά), άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, και δη τη λειτουργία κέντρων διασκέδασης (π.χ. "…", "…", "…", "…"). Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε πέραν αυτών ότι με την ανωτέρω μεθοδευμένη δράση του είχε διαμορφώσει τέτοια υποδομή, με την οποία επεδίωκε τη βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης. Ως εκ τούτου πρέπει μεν, κατά την ομόφωνη επίσης κρίση του δικαστηρίου, να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως αυτής ο κατηγορούμενος Π. Σ., χωρίς όμως την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεώς της, η οποία δεν αναγνωρίστηκε και πρωτοδίκως, με συνέπεια να δεσμεύεται το παρόν Δικαστήριο από το άρθρο 470 Κ.Π.Δ., κατά τα προαναφερόνα, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Όσον αφορά όμως τα ποσά τα αναφερόμενα στο έτος 1998 για τα οποία δεν καταδικάσθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση και συνακόλουθα δε μπορεί να καταδικασθεί και με την παρούσα για κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 του ν. 2331/1995 πράξεις , αλλά και το πέραν των υπεξαιρεθέντων 170.854 ευρώ για το έτος 1999 ποσό, για το οποίο επίσης δε μπορεί να κηρυχθεί ένοχος ο εν λόγω κατηγορούμενος, αφού δεν υπάρχει για το επιπλέον αυτό ποσό καταδίκη ή κατηγορία για κάποια από τις αναφερόμενες στο ν. 2331/1995 αξιόποινες πράξεις, πρέπει να κηρυχθεί αθώος. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα κατά την κρίση που επικράτησε στο δικαστήριο, αποδείχθηκαν και τα εξής ακόμη περιστατικά: Ο τρίτος κατηγορούμενος Β. Π. αναδείχθηκε Δήμαρχος ... στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 1998. Η ανάληψη των καθηκόντων του έγινε την 1.1.1999. Ο δήμαρχος όρισε ως γενικό γραμματέα του δήμου, δηλαδή στην πλέον σημαντική και καίρια μετά τη δική του θέση, τον από πολλών ετών στενότατο συνεργάτη του, δεύτερο κατηγορούμενο Μ. Λ., στον οποίο είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Ενδεικτικό των στενότατων προσωπικών σχέσεων και του μεγάλου βαθμού της εμπιστοσύνης που ο Β. Π. έτρεφε προς το Μ. Λ. είναι ότι τον διατήρησε σταθερά και αμετακίνητα στη θέση του γενικού γραμματέα και τις τρεις τετραετίες που εξελέγη δήμαρχος, ακόμη και κατά το διάστημα μετά το 2006 που ο γενικός γραμματέας επικρίθηκε για διαφθορά με εξαιρετική μάλιστα σφοδρότητα από την αντιπολίτευση και τον τοπικό αλλά και τον Αθηναϊκό τύπο, καθώς και το ότι τον διατήρησε στη θέση αυτή και μετά την 28.6.2007 που άρχισε να ισχύει το άρθρο 161 του ν. 3584/2007, διάταξη με την οποία ορίσθηκε ότι ο γενικός γραμματέας ενός δήμου πρέπει να κατέχει πτυχίο Πανεπιστημίου ή ΤΕΙ, προσόν που δεν είχε ο Μ. Λ., που είχε μόρφωση μέσης εκπαίδευσης. Παρά τη διάταξη λοιπόν αυτή ο Β. Π. εξακολούθησε να τον διατηρεί στη θέση του γενικού γραμματέα, καίτοι θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει με άλλον κατάλληλο που διέθετε το αξιούμενο προσόν, στηριζόμενος στην υπ' αριθ. 49.732/3.9.2007 ερμηνευτική εγκύκλιο του τότε υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Διοίκησης, κατά την οποία όσοι ήταν ήδη διορισμένοι πριν την ισχύ του νέου νόμου -έστω και αν δεν διαθέτουν τα τυπικά προσόντα- παραμένουν μέχρι τη λήξη της θητείας τους. Οι δύο άνδρες συνδέονταν στην πολιτική ζωή στενότατα ήδη από το 1990 που ο Μ. Λ. αποσπάσθηκε από τον …, του οποίου ήταν υπάλληλος στο πολιτικό γραφείο του τότε βουλευτή Β. Π.. Η στενή συνεργασία τους συνεχίσθηκε και μάλιστα αναβαθμίστηκε καθότι διορίστηκε απ' αυτόν και ως ειδικός σύμβουλός του όταν ανέλαβε το υφυπουργείο … κατά τα έτη 1991-1992. Τον ακολουθούσε παντού στην πολιτική εν γένει πορεία του και στο δήμο. Ο δεσμός τους ήταν ισχυρός μέχρι του σημείου ο Λ. να διαχειρίζεται τη δημαρχιακή χορηγία του Π., υπό την έγκριση και κάλυψη του οποίου, ως πολιτικού προσώπου, είχε δημιουργηθεί στους συναλλασσόμενους με το δήμο ... η πεποίθηση ότι χωρίς την έγκριση του Λ. δεν αποφασιζόταν τίποτα στο δήμο. Ο τελευταίος τους πρώτους μήνες που ανέλαβε το νέο του "πόστο" στο δήμο, τους αφιέρωσε στην εξοικείωση και στην κατανόηση των λειτουργιών των διαφόρων υπηρεσιών και πρώτης από όλες της Ταμειακής Υπηρεσίας που είναι η "καρδιά" κάθε Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η Ταμειακή Υπηρεσία και τα στελέχη αυτής λογικό είναι να επικεντρώσουν από την αρχή το ενδιαφέρον -γενικότερα- ενός δημάρχου και του γενικού γραμματέα του είτε οι προθέσεις τους είναι αγαθές (αφού η κατάσταση και λειτουργία του Ταμείου και οι ικανότητες και η ποιότητα των ανθρώπων που το υπηρετούν είναι ζητήματα ζωτικής σημασίας), είτε είναι υστερόβουλες. Στην τελευταία περίπτωση, οι λειτουργικοί μηχανισμοί ασφάλειας της Ταμειακής Υπηρεσίας και η ηθική ποιότητα των υπηρετούντων σ' αυτήν προσώπων εύλογο είναι να μελετηθούν και να αξιολογηθούν από τους διοικούντες το δήμο. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, ο Λ., με την έγκριση του δημάρχου Π. χρειάσθηκε να συμβουλευθεί έμπιστους ανθρώπους που υπηρετούσαν στο δήμο ... πριν αυτός διορισθεί γενικός γραμματέας και γνώριζαν εκ των έσω την κατάσταση. Τέτοιος ήταν ο μετέπειτα αποβιώσας, τότε δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος Σ. Κ.. Αυτός (Κ.) υπήρξε στενότατος (αδελφικός) φίλος του Β. Π., μία φιλία που σφυρηλατήθηκε κατά τη νεότητά τους όταν άρχισαν την αθλητική τους δραστηριότητα όντας τα δύο από τα 4 μέλη της ομάδας … του αθλητικού σωματείου …. Στην πορεία συνδέθηκαν στενότατα και ο Β. Π. τον ενέταξε στο συνδυασμό του "…". Είχε εκλεγεί σε προηγούμενες εκλογές, εκλέχθηκε όμως επανειλημμένα και υπό την ηγεσία του Π. δημοτικός σύμβουλος και του ανατέθηκαν (από τον Π.) καίριες θέσεις αντιδημάρχου, καθώς και σημαντικά καθήκοντα στη δημοτική … . Υπήρξε λοιπόν όχι μόνο στενότατος προσωπικός φίλος του Β. Π. αλλά και βασικός συνεργάτης του στην αυτοδιοίκηση. Εξ αυτού ανέπτυξε, όπως είναι φυσικό, στενότατες σχέσεις και με το M. Λ., τον πλέον άμεσο και έμπιστο συνεργάτη του (φίλου του) Β. Π.. Ο Σ. Κ. γνώριζε τον Π. Σ. αρκετό καιρό, λόγω της κοινής τους αγάπης για τον αθλητικό σύλλογο "ΑΡΗΣ" Θεσσαλονίκης, αλλά και λόγω του ότι και οι δύο είχαν εξοχική κατοικία στο …, τη νευραλγική θέση του οποίου ως διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων στην Ταμειακή Υπηρεσία είχε ήδη επισημάνει ο γενικός γραμματέας Μ. Λ.. Ο Π. Σ. δεν ήταν ένας απλός και συνηθισμένος δημοτικός υπάλληλος. Ήταν προσωπικότητα με "προφίλ" πλούσιου και άνετου ανθρώπου. Παράλληλα με τα καθήκοντά του, ως υπαλλήλου του δήμου ..., είχε αναπτύξει, επ' ονόματι της συζύγου του, την οποία υποκαθιστούσε, μεγάλη δραστηριότητα και παρουσία στο χώρο της νυχτερινής διασκέδασης. Στα κέντρα διασκεδάσεως που εκμεταλλευόταν προσκαλούσε ακριβά ονόματα του πενταγράμμου και δεν ήταν λίγοι οι συνάδελφοί του που εργάζονταν (για τη συμπλήρωση των εισοδημάτων τους) σ' αυτά. Αργότερα τα επιχειρηματικά του ενδιαφέροντα επεκτάθηκαν και στον χώρο των κατασκευών αλλά και στο χώρο του αθλητισμού. Η παρουσία του στο δήμο ..., όπως είναι φυσικό, δεν περνούσε απαρατήρητη. Κατείχε και οδηγούσε ακριβά αυτοκίνητα και δεν έκρυβε τις δραστηριότητές του. Ήταν με λίγα λόγια "επώνυμος" στον κόσμο της νυκτερινής διασκέδασης και αναγνωρίσιμος στον υπαλληλικό και επαγγελματικό του χώρο. Ο ίδιος επιδίωξε να σχηματισθεί στο προσωπικό του δήμου ... η πεποίθηση ότι η επιχειρηματική του πρόοδος και η πολυτελής διαβίωσή του γενικότερα οφείλονται σε μεγάλη περιουσία που κληρονόμησε η σύζυγός του από τον πατέρα της. Μετά την εκλογή του Β. Π. στο αξίωμα του δημάρχου ... και την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Σ. ενδιαφέρθηκε να γνωρίσει το περιβάλλον του νέου δημάρχου και να σταθμίσει τις διαθέσεις του για τον τρόπο λειτουργίας των οικονομικών υπηρεσιών του δήμου, ώστε να βεβαιωθεί αν μπορούσε να συνεχίσει να υπεξαιρεί χρήματα, όπως είχε αποφασίσει, χωρίς κίνδυνο να αποκαλυφθεί. Έτσι, τους πρώτους μήνες του 1999, με τη μεσολάβηση του γνωστού του, από τις προηγούμενες θητείες του ως δημοτικού συμβούλου, αλλά και επανεκλεγέντος στη θέση αυτή και διορισθέντος αντιδημάρχου Σ. Κ., συναντήθηκε με τον Μ. Λ., νέο γενικό γραμματέα του δήμου ... στο γραφείο του τελευταίου. Παρόντες στην πρώτη αυτή συνάντηση ήταν ακόμη οι Σ. Κ. και Κ. Ε., δημοτικός σύμβουλος στο προηγούμενο δημοτικό συμβούλιο, που δεν είχε επανεκλεγεί στις εκλογές του Οκτωβρίου 1998, ο οποίος είχε βρεθεί την ημέρα της συνάντησης τυχαία στο χώρο του δημαρχείου. Η συνάντηση αυτή, όπως διευκρινίζει ο Π. Σ., "έγινε με τη λογική ότι ο Παναγιώτης είναι παιδί δικό μας". Η ρήση αυτή δεν ήταν χωρίς ερείσματα. Συγκεκριμένα ο ίδιος ο Σ. είχε μεν, χωρίς επιτυχία, θέσει υποψηφιότητα το 1994 για να εκλεγεί εκπρόσωπος στην ομοσπονδία δημοτικών υπαλλήλων με την παράταξη της "…", που, αποτελούμενη κατά κανόνα από στελέχη και φίλους του "…", δεν δραστηριοποιείτο στον ίδιο ιδεολογικό χώρο με αυτόν στον οποίο εκινείτο η δημοτική παράταξη του δημάρχου Π., που εκινείτο στον ίδιο χώρο με τη …, έκτοτε όμως δεν είχε αναπτύξει κάποια συνδικαλιστική και γενικότερα πολιτική δράση. Αντίθετα η σύζυγός του, δραστηριοποιείτο πολιτικά στον ίδιο πολιτικό χώρο με την δημοτική παράταξη του τότε δημάρχου και μάλιστα είχε επί μακρό χρονικό διάστημα προσφέρει τις υπηρεσίες της στο πολιτικό γραφείο του τότε βουλευτή της … στη … Π. Ψ.. Ο Γενικός Γραμματέας, όπως προαναφέρθηκε, μόλις είχε ενημερωθεί για το μηχανισμό λειτουργίας της Ταμειακής Υπηρεσίας και έχοντας "ιδιοτελείς" προθέσεις, όπως εκ των μετέπειτα ενεργειών του καταδείχθηκε, επιχειρούσε να "γνωρίσει" και το ανθρώπινο υπαλληλικό δυναμικό της Υπηρεσίας αυτής. Αναζητούσε μία πηγή στις οικονομικές υπηρεσίες του δήμου, από την οποία ο επιτήδειος υπάλληλος θα μπορούσε να "εκταμιεύσει" κάποια ποσά με προβαλλόμενο πρόσχημα την οικονομική ενίσχυση της δημοτικής παράταξης του Β. Π. "…". Ως τέτοιον γρήγορα, μετά την πρώτη γνωριμία τους, εντόπισε το διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, πρώτο κατηγορούμενο Π. Σ., η διαχείριση του οποίου προσφερόταν για το σκοπό αυτό, αφού όπως προαναφέρθηκε α) για τις αποδόσεις των υπέρ τρίτων κρατήσεων (κυρίως ασφαλιστικών εισφορών) χρησιμοποιούντο μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις, β) η Ταμειακή Υπηρεσία δεν είχε ασφαλή ελεγκτικό μηχανισμό και γ) η διαχείριση των υπέρ τρίτων αποδόσεων εξαιρείτο από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Το κυριότερο όμως ήταν η προσωπικότητά του εν λόγω διαχειριστή. Εκτιμήθηκε ότι ως άνθρωπος που δραστηριοποιείτο στο χώρο της νυχτερινής διασκέδασης οι ηθικές του αντιστάσεις θα ήταν μειωμένες σε μία πρόταση "συνεργασίας". Και στην εκτίμησή του αυτή ο γενικός γραμματέας δεν έπεσε έξω. Στις επόμενες, μετά την πρώτη, συναντήσεις έγιναν οι κατάλληλες βολιδοσκοπήσεις και στη συνέχεια ο Μ. Λ. συμφώνησε με τον Π. Σ. να υπεξαιρεί ο τελευταίος (να "εκταμιεύει", όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε) εξακολουθητικά και για αόριστο χρόνο μέρος των μετρητών που παραλάμβανε κατά τη διαχείρισή του από τις τακτοποητέες εισπράξεις για την πληρωμή των Ταμείων. Ως πρόσχημα για τις "εκταμιεύσεις" προβλήθηκε η ανάγκη της οικονομικής ενίσχυσης με αυτές της παράταξης του δημάρχου "…". Ο Π. Σ. γνωρίζοντας πολύ καλά τις αδυναμίες του συστήματος και έχοντας ήδη λάβει την απόφαση να συνεχίσει την υπεξαίρεση, που, όπως προαναφέρθηκε, τουλάχιστον από του έτους 1997 διέπραττε σε βάρος του δήμου ..., του ανέπτυξε τις δυνατότητες που υπήρχαν για τέτοιου είδους, φυσικά παράνομες, "εκταμιεύσεις" στη διαχείρισή του, είχε δηλαδή, όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος ανέφερε "την τεχνογνωσία", αλλά πρόβαλε κάποιες επιφυλάξεις μήπως ο τρόπος υπεξαίρεσης γινόταν αντιληπτός, από τον έλεγχο, ο οποίος ενόψει της νέας διοίκησης στο δήμο και κυρίως του νέου δημάρχου, που ήταν ο επικεφαλής της διοίκησης, υπήρχε πιθανότητα να διαφοροποιηθεί, από τα νέα πρόσωπα που ήταν ενδεχόμενο να τοποθετηθούν στην Ταμειακή υπηρεσία, είτε σε επίπεδο υπαλλήλων είτε σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού. Ο Μ. Λ. διασκέδασε τις ανησυχίες του και τον καθησύχασε, διαβεβαιώνοντάς τον ότι "αυτός ασκεί τη διοίκηση" στο Δήμο και υποσχέθηκε ότι μόνο "όσοι πρέπει να γνωρίζουν, θα γνωρίζουν", εννοώντας σαφώς ότι δεν πρόκειται ν' αλλάξει κάτι στη λειτουργία της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου και ότι ο δήμαρχος είναι εν γνώσει της καταστάσεως. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυσε την ειλημμένη ήδη από τον Π. Σ. απόφαση για εξακολούθηση της υπεξαιρέσεως, παρέχοντάς του ψυχική συνδρομή στην κατ' εξακολούθηση τέλεση της αξιόποινης αυτής πράξης. Το αξιόπιστο της ως άνω υποσχέσεως του Λ. προς τον Σ. επιβεβαιώθηκε από την εν συνεχεία απρόσκοπτη δραστηριότητα του τελευταίου, που ανωτέρω περιγράφηκε. Στις συζητήσεις που είχαν οι Σ. και Λ. για τις "εκταμιεύσεις", συμφώνησαν ότι μερίδιο από αυτές θα έχουν και οι δύο πλευρές. Η συμφωνία στο ζήτημα αυτό τηρήθηκε, πλην δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί το ακριβές ποσοστό συμμετοχής της κάθε πλευράς στη "λεία", το οποίο πάντως ήταν μεγαλύτερο για την πλευρά του γενικού γραμματέα και του δημάρχου. Βεβαίως αρχικά ο Σ. είχε ελάχιστους ενδοιασμούς, ως προς την αξιοπιστία της υποσχέσεως του Λ., τον οποίο μόλις είχε γνωρίσει και δεν μπορούσε ανενδοίαστα να δώσει πίστη στις διαβεβαιώσεις του. Έτσι απευθύνθηκε στο Σ. Κ., που τον έφερε σε επαφή με το Λ., στον οποίο εξιστόρησε πλήρως την συζήτηση που είχε με το Γενικό Γραμματέα. Αυτός τον διαβεβαίωσε ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο, προσφερόμενος μάλιστα να τον στηρίζει. Από το ανωτέρω γεγονός, αλλά και από άλλα περιστατικά που στη συνέχεια εκτίθενται, με ασφάλεια δημιουργείται η πεποίθηση ότι γνώστης όλων των σχεδιαζομένων ήταν και ο δήμαρχος Β. Π., "για την ενίσχυση της παράταξης" του οποίου άλλωστε θα γινόταν η σχετική εκταμίευση. Ο Σ. Κ. ήταν αδελφικός, όπως προαναφέρθηκε, φίλος του, ενώ ο Λ. ο εξ απορρήτων συνεργάτης του επί μακρό χρονικό διάστημα. Εν όψει της πραγματικότητας αυτής δεν φαίνεται λογικό κάποιος από τους Λ. και Κ. να γνωρίζει κάτι ή να προβαίνει σε ενέργειες σχετικές με τη διαχείριση των δημοτικών πραγμάτων και να μην έχει ενημερωθεί ο δήμαρχος Β. Π. και να μην έχει δώσει την έγκρισή του. Ο τελευταίος είχε ευθεία ενημέρωση για όλα τα ανωτέρω και όσα ακολούθησαν από τον ίδιο το γενικό του γραμματέα. Είναι βέβαια αλήθεια ότι τόσο κατά την αρχική διεργασία των συζητήσεων, όσο και αργότερα κατά την εξέλιξη του σχεδίου ο ίδιος ο Π. δεν είχε άμεση επαφή ή οποιαδήποτε συζήτηση με το δράστη των υπεξαιρέσεων Π. Σ., σχετικά με την παράνομη αυτή δραστηριότητα. Η παραμονή του στο παρασκήνιο, δεν είναι αποτέλεσμα άγνοιας των όσων γίνονται, αλλά συνιστά μία συνειδητή επιλογή σχέσεως και συμπεριφοράς, παρότι γνωρίζει τις κινήσεις του γενικού γραμματέα, ώστε να δείχνει αποστασιοποιημένος από τέτοιου είδους πρακτικές. Ενδεικτική και χαρακτηριστική είναι η απάντηση που έδωσε ο Μ. Λ. στο εύλογο ερώτημα του Π. Σ. "τι γνωρίζει ο Δήμαρχος;". Όπως αναφέρει επί λέξει ο Σ. "ο Γενικός μου απαντάει ότι ο Δήμαρχος δεν θέλει να γνωρίζει από πού προέρχονται τα χρήματα, αν προέρχονται από χορηγούς ή από αλλού", διαβεβαίωσε δηλαδή το Σ. ότι χρήματα από τα υπεξαιρεθέντα λαμβάνει και ο δήμαρχος, τρίτος κατηγορούμενος Β. Π.. Το νόημα της φράσης αυτής συνάδει με την προσποιητή στάση άγνοιας που κρατούσε ο κατηγορούμενος Β. Π.. Στην πραγματικότητα, όμως, λόγω των πολύ στενών σχέσεών του με το γενικό του γραμματέα, ο τελευταίος δεν ενεργούσε χωρίς τη γνώση και συγκατάθεσή του, όπως και κατωτέρω θα εκτεθεί λεπτομερέστερα, αλλ' αυτός (Π.) γνώριζε και αποδεχόταν τα πάντα, άφηνε όμως την εκτέλεσή τους στο δεξί του χέρι, το γενικό γραμματέα, ώστε να μη μπορεί να κατηγορηθεί. Έτσι ο Β. Π. παρά το ότι είχε, υπό την ιδιότητα του δημάρχου, σύμφωνα με τις διατάξεις που στη συνέχεια θα αναφερθούν, τη νομική υποχρέωση, να προστατεύει την δημοτική περιουσία, ως προϊστάμενος δε των υπαλλήλων του δήμου ..., το καθήκον ελέγχου τους, προς αποφυγή καταχρήσεων και επίτευξη της υποχρεώσεώς του για προστασία της δημοτικής περιουσίας, παρέλειψε ηθελημένα, να διατάξει οποιοδήποτε έλεγχο στον τρόπο λειτουργίας της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., του οποίου προΐστατο, παρέχοντας έτσι συνδρομή στον Π. Σ. για την υπεξαίρεση που αυτός διέπραξε, αποδεχόμενος την αξιόποινη αυτή πράξη του τελευταίου, αφού όπως προαναφέρθηκε λάμβανε μέρος των υπεξαιρεθέντων. Κατά τις συζητήσεις μεταξύ Π. Σ. και Μ. Λ. προσδιορίσθηκε και ο τρόπος δράσης του πρώτου με περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά και ο τρόπος που θα γινόταν "η ενίσχυση της …". Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε ότι οι "εκταμιεύσεις" θα καλύπτονταν με πλαστά παραστατικά, που θα κατασκεύαζε ο Π. Σ., ενώ το προϊόν των εκταμιεύσεων θα παραδινόταν από τον Π. Σ. στο Μ. Λ. σε τακτικά διαστήματα. Έτσι συνέχισε ο Π. Σ. τις υπεξαιρέσεις του και μετά την 1.1.1999 μέχρι και το τέλος του 2007, παραδίνοντας παράλληλα (όπως είχε προσυμφωνηθεί) σημαντικό μέρος από τα κάθε φορά υπεξαιρούμενα ποσά, μετά την ολοκλήρωση της πράξης, σε τακτά διαστήματα στον Μ. Λ. και ο τελευταίος ακολούθως μέρος αυτών που λάμβανε στον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π.. Ο Λ. αρχικά τα παραδοθέντα κατέθετε σε κοινό με τον Β. Π. τραπεζικό λογαριασμό, που ο ίδιος, με την έγκριση του Π., όπως ο τελευταίος ομολόγησε κατά την απολογία του, άνοιξε. Στη συνέχεια παρέδινε μέρος από αυτά που του παρέδιδε ο Σ. στο δήμαρχο Β. Π.. Η διανομή του μερίσματος μεταξύ των δύο ανδρών (Π. και Λ.) φυσικά γινόταν μυστικά σε κατ' ιδίαν συναντήσεις τους, χωρίς να έχουν προκύψει τα μεγέθη της μεταξύ τους ποσόστωσης. Άλλωστε δεν θεωρείται σύνηθες το φαινόμενο, οι συμμετέχοντες σε παράνομες δραστηριότητες να κοινολογούν τον τρόπο δράσεώς τους και κυρίως τον προορισμό των ωφελημάτων. Για όλα αυτά περί των συναντήσεων των δύο πρώτων κατηγορουμένων και της συμφωνίας τους για τις "εκταμιεύσεις" που θα πραγματοποιούσε ο πρώτος εξ αυτών Π. Σ., πειστική είναι η απολογία του τελευταίου (Π. Σ.), ο οποίος ομολόγησε την πράξη του τόσο ενώπιον του παρόντος, όσο και ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά και στην προδικασία. Η πλειοψηφία του δικαστηρίου για το σχηματισμό της βασικής αυτής κρίσεώς της δεν στηρίχθηκε όμως αποκλειστικά και μόνο στην απολογία του κατηγορουμένου Π. Σ., αλλά συνδυαστικά τόσο στην απολογία αυτού, όσο και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα που αναγνώσθηκαν και ενδείξεις), τα οποία επιβεβαιώνουν στα βασικότερα σημεία την απολογία αυτού έτσι ώστε να μη παραβιάζεται η αρχή του άρθρου 211Α ΚΠΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι λοιποί κατηγορούμενοι. Συγκεκριμένα: 1) Σημαντικό στοιχείο, ενισχυτικό της πειστικότητος των όσων ομολόγησε ο Σ. αποτελεί η ύπαρξη του κοινού λογαριασμού υπ' αριθ. ... στην Τράπεζα Κύπρου μεταξύ των Μ. Λ. και Β. Π.. Ο λογαριασμός αυτός ανοίχθηκε από το Μ. Λ., με τη συναίνεση και έγκριση του Π., όπως προαναφέρθηκε, την 23.8.1999, δηλαδή λίγους μήνες μετά τη συμφωνία του με το Σ. για τις "εκταμιεύσεις" προς ενίσχυση της … . Όπως προκύπτει από το αντίγραφο κινήσεώς του που αναγνώστηκε στο ακροατήριο άρχισε να κινείται με πρώτη κατάθεση από το Μ. Λ. την 23.9.1999 ποσού 5.000.000 δρχ. Ακολούθησαν καταθέσεις την 16.12.1999 άλλων 5.000.000 δρχ., την 21.12.1999 άλλων 15.000.000 δρχ., την 11.2.2000 άλλων 8.000.000 δρχ., την 31.5.2000 άλλων 15.000.000 δρχ., την 2.11.2000 3.000.000 δρχ., την 14.12.2000 15.000.000 δρχ., την 15.5.2001 5.000.000 δρχ., την 6.8.2001 12.500.000 δρχ. και την 13.8.2001 η τελευταία κατάθεση 5.000.000 δρχ. Συνολικά έγιναν καταθέσεις ύψους 88.500.000 δρχ. (259.791 ευρώ). Η χρονική συχνότητα και τα σύνολα των ποσών των καταθέσεων μαρτυρούν καταφανώς ότι τα κατατιθέμενα προέρχονται από κάποια πηγή που παραδίδει στο Μ. Λ. μεγάλες χρηματικές ποσότητες κατά διαστήματα. Η πηγή αυτή ήταν ο Π. Σ.. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι στο λογαριασμό αυτό ο Μ. Λ., ενεργώντας και για τον συνδικαιούχο Β. Π. που ήταν πάντοτε ενήμερος των κινήσεών του, κατέθετε ένα μέρος από τα χρηματικά ποσά που του παρέδιδε σε τακτική βάση ο Π. Σ., όπως είχαν συνεννοηθεί. Εν τω μεταξύ έγιναν σε διάφορες ημερομηνίες αναλήψεις και συγκεκριμένα την 2.3.2000 ποσό δρχ. που αντιστοιχεί σε 2.934,7 ευρώ, την 21.3.2000 ποσό δρχ. που αντιστοιχεί σε 6.749,892 ευρώ, την 5.4.2000 ποσό σε δρχ. που αντιστοιχεί σε 32.281,73 ευρώ, την 2.5.2000 ποσό σε δρχ. που αντιστοιχεί σε 53.220,84 ευρώ, την 7.7.2000 ποσό σε δρχ. που αντιστοιχεί σε 20.542,92 ευρώ, την 13.7.2001 ποσό σε δρχ. που αντιστοιχεί σε 88.041,09 ευρώ και την 9.8.2001 ποσό σε δρχ. που αντιστοιχεί σε 14.673,51 ευρώ. Έγιναν δηλαδή συνολικά αναλήψεις που αντιστοιχούν σε 218.444,68 ευρώ. Έκτοτε ο λογαριασμός έμεινε στην ουσία ανενεργός, με μόνες κινήσεις τις καταχωρήσεις των τόκων. Εν τέλει έκλεισε στις 29.8.06 με υπόλοιπο 48.993,78 ευρώ και με αιτιολογία "μεταφορά σε άλλο λογαριασμό". Ο "άλλος" αυτός λογαριασμός με αριθμό ... με δικαιούχους τον Β. Π. (Δήμαρχο) και τον Δ. Γ. (Αντιδήμαρχο Πολιτισμού) ανοίγει στις 29.8.06 με ποσό κατάθεσης 48.993,78 ευρώ, όσο ακριβώς και το υπόλοιπο του με αρ. ... λογαριασμού, και κλείνει στις 28.8.07. Αυτός, ο τελευταίος είναι πράγματι ο επίσημος λογαριασμός της δημοτικής παράταξης "...", πλην όμως το υπόλοιπο που αποτέλεσε την εναρκτήρια κατάθεσή του (48.993,78 ευρώ) αποτέλεσε μέρος του προϊόντος των ποσών που παρέδινε κατά τα προαναφερόμενα ο Π. Σ. στον Μ. Λ.. Οι κατηγορούμενοι Β. Π. και Μ. Λ. ισχυρίσθηκαν ότι τα ποσά που κατατέθηκαν στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό της τράπεζας Κύπρου είχαν πηγή προελεύσεως τις χρηματικές καταβολές των υποψηφίων του συνδυασμού κατά τις εκλογές του 1998 και ποσοστά από τις αντιμισθίες όσων εκλεγέντων κατά τις εκλογές συμβούλων διορίσθηκαν σε θέσεις αντιδημάρχων ή άλλες αμειβόμενες θέσεις στο δήμο ..., καθώς και την αντιμισθία του πρώτου εξ αυτών ως δημάρχου, η οποία μέχρι το 2003 διατίθετο εξ ολοκλήρου για τις ανάγκες του συνδυασμού. Η δικαιολογία αυτή των κατηγορουμένων δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια αφού δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Κάποιο βιβλίο που τηρήθηκε για τη συλλογή και είσπραξη τόσο μεγάλων χορηγιών ή κάποιο έγγραφο παραστατικό για τις αιτίες που δαπανήθηκαν όσα ποσά αναλήφθηκαν τμηματικά στις προαναφερόμενες ημερομηνίες, αφού τέτοιο δεν προσκομίσθηκε , ώστε να αναγνωσθεί. Αντίθετα υπέρ του αβασίμου του ισχυρισμού αυτού των κατηγορουμένων και της βασιμότητας της κρίσης ότι τα χρήματα αποτελούσαν προϊόν της υπεξαίρεσης που διέπραττε σε βάρος του δήμου ..., ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Σ., συνηγορούν αρκετά στοιχεία. Ειδικότερα: α) Δεν φαίνεται λογική ενέργεια το άνοιγμα παραταξιακού λογαριασμού δέκα μήνες μετά τις δημοτικές εκλογές και η απενεργοποίησή του δέκα πέντε μήνες πριν από τις επόμενες δημοτικές εκλογές, λαμβανομένου υπόψη ότι οι μεγάλες ανάγκες των εκλογικών συνδυασμών σε χρηματοδότηση για τις εκλογικές δαπάνες, εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και αμέσως μετά τις εκλογές για την εκκαθάριση των σχετικών υποχρεώσεων και όχι στα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα. β) Παραμονές των δημοτικών εκλογών του 2002 το κόμμα της … κατέθεσε χορηγία 115.000 ευρώ υπέρ του συνδυασμού της "...". Η κατάθεση όμως του εν λόγω ποσού δεν έγινε στον λογαριασμό αυτό αλλά στον απ' αριθ. ... ατομικό λογαριασμό του Μ. Λ. στην Εθνική Τράπεζα. Ειδικότερα η κατάθεση έγινε στις 9.10.2002 με το υπ' αριθ. ... γραμμάτιο είσπραξης, στο οποίο αναγράφεται: "Η κατάθεση έγινε από τη ...", Αιτιολογία: "Σε πίστωση του λογαριασμού ...", "Ισότιμο σε δρχ. 39.186.250", "Ονοματεπώνυμο Δικαιούχου: Λ. Μ., Π. Β.". Η δικαιολογία ότι, λόγω του κατεπείγοντος, η ... ζήτησε διαθέσιμο λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία και η ίδια διέθετε το λογαριασμό, από τον οποίο διατέθηκε το ποσό, ώστε η διακίνηση του ποσού να γίνει ενδοτραπεζικά και όχι διατραπεζικά δεν φαίνεται πειστική. Θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει πιστευτή η δικαιολογία αν τα κατατεθέντα στον προσωπικό λογαριασμό του Λ., για τον ανωτέρω προβαλλόμενο λόγο είχαν στη συνέχεια κατατεθεί στον επίμαχο λογαριασμό που προβάλλεται ως λογαριασμός της δημοτικής παράταξης. γ) Από τις υπεύθυνες δηλώσεις δημοτικών συμβούλων της παράταξης, αλλά και διαφόρων τρίτων που προσκομίσθηκαν από τους κατηγορουμένους και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, προκύπτει όχι οι πρώτοι εξακολούθησαν να αποδίδουν ποσοστό της αμοιβής που λάμβαναν από το δήμο υπέρ της δημοτικής παράταξης μέχρι και το τέλος του 2003, ενώ οι δεύτεροι μέχρι την ίδια καταληκτική ημερομηνία κατέβαλλαν ποσά για κουπόνια που αγόρασαν προς ενίσχυση της παράταξης "...", πλην όμως αντίστοιχες καταθέσεις στον επίμαχο λογαριασμό δεν εμφανίζονται, αφού αυτός, όπως προαναφέρθηκε κατέστη στην ουσία ανενεργός μετά τον Αύγουστο του 2001. δ) Ο μάρτυρας Σ. κατέθεσε ότι οι δημοτικοί σύμβουλοι αμείβονταν, όσοι ήταν αμειβόμενοι για τις υπηρεσίες τους στο δήμο, ανά τρίμηνο, ενώ οι αντιδήμαρχοι κάθε μήνα. Όμως οι καταθέσεις στο λογαριασμό, όπως ανωτέρω καταγράφονται δεν συμπίπτουν με τα χρονικά αυτά διαστήματα. ε) Ο προταθείς από το Λ. ως μάρτυρας υπερασπίσεως Ν. Τ., εκλεγείς δημοτικός σύμβουλος κατά τις εκλογές του 1998 και του 2002, αναφέρει στην κατάθεσή του ότι είχαν οριστεί δημοτικοί σύμβουλοι, οι οποίοι παρακολουθούσαν τα χρήματα της παράταξης και σχετική επιτροπή του συνδυασμού για παρακολούθηση της κίνησης των κουπουνιών, ενώ τον επίμαχο λογαριασμό τον διακινούσε αποκλειστικά ο Λ., με την έγκριση μόνου του Π.. Ο ίδιος μάρτυρας, έμπειρος στα εκλογικά δρώμενα των δημοτικών εκλογών, αφού από παλαιότερα χρόνια εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος στο δήμο ..., κατέθεσε για το λογαριασμό αυτό χαρακτηριστικά "δεν έχω εξήγηση γιατί άνοιξε ο λογαριασμός τον Αύγουστο του 1999". στ) Ο Μ. Λ., απολογούμενος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, υποστήριξε ότι το 2002 με εντολή του δημάρχου Β. Π. επένδυσε στο Χρηματιστήριο, σε δικό του κωδικό, το σύνολο των αναληφθέντων ( σε 210.000 ευρώ τα προσδιορίζει), επιδιώκοντας την επαύξηση της περιουσίας της "…", αλλά λόγω της κατάρρευσης του Χρηματιστηρίου τα χρήματα εν τέλει απωλέσθησαν. Συγκεκριμένα, είπε: "Το έτος 2002, με εντολή του Δημάρχου Π., επενδύω τα 210.000 ευρώ, που υπάρχουν στο λογαριασμό