Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 53 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραβίαση απορρήτου προφορικής συνομιλίας, Παραβίαση απορρήτου επικοινωνιών.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για παραβίαση απορρήτου τηλεφωνημάτων κατ' εξακολούθηση με χρήση απομαγνητοφωνημένων αποσπασμάτων σχετικών συνομιλιών (άρθρο 370 Α ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ.1 Ν. 3674/ 2008) και απόρριψη των λόγων αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Το έννομο αγαθό της ελεύθερης επικοινωνίας είναι υπέρτερο από τα αγαθά της περιουσίας και της υπόληψης, οπότε, σε περίπτωση που απειλούνται τα τελευταία, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 25 ΠΚ. Η παρ. 4 του άρθρου 370 Α του ΠΚ περί άρσεως του αδίκου εφαρμόζεται όταν η χρήση των ιδιωτικών συνομιλιών ενώπιον δικαστικής αρχής, για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, γίνεται από τρίτον και όχι από τον ίδιο το δράστη της υποκλοπής.




ΑΡΙΘΜΟΣ 53/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καμπίρη, περί αναιρέσεως της 5001/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1ης Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1724/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Kατά την παρ. 2 του άρθρου 370Α ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο επί του προκειμένου χρόνο (Ιούλιο, Σεπτέμβριο του 2003), μετά την αντικατάσταση του άρθρου αυτού με το άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 3090/2002 και πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ.1 Ν.3674/2008, "όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοφωνεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του αυτού άρθρου (κατά το οποίο η χρησιμοποίηση από τον δράστη των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση) εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, πλην άλλων, ότι, για τη στοιχειοθέτηση του πιο πάνω αδικήματος της παραβίασης του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, πρέπει η αθέμιτη καταγραφή να αφορά συνομιλία, που δεν διεξάγεται δημόσια, δηλαδή δεν πρέπει κατά τη βούληση των συνομιλούντων να προορίζεται να ακουσθεί από αόριστο αριθμό προσώπων. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, "με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών ή των μαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου". Κατά δε την παρ. 4 δε του ίδιου άρθρου, "η πράξη της παρ. 3 δεν είναι άδικη αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης της παραγράφου 3 και, επομένως, ο δράστης παραμένει ατιμώρητος σε περιπτώσεις που η χρήση της αθέμιτης, κατά τα πιο πάνω οριζόμενα, μαγνητοταινίας έγινε από τον τρίτο ενώπιον δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Τρίτος, όμως, δεν είναι ο ίδιος ο δράστης της υποκλοπής, αυτός, δηλαδή, που με οποιονδήποτε τρόπο παρεμβλήθηκε σε τηλεφωνική συνδιάλεξη και έλαβε την μαγνητοταινία, αν χρησιμοποιήσει αυτήν, αφού αυτός υπάγεται στο εδ. β' της παρ. 1 του άρθρου 370 Α και όχι σ` αυτή της παρ. 3 και, κατά συνέπειαν, η παρ. 4 δεν έχει στην περίπτωση αυτή εφαρμογή, καθόσον αυτή αφορά μόνο τον τρίτο και όχι το δράστη της υποκλοπής. Αντίθετη άποψη, κατά την οποία ο αυτουργός χρησιμοποιώντας στο δικαστήριο για υπεράσπιση δικαιολογημένου συμφέροντός του τη μαγνητοταινία που λήφθηκε αθέμιτα από τον ίδιο, εμπίπτει στην παραπάνω διάταξη, θα υπερακόντιζε το γράμμα, αλλά και το πνεύμα της πιο πάνω διάταξης και στην πραγματικότητα θα άφηνε ατιμώρητες τις υποκλοπές, οι περισσότερες των οποίων γίνονται για υπεράσπιση δικαιολογημένου συμφέροντος, θα επρόκειτο δε και για ερμηνεία αντίθετη με το γράμμα του νόμου (παρ. 4), ο οποίος ρητώς αναφέρεται μόνο στην παρ. 3 και όχι στις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 ΠΚ, "δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος, για να αποτρέψει παρόντα και αναπότρεπτο με άλλα μέσα κίνδυνο, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η βλάβη που προκλήθηκε στον άλλο είναι σημαντικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από τη βλάβη που απειλήθηκε". Με βάση δε τις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου και τις ιεραρχήσεις της έννομης τάξης, το προστατευόμενο από το άρθρο 370 Α ΠΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ.1, 9 παρ. 1β, 19 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ έννομο αγαθό της ελεύθερης επικοινωνίας είναι υπέρτερο από τα αγαθά της περιουσίας και της υπόληψης, οπότε, σε περίπτωση που απειλούνται τα τελευταία του δράστη της πράξης του άρθρου 370 Α ΠΚ, δεν μπορεί αυτός, για την απαλλαγή του, να επικαλεσθεί την εφαρμογή του άρθρου 25 ΠΚ. Πάντως, η κρίση του δικαστή της ουσίας επί της in concreto στάθμισης των εννόμων αγαθών είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, όπως είναι και ο περί καταστάσεως ανάγκης κατά το άρθρο 25 § 1 ΠΚ, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 5001/2008 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβίασης απορρήτου τηλεφωνημάτων κατ` εξακολούθηση με χρήση απομαγνητοφωνημένων αποσπασμάτων των σχετικών συνομιλιών σε βάρος των Σ1 και Ψ1, πράξη την οποία τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 3 μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος, Χ1, έχοντας δανείσει τους εγκαλούντες, Σ1 και Ψ1 και λάβει σε διαταγή του την ...τραπεζική επιταγή της ΑΤΕ αξίας 47.000 ευρώ έκδοσης της εταιρίας των εγκαλούντων "... ΟΕ", η οποία ελλείψει αντικρίσματος σφραγίστηκε στις 25-7-2003 και βάσει της οποίας εκδόθηκε η 8479/9-10-2003 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των εγκαλούντων και της εταιρίας τους, προκειμένου να κατασκευάσει πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία για τη μεταξύ τους διαφορά, μαγνητοφώνησε τις ιδιωτικές τηλεφωνικές συνομιλίες που είχε με τον Σ1 στις 28-7-2003 και στις 29-9-2003 και την ιδιωτική τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον Ψ1 στις 30-7-2003, χωρίς τη γνώση και τη συναίνεση των τελευταίων. Επίσης στις 17-11-2004 προσκόμισε και έκανε χρήση απομαγνητοφωνημένων αποσπασμάτων από τις εν λόγω συνομιλίες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την εκδίκαση της από 27-1-2004 ανακοπής της παραπάνω εταιρίας κατά της 8479/2003 διαταγής πληρωμής, τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη (ούτε κατ' έφεση) ως ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα. Ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου επικαλέστηκε α) κατάσταση ανάγκης του άρθρου 25 ΠΚ και β) αναλογική εφαρμογή του άρθρου 370Α παρ. 4 ΠΚ για την άρση του αδίκου της εκδικαζόμενης κατηγορίας. Οι αυτοτελείς, όμως, ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, επειδή δεν συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση οι προβλεπόμενες από τις σχετικές διατάξεις προϋποθέσεις. Ειδικότερα, σχετικά με την επικαλούμενη ανάγκη απόκτησης αποδεικτικού μέσου για την απόκρουση του κινδύνου απώλειας των 47.000 ευρώ της τραπεζικής επιταγής και για την προστασία της τιμής και υπόληψης του κατηγορουμένου από τον συκοφαντικό χαρακτηρισμό του σαν τοκογλύφου, δεν συντρέχει πρωτίστως η τασσόμενη προϋπόθεση να υπάρχει σημαντική δυσαναλογία ως προς το είδος και τη σπουδαιότητα μεταξύ της βλάβης που επήλθε στους εγκαλούντες με την προσβολή του δικαιώματος ελεύθερης επικοινωνίας αυτών και της βλάβης που απειλήθηκε στα έννομα αγαθά (της περιουσίας και της υπόληψης του κατηγορουμένου), αφού, με βάση τις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου και τις ιεραρχήσεις της έννομης τάξης, η βλάβη από την προσβολή του εννόμου αγαθού των εγκαλούντων (για την ποινική προστασία του οποίου απειλείται από το άρθρο 370Α παρ. 2 ΠΚ ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους) δεν είναι κατώτερη αλλά υπέρτερη της απειλούμενης περιουσιακής βλάβης του κατηγορουμένου, καθώς και της απειλούμενης ηθικής βλάβης στην τιμή και την υπόληψη αυτού, για την ποινική προστασία της οποίας απειλείται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών από το άρθρο 363 ΠΚ. Σχετικά δε με την επικαλούμενη αναλογική εφαρμογή του άρθρου 370 Α παρ. 4 ΠΚ, η οποία προβλέπει άρση του αδίκου μόνο στην περίπτωση της παρ. 3 του άρθρου 370Α ΠΚ, δηλαδή μόνο της χρήσης πληροφοριών, μαγνητοταινιών ή μαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους των παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου, εφόσον έγινε ενώπιον ανακριτικής ή δικαστικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος, που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά και μόνο εφόσον η χρήση αυτή έγινε από τρίτα πρόσωπα, δηλαδή μη αυτουργούς ή μη συμμέτοχους των πράξεων των παρ. 1 και 2, για τους οποίους η σχετική χρήση συνιστά απλώς επιβαρυντική περίσταση των εν λόγω πράξεων και όχι αυτοτελή αξιόποινη πράξη. Ο περιορισμός δε της άρσης του αδίκου μόνο στην εν λόγω περίπτωση συνιστά εξαίρεση του κανόνα προστασίας της ελεύθερης επικοινωνίας και σταθμισμένη επιλογή του ποινικού νομοθέτη χάριν διαφύλαξης υπέρτερων εννόμων αγαθών υπό το πρίσμα των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 9 παρ. 1β και 19 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (βλ. ΟΛ. ΑΠ 1/2001, ΑΠ 1289/2001, ΑΠ 1709/95 κ.α.). Συνακολούθως, δεν είναι επιτρεπτή η επικαλούμενη αναλογική εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 370 Α ΠΚ και στην κρινόμενη υπόθεση. Κατόπιν αυτών και αφού απορριφθούν οι προαναφερόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης για την οποία κατηγορείται, της αθέμιτης μαγνητοφώνησης ιδιωτικής τηλεφωνικής συνομιλίας μεταξύ αυτού και των εγκαλούντων κατ' εξακολούθηση με την επιβαρυντική περίπτωση της χρήσης απομαγνητοφωνημένων αποσπασμάτων από τις συνομιλίες αυτές, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό της απόφασης".
Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβίασης του απορρήτου τηλεφωνημάτων κατ` εξακολούθηση με χρησιμοποίηση των απομαγνητοφωνημένων αποσπασμάτων των συνομιλιών που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο, για το οποίο πρόκειται, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Αιτιολογείται, ακόμη, πλήρως και η απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών της καταστάσεως ανάγκης που αποκλείει το άδικο και της αναλογικής εφαρμογής της παρ. 4 του άρθρου 370 Α ΠΚ, την οποία το Δικαστήριο της ουσίας ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Ειδικότερα, εκτίθεται στην απόφαση ότι ο αναιρεσείων, χωρίς τη γνώση και τη συναίνεση των παθόντων, μαγνητοφώνησε ιδιωτικές τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ αυτού και εκείνων, ότι έκανε χρήση απομαγνητοφωνημένων αποσπασμάτων από τις συνομιλίες αυτές, προσκομίζοντάς τα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά τη συζήτηση ανακοπής της εταιρίας των εγκαλούντων κατ` αυτού, ότι η βλάβη από την προσβολή του δικαιώματος ελεύθερης επικοινωνίας των εγκαλούντων είναι υπέρτερη από τη βλάβη που απειλήθηκε στα έννομα αγαθά της περιουσίας και της υπόληψης του κατηγορουμένου και, επομένως, ο αυτοτελής ισχυρισμός του περί καταστάσεως ανάγκης είναι αβάσιμος, καθώς και ότι δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 370 Α ΠΚ, αφού ο ίδιος είναι ο δράστης της παραβίασης του απορρήτου τηλεφωνημάτων και όχι τρίτος. Κατά συνέπειαν, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τις παραδοχές ότι ο αναιρεσείων μαγνητοφώνησε τις ειρημένες ιδιωτικές τηλεφωνικές συνομιλίες χωρίς τη γνώση και τη συναίνεση των παθόντων και ως προς την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 370 Α παρ. 4 ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Η μερικότερη αιτίαση ότι δεν μνημονεύονται και δεν αξιολογούνται οι καταθέσεις των μαρτύρων ούτε έλαβε χώραν λογικός συσχετισμός τους, ενόψει του ότι κανένας δεν κατέθεσε με απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν υπήρξε συναίνεση των εγκαλούντων, είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 1 Οκτωβρίου 2008 (υπ' αριθ. πρωτ. 8169/2008) αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ` αριθ. 5001/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή