Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής καταμήνυση, Δεδικασμένο, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα. Στοιχεία των εγκλημάτων. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για τα εγκλήματα αυτά της κατηγορουμένης. Όταν με την ίδια υλική πράξη θίγονται προσωποπαγή έννομα αγαθά περισσότερων προσώπων, τελούνται ισάριθμα εγκλήματα, όσα και τα πρόσωπα τα οποία είναι παθόντες, των οποίων θίγονται τα ανωτέρω έννομα αγαθά, έστω και αν η παραβιασθείσα από το δράστη ποινική διάταξη σχετίζεται με άλλο έννομο αγαθό. Μη παραβίαση δεδικασμένου λόγω μη ταυτότητας πράξεως. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 1091/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Γιαννακάκη, περί αναιρέσεως της 1430-1431-1432/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Οκτωβρίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1521/09.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Kατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 3327/2005, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται: α) η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, β) ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και γ) να απέβλεπε με αυτήν στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της παρ. 1 αυτού από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέμματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Ψευδορκία διαπράττει και ο ψευδομηνυτής όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της εγκλήσεώς του ενώπιον του αρμόδιου οργάνου στο οποίο την υποβάλλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μηνύσεως ή εγκλήσεως ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της μηνύσεως ή εγκλήσεώς του, πλην όμως, γενόμενη, θεμελιώνει, συντρεχόντων και των λοιπών παραπάνω στοιχείων, το αδίκημα της ψευδορκίας μάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς μαρτυρικής κατάθεσης. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέλος λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πατρών που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1430-1431-1432/2009 απόφασή του δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, αποδείχτηκαν τα παρακάτω περιστατικά: "Η κατηγορουμένη υπέβαλε στις 23-4-2002 μηνυτήρια αναφορά ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημ/κών Αιγίου, στην οποία ανέφερε μεταξύ άλλων, και για τον μηνυτή ότι αυτός ως υπάλληλος του Πολεοδομικού Γραφείου ... μαζί με τους Φ1 και Φ2, διευθυντή και υπάλληλο, αντιστοίχως, της ιδίας ως άνω Υπηρεσίας, υποκύπτοντας στις συνεχείς προτροπές και παραινέσεις του Ζ, κατοίκου ..., εξέδωσε υπέρ αυτού κατά παράβαση των οικείων πολεοδομικών διατάξεων, την υπ' αριθ. ... οικοδομική άδεια ανεγέρσεως ξενοδοχείου στον οικισμό .... Συγκεκριμένα κατήγγειλε ότι με την ανωτέρω άδεια εγκρίθηκε η κατασκευή δίρριχτης σκεπής και ημιυπαιθρίων εξωστών από μπετόν σε στυλ αιγαιοπελαγίτικο αντί να εγκριθεί τετράρριχτη στέγη με πέτρινες πλάκες ή βυζαντινά κεραμίδια χρώματος ώχρας ή κίτρινου και ανοιχτοί ξύλινοι εξώστες όπως προβλεπόταν από τους όρους δομήσεως του παραπάνω οικισμοί που ισχύουν από 1-8-1996. Ότι το αναγραφόμενο ως υπόγειο στην άδεια είναι στην πραγματικότητα ισόγειο ύψους 4 μέτρων. Η σκεπή αντί του νομίμου ύψους των 1,5 μέτρων είχε ύψος 3,5 μέτρων με αποτέλεσμα να συνιστά αυτοτελή όροφο και το ξενοδοχείο αντί των νομίμων δυο ορόφων να έχει πέντε (5) ορόφους από τους οποίους μόνο ο τρίτος όροφος είχε εγκριθεί από την ΕΠΑΕ, ενώ οι άλλοι δυο ήταν παράνομοι. Τέλος κατήγγειλε ότι το συνολικό ύψος του κτηρίου ανερχόταν σε 12,5 μέτρα αντί του μεγίστου επιτρεπομένου ύψους των 10 μέτρων ή του προβλεπόμενου ύψους των 11,5 μέτρων στην περίπτωση που το έδαφος είναι κεκλιμένο. Στην παραπάνω δε μηνυτήρια αναφορά της ανέφερε ότι ο μηνυτής παρέβη με πρόθεση τα υπηρεσιακά του καθήκοντα προκειμένου να ωφελήσει με την έκδοση της παράνομης οικοδομικής άδειας τον προαναφερόμενο ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. Πριν την υποβολή της επίδικης μηνυτήριας αναφοράς η κατηγορουμένη είχε προβεί σε συνεχείς καταγγελίες για τις ανωτέρω, κατ' αυτήν, παραβιάσεις της πολεοδομικής νομοθεσίας τόσο προς το άνω Πολεοδομικό Γραφείο όσο και προς την ΕΠΑΕ .... Κατόπιν των ανωτέρω καταγγελιών της οι υπάλληλοι του Πολεοδομικού Γραφείου διενήργησαν αυτοψία στο κρινόμενο ξενοδοχείο τουλάχιστον πέντε (5) φορές, χωρίς όμως να βεβαιώσουν κάποια από τις ως άνω καταγγελθείσες πολεοδομικές παραβάσεις, πλην της κατασκευής κάποιας αυθαίρετης πόρτας, για την οποία συνέταξαν έκθεση αυτοψίας και ο ιδιοκτήτης υποχρεώθηκε να την αποξηλώσει. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι οι προαναφερόμενες καταγγελίες της ήσαν ψευδείς και η κατηγορουμένη τελούσε εν γνώσει τις αναλήθειας τους. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι το ξενοδοχείο κατασκευάσθηκε από πέτρα και όχι από μπετόν και ότι με την κατασκευή του δεν παραβιάσθηκε κάποιος από τους τότε ισχύοντες όρους δομήσεως καθόσον οι όψεις του κτηρίου στις οποίες περιλαμβάνονταν η δίρριχτη σκεπή, οι εξώστες, οι ημιυπαίθριοι χώροι κλπ ελέγχθηκαν και εγκρίθηκαν από την αρμόδια Επιτροπή Αρχιτεκτονικού Ελέγχου (ΕΠΑΕ) στην οποία υποβλήθηκε η συνταχθείσα σχετική μελέτη, η οποία και εγκρίθηκε με το υπ' αριθμ. ... πρακτικό συνεδριάσεως της και εν συνεχεία κατά την διάρκεια εκτελέσεως των οικοδομικών εργασιών η εφαρμοζόμενη μελέτη και τα σχέδια της οικοδομής εγκρίθηκαν με την υπ αριθ. ... πράξη της ΕΠΑΕ. Εξάλλου ως προς το χρόνο που ορίζει το νομοθετικό καθεστώς που πρέπει να εφαρμοσθεί για τους ισχύοντες όρους δομήσεως με την έκδοση οικοδομικής αδείας κρίσιμος είναι ο χρόνος υποβολής της αιτήσεως.
Εν προκειμένω ο Ζ είχε υποβάλει αίτηση για την αίτηση οικοδομικής αδείας πριν την ..., οπότε ορίσθηκαν ειδικοί όροι δομήσεως και προβλέφθηκε η κατασκευή τετράρριχτης στέγης. Επίσης πριν την 1η Αυγούστου 1996 είχαν εγκριθεί τα σχέδια της μελέτης με προέλεγχο από την ΕΠΑΕ με το προεκτεθέν ... πρακτικό της.
Συνεπώς είχε εφαρμογή το προηγούμενο πολεοδομικό καθεστώς που προέβλεπε δίρριχτη στέγη. Περαιτέρω ως προς το συνολικό ύψος της οικοδομής αποδείχτηκε ότι το γήπεδο επί του οποίου ανεγέρθηκε αυτή ήταν επικλινές και λόγω του ότι δεν ήταν δυνατή η θεμελίωση της (οικοδομής) σε κεκλιμένο έδαφος, έγιναν χωματουργικές εργασίες με αποτέλεσμα να ομαλοποιηθεί κατά το δυνατόν η επιφάνεια του γηπέδου, πλην ορισμένων βράχων που παρέμειναν όπως είχαν και δίπλα από τους οποίους κατασκευάστηκε η οικοδομή, η οποία θεμελιώθηκε σε στερεό έδαφος και όχι στο ομαλοποιημένο. Καταρχήν κατασκευάστηκε το υπόγειο κάτω από το φυσικό επίπεδο του εδάφους, μετά την τελική διαμόρφωση του οποίου το ύψος του δεν υπερβαίνει πλέον το 1,5 μέτρο της στάθμης του εδάφους. Σημειωτέον ότι κατά τα εγκεκριμένα σχέδια το υπόγειο έχει ύψος 3,15 μέτρων. Το υπόγειο δε αυτό χρησιμοποιείται ως βοηθητικός χώρος και όχι ως χώρος κυρίας χρήσεως, και συγκεκριμένα ως αποθήκη και γκαράζ καθόσον στην πρόσοψη του δεν φέρει ανοίγματα και είναι κατασκευασμένο από συμπαγές μπετόν, έχει δε μόνον μια μεγάλη πόρτα για την είσοδο των αυτοκινήτων . Η δε υπέρβαση που υπήρχε στην οικοδομή αφορούσε στο ύψος της που ήταν 12,25 μέτρα αντί του επιτρεπομένου των 11,50 μέτρων. Το ύψος όμως αυτό που αναφερόταν και ατή μελέτη και στα σχέδια της οικοδομής που εγκρίθηκαν από αρχιτεκτονικής απόψεως από την ΕΠΑΕ με το υπ αριθμ. ... πρακτικό της, ήταν υποχρεωμένος να αποδεχθεί ο μηνυτής Ψ, τον οποίο δέσμευε η απόφαση της ΕΠΑΕ σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 4 του Π.Δ. 578/4-9-1975 και συνεπώς κατά τις αυτοψίες που διενέργησε στην οικοδομή και στις επιμετρήσεις που πραγματοποιούσε ήταν υποχρεωμένος να θεωρεί αυτό ως νόμιμο ύψος. Η οικοδομή εξάλλου δεν είχε πέντε (5) ορόφους αλλά μόνο τρεις και την στέγη της. Τα παραπάνω αληθή περιστατικά εγνώριζε η κατηγορουμένη, η οποία βρισκόταν σε συνεχή επαφή με την ΕΠΑΕ και το Πολεοδομικό Γραφείο Αιγιαλείας και οι υπηρεσίες αυτές επανειλημμένως την είχαν ενημερώσει ότι η οικοδομή κατασκευαζόταν συννόμως και σύμφωνα με την εγκεκριμένη μελέτη. Παρά ταύτα ενεργώντας με πρόθεση υπέβαλε στις 23-4-2002 την μηνυτήρια αναφορά της κατά του μηνυτή επιδιώκοντας να προκαλέσει την άσκηση ποινικής διώξεως εις βάρος του για το αδίκημα της παραβάσεως καθήκοντος, για το οποίο τελικώς αθωώθηκε με την υπ' αριθμ. 1907 και 1907α/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου. Περαιτέρω η κατηγορουμένη κατά την κατάθεση της ως άνω μηνυτήριας αναφοράς της και εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αιγίου βεβαίωσε το περιεχόμενο της μηνύσεως της, που περιείχε τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναλήθειας τους. Πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχη των αξιοποίνων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα". Μετά από αυτά το Δικαστήριο καταδίκασε την κατηγορουμένη σε συνολική ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν.
Με αυτά που δέχτηκε το Τριμελές Εφετείο Πατρών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την κρίση του για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, για τα οποία καταδίκασε την κατηγορουμένη, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1 και 224 παρ. 2 του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε. Ειδικότερα αναφέρει: α) τα περιστατικά που διέλαβε για τον εγκαλούντα η κατηγορουμένη στην από ... μηνυτήρια αναφορά της, β) ότι τα περιστατικά αυτά ήταν ψευδή γ) ότι η κατηγορουμένη τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους, τη γνώση δε αυτή τη στηρίζει το Δικαστήριο στην παραδοχή ότι η κατηγορουμένη βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με τις πολεοδομικές Αρχές, οι υπάλληλοι των οποίων την είχαν επανειλημμένως ενημερώσει για τη νομιμότητα των ενεργειών του εγκαλούντος και δ) ότι η κατηγορουμένη με την υποβολή της αναφοράς, την οποία βεβαίωσε και ενόρκως εν γνώσει της αναλήθειάς της, επιδίωκε να ασκηθεί κατά του εγκαλούντος ποινική δίωξη για παράβαση καθήκοντος, η οποία και ασκήθηκε και αυτός αθωώθηκε την προαναφερθείσα απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την υπ' αριθ. 8131/1995 απόφαση του Νομάρχη Αχαϊας που δημοσιεύτηκε στο υπ' αριθ. 836 ΦΕΚ (Τεύχος Δ) την 1-8-1996 και ισχύει από τη δημοσίευσής της και η οποία καθόριζε τους όρους δομήσεως στην περιοχή, είναι αβάσιμη, γιατί το Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ούτε εφάρμοσε την απόφαση αυτή, αλλά δέχτηκε απλώς ότι ενόψει του χρόνου υποβολής των δικαιολογητικών για έκδοση της οικοδομικής άδειας, ίσχυε το προηγούμενο καθεστώς. Επίσης και η αιτίαση ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 229 και 224 του ΠΚ, δεχόμενο ως γεγονότα τις αξιολογικές κρίσεις που εξέφρασε η αναιρεσείουσα με την μηνυτήρια αναφορά της, είναι αβάσιμη, γιατί τα γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο ως ψευδή, συνιστούν γεγονότα. Επομένως είναι αβάσιμος και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, ο οποίος στηρίζεται στις ανωτέρω αιτιάσεις.
Από τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, η παραβίαση του οποίου ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του ίδιου Κώδικα, απαιτείται: α) ταυτότητα προσώπου, β) ταυτότητα πράξεως και γ) αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης. Ως ταυτότητα προσώπου νοείται αυτή του κατηγορουμένου, δηλαδή του κατηγορηθέντος ως δράστη της πράξεως. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο καθόλη τη διαδρομή και καθόλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και αξιολογήσει αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, όταν με την ίδια υλική πράξη του δράστη θίγονται προσωποπαγή έννομα αγαθά περισσότερων προσώπων, όπως η τιμή, η ζωή ή η ελευθερία, τελούνται περισσότερα εγκλήματα όσα και τα θιγόμενα πρόσωπα, τα οποία είναι και παθόντες από την πράξη, αφού προσβάλλεται το σχετικό προσωποπαγές έννομο αγαθό αυτών, έστω και αν η ποινική διάταξη την οποία παρέβη ο δράστης είναι σχετική με άλλο έννομο αγαθό, όπως η απονομή της δικαιοσύνης επ' ψευδούς καταμηνύσεως και ψευδορκίας.
Εν προκειμένω η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Δικαστήριο που την καταδίκασε για τα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως του εγκαλούντος και της ψευδορκίας, παραβίασε το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ' αριθ. 598-598 Α/2007 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία καταδικάστηκε αυτή αμετακλήτως για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας και της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του Ζ, οι οποίες πράξεις τελέστηκαν με την ίδια από 23-4-2002 μηνυτήρια αναφορά της και ότι επειδή πρόκειται για μία πράξη ψευδούς καταμήνυσης και μία πράξη ψευδορκίας τελεσθείσα με την αναφορά και την ένορκη περί δεδικασμένου και πρόβαλε η αναιρεσείουσα και να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη για τις σε βάρος του εγκαλούντος ως άνω πράξεις. Το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τη σχετική περί δεδικασμένου ένσταση της αναιρεσείουσας με την ακόλουθη αιτιολογία: "Από τις διατάξεις του άρθρου 57 §§1 και 3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου απαιτείται: α) ταυτότητα προσώπου, β) ταυτότητα πράξεως, γ) αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση ή παύση της ποινικής διώξεως. Ως ταυτότητα προσώπου νοείται του κατηγορουμένου, δηλαδή του κατηγορηθέντος ως δράστη έστω και αν μηνύθηκε υπό ψευδές ή λανθασμένο όνομα. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθόλη την διαδρομή και καθόλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και αξιολογήσει αυτεπαγγέλτως. Δεν υπάρχει δε ταυτότητα πράξεως στην περίπτωση που υπάρχει διαφορά προς το πρόσωπο του παθόντος (βλ. ΑΠ 1676/2003 - Σε Συμβούλιο - ΑΠ 628/2000 Π.Χρ. ΝΑ, 23). Στην προκειμένη περίπτωση η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι με την από 23.4.2002 μηνυτήρια αναφορά της στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αιγίου, το περιεχόμενο της οποίας βεβαίωσε ενόρκως κατά την κατάθεση της στις 23.4.2002, κατεμήνυσε τους Ψ (ήδη μηνυτή), Φ1 και Φ2 για την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος και τον Ζ για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος των ανωτέρω προσώπων. 'Ότι η υπόθεση εκδικάσθηκε ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, το οποίο απήλλαξε τους κατηγορουμένους με την υπ' αριθμ. 1907 και 1907α/2003 απόφαση του. Εν συνεχεία ο τέταρτος κατηγορούμενος Ζ υπέβαλε κατ αυτής έγκληση για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δυσφημίσεως, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχη με την υπ' αριθμ. 442/2006 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, που επικυρώθηκε με την 598Α-598/2007 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου και κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της ασκηθείσης κατά της τελευταίας αναιρέσεως με την υπ' αριθμ. 173/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου. 'Ότι για τα καταγγελθέντα με την προεκτεθείσα μηνυτήρια αναφορά της υπέβαλε έγκληση ο τότε κατηγορούμενος και ήδη εγκαλών Ψ για τις ίδιες ακριβώς πράξεις και για τον ίδιο νομικό χαρακτηρισμό και παραπέμφθηκε για να δικασθεί γι' αυτές στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, το οποίο εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία την κήρυξε ένοχη για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα. Ότι η προεκτεθείσα υπ' αριθ. 598Α 598/2007 καταδικαστική εις βάρος της απόφαση του Δικαστηρίου τούτου που την κήρυξε ένοχη και έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, παρήγαγε δεδικασμένο το οποίο παρακωλύει την νέα άσκηση ποινικής διώξεως εις βάρος της, και την συνέχιση της παρούσας δίκης. Ο ανωτέρω όμως αυτοτελής ισχυρισμός της κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, υπό τα εκτιθέμενα, δεν υφίσταται ταυτότητα πράξεως, αφού είναι διαφορετικό το πρόσωπο του παθόντος και εγκαλούντος, η οποία (ταυτότητα πράξεως) αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του δεδικασμένου. Περαιτέρω με την προεκτεθείσα απόφαση η κατηγορουμένη καταδικάσθηκε για ψευδή καταμήνυση του αδικήματος της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, ενώ σήμερα δικάζεται για ψευδή καταμήνυση, του αδικήματος της παραβάσεως καθήκοντος εκ μέρους του εγκαλούντος". Με βάση τα προαναφερθέντα, δεν παραβιάστηκε από μέρους του Δικαστηρίου το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ' αριθ. 598-598 Α/2007 απόφαση, αφού δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως, επειδή είναι άλλο το παθόν πρόσωπο, του οποίου εθίγη το προσωποπαγές έννομο αγαθό της τιμής με την σε βάρος του ψευδή καταμήνυση για παράβαση καθήκοντος και την ψευδορκία με την οποία βεβαιώθηκε ενόρκως η τέλεση της παράβαση καθήκοντος και έτσι πρόκειται για άλλη πράξη ψευδούς καταμηνύσεως και ψευδορκίας. Επίσης από το γεγονός ότι με την υπ' αριθμ. 1907/1907Α/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, ο εγκαλών, όπως και οι λοιποί καταμηνυθέντες, αθωώθηκαν ελλείψει δόλου για την πράξη της παράβασης καθήκοντος, δεν παράγεται δεδικασμένο περί τελέσεως της πράξεως της παραβάσεως καθήκοντος και ως εκ τούτου περί της αθωότητας της αναιρεσείουσας για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία, αλλά απλώς η αθωωτική αυτή απόφαση εκτιμάται ελευθέρως από το Δικαστήριο και έτσι εκτιμήθηκε εν προκειμένω. Επομένως ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενης αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-10-2009 αίτηση της Χ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1430-1431-1432/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαΐου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