της "..." από εισφορές των μελών της, στο Χρηματιστήριο. Το Χρηματιστήριο, όμως, καταρρέει". Οι χρόνοι ωστόσο και το σταδιακό των αναλήψεων (από 2.3.2000 έως 9.8.2001), διαφορετικό χρόνο αναλήψεων καταδεικνύουν. Αντίθετα, ο Β. Π., ερωτηθείς για το ίδιο ζήτημα, έδωσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο τις εξής απαντήσεις. Κατ' αρχήν είπε: "Ερωτώμαι γιατί ανοίχτηκε λογαριασμός για τις ανάγκες της παράταξης τον Αύγουστο του 1999, ήτοι ένα χρόνο μετά τις εκλογές, ενώ φυσιολογικά οι σχετικοί λογαριασμοί ανοίγονται πριν τις εκλογές και για τις συνεχείς καταθέσεις που έμπαιναν στο λογαριασμό αυτό, δεδομένου ότι ο Σ. αναφέρει ότι τα υπεξαιρεθέντα πήγαιναν για την παράταξη και απαντώ τα εξής: ... Υπάρχει ανάγκη δημιουργίας τέτοιου λογαριασμού για την παράταξη, διότι και μετά τις εκλογές παίρνουμε το 10% των αμοιβών των συμβούλων, που πρέπει κάπου να κατατίθεται. Εμείς είχαμε και την συμβολή του Δημάρχου στην παράταξη, που πρέπει να κατατίθεται κάπου κι αυτή. Αλλά το κυριότερο, που είχαμε, ήταν τα κουπόνια. Στις εκλογές του Οκτωβρίου του 1998, βγάζουμε κουπόνια και παίρνουν κάποια φίλοι και συγγενείς, για να τα πουλήσουν.." Και συμπλήρωσε: "... Έτσι, μέσα στο έτος 1999, υπάρχει το 10% των δημοτικών συμβούλων, η συμβολή του Δημάρχου και τα χρήματα από τα κουπόνια. Πού θα τα βάλεις όλα αυτά τα χρήματα;" Ωστόσο, ουδόλως εξηγεί γιατί σταμάτησαν οι χορηγίες την 14.8.2001 και, αν δεν σταμάτησαν, πού στη συνέχεια κατατίθεντο. Ακολούθως, προσπαθώντας να δικαιολογήσει γιατί αναλήφθηκαν στο μεσοδιάστημα πριν έλθει η επόμενη εκλογική μάχη τα συναχθέντα μέχρι τότε ποσά, στην αρχή συντάσσεται με την εκδοχή του Μ. Λ. ότι επενδύθηκαν και χάθηκαν στο Χρηματιστήριο, λέγοντας επί λέξει: "Τι έγινε τώρα με τις μετοχές της "...". Το θέμα των μετοχών είναι απόλυτα νόμιμο. Όλα αυτά γίνονται επί πρωθυπουργίας Σ. και αργότερα Π., που καλούν τους πολίτες να τοποθετήσουν χρήματα στο Χρηματιστήριο. Έτσι κι εμείς βάλαμε χρήματα, για να τα πάρουμε παραμονές των εκλογών και να τα χρησιμοποιήσουμε κατά την προεκλογική περίοδο, για να μην επιβαρύνουμε τους συμβούλους μας...". Στη συνέχεια όμως, εντελώς αντιφατικά, δικαιολογεί την πρόωρη (πριν την έλευση της επόμενης εκλογικής περιόδου) ανάληψη με την ανάγκη της ικανοποιήσεως τρεχουσών αναγκών της παράταξης για διαφημίσεις, δημοσκοπήσεις, δεξιώσεις, "ουζάκια", όλα δε αυτά πάντοτε με απόλυτα αόριστο τρόπο. Συγκεκριμένα, λέγει: "... Όσον αφορά το ποσό των 250.000 ευρώ, που, μεσούσης της θητείας μας, ξοδεύτηκαν για τις ανάγκες της παράταξης, που μου αναφέρεται, έχω να πω ότι διαχειριστής ήταν ο Λ. και όχι εγώ. Αλλά ξέρω, από την εικοσαετή μου θητεία, τι γίνεται. Συνάπτονται συμφωνίες με διαφημιστικές εταιρείες και εταιρίες δημοσκοπήσεων για την παράταξη, υπάρχουν οι δεξιώσεις, οι δημοσιογράφοι, τα ουζάκια...". Το αβάσιμο της εκδοχής ότι τα χρήματα του λογαριασμού που αναλήφθηκαν σταδιακά κατά τα ανωτέρω από το Λ., επενδύθηκαν δήθεν στο χρηματιστήριο ώστε έτσι να αυξηθούν επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι από του Σεπτεμβρίου του 1999 έχει αρχίσει η κατάρρευση του χρηματιστηρίου, η πτωτική του δε πορεία είναι συνεχής μέχρι και το 2003, δηλαδή καθ' όλη την περίοδο που αναλήφθηκαν τα χρήματα και φέρεται ότι οι αναλήψεις έγιναν για να επενδυθούν στο χρηματιστήριο, δεν φαίνεται λογική κίνηση η αγορά μετοχών, αφού δεν διαφαίνεται προσδοκία αυξήσεως της αξίας τους στο άμεσο μέλλον. Καταδεικνύεται δηλαδή ότι ο εν λόγω λογαριασμός ανοίχθηκε από τον Μ. Λ., με τη συναίνεση και έγκριση του Π., για να μπορεί να δικαιολογήσει, με το να τις εμφανίζει ως χρηματοδοτήσεις της δημοτικής παράταξης "..." από τα μέλη της, τις εισροές που γίνονταν προς τους δύο αυτούς κατηγορουμένους από το Σ. ως μέρος των υπεξαιρεθέντων. Όταν το 2001 το ύψος των υπεξαιρεθέντων άρχισε να αυξάνεται, με αντίστοιχη αύξηση του μεριδίου που λάμβαναν οι κατηγορούμενοι, σε βαθμό που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί ως συμβολή προς την "..." των μελών της, ο λογαριασμός απενεργοποιήθηκε. Λίγο αργότερα (21.1.2002) ο Λ., δια της συζύγου του και της θυγατέρας του μίσθωσε θυρίδα στο κατάστημα … της Εμπορικής Τράπεζας, προς διαφύλαξη του μεριδίου των υπεξαιρεθέντων που λάμβανε από το Σ.. Αυτός ήταν ο πραγματικός σκοπός μισθώσεως της θυρίδας και όχι ο προσχηματικά εμφανιζόμενος της διαφυλάξεως των κοσμημάτων της συζύγου του. Το προσχηματικό του υποστηριζομένου αυτού λόγου επιβεβαιώνεται από τη θέση της συζύγου του Μ. Λ., η οποία, εξεταζόμενη ως μάρτυρας υπερασπίσεώς του, ανέφερε ότι τη θυρίδα μίσθωσε για τη φύλαξη των κοσμημάτων που αποτελούσαν δώρα της μνηστείας της, η οποία βεβαίως έγινε προ πολλών ετών και όχι το 2002 και πάντως αν υπονοούσε ότι το έτος αυτό (2002) αποφάσισε να ασφαλίσει τα κοσμήματα της μνηστείας της, αλλά διατυπώθηκε λανθασμένα στα πρακτικά η κατάθεσή της στο σημείο αυτό, δεν δικαιολογεί με αφορμή ποιο περιστατικό αποφάσισε το χρόνο αυτό να εξασφαλίσει τα κοσμήματά της, μη επιβεβαιώνοντας έτσι την προβληθείσα από τον κατηγορούμενο σύζυγό της κατά την απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αόριστη δικαιολογία ότι το άνοιγμα της θυρίδας έγινε δήθεν επειδή "υπήρξαν κλοπές στην πολυκατοικία τους", χωρίς αναφορά συγκεκριμένων θυμάτων των κλοπών, ώστε να μη μπορεί να αποδειχθεί το αβάσιμό της, δικαιολογία πάντως που δεν επανέλαβε απολογούμενος ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Η θυρίδα αυτή παρέμεινε μισθωμένη, με ανανεώσεις των ετησίων συμβάσεων μέχρι το 2012 που δεσμεύθηκε, χωρίς ποτέ μέχρι τότε να ελεγχθεί. Ο Λ. κατά την απολογία του ανέφερε ότι ο ίδιος καταχωρούσε σε ειδικό βιβλίο κατά τις εκλογές του 1998 τα χρήματα που του παρέδιδαν οι υποψήφιοι για παραλαβή κουπονιών του συνδυασμού, συγκεκριμένα δε ότι για κάθε υποψήφιο σημείωνε το ενάριθμο μπλόκ κουπονιών που του παρέδιδε. Τέτοιο βιβλίο δεν εμφανίσθηκε όμως στο δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε. Για την αιτιολόγηση της περαιτέρω τύχης των αναληφθέντων κατά τα ανωτέρω από το Λ., από τον επίμαχο λογαριασμό, ο κατηγορούμενος Π. ισχυρίσθηκε ότι "όταν τελειώσαμε με τις εκλογές του 2006 και σταμάτησε να λειτουργεί ο νόμος 3203/2003, πουλήθηκαν οι μετοχές οι οποίες άξιζαν 181.000 ευρώ. Το αρχικό ποσό, που παίχθηκε στο Χρηματιστήριο, ήταν 200.000 ευρώ (εμφάνιση διαφορετικών ποσών ως επενδυθέντων κάθε φορά όπως 210.000 πριν, 200.000 τώρα αν και τα αναληφθέντα συνολικά ανέρχονται, όπως προαναφέρθηκε σε 218.444,68 ευρώ). Οι 181.000 μπήκαν στο λογαριασμό του Λ.. Αυτός μου έφερε τρεις επιταγές, συνολικά ισόποσες του ανωτέρω ποσού και του τις επέστρεψα, του είπα να κρατήσει τα χρήματα για να δούμε τι ανάγκες είχαμε, που έπρεπε να πληρώσουμε. Αργότερα μου έφερε τα χρήματα. Ο λογαριασμός έκλεισε το 2006 και δεν ξανάνοιξε γιατί επρόκειτο να βγει νέος νόμος και πράγματι βγήκε νέος νόμος το 2010 και γιατί ήταν και η απόφαση να μην ξαναβάλω υποψηφιότητα για Δήμαρχος. Όλοι ενημερώθηκαν για όλα αυτά, όλα αυτά τα συζητούσαμε". Την ύπαρξη των επιταγών επικαλείται και ο Λ., ο οποίος μάλιστα αναφέρει ότι ο Π. υπέγραψε τις τρεις επιταγές και του τις επέστρεψε, χωρίς να εξηγεί βεβαίως, ποια σκοπιμότητα εξυπηρετούσε η υπογραφή των επιταγών από τον Π. και η επιστροφή τους στον ίδιο. Και αυτός ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος, αφού, πέραν των ομολογιών των δύο κατηγορουμένων, που δεν κρίνονται πειστικές, δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο άλλο πειστικό αποδεικτικό μέσο, ανεξαρτήτως του ότι δεν αποδεικνύεται ότι πράγματι αγοράσθηκαν με αυτά μετοχές, αφού δεν προσκομίσθηκαν έγγραφα στοιχεία από χρηματιστηριακές εταιρίες, που να αποδεικνύουν ότι κατά την ημέρα αναλήψεως του κάθε επί μέρους ποσού, έγινε ισόποσης αξίας αγορά μετοχών. Περαιτέρω ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος Π., ότι τα χρήματα που του παρέδωσε μετά την "είσπραξη" των επιταγών ο Λ. τα διέθεσε περαιτέρω, δήθεν για λογαριασμό της "...", όμως ατομικά ο ίδιος, όπως φαίνεται από τα επικαλούμενα και αναγνωσθέντα έγγραφα που προσκόμισε, σε διάφορους "ευαγείς" σκοπούς , όπως 1500 ευρώ την 2.4.2007 σε πολύτεκνη οικογένεια, 4.100 ευρώ την 4.9.2007 υπέρ των πυροπλήκτων της Ηλείας, διάφορα άλλα μικρά σχετικά ποσά για την αγορά ανταλλακτικών των αυτοκινήτων του δήμου ... το 2010, 15.000 ευρώ για την αγορά εθιμοτυπικών δώρων για λογαριασμό του δήμου ... και για πληρωμή αγγελιοσήμου και πληρωμή διαφόρων ανακοινώσεων σε εφημερίδες κατά τα έτη 2009 και 2010, χωρίς βεβαίως να αποδεικνύεται αφενός μεν ότι όλες αυτές οι πληρωμές έγιναν για λογαριασμό της δημοτικής παράταξης και χωρίς να αποδεικνύεται περαιτέρω η τύχη των ποσών αυτών κατά το ενδιάμεσο διάστημα, δεδομένου ότι κατά τον ισχυρισμό του πρόκειται για παραταξιακά χρήματα. 2) Η ύπαρξη του υπ' αριθ. ... λογαριασμού της τράπεζας Πειραιώς στα ονόματα Π.-Α. (πρόεδρος ΔΕΚΜΕ) Ζ. (κλητήρας που διορίσθηκε 2000), που ανοίχθηκε την άνοιξη του 2001 και έκλεισε την 17.5.2002, χωρίς να δικαιολογείται η προέλευση των χρημάτων και ο σκοπός του. Ο τρίτος κατηγορούμενος Π. ισχυρίζεται ότι πρόκειται για λογαριασμό με σκοπό την παροχή βοήθειας σε "αναξιοπαθούντες", όμως αυτός, λίγο πριν το κλείσιμό του, στις 14.12.2001, εμφανίζει κίνηση με αιτιολογία "ΑΓΟΡΑ ΧΡΕΟΓΡΑΦΩΝ" που ελάχιστα ταιριάζει με "αναξιοπαθούντες". Μάλιστα, από αντιπαραβολή με τον ατομικό λογαριασμό χρεογράφων με αριθμό ... που τηρεί ο Β. Π. στην Τράπεζα Πειραιώς, διαπιστώνεται ευχερώς ότι τα χρεόγραφα (ομόλογα της Τράπεζας της Ελλάδος) που αγοράστηκαν με χρέωση του κοινού λογαριασμού, αξίας δρχ. 1.000.000 περίπου, πιστώθηκαν στον ΑΤΟΜΙΚΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ αυτόν του Β. Π., διαπίστωση που καταδεικνύει ότι και αυτός ο λογαριασμός στόχο είχε να δέχεται τα χρήματα που ο Σ. παρέδιδε από τα υπεξαιρεθέντα, μέσω του Λ. στον Π.. 3) Ο Σ. Κ. υπήρξε στενός και εξ απορρήτων φίλος του Β. Π.. Πέρα από την αθλητική φιλία τους, αυτή επισφραγίσθηκε και επαυξήθηκε με πνευματικές συγγένειες, αφού ο Β. Π. ήταν κουμπάρος στο γάμο του Κ. και βάφτισε το παιδί του. Αυτός (Σ. Κ.) και με το Μ. Λ. ανέπτυξε στενότατες σχέσεις, κάτι πολύ φυσικό, αφού ήταν ο στενότερος πολιτικός συνεργάτης του φίλου του (Β. Π.). Άλλωστε, και οι δύο συμμετείχαν ενεργά στην ίδια αυτοδιοικητική παράταξη. Οι σχέσεις λοιπόν Μ. Λ. και Σ. Κ. μόνο τυπικές δεν ήταν, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι Λ. και Π.. Αντίθετα αναπτύχθηκαν όχι μόνο σε προσωπικό και πολιτικό-αυτοδιοικητικό επίπεδο, αλλά και σε οικονομικό. Το τελευταίο επιβεβαιώνεται από έναν κοινό λογαριασμό στην Τράπεζα EUROBANK EFG μεταξύ του γενικού γραμματέα Μ. Λ. και των αντιδημάρχων Α. Τ. (αντιδημάρχου Οικονομικών) και Σ. Κ. (αντιδημάρχου Αρχιτεκτονικών Έργων 1999 και 2001 και αντιδημάρχου Δημοσίων Έργων και Κυκλοφορίας το 2003). Ο λογαριασμός αυτός (Ταμιευτηρίου) υπ' αριθ. ... άνοιξε την 30.12.1999 και έκλεισε την 8.9.2003 χωρίς να είναι καταγεγραμμένη κάποια κίνηση. Ωστόσο, και μόνο το γεγονός, ότι τα τρία αυτά πρόσωπα (πρωτοκλασάτα αυτοδιοικητικά στελέχη της παράταξης Π.) ανοίγουν ένα κοινό μεταξύ τους τραπεζικό λογαριασμό και μάλιστα στο τέλος του πρώτου έτους της δημαρχίας Π. καταδεικνύει ότι οι σχέσεις αυτών μόνον τυπικές δεν ήσαν, όπως θέλουν να τις υποβαθμίσουν οι κατηγορούμενοι Λ. και Π., αντιλαμβανόμενοι ότι ο υψηλός βαθμός των σχέσεων του Λ. με τον Σ. Κ. επιβεβαιώνει την θέση που εξέφρασε ο Π. Σ. απολογούμενος, ότι δηλαδή ο Σ. Κ. τον προσήγαγε στο γενικό γραμματέα και έκανε τις κατάλληλες "συστάσεις", δείχνοντας επί πλέον ότι γνώριζε το σκοπό για τον οποίο ήθελε να τον χρησιμοποιήσει. Μία τέτοια ενέργεια δεν θα μπορούσε να γίνει εκ μέρους του Σ. Κ. αν δεν υπήρχε σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης - σε όλα τα επίπεδα- μεταξύ αυτού και του γενικού γραμματέα. Η ύπαρξη όμως του προαναφερόμενου τραπεζικού λογαριασμού, που για λόγους που δεν εξακριβώθηκαν, παρέμεινε εν τέλει ανενεργός, φανερώνει ότι οι σχέσεις τους ήταν στενότατες και αναδεικνύει πνεύμα "εμπιστοσύνης" μεταξύ τους ως προς τα οικονομικά (άλλωστε τέτοιο σκοπό έχει το άνοιγμα ενός κοινού τραπεζικού λογαριασμού) και μάλιστα στα πλαίσια των προαναφερόμενων ιδιοτήτων τους εντός του δήμου .... Άρα όποια συναλλαγή έμελλε να καταχωρηθεί στο λογαριασμό αυτό, πηγή αναφοράς θα είχε το εν λόγω πλαίσιο. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου Μ. Λ. ότι το λογαριασμό αυτό άνοιξε ο αντιδήμαρχος Α. Τ. χωρίς τη έγκρισή του, αλλά αντιφατικά με τα προηγούμενα του το ζήτησε (ο Τ.), με προορισμό να "εξυπηρετήσει" μελλοντικά την από κοινού υπό των τριών δικαιούχων συμμετοχή τους σε χρηματιστηριακές αγορές είναι πρόδηλα αβάσιμος και δεν πρέπει να αξιολογηθεί θετικά διότι, πέραν της αοριστίας του προβαλλόμενου σκοπού, ουδόλως αποδείχθηκε ότι μεταξύ των τριών συνδικαιούχων υπήρξε κάποια κοινή επένδυση ή αγορά στο χρηματιστήριο. Ούτε βέβαια ο προβληθείς κατά την απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αντιφατικός με τα προηγούμενα όσον αφορά τη γνώση του Λ. για το άνοιγμα του λογαριασμού, ισχυρισμός ότι του ζητήθηκε από τον Τ., λόγω γνωριμίας του από τις εμπορικές του δραστηριότητες με το διευθυντή του σχετικού υποκαταστήματος της τράπεζας ν' ανοίξουν το λογαριασμό για να πραγματοποιήσουν χρηματιστηριακές συναλλαγές, σε εποχή μάλιστα που το χρηματιστήριο είχε ραγδαία πτωτική πορεία και συμφώνησε να συμμετέχει από ντροπή έναντι του Τ., διότι ο τελευταίος είχε προεκλογικά παραχωρήσει στην παράταξη "..." ένα γραφείο του, το οποίο η παράταξη μετά τις εκλογές το είχε αφήσει σε άθλια κατάσταση, φαίνεται σοβαρός και δεν εξηγεί γιατί έπρεπε να είναι κοινός ο λογαριασμός και να μην ανοίξει ο καθένας από τους συμμετέχοντες δικό του λογαριασμό, ώστε να μπορεί να αναπτύσσει ελεύθερα έναντι των άλλων τις χρηματιστηριακές του δραστηριότητες. Επιβεβαιώνονται λοιπόν τα κατατεθέντα από τον Σ. ότι ο (εκ των εγγυτέρων) φίλος του δημάρχου Σ. Κ. διατηρούσε στενότατες σχέσεις και με το γενικό γραμματέα Μ. Λ. και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογεί τα προαναφερόμενα (τη γνωριμία και τις συστάσεις του Σ. προς το γενικό γραμματέα). Η στενή σχέση του Σ. με τον Κ. και το Λ. επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση του μάρτυρα Σ., υπαλλήλου του δήμου ..., που υπηρετούσε και αυτός, όπως και ο Σ., στο τμήμα Εξόδων της Ταμειακής Υπηρεσίας, ο οποίος κατέθεσε ότι ο ίδιος ο Σ. του είχε ανακοινώσει ότι είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Σ. Κ.. Ο ίδιος μάρτυρας περαιτέρω καταθέτει ότι φαινόταν στο δήμο ότι ο Λ. με το Σ. είχαν μια άνεση στις σχέσεις τους. Οι κατηγορούμενοι Λ. και Π. , αμφισβητώντας την αξιοπιστία του Σ. υποστηρίζουν ότι βασίζει την άποψή του ότι με τη μεσολάβηση του Σ. Κ. συναντήθηκε αυτός με το Λ. σε ένα αποβιώσαντα (Σ. Κ.) που δεν μπορεί να τον διαψεύσει. Τούτο δεν είναι αληθές, διότι ο Σ. επικαλείται και τον Ε., ο οποίος είναι εν ζωή, γνωρίζοντας ότι υπάρχει το ενδεχόμενο αυτός να τον διαψεύσει, ο οποίος και πράγματι ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αρνήθηκε τα υποστηριζόμενα υπό του Σ.. Η διάψευση όμως του Ε. δεν είναι πειστική. Αντίθετα είναι πειστική η θέση του Σ. ως προς το περιστατικό αυτό. Αν ήταν αναληθής η εκδοχή του, αυτός θα αρκείτο στην αναφορά μόνο του ονόματος του αποβιώσαντος Κ. και δεν θα ανέφερε άλλον που μπορούσε, ως ζών, να τον διαψεύσει και μάλιστα τον Ε., που δεν είχε στις δημοτικές εκλογές του 1998 εκλεγεί δημοτικός σύμβουλος και δεν μπορεί να εξηγηθεί η αναφορά του ονόματος του, ως μη έχοντος το κρίσιμο διάστημα σχέση με το δήμο ..., παρά μόνο αν είναι ακριβής η αναφορά στην παρουσία του κατά τη συνάντηση. 4) Ο Σ. ισχυρίσθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι κατά τακτά χρονικά διαστήματα, παρέδιδε μεγάλο μέρος των υπεξαιρεθέντων στον Λ., τις περισσότερες φορές στο γραφείο του, αλλά και σε άλλα μέρη, μεταξύ ων οποίων και η μουσική ταβέρνα "...", που λειτουργούσε στο όνομα της συζύγου του, προς το σκοπό δε αυτό, αλλά και γενικότερα για τον τρόπο δράσης του επικοινωνούσε πολύ συχνά με το Λ.. Κατά τη συνεδρίαση της 28.5.2014 και κατά τη διάρκεια της απολογίας του Σ. ο συνήγορος του δευτέρου κατηγορουμένου Μ. Λ., Σ. Κ., ζήτησε από το δικαστήριο να ερωτηθεί ο Σ. μεταξύ άλλων και για τον τρόπο επικοινωνίας του με τον εντολέα του, λέγοντας χαρακτηριστικά: "... Επίσης να μας πει ο κατηγορούμενος από ποιο τηλέφωνο και σε ποιο τηλέφωνο έκανε τις επικοινωνίες του με το Λ.". Απαντώντας στην ερώτηση ο Σ. ανέφερε κατά λέξη τα εξής: "Το σταθερό τηλέφωνο στο οποίο έπαιρνα το Λ. είχε αριθμό ..., το κινητό του Λ. ήταν ... και το δικό μου κινητό ήταν ...". Το αληθές των αριθμών κλήσεως των τηλεφώνων δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν. Η απάντηση του Σ. στην αιφνιδιαστική και μη αναμενόμενη αυτή ερώτηση, επιβεβαιώνει τα υπ' αυτού υποστηριζόμενα για τις σχέσεις του με το Λ.. Κατά την κοινή πείρα, δεν μπορεί κάποιος, όσο ευφυής και αν είναι, να έχει αποστηθίσει τον αριθμό κλήσεως κινητού τηλεφώνου κάποιου συγκεκριμένου προσώπου και μάλιστα μετά μακρό χρόνο, αν δεν έχει προηγουμένως καλέσει αρκετές φορές αυτόν τον αριθμό και ο Σ. εν προκειμένω, παρά το ότι τουλάχιστον από το έτος 2008 δεν φαίνεται να είχε κάποια επικοινωνία με το Λ., έδωσε την εύστοχη απάντηση όταν ερωτήθηκε για τον αριθμό κλήσεως του κινητού τηλεφώνου του Λ.. Ο τελευταίος για να αποδείξει ότι δεν είχε κάποια επικοινωνία με τον Σ. στο κινητό του τηλέφωνο με τον ανωτέρω αριθμό κλήσης, στην επομένη συνεδρίαση της 29.5.2014 κατέθεσε στο δικαστήριο και αναγνώσθηκαν καταστάσεις της COSMOTE στις οποίες εμφανίζονται οι κλήσεις που έκανε από το ανωτέρω κινητό του τηλέφωνο κατά το διάστημα από 23.2.2000 έως 16.11.2001, χωρίς όμως οι καταστάσεις αυτές να περιλαμβάνουν όλους τους μήνες του διαστήματος αυτού. Από την επιλεκτική αυτή προσκομιδή πράγματι δεν φαίνεται αυτός να έχει επικοινωνήσει με το κινητό τηλέφωνο του Σ. στο χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται στις αναγνωσθείσες καταστάσεις. Για το υπόλοιπο επίδικο χρονικό διάστημα δεν προσκομίσθηκε κάποια αντίστοιχη κατάσταση που να περιλαμβάνει τους αριθμούς των τηλεφώνων που τον κάλεσαν στο ανωτέρω κινητό του τηλέφωνο ή που κάλεσε αυτός από το κινητό του τηλέφωνο. Αντ' αυτού προσκόμισε, κατά τη συνεδρίαση της 30.5.2014 και αναγνώσθηκε, μία αίτησή του που απευθύνεται προς την COSMOTE, με την οποία ζητάει να του γνωστοποιηθεί σχετικός κατάλογος για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα (1999-2007), πλην όμως η αίτηση αυτή δεν έχει κατατεθεί στην COSMOTE, ούτε βεβαίως προσκομίσθηκε στις επόμενες συνεδριάσεις του δικαστηρίου, κάποια σχετική βεβαίωση της COSMOTE. Περαιτέρω ο Λ. στην απολογία του αρνείται οποιαδήποτε ιδιαίτερη σχέση με τον Σ., αναφέροντας χαρακτηριστικά "...Το Σ. το συνάντησα μια-δυο φορές στην Ταμειακή, μετά από δύο-τρία χρόνια αφότου αναλάβαμε εμείς το Δήμο. Εγώ ζητούσα οι υπάλληλοι να βλέπουν Προϊστάμενους και Διευθυντές, δεν είχα οργανόγραμμα των υπαλλήλων. Στα Ημερήσια Δελτία τα ονόματα τα έβλεπα, ταυτοποίηση με τα πρόσωπα έγινε στις 12.2.2008, μέχρι τότε έβλεπα απλώς τα ονόματα..". Ίδια περίπου θέση είχε εκφράσει και κατά τη συνεδρίαση της 24.3.2014, όταν ανέφερε σε σχετική ερώτηση που του έγινε "Τον Σ. τον γνώρισα το 2008, τον είχα δει μέχρι τότε μια-δυο φορές, από τις καταστάσεις γνώριζα όχι ήταν διαχειριστής". Διαψεύδει δε τον Σ., ο οποίος ανέφερε κατά τη δική του απολογία ότι κατά τη διάρκεια των εορτών των Χριστουγέννων του 2007 υποδέχθηκε το Λ. και την οικογένειά του σε κέντρο διασκέδασης που εκμεταλλευόταν στην περιοχή του πολυχώρου "…" στη … και είχε συζήτηση μαζί του και μάλιστα σε κάποιο διάλειμμα του προγράμματος αναφέρθηκαν και σε υπηρεσιακά θέματα. Επιβεβαιώνει μεν ο Λ. ότι μετέβη την παραμονή της πρωτοχρονιάς στον ανωτέρω χώρο οικογενειακώς, αφού προηγουμένως ο αντιδήμαρχος πολιτισμού, που μεσολάβησε στο κλείσιμο του τραπεζιού, του ανέφερε ότι υπεύθυνος στο κατάστημα είναι κάποιος υπάλληλος του δήμου (εννοώντας το Σ.), αλλά με το Σ. ουδεμία επαφή είχε ούτε τον είδε καν. Δεν φαίνεται όμως λογικό να προσέρχεται ο γενικός γραμματέας του δήμου ... σε νυκτερινό κέντρο διασκέδασης, το οποίο διευθύνει υπάλληλος του δήμου, στον οποίο και απευθύνθηκε ο αντιδήμαρχος που έκλεισε το τραπέζι και να μη συναντηθούν ο διασκεδάζων γραμματέας με τον υπεύθυνο του καταστήματος υπάλληλο του δήμου. 5) Ο Λ. εμφάνισε, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως γενικού Γραμματέα, ασυνήθιστη για μισθωτό αγορά αυτοκινήτων, η οποία μόνο αν αυτός έχει και άλλες πλην του μισθού του (συμπεριλαμβανομένου του μισθού της συζύγου του) πηγές χρηματοδότησης, όπως αυτός από τα χρήματα της υπεξαίρεσης, δικαιολογείται. Συγκεκριμένα ο ίδιος, κατά τη συνεδρίαση της 12.5.2014, ερωτηθείς σχετικά ανέφερε "το1998 είχα τρία αυτοκίνητα, το 2003 αγόρασα ένα μάρκας RENO και το 2004 ένα τζιπ, το οποίο επέστρεψα πίσω και πήρα ένα ibiza. Στη συνέχεια πούλησα το SUBARU και πήρα μία MERCEDES την οποία επίσης άλλαξα και πήρα ένα με αυτόματο κιβώτιο. Τα αυτοκίνητα τα αγόρασα μετρητοίς, μόνο το SUBARU πλήρωσα με γραμμάτια". Η σύζυγός του καταθέτοντας ως μάρτυρας ανέφερε σχετικά: " Ο σύζυγός μου έχει μεγάλο πρόβλημα με το ισχίο του, δεν μπορούσε να πατήσει συμπλέκτη γι' αυτό άλλαζε συχνά αυτοκίνητα" δικαιολογία που δεν φαίνεται πειστική, διότι αν ήταν αληθής δεν θα προχωρούσε σε αγορά αυτοκινήτων με συμπλέκτη μόνο και μόνο για να τα αλλάξει με νέα αυτόματα και μάλιστα περισσότερες από μία φορές. 6) Παρόμοια με τον Λ. ασυνήθιστη αγορά αυτοκινήτων, πέραν των αγορών ακινήτων, εμφάνισε κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δημάρχου και ο Β. Π.. Συγκεκριμένα το 2003 έχοντας στην κατοχή του ένα αυτοκίνητο 14 φορολογήσιμων ίππων, από το 1989 και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα 249.378,98 ευρώ, αγοράζει δύο καινούργια αυτοκίνητα και συγκεκριμένα το υπ' αριθ. ... 18 φορολογήσιμων ίππων, δηλαδή κυβισμού 2.500 cc αντί 73.233 ευρώ και το υπ' αριθ. ... 9 φορολογήσιμων ίππων αντί 34.400 ευρώ, διέθεσε δηλαδή για την αγορά αυτοκινήτων το 44% του ετησίου οικογενειακού εισοδήματος. Στη συνέχεια το έτος 2008 παρά το ότι εξακολουθεί να έχει στην κατοχή του το αυτοκίνητο των 18 φορολογήσιμων ίππων που είχε αγοράσει το 2003, που θεωρείται, λόγω της ποιότητάς του, σχετικά καινούργιο, αλλά και το αυτοκίνητο που είχε από το 1989, αγοράζει νέο καινούργιο αυτοκίνητο, το με αριθμό κυκλοφορίας ..., 35 φορολογήσιμων ίππων, κυβισμού 5000 cc, αντί 111.760 ευρώ, διέθεσε δηλαδή για την αγορά του αυτοκινήτου το 43% του ετησίου οικογενειακού εισοδήματος. Προέβη δηλαδή στις δύο ως άνω περιπτώσεις σε αγορά πολυτελών αυτοκινήτων διαθέτοντας, πολύ μεγάλο ποσοστό του διαθέσιμου, μετά το αναγκαίο για τη συνήθη διαβίωσή του, ετησίου οικογενειακού του εισοδήματος, συμπεριφορά που δεν δικαιολογείται σε μέσα εισοδηματικά στρώματα, όπως ο κατηγορούμενος Π., ο οποίος ομολόγησε ότι για την συνήθη διαβίωσή του ξόδευε με τη σύζυγό του το 50% των εισοδημάτων τους. Όταν ερωτήθηκε σχετικά κατά την απολογία του απάντησε, ότι λίγο πριν το τέλος της δημαρχιακής του θητείας (ο ίδιος επίσης ανέφερε ότι δεν σκόπευε να διεκδικήσει εκ νέου την εκλογή του στις εκλογές του 2010), αγόρασε το αυτοκίνητο των 5000 cc για να το διαθέσει για τη φιλοξενία των υψηλών επισκεπτών του δήμου ..., επειδή τα υπηρεσιακά αυτοκίνητα ήταν παλαιά και σε κακή για το σκοπό αυτό κατάσταση, δικαιολογία, που καθόλου εύλογη και πειστική δεν φαίνεται. Ενισχύεται δηλαδή και από το στοιχείο αυτό η κρίση της πλειοψηφίας ότι είναι πειστική η άποψη που εξέφρασε ο Σ. απολογούμενος, ότι δηλαδή μέρος των υπεξαιρεθέντων διοχετευόταν στον Β. Π.. 7) Κατά τις δημοτικές εκλογές του 2005 η αντιπολίτευση, που πάντοτε κατήγγελε τη διοίκηση Π. ως αδιαφανή και τον ίδιο ως αλαζόνα, εξαπέλυσε σφοδρά πυρά εναντίον του στενού του συνεργάτη και "μονίμου" γενικού γραμματέα Μ. Λ., για διαφθορά με βάση τις πληροφορίες που υπήρχαν σε βάρος του, πλην άλλων, για την "αγορά" και δωρεά οικοπεδικών τμημάτων μεγάλης αξίας εκ μέρους μίας δημότισσας που τα ακίνητά της ήταν δεσμευμένα σε πολεοδομική απαλλοτρίωση και τελούσε σε αντιδικία με το δήμο, το τέκνο της δε είχε διορισθεί στο δήμο το 1999, με την ανάληψη δηλαδή υπό του Λ. των καθηκόντων του ως γενικού γραμματέα, με σύμβαση έργου, που μετά αλλεπάλληλες ανανεώσεις μετετράπη σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, "αγορά" διαμερισμάτων από κατασκευαστή, του οποίου τα δύο τέκνα προσελήφθησαν στο δήμο ..., τον ίδιο με το προγενέστερο τέκνο της δωρήτριας χρόνο και με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις και εξέλιξη, διαμονή δωρεάν για διακοπές σε διαμέρισμα εργολάβου, που εκτελούσε έργα για λογαριασμό του δήμου ..., ο δε τοπικός τύπος της εποχής ασχολήθηκε εκτεταμένα με τα καταγγελλόμενα. Συγκεκριμένα οι καταγγελίες αφορούσαν τις εξής περιπτώσεις: α) Το 2004 η δημότισσα ... Σ. σύζυγος Σ. Τ. φέρεται ότι πωλεί στον Μ. Λ. αντί τιμήματος 12.517 ευρώ ένα μικρό ιδανικό μερίδιο (μόλις 1,34%) από ένα οικόπεδό της στη … που αποτελούσε ενιαίο σύνολο με άλλα τρία οικόπεδα. Όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. .../30.3.2004 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ. Σ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου, η Σ. Σ. Τ., φέρεται ότι πωλεί και μεταβιβάζει κατά κυριότητα στο γενικό γραμματέα του δήμου ... Μ. Λ. ποσοστό 1,346% εξ αδιαιρέτου από ένα οικόπεδό της, εκτάσεως 3.716 τ.μ., κείμενο στην οδό … της ..., του οποίου είχε τη συγκυριότητα ισομερώς με τον Α. Φ.. Δηλαδή, του μεταβιβάζει αναλογία επί του οικοπέδου 50 τ.μ., αντί τιμήματος - ίσου με την αντικειμενική αξία του- 12.517 ευρώ. Επομένως το 2004 η αντικειμενική αξία όλου του οικοπέδου ήταν 930.263 ευρώ (250,34 ευρώ ανά τ.μ.). Φυσικά η πραγματική και αγοραία αξία του ήταν πολλαπλάσια. Το οικόπεδο αυτό μαζί με άλλα τρία αποτελούσαν αρχικά ένα ενιαίο οικόπεδο και κατέληξε στη μορφή αυτή μετά από την έκδοση της υπ' αριθ. .../1995 πράξης αναλογισμού και αποζημιώσεως. Η ανωτέρω πολεοδομική απαλλοτρίωση που έγινε από το δήμο … προς εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης δεν είχε ολοκληρωθεί κατά το χρόνο της ανωτέρω "αγοράς" και μάλιστα, όπως ρητά αναφέρεται στο πωλητήριο συμβόλαιο στην 8η σελίδα (και γι' αυτό ήταν αναμφίβολα γνωστό στον "αγοραστή" Μ. Λ.), ένα από τα απαλλοτριωθέντα για τη διάνοιξη της οδού … και συγκεκριμένα εκείνο με έκταση 2.946,20 τ.μ. ήταν επίδικο. Διεκδικούνταν από την "πωλήτρια" Σ. Τ. και το συγκύριό της της Α. Φ., σε βάρος του δήμου .... Ειδικότερα, είχαν ασκήσει αναγνωριστική αγωγή κυριότητας κατά του δήμου .... Μάλιστα, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. πρωτ. …/2008 βεβαίωση της Νομικής Υπηρεσίας του Δήμου ..., εν τέλει ο δήμος κέρδισε την υπόθεση και αναγνωρίσθηκε αυτός κύριος του οικοπέδου με την υπ' αριθ. 6184/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ενώ απορρίφθηκε ως αβάσιμη η αγωγή της "πωλήτριας", τούτο όμως έγινε πολύ μετά την συναλλαγή με το Λ.. Από το συνδυασμό όλων αυτών συνάγεται ότι η Σ. Τ., επιδιώκοντας με την αβάσιμη αγωγή της να καρπωθεί την κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου, εκτάσεως 2.946,20 τ.μ και σημαντικότατης αξίας, από το δήμο ... αναζήτησε "βοήθεια" από το γνωστό της γενικό γραμματέα του δήμου, ο οποίος ασκούσε κυριαρχική εξουσία σε κάθε οικονομική και μη υπόθεση του δήμου. Στα πλαίσια αυτά καταρτίσθηκε και το προαναφερόμενο "πωλητήριο" που, αν δεν είναι καθ' ολοκληρίαν εικονικό (με υποκρυπτόμενη δωρεά, όπως μεταγενέστερα φανερά έγινε για άλλο όμορο οικόπεδο), σε κάθε περίπτωση το τίμημα που πράγματι καταβλήθηκε υπήρξε συμβολικό και κατά πολύ απολειπόμενο από το πραγματικό, ενώ η αναγραφή της αντικειμενικής αξίας ως τιμήματος έγινε για λόγους αποκλειστικά φορολογικούς. Η πλειοψηφία έχει την άποψη ότι στην πραγματικότητα δεν καταβλήθηκε τίμημα για τη μεταβίβαση αυτή. Ο κατηγορούμενος Μ. Λ., κατά την απολογία του τόσο ενώπιον του πρωτοβαθμίου όσο και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεν μπόρεσε να αποδείξει μία τέτοια καταβολή τιμήματος. Καίτοι του ζητήθηκε πρωτοδίκως, δεν προσκόμισε βεβαίωση ή κατάσταση τραπεζικού λογαριασμού, από το οποίο να αποδεικνύεται η ανάληψη ποσού ίσου με το "τίμημα" από κάποιο τραπεζικό λογαριασμό του την 30.3.2004, όπως θα ήταν εύλογο να έχει συμβεί αν είχε καταβληθεί ένα τέτοιο ποσό. Για την απόδειξη του γεγονότος αυτού προσκομίζει και επικαλείται την από 1.1.2001 έως 31.12.2008 χρηματική καρτέλα του στη χρηματιστηριακή εταιρία …, από την οποία όμως το μόνο που προκύπτει είναι ότι πιστώθηκε ο λογαριασμός του στην εν λόγω εταιρία την 15.1.2004
με ποσό 69.888 ευρώ και χρεώθηκε αντίστοιχα την 23.1.2004 ισόποσα, κινήσεις που ουδόλως σχετίζονται με εκταμίευση κάποιου χρηματικού ποσού την 30.3.2004. Την επόμενη ακριβώς ημέρα (1.4.2004) συμβάλλονται οι αρχικοί συνιδιοκτήτες του οικοπέδου αυτού (Τ. και τα τέκνα της), ο νέος συνιδιοκτήτης κατά το ποσοστό 1,346% εξ αδιαιρέτου Μ. Λ. ως οικοπεδούχοι, καθώς και η ανώνυμη τεχνική εταιρία με την επωνυμία "ΟΜΙΛΟΣ … ΑΕ" εκπροσωπούμενη από τον εργολάβο Β. Π. (ως εργολήπτρια) και συνάπτουν το υπ' αριθ. .../1.4.2004 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου με δικαίωμα ανοικοδόμησης πολυκατοικίας κατά το σύστημα της αντιπαροχής και σύμβαση εργολαβίας. Με το συμβόλαιο αυτό η κατασκευάστρια εταιρία αναλαμβάνει την υποχρέωση να ανοικοδομήσει πολυκατοικία με το σύστημα της αντιπαροχής παρέχοντας το 40% των κτισμάτων στους οικοπεδούχους, χωρίς να προβαίνει σε άλλες λεπτομερέστερες ρυθμίσεις που αφέθηκαν να ρυθμιστούν μελλοντικά. Η μόνη εξειδικευμένη ρύθμιση αφορά στα ποσοστά του (συνιδιοκτήτη πλέον) Μ. Λ., για τον οποίο ρητά αναφέρεται ότι θα λάβει ως αντιπαροχή (για το ποσοστό του 1,346% εξ αδιαιρέτου) "ένα ή δύο διαιρετούς χώρους που στο σύνολό τους θα έχουν εμβαδόν 120 τ.μ.", αντιπαροχή δηλαδή ασυνήθιστα μεγάλη κατά τα κρατούντα στον χώρο της οικοδομής ανεγειρόμενης με το σύστημα αυτό, ο δε κατηγορούμενος Μ. Λ. δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις γι' αυτό. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι αυτή η εργολαβική σύμβαση είναι εξαιρετικά ευμενής για τα συμφέροντα του Μ. Λ., πλην όμως αδικαιολόγητη. Η εξήγηση μπορεί να δοθεί από το γεγονός ότι το όλο σύμπλεγμα των όμορων ακινήτων που είναι δεσμευμένα πολεοδομικά λόγω της προαναφερόμενης απαλλοτρίωσης ενδιαφέρει την εργολάβο εταιρία "ΟΜΙΛΟΣ … ΑΕ" για συνολική ανοικοδόμηση και προς αυτή την κατεύθυνση είναι σαφές ότι προσδοκάται η παρεμβατική βοήθεια του γενικού γραμματέα του δήμου Μ. Λ., από τον "πάγκο" του οποίου αν δεν περνούσε κάποιος, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο νυν δήμαρχος ... Γ. Μ., που εξετάσθηκε ως μάρτυρας, δεν προωθείτο κανένα ζήτημα στο δήμο. Μάλιστα ρητά αναφέρεται στο εργολαβικό (18ο φύλλο) ότι "εφόσον ευοδωθεί η ασκηθείσα από τους δημότες-συγκυρίους (μεταξύ των οποίων και η δικαιοπάροχος του Μ. Λ.) αγωγή κυριότητας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, επί της οποίας, έχουν διαταχθεί αποδείξεις με την υπ' αριθ. .../2001 απόφαση ...", η εργολαβία θα επεκταθεί και επί των λοιπών δεσμευμένων πολεοδομικά όμορων οικοπέδων. Έτσι ο γενικός γραμματέας του δήμου, αν και γνωρίζει ότι η δικαιοπάροχος του αντιδικεί με το δήμο, τα συμφέροντα του οποίου όφειλε να υπερασπίζεται, δεν διστάζει να συναλλάσσεται με τη δημότισσα και τον εργολάβο για τα διεκδικούμενα. Από δε το γεγονός ότι η εργολήπτρια εταιρία "ΟΜΙΛΟΣ … ΑΕ" είναι ο συχνότερος εργολάβος των οικοδομικών εργολαβιών επί οικοπέδων του δήμου και αναλάμβανε με απευθείας ανάθεση αρκετά δημοτικά έργα (παρά τις πολλές και έντονες καταγγελίες της αντιπολίτευσης), ενώ ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής Β. Π. είναι προσωπικός και στενός φίλος του Μ. Λ. σε βαθμό που του παραχωρεί δωρεάν ακόμη και την αποκλειστική χρήση εξοχικής οικίας στο …, είναι φανερό ότι Λ. και Π. "συνεργάζονται" στενά εν προκειμένω για την πρόοδο της εργολαβίας αυτής εκμεταλλευόμενοι την κατάσταση της Σ. Τ. και των λοιπών οικοπεδούχων που βλέπουν τα ακίνητά τους να αχρηστεύονται λόγω της πολεοδομικής δέσμευσης. Στη συνέχεια την 31.5.2006, δηλαδή δύο έτη μετά την πρώτη συναλλαγή, η Σ. Τ. μεταβιβάζει πάλι στο Μ. Λ. κατά κυριότητα ποσοστό εξ αδιαιρέτου 9,232%, ενός άλλου οικοπέδου, γειτονικού του πρώτου, εκτάσεως 2.708 τ.μ., λόγω δωρεάς . Η δωρεά αυτή, για την οποία δεν τηρήθηκε πλέον ούτε το πρόσχημα μίας εικονικής πώλησης, συντελέστηκε με το υπ' αριθ. .../31.5.2006 δωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ. Σ. που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …. Στο δωρητήριο γίνεται μνεία ότι "η δωρεά αυτή γίνεται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και για λόγους ευπρέπειας και σε ένδειξη ευγνωμοσύνης της δωρήτριας προς το δωρεοδόχο", χωρίς να διευκρινίζεται χάριν ποιας "ευεργεσίας" εκ μέρους του Μ. Λ. η δωρήτρια ανταποδίδει το "δώρο" αυτό ως ευγνωμοσύνη. Επίσης δηλώνεται ότι "η δωρήτρια δεν έχει καμία συγγένεια με τον δωρεοδόχο". Το δωρηθέν ποσοστό 9,232%, με αναλογία επί του εδάφους 250 τ.μ., είχε αντικειμενική αξία του 57.358 ευρώ. Επομένως το 2006 η αντικειμενική αξία όλου του οικοπέδου ήταν 621.301 ευρώ (229,32 ευρώ ανά τ.μ.). Φυσικά η πραγματική και αγοραία αξία του ήταν πολλαπλάσια. Ο κατηγορούμενος Λ., αλλά και η σύζυγός του που εξετάσθηκε ως μάρτυρας, δίδουν την εξήγηση ότι η ευγνωμοσύνη, οφείλεται στο γεγονός ότι όταν ήταν ο σύζυγος της δωρήτριας άρρωστος από καρκίνο του προστάτη, ο οποίος πάντως δεν είχε δυσμενή κατάληξη, της συμπαραστάθηκαν ηθικά, όταν δε η ίδια υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, που είχε επιπλοκές της συνέστησε ο Λ. γνωστό του γιατρό, που προέβη σε σωστή θεραπεία, ενώ τους συνδέει και πνευματική συγγένεια, αφού είναι δωρήτρια και δωρεοδόχος κουμπάροι, δηλαδή ο Λ. βάπτισε το τέκνο της δωρήτριας . Η εξήγηση αυτή δεν είναι πειστική. Φυσικά, και αν ακόμη υπάρχει μία τέτοια σχέση "πνευματική" μεταξύ τους, αυτό δεν δικαιολογεί όλες τις προηγούμενες συναλλαγές που περιγράφηκαν και πολύ περισσότερο δεν δικαιολογεί την παροχή δώρου αξίας (μόνον κατά την αντικειμενική του αξία) 57.358 ευρώ με χρόνο μάλιστα αποτιμήσεως το 2006, από δωρητή που έχει τέκνα και όχι υπερβολικά μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Ούτε η περαιτέρω εξήγηση ότι η δωρεά έγινε όπως χαρακτηριστικά είπε ο κατηγορούμενος απολογούμενος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο "... διότι ο κουμπάρος μου, Σ. Τ., έπασχε τότε από καρκίνο του προστάτη. Είναι ακόμη εν ζωή ο άνθρωπος. Μου έκανε τη δωρεά, διότι ήθελε να διασφαλίσει ότι εγώ θα αναλάβω τη δέσμευση να τακτοποιήσω το υπόλοιπο οικόπεδο, να κτιστεί δηλαδή αυτό, για τα παιδιά του και έτσι να συνεχιστεί η μεταξύ μας φιλία και από τα παιδιά μας....Μέσω των ικανοτήτων μου και όχι μέσω των γνωριμιών μου στο Δήμο, αφού δεν ήμουν ισόβιος στη θέση που κατείχα, ήθελε να διασφαλίσει το χτίσιμο και του δικού του μεριδίου.... Ο κουμπάρος μου Σ., μου είπε ότι θα μου το άφηνε στη διαθήκη του. Του είπα ότι δεν ήθελα κάτι τέτοιο, εξάλλου πλήρωσα και 10.000 ευρώ φόρο για τη δωρεά αυτή. ... Θέλω να δεθούν οι οικογένειές μας μου είπε ο Σ., ...να δεθούν τα παιδιά μας και η δωρεά αυτή είναι ένας τρόπος δεσίματος..." είναι πειστική. Η μόνη πειστική εξήγηση για όλα αυτά είναι το γεγονός ότι ο γιος της Σ. Τ. και συγκύριος μετέπειτα του ίδιου ακινήτου λόγω γονικής παροχής Φ. Τ. είχε προσληφθεί στο δήμο ... το 1999 αρχικά με σύμβαση ορισμένου χρόνου που από το 2004 μετετράπη σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 164/2004 σε σύμβαση αορίστου χρόνου. β) Το Δεκέμβριο 1999, ο Λ., μεσολάβησε να διοριστούν επίσης στο δήμο ... τα δύο παιδιά του γνωστού του εργολάβου οικοδομών Λ. Δ., τα γραφεία του οποίου είναι στην πολυκατοικία όπου κατοικεί. Από τον ίδιο εργολάβο ο Μ. Λ. με πωλητήρια συμβόλαια "αγόρασε" το 2003 για τον ίδιο και τη σύζυγό του ένα μικρό διαμέρισμα και στη συνέχεια ένα ακόμη διαμέρισμα για τη θυγατέρα του σε οικοδομή αυτού κείμενη στους … αντικειμενικής αξίας 22.000 ευρώ, μολονότι δεν συνέτρεχαν οικιστικές του ανάγκες στους … . Γι' αυτό και αργότερα τα εκποιεί δια πωλήσεως προς τρίτους. Φυσικά του απομένει ως κέρδος το τίμημά τους. Είναι φανερό ότι οι διορισμοί συναρτώνται άμεσα με τις "αγορές" αυτές και συνιστούν το αντίτιμό τους. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος προέβαλε ως δικαιολογία ότι το διαμέρισμα στην κόρη του το αγόρασε ενόψει του γάμου της επειδή εκεί τα διαμερίσματα ήταν τότε φθηνότερα και το μικρό διαμέρισμα το αγόρασε για να μπορούν με τη σύζυγό του να βρίσκονται κοντά στη θυγατέρα τους, να τη βοηθούν στην περίπτωση που αποκτούσε τέκνα. Η δικαιολογία δεν είναι πειστική. Δε νοείται αγορά διαμερίσματος (του μικρού) να γίνει για τον προβαλλόμενο σκοπό πριν γίνει η αγορά για να εγκατασταθεί η θυγατέρα προς βοήθεια της οποίας υποτίθεται έγινε η αγορά του πρώτου μικρού διαμερίσματος. γ) Το τρίτο καταγγελλόμενο περιστατικό, αφορά την πραγματοποίηση δωρεάν διακοπών εκ μέρους του κατηγορουμένου Λ. και της οικογενείας του στο …, σε διαμέρισμα που του παραχώρησε ο προαναφερόμενος εργολάβος Π., που εκτελούσε σημαντικά έργα για λογαριασμό του δήμου ... (βιβλιοθήκη της …, διαμόρφωση της …). Επ' αυτού οι εξηγήσεις που έδωσε ο Λ. κατά την απολογία του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και η θέση που εξέφρασε η σύζυγός του, εξετασθείσα ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ως μάρτυρας, είναι αντιφατικές. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι έκανε διακοπές σε διαμέρισμα του Π. και απλώς από τη …, όπου παραθέριζε, είχε πάει για έναν μικρό περίπατο στο …, όταν έγινε αντιληπτός από δημοτικό σύμβουλο της τότε αντιπολίτευσης στο δήμο ..., χωρίς όμως να διαμείνει στο …. Αντίθετα η σύζυγός του διαβεβαίωσε ότι μίσθωσαν το εν λόγω διαμέρισμα για μια διετία και μάλιστα επιβαρύνονταν με το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος που ερχόταν επ' ονόματί τους, χωρίς όμως κάποιο περαιτέρω έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο (μισθωτήριο, δήλωση της μίσθωσης στην εφορία, λογαριασμός της ΔΕΗ), που να επιβεβαιώνει αυτά. Για τις ανωτέρω συμβολαιογραφικές πράξεις, σε συνδυασμό με άλλες δημοτικές υποθέσεις, έγινε την 13.6.2008 ανώνυμη αναφορά στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ότι "ο Μ. Λ. αποκόμισε πολλά οικονομικά οφέλη εκμεταλλευόμενος την θέση το στο δήμο ...", για την οποία διεξήχθη προκαταρκτική έρευνα, με τελικό αποτέλεσμα να τεθεί η καταγγελία στο αρχείο κατά το άρθρο 43 παρ. 2 ΚΠΔ, ελλείψει επαρκών ενδείξεων προς άσκηση ποινικής διώξεως για παθητική δωροδοκία, απιστία ή παράβαση καθήκοντος. Μάλιστα η σχετική υπ' αριθ. .../2009 αναφορά του εισαγγελέα πρωτοδικών εγκρίθηκε και από τον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών. Η αρχειοθέτηση αυτή από τον εισαγγελέα της μηνύσεως δεν παράγει δεδικασμένο που να εμποδίζει την επανάκριση και μάλιστα παρεμπιπτόντως του ζητήματος από το δικαστήριο (ΑΠ 1053/2013, ΑΠ 1913/2010, ΑΠ 903/2009 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα περιστατικά αυτά καταδεικνύεται η κερδοσκοπική παρεμβατική συμπεριφορά του γενικού γραμματέα του δήμου Μ. Λ. χάριν του προσωπικού του πλουτισμού από "ευκαιρίες" που ανακάλυπτε κατά την άσκηση των εξουσιών που απέρρεαν από τη θέση του στο δήμο και η χωρίς ηθικούς δισταγμούς απόκτηση πλούτου από κάθε πηγή. Παρά τις σοβαρές και βάσιμες, όμως ως άνω αποκαλύψεις της αντιπολίτευσης και του τοπικού τύπου το 2006 για πράξεις διαφθοράς του συνεργάτη του, ο τρίτος κατηγορούμενος Β. Π., ερωτώμενος σχετικά στην απολογία του ούτε ως πιθανό δεν θέλησε να αποδεχτεί το ενδεχόμενο να είναι ο Μ. Λ., υπαίτιος για τις πράξεις αυτές που δεν είναι σύμφωνες με τους κανόνες της χρηστής, διαφανούς και ηθικής διοίκησης, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι τον διατήρησε στη θέση του διότι τον θεωρεί ικανό, έντιμο και εργατικό, θεώρησε δε επαρκείς και πειστικές τις εξηγήσεις που ο συνεργάτης του του έδωσε. Η απόλυτη αυτή ταύτιση των δύο (Λ. - Π.) ενισχύει έτι περαιτέρω κατά την γνώμη της πλειοψηφίας την κρίση για τη γνώση και συμμετοχή αμφοτέρων στις υπεξαιρέσεις Σ., καθώς και φόβο από πλευράς Π. αποκαλύψεων σε βάρος του εκ μέρους του γενικού γραμματέα και επιβεβαιώνει το υποστηριζόμενο από το Σ. ως ρηθέν από το Λ., όταν του επισήμανε ότι υπήρχαν φήμες για αντικατάστασή του, λόγω των ως άνω καταγγελιών της αντιπολίτευσης και τον ερώτησε τι θα γινόταν σε μια τέτοια περίπτωση με τη δραστηριότητα που είχαν αναπτύξει "αν θέλει, ας έλθει να με βγάλει ο δήμαρχος, εμείς συνεχίζουμε". 8) Από τα προαναφερόμενα και αναφερόμενα στον πρώτο κατηγορούμενο Π. Σ. περιστατικά, φαίνεται ότι αυτός, τόσο πριν αναδειχθεί στη θέση του δημάρχου ο τρίτος κατηγορούμενος Β. Π. και διορισθεί στη θέση του γενικού γραμματέα του δήμου ... ο δεύτερος κατηγορούμενος Μ. Λ., όσο και μετά, δεν είχε κανένα ενδοιασμό, έχοντας τη βεβαιότητα ότι δεν θα αποκαλυφθούν οι πράξεις του, να καταθέτει το μέρος που του αναλογούσε από τα υπεξαιρεθέντα, αμέσως μετά την ανάληψη από το ταμείο του δήμου και πριν τα διαθέσει περαιτέρω για προσωπικούς του σκοπούς, σε τραπεζικούς λογαριασμούς δικούς του ή της συζύγου του. Δεν θα είχε λοιπόν λόγο να μην καταθέσει στους λογαριασμούς αυτούς όλα τα υπεξαιρεθέντα αν αυτά είχαν παραμείνει αποκλειστικά στη δική του ιδιοκτησία. Τα κατατεθέντα όμως στους λογαριασμούς αυτούς δεν φαίνεται να υπερβαίνουν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τα 3.000.000 ευρώ. Το συνολικό υπεξαιρεθέν κατά το διάστημα αυτό (1999-2007) χρονικό διάστημα ποσό ανέρχεται στα 17.962.336 ευρώ. Είναι λοιπόν εμφανές ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών διοχετεύθηκε στους δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων, χωρίς εμφανή τρόπο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν συνηθίζεται τέτοιος τρόπος δράσεως αυτών που συμμετέχουν σε παράνομες πράξεις. 9) Ο τρίτος κατηγορούμενος, θέλοντας να αποφύγει, αν είναι δυνατόν, οποιαδήποτε ένδειξη ή και απόδειξη που τον συνδέει γενικότερα με την οικονομική διαχείριση και ειδικότερα με τον Σ., ανέφερε στο ακροατήριο ερωτηθείς σχετικά, κατά τη διάρκεια εξετάσεως της μάρτυρος Α. Τ., τα εξής: "Δεν ήταν δική μου δουλειά να κάνω τους ελέγχους. Είχα εκχωρήσει δικαιώματα. Ο διαχειριστής Ταμείου ερχόταν για ημερήσια ενημέρωση, εγώ έλεγχα απλώς τη λειτουργία του Ταμείου. Η εισήγηση της απόφασης ερχόταν σε μένα και την υπέγραφα. Τον Σ. τον γνώρισα στο Δικαστήριο, δεν γνώριζα ότι εξακολουθούσε να παίρνει χρήματα. Το Ημερήσιο Δελτίο δεν ανέφερε αναλυτικά τι ποσά δίδονταν, ούτε με ενημέρωναν προφορικά πόσα χρήματα έδιναν στον Σ.. Η απόφαση ανέφερε ονομαστικά ποιοι πρέπει να παίρνουν χρήματα. Σε απόφαση του 2001 έλεγε να παίρνει μετρητά ο Σ.. Στις επόμενες μπορεί να μην υπήρχε μέσα ο Σ. ή κάποιος άλλος. Η εισήγηση ερχόταν από την Ταμειακή Υπηρεσία, από ποιον συγκεκριμένα γίνονταν δεν γνωρίζω, δεν ρώτησα ποτέ. Η εισήγηση δηλαδή να μην δίνονται χρήματα ήταν της Υπηρεσίας, όχι δική μου, εγώ απλώς την υπέγραφα". Η θέση του αυτή δεν είναι βάσιμη. Αποδείχθηκε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, από φωτογραφίες, αλλά και καταθέσεις μαρτύρων, ότι ο τρίτος κατηγορούμενος διασκέδαζε με φιλική του παρέα σε κέντρο διασκεδάσεως που διηύθυνε ο Σ.. Όπως δε αναφέρθηκε, με αφορμή ανάλογο περιστατικό που αφορούσε το δεύτερο κατηγορούμενο Μ. Λ., δεν φαίνεται λογικό να διασκεδάζει ο δήμαρχος σε κέντρο που διευθύνει υπάλληλος του δήμου και ο τελευταίος να μην τον υποδεχθεί και να μη του συστηθεί, με δεδομένο, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο Σ. δεν είχε κρυφό, ότι είχε τις εξωυπαλληλικές δραστηριότητες που περιγράφηκαν, αντίθετα είχε φροντίσει να τις καταστήσει γνωστές με την εν γένει συμπεριφορά του σε ολόκληρο το δήμο ..., όπως όλοι σχεδόν οι μάρτυρες επιβεβαίωσαν. Επίσης ο Σ. δύο τουλάχιστον φορές είχε εμφανισθεί στο γραφείο του δημάρχου και είχε λάβει μέρος σε σύσκεψη, για θέματα της Ταμειακής Υπηρεσίας, ως εκπροσωπών τη Δ/νση, λόγω απουσίας του Δ/ντη και των προϊσταμένων Εξόδων και Εσόδων. Την παρουσία του αυτή στο γραφείο του δημάρχου, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα την επιβεβαίωσε η μάρτυρας Κ.- Χ.. Ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ., εφάρμοζε νομοθετική ρύθμιση που απάλλασσε τους οφειλέτες του δήμου του υπολοίπου της συνολικής οφειλής αν κατέβαλαν το 40% της κυρίας οφειλής (χωρίς προσαυξήσεις και τόκους). Κατ' εντολή του δημάρχου, τρίτου κατηγορουμένου ο αντιδήμαρχος οικονομικών του έκανε παρατήρηση γιατί δεχόταν τέτοιες καταβολές, όταν δε ο αντιδήμαρχος μετέφερε τις εξηγήσεις του Γ. στο δήμαρχο ο τελευταίος δεν πείσθηκε και θεώρησε ότι ο Γ. τους παραπλανά, διότι δεν θυμόταν τη ρύθμιση. Το περιστατικό αυτό καταδεικνύει ότι ο τρίτος κατηγορούμενος Π., ως δήμαρχος παρακολουθούσε επισταμένως τα δρώμενα στις οικονομικές του υπηρεσίες, σε συνδυασμό δε με το ότι στις ημερήσιες καταστάσεις των διαχειριστών που από του Μαΐου 2004 συνόδευαν ως συνημμένα τα ημερήσια δελτία του Δ/ντη της Ταμειακής, που σε καθημερινή βάση παραδίδοντο στο γραφείο του και ανέφεραν τα μετρητά που λάμβανε κάθε διαχειριστής με την ένδειξη "τακτοποιητέες εισπράξεις" ήταν ενήμερος για το ύψος των μετρητών που λάμβανε ο Σ.. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Μ. Λ., ισχυρίζεται ότι ουδεμία συμμετοχή είχε στην λειτουργία της οικονομικής λειτουργίας του δήμου ... και ως εκ τούτου δεν είχε δήθεν και γνώση των μετρητών που λάμβανε κάθε διαχειριστής. Η αποδεικτική διαδικασία όμως το αντίθετο κατέδειξε. Ο κατηγορούμενος Γ. ανέφερε ότι ο Γενικός Γραμματέας προσυπέγραφε το σχέδιο αποφάσεως δημάρχου, που συνέτασσε κάθε χρόνο η Δ/νση της Ταμειακής Υπηρεσίας σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας της και τον ορισμό των καθηκόντων και υποχρεώσεων των υπαλλήλων της. Επίσης το 2003 συζητείτο στον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, ότι επίκειται νομοθετική ρύθμιση για χορήγηση στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης δανείου από το ΤΠκΔ με ευνοϊκούς όρους, για εξόφληση οφειλών τους προς τα ασφαλιστικά ταμεία και ότι προϋπόθεση για συμμετοχή στη σχετική ρύθμιση θα ήταν τα χρέη του ενδιαφερομένου οργανισμού να ήταν μεγαλύτερα ορισμένου ποσοστού των εσόδων του. Προκειμένου λοιπόν να ενταχθεί ο δήμος ... στη ρύθμιση αυτή, η οποία τελικώς υλοποιήθηκε με το ν. 3202/2003, αποφασίσθηκε από τη διοίκησή του να αυξήσει τις οφειλές προς τα μεγάλα ασφαλιστικά ταμεία, με την μη καταβολή εμπροθέσμως των κατά νόμον παρακρατουμένων ασφαλιστικών εισφορών. Σε εφαρμογή αυτής της πολιτικής απόφασης έπρεπε ο αντιδήμαρχος οικονομικών να υπογράψει σχετική εντολή προς τον Δ/ντη της Ταμειακής Υπηρεσίας για να μην καταβάλει τις ασφαλιστικές εισφορές. Ο τότε αντιδήμαρχος Τ. είχε ενδοιασμούς για τη μεθόδευση αυτή, διότι τη θεωρούσε μη σύννομη και επιβλαβή για το δήμο, που θα επιβαρυνόταν με προσαυξήσεις λόγω μη εμπροθέσμου καταβολής των εισφορών και θα οδηγούσε ενδεχομένως στελέχη του στο ποινικό δικαστήριο για παράβαση του α.ν. 86/1967. Τις αντιρρήσεις του έκαμψε ο δεύτερος κατηγορούμενος Λ. με την συνυπογραφή της σχετικής εντολής, ενέργεια που καταδεικνύει τη συμμετοχή του στην οικονομική λειτουργία του δήμου. Όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία επιβεβαιώνουν, κατά την άποψη της πλειοψηφίας όσες πληροφορίες έδωσε ο Π. Σ., απολογούμενος στο ακροατήριο, τόσο του πρωτοβαθμίου όσο και του παρόντος δικαστηρίου για τη συμμετοχή των δευτέρου και τρίτου εκ των συγκατηγορουμένων του στις υπεξαιρέσεις σε βάρος του Δήμου .... Είναι αλήθεια ότι κατά την προδικασία (προκαταρκτική εξέταση και κύρια ανάκριση) παρατηρούνται διαφοροποιήσεις και ελλείψεις στα περιγραφόμενα, σε σχέση με όσα με πληρότητα και ολοκληρωμένο τρόπο είπε στα ακροατήρια. Παρατηρείται, επίσης, και χρονική καθυστέρηση στην αποκάλυψη της αλήθειας, η οποία γίνεται τμηματικά. Τα φαινόμενα όμως αυτά και ειδικότερα η καθυστέρηση εξηγούνται από την διαφαινόμενη πρόθεσή του να "εκβιάσει" μέσω της απειλής αποκαλύψεων τους συμμέτοχους του και ισχυρούς ακόμη άνδρες Π. και Λ. ώστε να τον συνδράμουν παρασκηνιακά προς την κατεύθυνση της ελαφρύνσεως της θέσεώς του. Όταν πλέον αντιλήφθηκε ότι αυτοί τον εγκαταλείπουν αποκόπτοντας κάθε επαφή και σχέση μαζί του, αποφάσισε να τους αποκαλύψει για να βελτιώσει την εικόνα του ως κατηγορουμένου. Είναι επίσης αλήθεια ότι το κίνητρο για την αποκάλυψη των συνεργών του ήταν η επιδίωξη να του αναγνωριστεί από το Δικαστήριο το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ' ΠΚ. Ωστόσο, ένα τέτοιο κίνητρο δεν αναιρεί τη βασιμότητα των πληροφοριών που έδωσε τη στιγμή μάλιστα που τα βασικά σημεία αυτών επιβεβαιώνονται συνδυαστικά και με άλλες αποδείξεις. Σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 1 του ΚΔκΚ που θεσπίσθηκε με το ν. 3463/2006 (όμοια όριζε και ο προϊσχύσας κώδικας βλ. άρθρο 114 του π.δ. 410/1995) ο Δήμαρχος ενός Δήμου, "προασπίζει τα τοπικά συμφέροντα και ασκεί τα καθήκοντά του με γνώμονα τη διασφάλιση της ενότητας της τοπικής κοινωνίας". Στα "τοπικά συμφέροντα" πρωτίστως διαλαμβάνεται και η έννοια της περιουσίας, κινητής και ακίνητης του ίδιου του νομικού προσώπου του Δήμου. Γι' αυτό άλλωστε, έχει την εξουσία "να συνυπογράφει τους βεβαιωτικούς καταλόγους και τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής των δαπανών και να υπογράφει τις συμβάσεις που συνάπτει ο Δήμος" (περ. ε' και στ' της ίδιας παραγράφου του ως άνω άρθρου). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 178 παρ. 1 του ίδιου κώδικα (με όμοιο περιεχόμενο το άρθρο 240 του π.δ.410/1995) "οι Δήμοι και οι Κοινότητες οφείλουν να διατηρούν, να προστατεύουν και να διαχειρίζονται την κάθε είδους περιουσία τους με τρόπο επιμελή και αποδοτικό". Η υποχρέωση όμως αυτή προσωποποιείται πρωτίστως στο δήμαρχο που είναι το κορυφαίο όργανο λειτουργίας του Οργανισμού. Περαιτέρω στο άρθρο 86 παρ. 1, ορίζεται ότι ο Δήμαρχος είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του δήμου (περ. α). Είναι, επίσης, προϊστάμενος των υπηρεσιών του Δήμου και τις διευθύνει (περ. γ), καθώς και προϊστάμενος όλου του προσωπικού του Δήμου και εκδίδει τις πράξεις που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις για το διορισμό, τις κάθε είδους υπηρεσιακές μεταβολές και την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου (περ. δ). Όμοιο περιεχόμενο είχαν οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 114 του π.δ. 410/1995. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 3 ν 3463/2006 (με όμοιο περιεχόμενο το άρθρο 115 στοιχ. γ' του π.δ. 410/1995) "ο δήμαρχος, με απόφασή του που δημοσιεύεται σε μία τουλάχιστον ημερήσια εφημερίδα και, αν δεν υπάρχει ημερήσια, σε μια εβδομαδιαία της πρωτεύουσας του νομού, μπορεί να μεταβιβάζει συγκεκριμένες αρμοδιότητές του σε αντιδημάρχους". Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνάγεται ότι πλην άλλων δημοτικών οργάνων, έναντι της εννόμου τάξεως, τη θέση του εγγυητή της διαφυλάξεως της περιουσίας του δήμου που διοικεί υπέχει κυρίως ο Δήμαρχος. Ιδιαίτερα δε έχει την ευθύνη αυτή έναντι προσβολών προερχόμενων από το υπαλληλικό προσωπικό του Δήμου, του οποίου προΐσταται και διευθύνει τις υπηρεσίες του. Επομένως, από σύμπλεγμα των προαναφερόμενων νομικών καθηκόντων του συναπτομένων προς την έννομη σχέση που δημιουργεί η εκλογή του στη θέση του Δημάρχου, κατέχει, όχι μόνο εγγυητική θέση προστασίας του αγαθού της δημοτικής περιουσίας, αλλά και θέση επιβλέψεως - εποπτείας και εξουδετερώσεως κινδύνων για το αγαθό αυτό, προερχόμενων όχι μόνο από τρίτους αλλά και από το προσωπικό του δήμου. Οι ανωτέρω αρμοδιότητες και υποχρεώσεις ταυτόχρονα του δημάρχου, να διαφυλάσσει δηλαδή την περιουσία του δήμου και να προΐσταται των υπηρεσιών και του προσωπικού του δήμου δεν εκχωρούνται και δεν μεταβιβάζονται στην περίπτωση που ο δήμαρχος εκχωρήσει ορισμένες συγκεκριμένες από τις αρμοδιότητές του σε αντιδήμαρχο, διότι δεν συνεκχωρείται και η προσωπική ευθύνη του για την πλημμελή διοίκηση και κακή εποπτεία των υπηρεσιών και των υπαλλήλων του δήμου και τη διαφύλαξη της δημοτικής περιουσίας(βλ. και 4/2013 πράξη του ΕΣ). Εάν, επομένως, γνωρίζει ότι ένας υπάλληλος πρόκειται να υπεξαιρέσει ή υπεξαιρεί χρήματα από το ταμείο του Δήμου και παρά ταύτα τον αφήνει ηθελημένα να παραλάβει τα χρήματα και στη συνέχεια να τα ιδιοποιηθεί, αποφεύγοντας να παρέμβει για να παρεμποδίσει και να αποτρέψει την ιδιοποίηση, μολονότι είναι σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά, διότι θέλει να συντελεστεί η υπεξαίρεση, από το προϊόν της οποίας προσδοκά να λάβει από τον υπεξαιρέτη υπάλληλο ένα μέρος από τα υπεξαιρεθέντα, τότε καθίσταται συμμέτοχος στην διαπραττόμενη υπό του υπαλλήλου αυτού υπεξαίρεση δια παραλείψεως, η μορφή δε της συμμετοχής του φέρει το χαρακτήρα της απλής συνέργειας (βλ. τις και ανωτέρω αναφερόμενες ΑΠ 1668/1990, ΑΠ 1060/1990 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 160/1987 ΠΧρ ΛΖ. 391, πρβλ και ΑΠ 1191/2002 ΠΧρΝΒ. 422).
Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος Β. Π. ως δήμαρχος ... είχε τη θέση του εγγυητή της διαφυλάξεως της περιουσίας του δήμου που διοικούσε και (από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με την έννομη θέση του) ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προστατεύει αυτήν και να τη διαφυλάσσει από προσβολές τρίτων. Ιδιαίτερα δε είχε την ευθύνη αυτή έναντι προσβολών προερχόμενων από το υπαλληλικό προσωπικό του Δήμου, του οποίου προΐστατο και διηύθυνε τις υπηρεσίες του. Την αρμοδιότητα και υποχρέωση αυτή, που όπως προαναφέρθηκε δεν εκχωρείται και δε μεταβιβάζεται, ο εν λόγω κατηγορούμενος και στην ουσία δεν την εκχώρησε και δεν την μεταβίβασε στον αντιδήμαρχο οικονομικών, όπως αποδεικνύεται από τις αποφάσεις διορισμού του αντιδημάρχου, που αναγνώσθηκαν. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι όταν δημοσιοποιήθηκε τον Φεβρουάριο του 2008 το γεγονός της υπεξαίρεσης, που διέπραξε ο Σ. σε βάρος του δήμου ..., ο ίδιος ο τρίτος κατηγορούμενος Β. Π., ως δήμαρχος ..., προσωπικά, διέταξε τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος του Σ., από τον πειθαρχικό του προϊστάμενο και όχι ο αντιδήμαρχος οικονομικών, όπως θα έπρεπε αν είχε μεταβιβασθεί η σχετική αρμοδιότητα ελέγχου και εποπτείας του προσωπικού, όπως αυτός αβάσιμα υποστηρίζει. Γνωρίζοντας λοιπόν ο κατηγορούμενος αυτός (Β. Π.) ότι ένας υπάλληλος του Δήμου και συγκεκριμένα ο Π. Σ. υπεξαιρεί εξακολουθητικά χρήματα από το ταμείο του Δήμου και παρά ταύτα τον άφηνε ηθελημένα να παραλαμβάνει τα χρήματα σε μετρητά και στη συνέχεια να τα ιδιοποιείται σε όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, αποφεύγοντας εξακολουθητικά να παρέμβει για να παρεμποδίσει το δράστη και να αποτρέψει την ιδιοποίηση, μολονότι ήταν σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά και άμεσα είτε με την εντολή της παύσεως χορηγήσεως μετρητών, είτε με επιστάμενο και καθημερινό έλεγχο της διαχειρίσεώς του, πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, αφού απορριφθούν οι ισχυρισμοί του, περί εφαρμογής του άρθρου 211Α ΚΠΔ και περί ανυπαρξίας ευθύνης του λόγω εκχωρήσεως και μεταβιβάσεως των σχετικών αρμοδιοτήτων ελέγχου και εποπτείας του προσωπικού και των υπηρεσιών, αλλά και της προστασίας και διαφύλαξης της περιουσίας του δήμου στον αντιδήμαρχο οικονομικών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεώς του και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας να κηρυχθεί αυτός ένοχος, απλής συνέργειας δια παραλείψεως σε υπεξαίρεση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Δήμου ...), με επιτευχθέν από το δράστη όφελος και αντίστοιχη ζημία του Δήμου συνολικά 17.962.336 ευρώ, δηλαδή ποσό πάνω από 150.000 ευρώ, με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιπτώσεις σωρευτικά: α) ότι η τέλεση του εγκλήματος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο και β) το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950). Όπως προαναφέρθηκε, ο δεύτερος κατηγορούμενος Μ. Λ., υπό την ιδιότητα του γενικού γραμματέα του δήμου ..., αφού ενημέρωσε σχετικά τον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π., δήμαρχο ... και έλαβε την έγκρισή του, διαβεβαίωσε τον πρώτο κατηγορούμενο, διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων στο Τμήμα Εξόδων της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ... Π. Σ., ότι δεν πρόκειται κάποιος από τους προϊσταμένους του να αλλάξει το καθεστώς λειτουργίας της Ταμειακής υπηρεσίας και συνεπώς δεν διατρέχει κίνδυνο να αποκαλυφθεί, αν υλοποιούσε την απόφαση που είχε ήδη λάβει, να συνεχίσει δηλαδή όπως και πριν την εγκατάσταση των δευτέρου και τρίτου των κατηγορουμένων, υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους, στο δήμο ... τον Ιανουάριο του 1999, να υπεξαιρεί εξακολουθητικά χρήματα από τα ταμεία του δήμου και να καλύπτει τα υπεξαιρεθέντα με πλαστά δικαιολογητικά που κατασκεύαζε. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυσε ψυχικά τον εν λόγω αυτουργό στο να υλοποιήσει την απόφαση που είχε ήδη αυτός λάβει για την τέλεση των αξιοποίνων αυτών πράξεων. Πρέπει επομένως , κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, αφού απορριφθεί ο ισχυρισμός του, περί εφαρμογής του άρθρου 211Α ΚΠΔ, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθεί αυτός ένοχος, απλής συνέργειας σε υπεξαίρεση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Δήμου ...), με επιτευχθέν από το δράστη όφελος και αντίστοιχη ζημία του Δήμου συνολικά 17.962.336 ευρώ, δηλαδή ποσό πάνω από 150.000 ευρώ, με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιπτώσεις σωρευτικά: α) ότι η τέλεση του εγκλήματος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο και β) το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950) και πλαστογραφία κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό πλημμελήματος. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα όσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτο των κατηγορουμένων Γ. Γ. και Θ. Γ., αποδείχθηκαν, κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστηρίου όσον αφορά τον δεύτερο εξ αυτών [Θ. Γ.] και κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, όσον αφορά τον πρώτο Γ. Γ., τα ακόλουθα πραγματικα περιστατικά. Αυτοί διετέλεσαν διευθυντές στην Ταμειακή Υπηρεσία του δήμου ... κατά την επίμαχη χρονική περίοδο (1.1.1999 - 31.12.2007). Ειδικότερα, ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. κατά το διάστημα 1.1.1999 έως 13.8.2007 και ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (ως αναπληρωτής, λόγω συνταξιοδοτήσεως του Γ.) κατά το διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007. Υπό την ιδιότητά τους αυτή είχαν υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων τους δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά. Αυτοί όμως από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση τους, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς τους, είχαν δεν προέβησαν οι ίδιοι προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία τους, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς τους η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στις πράξεις της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία ποσού συνολικά ανώτερου των 150.000 ευρώ, που ανωτέρω αναφέρονται. Δόλος των κατηγορουμένων αυτών δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί τελούσαν σε γνώση της αξιόποινης δραστηριότητας του πρώτου κατηγορουμένου Π. Σ. και του παρείχαν συνδρομή στην υλοποίησή της. Η έλλειψη του δόλου τους επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) Ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ., έδωσε εντολή στον τότε υπάλληλο της γραμματείας της Δ/νσεώς του και ήδη υπάλληλο στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ν. Κ., με ιδιαίτερες ικανότητες στον τομέα του ελέγχου, λόγω της προηγουμένης ιδιότητάς του ως ορκωτού ελεγκτή, η υπηρεσιακή επάρκεια και εντιμότητα, του οποίου, τονίστηκε ιδιαίτερα από όλους τους μάρτυρες και τους λοιπούς παράγοντες της δίκης, να προβεί σε ενδελεχή ουσιαστικό έλεγχο της διαχείρισης του Σ. για τα έτη 2002 και 2003. Αν αυτός (Γ.) ήταν συμμέτοχος του Σ. στην παράνομη δραστηριότητά του δεν θα έδινε τέτοια εντολή με κίνδυνο ν' αποκαλυφθεί η υπεξαίρεση και η δική του συμμετοχή σ' αυτή. β) Ο Γ. Γ. είναι ο πρώτος υπάλληλος του δήμου ..., που πληροφορήθηκε στις αρχές Ιανουαρίου 2008, από την προϊσταμένη του υποκαταστήματος του ΤΥΔΚΥ στη …, ότι διαπιστώθηκε έλλειμμα στις καταβολές των εισφορών του προσωπικού του δήμου προς το ταμείο αυτό. Αυτός απευθύνθηκε στο Σ., ως αρμόδιο για την εξόφληση των εισφορών υπάλληλο και του ζήτησε προφορικές εξηγήσεις. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι όλα είναι εντάξει και προφανώς το ΤΥΔΚΥ δεν έχει ελέγξει σωστά τις καταβολές. Επειδή η διαφορά με το ΤΥΔΚΥ δεν λυνόταν αναμείχθηκε ο ίδιος προσωπικά στις συνεννοήσεις και έδωσε εντολή στους υπαλλήλους της διευθύνσεώς του Μ. και Σ. να διενεργήσουν σχετικό έλεγχο, από τον οποίο διαπιστώθηκε για πρώτη φορά η ύπαρξη πλαστού δικαιολογητικού στη διαχείριση του Σ.. Κατά τη διάρκεια των ελέγχων και πριν από τη αποκάλυψη των πλαστών, ο Σ. πρότεινε να ρυθμιστεί το χρέος προς το ΤΥΔΚΥ, πλην όμως ο Γ. του ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει την έρευνα. Ο Σ. ανήσυχος από την επιμονή του Γ. για έρευνα της διαχειρίσεώς του σε βάθος, εξέφρασε το φόβο στη συνάδελφό του Ε. Κ., όπως η ίδια κατέθεσε , εξεταζόμενη ως μάρτυρας, ότι "να δεις που αυτός θα μου κάνει ΕΔΕ". Ακολούθησε, μετά την αποκάλυψη των πλαστών δικαιολογητικών δημοσιοποίηση της υπεξαιρέσεως από τον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π., με συνέντευξη τύπου και ανάθεση της εντολής στον Γ. για διενέργεια σχετικής ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος του Σ.. Στην ΕΔΕ αυτή κυρίως σε συνδυασμό βεβαίως στη συνέχεια με την έρευνα της οικονομικής επιθεωρήτριας και τον προσωρινό έλεγχο της ΔΟΥ, στηρίχθηκε η πλήρης αποκάλυψη της υπεξαιρέσεως. Αν ο Γ. ήταν από πρόθεση συμμέτοχος του Σ., δεν θα ενεργούσε μ' αυτόν τον τρόπο, αλλά θα επιχειρούσε συγκάλυψη της υποθέσεως με ρύθμιση της διαφοράς με το ΤΥΔΚΥ που αρχικά προσδιοριζόταν στις 900.000 ευρώ περίπου, ποσό όχι σημαντικό για τα οικονομικά του δήμου .... γ) Ο ίδιος ο Σ., παρά την αρχική του αντιπαράθεση με τον Γ. που τον θεωρούσε "υπαίτιο" της αποκάλυψής του, κατά την απολογία του, όταν ερωτήθηκε σχετικά, για το ρόλο των δύο τελευταίων κατηγορουμένων , ως διευθυντών της Ταμειακής Υπηρεσίας, ανέφερε ότι "δεν είναι βέβαιος για τον αν οι Δ/ντές γνώριζαν" εννοώντας την παράνομη δραστηριότητά του. δ) Δεν προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία κάποιο κίνητρο των κατηγορουμένων αυτών για τη συμμετοχή τους στην παράνομη δραστηριότητα του Σ.. Συνήθως τα κίνητρα για τη συμμετοχή κάποιου σε οικονομικό έγκλημα είναι και αυτά οικονομικής φύσεως, όπως λ.χ. η λήψη μεριδίου από τον καρπό του εγκλήματος ή η παροχή άλλου οικονομικού οφέλους. Τέτοιο όφελος των εν λόγω κατηγορουμένων και από τον έλεγχο των εισοδημάτων τους δεν αποδείχθηκε. Ούτε όμως κάποιας άλλης μορφής κίνητρο αποδείχθηκε. Την κρίση αυτή, περί ελλείψεως δόλου, όσον αφορά τον τέταρτο κατηγορούμενο Γ. Γ., δεν είναι ικανό να αναιρέσει το γεγονός, ότι αυτός επιχείρησε κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής να αφαιρέσει από τα αρχεία του δήμου ..., διάφορα έγγραφα που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση, αφού τα έγγραφα αυτά, που προσκομίσθηκαν στο δικαστήριο και αναγνώσθηκαν είναι έγγραφα, που υπάρχουν στη δικογραφία, ως αναγνωστέα και δεν του παρέχουν κάποια επί πλέον ωφέλεια ή εύνοια στην εξέλιξη της δίκης, η ενέργειά του δε αυτή εξηγείται από την αγωνία του να αποδείξει την αθωότητά του. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, οι δύο τελευταίοι κατηγορούμενοι Γ. Γ. και Θ. Γ., κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεώς τους και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθούν ένοχοι, αντί άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι ο δράστης εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του ν. 1608/1950, παράβαση η οποία μπορεί να τελεσθεί όχι μόνο από δόλο, αλλά και από αμέλεια (ΑΠ 2/2011 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά μόνο για το μετά την 5.7.2007 χρονικό διάστημα ο Θ. Γ., ενώ για τον τελευταίο αυτό κατηγορούμενο για το προηγούμενο χρονικό διάστημα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής των επί μέρους πράξεων του διαστήματος αυτού, αφού από της τελέσεως της πράξεως, μέχρι της επιδόσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας (άρθρα 111 παρ. 3, 113 παρ. 2 ΠΚ και 370 στοιχ. β ΚΠΔ)." Στη συνέχεια, με το ως άνω σκεπτικό, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Π. Σ. ομόφωνα ένοχο κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... με όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρόν χρόνο την τέλεση του εγκλήματος αυτού και ότι το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατ' εξακολούθηση κατάρτισης πλαστών εγγράφων μετά χρήσεως αυτών και κατ' εξακολούθηση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κερδοσκοπία, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και του επέβαλε κάθειρξη δεκαοκτώ (18) ετών για την ως άνω υπεξαίρεση, φυλάκιση δύο (2) ετών για την κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία μετά χρήσεως και κάθειρξη έξι (6) ετών και χρηματική ποινή 1.033.978 ευρώ για την κατ' εξακολούθηση νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και συνολική ποινή καθείρξεως κατά συγχώνευση (18 έτη+6 μήνες +2 έτη) είκοσι (20) ετών και έξι (6) μηνών, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Μ. Λ. κατά πλειοψηφία (3-2) ένοχο κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... με όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρόν χρόνο την τέλεση του εγκλήματος αυτού και ότι το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε πλαστογραφία μετά χρήσεως, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και του επέβαλε κάθειρξη δεκατριών (13) ετών για την ως άνω απλή συνέργεια σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος Ν.Π.Δ.Δ. και φυλάκιση δεκαπέντε (15) μηνών για την απλή συνέργεια σε πλαστογραφία μετά χρήσεως και συνολική ποινή καθείρξεως κατά συγχώνευση (13 έτη+5 μήνες) δεκατριών (13) ετών και πέντε (5) μηνών, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Β. Π. κατά πλειοψηφία (3-2) ένοχο κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... με όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τις 150.000 ευρώ, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρόν χρόνο την τέλεση του εγκλήματος αυτού και ότι το αντικείμενο του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και ε' του Π.Κ. και του επέβαλε κάθειρξη δώδεκα (12) ετών, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Γ. Γ. κατά πλειοψηφία (3-2) ένοχο παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 από αμέλεια, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και του επέβαλε φυλάκιση δύο(2) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν και τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Θ. Γ. ομόφωνα ένοχο παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 από αμέλεια, του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και ε' του Π.Κ. και του επέβαλε φυλάκιση ενός (1) έτους, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Π. Σ. του Κ. ένοχο του ότι: Με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα κατ' εξακολούθηση που προβλέπονται και τιμωρούνται κατά τον ποινικό νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα: (Α) Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.2007, όντας υπάλληλος ιδιοποιούνταν κατ' εξακολούθηση παράνομα χρήματα που τα είχε λάβει στην κατοχή του λόγω αυτής της ιδιότητάς του, οι πράξεις του δε αυτές στρέφονται κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχουν δε οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ήταν μόνιμος υπάλληλος του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου ..., ο οποίος ως οργανισμός της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι κατά νόμο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής του είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, είτε σε τραπεζικές επιταγές είτε σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Αυτός όμως από τα μετρητά που καθημερινά παραλάμβανε, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 17.962.336 ευρώ, που συνιστούσαν το μεγαλύτερο μέρος των μετρητών, ενσωματώνοντας το σύνολο αυτών στην προσωπική του περιουσία. Τα χρηματικά αυτά ποσά, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου, αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας και δεν ανήκαν στην κυριότητα του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων, έστω και αν ο δράστης τα παραλάμβανε για να αποδώσει μ' αυτά φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Στη συνέχεια δε, σε χρόνο μεταγενέστερο μετά τη συντέλεση κάθε μερικότερης υπεξαιρέσεως, από τα υπεξαιρεθέντα απέδιδε στον δεύτερο κατηγορούμενο, γενικό γραμματέα του δήμου ..., Μ. Λ., όπως είχε συμφωνήσει μαζί του, το μεγαλύτερο ποσό των υπεξαιρεθέντων, εκείνος δε μοίραζε τα ληφθέντα, μεταξύ αυτού και του Δημάρχου Β. Π.. Στο προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (1.1.1999 έως 31.12.2008) ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 21.133.074,80 ευρώ. Ειδικότερα, ανά έτος παρέλαβε μετρητά ως εξής: 1999 379.802,81 ευρώ ή 129.417.807 δρχ., 2000 484.044,33 ευρώ ή 164.938.104 δρχ., 2001 655.605,62 ευρώ ή 223.397.612 δρχ., 2002 1.070.795,44 ευρώ ή 364.873.546 δρχ., 2003 2.606.280,64 ευρώ, 2004 3.093.981,17 ευρώ, 2005 4.350.525,35 ευρώ, 2006 4.528.202,88 ευρώ, 2007 3.963.834,8 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ίδια ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, ή το αργότερο την επόμενη ημέρα να το καταβάλλει στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από τα ανωτέρω ποσά μετρητών που έλαβε για τον προαναφερόμενο σκοπό, ανά έτος ιδιοποιήθηκε παράνομα τα εξής ποσά: Το έτος 1999 με αρχή το τέλος Απριλίου υπεξαίρεσε συνολικά 58.216.863 δρχ. (170.854 € ). Συνολικά το 1999 διαχειρίσθηκε μετρητά 129.417.807 δρχ. (379.802,81 €). Υπεξαιρέθηκε το 45% των μετρητών. Το έτος 2000 υπεξαίρεσε συνολικά 61.258.128
δρχ. (179.774 €). Συνολικά το 2000 διαχειρίσθηκε μετρητά 164.938.104 δρχ. (484.044,33 €). Υπεξαιρέθηκε το 37,1% των μετρητών. Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,60 €. Συνολικά το 2001 διαχειρίσθηκε μετρητά 655.605,62 €. Υπεξαιρέθηκε το 70,45% των μετρητών. Το έτος 2002 υπεξαίρεσε συνολικά 472.227,70 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε το 2002 μετρητά 1.070.795 €. Υπεξαιρέθηκε το 44,1% των μετρητών. Το έτος 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,70€. Συνολικά διαχειρίσθηκε το 2003 μετρητά 2.606.280,64 €. Υπεξαιρέθηκε το 83,65% των μετρητών. Το έτος 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,70 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 3.093.981,17 €. Υπεξαιρέθηκε το 89,17% των μετρητών. Το έτος 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,80 €. Τα μετρητά που συνολικά διαχειρίσθηκε ανέρχονται σε 4.350.525,35 €. Υπεξαιρέθηκε το 90,36% των μετρητών. Το έτος 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,90 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 4.528.202,88 €. Υπεξαιρέθηκε το 93,21% των μετρητών. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,40 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 3.963.834 €. Υπεξαιρέθηκε το 90,50% των μετρητών. Επομένως, από 1.1.1999 έως 31.12.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,08 € και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 €. Ποσοστό 84,88%. Επίσης, όσο Διευθυντής της Ταμειακής Υπηρεσίας ήταν ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. (1.1.1999 έως 13.8.2007), υπεξαίρεσε συνολικά μετρητά 16.602.288 ευρώ και όσο καθήκοντα Διευθυντή ασκούσε ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (14.8.2007-31.12.2007) υπεξαίρεσε συνολικά 1.760.048 ευρώ. Οι ανωτέρω πράξεις του στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχουν δε οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεδομένου ότι α) η τέλεση των κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεων διάρκεσε εννέα (9) έτη διάστημα που κρίνεται πρωτοφανές στη διάρκειά του σε σχέση με τις απλές και συνήθεις περιπτώσεις εξακολουθητικών υπεξαιρέσεων που δεν υπερβαίνουν το διάστημα λίγων μηνών και β) το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό ανέρχεται όπως προαναφέρθηκε σε 17.962.336 €, το οποίο αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 6.120.486.368 δρχ. Επίσης, συγκρινόμενο με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (1999-2007), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 1.497 ετών. (Β) Στη …, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο 2007 έως το Δεκέμβριο 2007, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση τους ως προς γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, επιδιώκοντας να προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλους περιουσιακό όφελος. Ειδικότερα, ενώ ήταν μόνιμος υπάλληλος της ταμειακής υπηρεσίας του Δήμου ..., και του είχε ανατεθεί το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν επί τούτου από τις αποδοχές τους, καθώς και του επίσης παρακρατουμένου Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών που τους βάρυνε και για το λόγο αυτόν αναλάμβανε από το ταμείο του Δήμου, σε μετρητά, τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, προκειμένου να αποκρύψει το γεγονός ότι είχε υπεξαιρέσει τα αναφερόμενα στο σκεπτικό ποσά που είχε αναλάβει από το Ταμείο του Δήμου για να πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές και παρακρατηθέντα ΦΜΥ των υπαλλήλων του Δήμου, κατασκεύασε πλαστά παραστατικά καταβολών προς ασφαλιστικούς φορείς και δημόσια ταμεία προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα που είχε δημιουργηθεί στη διαχείρισή του συνεπεία των υπεξαιρετικών του πράξεων και να παραπλανήσει αυτούς από τους υπηρεσιακούς και πολιτικούς του προϊστάμενους, που δεν συμμετείχαν στις πράξεις του, καθώς και τα αρμόδια όργανα του Δημοσίου που είχαν αρμοδιότητα προληπτικού και κατασταλτικού ελέγχου στη διαχείρισή του (Οικονομική Επιθεώρηση, Ελεγκτικό Συνέδριο) και να αποκρύψει από αυτούς τις υπεξαιρετικές του πράξεις. Με το σκοπό αυτό ειδικότερα κατασκεύασε τα ακολούθως αναφερόμενα παραστατικά πληρωμών προς τράπεζες και δημόσια ταμεία, στις ακολούθως παρατιθέμενες και αναγραφόμενες σε αυτά ημερομηνίες εκδόσεως του καθενός από αυτά, προκειμένου να αποκρύψει την υπεξαίρεση του αντιστοίχου ποσού που από το πλαστό παραστατικό φέρεται ότι καταβλήθηκε προς το νόμιμο δικαιούχο: α.- Αποδείξεις ΕΤΕ. Στις παρακάτω ημερομηνίες του έτους 2007, προκειμένου να καλύψει την ιδιοποίηση των αντιστοίχως παρατιθέμενων ποσών, κατασκεύασε τις παρακάτω εξ ολοκλήρου πλαστές αποδείξεις καταθέσεως της ΕΤΕ θέτοντας σε αυτές δικής του εμπνεύσεως στοιχεία και υπογραφές:
β.- Διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Στις παρακάτω ημερομηνίες του έτους 2007, έθεσε στις θέσεις του προϊστάμενου και του ταμία στα έντυπα των προσωρινών και οριστικών δηλώσεων απόδοσης παρακρατουμένων φόρων και στα αντίστοιχα διπλότυπα είσπραξης σφραγίδες και υπογραφές με τα ονόματα "Γ. Α. και Β. Μ.", τα οποία όμως είναι πρόσωπα άγνωστα στη ...’ ΔΟΥ και στο Υπουργείο Οικονομικών γενικά και έτσι κατασκεύασε τα ακόλουθα εξ ολοκλήρου πλαστά έγγραφα:
(Γ) Στη …, σε μη επακριβώς προσδιορισμένες ημερομηνίες, πάντως κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 1999 έως τις 31-12- 2008, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση, δέχθηκε στην κατοχή του και κατέστη οπωσδήποτε δικαιούχος περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα την οποία γνώριζε, όπως επίσης, έχοντας τον ίδιο σκοπό συγκάλυψης της αληθούς προέλευσης, μετέτρεψε περιουσιακά στοιχεία που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα την οποία γνώριζε. Ειδικότερα, κατά τη χρονική περίοδο των ετών 1991 - 2008, ο κατηγορούμενος διατέλεσε μόνιμος υπάλληλος της ταμειακής υπηρεσίας του Ο.Τ.Α. Α' βαθμού με την επωνυμία "Δήμος ..." και υπό την ιδιότητα του διαχειριστή κρατήσεων του είχε ανατεθεί νομότυπα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης: α) προς τους δικαιούχους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν για το σκοπό αυτό από τις αποδοχές τους, β) προς το Δημόσιο των παρακρατούμενων φόρων που βάρυναν τις ίδιες αποδοχές, για την εκπλήρωση των οποίων καθηκόντων αναλάμβανε από το ταμείο του Δήμου, σε μετρητά, τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν σε μέρος των παραπάνω παρακρατούμενων και αποδοτέων εισφορών και φόρων και μετά από οικονομικό έλεγχο που διενεργήθηκε προέκυψε ότι αυτός από τα μετρητά που διαχειρίστηκε ως υπάλληλος του δήμου υπεξαίρεσε κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 1999 έως 31.12.2007 τα ακόλουθα ποσά: Το έτος 1999 με αρχή το τέλος Απριλίου υπεξαίρεσε συνολικά 58.216.863 δρχ. (170.854 €). Συνολικά το 1999 διαχειρίσθηκε μετρητά 129.417.807 δρχ. (379.802,81 €). Υπεξαιρέθηκε το 45% των μετρητών. Το έτος 2000 υπεξαίρεσε συνολικά 61.258.128 δρχ. (179.774 €). Συνολικά το 2000 διαχειρίσθηκε μετρητά 164.938.104 δρχ. (484.044,33 €). Υπεξαιρέθηκε το 37,1% των μετρητών. Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,60 €. Συνολικά το 2001 διαχειρίσθηκε μετρητά 655.605,62 €. Υπεξαιρέθηκε το 70,45% των μετρητών. Το 2002 υπεξαίρεσε συνολικά 472.227,70 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε το 2002 μετρητά 1.070.795 €. Υπεξαιρέθηκε το 44,1% των μετρητών. Το 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,70 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε το 2003 μετρητά 2.606.280,64 €. Υπεξαιρέθηκε το 83,65% των μετρητών. Το 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,70 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 3.093.981,17 €. Υπεξαιρέθηκε το 89,17% των μετρητών. Το 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,80 €. Τα μετρητά που συνολικά διαχειρίσθηκε ανέρχονται σε 4.350.525,35 €. Υπεξαιρέθηκε το 90,36% των μετρητών. Το 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,90 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 4.528.202,88 €. Υπεξαιρέθηκε το 93,21% των μετρητών. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,40 €. Συνολικά διαχειρίσθηκε μετρητά 3.963.834
€. Υπεξαιρέθηκε το 90,50% των μετρητών. Συμπερασματικά: Από του Απριλίου 1999 έως 31.12.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,08 € και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 €. Ποσοστό 84,88%. Για τη συγκάλυψη μάλιστα της εγκληματικής αυτής δράσης γινόταν χρήση πληθώρας πλαστών εγγράφων (διπλότυπα είσπραξης Δ.Ο.Υ., προσωρινών δηλώσεων Φ.ΜΥ. με επ' αυτών ενδείξεις είσπραξης, αποδείξεις είσπραξης της Ε.Τ.Ε.), προκειμένου έτσι να παραπλανούνται οι τρίτοι (αμέτοχοι της εγκληματικής δράσης) ότι είχε γίνει ισόποση απόδοση φόρου και εισφορών που είχαν παρακρατηθεί προς απόδοση, αλλά στην πραγματικότητα είχαν υπεξαιρεθεί. Οι πράξεις του αυτές αναφέρονται λεπτομερώς ανωτέρω στην αντίστοιχη κατηγορία, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Γνωρίζοντας, λοιπόν, ο κατηγορούμενος την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα, στη …, σε μη επακριβώς προσδιορισμένες ημερομηνίες, πάντως κατά το χρονικό διάστημα από του Απριλίου 1999 έως τις 31-12-2008: Α] δέχθηκε, μεταξύ άλλων, στην κατοχή του και έγινε δικαιούχος: α) συνολικού ποσού 170.854 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 1999, β) συνολικού ποσού 103.627,26 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2000, γ) συνολικού ποσού 197.247,09 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2001, δ) συνολικού ποσού 651.514,60 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2002, ε) συνολικού ποσού 272.458,59 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2003, στ) συνολικού ποσού 180.463,54 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2005, ζ) συνολικού ποσού 95.593,19 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2006, η) συνολικού ποσού 161.360,15 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2007, θ) συνολικού ποσού 15.893,48 ευρώ κατά τη διάρκεια του έτους 2008, ήτοι συνολικού ποσού 1.986.526,45 ευρώ, τα οποία κατέθεσε σε ατομικούς και κοινούς (με τη σύζυγό του) λογαριασμούς σε διάφορες τράπεζες (Eurobank με αριθμούς ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., Probank με αριθμούς ... ..., ..., Εθνική Τράπεζα με αριθμούς ... ..., Alpha Bank με αριθμούς ..., ..., ..., και Τράπεζα Κύπρου με αριθμό ...), τα οποία χρηματικά ποσά προήλθαν, όπως γνώριζε, από την παραπάνω κοινή και συγκλίνουσα στο ίδιο αποτέλεσμα εγκληματική δραστηριότητα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση του ιδίου στην υπηρεσία συνολικού ποσού άνω των 73.000 ευρώ και δη άνω των 150.000 ευρώ και σε βάρος της περιουσίας του προαναφερόμενου Ο.Τ.Α., Β] δέχθηκε στην κατοχή του και έγινε δικαιούχος επιμέρους χρηματικών ποσών συνολικού ποσού 1.065.554,05 ευρώ, το οποίο και μετέτρεψε, παρουσιάζοντας το ως δήθεν κέρδος από τη συμμετοχή του στο τυχερό παίγνιο με την ονομασία "ΣΤΟΙΧΗΜΑ" του Ο.Π.Α.Π., κατά τα ακόλουθα ποσά: 1) ποσό 312.838 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 31.982 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 28-8-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/15-9-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 2) ποσό 308.113 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 31.457 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 28-8-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/15-9-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 3) ποσό 1.206.686 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 104.104 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 4) ποσό 280.184 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 28.336 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 5) ποσό 428.668 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 44.852 δραχμών, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 15-11-1999 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/29-11-1999 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 6) ποσό 564.344 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 50.946 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 8.480 δραχμές και πληρώθηκε στις 10-2-2000, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 16-2-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-3-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 7) ποσό 1.049.728 δραχμών, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 101.632 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 7.360 δραχμές και πληρώθηκε στις 14-2-2000, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 16-2-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-3-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 8) ποσό 1.885.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 100.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 26-3-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/2-4-2000' βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 9) ποσό 1.700.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 26-3-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/2-4-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 10) ποσό 942.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5- 2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 11) ποσό 982.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 12) ποσό 1.290.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5- 2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 13) ποσό 932.500 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-5-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-9-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 14) ποσό 5.517.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 330.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 7-6-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/21-6-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 15) ποσό 1.010.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 100.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12-10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 16) ποσό 1.717.700 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 114.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12-10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 17) ποσό 1.292.685 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 50.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 12-10-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/5-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 18) ποσό 5.040.445 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 560.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 1-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 19) ποσό 5.230.440 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 369.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 1-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 20) ποσό 5.380.265 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 1.090.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 2-11-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-11-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 21) ποσό 2.417.625 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 80.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 5-12-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η .../9-12-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 22) ποσό 2.050.435 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 120.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 18-12-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η .../23-12-2000 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 23) ποσό 10.375.000 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 4.199.996 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 30-8-2000 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/19-9-2001 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 24) ποσό 7.964.280 δραχμών, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 145.000 δραχμές, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 9-10-2001 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/11-10-2001 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 25) ποσό 121.501,31 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 38.280,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 4-10-2002 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/8-10-2002 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 26) ποσό 20.104,84 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 2.358,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-1-2003 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/23-12-2003 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 27) ποσό 63.575,07 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 13.284,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 22-12-2003 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/23-12-2003 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 28) ποσό 80.598,85 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 20.739,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 14-6-2004 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/16-6-2004 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 29) ποσό 65.282,72 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 14.529,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 7-1-2005 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-1-2005 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 30) ποσό 125.160,15 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 889,46 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 19.331,00 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 2-1-2006 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/10-1-2006 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 31) ποσό 210.373,74 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 1.782,72 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 32.340,90 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 11-1- 2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/19-1-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 32) ποσό 179.618,00 ευρώ, για το οποίο επιβαρύνθηκε με φόρο 1.185,67 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 36.584,70 ευρώ, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 18-12-2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/ 18-12-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 33) ποσό 9.074,90 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 1.523,40 ευρώ και πληρώθηκε στις 8-10-2007, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 8- 10-2007 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/9-10-2007 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", 34) ποσό 14.537,59 ευρώ, από δελτίο με αναγραφόμενο κόστος 261,00 ευρώ και πληρώθηκε στις 24-4-2007, για τη βεβαίωση είσπραξης του οποίου υπέβαλε την από 24-1-2008 αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η …/25-1-2008 βεβαίωση κέρδους της "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.", τα οποία κερδίζοντα δελτία τα αγόραζε προς εξυπηρέτηση του ως άνω σκοπού, ωστόσο και το παραπάνω συνολικό ποσό (1.065.554,05 €) προήλθε, όπως γνώριζε, από την παραπάνω εγκληματική δραστηριότητα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση του ιδίου συνολικού ποσού άνω των 73.000 ευρώ και δη άνω των 150.000 ευρώ και σε βάρος της περιουσίας του προαναφερόμενου Ο.Τ.Α., το όποιο συνολικό ποσό έλαβε με τον ειδικότερο τρόπο που προέβη στη διάπραξη του άνω βασικού εγκλήματος υπεξαίρεσης και συγκαλυπτικής αυτής πλαστογραφίας, με την ανωτέρω δε συμπεριφορά του μετέβαλε την υλική μορφή του παραπάνω μέρους της περιουσίας που είχε προέλθει από την εν λόγω υπεξαίρεση, αφού τα αντίστοιχα υπεξαιρεθέντα ποσά μετατρέπονταν σε παραστατικά νομιμοφανούς απόκτησης χρημάτων από την Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.. Προέβη δε στις ανωτέρω ενέργειες με ενότητα σχεδίου και από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση των ως άνω χρηματικών ποσών. ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Μ. Λ. του Γ. ένοχο του ότι: Με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται κατά τον ποινικό νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα: Α) Στη … κατά το χρονικό διάστημα από του 1.1.1999 έως 31.12.2007 παρείχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση και κατά την τέλεση της πράξης της κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσης στην υπηρεσία σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, την οποία αυτός πράγματι διέπραξε, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ενώ συντρέχουν οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι (ο δράστης) εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, την πράξη δε αυτή του αυτουργού αποδεχόταν. Ειδικότερα: Ως γενικός γραμματέας του δήμου ..., θέση στην οποία διορίσθηκε από τον τρίτο κατηγορούμενο, δήμαρχο ..., Β. Π. τον Ιανουάριο του 1999 και παρέμεινε μέχρι την 31.12.2007, τις πρώτες ημέρες που ανέλαβε τα καθήκοντά του στο δήμο, τις αφιέρωσε στην εξοικείωση και στην κατανόηση των λειτουργιών των διαφόρων υπηρεσιών και πρώτης από όλες της Ταμειακής Υπηρεσίας που είναι η "καρδιά" κάθε Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Στο ενδιαφέρον του περιλαμβανόταν και ο υπάλληλος του τμήματος εξόδων της Ταμειακής Υπηρεσίας Π. Σ. που από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Σ' αυτόν, στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Το μήνα Μάρτιο του 1999 ο δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος Σ. Κ. (στενός φίλος και συνεργάτης του δημάρχου και αυτού, δηλαδή του Μ. Λ.) προσήγαγε τον Π. Σ., τον οποίο γνώριζε από τις πολλές έξω-υπηρεσιακές επαγγελματικές δραστηριότητές του, στο γραφείο του (του γενικού Γραμματέα Μ. Λ.) για να γίνουν οι γνωριμίες και οι κατάλληλες συστάσεις, οι οποίες και έγιναν. Αυτός (Μ. Λ.), από της αρχής της θητείας του, αναζητούσε μία πηγή στις οικονομικές υπηρεσίες του δήμου, από την οποία ο επιτήδειος υπάλληλος θα μπορούσε να "εκταμιεύσει" κάποια ποσά με προβαλλόμενο πρόσχημα την οικονομική ενίσχυση της δημοτικής παράταξης του τρίτου κατηγορουμένου, δημάρχου Β. Π. "...". Ως τέτοιον γρήγορα εντόπισε μετά την πρώτη γνωριμία το διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων Π. Σ., η διαχείριση του οποίου προσφερόταν για το σκοπό αυτό, αφού α) οι αποδόσεις των υπέρ τρίτων κρατήσεων (Φ.Μ.Υ. και ασφαλιστικών εισφορών) γινόταν όχι μόνο με επιταγές αλλά και με μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις, β) η Ταμειακή Υπηρεσία δεν είχε ασφαλή ελεγκτικό μηχανισμό και γ) η διαχείριση των υπέρ τρίτων αποδόσεων εξαιρούνταν από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στις πρώτες συναντήσεις έγιναν οι κατάλληλες βολιδοσκοπήσεις και στη συνέχεια ο Μ. Λ. συμφώνησε με τον Π. Σ. να υπεξαιρεί (να "εκταμιεύει", όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε) ο τελευταίος εξακολουθητικά και για αόριστο χρόνο μέρος των μετρητών που παραλάμβανε κατά τη διαχείρισή του από τις τακτοποιητέες εισπράξεις για την πληρωμή των Ταμείων. Ως πρόσχημα για τις "εκταμιεύσεις" προβλήθηκε η ανάγκη της οικονομικής ενίσχυσης με αυτές της παράταξης του δημάρχου "...". Ο Π. Σ., γνωρίζοντας πολύ καλά τις αδυναμίες του συστήματος, αφού υπεξαιρούσε χρήματα τουλάχιστον από το 1997 και είχε λάβει την απόφαση να συνεχίσει την παράνομη αυτή δραστηριότητα, του ανέπτυξε τις δυνατότητες που υπήρχαν για τέτοιου είδους, φυσικά παράνομες, "εκταμιεύσεις" στη διαχείρισή του, εξέφρασε όμως κάποιες ανησυχίες μήπως οι πράξεις του, σε ενδεχόμενη αλλαγή από τη νέα διοίκηση του δήμου στον τρόπο λειτουργίας και τη στελέχωση της Ταμειακής υπηρεσίας, υπέπιπταν στην αντίληψη των προϊσταμένων του. Αυτός (Μ. Λ.) τον καθησύχασε και διασκέδασε τις ανησυχίες και τους ενδοιασμούς του μήπως αποκαλυφθεί από τον έλεγχο των προϊσταμένων του, διαβεβαιώνοντάς τον με πειστικότητα, λόγω της σημαντικής θέσεώς του, ότι "αυτός ασκεί τη διοίκηση" στο Δήμο και υποσχόμενος ότι "όσοι πρέπει να γνωρίζουν, θα γνωρίζουν", εννοώντας σαφώς ότι δεν πρόκειται ν' αλλάξει κάτι στη λειτουργία της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου και ότι ο δήμαρχος είναι εν γνώσει της καταστάσεως. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυσε την ειλημμένη ήδη από τον Π. Σ. απόφαση για εξακολούθηση της υπεξαιρέσεως, παρέχοντάς του ψυχική συνδρομή στην κατ' εξακολούθηση τέλεση της αξιόποινης αυτής πράξης. Αφού λοιπόν επήλθε η συμφωνία, σε επόμενη συνάντηση που είχε ο Π. Σ. με το Μ. Λ. προσδιόρισαν περαιτέρω και τις λεπτομέρειες: Οι "εκταμιεύσεις" θα καλύπτονταν με πλαστά παραστατικά, που θα κατασκεύαζε ο Σ. από τα αποδοτέα στη ...’ Δ.Ο.Υ. και στα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ το προϊόν των εκταμιεύσεων θα παραδινόταν, στη συνέχεια κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από τον Π. Σ. στο Μ. Λ. σε τακτικά διαστήματα. Με τον τρόπο αυτό γενικός γραμματέας και διαχειριστής συμφώνησαν το σχέδιο συνέχισης των υπεξαιρέσεων με στόχο για το τρέχον έτος 1999 ποσό περί τα 60.000.000 δρχ. προς "ενίσχυση της ...", όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Μ. Λ. για να εξωραΐσει τα κίνητρα της ενέργειάς του. Έτσι συνέχισε ο Π. Σ. τις υπεξαιρέσεις του, παραδίνοντας (όπως είχε προσυμφωνηθεί) μέρος από τα κάθε φορά υπεξαιρούμενα ποσά κατά τα ανωτέρω, μετά την ολοκλήρωση της πράξης, σε τακτά ανά μήνα διαστήματα στον Μ. Λ.. Τελικά, ο Π. Σ., εκτέλεσε εξακολουθητικά τις πράξεις υπεξαιρέσεως, όπως είχε συμφωνηθεί με τον Μ. Λ., δραστηριότητα η οποία άρχισε, υπό τη νέα διοίκηση Π., περί το τέλος Απριλίου 1999 και διάρκεσε μέχρι τον Δεκέμβριο 2007, αποκαλύφθηκε δε τον Ιανουάριο του 2008. Πιο συγκεκριμένα, ο Π. Σ. από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 17.962.336 ευρώ που συνιστούσαν το μεγαλύτερο μέρος των μετρητών, ενσωματώνοντας το σύνολο αυτών στην προσωπική του περιουσία. Τα χρηματικά αυτά ποσά, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου, αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Στη συνέχεια, σε χρόνο μεταγενέστερο μετά τη συντέλεση κάθε μερικότερης υπεξαιρέσεως, από τα υπεξαιρεθέντα απέδιδε στο γενικό γραμματέα του δήμου Μ. Λ., όπως είχε συμφωνήσει μαζί του, το μεγαλύτερο ποσοστό, το ακριβές ύψος του οποίου δεν εξακριβώθηκε, εκείνος δε μοίραζε τα ληφθέντα μεταξύ αυτού και του Δημάρχου Β. Π., σε ποσοστό που επίσης δεν εξακριβώθηκε. Στο προαναφερόμενο χρονικό διάστημα (από Απριλίου 1999 έως 31.12.2007) ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 21.156.779,4 ευρώ. Ειδικότερα, ανά έτος παρέλαβε μετρητά ως εξής: 1999 379.802,81 ευρώ ή 129.417.807 δρχ., 2000 484.044,33 ευρώ ή 164.938.104 δρχ., 2001 655.605,62 ευρώ ή 223.397.612 δρχ., 2002 1.070.795,44 ευρώ ή 364.873.546 δρχ., 2003 2.606.280,64 ευρώ, 2004 3.093.981,17 ευρώ, 2005 4.350.525,35 ευρώ, 2004 4.528.202,88 ευρώ, 2007 3.963.834,80 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από το σύνολο των αναληφθέντων μετρητών, ανά έτος ιδιοποιήθηκε παράνομα τα εξής ποσά: Το έτος 1999 με αρχή το τέλος Απριλίου υπεξαίρεσε συνολικά 58.216.863 δρχ. (170.854 €). Το έτος 2000 υπεξαίρεσε συνολικά 61.258.128 δρχ. (179.774 €). Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,60 €. Το έτος 2002 υπεξαίρεσε συνολικά 472.227,70 €. Το έτος 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,70 €. Το έτος 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,70 €. Το έτος 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,80 €. Το έτος 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,90 €. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,40 €. Επομένως, από του Απριλίου 1999 έως 31.22.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,08 € και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 €. Ποσοστό 84,88%. Οι ανωτέρω πράξεις του στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχουν δε οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεδομένου ότι α) η τέλεση των κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεων διάρκεσε εννέα έτη διάστημα που κρίνεται όχι απλώς αλλά εξαιρετικά μακρό σε σχέση με τις απλές και συνήθεις περιπτώσεις εξακολουθητικών υπεξαιρέσεων που δεν υπερβαίνουν το διάστημα λίγων μηνών και β) το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό ανέρχεται όπως προαναφέρθηκε σε 17.962.336 €, το οποίο αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 6.120.486.368 δρχ. Επίσης, συγκρινόμενο με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (1999-2007), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 1.497 ετών. Β) Στη …, στους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όντας υπάλληλος με πρόθεση παρέσχε σε άλλον, ο οποίος είχε επίσης την ιδιότητα του υπαλλήλου, συνδρομή πριν από την τέλεση της πράξης του και κατά τον χρόνο τέλεσης αυτής. Ειδικότερα, ενώ ήταν Γενικός Γραμματέας του Ν.Π.Δ.Δ με την ονομασία "ΔΗΜΟΣ …" από το έτος 1999 μέχρι και τις 31.12.2007 και του είχε νομότυπα, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δήμου, ανατεθεί η προστασία ολοκλήρου του προσωπικού του Δήμου και η εποπτεία και ο έλεγχος σε όλες τις υπηρεσίες του Δήμου και δη στην Ταμειακή Υπηρεσία αυτού, όπως λεπτομερώς η λειτουργία αυτής περιγράφεται στο σκεπτικό, με τα πραγματικά περιστατικά και τις ηθελημένες ενέργειες, όπως όλα αυτά εκτενώς περιγράφονται στο σκεπτικό, παρείχε (πριν και κατά το χρονικό διάστημα από του Ιουλίου 2007 έως την 31.12.2007), με ισάριθμες εξακολουθητικές πράξεις του, ψυχική συνδρομή στον Π. Σ. πριν και κατά την τέλεση των μερικότερων πράξεων κατάρτισης πλαστών εγγράφων, τα οποία αυτός κατασκεύασε με σκοπό να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση τους ως προς γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένα, ο Π. Σ., έχοντας λάβει την απόφαση να συνεχίσει και μετά την 1.1.1999, που εγκαταστάθηκε στο δήμο ... η διοίκηση του νέου δημάρχου, τρίτου κατηγορουμένου Β. Π., τις υπεξαιρέσεις χρημάτων, που ήδη είχε αρχίσει από του έτους 1997, από τα μετρητά τα οποία λάμβανε, ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων από τις τακτοποιητέες εισπράξεις του δήμου, για να καταβάλει στα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία, αφού τον Απρίλιο 1999 έλαβε τη διαβεβαίωση αυτού (Μ. Λ.), ως γενικού γραμματέα του δήμου, όπως στην αμέσως προηγούμενη διάταξη αναφέρεται, ότι δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι στη στελέχωση και λειτουργία της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου, ώστε να μπορεί να εκτελεί εξακολουθητικά υπεξαιρέσεις μετρητών που λάμβανε από το Ταμείο του Δήμου, του ανέπτυξε σε συνάντηση που είχαν τον τρόπο, με τον οποίο θα υλοποιούσε τις υπεξαιρέσεις από το Ταμείο του Δήμου, καθώς και τον τρόπο, με τον οποίο θα κάλυπτε αυτές (κατά τον υπηρεσιακό έλεγχο που θα ακολουθούσε), δηλαδή με την προσκομιδή πλαστών αποδείξεων της ΕΤΕ για τα ασφαλιστικά ταμεία και διπλοτύπων της ...’ Δ.Ο.Υ. για τον αποδοτέο στο Δημόσιο Φ.Μ.Υ., μάλιστα του επέδειξε και δείγμα των πλαστών που θα κατασκεύαζε, αυτός (γενικός γραμματέας Μ. Λ.) συμφώνησε μαζί του και ενίσχυσε την απόφασή του να το κάνει, ενθαρρύνοντας την επιλογή του αυτή (για την κάλυψη με πλαστά), με την διαβεβαίωση ότι "αυτός είναι η διοίκηση στο δήμο". Έτσι τον συνέδραμε ψυχικά ώστε να προβεί στην πράξη της κατάρτισης των πλαστών που αναφέρονται στο σκεπτικό διότι γνώριζε ότι θα είχε την κάλυψη του γενικού γραμματέα του δήμου. Με τον τρόπο λοιπόν αυτό παρείχε με τη θέλησή του ψυχική συνδρομή, για την ολοκλήρωση της αντικειμενικής υπόστασής της εν λόγω πράξης, στο μόνιμο υπάλληλο της ταμειακής υπηρεσίας του Δήμου ..., Π. Σ.. Σ' αυτόν είχε ανατεθεί το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν επί τούτου από τις αποδοχές τους, καθώς και του επίσης παρακρατουμένου Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών που τους βάρυνε και για το λόγο αυτόν αναλάμβανε από το ταμείο του Δήμου, σε μετρητά, τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους. Αυτός λοιπόν προκειμένου να συγκαλύψει, από το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό των 17.962.336 ευρώ, κατά το χρόνο και τις μερικότερες πράξεις που περιγράφονται στο σκεπτικό, τις κατ' εξακολούθηση μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης που διέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από του Ιουλίου 2007 έως 31.12.2007 σε βάρος του Δήμου ..., όπως ειδικότερα οι πράξεις του αυτές περιγράφονται ανωτέρω, αλλά και στο σκεπτικό, κατασκεύασε πλαστά παραστατικά καταβολών προς ασφαλιστικούς φορείς και δημόσια ταμεία, με το σκοπό δε, αυτό ειδικότερα κατασκεύασε τα ακολούθως αναφερόμενα παραστατικά πληρωμών προς τράπεζες και δημόσια ταμεία, στις ακολούθως παρατιθέμενες και αναγραφόμενες σε αυτά ημερομηνίες εκδόσεως του καθενός από αυτά. Ειδικότερα, ο Π. Σ..ς κατάρτισε τα εξής πλαστά έγγραφα: α.- Αποδείξεις ΕΤΕ. Στις παρακάτω ημερομηνίες του έτους 2007, προκειμένου να καλύψει την ιδιοποίηση των αντιστοίχως παρατιθεμένων ποσών, κατασκεύασε τις παρακάτω εξ ολοκλήρου πλαστές αποδείξεις καταθέσεως της ΕΤΕ θέτοντας σε αυτές δικής του εμπνεύσεως στοιχεία και υπογραφές:
Β.- Διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Στις παρακάτω ημερομηνίες του έτους 2007, έθεσε στις θέσεις του προϊστάμενου και του ταμεία στα έντυπα των προσωρινών και οριστικών δηλώσεων απόδοσης παρακρατουμένων φόρων και στα αντίστοιχο διπλότυπα είσπραξης σφραγίδες και υπογραφές με τα ονόματα "Γ. Α. και Β. Μ.", τα οποία όμως είναι πρόσωπα άγνωστα στη ...’ ΔΟΥ και στο Υπουργείο Οικονομικών γενικά και έτσι κατασκεύασε τα ακόλουθα εξ ολοκλήρου πλαστά έγγραφα:
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Β. Π. του Ν. ένοχο του ότι: Στη … κατά το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 1999 έως 31.12.2007 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση παρείχε, δια παραλείψεως, σε υπάλληλο, κατά την έννοια του νόμου, οποιαδήποτε συνδρομή για να τελεί υπεξαιρέσεις μετρητών από το ταμείο της Υπηρεσίας του κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και συγκεκριμένα αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίζει κάθε φορά την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, εν τούτοις αυτός ηθελημένα παρέλειπε να το πράττει εν γνώσει της τελέσεως της κύριας πράξεως από το δράστη, η οποία τελέστηκε σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ενώ συντρέχουν οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι (ο δράστης) εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα: Ανέλαβε, από 1.1.1999 τη διοίκηση του δήμου ... του οποίου ανακηρύχθηκε δήμαρχος συνολικά επί τρεις συνεχείς τετραετίες( 1999-2010). Υπό την ιδιότητα αυτή του δημάρχου όρισε ως γενικό γραμματέα του δήμου, δηλαδή στην πλέον σημαντική και καίρια μετά τη δική του θέση, τον από πολλών ετών στενότατο συνεργάτη του Μ. Λ., τον οποίο διατήρησε στη θέση αυτή και στις τρεις τετραετίες της διοικήσεώς του κυρίως γιατί διατηρούσε απόλυτη εμπιστοσύνη προς αυτόν. Ο γενικός του γραμματέας Μ. Λ.ς, αφού προηγήθηκε ενημέρωση και έγκριση αυτού (Β. Π.), συμφώνησε με τον υπάλληλο του δήμου Π. Σ., να υπεξαιρεί ο τελευταίος εξακολουθητικά χρήματα από τα ταμεία του δήμου, όπως ειδικότερα η πράξη του αναλύεται ανωτέρω αλλά και στο σκεπτικό. Ο Π. Σ. ήταν υπάλληλος του τμήματος εξόδων της Ταμειακής Υπηρεσίας και από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Σ' αυτόν, στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Η διαχείριση αυτού προσφερόταν για υπεξαιρέσεις, για τις οποίες συμφώνησε μαζί του ο γενικός γραμματέας του δήμου, αφού α) οι αποδόσεις των υπέρ τρίτων κρατήσεων (Φ.Μ.Υ. και ασφαλιστικών εισφορών) γινόταν όχι μόνο με επιταγές αλλά και με μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις, β) η Ταμειακή Υπηρεσία δεν είχε ασφαλή ελεγκτικό μηχανισμό και γ) η διαχείριση των υπέρ τρίτων αποδόσεων εξαιρούνταν από τον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Όλα αυτά δε ήταν εν γνώσει του δημάρχου και του γενικού γραμματέα του δήμου. Ο Μ. Λ. ευθέως ενίσχυσε τον Π. Σ. στην ειλημένη απόφασή του να υπεξαιρεί (να "εκταμιεύει", όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε) εξακολουθητικά και για αόριστο χρόνο μέρος των μετρητών που παραλάμβανε κατά τη διαχείρισή του από τις τακτοποιητέες εισπράξεις για την πληρωμή των Ταμείων, διαβεβαιώνοντάς τον ότι "αυτός είναι η διοίκηση του δήμου" και "όσοι πρέπει να γνωρίζουν, θα γνωρίζουν" για τις εκταμιεύσεις, υπονοώντας σαφώς ότι δεν πρόκειται ν' αλλάξει κάτι στη στελέχωση και τη λειτουργία της Ταμειακής Υπηρεσίας και ότι εν γνώσει όλων είναι και ο δήμαρχος. Ως πρόσχημα για τις συμφωνημένες "εκταμιεύσεις" προβλήθηκε η ανάγκη της οικονομικής ενίσχυσης με αυτές της παράταξης του δημάρχου "...". Με τον τρόπο αυτό, γενικός γραμματέας και διαχειριστής έθεσαν, κατά τη διάρκεια της διοίκησης του νέου δημάρχου (Β. Π.) σε λειτουργία το σχέδιο των υπεξαιρέσεων, τις οποίες ο Σ.ς διέπραττε από το 1997 και είχε λάβει απόφαση να συνεχίσει και υπό τη νέα διοίκηση, με στόχο για το τρέχον έτος 1999 ποσό περί τα 60.000.000 δρχ. προς ενίσχυση της "...", όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Μ. Λ. για να εξωραΐσει τα κίνητρα της θέσεώς του. Έτσι ο Π. Σ. συνέχισε εξακολουθητικά τις πράξεις υπεξαιρέσεως, όπως είχε συμφωνήσει με το Μ. Λ., δραστηριότητα η οποία άρχισε περί το τέλος Απριλίου 1999 και διάρκεσε μέχρι την 31.12.2007, αποκαλύφθηκε δε τον Ιανουάριο του 2008. Πιο συγκεκριμένα, ο Π. Σ.ς από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε, με το πρόσχημα να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, διάφορα ποσά συνολικού ύψους 17.962.336 ευρώ, που συνιστούσαν το μεγαλύτερο μέρος των μετρητών, ενσωματώνοντας το σύνολο αυτών στην προσωπική του περιουσία. Τα χρηματικά αυτά ποσά, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου, αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Στη συνέχεια δε, σε χρόνο μεταγενέστερο της συντέλεσης κάθε μερικότερης υπεξαιρέσεως, που υλοποιείτο είτε την ίδια ημέρα που λαμβάνονταν τα μετρητά είτε το αργότερο την επομένη, από τα υπεξαιρεθέντα απέδιδε στο γενικό γραμματέα του δήμου Μ. Λ., όπως είχε συμφωνήσει μαζί του, το μεγαλύτερο ποσοστό, το ακριβές ύψος του οποίου δεν εξακριβώθηκε, εκείνος δε μοίραζε τα ληφθέντα μεταξύ αυτού και του Δημάρχου Β. Π.. Αυτός (δήμαρχος Β. Π.) γνώριζε το συνολικό σχέδιο και τη χρονική του εξέλιξη τόσο από την πληροφόρηση που είχε από το γενικό του γραμματέα, ο οποίος πριν αρχίσει την υλοποίησή του τον ενημέρωσε και το ενέκρινε, όσο και από την τακτική απόληψη του προϊόντος των υπεξαιρέσεων μέσω του γενικού του γραμματέα που το παραλάμβανε από το δράστη και για δικό του λογαριασμό. Αν και είχε, ως δήμαρχος, από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με την έννομη θέση του, που ειδικότερα αναφέρονται στο σκεπτικό, τη θέση του εγγυητή της διαφυλάξεως της περιουσίας του δήμου που διοικούσε και ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προστατεύει αυτήν και να τη διαφυλάσσει από προβολές τρίτων, ιδιαίτερα δε είχε την ευθύνη αυτή έναντι προσβολών προερχόμενων από το υπαλληλικό προσωπικό του Δήμου, του οποίου προΐστατο και διηύθυνε τις υπηρεσίες του, ήταν δε προϊστάμενος όλου του προσωπικού του οποίου ασκούσε και τον πειθαρχικό έλεγχο, γνωρίζοντας ότι ο υπάλληλος του Δήμου Π. Σ. υπεξαιρεί χρήματα από το ταμείο του Δήμου, τον άφηνε ηθελημένα να παραλαμβάνει τα χρήματα σε μετρητά και στη συνέχεια να τα ιδιοποιείται σε όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, παραλείποντας εξακολουθητικά να παρέμβει για να παρεμποδίσει το δράστη και να αποτρέψει την ιδιοποίηση, μολονότι ήταν σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά και άμεσα είτε με την εντολή της παύσεως χορηγήσεως μετρητών, είτε με ενδελεχή και καθημερινό έλεγχο της διαχειρίσεώς του. Έτσι καθίστατο κάθε φορά απλός συνεργός αυτού δια παραλείψεως. Με την (αρνητική) αυτή συνδρομή παρείχε στο δράστη (Π. Σ. ) την ευχέρεια να τελεί ανενόχλητα τις υπεξαιρέσεις. Ειδικότερα στο χρονικό διάστημα από Απριλίου 1999 έως 31.1.2007 ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 21.156.779,40 ευρώ. Ειδικότερα, ανά έτος παρέλαβε μετρητά ως εξής: 1999 379.802,81 ευρώ ή 129.417.807 δρχ., 2000 484.044,33 ευρώ ή 164.938.104 δρχ., 2001 655.605,62 ευρώ ή 223.397.612 δρχ., 2002 1.070.795,44 ευρώ ή 364.873.546 δρχ., 2003 2.606.280,64 ευρώ, 2004 3.093.981,17 ευρώ, 2005 4.350.525,35 ευρώ, 2006 4.528.202,88 ευρώ, 2007 3.963.834,80 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από τα ανωτέρω αναληφθέντα μετρητά ανά έτος ιδιοποιήθηκε παράνομα τα εξής ποσά: Το έτος 1999 με αρχή το τέλος Απριλίου υπεξαίρεσε συνολικά 58.216.863 δρχ. (170.854 €). Το έτος 2000 υπεξαίρεσε συνολικά 61.258.128 δρχ. (179.774 €). Το έτος 2001 υπεξαίρεσε συνολικά 461.965,60 €. Το έτος 2002 υπεξαίρεσε συνολικά 472.227,70 €. Το έτος 2003 υπεξαίρεσε συνολικά 2.180.182,70 €. Το έτος 2004 υπεξαίρεσε συνολικά 2.758.948,70 €. Το έτος 2005 υπεξαίρεσε συνολικά 3.931.226,80 €. Το έτος 2006 υπεξαίρεσε συνολικά 4.220.786,90 €. Το 2007 υπεξαίρεσε συνολικά 3.586.379,40 €. Επομένως, από τον Απρίλιο του 1999 έως 31.12.2007 διαχειρίστηκε μετρητά 21.133.074,08 € και υπεξαίρεσε συνολικά 17.962.336 €. Ποσοστό 84,88%. Οι ανωτέρω πράξεις του στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχουν δε οι ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε τις υπεξαιρέσεις επί μακρό χρόνο και το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεδομένου ότι α) η τέλεση των κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεων διάρκεσε εννέα έτη, διάστημα που κρίνεται όχι απλώς αλλά εξαιρετικά μακρό σε σχέση με τις απλές και συνήθεις περιπτώσεις εξακολουθητικών υπεξαιρέσεων που δεν υπερβαίνουν το διάστημα λίγων μηνών και β) το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό ανέρχεται όπως προαναφέρθηκε σε 17.962.336 €, το οποίο αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 6.120.486.368 δρχ. Επίσης, συγκρινόμενο με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (1999-2008), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 1.497 ετών. ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Γ. Γ. του Α. ένοχο του ότι: Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε, από τις περιστάσεις να επιδείξει, παρέλειψε υπό την ιδιότητά του του προϊσταμένου δημόσιας υπηρεσίας να προβεί στον έλεγχο των υφισταμένων του, με συνέπεια να τελεσθεί σε βάρος της υπηρεσίας του έγκλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 και συγκεκριμένα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ... κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα αν και είχε υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων του δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά, αυτός από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση του, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς του είχε, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που στρεφόταν κατά του δήμου ... που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ενώ συντρέχει η ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση ότι το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε ο δράστης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα: Όντας μόνιμος υπάλληλος, υπηρέτησε στο Δήμο ... ως αναπληρωτής Δ/ντής Ταμειακής Υπηρεσίας από 14.8.2007 έως 31.12.2007. Ο Π. Σ. ήταν υπάλληλος του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας και από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Τελούσε επομένως υπό την εποπτεία του ως διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Σ' αυτόν (Σ.), στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, του είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Ο Π. Σ. από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε από τον διευθυντή του, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 1.760.048 ευρώ. Τα χρηματικά αυτά ποσά (μετρητά) που του τα παρέδινε με την παροχή μίας απλής απόδειξης αυτός (Γ. Γ.) ως διευθυντής μέσω του αρμοδίου υπαλλήλου, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Αυτός (Γ. Γ.) από αμέλεια, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και συγκεκριμένα στο χρονικό διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007, ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 1.944.805 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Το ποσό αυτό των 1.944.805 ευρώ ο Π. Σ. το ιδιοποιήθηκε παράνομα, οι πράξεις του δε αυτές στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχει δε η ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση ότι το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεδομένου ότι αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 662.692.303 δρχ. Επίσης, συγκρινόμενο με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (2007-2008), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 162 ετών. ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Θ. Γ. του Γ. ένοχο του ότι: Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 5.7.2007 έως 13.8.2007 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε, από τις περιστάσεις να επιδείξει, παρέλειψε υπό την ιδιότητά του του προϊσταμένου δημόσιας υπηρεσίας να προβεί στον έλεγχο υφισταμένου του, με συνέπεια να τελεσθεί σε βάρος της υπηρεσίας του έγκλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 και συγκεκριμένα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ... κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα αν και είχε υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων του δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά, αυτός από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση του, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς του είχε, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που στρεφόταν κατά του δήμου ... που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Ειδικότερα: Όντας μόνιμος υπάλληλος, υπηρέτησε στο Δήμο ... ως αναπληρωτής Δ/ντής Ταμειακής Υπηρεσίας από 5.7.2007 έως 13.8.2007. Ο Π. Σ. ήταν υπάλληλος του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας και από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Τελούσε επομένως υπό την εποπτεία του ως διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας , κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Σ' αυτόν (Σ.), στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, του είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Ο Π. Σ. από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε από τον διευθυντή του, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 407.991,54 ευρώ. Τα χρηματικά αυτά ποσά (μετρητά) που του τα παρέδινε με την παροχή μίας απλής απόδειξης αυτός (Θ. Γ.) ως διευθυντής μέσω του αρμοδίου υπαλλήλου, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Αυτός (Θ. Γ.) από αμέλεια, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά, αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και συγκεκριμένα στο χρονικό διάστημα από 5.7.2007 έως 13.8.2007, ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 407.991,54 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από το ποσό αυτό των 407.991,54 ευρώ ο Π. Σ. ιδιοποιήθηκε παράνομα 369.232,34 ευρώ, οι πράξεις του δε αυτές στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ." Με βάση τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό και στο ως άνω διατακτικό της, τα οποία αλληλοσυμπληρώνονται, ως προς τις συνεκδικαζόμενες αναιρέσεις ρητέα τα εξής: 1. Ως προς την από 9-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αναίρεση του Π. Σ. του Κ.:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 4 του Ν. 2331/1995, όπως η παρ. 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 2655/1998, "με ποινή καθείρξεως μέχρι δέκα ετών τιμωρείται όποιος από κερδοσκοπία, ή με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα". Η έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητας", που προβλέπεται και τιμωρείται κατά την ως άνω διάταξη, προσδιορίζεται στην τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων που απαριθμούνται περιοριστικά στο στοιχείο α' του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995, μεταξύ των οποίων ρητώς αναφέρεται ως υποπερίπτωση (αζ) και το έγκλημα της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος. Με την τροποποίηση του Ν. 2331/1995 δια του Ν. 3424/13-12-2005 απαλείφθηκε, από τα περιοριστικά αριθμούμενα "βασικά" αδικήματα του άρθρου 1 στοιχ. α', η υποπερίπτωση (αζ) που αφορά την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, προστέθηκε, όμως, με την παρ.1 του άρθρου 1 του Ν. 3424/2005, η υποπερίπτωση (ιι), σύμφωνα με την οποία εντάσσεται στα βασικά εγκλήματα "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ", επομένως και η πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, αφού αυτή τιμωρείται με κάθειρξη που το ελάχιστο όριο της είναι πέντε (5) έτη. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που είναι υπαλλακτικώς μικτό και ιδιώνυμο έγκλημα, υπό την έννοια ότι οι περισσότεροι τρόποι πραγματώσεώς του αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δραστηριότητας και μπορούν να εναλλαχθούν, ενώ, στην περίπτωση συνδρομής περισσοτέρων τρόπων τελέσεως, τελείται ένα μόνο έγκλημα, του οποίου, μάλιστα, χρόνος τελέσεως είναι ο χρόνος που εκδηλώθηκε ο πρώτος τρόπος τελέσεως, αντικειμενικώς μεν απαιτείται αγορά, απόκρυψη, λήψη με τη μορφή της εμπράγματης ασφάλειας, αποδοχή στην κατοχή, μετατροπή ή μεταβίβαση οποιασδήποτε περιουσίας, που προέρχεται από την τέλεση των εμπεριεχόμενων στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου αξιόποινων πράξεων, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος, έστω και ενδεχόμενος, για τη συνδρομή των ανωτέρω στοιχείων και, επιπλέον, ο δράστης να ενεργεί με σκοπό την κερδοσκοπία ή τη συγκάλυψη της αληθινής προέλευσης της από το άρθρο 1 στοιχ. γ' του ίδιου νόμου καθοριζόμενης "περιουσίας", η οποία περιλαμβάνει τα "περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων". Από τη γραμματική δε διατύπωση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 (και πριν από την ισχύ του Ν. 3424/2005), συνάγεται ότι αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποιήσεως, μόνον στην περίπτωση της νομιμοποιήσεως προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα. Τούτο διότι, κάνοντας μνεία ο νομοθέτης για παροχή συνδρομής σε ενεχόμενο σε εγκληματική δραστηριότητα πρόσωπο, αναφέρεται προφανώς σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι και το ενεργητικό υποκείμενο μιας εκ των πράξεων του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995 και, στην περίπτωση αυτή, αποκλείεται η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον υπαίτιο του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει και δεδομένου ότι χρησιμοποιεί την έκφραση "όποιος", ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα και γι' αυτό δεν πρέπει να γίνεται συσταλτική ερμηνεία του, αφού έχει θεσπισθεί για την αντιμετώπισή του. Το ότι ακολούθως οι Ν. 3424/2005 και 3691/2008 όρισαν, ο μεν πρώτος στο άρθρο 3 παρ. 1 εδ. δ', ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των εδαφίων α', β' και γ', αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσεως, ο δε δεύτερος στο άρθρο 45 παρ. 1 εδ. ε', ότι η ποινική ευθύνη για το βασικό αδίκημα δεν αποκλείει την τιμωρία των υπαιτίων για τις πράξεις των εδαφίων α', β' και γ', εφόσον τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των πράξεων νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι διαφορετικά από εκείνα του βασικού αδικήματος, δεν σημαίνει ότι οι ανωτέρω νόμοι θέσπισαν για πρώτη φορά τις προϋποθέσεις ταυτίσεως του δράστη του βασικού εγκλήματος με το δράστη της νομιμοποιήσεως, αλλά απλώς οι νόμοι αυτοί περιέλαβαν ρητώς στις διατάξεις τους τις ως άνω προϋποθέσεις, οι οποίες υπό την προηγούμενη διατύπωση του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995 θεωρούνταν αυτονόητες. Τέλος, ναι μεν στο δυσμενέστερο στο σύνολό του Ν. 3691/5-8-2008 και συγκεκριμένα στο άρθρο 2 παρ. 2 στοιχ. δ' αυτού τυποποιείται για πρώτη φορά ως τρόπος τελέσεως του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων "η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ' αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα", δηλαδή ότι μπορεί να θεωρηθεί η απλή και μόνο κατάθεση σε τράπεζα του προϊόντος ενός εγκλήματος, εφόσον αποδεικνύεται και η συνδρομή του σκοπού πρόσδοσης νομιμοφάνειας στα έσοδα αυτά, ως αυτοτελής πράξη νομιμοποιήσεως εσόδων, όμως, και υπό το κράτος της ισχύος του προηγούμενου νόμου, που ως επιεικέστερος στο σύνολό του διέπει την κρινόμενη περίπτωση κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ., δεν αποκλειόταν η νομιμοποίηση εσόδων που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα να γίνει με κατάθεση αυτών σε Τράπεζα, εφόσον ο δράστης, με τον τρόπο αυτό, συγκάλυπτε την παράνομη προέλευση των εσόδων που προερχόταν από την παράνομη δραστηριότητά του, επιχειρώντας να προσδώσει στα εν λόγω έσοδά του νομιμοφανή υπόσταση, μέσω του τραπεζικού συστήματος. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα υπόλοιπα. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων Π. Σ. τέλεσε την αξιόποινη πράξη της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα για την οποία καταδίκαστηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, 1 παρ. 1 και 3 παρ. 1 εδ. δ' του Ν. 3424/2005, 2 παρ. 2 στοιχ. δ' και 45 παρ. 1 εδ. ε' του 3691/2008 και 2 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου η προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, ως προς τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, για την οποία και μόνον προσβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως του Π. Σ. η προσβαλλόμενη απόφαση, στις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, εκτίθεται με σαφήνεια ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, εκτός του ότι ορισμένες φορές εμφάνιζε τα υπεξαιρεθέντα χρήματα ως κέρδη από συμμετοχή του σε τυχερά παίγνια διεξαγόμενα από την "Ο.Π.Α.Π. Α.Ε." και δη από το "ΣΤΟΙΧΗΜΑ" και συγκεκριμένα, αξιοποιώντας κυρίως το πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ του αδελφού του, προέβαινε σε εξαγορά κερδιζόντων δελτίων του Ο.Π.Α.Π. προκειμένου να προσδώσει νομιμοφανή προέλευση στα χρήματα που είχε υπεξαιρέσει, τις περισσότερες φορές, με σκοπό την κερδοσκοπία και τη συγκάλυψη της παράνομης προελεύσεως των εσόδων που αποκόμισε με τον προαναφερόμενο τρόπο από την πράξη της κατ' εξακολούθηση κακουργηματικής υπεξαίρεσης στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ..., επιδιώκοντας να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση σ' αυτά μέσω του τραπεζικού συστήματος, την ίδια ημέρα που υπεξαιρούσε ένα ποσό από τις τακτοποιητέες εισπράξεις του δήμου ..., λίγες ώρες αργότερα, κατέθετε ακριβώς το ισόποσο σε ορισμένες περιπτώσεις, στις περισσότερες όμως περιπτώσεις λίγο περισσότερα ή λίγο λιγότερα χρήματα, σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό δικό του ή της συζύγου του ή σε κοινό λογαριασμό και των δύο, ακολούθως δε προέβαινε σε αναλήψεις και καταθέσεις ποσών μεταξύ των λογαριασμών, χρησιμοποιώντας μάλιστα και μέρος των χρημάτων που αναλάμβανε και για τις ανάγκες των επιχειρήσεών του. Ακόμη, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι οι επιμέρους πράξεις νομιμοποιήσεως έγιναν από κερδοσκοπία και, όπως συνάγεται από τα ποσά που αφορούσε η νομιμοποίηση και η δεκαετής σχεδόν χρονική έκταση της επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Π. Σ., τόσο με χρηματικές καταθέσεις, όσο και με μετατροπή μέρους των χρηματικών απολήψεων σε κέρδη από τυχερά παίγνια, συνέτρεχε και σκοπός συγκάλυψης της αληθινής προέλευσης των χρημάτων. Οι αιτιάσεις του αναιρεσειόντος Π. Σ. ότι, υπό την ισχύ του Ν. 2331/2095, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το Ν. 3424/2005, δεν μπορούσε ο δράστης του προηγουμένου βασικού εγκλήματος να είναι και δράστης της νομιμοποιήσεως των εσόδων που προέρχονταν από αυτό, ενώ η απλή κατάθεση στην Τράπεζα μπορεί να θεωρηθεί ως τρόπος τελέσεως του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων μετά την ισχύ του δυσμενέστερου Ν. 3691/2008, είναι αβάσιμες, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ακόμη και υπό το κράτος του Ν. 2331/1995, όπως και μετά την τροποποίησή του με το Ν. 3424/2005, αποκλειόταν η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος, από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα, με τον δράστη της νομιμοποιήσεως, μόνον στην περίπτωση της νομιμοποιήσεως προς το σκοπό παροχής συνδρομής σε πρόσωπο που ενεχόταν σε εγκληματική δραστηριότητα, περί της οποίας περιπτώσεως δεν πρόκειται εδώ, όχι δε και στις λοιπές περιπτώσεις, ενώ η κατάθεση σε Τράπεζα εσόδων που προέρχονταν από εγκληματική δραστηριότητα στοιχειοθετούσε την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, έστω και αν δεν προβλεπόταν ρητώς. Αιτιολογείται δε επαρκώς ότι η πραγμάτωση του βασικού εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, καθώς και αυτή του εγκλήματος της νομιμοποιήσεως εσόδων ήταν προσχεδιασμένα, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται κατά ποιο τρόπο η κατάθεση σε τραπεζικούς λογαριασμούς προσέδωσε νομιμοφανή υπόσταση στα συγκεκριμένα έσοδα, εάν, δηλαδή, και πώς παρήχθη με την κατάθεση νόμιμος τίτλος που να δικαιολογεί την κατοχή των ποσών αυτών ως προερχομένων από νόμιμες δραστηριότητες, αρκεί δε το αναγραφόμενο ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Π. Σ. επεδίωκε να προσδώσει νομιμοφανή υπόσταση στα παράνομα έσοδα μέσω του τραπεζικού συστήματος, και οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του είναι αβάσιμες.
Επομένως, αφού οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ. μοναδικοί λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του Π. Σ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως μόνον κατά το μέρος που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Π. Σ. για κατ' εξακολούθηση νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα από κερδοσκοπία, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει κάποιος άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα στην αίτηση αναιρέσεως του Π. Σ., πρέπει αυτή να απορριφθεί, να του επιβληθούν τα από 250 ευρώ έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στην από τριακόσια (300) ευρώ μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ., 276 παρ. 1 εδ. β' Ν.3463/2006 και 22 παρ.1 Ν.3693/1957). 2. Ως προς την από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αναίρεση του Μ. Λ. του Γ.:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 25 του Ν. 4055/2012, η οποία εφαρμόζεται ως ευμενέστερη και για πράξεις που τελέστηκαν πριν από την τροποποίησή της (άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ.), υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητας του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή ββ)το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 παρ. 1 του Π.Κ. με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) πράξη παράνομης ιδιοποίησης ξένων κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, δηλαδή πραγμάτων ή χρημάτων των οποίων η κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, ανήκει (πλήρως ή εν μέρει) σε τρίτα πρόσωπα, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α' του Π.Κ., όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του Π.Κ. και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, άσχετα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι' αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία εκδηλώνει τη θέληση του να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος αυτού. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (πλήρως ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν (δράστη) από τον νόμο, ενώ δεν αρκεί η ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται είτε ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης να είναι, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ είτε το αντικείμενο της πράξης να έχει αξία συνολικά ανώτερη των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Ως ιδιαίτερα δε τεχνάσματα, κατά την έννοια του άρθρου 258 του Π.Κ., νοούνται υλικές ενέργειες ή παραλείψεις του υπαλλήλου που αποσκοπούν και συντελούν στην πραγματοποίηση και στη συγκάλυψη της παράνομης ιδιοποίησης πραγμάτων ή χρημάτων, με την πρόσδοση φαινομενικής και απατηλής νομιμοφάνειας στις επιλήψιμες ενέργειες ή παραλείψεις του και με την παρεμπόδιση ή τη δυσχέρανση των τακτικών ή εκτάκτων ελέγχων από τα εκάστοτε αρμόδια ελεγκτικά όργανα, ώστε αυτός, επωφελούμενος από τη δημιουργούμενη φαινομενική και απατηλή νομιμοφάνεια και τη συνακόλουθη παρεμπόδιση ή δυσχέρανση των σχετικών ελέγχων, να πραγματώνει και να συνεχίζει την εγκληματική δράση του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235. 236, 237, 242. 256, 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 α του Π.Κ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης. Ενώ, εάν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, και ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Η εν λόγω διάταξη δεν τυποποιεί εξαρχής νέα εγκλήματα, αλλά εισάγει επιβαρυντικές περιστάσεις και επαυξάνει το αξιόποινο των αντίστοιχων βασικών εγκλημάτων του Π.Κ. με τη συνδρομή ζημίας ορισμένου ύψους και συγκεκριμένα ανώτερης των 150.000 ευρώ (βλ. άρθρο 5 παρ. 7 Ν. 2943/2001) σε βάρος του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 263α του Π.Κ., στα οποία περιλαμβάνονται και οι Ο.Τ.Α. (Δήμοι, κ.λπ.), προϋποθέτοντας την πλήρωση όλων των νομοτυπικών στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως των βασικών εγκλημάτων του Π.Κ. που αναφέρονται σ' αυτή. Έτσι, εάν το έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, λόγω του ύψους της αξίας του αντικειμένου του, υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, είναι χωρίς έννομη σημασία η συνδρομή ή μη των επιβαρυντικών κακουργηματικών περιστάσεων του άρθρου 258 στοιχείο γ' περ. αα' και ββ' του Π.Κ.. Όταν δε πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα που υπάγεται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, για τον προσδιορισμό της αξίας του επιδιωκόμενου παράνομου οφέλους η της ζημίας που προκλήθηκε η απειλήθηκε και για τον καθορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό περιεχόμενο όλων των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος (βλ. άρθρο 16 παρ. 2 Ν.Δ 2576/1953). Ακόμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του Π.Κ., όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του Π.Κ. από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως ή καταστάσεως δημοσίας ή ιδιωτικής φύσεως, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ο σκοπός της παραπλάνησης. Τέλος, κατά μεν το άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. β' του Π.Κ. τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1, που έχει τον υπότιτλο "απλός συνεργός", όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό (χωρίς να είναι άμεση), εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του, στην πραγμάτωσή της. Η συνδρομή του απλού συνεργού όπως αναφέρθηκε δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και την ενθάρρυνση αυτού, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος, είτε με την εξάλειψη των ιχνών του, είτε με την μη αποκάλυψή του. Ακόμη, η απλή συνδρομή στον δράστη αξιόποινης πράξης μπορεί να τελεσθεί και με παράλειψη, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 15 του Π.Κ., όταν ο απλός συνεργός, παρόλο που έχει από το νόμο ή από τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργειά του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αν και μπορεί να παρεμποδίσει τούτο, ανέχεται ή δεν ενεργεί προς αποτροπή του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων, απολογιών κ.λπ.), η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων Μ. Λ. τέλεσε τις αξιόποινες πράξεις 1) της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... (Ο.Τ.Α.), που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ και με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και 2) της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία εγγράφων μετά χρήσεως που τέλεσε επίσης ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., για τις οποίες καταδικάστηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... (Ο.Τ.Α.), που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ και με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και του εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία εγγράφων μετά χρήσεως που τέλεσε επίσης ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., για τα οποία εγκλήματα καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Μ. Λ., τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. α' και γ', 47 παρ. 1, 258, 375 παρ. 1, 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, 263α και 216 παρ. 1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου η προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, η αιτίαση ότι υπάρχει αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το χρόνο τελέσεως της απλής συνέργειας του αναιρεσείοντος Μ. Λ. στην κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., είναι αβάσιμη, αφού, από τις προαναφερθείσες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως αυτές προκύπτουν από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, η προσβαλλόμενη απόφαση, τόσο στο σκεπτικό της, όσο και στο διατακτικό της, δέχεται με σαφήνεια ως χρόνο τελέσεως της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας του αναιρεσείοντος Μ. Λ. στις κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεις στην υπηρεσία που διέπραξε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του έτους 1999 μέχρι και 31-12-2007. Απλώς δέχεται ότι ο αναιρεσείων Μ. Λ. είχε αναλάβει καθήκοντα Γενικού Γραμματέα του Δήμου ... από 1-1-1999 που ανέλαβε Δήμαρχος ο συγκατηγορούμενός του Β. Π. και ότι ο Π. Σ. τελούσε υπεξαιρέσεις στην υπηρεσία και πριν συνεννοηθεί προς τούτο με τον αναιρεσείοντα Μ. Λ. τον Μάρτιο του 1999, οπότε και τον συνάντησε, με τη μεσολάβηση του Σ. Κ., τότε δημοτικού συμβούλου και αντιδημάρχου του Δήμου … και συνεννοήθηκε μαζί του για τις υπεξαιρέσεις προς δήθεν ενίσχυση της δημοτικής παρατάξεως του Δημάρχου Π. "...". Η αιτίαση ότι υπάρχει αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς το χρόνο τελέσεως της απλής συνέργειας του αναιρεσείοντος Μ. Λ. στην κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία μετά χρήσεως που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., είναι αβάσιμη, αφού, από τις προαναφερθείσες αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως αυτές προκύπτουν από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, η προσβαλλόμενη απόφαση, τόσο στο σκεπτικό της, όσο και στο διατακτικό της, δέχεται με σαφήνεια ως χρόνο τελέσεως της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας του αναιρεσείοντος Μ. Λ. στις κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίες μετά χρήσεως που διέπραξε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., το χρονικό διάστημα από του Ιουλίου 2007 έως 31-12-2007, η δε αναφορά της ημερομηνίας από Απρίλιο του έτους 1999 στην περιγραφή της εν γένει συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος αναφέρεται στον χρόνο ενάρξεως της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειάς του στην κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση και όχι στο χρόνο τελέσεως της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειάς του στην κατ' εξακολούθηση πλαστογραφία που διέπραξε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ.. Οι αιτιάσεις ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τον χρόνο και τον τρόπο της επαφής και της πρώτης συνάντησης του αναιρεσείοντος Μ. Λ. με τον Π. Σ., είναι αβάσιμες, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της, δέχεται με σαφήνεια ότι η επαφή και η πρώτη συνάντηση του αναιρεσείοντος Μ. Λ. με τον Π. Σ. έγινε τους πρώτους μήνες του έτους 1999 και συγκεκριμένα κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 1999, σε συνάντησή τους που έγινε με τη μεσολάβηση του Σ. Κ., η παραδοχή δε ότι για τη συνάντηση αυτή δεν ενδιαφερόταν μόνον ο αναιρεσείων Μ. Λ., αλλά και ο Π. Σ., που υπεξαιρούσε μέχρι τότε χρήματα από το Δήμο ... και ήθελε για τους δικούς του λόγους να βολιδοσκοπήσει τη νέα ηγεσία του Δήμου, για να διαπιστώσει αν θα άλλαζε κάτι στους ελέγχους των οικονομικών του Δήμου, δεν δημιουργεί καμιά αντίφαση στις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων Μ. Λ., υπό το πρόσχημα της δήθεν οικονομικής ενισχύσεως του συνδυασμού "..." του Δημάρχου Β. Π., έψαχνε να βρει υπάλληλο στην Ταμειακή Υπηρεσία του Δήμου που να μπορεί να υπεξαιρεί χρήματα από το Δήμο και βρήκε αυτόν στο πρόσωπο του Π. Σ.. Δεν υπάρχει αντίφαση στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως εκ του ότι δέχεται ότι κατά τη συνάντηση του αναιρεσείοντος με τον Π. Σ. συμφωνήθηκε να καλύπτονται οι υπεξαιρέσεις με πλαστά παραστατικά και στη συνέχεια δέχεται ότι η υπεξαίρεση του ποσού των 58.216.863 δραχμών, που έγινε από τον Απρίλιο του έτους 1999 μέχρι το τέλος του έτους 1999, η οποία, όπως επίσης δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, αποδείχθηκε από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και αναφέρονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της, καλύφθηκε με εικονικό πλεόνασμα που είχε δημιουργήσει ο Π. Σ., αφού, για όλα τα επόμενα έτη, από το 2000 μέχρι και το 2007 δέχεται ότι οι υπεξαιρέσεις καλύφθηκαν και με πλαστά παραστατικά, η δε περί του εναντίου αιτίαση του αναιρεσείοντος Μ. Λ. είναι αβάσιμη. Επίσης, για τον ίδιο λόγο, αλλά και για το λόγο ότι προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι ο Π. Σ. ενεργούσε υπεξαιρέσεις και πριν από την κατά το Μάρτιο του έτους 1999 συνάντησή του και τη συμφωνία του με τον αναιρεσείοντα Μ. Λ. και ότι από την αρχή του έτους 1999 που ανέλαβε Δήμαρχος ο Β. Π. συνέχισε να υπεξαιρεί μικρά ποσά για να διαπιστώσει αν είχε αλλάξει κάτι στον έλεγχο της υπηρεσίας του, δεν υπάρχει αντίφαση εκ του ότι δέχεται ότι κατά τη συνάντηση του αναιρεσείοντος με τον Π. Σ. κατά το μήνα Μάρτιο του έτους 1999 συμφωνήθηκε να καλύπτονται οι υπεξαιρέσεις με πλαστά παραστατικά και στη συνέχεια δέχεται ότι στις αρχές του έτους 1999 υπεξαιρούσε μικρά ποσά χωρίς πλαστά παραστατικά και ως εκ τούτου η περί του εναντίου αιτίαση του αναιρεσείοντος Μ. Λ. είναι αβάσιμη. Δεν υπάρχει καμιά αντίφαση στην παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ναι μεν δεν εξακριβώθηκε επακριβώς το ποσό που λάμβανε ο Π. Σ. και το ποσό που λάμβανε η πλευρά των Μ. Λ. και Β. Π. από τις υπεξαιρέσεις, πλην όμως σε κάθε περίπτωση το ποσό που λάμβανε η πλευρά των Μ. Λ. και Β. Π. ήταν μεγαλύτερο από αυτό που λάμβανε ο Π. Σ. και η περί του εναντίου αιτίαση του αναιρεσείοντος Μ. Λ. είναι επίσης αβάσιμη. Η αιτίαση ότι το δικαστήριο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο Π. Σ. νομιμοποίησε ως έσοδα από κακουργηματική υπεξαίρεση μεγαλύτερα χρηματικά ποσά από αυτά που υπεξαίρεσε, στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως και είναι αβάσιμη, αφού, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες παραδοχές της, δεν δέχεται ότι ο Π. Σ. νομιμοποίησε ως έσοδα από κακουργηματική υπεξαίρεση μεγαλύτερα χρηματικά ποσά απ' αυτά που υπεξαίρεσε, αλλά δέχεται ότι με βάση τις δηλώσεις εισοδήματος του ιδίου και της συζύγου του, υπήρχαν αποταμιεύσεις χρημάτων μεγαλύτερες κατά πολύ από τα δηλωθέντα εισοδήματά τους, η παραδοχή δε αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση και αντίφαση με την παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι από το σύνολο των χρημάτων που υπεξαίρεσε ο Π. Σ. κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από Απρίλιο του 1999 μέχρι 31-12-2007, το οποίο ανέρχεται σε 17.962.336 ευρώ, το ποσό που κατατέθηκε σε λογαριασμούς δικούς του ή της συζύγου δεν υπερβαίνει συνολικά τα 3.000.000 ευρώ, ενώ το μεγαλύτερο μέρος από το υπόλοιπο ποσό που υπεξαίρεσε το διοχέτευσε, χωρίς εμφανή τρόπο, στον αναιρεσείοντα Μ. Λ. για λογαριασμό του ιδίου και του Β. Π., αφού κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει πόσα ακριβώς χρήματα έδινε μετά από κάθε υπεξαίρεση ο Π. Σ. στον Μ. Λ., αλλά μόνον το συνολικό ποσό που του έδωσε και το συνολικό ποσό που κράτησε αυτός. Επίσης, η ίδια παραδοχή, δεν έρχεται σε αντίθεση με την παραδοχή ότι ο υπ' αριθ. ... κοινός λογαριασμός των Μ. Λ. και Β. Π. στην Τράπεζα Κύπρου ανοίχθηκε για να δεχθεί χρήματα που έδινε από τις υπεξαιρέσεις ο Π. Σ. στον Μ. Λ. και ότι ο λογαριασμός αυτός δέχθηκε χρήματα από τις υπεξαιρέσεις. Αλλ' ούτε η παραδοχή ότι στους λογαριασμούς του Π. Σ. και της συζύγου του μπήκαν μέχρι 3.000.000 ευρώ, έρχεται σε αντίφαση με την παραδοχή ότι ο Π. Σ., με τα ποσά που υπεξαιρούσε, υποστήριζε αφανώς και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες κέντρων διασκεδάσεως που διατηρούσε επ' ονόματι της συζύγου του. Τέλος, η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων Μ. Λ. συμμετείχε στην οικονομική λειτουργία του Δήμου και γνώριζε τα μετρητά που λάμβανε ο κάθε διαχειριστής, δεν έρχεται σε αντίφαση με την παραδοχή ότι οι αποφάσεις του Δημάρχου δεν τηρούνταν για τον Π. Σ. από του έτους 2002. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα η αιτίαση ότι δεν δίδεται καμιά αιτιολογία γιατί αυτός αναζήτησε και βολιδοσκόπησε τον Π. Σ., υπάλληλο της Ταμειακής Υπηρεσίας και όχι τον Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας Θ. Γ., η αιτίαση ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί γιατί χρειάστηκε να υποδείξει αυτός στον Π. Σ. τον τρόπο δράσης με κατάρτιση πλαστών παραστατικών κατά τη συνάντησή τους, ενώ ο Π. Σ. υπεξαιρούσε ήδη με πλαστά παραστατικά, η αιτίαση ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί πως δέχεται ότι κατά το έτος 1999 υπεξαιρέθηκε το ποσό των 58.216.863 δραχμών, ενώ τα ποσά που αναφέρονται στην Έκθεση Προσωρινού Ελέγχου της ...’ Δ.Ο.Υ. είναι μεγαλύτερα και δεν ταυτίζονται με το ως άνω ποσό που υπεξαιρέθηκε, η αιτίαση ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι ο αναιρεσείων Μ. Λ. διασκέδασε τις επιφυλάξεις του Π. Σ. για τυχόν νέα πρόσωπα στους ελέγχους, χωρίς να διευκρινίζει, ποία πρόσωπα ήταν μέχρι τότε στον έλεγχο, γιατί φοβήθηκε ο Π. Σ. ότι θα αντικατασταθούν και πως ο ίδιος εγγυήθηκε ότι τα πρόσωπα αυτά θα παραμείνουν στις θέσεις τους, η αιτίαση ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με ανεπαρκή αιτιολογία στηρίζει τη συνέργειά του στο ότι μεσολάβησε ο Σ. Κ. για να γνωρίσει το Π. Σ., στο ότι γνώριζε και ο δήμαρχος Β. Π. για τις υπεξαιρέσεις και στο ότι αυτός ήταν ο εξ απορρήτων συνεργάτης του Β. Π., η αιτίαση ότι αυθαίρετα δέχθηκε το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ότι μίσθωσε αυτός διά της συζύγου και της θυγατέρας του θυρίδα στην Εμπορική Τράπεζα για να φυλάξει τα υπεξαιρεθέντα χρήματα, η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα εκτίμησε το περιστατικό ότι ο Π. Σ., όταν ρωτήθηκε κατά την απολογία του, γνώριζε τους αριθμούς των τηλεφώνων του αναιρεσείοντος Μ. Λ., η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας υποθετικά και με ελλιπή αιτιολογία δέχεται ότι συνάντησε ο αναιρεσίων Μ. Λ. τον Π. Σ. στο κέντρο διασκεδάσεως της συζύγου του τελευταίου, η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας με ελλιπή αιτιολογία δέχεται ότι αγόρασε πολλά αυτοκίνητα και η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας με ανεπαρκή αιτιολογία δέχθηκε ότι αυτός είναι άτομο που επιδίωκε την απόκτηση πλούτου χωρίς δισταγμό, είναι όλες απαράδεκτες, αφού με τις αιτιάσεις αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην πραγματικότητα πλήττεται η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και η επί της ουσίας κρίση του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 211Α του Κ.Ποιν.Δ., που προστέθηκε με το άρθρ. 2 παρ. 8 του Ν. 2408/1996, "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει, κατ' αρχήν, ότι εισάγεται απαγόρευση της αποδεικτικής αξιοποιήσεως, για την καταδίκη του κατηγορουμένου, μόνης της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου του, καθώς και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως μοναδική πηγή της πληροφορήσεώς τους έχουν τον συγκατηγορούμενο. Δεν παραβιάζεται, όμως, η ανωτέρω διάταξη και δεν ιδρύεται ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναιρέσεως (για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο), όταν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου, δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία συγκατηγορουμένου του, αλλά συνδυαστικά, τόσο στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, όσο και σε καταθέσεις άλλων μαρτύρων και στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Επομένως, από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται απολύτως η αξιοποίηση και του αποδεικτικού μέσου της μαρτυρικής καταθέσεως ή απολογίας συγκατηγορουμένου, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό αποδεικτικό έρεισμα μιας καταδίκης, δηλαδή υποδεικνύεται στον δικαστή να μη θεμελιώνει την κρίση του για καταδίκη του κατηγορουμένου μόνον στην ύπαρξη μαρτυρικής καταθέσεως ή απολογίας συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, που θεωρείται διαβλητή και αμφιβόλου ειλικρίνειας, έτσι ώστε, όταν η καταδικαστική απόφαση στηρίζεται αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία να ελέγχεται αναιρετικά και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων Μ. Λ., με τους σχετικούς λόγους της αιτήσεώς του, προβάλλει την αιτίαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και την αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά παραβίαση του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ., στήριξε την καταδικαστική σε βάρος του κρίση αποκλειστικά και μόνον στο περιεχόμενο των όσων κατέθεσε απολογούμενος ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ.. Πλην όμως, από τα πρακτικά, το οικείο σημείο του σκεπτικού (βλ. σελ. 1907 επ. πρακτικών) και τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση για τον αναιρεσείοντα Μ. Λ. μετά από συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων, που αξιολόγησε συνδυαστικά, όπως τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, μεταξύ των οποίων και ο υπ' αριθ. ... κοινός λογαριασμός των Μ. Λ. και Β. Π. στην Τράπεζα Κύπρου και οι κινήσεις του σε καταθέσεις και αναλήψεις χρημάτων, μέσω δε όλων των άλλων αποδεικτικών μέσων που εκτίμησε συνδυαστικά, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τα όσα κατέθεσε απολογούμενος ο συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος Π. Σ., στα οποία δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος, όπως αβάσιμα διατείνεται ο τελευταίος. Ως εκ τούτου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ. και έτσι δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ούτε υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συνακόλουθα οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ. σχετικοί λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως του Μ. Λ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι.
Τέλος, με το από 16-11-2016 έγγραφο υπόμνημά του, ο αναιρεσείων Μ. Λ., ισχυρίζεται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον 'Αρειο Πάγο διότι μετά την απολογία του αναγνώστηκαν έγγραφα και δεν κλήθηκε μετά την ανάγνωσή τους να απολογηθεί εκ νέου. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την περάτωση της απολογίας του αναιρεσείοντος Μ. Λ. (βλ. σελ. 1289 των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως), απολογήθηκε ο συγκατηγορούμενός του Β. Π., στη συνέχεια απολογήθηκε ο συγκατηγορούμενός του Γ. Γ. και τέλος απολογήθηκε ο συγκατηγορούμενός Θ. Γ.. Τόσο ο αναιρεσείων Μ. Λ., όσο και όλοι οι συγκατηγορούμενοί του, κατά τη διάρκεια της απολογίας τους και προς απόδειξή της, προσκόμιζαν και έγγραφα τα οποία αναγιγνώσκονταν από το δικαστήριο. Μετά τις απολογίες όλων των κατηγορουμένων, κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 2014, ο πρόεδρος του δικαστηρίου, πριν κηρύξει τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ρώτησε τον εισαγγελέα και τους διαδίκους αν έχουν ανάγκη από συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και αυτοί απάντησαν αρνητικά (βλ. σελ. 1343 των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ρωτήθηκε μετά την απολογία του, τις απολογίες των συγκατηγορουμένων του και την ανάγνωση των εγγράφων που προσκομίστηκαν κατά την διάρκεια των απολογιών τους αν έχει ανάγκη να συμπληρώσει ή να διασαφήσει κάτι και απάντησε αρνητικά και ως εκ τούτου δεν παραβιάστηκε κανένα υπερασπιστικό του δικαίωμα και ουδεμία ακυρότητα επήλθε από το ότι αναγνώσθηκαν μετά την απολογία του έγγραφα, αφού τα έγγραφα αυτά μπορούσε να τα αντικρούσει ή να τα σχολιάσει όταν ρωτήθηκε από τον Πρόεδρο, πριν ο τελευταίος κηρύξει το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, αν έχει ανάγκη από συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση επί της αποδεικτικής διαδικασίας. Επίσης, με το από 16-11-2016 έγγραφο υπόμνημά του, ο αναιρεσείων Μ. Λ., ισχυρίζεται ότι η απόφαση είναι αναιρετέα από λόγο που λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από τον Άρειο Πάγο και συγκεκριμένα για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο της ουσίας (510 παρ. 1 στ. Δ' Κ.Ποιν.Δ.) διότι δεν προκύπτει ότι έλαβε υπόψη του για την επί της ενοχής κρίση του και το ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της αναγνωσθείσας από 29-11-2013 έκθεσης λογιστικής πραγματογνωμοσύνης των Δ. Π. και Α. Σ., καθηγητών Πανεπιστημίου, που είχε διαταχθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, αφού δεν την αναφέρει στα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του. Πράγματι, μεταξύ των κυριοτέρων αποδεικτικών μέσων της ποινικής διαδικασίας περιλαμβάνεται, κατά το άρθρ. 178 περ. γ' του Κ.Ποιν.Δ., και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται στα πλαίσια εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τους ανακριτικούς υπαλλήλους ή το δικαστήριο, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου που πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως συμβαίνει όχι μόνον, όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματά της λήφθηκαν υπόψη και έγιναν δεκτά από το δικαστήριο ή, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτά. Όμως, η πραγματογνωμοσύνη που δεν διενεργήθηκε στα πλαίσια της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε για την υπόθεση και της ποινικής διαδικασίας που επακολούθησε, αλλά στα πλαίσια άλλης ποινικής διώξεως που αφορούσε άλλη ποινική υπόθεση, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ. αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, που διατάσσεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 183 του ίδιου Κώδικα, αφού αυτή δεν διενεργείται στα πλαίσια της ποινικής δίωξης και της ποινικής διαδικασίας που ασκήθηκε για ορισμένη πράξη ύστερα από παραγγελία του αρμόδιου ανακριτικού υπαλλήλου ή του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του ποινικού δικαστηρίου, αλλά λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της κρίσης του και το πόρισμά της συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις, ως απλό έγγραφο, οπότε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ούτε απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή της. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναγνωσθείσα από 29-11-2013 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης των Δ. Π. και Α. Σ., καθηγητών Πανεπιστημίου, αφορούσε πραγματογνωμοσύνη που δεν διενεργήθηκε στα πλαίσια της ποινικής διώξεως που ασκήθηκε για την υπόθεση και της ποινικής διαδικασίας που επακολούθησε, αλλά πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε στα πλαίσια άλλης ποινικής διώξεως που αφορούσε άλλη ποινική υπόθεση και ως εκ τούτου δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ. αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης, που διατάσσεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 183 του ίδιου Κώδικα, αλλά η έκθεσή της (πόρισμά της) λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται από το δικαστήριο ως απλό έγγραφο πραγματογνωμοσύνης από άλλη ποινική υπόθεση και δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο πραγματογνωμοσύνης, ούτε απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μη αποδοχή του πορίσματός της. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του Μ. Λ., καθώς και οι λόγοι που αναφέρει στο έγγραφο υπόμνημά του για να ληφθούν αυτεπάγγελτα υπόψη από τον Άρειο Πάγο, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για απόλυτη ακυρότητα, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει κάποιος άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα στην αίτηση αναιρέσεως του Μ. Λ., πρέπει αυτή να απορριφθεί, να του επιβληθούν τα από 250 ευρώ έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στην από τριακόσια (300) ευρώ μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... ( άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ., 276 παρ. 1 εδ. β' Ν.3463/2006 και 22 παρ.1 Ν.3693/1957). 3. Ως προς την από 5-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αναίρεση του Β. Π. του Ν.:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 25 του Ν. 4055/2012, η οποία εφαρμόζεται ως ευμενέστερη και για πράξεις που τελέστηκαν πριν από την τροποποίησή της (άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ.), υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητας του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή ββ)το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της υπεξαιρέσεως του άρθρου 375 παρ. 1 του Π.Κ. με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) πράξη παράνομης ιδιοποίησης ξένων κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, δηλαδή πραγμάτων ή χρημάτων των οποίων η κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, ανήκει (πλήρως ή εν μέρει) σε τρίτα πρόσωπα, β) ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α' του Π.Κ., όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του Π.Κ. και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, άσχετα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι' αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία εκδηλώνει τη θέληση του να εξουσιάζει και να διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος αυτού. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου, ο οποίος ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (πλήρως ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν (δράστη) από τον νόμο, ενώ δεν αρκεί η ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται είτε ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης να είναι, κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ είτε το αντικείμενο της πράξης να έχει αξία συνολικά ανώτερη των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Ως ιδιαίτερα δε τεχνάσματα, κατά την έννοια του άρθρου 258 του Π.Κ., νοούνται υλικές ενέργειες ή παραλείψεις του υπαλλήλου που αποσκοπούν και συντελούν στην πραγματοποίηση και στη συγκάλυψη της παράνομης ιδιοποίησης πραγμάτων ή χρημάτων, με την πρόσδοση φαινομενικής και απατηλής νομιμοφάνειας στις επιλήψιμες ενέργειες ή παραλείψεις του και με την παρεμπόδιση ή τη δυσχέρανση των τακτικών ή εκτάκτων ελέγχων από τα εκάστοτε αρμόδια ελεγκτικά όργανα, ώστε αυτός, επωφελούμενος από τη δημιουργούμενη φαινομενική και απατηλή νομιμοφάνεια και τη συνακόλουθη παρεμπόδιση ή δυσχέρανση των σχετικών ελέγχων, να πραγματώνει και να συνεχίζει την εγκληματική δράση του. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235. 236, 237, 242. 256, 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 α του Π.Κ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης. Ενώ, εάν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, και ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Η εν λόγω διάταξη δεν τυποποιεί εξαρχής νέα εγκλήματα, αλλά εισάγει επιβαρυντικές περιστάσεις και επαυξάνει το αξιόποινο των αντίστοιχων βασικών εγκλημάτων του Π.Κ. με τη συνδρομή ζημίας ορισμένου ύψους και συγκεκριμένα ανώτερης των 150.000 ευρώ (βλ. άρθρο 5 παρ. 7 Ν. 2943/2001) σε βάρος του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 263α του Π.Κ., στα οποία περιλαμβάνονται και οι Ο.Τ.Α. (Δήμοι, κ.λπ.), προϋποθέτοντας την πλήρωση όλων των νομοτυπικών στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως των βασικών εγκλημάτων του Π.Κ. που αναφέρονται σ' αυτή. Έτσι, εάν το έγκλημα της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, λόγω του ύψους της αξίας του αντικειμένου του, υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, είναι χωρίς έννομη σημασία η συνδρομή ή μη των επιβαρυντικών κακουργηματικών περιστάσεων του άρθρου 258 στοιχείο γ' περ. αα' και ββ' του Π.Κ.. Όταν δε πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα που υπάγεται στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.1608/1950, για τον προσδιορισμό της αξίας του επιδιωκόμενου παράνομου οφέλους η της ζημίας που προκλήθηκε η απειλήθηκε και για τον καθορισμό του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό περιεχόμενο όλων των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος (βλ. άρθρο 16 παρ. 2 Ν.Δ 2576/1953). Τέλος, κατά μεν το άρθρο 46 παρ. 1 στοιχ. β' του Π.Κ. τιμωρείται με την ποινή του αυτουργού όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, κατά δε το άρθρο 47 παρ. 1, που έχει τον υπότιτλο "απλός συνεργός", όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β' του προηγούμενου άρθρου παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής απλή συνέργεια συνιστά οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, η οποία παρέχεται στον αυτουργό (χωρίς να είναι άμεση), εφόσον εκείνος που την παρέχει γνωρίζει ότι ο αυτουργός διαπράττει ορισμένο έγκλημα. Για την πράξη της απλής συνέργειας υποκειμενικά απαιτείται δόλος του συνεργού, ο οποίος συνίσταται στη γνώση της τέλεσης από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξης και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με τη συνδρομή του, στην πραγμάτωσή της, χωρίς όμως να χρειάζεται ο απλός συνεργός να γνωρίζει τις λεπτομέρειες της πράξης που θα τελέσει ο αυτουργός και ιδίως πότε, που, καθώς και υπό ποιες ειδικές συνθήκες θα τελέσει την αξιόποινη πράξη. Η συνδρομή του απλού συνεργού όπως αναφέρθηκε δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική. Η ψυχική συνδρομή δύναται να παρασχεθεί με την ενεργό παρουσία του απλού συνεργού στον τόπο της πράξεως, με την ενίσχυση της αποφάσεως που ο αυτουργός έχει πάρει για την τέλεση της πράξεως καθώς και την ενθάρρυνση αυτού, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με την παρότρυνση για την τέλεση της πράξεως ή την παροχή υποσχέσεως για συγκάλυψη του εγκλήματος, είτε με την εξάλειψη των ιχνών του, είτε με την μη αποκάλυψή του. Ακόμη, η απλή συνδρομή στον δράστη αξιόποινης πράξης μπορεί να τελεσθεί και με παράλειψη, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 15 του Π.Κ., όταν ο απλός συνεργός, παρόλο που έχει από το νόμο ή από τη σύμβαση ή από προηγούμενη ενέργειά του ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αν και μπορεί να παρεμποδίσει τούτο, ανέχεται ή δεν ενεργεί προς αποτροπή του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (μαρτυρικών καταθέσων, εγγράφων, απολογιών κ.λπ.), η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων Β. Π. τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... (Ο.Τ.Α.), που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ και με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για την οποία καταδικάστηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε βάρος του Ν.Π.Δ.Δ. του Δήμου ... (Ο.Τ.Α.), που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνουν τα εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ και με τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για το οποίο έγκλημα καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Β. Π., τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ. α', 47 παρ. 1, 258, 375 παρ. 1, 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950 και 263α, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου η προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, δεν υπάρχει αντίφαση εκ του ότι καταδικάστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση για κατ' εξακολούθηση απλή συνέργεια σε κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση στην υπηρεσία που διαπράχθηκε από τον Π. Σ., ενώ είχε αθωωθεί πρωτόδικα για την πράξη της κατ' εξακολούθηση απλής συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση κατάρτιση πλαστών εγγράφων από τον Π. Σ., αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται με σαφήνεια ότι αυτός, ως δήμαρχος …, γνώριζε ότι υπεξαιρούσε χρήματα από το Δήμο ... ο Π. Σ. και παρέλειψε να τον εμποδίσει, ανεξάρτητα από το ότι η πρωτόδικη απόφαση είχε δεχθεί ότι αυτός δεν παρέσχε απλή συνδρομή και στην από μέρους του Π. Σ. κατάρτιση των πλαστών εγγράφων προς κάλυψη της υπεξαιρέσεως που διενεργούσε σε βάρος του Δήμου ..., δεχόμενη ότι αρκούσε το γεγονός ότι γνώριζε ότι υπεξαιρούσε και δεν χρειαζόταν να γνωρίζει και τον τρόπο που κάλυπτε τις υπεξαιρέσεις. Η αιτίαση ότι υπάρχει ασάφεια στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το περιεχόμενο της συνέργειας που παρείχε ο αναιρεσείων Β. Π. στις υπεξαιρέσεις που τέλεσε σε βάρος του Δήμου ... ο δημοτικός υπάλληλος Π. Σ., με συνέπεια να στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμη, αφού με σαφήνεια δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι η συνέργεια του αναιρεσείοντος Β. Π. έγινε με παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο παρεμποδίσεως των υπεξαιρέσεων από μέρους του, ως Δημάρχου που γνώριζε ότι υπεξαιρούσε χρήματα από το Δήμο ο ως άνω δημοτικός υπάλληλος, δεχόμενη, επί λέξει, τα εξής: "Εν προκειμένω, ο κατηγορούμενος Β. Π., ως δήμαρχος ..., είχε τη θέση του εγγυητή της διαφυλάξεως της περιουσίας του δήμου που διοικούσε και (από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με την έννομη θέση του) ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προστατεύει αυτήν και να τη διαφυλάσσει από προβολές τρίτων. Ιδιαίτερα δε είχε την ευθύνη αυτή έναντι προσβολών προερχόμενων από το υπαλληλικό προσωπικό του Δήμου, του οποίου προΐστατο και διηύθυνε τις υπηρεσίες του. Την αρμοδιότητα και υποχρέωση αυτή, που όπως προαναφέρθηκε δεν εκχωρείται και δε μεταβιβάζεται, ο εν λόγω κατηγορούμενος και στην ουσία δεν την εκχώρησε και δεν την μεταβίβασε στον αντιδήμαρχο οικονομικών, όπως αποδεικνύεται από τις αποφάσεις διορισμού του αντιδημάρχου, που αναγνώσθηκαν. ... Γνωρίζοντας λοιπόν ο κατηγορούμενος αυτός (Β. Π.) ότι ένας υπάλληλος του Δήμου και συγκεκριμένα ο Π. Σ. υπεξαιρεί εξακολουθητικά χρήματα από το ταμείο του Δήμου και παρά ταύτα τον άφηνε ηθελημένα να παραλαμβάνει τα χρήματα σε μετρητά και στη συνέχεια να τα ιδιοποιείται σε όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, αποφεύγοντας εξακολουθητικά να παρέμβει για να παρεμποδίσει το δράστη και να αποτρέψει την ιδιοποίηση, μολονότι ήταν σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά και άμεσα είτε με την εντολή της παύσεως χορηγήσεως μετρητών, είτε με επιστάμενο και καθημερινό έλεγχο της διαχειρίσεώς του, πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, ... κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεώς του και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας να κηρυχθεί αυτός ένοχος απλής συνέργειας δια παραλείψεως σε υπεξαίρεση σε βάρος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Δήμου ...), με επιτευχθέν από το δράστη όφελος και αντίστοιχη ζημία του Δήμου συνολικά 17.962.336 ευρώ, δηλαδή ποσό πάνω από 150.000 ευρώ, με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιπτώσεις σωρευτικά: α) ότι η τέλεση του εγκλήματος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο και β) το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1608/1950)". Η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι με τις ετήσιες εντολές του δημάρχου απαλείφθηκε από το έτος 2002 η δυνατότητα στους διαχειριστές των υπέρ τρίτων κρατήσεων να παραλαμβάνουν μετρητά χρήματα από τον Δήμο, δεν αντιφάσκει με την παραδοχή της αποφάσεως ότι από δόλο και ηθελημένα, ενώ γνώριζε o δήμαρχος ότι ο δημοτικός υπάλληλος Π. Σ. συνέχιζε, παρά τις ως άνω ετήσιες εντολές του, να παραλαμβάνει μετρητά και να υπεξαιρεί από το Δήμο ... χρήματα, τον άφηνε ηθελημένα να παραλαμβάνει τα χρήματα σε μετρητά και στη συνέχεια να τα ιδιοποιείται σε όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, αποφεύγοντας εξακολουθητικά να παρέμβει για να τον παρεμποδίσει και να αποτρέψει την ιδιοποίηση, μολονότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση και ήταν σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά και άμεσα και ως εκ τούτου η σχετική αιτίαση περί αντιφατικής αιτιολογίας είναι αβάσιμη. Η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι οι συγκατηγορούμενοί του Θ. Γ. (Διευθυντής Ταμειακής Υπηρεσίας) και Γ. Γ. (Αναπληρωτής Διευθυντής Ταμειακή Υπηρεσίας), ως άμεσοι προϊστάμενοι του Π. Σ., είχαν υποχρέωση να αποτρέψουν την από μέρους του τελευταίου υπεξαίρεση με επιστάμενο καθημερινό έλεγχο της διαχειρίσεώς του, δεν αντιφάσκει με την παραδοχή της αποφάσεως ότι και αυτός, ως δήμαρχος, ενώ γνώριζε ότι ο δημοτικός υπάλληλος Π. Σ. υπεξαιρούσε εξακολουθητικά από το Δήμο ... χρήματα, μολονότι είχε και αυτός ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει τις υπεξαιρέσεις και ήταν σε θέση να το πράξει αποτελεσματικά και άμεσα, από δόλο και ηθελημένα τον άφηνε να υπεξαιρεί εξακολουθητικά τα χρήματα από το Δήμο, αποφεύγοντας εξακολουθητικά να παρέμβει για να τον παρεμποδίσει και να αποτρέψει τις υπεξαιρέσεις και ως εκ τούτου οι σχετικές αιτιάσεις περί αντιφατικής αιτιολογίας είναι αβάσιμες. Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή του να αποτρέψει ως δήμαρχος την υπεξαίρεση που γνώριζε ότι τελούσε ο δημοτικός υπάλληλος Π. Σ., αναφέρει τις διατάξεις από τις οποίες προκύπτει κατά το νόμο η υποχρέωσή του αυτή ως δημάρχου και δέχεται με σαφήνεια ότι αυτός γνώριζε για τις υπεξαιρέσεις και παρέλειπε ηθελημένα να τις αποτρέψει και τούτο διότι χρήματα από τις υπεξαιρέσεις περιέρχονταν και σ' αυτόν με τη μεσολάβηση του άμεσου συνεργάτη του και προσωπικού του φίλου Μ. Λ.. Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση, έχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς το ότι αυτός, ως δήμαρχος, είχε προσωπική ευθύνη για την εποπτεία των υπηρεσιών και των υπαλλήλων του Δήμου ... και για τη διαφύλαξη της δημοτικής περιουσίας και ότι η προσωπική αυτή ευθύνη του δεν είχε εκχωρηθεί στον αντιδήμαρχο των οικονομικών. Η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζει την κρίση της ότι αυτός γνώριζε ότι ο Π. Σ. υπεξαιρούσε χρήματα από το Δήμο μόνο σε όσα καταθέτει στην απολογία του ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ., είναι αβάσιμη, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζει την κρίση της ότι αυτός γνώριζε ότι ο Π. Σ. υπεξαιρούσε χρήματα από το Δήμο, όχι μόνον στην απολογία του τελευταίου, αλλά και στις στενές σχέσεις που διατηρούσε αυτός με τον Μ. Λ. και στο ότι μπήκαν 17.000.000 ευρώ από τα υπεξαιρεθέντα χρήματα στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό που είχε αυτός μαζί με τον Μ. Λ.. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Β. Π. που αναφέρονται σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη γνώση του για τις υπεξαιρέσεις που ενεργούσε ο Π. Σ. και συγκεκριμένα η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζει τη γνώση του για τις υπεξαιρέσεις μόνον σε συμπέρασμα από τις στενές σχέσεις που διατηρούσε με τον Μ. Λ., η αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί, ενώ δέχεται ότι δεν είχε καμμιά προσωπική επαφή ο ίδιος με τον Π. Σ., εντούτοις δέχεται ότι αυτός γνώριζε και ήταν ενημερωμένος για την παράνομη δραστηριότητα του τελευταίου, η αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί δέχεται ότι αυτός είχε γνώση και δόλο, ενώ αυτός τοποθέτησε στην ταμειακή υπηρεσία τον ορκωτό λογιστή στον οποίο έδωσε εντολή ο συγκατηγορούμενός του Θ. Γ., που κρίθηκε ότι δεν είχε δόλο, για να ενεργήσει έλεγχο, η αιτίαση ότι δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί δέχεται ότι αυτός είχε γνώση και δόλο, ενώ αυτός δημοσιοποίησε την υπεξαίρεση σε συνέντευξη και έδωσε εντολή για διενέργεια Ε.Δ.Ε. στον συγκατηγορούμενό του Γ. Γ., που κρίθηκε ότι δεν είχε δόλο και η αιτίαση ότι η δεν αιτιολογείται στην προσβαλλόμενη απόφαση γιατί, ενώ ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ. έχει καταθέσει σε πολλές καταθέσεις του και στην απολογία του στον Ανακριτή ότι δεν γνωρίζει αν αυτός γνώριζε για τις υπεξαιρέσεις, δέχεται ότι αυτός είχε γνώση των υπεξαιρέσεων και δόλο απλής συνδρομής στις υπεξαιρέσεις και είναι ένοχος, ανεξάρτητα από το ότι είναι πλήρως και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη η κρίση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι αυτός είχε γνώση για τις υπεξαιρέσεις που τελούσε ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ. σε βάρος του Δήμου ... και ότι αυτός με δόλο παρέσχε απλή συνδρομή στις υπεξαιρέσεις αυτές με παράλειψη, παρόλο που είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση ως Δήμαρχος ... να τις εμποδίσει, αφού, όπως προαναφέρθηκε η γνώση και ο δόλος του δεν στηρίζεται μόνον στην απολογία του Π. Σ., αλλά και στις στενές σχέσεις που διατηρούσε αυτός με τον Μ. Λ. και στο ότι μπήκαν 17.000.000 ευρώ από τα υπεξαιρεθέντα χρήματα στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό που είχε αυτός μαζί με τον Μ. Λ., είναι όλες απορριπτέες πρωτίστως ως απαράδεκτες, αφού με τις αιτιάσεις αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην πραγματικότητα πλήττεται η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και η επί της ουσίας κρίση του. Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. α του Κ.Ποιν.Δ. απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον 'Αρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του Οργανισμού Δικαστηρίων και του νόμου περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσης του. Η ακυρότητα αυτή δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της απόφασης εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ.. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις. Κατά δε το άρθρο 15 του Κ.Ποιν.Δ., όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου (14) είναι εξαιρετέα αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα, που μπορούν να δικαιολογήσουν δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Η τυχόν συνδρομή μόνο της τελευταίας περιπτώσεως δεν αποτελεί λόγο κακής συνθέσεως του δικαστηρίου, όπως αποτελεί η συμμετοχή σε αυτό δικαστικών προσώπων, που στο πρόσωπό τους συντρέχει λόγος αποκλεισμού, κατά το άρθρο 14 του Κ.Ποιν.Δ., από την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά λόγο εξαιρέσεως του δικαστικού προσώπου που προκάλεσε ή προκαλεί υπόνοιες μεροληψίας. Ο λόγος αυτός, όμως, πρέπει να προταθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 16 επ. ΚΠΔ, πριν αρχίσει η συζήτηση, και μόνο αν γίνει αυτός δεκτός και παρά ταύτα συμμετάσχει ο δικαστής στη σύνθεση του δικαστηρίου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α' του Κ.Ποιν.Δ., που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Η παραπάνω διάταξη του άρθρου 16, καθορίζει το χρόνο πρότασης της αίτησης εξαίρεσης, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, όταν γίνεται επίκληση όμως, ως λόγου, υπονοιών μεροληψίας, όχι δε και όταν γίνεται επίκληση ως λόγου εξαίρεσης κάποιου λόγου αποκλεισμού του άρθρου 14 του Κ.Ποιν.Δ., διότι οι τελευταίοι, δηλαδή οι λόγοι αποκλεισμού του δικαστή από τη σύνθεση του δικαστηρίου, ως κωλύματα, προκαλούν απόλυτη ακυρότητα (άρθ. 171 παρ. 1 α' Κ.Ποιν.Δ.) και λαμβάνονται υπόψη και αυτεπάγγελτα και άρα προτείνονται οποτεδήποτε σε κάθε στάση της διαδικασίας της δίκης και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 στοιχ. Β' παρ. 1 του Ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάσταση Δικαστικών Λειτουργών", όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 του Ν. 1868/1989, ακολούθως από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 2172/1993 και ακολούθως με το άρθρο 93 παρ.5Α του Ν.4139/2013, "1. Σε όσα Πρωτοδικεία και Εφετεία, καθώς και στις αντίστοιχες Εισαγγελίες προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση. Στα Εφετεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, προκειμένου να επιτευχθεί η επιτάχυνση της ποινικής δίκης, ορίζονται για μια διετία από την Ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών δικαστές, που θα προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια, με δυνατότητα ανανέωσης της θητείας τους για δύο ακόμη έτη. Στους πίνακες που καταρτίζονται από την Ολομέλεια, περιλαμβάνεται ο ανάλογος με τις ανάγκες του δικαστηρίου αριθμός δικαστών, μεταξύ των οποίων γίνεται η κλήρωση των τακτικών και αναπληρωματικών, κατά τις επόμενες παραγράφους. 2. Η κλήρωση για την κατάρτιση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων στις δικάσιμους κάθε μήνα γίνεται από το πρώτο τριμελές πλημμελειοδικείο ή τριμελές ποινικό εφετείο στην πρώτη δικάσιμο του δεύτερου δεκαήμερου του προηγούμενου μήνα και, αν δεν υπάρχει ή ματαιωθεί για οποιονδήποτε λόγο, γίνεται την επόμενη δικάσιμο ή εργάσιμη ημέρα αντίστοιχα. 3. Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ` αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα: .... Στο εφετείο: α) των αρχαιοτέρων προέδρων εφετών μέχρι τον αναγκαίο αριθμό, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών εφετείων και των πενταμελών εφετείων. .... 4. Με βάση τους πιο πάνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός. Αν εξαντληθούν οι κλήροι πριν συμπληρωθούν όλες οι συνθέσεις, τοποθετούνται πάλι στην κληρωτίδα. Δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι κατά τη διάρκεια του ίδιου δικαστικού έτους έχουν κληρωθεί κατ` επανάληψη, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν με προσφυγή στο τριμελές συμβούλιο ή στον προϊστάμενο της εισαγγελίας την εξαίρεση τους από την κλήρωση του επόμενου μήνα. Στην κληρωτίδα δεν τίθενται τα ονόματα των δικαστικών λειτουργών που έχουν συμπληρώσει την ανάλογη μηνιαία υπηρεσία. Στο δικαστήριο που ενεργεί την κλήρωση μετέχουν δύο γραμματείς, οι οποίοι τηρούν τα πρόχειρα πρακτικά χωριστά με χρήση χημικού χάρτη σε δύο όμοια πρωτότυπα ο καθένας, τα οποία υπογράφονται στην έδρα από τα μέλη της σύνθεσης. Το ένα από αυτά αναρτάται αμέσως στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου. 5. Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι σύνεδροι δικαστές και δεύτεροι εισαγγελείς. 6. Ο κανονισμός του δικαστηρίου και, αν δεν υπάρχει, η πράξη του προέδρου του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ρυθμίζει τις λοιπές λεπτομέρειες της διαδικασίας της κλήρωσης. 7.α. Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της σύνθεσης δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα, δεν επιτρέπεται παρά μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή και εισαγγελέα αντιστοίχως, που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5, για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης του κληρωθέντος μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου. Ο λόγος της αναπλήρωσης αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου. .... 11. Η μη τήρηση των διατάξεων των παραγράφων 2 έως και 8 συνεπάγεται ακυρότητα, που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης". Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 4022/2011, όπως αυτή ίσχυε πριν την αντικατάσταση της παρ. 2 με το άρθρο 63 του Ν. 4356/2015 (ΦΕΚ Α 181/24.12.2015), που αφορά την εκδίκαση πράξεων διαφθοράς πολιτικών, καθώς και την εκδίκαση κακουργημάτων που διαπράττουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητα τους, αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και υπάλληλοι κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263Α του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά υπάγονται στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου, ορίζεται στην παρ. 1 ότι κατά την εκδίκαση των υποθέσεων δεν επιτρέπεται η χορήγηση αναβολής και στην παρ. 2 ότι σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διακοπή της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες. Αν μετά τη διακοπή, δεν μπορεί να συνεχισθεί η δίκη για οποιοδήποτε λόγο, αναβάλλεται και προσδιορίζεται σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από δύο μήνες, σε αυτήν προεδρεύει δε ο ίδιος δικαστής που είχε αρχικά κληρωθεί ή ορισθεί. Η τελευταία αυτή διάταξη, που ορίζει ότι προεδρεύει στην μετ' αναβολή δικάσιμο ο ίδιος δικαστής που είχε αρχικά κληρωθεί ή ορισθεί, η οποία ήδη καταργήθηκε με την αντικατάσταση της παρ. 2 του Ν. 4022/2011 με το άρθρο 63 του Ν. 4356/2015, εκτός του ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στις περιπτώσεις που οι συνθέσεις των δικαστηρίων καθορίζονται με κλήρωση, αφού δεν μπορεί να γνωρίζει ο δικαστής που αναβάλλει την υπόθεση πότε και σε ποια δικαστήρια θα κληρωθεί για να προεδρεύσει κατά τους επόμενους μήνες, απλώς ορίζει, για την ταχεία περάτωση της σχετικής δίκης, να προεδρεύσει στην μετ' αναβολή δικάσιμο ο ίδιος δικαστής που είχε προεδρεύσει και στην αρχική δικάσιμο, προκειμένου να περιορίσει τα προσχηματικά αιτήματα αναβολής που υποβάλλονται όταν θεωρείται αυστηρός και δεν είναι αρεστός στον κατηγορούμενο ο δικαστής που προεδρεύει και δεν απαγορεύει, με ποινή ακυρότητας, να προεδρεύσει άλλος δικαστής που ορίστηκε νόμιμα, ούτε δημιουργεί κώλυμα σε άλλους δικαστές για να προεδρεύσουν, με συνέπεια, αν προεδρεύσει άλλος δικαστής που κληρώθηκε νόμιμα για να προεδρεύσει, ως τακτικός ή ως αναπληρωματικός, να μην υπάρχει κακή σύνθεση του Δικαστηρίου. Έτσι, η παραβίαση της τελευταίας αυτής διατάξεως, η οποία ορίζει ότι σε περίπτωση αναβολής η δίκη προσδιορίζεται σύντομα και ότι προεδρεύει και στη μετ' αναβολή δίκη ο ίδιος δικαστής που είχε αρχικά κληρωθεί ή ορισθεί και η οποία έχει θεσπισθεί για να περιορίσει τα προσχηματικά αιτήματα αναβολής και να επιτύχει την ταχεία περαίωση της σχετικής δίκης, σε περίπτωση που προεδρεύσει άλλος δικαστής που επίσης κληρώθηκε νόμιμα, είτε ως τακτικός, είτε ως αναπληρωματικός προεδρεύων, δεν επιφέρει καμμιά ακυρότητα, αφού τέτοια ακυρότητα δεν ορίζεται ρητά από τον νόμο και ούτε απαγορεύεται ρητά από το νόμο να προεδρεύσει άλλος δικαστής, που θα ορισθεί ή θα κληρωθεί κατά τις κείμενες διατάξεις του "Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών". Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στο Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, άσκησε χρέη προέδρου ο Πρόεδρος Εφετών Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Κατσιρούμπας, ο οποίος ορίστηκε να προεδρεύει αποκλειστικά σε ποινικά δικαστήρια με απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης και ο οποίος νόμιμα κληρώθηκε ως αναπληρωματικός Πρόεδρος Εφετών για τη συγκρότηση με κλήρωση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω κωλύματος και προς αναπλήρωση της κληρωθείσας ως τακτικής προέδρου Ευφροσύνης Καλογεράτου - Ευαγγέλου, Προέδρου Εφετών Θεσσαλονίκης, χωρίς να προβάλει αντίρρηση κανένας παράγοντας της δίκης και χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε ακυρότητα από μέρους των κατηγορουμένων. Επομένως, ενόψει όλων όσων προαναφέρθηκαν, ουδεμία ακυρότητα επήλθε εκ του ότι άσκησε καθήκοντα προέδρου στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ο Πρόεδρος Εφετών Θεσσαλονίκης Παναγιώτης Κατσιρούμπας, που νόμιμα είχε κληρωθεί για να ασκήσει τα καθήκοντα αυτά στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά την μετ' αναβολή δικάσιμο της 16ης Ιανουαρίου 2014 και όχι η Πρόεδρος Εφετών Καλλιρόη Χειμαριού, η οποία είχε ασκήσει καθήκοντα προέδρου στο ίδιο δικαστήριο στην δικάσιμο της 22ας Οκτωβρίου 2013, κατά την οποία αναβλήθηκε η εκδίκαση της υποθέσεως για την ως άνω νέα αρχική δικάσιμο της 16ης Ιανουαρίου 2014, ο δε περί του εναντίου σχετικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Β. Π. είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 211Α του Κ.Ποιν.Δ., το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 8 του Ν. 2408/1996 "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου κώδικα, λόγω παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι εισάγεται απαγόρευση αποδεικτικής αξιοποιήσεως για την καταδίκη του κατηγορουμένου αποκλειστικά και μόνον της μαρτυρικής καταθέσεως ή της απολογίας συγκατηγορουμένου του, καθώς επίσης και των μαρτυρικών καταθέσεων άλλων προσώπων, τα οποία ως μοναδική πηγή πληροφορήσεώς τους έχουν τον συγκατηγορούμενο. Το ανωτέρω άρθρο 211Α του Κ.Ποιν.Δ., δεν εισάγει ευθεία αποδεικτική απαγόρευση, αλλά στην πραγματικότητα είναι κανόνας αξιολογήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, ο οποίος λειτουργεί διευκρινιστικά και συμπληρωματικά στη βασική αρχή του άρθρου 177 του Κ.Ποιν.Δ., την οποία δεν καταλύει, ούτε άλλωστε απαγορεύει την αξιοποίηση της απολογίας ή της μαρτυρικής καταθέσεως του συγκατηγορουμένου, η οποία δεν παύει να αποτελεί αποδεικτικό μέσο, απλώς παρέχεται οδηγία στο δικαστήριο να μην αρκείται στη μαρτυρία ή απολογία του συγκατηγορουμένου για την αναζήτηση της αλήθειας, αλλά να επεκτείνει την αναζήτησή του και σε άλλα στοιχεία και να προσπαθεί να τεκμηριώσει όσο το δυνατό καλύτερα τη δικανική του πεποίθηση. Όμως, δεν παραβιάζεται η ανωτέρω διάταξη, όταν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεως του για την ενοχή του κατηγορουμένου δεν στηρίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρική κατάθεση ή στην απολογία του συγκατηγορουμένου, αλλά συνδυαστικά τόσο σ' αυτή, όσο και στις καταθέσεις άλλων μαρτύρων, καθώς και στα αναγνωσθέντα έγγραφα. Ακόμη, από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ., συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται απολύτως η αξιοποίηση και του αποδεικτικού μέσου της μαρτυρικής καταθέσεως ή απολογίας συγκατηγορουμένου, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό αποδεικτικό έρεισμα μιας καταδίκης, δηλαδή υποδεικνύεται στον δικαστή να μη θεμελιώνει την κρίση του για καταδίκη του κατηγορουμένου μόνον στην ύπαρξη μαρτυρικής καταθέσεως ή απολογίας συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, που θεωρείται διαβλητή και αμφιβόλου ειλικρίνειας, έτσι ώστε, όταν η καταδικαστική απόφαση στηρίζεται αποκλειστικά σε τέτοια μαρτυρική κατάθεση ή απολογία να ελέγχεται αναιρετικά και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων Β. Π., με τους σχετικούς λόγους της αιτήσεώς του, προβάλλει την αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, αλλά και την αιτίαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά παραβίαση του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ., στήριξε την καταδικαστική σε βάρος του κρίση αποκλειστικά και μόνον στο περιεχόμενο των όσων κατέθεσε απολογούμενος ο συγκατηγορούμενός του Π. Σ.. Πλην όμως, από τα πρακτικά, το οικείο σημείο του σκεπτικού (βλ. σελ. 1907 επ. πρακτικών) και τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση για τον αναιρεσείοντα Β. Π. μετά από συνεκτίμηση και άλλων αποδεικτικών μέσων, που αξιολόγησε συνδυαστικά, όπως τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, μεταξύ των οποίων και ο υπ' αριθ. ... κοινός λογαριασμός των Β. Π. και Μ. Λ. στην Τράπεζα Κύπρου και οι κινήσεις του σε καταθέσεις και αναλήψεις χρημάτων, μέσω δε όλων των άλλων αποδεικτικών μέσων που εκτίμησε συνδυαστικά, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τα όσα κατέθεσε απολογούμενος ο συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος Π. Σ., στα οποία δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντος, όπως αβάσιμα διατείνεται ο τελευταίος. Ως εκ τούτου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ. και έτσι δεν δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ούτε υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συνακόλουθα οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ. σχετικοί λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως του Β. Π., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Οι ειδικότερες αιτιάσεις των ως άνω λόγων, κατά τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα κατέληξε στην περί ενοχής κρίση του αναιρεσείοντος Β. Π., λαμβάνοντας υπόψη του την ψευδή, κατ' αυτόν, κατάθεση του συγκατηγορουμένου του, αφού από τα αναφερόμενα από αυτόν αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται η αθωότητά του, αφορούν την εκτίμηση της ουσίας από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκεκριμένα αφορούν την εκτίμηση της αξιοπιστίας του Π. Σ. σε συνδυασμό με τα άλλα αποδεικτικά μέσα που συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο της ουσίας, πλήττουν, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και της απόλυτης ακυρότητας, την περί τα πράγματα και την ουσία αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και είναι απαράδεκτες.
Όπως προαναφέρθηκε, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται ποιο αποδεικτικό μέσο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων, απολογιών κ.λπ.), η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τελευταίο λόγο της κρινόμενης αναιρέσεώς του, ο αναιρεσείων Β. Π. πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συγκεκριμένα για μη λήψη υπόψη και συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως και από τις προαναφερθείσες παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό και διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως προκύπτει από το προοίμιο του σκεπτικού της, στο οποίο ορίζεται επί λέξει: "Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης των κατηγορουμένων, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα κατωτέρω αναφερόμενα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως, από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των προαναφερομένων εγγράφων, που λεπτομερώς αναφέρονται στα ταυτάριθμα, με την παρούσα απόφαση, πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου και που βρίσκονται στην παρούσα δικογραφία, εκτός από τις ληφθείσες κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης και ενόρκων διοικητικών εξετάσεων μαρτυρικές καταθέσεις των κατηγορουμένων, που περιλαμβάνονται στα αντίστοιχα αναγνωσθέντα πορίσματα, δόθηκαν δε πριν αυτοί αποκτήσουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με εξαίρεση τις καταθέσεις του πρώτου κατηγορουμένου (Π. Σ.), ο οποίος στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου και επιβεβαίωσε τις καταθέσεις που είχε δώσει ως ύποπτος στην οικονομική επιθεωρήτρια Α. Τ. σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά", αλλά και από το σύνολο του σκεπτικού της, έλαβε υπόψη της και συνεκτίμησε για να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση της, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο και αναφέρονται στα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου που την εξέδωσε, καθώς επίσης και όλες τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι καταθέσεις των μαρτύρων της πολιτικής αγωγής, αφού οι μάρτυρες της πολιτικής αγωγής περιλαμβάνονται στην ευρύτερη έννοια των μαρτύρων κατηγορίας και είναι μάρτυρες κατηγορίας και όχι άλλη ξεχωριστή κατηγορία μαρτύρων. Για την ειδική δε και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπως προαναφέρθηκε, αρκούσε η ως άνω αναφορά των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο που την εξέδωσε κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, αφού προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται ποιο αποδεικτικό μέσο βάρυνε ή ποια αποδεικτικά μέσα βάρυναν περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως και το ότι εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα. Κατά συνέπεια, ο ως άνω τελευταίος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Β. Π., δηλαδή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της και δεν συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, είναι αβάσιμος. Τέλος, οι ίδιες αιτιάσεις του τελευταίου αυτού λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Β. Π., κατά το μέρος που με αυτές πλήττεται η αξιολογική εκτίμηση των κατ' ιδίαν αποδεικτικών μέσων, δηλαδή ότι δεν εκτιμήθηκαν και δεν αξιολογήθηκαν ορθά από το δικαστήριο της ουσίας τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στο λόγο αυτό, από την εκτίμηση των οποίων προέκυπτε η αθωότητα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Β. Π., είναι απαράδεκτες, αφού με αυτές, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, πλήττεται απαράδεκτα η ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του Β. Π., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για απόλυτη ακυρότητα, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει κάποιος άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα στην αίτηση αναιρέσεως του Β. Π., πρέπει αυτή να απορριφθεί, να του επιβληθούν τα από 250 ευρώ έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στην από τριακόσια (300) ευρώ μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ., 276 παρ. 1 εδ. β' Ν.3463/2006 και 22 παρ.1 Ν.3693/1957). 3. Ως προς την από 29-1-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αναίρεση του Γ. Γ. του Α.:
Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 "Προιστάμενοι υπηρεσιών ή Επιθεωρηταί γενόμενοι ένοχοι παραλείψεως ή αμελίας περί τον έλεγχον των υφισταμένων αυτών ή των εις επιθεώρησιν αυτών υποκειμένων τιμωρούνται, εν περιπτώσει τελέσεως τινός των εν τω άρθρω 1 αδικημάτων, αν δεν συντρέχη δεινότερα του Νόμου παράβασις δια φυλακίσεως, τουλάχιστον έξ μηνών. Η πράξις δικάζεται κατά τας διατάξεις του παρόντος". Η διάταξη αυτή δεν καθιερώνει γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, δηλαδή έγκλημα του οποίου η αντικειμενική υπόσταση πραγματώνεται με μόνη την παράλειψη της επιβαλλόμενης ενέργειας καθεαυτή και άσχετα από την επέλευση αποτελέσματος, αλλά τιμωρεί την παράλειψη του ελέγχου ή την προς αυτή ισοδύναμη αμελή διενέργεια του ελέγχου (ελλιπή έλεγχο), που είχε ως αποτέλεσμα να τελεσθεί αδίκημα από τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, δηλαδή πλαστογραφία, κλοπή, υπεξαίρεση κ.λπ. σε βάρος του δημοσίου των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Π.Κ., προς αποτροπή των οποίων είναι διαγεγραμμένος ό έλεγχος που δεν έγινε ή που έγινε ελλιπώς, υπό την επιφύλαξη τυχόν βαρύτερης παραβάσεως του νόμου, η οποία θα συντρέχει σε περίπτωση που δεν διενεργήθηκε έλεγχος ή διενεργήθηκε ελλιπής έλεγχος από δόλο και όχι από αμέλεια. Έτσι, προς στοιχειοθέτηση του ως άνω πλημμελήματος, απαιτείται το μεν αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραλείψεως του ελέγχου ή του ελλιπούς ελέγχου και της τελέσεως του αδικήματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, ο οποίος υπάρχει, όπως και στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα του άρθρου 15 του Π.Κ., όταν προκύπτει σε βαθμό μεγάλης πιθανότητας ότι δεν θα τελείτο το αδίκημα του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, αν δεν παραλειπόταν τελείως ο έλεγχος ή αν ο έλεγχος που έγινε δεν ήταν ελλιπής, το δε η ύπαρξη των κατά το άρθρο 28 του Π.Κ. όρων της αμελείας, ως μορφής υπαιτιότητας, που συνίστανται στην έλλειψη της οφειλόμενης προσοχής που ορίζεται από το άρθρο αυτό και τη δυνατότητα πρόβλεψης και αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών περιστάσεων ως και των υποκειμενικών τοιούτων και δη των προσωπικών ιδιοτήτων του πράξαντος, ήτοι των γνώσεων και της ικανότητας αυτού. Το ότι ο νομοθέτης θέλησε με την ως άνω διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 να τιμωρείται και η παράλειψη του ελέγχου και ο ελλιπής έλεγχος που έγιναν από αμέλεια, σε περίπτωση που εξαιτίας τους τελέστηκε αδίκημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, προκύπτει από την κοινοβουλευτική συζήτηση του σχετικού νομοσχεδίου στην Βουλή (βλ. Κώδ. θέμ. 1950, 770 επ.), αφού η εισηγητική έκθεση του Ν. 1608/1950 ουδεμία μνεία περιέχει για την ως άνω διάταξη, η οποία θεσπίσθηκε το πρώτον με τροπολογία, κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση του σχετικού νομοσχεδίου. Ενεργητικό υποκείμενο του ως άνω εγκλήματος μπορεί να είναι μόνον προϊστάμενος υπηρεσίας ή επιθεωρητής του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950) και ως εκ τούτου είναι ιδιαίτερο έγκλημα. Το έγκλημα αυτό τιμωρείται με το ίδιο πλαίσιο ποινής, δηλαδή με ποινή φυλακίσεως 6 μηνών μέχρι 5 ετών, και όταν τελεσθεί από δόλο (άρθ. 26 παρ. 1 εδ. α Π.Κ.), εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης παραβάσεως του νόμου και όταν τελεσθεί από αμέλεια (άρθ. 26 παρ. 1 εδ. β), ο βαθμός δε της υπαιτιότητας συνεκτιμάται κατά την επιμέτρηση της ποινής (άρθ. 79 παρ. 1 και 2 εδ. γ' Π.Κ.). Τέλος, η ως άνω διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, εκ του ότι τιμωρεί με το ίδιο πλαίσιο ποινής φυλακίσεως από 6 μήνες μέχρι 5 έτη, τόσο την από δόλο, όσο και την από αμέλεια, μη ενέργεια ελέγχου ή μη ενέργεια επιμελούς, αλλά ελλιπούς ελέγχου, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, που διέπει το σύνολο της εννόμου τάξεως και αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ' του Συντάγματος, κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας και ως εκ τούτου δεν είναι αντισυνταγματική. Τούτο διότι, ενόψει του ότι ο δόλος δεν χρειάζεται να επικαλύπτει και την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, διότι τότε θα έχουμε συνέργεια στην τέλεση του αδικήματος του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, η απαξία της ως άνω αξιόποινης πράξης, η οποία έγκειται στο ότι εξαιτίας της μη διενέργειας του ελέγχου ή της μη διενέργειας του επιμελούς ελέγχου, τελέστηκε αδίκημα από τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, είναι η ίδια, είτε αυτή τελέστηκε εκ δόλου είτε εξ αμελείας και εφόσον το αν η αξιόποινη πράξη τελέστηκε εκ δόλου ή εξ αμελείας θα συνεκτιμηθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 και 2 εδ. γ' του Π.Κ., με την ως άνω διάταξη δεν θεσπίζονται κυρώσεις που καθίστανται στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρμετρες και δυσανάλογες, εν αναφορά προς το μέγεθος της προσβολής του συγκεκριμένου έννομου αγαθού, του οποίου επιδιώκεται η προστασία (πρβλ. σχετ. - Πολ. Ολομ. Α.Π. 10/2003, Ποιν. Ολομ. Α.Π. 14 & 15/2001). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ, Ε' του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, το οποίο προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα οποία καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα Γ. Γ., το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προαναφέρθηκε, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτήν, επί λέξει, τα εξής: "Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα όσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτο των κατηγορουμένων Γ. Γ. και Θ. Γ., αποδείχθηκαν, κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστηρίου όσον αφορά τον δεύτερο εξ αυτών [Θ. Γ.] και κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, όσον αφορά τον πρώτο Γ. Γ., τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Αυτοί διετέλεσαν διευθυντές στην Ταμειακή Υπηρεσία του δήμου ... κατά την επίμαχη χρονική περίοδο (1.1.1999 - 31.12.2007). Ειδικότερα, ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. κατά το διάστημα 1.1.1999 έως 13.8.2007 και ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (ως αναπληρωτής, λόγω συνταξιοδοτήσεως του Γ.) κατά το διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007. Υπό την ιδιότητά τους αυτή είχαν υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων τους δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά. Αυτοί όμως από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση τους, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς τους, είχαν, δεν προέβησαν οι ίδιοι προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία τους, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς τους η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στις πράξεις της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία ποσού συνολικά ανώτερου των 150.000 ευρώ, που ανωτέρω αναφέρονται. Δόλος των κατηγορουμένων αυτών δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί τελούσαν σε γνώση της αξιόποινης δραστηριότητας του πρώτου κατηγορουμένου Π. Σ. και του παρείχαν συνδρομή στην υλοποίησή της. Η έλλειψη του δόλου τους επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) Ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ., έδωσε εντολή στον τότε υπάλληλο της γραμματείας της Δ/νσεώς του και ήδη υπάλληλο στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ν. Κ., με ιδιαίτερες ικανότητες στον τομέα του ελέγχου, λόγω της προηγουμένης ιδιότητάς του ως ορκωτού ελεγκτή, η υπηρεσιακή επάρκεια και εντιμότητα, του οποίου, τονίστηκε ιδιαίτερα από όλους τους μάρτυρες και τους λοιπούς παράγοντες της δίκης, να προβεί σε ενδελεχή ουσιαστικό έλεγχο της διαχείρισης του Σ. για τα έτη 2002 και 2003. Αν αυτός (Γ.) ήταν συμμέτοχος του Σ. στην παράνομη δραστηριότητά του δεν θα έδινε τέτοια εντολή με κίνδυνο ν' αποκαλυφθεί η υπεξαίρεση και η δική του συμμετοχή σ' αυτή. β) Ο Γ. Γ. είναι ο πρώτος υπάλληλος του δήμου ..., που πληροφορήθηκε στις αρχές Ιανουαρίου 2008, από την προϊσταμένη του υποκαταστήματος του ΤΥΔΚΥ στη …, ότι διαπιστώθηκε έλλειμμα στις καταβολές των εισφορών του προσωπικού του δήμου προς το ταμείο αυτό. Αυτός απευθύνθηκε στο Σ., ως αρμόδιο για την εξόφληση των εισφορών υπάλληλο και του ζήτησε προφορικές εξηγήσεις. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι όλα είναι εντάξει και προφανώς το ΤΥΔΚΥ δεν έχει ελέγξει σωστά τις καταβολές. Επειδή η διαφορά με το ΤΥΔΚΥ δεν λυνόταν αναμείχθηκε ο ίδιος προσωπικά στις συνεννοήσεις και έδωσε εντολή στους υπαλλήλους της διευθύνσεώς του Μ. και Σ. να διενεργήσουν σχετικό έλεγχο, από τον οποίο διαπιστώθηκε για πρώτη φορά η ύπαρξη πλαστού δικαιολογητικού στη διαχείριση του Σ.. Κατά τη διάρκεια των ελέγχων και πριν από τη αποκάλυψη των πλαστών, ο Σ. πρότεινε να ρυθμιστεί το χρέος προς το ΤΥΔΚΥ, πλην όμως ο Γ. του ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει την έρευνα. Ο Σ. ανήσυχος από την επιμονή του Γ. για έρευνα της διαχειρίσεώς του σε βάθος, εξέφρασε το φόβο στη συνάδελφό του Ε. Κ., όπως η ίδια κατέθεσε, εξεταζόμενη ως μάρτυρας, ότι "να δεις που αυτός θα μου κάνει ΕΔΕ". Ακολούθησε, μετά την αποκάλυψη των πλαστών δικαιολογητικών δημοσιοποίηση της υπεξαιρέσεως από τον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π., με συνέντευξη τύπου και ανάθεση της εντολής στον Γ. για διενέργεια σχετικής ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος του Σ.. Στην ΕΔΕ αυτή κυρίως σε συνδυασμό βεβαίως στη συνέχεια με την έρευνα της οικονομικής επιθεωρήτριας και τον προσωρινό έλεγχο της ΔΟΥ, στηρίχθηκε η πλήρης αποκάλυψη της υπεξαιρέσεως. Αν ο Γ. ήταν από πρόθεση συμμέτοχος του Σ., δεν θα ενεργούσε μ' αυτόν τον τρόπο, αλλά θα επιχειρούσε συγκάλυψη της υποθέσεως με ρύθμιση της διαφοράς με το ΤΥΔΚΥ που αρχικά προσδιοριζόταν στις 900.000 ευρώ περίπου, ποσό όχι σημαντικό για τα οικονομικά του δήμου .... γ) Ο ίδιος ο Σ., παρά την αρχική του αντιπαράθεση με τον Γ. που τον θεωρούσε "υπαίτιο" της αποκάλυψής του, κατά την απολογία του, όταν ερωτήθηκε σχετικά, για το ρόλο των δύο τελευταίων κατηγορουμένων, ως διευθυντών της Ταμειακής Υπηρεσίας, ανέφερε ότι "δεν είναι βέβαιος για τον αν οι Δ/ντές γνώριζαν" εννοώντας την παράνομη δραστηριότητά του. δ) Δεν προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία κάποιο κίνητρο των κατηγορουμένων αυτών για τη συμμετοχή τους στην παράνομη δραστηριότητα του Σ.. Συνήθως τα κίνητρα για τη συμμετοχή κάποιου σε οικονομικό έγκλημα είναι και αυτά οικονομικής φύσεως, όπως λ.χ. η λήψη μεριδίου από τον καρπό του εγκλήματος ή η παροχή άλλου οικονομικού οφέλους. Τέτοιο όφελος των εν λόγω κατηγορουμένων και από τον έλεγχο των εισοδημάτων τους δεν αποδείχθηκε. Ούτε όμως κάποιας άλλης μορφής κίνητρο αποδείχθηκε. Την κρίση αυτή, περί ελλείψεως δόλου, όσον αφορά τον τέταρτο κατηγορούμενο Γ. Γ., δεν είναι ικανό να αναιρέσει το γεγονός, ότι αυτός επιχείρησε κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής να αφαιρέσει από τα αρχεία του δήμου ..., διάφορα έγγραφα που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση, αφού τα έγγραφα αυτά, που προσκομίσθηκαν στο δικαστήριο και αναγνώσθηκαν είναι έγγραφα, που υπάρχουν στη δικογραφία, ως αναγνωστέα και δεν του παρέχουν κάποια επί πλέον ωφέλεια ή εύνοια στην εξέλιξη της δίκης, η ενέργειά του δε αυτή εξηγείται από την αγωνία του να αποδείξει την αθωότητά του. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, οι δύο τελευταίοι κατηγορούμενοι Γ. Γ. και Θ. Γ., κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεώς τους και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθούν ένοχοι, αντί άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι ο δράστης εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του ν. 1608/1950, παράβαση η οποία μπορεί να τελεσθεί όχι μόνο από δόλο, αλλά και από αμέλεια (ΑΠ 2/2011 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά μόνο για το μετά την 5.7.2007 χρονικό διάστημα ο Θ. Γ., ενώ για τον τελευταίο αυτό κατηγορούμενο για το προηγούμενο χρονικό διάστημα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής των επί μέρους πράξεων του διαστήματος αυτού, αφού από της τελέσεως της πράξεως, μέχρι της επιδόσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας (άρθρα 111 παρ. 3, 113 παρ. 2 ΠΚ και 370 στοιχ. β ΚΠΔ)." Στη συνέχεια, με το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Γ. Γ. κατά πλειοψηφία (3-2) ένοχο παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 από αμέλεια, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ. και του επέβαλε φυλάκιση δύο (2) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Γ. Γ. του Α. ένοχο του ότι: Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε, από τις περιστάσεις να επιδείξει, παρέλειψε υπό την ιδιότητά του του προϊσταμένου δημόσιας υπηρεσίας να προβεί στον έλεγχο των υφισταμένων του, με συνέπεια να τελεσθεί σε βάρος της υπηρεσίας του έγκλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 και συγκεκριμένα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ... κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα αν και είχε υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων του δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά, αυτός από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση του, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς του είχε, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκε σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που στρεφόταν κατά του δήμου ... που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ενώ συντρέχει η ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση ότι το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε ο δράστης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα: Όντας μόνιμος υπάλληλος, υπηρέτησε στο Δήμο ... ως αναπληρωτής Δ/ντής Ταμειακής Υπηρεσίας από 14.8.2007 έως 31.12.2007. Ο Π. Σ. ήταν υπάλληλος του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας και από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Τελούσε επομένως υπό την εποπτεία του ως διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Σ' αυτόν (Σ.), στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, του είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου .., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Ο Π. Σ. από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε από τον διευθυντή του, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 1.760.048 ευρώ. Τα χρηματικά αυτά ποσά (μετρητά) που του τα παρέδινε με την παροχή μίας απλής απόδειξης αυτός (Γ. Γ.) ως διευθυντής μέσω του αρμοδίου υπαλλήλου, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Αυτός (Γ. Γ.) από αμέλεια, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και συγκεκριμένα στο χρονικό διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007, ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 1.944.805 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Το ποσό αυτό των 1.944.805 ευρώ ο Π. Σ. το ιδιοποιήθηκε παράνομα, οι πράξεις του δε αυτές στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, συντρέχει δε η ιδιαζόντως επιβαρυντική περίσταση ότι το συνολικό ποσό που υπεξαίρεσε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, δεδομένου ότι αναγόμενο στο προηγούμενο νομισματικό μέσο, τη δραχμή, ισοδυναμεί με 662.692.303 δρχ. Επίσης, συγκρινόμενο με την αντιστοιχία του σε σχέση με τις εισοδηματικές δυνατότητες ενός μέσου δημοσίου υπαλλήλου της περιόδου αυτής (2007-2008), αν γίνει δεκτό ότι τα καθαρά έσοδα ενός τέτοιου υπαλλήλου ήταν κατά μέσο όρο 1.000 ευρώ το μήνα και 12.000 ευρώ το έτος, το υπεξαιρεθέν ποσό ισοδυναμεί με έσοδα υπαλληλικής εργασίας 162 ετών". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η προσβαλλόμενη απόφαση, που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα Γ. Γ. για την αξιόποινη πράξη της από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 3 του Ν. 1608/1950, 26 παρ. 1 και 28 του Π.Κ. και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες.
Συνεπώς, ενόψει όλων των ανωτέρω, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Γ. Γ., με τον οποίο αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση, που δέχθηκε ότι τελείται και από αμέλεια το πλημμέλημα του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 3 του Ν. 1608/1950 και 26 παρ. 1 του Π.Κ., επικαλούμενος και την αρχή της αναλογικότητας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ., "Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...". Από τη διάταξη αυτή, η παράβαση της οποίας δημιουργεί σχετική ακυρότητα (άρθ. 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), η οποία, αν δεν προταθεί κατά τα άρθρα 173 και 174 στο δικαστήριο της ουσίας, καλύπτεται, διαφορετικά, αν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και δεν καλυφθεί, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης και όχι η ενέργεια οιουδήποτε υπαλλήλου, που δεν είναι ειδικός προανακριτικός υπάλληλος, στα πλαίσια ένορκης ή μη διοικητικής εξέτασης. Ο λόγος δε της εξαιρέσεως ως μαρτύρων των προσώπων αυτών που άσκησαν ανακριτικά ή προανακριτικά καθήκοντα στην ίδια ποινική υπόθεση στηρίζεται στην προκατάληψη την οποία θεωρεί ο νομοθέτης ότι μπορεί να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τους. Το επιχείρημα ότι ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ισχύει και στην περίπτωση των ενεργησάντων διοικητική εξέταση δεν είναι αρκετό να οδηγήσει στη σκέψη ότι δεν πρέπει να εξετάζονται και αυτοί ως μάρτυρες, ενόψει του ότι: α) ανακριτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι δεν ταυτίζονται, β) στόχος της ποινικής δίκης είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αληθείας και οι διατάξεις που προβλέπουν εξαίρεση χρήσεως ενός αποδεικτικού μέσου, όπως είναι η ανωτέρω διάταξη, πρέπει να ερμηνεύονται στενώς, γ) ο νομοθέτης του Ν. 3160/2003, που με τα άρθρα 5 και 6 αυτού αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 43 παρ.1 εδ. β' και γ' και 47 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., αντιστοίχως, οι οποίες ορίζουν η μεν πρώτη ότι είναι δυνατόν να μη διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, όταν τούτο επιβάλλεται για να κινηθεί η ποινική δίωξη, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, η δε δεύτερη ότι ο Εισαγγελέας προβαίνει στην απόρριψη της εγκλήσεως, όταν κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής διώξεως, εφόσον έχει διενεργηθεί, εκτός από προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις, και ένορκη διοικητική εξέταση, δεν τροποποίησε τη διάταξη του άρθρου 211, ώστε να περιληφθούν σ' αυτή και οι διενεργήσαντες διοικητική εξέταση υπάλληλοι και δ) όταν ο ίδιος ο νομοθέτης κάμπτει σε πολλές περιπτώσεις την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και επιτρέπει την εξέταση ως μαρτύρων και των ενεργησάντων ακόμη ανακριτικά καθήκοντα (περιπτώσεις ανακριτικών πράξεων για λαθρεμπορία, άρθρο 63 παρ.1 Αγορ. Κωδ., 122 Ν. 3030/1954, 7 παρ.4 Ν. 2331/1995, 421 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ.), θα είναι εκτός του γράμματος και του σκοπού της διατάξεως η επέκταση της εφαρμογής της σε περιπτώσεις που δεν ορίζει ρητώς η ίδια η διάταξη (Ολομ. Α.Π. 4/2008). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 2065/1992, οι αναφερόμενοι στη διάταξη αυτή επιθεωρητές του Υπουργείου Οικονομικών, ασκούν ποινικά καθήκοντα ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων μόνον στα αδικήματα λαθρεμπορίας, φοροδιαφυγής, φορολογικών παραβάσεων, παραβάσεων της νομοθεσίας για το εθνικό νόμισμα, καθώς και για συναφή αδικήματα, κατόπιν αδείας του αρμόδιου εισαγγελέως, και όχι για άλλα ποινικά αδικήματα, με συνέπεια οι ανακριτικές πράξεις που ασκούν για άλλα ποινικά αδικήματα, να αποτελούν στην πραγματικότητα διοικητικές πράξεις Ε.Δ.Ε., στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 και όχι προανακριτικές ανακριτικές πράξεις που έγιναν στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας και οι ίδιοι να μην έχουν στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις την ιδιότητα του ειδικού προανακριτικού υπαλλήλου της ποινικής διαδικασίας. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2, 105 εδ. 2 και 223 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της καταθέσεώς του, που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή χωρίς όρκο καταθέσεως, που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 του Κ.Ποιν.Δ., δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρ. 171 παρ.1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεώς του, διακηρυσσόμενο ήδη στο άρθρο 14 παρ.3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, κυρωθέντος με το Ν. 2462/1997, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α. (Ν.Δ. 53/1974), καθώς και το δικαίωμά του, από το προαναφερθέν άρθρο 223 παρ. 4 του Κ.Ποιν.Δ., να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (Ολ. Α.Π. 1/2004). Παραβίαση, όμως, της πιο πάνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου επέρχεται μόνον με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο αποδεικτική αξιοποίηση εκ μέρους του δικαστηρίου της πιο πάνω μαρτυρικής καταθέσεως του κατηγορουμένου, και όχι με την αξιοποίηση όσων ό ίδιος, μη εξεταζόμενος κατά την ποινική διαδικασία (προδικασία), αποκάλυψε εκουσίως σε τρίτους, οι οποίοι και δεν κωλύονται να καταθέσουν, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, ό,τι γνωρίζουν σχετικά. Ακόμη, παραβίαση της ως άνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου, επέρχεται μόνον με την εις βάρος του κατηγορουμένου αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των πιο πάνω μαρτυρικών καταθέσεων αυτού, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είναι επιτρεπτό να αξιολογηθούν σε βάρος του όσα τυχόν επιβαρυντικά γι' αυτόν στοιχεία έχει καταθέσει κατά την ανώμοτη ή ένορκη εξέτασή του στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως. Έτσι, όταν η ένορκη ή χωρίς όρκο κατάθεση του κατηγορουμένου, που δόθηκε πριν από την κτήση της ιδιότητάς του αυτής, δεν περιέχει επιβαρυντικά γι' αυτόν στοιχεία σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα, τότε, με την ανάγνωσή της και τη λήψη υπόψη για τη διαμόρφωση της κρίσεως του δικαστηρίου, δεν επέρχεται παραβίαση του άνω δικαιώματός του της μη αυτοενοχοποιήσεως, αφού η αξιολόγησή της δεν γίνεται σε βάρος του και έτσι δεν προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ορθά και νόμιμα εξέτασε ως μάρτυρα την Οικονομική Επιθεωρήτρια Α. Τ., παρά τη σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Γ. Γ., αφού, όπως δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αυτή δεν ήταν αρμόδια να ασκήσει και δεν άσκησε στην υπόθεση ποινικά προανακριτικά καθήκοντα, αλλά στην πραγματικότητα ενήργησε διοικητικές πράξεις Ε.Δ.Ε. στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 και όχι προανακριτικές ανακριτικές πράξεις στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας και ως εκ τούτου αυτή δεν είχε στην κρινόμενη υπόθεση την ιδιότητα του ειδικού προανακριτικού υπαλλήλου της ποινικής διαδικασίας για να μην επιτρέπεται, κατά το άρθρο 211 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ., να εξετασθεί ως μάρτυρας στην υπόθεση. Κατά συνέπεια, η παρά την εναντίωση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Γ. Γ. εξέταση της ως άνω Οικονομικής Επιθεωρήτριας ως μάρτυρα, ουδεμία ακυρότητα επέφερε στη διαδικασία και ο περί του εναντίου σχετικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ειδικότερα όπως αναφέρεται στο προοίμιο του σκεπτικού της, το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, "εκτός από τις ληφθείσες κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής εξέτασης και ενόρκων διοικητικών εξετάσεων μαρτυρικές καταθέσεις των κατηγορουμένων, που περιλαμβάνονται στα αντίστοιχα αναγνωσθέντα πορίσματα, δόθηκαν δε πριν αυτοί αποκτήσουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με εξαίρεση τις καταθέσεις του πρώτου κατηγορουμένου (Π. Σ.), ο οποίος στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή αναφέρθηκε εξ ολοκλήρου και επιβεβαίωσε τις καταθέσεις που είχε δώσει ως ύποπτος στην οικονομική επιθεωρήτρια Α. Τ.". Προκύπτει, δηλαδή, ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατέληξε στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Γ. Γ. κρίση του, χωρίς να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τις μαρτυρικές καταθέσεις του, που λήφθηκαν κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως και των ενόρκων διοικητικών εξετάσεων και που περιλαμβάνονταν στα αντίστοιχα πορίσματα που αναγνώστηκαν. Κατά συνέπεια, αφού δεν λήφθηκαν υπόψη και δεν συνεκτιμήθηκαν για την καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση οι καταθέσεις του ως άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου που είχαν ληφθεί πριν αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου και αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, παραβίαση της αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως επέρχεται μόνον με την αποδεικτική αξιοποίηση μαρτυρικής καταθέσεως του κατηγορουμένου που δόθηκε στα πλαίσια και κατά την διαδικασία της ποινικής δίκης και όχι με την αξιοποίηση όσων ό ίδιος, μη εξεταζόμενος κατά την ποινική προδικασία, αποκάλυψε κατά τη διενέργεια Ε.Δ.Ε. εκουσίως σε τρίτους, οι οποίοι και δεν κωλύονται να καταθέσουν, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, ό,τι γνωρίζουν σχετικά, ουδεμία απόλυτη ακυρότητα επήλθε, από παραβίαση του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποιήσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Γ. Γ., εκ του ότι κατέθεσε ως μάρτυρας η Οικονομική Επιθεωρήτρια Α. Τ. σχετικά με όσα διεπίστωσε από την Ε.Δ.Ε. που ενήργησε και εκ του ότι αναγνώστηκε το πόρισμα της Ε.Δ.Ε. αυτής, χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη οι μαρτυρικές καταθέσεις που έδωσε στην ως άνω μάρτυρα οικονομική επιθεωρήτρια ο ίδιος και ως εκ τούτου ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Ποιν.Δ., σχετικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, η παραβίαση της ως άνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου, επέρχεται μόνον με την εις βάρος του κατηγορουμένου αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων που έδωσε αυτός πριν αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν είναι επιτρεπτό να αξιολογηθούν σε βάρος του όσα τυχόν επιβαρυντικά γι' αυτόν στοιχεία έχει καταθέσει κατά την ανώμοτη ή ένορκη εξέτασή του στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως. Όταν, όμως, η ένορκη ή χωρίς όρκο κατάθεση του κατηγορουμένου, που δόθηκε πριν από την κτήση της ιδιότητάς του αυτής, δεν περιέχει επιβαρυντικά γι' αυτόν στοιχεία σε σχέση με τα επίδικα αδικήματα, τότε, με την ανάγνωσή της και τη λήψη υπόψη για τη διαμόρφωση της κρίσεως του δικαστηρίου, δεν επέρχεται παραβίαση του άνω δικαιώματός του της μη αυτοενοχοποιήσεως, αφού η αξιολόγησή της δεν γίνεται σε βάρος του και έτσι δεν προκαλείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Έτσι, προκειμένου να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί απόλυτης ακυρότητας λόγω παραβιάσεως της αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεώς του εξαιτίας της λήψεως υπόψη και συνεκτιμήσεως μαρτυρικών καταθέσεων που είχε δώσει πριν αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, πρέπει να προσδιορίζονται τα επιβαρυντικά στοιχεία που περιείχαν οι μαρτυρικές του καταθέσεις που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση. Εξάλλου, η από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, και η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει ισχυρισμό του κατηγορουμένου για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω παραβιάσεως της αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεώς του, πρέπει να είναι αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι ο ως άνω ισχυρισμός υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένος, οπότε και μόνον έχει υποχρέωση να απαντήσει το δικαστήριο, διαφορετικά ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως αιτιολογίας. Στην προκείμενη περίπτωση, παρόλο που ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου περί απολύτου ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παραβιάσεως της αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεώς του υποβλήθηκε αόριστα και απαράδεκτα, αφού ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δεν προσδιόριζε σ' αυτόν ποία ήταν τα επιβαρυντικά σε βάρος του στοιχεία που περιλαμβάνονταν στις μαρτυρικές του καταθέσεις που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης και των ενόρκων διοικητικών εξετάσεων και ως εκ τούτου δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον ισχυρισμό του αυτό το εκδώσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστήριο, εν τούτοις, το τελευταίο, του απάντησε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στον ως άνω αόριστο ισχυρισμό του, αναφέροντας ρητώς στο σκεπτικό του ότι εξαιρεί από τα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνει υπόψη του τις μαρτυρικές καταθέσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης και των ενόρκων διοικητικών εξετάσεων και που περιλαμβάνονταν στα αντίστοιχα αναγνωσθέντα πορίσματα και ότι ως εκ τούτου, σύμφωνα και με τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν, τις οποίες ανέφερε και στο σκεπτικό της η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν παραβιαζόταν η αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεώς του από την ανάγνωση των πορισμάτων της προκαταρκτικής και των Ε.Δ.Ε. που διενεργήθηκαν εκτός ποινικής διαδικασίας και από την εξέταση ως μάρτυρα της Οικονομικής Επιθεωρήτριας Α. Τ. που δεν ήταν αρμόδια ειδική ανακριτική υπάλληλος στην ποινική διαδικασία. Κατά συνέπεια, ο περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ., σχετικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε', Α' Β' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του Γ. Γ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, για απόλυτη ακυρότητα, για σχετική ακυρότητα που δεν καλύφθηκε και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει κάποιος άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα στην αίτηση αναιρέσεως του Γ. Γ., πρέπει αυτή να απορριφθεί, να του επιβληθούν τα από 250 ευρώ έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στην από τριακόσια (300) ευρώ μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ., 276 παρ. 1 εδ. β' Ν.3463/2006 και 22 παρ.1 Ν.3693/1957). 4. Ως προς την από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αναίρεση του Θ. Γ. του Γ.:
Όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 211 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ., "Με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση ...". Από τη διάταξη αυτή, η παράβαση της οποίας δημιουργεί σχετική ακυρότητα (άρθ. 170 παρ. 2 και 171 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), η οποία, αν δεν προταθεί κατά τα άρθρα 173 και 174 στο δικαστήριο της ουσίας, καλύπτεται, διαφορετικά, αν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και δεν καλυφθεί, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, προκύπτει ότι, άσκηση ανακριτικών καθηκόντων νοείται, η στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας ενέργεια οποιασδήποτε ανακριτικής ή προανακριτικής πράξεως, από τακτικό ή ειδικό ανακριτή ή γενικό ή ειδικό προανακριτικό υπάλληλο, κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή προανάκρισης και όχι η ενέργεια οιουδήποτε υπαλλήλου, που δεν είναι ειδικός προανακριτικός υπάλληλος, στα πλαίσια ένορκης ή μη διοικητικής εξέτασης. Ο λόγος δε της εξαιρέσεως ως μαρτύρων των προσώπων αυτών που άσκησαν ανακριτικά ή προανακριτικά καθήκοντα στην ίδια ποινική υπόθεση στηρίζεται στην προκατάληψη την οποία θεωρεί ο νομοθέτης ότι μπορεί να έχουν υπέρ ή κατά του κατηγορουμένου, ως εκ της ασκήσεως των καθηκόντων τους. Το επιχείρημα ότι ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ισχύει και στην περίπτωση των ενεργησάντων διοικητική εξέταση δεν είναι αρκετό να οδηγήσει στη σκέψη ότι δεν πρέπει να εξετάζονται και αυτοί ως μάρτυρες, ενόψει του ότι: α) ανακριτικοί και διοικητικοί υπάλληλοι δεν ταυτίζονται, β) στόχος της ποινικής δίκης είναι η αναζήτηση της ουσιαστικής αληθείας και οι διατάξεις που προβλέπουν εξαίρεση χρήσεως ενός αποδεικτικού μέσου, όπως είναι η ανωτέρω διάταξη, πρέπει να ερμηνεύονται στενώς, γ) ο νομοθέτης του Ν. 3160/2003, που με τα άρθρα 5 και 6 αυτού αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 43 παρ.1 εδ. β' και γ' και 47 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., αντιστοίχως, οι οποίες ορίζουν η μεν πρώτη ότι είναι δυνατόν να μη διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση, όταν τούτο επιβάλλεται για να κινηθεί η ποινική δίωξη, εφόσον έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, η δε δεύτερη ότι ο Εισαγγελέας προβαίνει στην απόρριψη της εγκλήσεως, όταν κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής διώξεως, εφόσον έχει διενεργηθεί, εκτός από προκαταρκτική εξέταση ή ανακριτικές πράξεις, και ένορκη διοικητική εξέταση, δεν τροποποίησε τη διάταξη του άρθρου 211, ώστε να περιληφθούν σ' αυτή και οι διενεργήσαντες διοικητική εξέταση υπάλληλοι και δ) όταν ο ίδιος ο νομοθέτης κάμπτει σε πολλές περιπτώσεις την εφαρμογή της διατάξεως αυτής και επιτρέπει την εξέταση ως μαρτύρων και των ενεργησάντων ακόμη ανακριτικά καθήκοντα (περιπτώσεις ανακριτικών πράξεων για λαθρεμπορία, άρθρο 63 παρ.1 Αγορ. Κωδ., 122 Ν. 3030/1954, 7 παρ.4 Ν. 2331/1995, 421 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ.), θα είναι εκτός του γράμματος και του σκοπού της διατάξεως η επέκταση της εφαρμογής της σε περιπτώσεις που δεν ορίζει ρητώς η ίδια η διάταξη (Ολομ. Α.Π. 4/2008). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 2065/1992, οι αναφερόμενοι στη διάταξη αυτή επιθεωρητές του Υπουργείου Οικονομικών, ασκούν ποινικά καθήκοντα ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων μόνον στα αδικήματα λαθρεμπορίας, φοροδιαφυγής, φορολογικών παραβάσεων, παραβάσεων της νομοθεσίας για το εθνικό νόμισμα, καθώς και για συναφή αδικήματα, κατόπιν αδείας του αρμόδιου εισαγγελέως, και όχι για άλλα ποινικά αδικήματα, με συνέπεια οι ανακριτικές πράξεις που ασκούν για άλλα ποινικά αδικήματα, να αποτελούν στην πραγματικότητα διοικητικές πράξεις Ε.Δ.Ε., στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 και όχι προανακριτικές ανακριτικές πράξεις που έγιναν στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας και οι ίδιοι να μην έχουν στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις την ιδιότητα του ειδικού προανακριτικού υπαλλήλου της ποινικής διαδικασίας. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ορθά και νόμιμα εξέτασε ως μάρτυρα την Οικονομική Επιθεωρήτρια Α. Τ., παρά τη σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Θ. Γ., αφού, όπως δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αυτή δεν ήταν αρμόδια να ασκήσει και δεν άσκησε στην υπόθεση ποινικά προανακριτικά καθήκοντα, αλλά στην πραγματικότητα ενήργησε διοικητικές πράξεις Ε.Δ.Ε. στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 και όχι προανακριτικές ανακριτικές πράξεις στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας και ως εκ τούτου αυτή δεν είχε στην κρινόμενη υπόθεση την ιδιότητα του ειδικού προανακριτικού υπαλλήλου της ποινικής διαδικασίας για να μην επιτρέπεται, κατά το άρθρο 211 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ., να εξετασθεί ως μάρτυρας στην υπόθεση. Κατά συνέπεια, η παρά την εναντίωση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Θ. Γ. εξέταση της ως άνω Οικονομικής Επιθεωρήτριας ως μάρτυρα, ουδεμία ακυρότητα επέφερε στη διαδικασία και ο περί του εναντίου σχετικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμος.
Όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 "Προιστάμενοι υπηρεσιών ή Επιθεωρηταί γενόμενοι ένοχοι παραλείψεως ή αμελίας περί τον έλεγχον των υφισταμένων αυτών ή των εις επιθεώρησιν αυτών υποκειμένων τιμωρούνται, εν περιπτώσει τελέσεως τινός των εν τω άρθρω 1 αδικημάτων, αν δεν συντρέχη δεινότερα του Νόμου παράβασις δια φυλακίσεως, τουλάχιστον έξ μηνών. Η πράξις δικάζεται κατά τας διατάξεις του παρόντος". Η διάταξη αυτή δεν καθιερώνει γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, δηλαδή έγκλημα του οποίου η αντικειμενική υπόσταση πραγματώνεται με μόνη την παράλειψη της επιβαλλόμενης ενέργειας καθεαυτή και άσχετα από την επέλευση αποτελέσματος, αλλά τιμωρεί την παράλειψη του ελέγχου ή την προς αυτή ισοδύναμη αμελή διενέργεια του ελέγχου (ελλιπή έλεγχο), που είχε ως αποτέλεσμα να τελεσθεί αδίκημα από τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, δηλαδή πλαστογραφία, κλοπή, υπεξαίρεση κ.λπ. σε βάρος του δημοσίου των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Π.Κ., προς αποτροπή των οποίων είναι διαγεγραμμένος ό έλεγχος που δεν έγινε ή που έγινε ελλιπώς, υπό την επιφύλαξη τυχόν βαρύτερης παραβάσεως του νόμου, η οποία θα συντρέχει σε περίπτωση που δεν διενεργήθηκε έλεγχος ή διενεργήθηκε ελλιπής έλεγχος από δόλο και όχι από αμέλεια. Έτσι, προς στοιχειοθέτηση του ως άνω πλημμελήματος, απαιτείται το μεν αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραλείψεως του ελέγχου ή του ελλιπούς ελέγχου και της τελέσεως του αδικήματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, ο οποίος υπάρχει, όπως και στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα του άρθρου 15 του Π.Κ., όταν προκύπτει σε βαθμό μεγάλης πιθανότητας ότι δεν θα τελείτο το αδίκημα του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, αν δεν παραλειπόταν τελείως ο έλεγχος ή αν ο έλεγχος που έγινε δεν ήταν ελλιπής, το δε η ύπαρξη των κατά το άρθρο 28 του Π.Κ. όρων της αμελείας, ως μορφής υπαιτιότητας, που συνίστανται στην έλλειψη της οφειλόμενης προσοχής που ορίζεται από το άρθρο αυτό και τη δυνατότητα πρόβλεψης και αποφυγής του εγκληματικού αποτελέσματος, λαμβανομένων υπόψη των αντικειμενικών περιστάσεων ως και των υποκειμενικών τοιούτων και δη των προσωπικών ιδιοτήτων του πράξαντος, ήτοι των γνώσεων και της ικανότητας αυτού. Το ότι ο νομοθέτης θέλησε με την ως άνω διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 να τιμωρείται και η παράλειψη του ελέγχου και ο ελλιπής έλεγχος που έγιναν από αμέλεια, σε περίπτωση που εξαιτίας τους τελέστηκε αδίκημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, προκύπτει από την κοινοβουλευτική συζήτηση του σχετικού νομοσχεδίου στην Βουλή (βλ. Κώδ. θέμ. 1950, 770 επ.), αφού η εισηγητική έκθεση του Ν. 1608/1950 ουδεμία μνεία περιέχει για την ως άνω διάταξη, η οποία θεσπίσθηκε το πρώτον με τροπολογία, κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση του σχετικού νομοσχεδίου. Ενεργητικό υποκείμενο του ως άνω εγκλήματος μπορεί να είναι μόνον προϊστάμενος υπηρεσίας ή επιθεωρητής του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950) και ως εκ τούτου είναι ιδιαίτερο έγκλημα. Το έγκλημα αυτό τιμωρείται με το ίδιο πλαίσιο ποινής, δηλαδή με ποινή φυλακίσεως 6 μηνών μέχρι 5 ετών, και όταν τελεσθεί από δόλο (άρθ. 26 παρ. 1 εδ. α' Π.Κ.), εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης παραβάσεως του νόμου και όταν τελεσθεί από αμέλεια (άρθ. 26 παρ. 1 εδ. β'), ο βαθμός δε της υπαιτιότητας συνεκτιμάται κατά την επιμέτρηση της ποινής (άρθ. 79 παρ. 1 και 2 εδ. γ' Π.Κ.). Τέλος, η ως άνω διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, εκ του ότι τιμωρεί με το ίδιο πλαίσιο ποινής φυλακίσεως από 6 μήνες μέχρι 5 έτη, τόσο την από δόλο, όσο και την από αμέλεια, μη ενέργεια ελέγχου ή μη ενέργεια επιμελούς, αλλά ελλιπούς ελέγχου, δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, που διέπει το σύνολο της εννόμου τάξεως και αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ.1 εδ. δ' του Συντάγματος, κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν, κατά το Σύνταγμα, να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας και ως εκ τούτου δεν είναι αντισυνταγματική. Τούτο διότι, ενόψει του ότι ο δόλος δεν χρειάζεται να επικαλύπτει και την τέλεση του αδικήματος του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, διότι τότε θα έχουμε συνέργεια στην τέλεση του αδικήματος του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, η απαξία της ως άνω αξιόποινης πράξης, η οποία έγκειται στο ότι εξαιτίας της μη διενέργειας του ελέγχου ή της μη διενέργειας του επιμελούς ελέγχου, τελέστηκε αδίκημα από τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του Ν. 1608/1950, είναι η ίδια, είτε αυτή τελέστηκε εκ δόλου είτε εξ αμελείας και εφόσον το αν η αξιόποινη πράξη τελέστηκε εκ δόλου ή εξ αμελείας θα συνεκτιμηθεί κατά την επιμέτρηση της ποινής σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 και 2 εδ. γ' του Π.Κ., με την ως άνω διάταξη δεν θεσπίζονται κυρώσεις που καθίστανται στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρμετρες και δυσανάλογες, εν αναφορά προς το μέγεθος της προσβολής του συγκεκριμένου έννομου αγαθού, του οποίου επιδιώκεται η προστασία (πρβλ. σχετ. - Πολ. Ολομ. Α.Π. 10/2003, Ποιν. Ολομ. Α.Π. 14 & 15/2001). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ, Ε' του Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, το οποίο προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα οποία καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα Θ. Γ., το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προαναφέρθηκε, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτήν, επί λέξει, τα εξής: "Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα όσον αφορά τους τέταρτο και πέμπτο των κατηγορουμένων Γ. Γ. και Θ. Γ., αποδείχθηκαν, κατά την ομόφωνη κρίση του Δικαστηρίου όσον αφορά τον δεύτερο εξ αυτών [Θ. Γ.] και κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, όσον αφορά τον πρώτο Γ. Γ., τα ακόλουθα πραγματικα περιστατικά. Αυτοί διετέλεσαν διευθυντές στην Ταμειακή Υπηρεσία του δήμου ... κατά την επίμαχη χρονική περίοδο (1.1.1999 - 31.12.2007). Ειδικότερα, ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ. κατά το διάστημα 1.1.1999 έως 13.8.2007 και ο τέταρτος κατηγορούμενος Γ. Γ. (ως αναπληρωτής, λόγω συνταξιοδοτήσεως του Γ.) κατά το διάστημα από 14.8.2007 έως 31.12.2007. Υπό την ιδιότητά τους αυτή είχαν υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων τους δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά. Αυτοί όμως από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση τους, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς τους, είχαν, δεν προέβησαν οι ίδιοι προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία τους, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς τους η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στις πράξεις της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία ποσού συνολικά ανώτερου των 150.000 ευρώ, που ανωτέρω αναφέρονται. Δόλος των κατηγορουμένων αυτών δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί τελούσαν σε γνώση της αξιόποινης δραστηριότητας του πρώτου κατηγορουμένου Π. Σ. και του παρείχαν συνδρομή στην υλοποίησή της. Η έλλειψη του δόλου τους επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) Ο πέμπτος κατηγορούμενος Θ. Γ., έδωσε εντολή στον τότε υπάλληλο της γραμματείας της Δ/νσεώς του και ήδη υπάλληλο στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ν. Κ., με ιδιαίτερες ικανότητες στον τομέα του ελέγχου, λόγω της προηγουμένης ιδιότητάς του ως ορκωτού ελεγκτή, η υπηρεσιακή επάρκεια και εντιμότητα, του οποίου, τονίστηκε ιδιαίτερα από όλους τους μάρτυρες και τους λοιπούς παράγοντες της δίκης, να προβεί σε ενδελεχή ουσιαστικό έλεγχο της διαχείρισης του Σ. για τα έτη 2002 και 2003. Αν αυτός (Γ.) ήταν συμμέτοχος του Σ. στην παράνομη δραστηριότητά του δεν θα έδινε τέτοια εντολή με κίνδυνο ν' αποκαλυφθεί η υπεξαίρεση και η δική του συμμετοχή σ' αυτή. β) Ο Γ. Γ. είναι ο πρώτος υπάλληλος του δήμου ..., που πληροφορήθηκε στις αρχές Ιανουαρίου 2008, από την προϊσταμένη του υποκαταστήματος του ΤΥΔΚΥ στη …, ότι διαπιστώθηκε έλλειμμα στις καταβολές των εισφορών του προσωπικού του δήμου προς το ταμείο αυτό. Αυτός απευθύνθηκε στο Σ., ως αρμόδιο για την εξόφληση των εισφορών υπάλληλο και του ζήτησε προφορικές εξηγήσεις. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε ότι όλα είναι εντάξει και προφανώς το ΤΥΔΚΥ δεν έχει ελέγξει σωστά τις καταβολές. Επειδή η διαφορά με το ΤΥΔΚΥ δεν λυνόταν αναμείχθηκε ο ίδιος προσωπικά στις συνεννοήσεις και έδωσε εντολή στους υπαλλήλους της διευθύνσεώς του Μ. και Σ. να διενεργήσουν σχετικό έλεγχο, από τον οποίο διαπιστώθηκε για πρώτη φορά η ύπαρξη πλαστού δικαιολογητικού στη διαχείριση του Σ.. Κατά τη διάρκεια των ελέγχων και πριν από τη αποκάλυψη των πλαστών, ο Σ. πρότεινε να ρυθμιστεί το χρέος προς το ΤΥΔΚΥ, πλην όμως ο Γ. του ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει την έρευνα. Ο Σ. ανήσυχος από την επιμονή του Γ. για έρευνα της διαχειρίσεώς του σε βάθος, εξέφρασε το φόβο στη συνάδελφό του Ε. Κ., όπως η ίδια κατέθεσε, εξεταζόμενη ως μάρτυρας, ότι "να δεις που αυτός θα μου κάνει ΕΔΕ". Ακολούθησε, μετά την αποκάλυψη των πλαστών δικαιολογητικών δημοσιοποίηση της υπεξαιρέσεως από τον τρίτο κατηγορούμενο Β. Π., με συνέντευξη τύπου και ανάθεση της εντολής στον Γ. για διενέργεια σχετικής ένορκης διοικητικής εξέτασης σε βάρος του Σ.. Στην ΕΔΕ αυτή κυρίως σε συνδυασμό βεβαίως στη συνέχεια με την έρευνα της οικονομικής επιθεωρήτριας και τον προσωρινό έλεγχο της ΔΟΥ, στηρίχθηκε η πλήρης αποκάλυψη της υπεξαιρέσεως. Αν ο Γ. ήταν από πρόθεση συμμέτοχος του Σ., δεν θα ενεργούσε μ' αυτόν τον τρόπο, αλλά θα επιχειρούσε συγκάλυψη της υποθέσεως με ρύθμιση της διαφοράς με το ΤΥΔΚΥ που αρχικά προσδιοριζόταν στις 900.000 ευρώ περίπου, ποσό όχι σημαντικό για τα οικονομικά του δήμου .... γ) Ο ίδιος ο Σ., παρά την αρχική του αντιπαράθεση με τον Γ. που τον θεωρούσε "υπαίτιο" της αποκάλυψής του, κατά την απολογία του, όταν ερωτήθηκε σχετικά, για το ρόλο των δύο τελευταίων κατηγορουμένων, ως διευθυντών της Ταμειακής Υπηρεσίας, ανέφερε ότι "δεν είναι βέβαιος για τον αν οι Δ/ντές γνώριζαν" εννοώντας την παράνομη δραστηριότητά του. δ) Δεν προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία κάποιο κίνητρο των κατηγορουμένων αυτών για τη συμμετοχή τους στην παράνομη δραστηριότητα του Σ.. Συνήθως τα κίνητρα για τη συμμετοχή κάποιου σε οικονομικό έγκλημα είναι και αυτά οικονομικής φύσεως, όπως λ.χ. η λήψη μεριδίου από τον καρπό του εγκλήματος ή η παροχή άλλου οικονομικού οφέλους. Τέτοιο όφελος των εν λόγω κατηγορουμένων και από τον έλεγχο των εισοδημάτων τους δεν αποδείχθηκε. Ούτε όμως κάποιας άλλης μορφής κίνητρο αποδείχθηκε. Την κρίση αυτή, περί ελλείψεως δόλου, όσον αφορά τον τέταρτο κατηγορούμενο Γ. Γ., δεν είναι ικανό να αναιρέσει το γεγονός, ότι αυτός επιχείρησε κατά τη διάρκεια της δίκης αυτής να αφαιρέσει από τα αρχεία του δήμου ..., διάφορα έγγραφα που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση, αφού τα έγγραφα αυτά, που προσκομίσθηκαν στο δικαστήριο και αναγνώσθηκαν είναι έγγραφα, που υπάρχουν στη δικογραφία, ως αναγνωστέα και δεν του παρέχουν κάποια επί πλέον ωφέλεια ή εύνοια στην εξέλιξη της δίκης, η ενέργειά του δε αυτή εξηγείται από την αγωνία του να αποδείξει την αθωότητά του. Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών, πρέπει, κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, οι δύο τελευταίοι κατηγορούμενοι Γ. Γ. και Θ. Γ., κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξεώς τους και επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να κηρυχθούν ένοχοι, αντί άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία με τις ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις ότι ο δράστης εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενο αυτού είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του ν. 1608/1950, παράβαση η οποία μπορεί να τελεσθεί όχι μόνο από δόλο, αλλά και από αμέλεια (ΑΠ 2/2011 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά μόνο για το μετά την 5.7.2007 χρονικό διάστημα ο Θ. Γ., ενώ για τον τελευταίο αυτό κατηγορούμενο για το προηγούμενο χρονικό διάστημα πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής των επί μέρους πράξεων του διαστήματος αυτού, αφού από της τελέσεως της πράξεως , μέχρι της επιδόσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της πενταετίας (άρθρα 111 παρ. 3, 113 παρ. 2 ΠΚ και 370 στοιχ. β ΚΠΔ)." Στη συνέχεια, με το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Θ. Γ. ομόφωνα ένοχο παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 από αμέλεια, του αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του πρότερου έντιμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και ε' του Π.Κ. και του επέβαλε φυλάκιση ενός (1) έτους, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο Θ. Γ. του Γ. ένοχο του ότι: Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 5.7.2007 έως 13.8.2007 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε, από τις περιστάσεις να επιδείξει, παρέλειψε υπό την ιδιότητά του του προϊσταμένου δημόσιας υπηρεσίας να προβεί στον έλεγχο υφισταμένου του, με συνέπεια να τελεσθεί σε βάρος της υπηρεσίας του έγκλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950 και συγκεκριμένα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ... κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα αν και είχε υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων του δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., μεταξύ των οποίων και ο Π. Σ., που ως διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων, διαχειριζόταν σημαντικά ποσά, αυτός από αμέλεια, οφειλόμενη κυρίως στην μη δικαιολογούμενη, από την εμπειρία και τη θέση του, απόλυτη εμπιστοσύνη σε όλο το προσωπικό της υπηρεσιακής τους μονάδας, αλλά και στο φόρτο εργασίας, που, ως εκ της σημαντικής θέσεώς του είχε, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που στρεφόταν κατά του δήμου ... που είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το δε όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Ειδικότερα: Όντας μόνιμος υπάλληλος, υπηρέτησε στο Δήμο ... ως αναπληρωτής Δ/ντής Ταμειακής Υπηρεσίας από 5.7.2007 έως 13.8.2007. Ο Π. Σ. ήταν υπάλληλος του Τμήματος Εξόδων της Διεύθυνσης Ταμειακής Υπηρεσίας και από πολλών ετών ασκούσε καθήκοντα διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων. Τελούσε επομένως υπό την εποπτεία του ως διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Σ' αυτόν (Σ.), στα πλαίσια της υπηρεσίας αυτής, του είχε ανατεθεί νόμιμα το καθήκον της συγκέντρωσης και απόδοσης προς τους δικαιούχους φορείς κυρίας και επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων του Δήμου ..., οι οποίες παρακρατούνταν από τις αποδοχές τους, καθώς και των παρακρατουμένων υπέρ του Δημοσίου φόρων που τους βάρυναν (διαχειριστής των υπέρ τρίτων κρατήσεων). Για το λόγο αυτό αναλάμβανε σε τακτά διαστήματα, μετά από έγκριση του Διευθυντή της Ταμειακής Υπηρεσίας, από το ταμείο του Δήμου τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούσαν στις παραπάνω παρακρατούμενες και αποδοτέες εισφορές και φόρους, όχι μόνο σε τραπεζικές επιταγές αλλά και σε μετρητά από τις τακτοποιητέες εισπράξεις πριν ακόμη αυτές τακτοποιηθούν λογιστικά και εισαχθούν στο Ταμείο του Δήμου και στον τραπεζικό λογαριασμό του. Ο Π. Σ. από τα μετρητά που καθημερινά και σε μεγάλες ποσότητες παραλάμβανε από τον διευθυντή του, για να αποδώσει φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση διάφορα ποσά συνολικού ύψους 407.991,54 ευρώ. Τα χρηματικά αυτά ποσά (μετρητά) που του τα παρέδινε με την παροχή μίας απλής απόδειξης αυτός (Θ. Γ.) ως διευθυντής μέσω του αρμοδίου υπαλλήλου, ως προερχόμενα από τις τακτοποιητέες ακόμη εισπράξεις του Δήμου αποτελούσαν μέρος της δημοτικής περιουσίας. Αυτός (Θ. Γ.) από αμέλεια, δεν προέβη ο ίδιος προσωπικά, αλλά ούτε με σχετικές συγκεκριμένες και ρητές εντολές προς την προϊσταμένη του Τμήματος Εξόδων και τη γραμματεία του, που διενεργούσαν, κατά τα οριζόμενα από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του Δήμου, τον έλεγχο της διαχείρισης του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, σε ουσιαστικό έλεγχο αυτού, σε καθημερινή βάση, με την έρευνα των προσκομιζομένων δικαιολογητικών ως προς τη γνησιότητά τους, αλλά αρκέσθηκαν σε αριθμητική αντιπαραβολή των ποσών που καταγράφονταν από τον ίδιο τον Σ. στους σχετικούς φακέλους και τα εντάλματα πληρωμής, με συνέπεια να παρασχεθεί εξ αιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα σ' αυτόν (Σ.), να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία και συγκεκριμένα στο χρονικό διάστημα από 5.7.2007 έως 13.8.2007, ο Π. Σ. παρέλαβε από το ταμείο του Δήμου προς διαχείριση μετρητά συνολικού ύψους 407.991,54 ευρώ. Τα μερικότερα ποσά και οι ημεροχρονολογίες που παρέλαβε καθένα απ' αυτά, καθώς και οι αντίστοιχες αποδείξεις παραλαβής αυτών αναφέρονται λεπτομερώς στο σκεπτικό. Όφειλε δε, την ημέρα που παραλάμβανε κάθε μερικότερο ποσό, να καταβάλλει αυτό αυθημερόν ή το αργότερο την επόμενη ημέρα στον οικείο δικαιούχο (Ελληνικό Δημόσιο ή ασφαλιστικό ταμείο). Από το ποσό αυτό των 407.991,54 ευρώ ο Π. Σ. ιδιοποιήθηκε παράνομα 369.232,34 ευρώ, οι πράξεις του δε αυτές στρέφονται κατά του Δήμου ... (νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου) και το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ." Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η προσβαλλόμενη απόφαση, που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα Θ. Γ. για την αξιόποινη πράξη της από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω πλημμελήματος της από αμέλεια παραβάσεως του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων Θ. Γ., παρατίθενται δε σ' αυτή και όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των ως άνω περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 3 του Ν. 1608/1950, 26 παρ. 1 και 28 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες που να καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα, δεχόμενη ότι για την τέλεση του πλημμελήματος του άρθρου 3 του Ν. 1608/1950 αρκεί και αμέλεια, συνειδητή ή ασυνείδητη, και δεν είναι απαραίτητο ο μη έλεγχος ή ο πλημμελής έλεγχος των υφισταμένων να οφείλεται σε δόλο του προϊσταμένου της δημόσιας υπηρεσίας, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Δέχεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Θ. Γ., υπό την ιδιότητά του ως προϊσταμένου της Διεύθυνσης της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε, από τις περιστάσεις, να επιδείξει, αν και είχε υποχρέωση ελέγχου των υφισταμένων του, δηλαδή των υπαλλήλων που υπηρετούσαν στη Διεύθυνση της Ταμειακής Υπηρεσίας του δήμου ..., παρέλειψε να προβεί στον ουσιαστικό έλεγχο του υφισταμένου του Π. Σ., διαχειριστή των υπέρ τρίτων κρατήσεων, μη φροντίζοντας να ελέγχονται καθημερινά τα παραστατικά που κατέθετε αυτός στην υπηρεσία για τη διαχείριση των υπέρ τρίτων κρατήσεων, με συνέπεια να παρασχεθεί εξαιτίας της αμελούς αυτής συμπεριφοράς του η δυνατότητα στον υφιστάμενό του Π. Σ. να προβεί στην πράξη της εξακολουθητικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία σε βάρος του Δήμου ..., από την οποία το όφελος που πέτυχε ο δράστης καθώς και η ζημία που προξενήθηκε στο νομικό πρόσωπο του Δήμου ... υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 150.000 ευρώ. Κατά συνέπεια, οι περί του εναντίου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ., σχετικοί λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμοι.
Επομένως, ενόψει όλων των ανωτέρω, αφού οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' Ε' και Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως της αιτήσεως του Θ. Γ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας που δεν καλύφθηκε, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει κάποιος άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα στην αίτηση αναιρέσεως του Θ. Γ., πρέπει αυτή να απορριφθεί, να του επιβληθούν τα από 250 ευρώ έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.) και να καταδικασθεί αυτός στην από τριακόσια (300) ευρώ μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ., 276 παρ. 1 εδ. β' Ν.3463/2006 και 22 παρ.1 Ν.3693/1957). 4. Ως προς την από 30-1-2015 αίτηση αναιρέσεως του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως .../2015 και την συμπληρωματική αυτής από 4-2-2015 αίτηση αναιρέσεως του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως …/2015:
Κατά την διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ., υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από την διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως εξουσίας σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. το ποινικό δικαστήριο που εξετάζει την πολιτική αγωγή είναι υποχρεωμένο να αποφασίζει γι' αυτήν. Κατ' εξαίρεση μπορεί να την παραπέμψει στα πολιτικά δικαστήρια για όσα κεφάλαια κρίνει την απαίτηση ανεκκαθάριστη, με την προϋπόθεση ότι το ζητούμενο ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές (ήδη 44 ευρώ). Το ποινικό δικαστήριο αποφασίζει ελεύθερα σε κάθε περίπτωση που εκδικάζει υπόθεση αποζημίωσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης που εκδόθηκε κατ' έφεση, αλλά και από την υπ' αριθ. 524/2013 πρωτόδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοδίκως δικάσαντος Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων Δήμος ... παρέστη νόμιμα ως πολιτικώς ενάγων, αφενός για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τις αξιόποινες πράξεις που διέπραξαν οι κατηγορούμενοι, συνιστάμενης στη μείωση του κύρους και της πίστης του ως νομικού προσώπου ενόψει της προκληθείσας καθολικής σχεδόν αμφισβήτησης των πολιτών αναφορικά με τη σύννομη και εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του και της ικανότητάς του να διαχειρίζεται με την πρέπουσα προσοχή και διαφάνεια την περιουσία του και τα χρήματα εν τέλει των πολιτών, ζητώντας την επιδίκαση ποσού 44 ευρώ από τον καθένα από αυτούς, αφετέρου δε για αποζημίωσή του για την υλική - θετική ζημία που υπέστη από τις ίδιες αξιόποινες πράξεις των κατηγορουμένων, ζητώντας την επιδίκαση ποσού 50.000 ευρώ, από τον καθένα από τους κατηγορουμένους, επιφυλασσόμενος ρητά για την άσκηση περαιτέρω αξιώσεων του Δήμου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την πιο πάνω απόφασή του, δέχθηκε την αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ... και υποχρέωσε τους κατηγορουμένους Π. Σ., Μ. Λ., Β. Π., Γ. Γ. και Θ. Γ. να πληρώσουν στον πολιτικώς ενάγοντα, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των σαράντα τεσσάρων (44) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη αυτός από τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκαν και το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, ως αποζημίωσή του για τη ζημία που υπέστη από τις ίδιες αξιόποινες πράξεις. Πλην όμως, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό κατόπιν εφέσεων των καταδικασθέντων κατηγορουμένων και στο οποίο παραστάθηκε προς υποστήριξη της πολιτικής αγωγής και ο πολιτικώς ενάγων Δήμος ..., ενώ ήταν υποχρεωμένο, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., να αποφασίσει επί της πολιτικής αγωγής που στρεφόταν καθ' όλων των κατηγορουμένων ή, εάν την έκρινε ως προς ορισμένα κεφάλαια ανεκκαθάριστη, να την παραπέμψει στα πολιτικά δικαστήρια, χωρίς να κρίνει ανεκκαθάριστη την πολιτική αγωγή κατά τα κεφάλαιά της που αφορούσαν την υποχρέωση των κατηγορουμένων Γ. Γ. και Θ. Γ. να καταβάλουν ως αποζημίωση στον Δήμο ..., εις ολόκληρον μετά των υπολοίπων κατηγορουμένων, το ποσό των 50.000 ευρώ, παρέλειψε να αποφανθεί επί της πολιτικής αγωγής που αφορούσε την επιδίκαση αποζημιώσεως στον πολιτικώς ενάγοντα Δήμο ... εκ μέρους των δύο ως άνω κατηγορουμένων. Έτσι, όμως, το δικαστήριο που δίκασε κατ' έφεση και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και γι' αυτό, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του Κ.Ποιν.Δ. δεύτερου λόγου της από 30-1-2015 αιτήσεως αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ..., παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως που προβάλλει ο πολιτικώς ενάγων με αμφότερα τα δικόγραφα των αιτήσεών του, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που δεν αποφάνθηκε επί της πολιτικής αγωγής όσον αφορά την απαίτηση αποζημιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος κατά των καταδικασθέντων κατηγορουμένων Γ. Γ. του Α. και Θ. Γ. του Γ. και, κατ' εφαρμογή του άρθρου 521 του Κ.Ποιν.Δ., να παραπεμφεί η υπόθεση για την απαίτηση αυτή του πολιτικώς ενάγοντος κατά των ως άνω καταδικασθέντων κατηγορουμένων ενώπιον του πολιτικού τμήματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης, όπως ορίζεται στο διατακτικό

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, ήτοι, 1) την από 9-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αίτηση - δήλωση του Π. Σ. του Κ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 9-2-2015, 2) την από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Μ. Λ. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 3) την από 5-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Β. Π. του Ν., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 4) την από 29-1-2015 (με αρ.πρωτ. .../9-2-2015) αίτηση - δήλωση του Γ. Γ. του Α., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 9-2-2015, 5) την από 6-2-2015 (με αρ.πρωτ. .../6-2-2015) αίτηση - δήλωση του Θ. Γ. του Γ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2015, 6) την από 30-1-2015 αίτηση του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως ασκήσεως αναιρέσεως …/2015 και 7) την από 4-2-2015 αίτηση του Δήμου ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, η οποία κατατέθηκε στο Εφετείο Θεσσαλονίκης με αριθμό εκθέσεως ασκήσεως αναιρέσεως …/2015, με τις οποίες διώκεται η αναίρεση της υπ' αριθ. 184-185, 290, 539, 693, 775, 892, 1175, 1584/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Απορρίπτει τις ως άνω συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως των: 1) Π. Σ. του Κ., 2) Μ. Λ. του Γ., 3) Β. Π. του Ν., 4) Γ. Γ. του Α. και 5) Θ. Γ. του Γ.. Επιβάλλει στον κάθε ένα από τους ως άνω αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Καταδικάζει τον καθένα από τους ως άνω αναιρεσείοντες στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ..., την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Δέχεται τις ως άνω αιτήσεις αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος Δήμου ....
Αναιρεί την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 184-185, 290, 539, 693, 775, 892, 1175, 1584/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά το μέρος που δεν αποφάνθηκε επί της πολιτικής αγωγής όσον αφορά την απαίτηση αποζημιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος κατά των καταδικασθέντων κατηγορουμένων Γ. Γ. του Α. και Θ. Γ. του Γ.. Και
Παραπέμπει την υπόθεση όσον αφορά την απαίτηση αποζημιώσεως του πολιτικώς ενάγοντος κατά των καταδικασθέντων κατηγορουμένων Γ. Γ. του Α. και Θ. Γ. του Γ. ενώπιον του πολιτικού τμήματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2018.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή