Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ναρκωτικά, Ηθική αυτουργία.
Περίληψη:
Παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών. Αγορά. Κατοχή. Μεταφορά. Ηθική αυτουργία. Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως, με την επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, και γ) απόλυτης ακυρότητας. Υπάρχει τυπική αιτιολογία, αφού το αιτιολογικό αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού χωρίς αναφορά στα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία. Αναιρεί, για έλλειψη αιτιολογίας τόσο ως προς την ενοχή φυσικού και ηθικού αυτουργού και ως προς την απόρριψη ελαφρυντικών περιστάσεων και παραπέμπει στο ίδιο Δικαστήριο. Παρέλκει η έρευνα για τους λοιπούς λόγους.
Αριθμός 1338/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 1 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Σδούκο και 2) Χ2, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοφάνη Μπούνα, για αναίρεση της 37/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κέρκυρας.
Το Πενταμελές Εφετείο Κέρκυρας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Αυγούστου 2008 και 8 Αυγούστου 2008, δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1394/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου, οι από 7-8-2008 και 8-8-2008 αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν από τους κατηγορούμενους, Χ1 και Χ2, στρεφόμενες κατά της υπ' αριθμό 37/2008 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας, των οποίων οι λόγοι είναι ταυτόσημοι και πρέπει να συνεκδικαστούν λόγω της συνάφειάς τους, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης. Κατά το άρθρο 5 παρ.1 εδ. ζ του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν.2161/1993 (άρθρο 20 παρ.1 περ. ζ του Κώδικα Νόμων για τα Ναρκωτικά -ΚΝΝ- ν. 3459/2006), με κάθειρξη δέκα τουλάχιστον ετών και με χρηματική ποινή 1.000.000 μέχρι 100.000.000 δραχμών (ήδη 2900 έως 290.000 ευρώ) τιμωρείται, όποιος, εκτός των άλλων, κατέχει ή μεταφέρει ναρκωτικά με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο. Με τον όρο κατοχή νοείται η φυσική εξουσίαση των ναρκωτικών από τον δράστη, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να διαπιστώσει την ύπαρξή τους και κατά τη δική του βούληση να τα διαθέτει πραγματικά, ενώ η μεταφορά πραγματώνεται με τη μετακίνηση των ναρκωτικών από ένα τόπο σε άλλο με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 περ. α του ίδιου Κώδικα, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, η οποία έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν πρόκληση και παραγωγή στον άλλον της απόφασης για τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος που μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με προτροπές και παρακλήσεις, που έγιναν με πίεση, πειθώ ή φορτικότητα, υποκειμενικώς δε δόλος που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξης.
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα απ' αυτά. Ειδικότερα, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Επίσης, η ανωτέρω αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την ύπαρξη της τοξικομανίας (άρθρο 13 παρ.1 του Ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 15 του ν.2161/1993, αφού, κατά την παρ. 4 του ως άνω άρθρου 13, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 παρ.2 εδ. β' ν.2408/1996, προκειμένου για το δράστη της πράξεως του άρθρου 12 παρ.1, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του ν.2161/93, αυτός παραμένει ατιμώρητος και εφαρμόζονται σ' αυτόν οι διατάξεις του άρθρου 14 του ως άνω νόμου, προκειμένου δε για το δράστη του άρθρου 5 παρ.1 περ. β' και ζ' (μεταξύ άλλων) αυτός έχει ηπιότερη ποινική μεταχείριση κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4β του ως άνω άρθρου 13 ως ισχύει, που τείνει στην άρση του καταλογισμού της πράξεως στο δράστη, ή στην αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογούνται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται καθόλου ή παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε μη υποβληθέντα ή απαράδεκτο προβληθέντα ισχυρισμό. Έτσι, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ο οποίος περιλαμβάνεται σε έγγραφο υπόμνημα που δόθηκε στο διευθύνοντα τη συζήτηση και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, θεωρείται ότι έχει προβληθεί παραδεκτώς, εφόσον από τα ίδια τα πρακτικά προκύπτει, ότι έγινε και προφορική ανάπτυξή του κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής του. Διαφορετικά ο ισχυρισμός αυτός θεωρείται ότι δεν έχει προβληθεί παραδεκτώς και το Δικαστήριο, δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν.(Ολ. ΑΠ 2/2005). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, αποτελεί η και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκείμενη, όμως, περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθμό 37/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Κερκύρας, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, τις απολογίες των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Ο Χ2 ο οποίος ... είχε αναπτύξει σχέσεις με Αλβανούς εμπόρους ναρκωτικών, στην ... στις 25-4-2000, έπεισε τον Χ1, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά να μεταβεί στην περιοχή ... και να προμηθευτούν (αγοράσουν, κατέχουν και διαθέσουν περαιτέρω ) ποσότητες ναρκωτικών. Μετέβησαν ακολούθως και με τον ΑΑ (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) αγόρασαν και εν συνεχεία κατείχαν προς διάθεση στην Ελληνική Επικράτεια, ποσότητα 800 περίπου γραμμαρίων ινδικής καννάβεως, χρησιμοποιώντας προς τούτο το υπ' αριθμό ... Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο που οδηγούσε ο ίδιος ο Χ1. Οι κατηγορούμενοι δεν ήσαν τοξικομανείς και ούτε η ποσότητα που αγόρασαν ήταν μικρή. Ξεκίνησαν από την ... και μετέβησαν στην ..., μόνο και μόνο να αγοράσουν ναρκωτικά, πράγμα που είχε συμβεί και στο παρελθόν. Πρέπει συνεπώς, οι τ' αντίθετα υποστηρίζοντες αυτοτελείς ισχυρισμοί να απορριφθούν ως αβάσιμοι και να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι, όπως στο διατακτικό, αναγνωριζομένων των κάτωθι μνημονευομένων ελαφρυντικών".
Με τις παραδοχές, όμως, αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης καταδικαστικής αποφάσεως, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα και το νόμο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, αλλά είναι καθαρά τυπική, αφού αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, χωρίς να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη αποδεικτική διαδικασία. Το διατακτικό δε της απόφασης, δεν δύναται να συμπληρώσει στην προκειμένη περίπτωση τις ελλείψεις αυτές του σκεπτικού, αφού ούτε λεπτομερές είναι, ούτε εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα, τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Ειδικότερα δε και σε σχέση με τον αναιρεσείοντα Χ1, ο οποίος κηρύχθηκε ένοχος, ως φυσικός αυτουργός των πράξεων της αγοράς, κατοχής και μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, χωρίς να είναι τοξικομανής, δεν περιέχονται στο σκεπτικό, αλλά ούτε και στο διατακτικό, εκείνα τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το Δικαστήριο στήριξε την κρίση του περί της ενοχής του. Εξάλλου ο δεύτερος αναιρεσείων Χ2, προκειμένου να θεμελιώσει τον αυτοτελή ισχυρισμό του, περί τοξικομανίας, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δια του συνηγόρου του, επικαλέστηκε τα ακόλουθα: "Χρήση ναρκωτικών έκαμα από ηλικία 17 ετών, την οποία και συνέχισα συστηματικά στον Στρατό. Κατά τον Απρίλιο που συνελήφθη ήμουνα τοξικομανής με την έννοια του νόμου πάσχων από καταθλιπτικές διαταραχές λόγω της κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών. Μετά τη σύλληψή μου κατέφυγα σε ψυχιάτρους προκειμένου να απεξαρτηθώ. Άρχισε να με παρακολουθεί ο Καθηγητής Πανεπιστημίου κ. ΒΒ και μου χορηγούσαν υποκατάστατα ναρκωτικών μέχρι να εισαχθώ στην ιδιωτική νευροψυχιατρική κλινική ... στην ... το 2003, από όπου όταν εξήλθα εκ νέου έπεσα στα ναρκωτικά μέχρι την 12-10-2005 όταν και άρχισα να παρακολουθώ το πρόγραμμα απεξάρτησης στην μονάδα ΑΝΩ 18 ΤΟΥ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΑΤΤΙΚΗΣ (βλ. τις από 1-11-2005 και 18-1-2006 ιατρικές βεβαιώσεις) μέχρι την 2-10-2006 όταν και ξεκίνησα να παρακολουθώ το ανοικτό πρόγραμμα του ΟΚΑΝΑ στο Νοσοκομείο ..., ήτοι αυτό της υποκατάστασης με βουπρενορφίνη (βλ. την αριθμό ... βεβαίωση) και εξ' αυτού του λόγου (δεδομένου ότι την Τρίτη 8-4-2008 εντάσσομαι στο πρόγραμμα) δεν παρίσταμαι στο δικαστήριό σας. Με την υπ' αριθμό 1824/2005 του Μ. Π. Άρτας κηρύχθηκα ατιμώρητος λόγω τοξικομανίας". Τον ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, η προσβαλλόμενη απόφαση, τον απέρριψε ως αβάσιμο χωρίς να διαλάβει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, παρά μόνο ότι "οι κατηγορούμενοι δεν ήσαν τοξικομανείς και ούτε η ποσότητα που αγόρασαν ήταν μικρή". Περαιτέρω, σε σχέση με τον αναιρεσείοντα Χ2, που κηρύχθηκε ένοχος, ως ηθικός αυτουργός των πράξεων που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του και ήδη αναιρεσείων Χ1, η προσβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι έπεισε τον συγκατηγορούμενό του Χ1, να μεταβεί στην περιοχή ... και να προμηθευτούν ποσότητες ναρκωτικών. Η ως άνω, όμως, αιτιολογία, δεν είναι η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 του Σ και 139 του Κ.Π.Δ, αφού δεν παρατίθενται σ' αυτήν, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ηθικής αυτουργίας, και συγκεκριμένα ότι με πειθώ, φορτικότητα ή παραινέσεις, ή ακόμη σε ποιο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο προκάλεσε στον συγκατηγορούμενό του, την απόφαση να διαπράξει τα ως άνω αδικήματα. Πέραν τούτων, το Δικαστήριο δεν διέλαβε οποιαδήποτε αιτιολογία σε σχέση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που πρόβαλε παραδεκτώς και ορισμένως, ο πρώτος κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, Χ1 για τη συνδρομή στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων των άρθρων 84 παρ.2ε και 133 του Π.Κ. Πράγματι, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος προέβαλε στο Εφετείο και τους ακόλουθους ισχυρισμούς πλέον των αναγνωρισθέντων ελαφρυντικών του αρ. 84 παρ. 2 εδ. α' και δ' ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΘΕΙ στον κατηγορούμενο α)το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' (καλή διαγωγή μετά την πράξη) γιατί ζει αρμονικά και πειθαρχημένα με την οικογένειά του (γονείς και μνηστή με την οποία επρόκειτο να παντρευτεί), εργάζεται συνεχώς και αδιαλείπτως από το 2000 μέχρι και σήμερα στο ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ ΚΤΕΛ Ν. ..., ως οδηγός (μάλιστα είναι συνιδιοκτήτης κατά ποσοστό 50% σε λεωφορείο) σε μια υπεύθυνη δουλειά, όπου καθημερινώς μεταφέρει εκατοντάδες ανθρώπους χωρίς ποτέ να δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα και πάντα με συνέπεια και υπευθυνότητα. Έτσι όλο αυτό το διάστημα δεν έδωσε την παραμικρή αφορμή και υπήρξε άψογος υπό το καθεστώς της ελεύθερης διαβίωσής του, κατορθώνοντας να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο και να αποτελεί πλέον ένα υποδειγματικό μέρος αυτού, β)το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας καθ' ότι ο κατηγορούμενος γεννήθηκε την 17-6-1980 και το χρόνο τέλεσης του αδικήματος 25-4-2000 ήταν 19 ετών και δέκα μηνών περίπου". Το Δικαστήριο απέρριψε τους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς του, χωρίς να διαλάβει οποιαδήποτε αιτιολογία, παρά μόνο ότι, πρέπει να αναγνωρισθούν στα πρόσωπα των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων τα μνημονευόμενα στο διατακτικό ελαφρυντικά ( του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μετανοίας), ενώ, δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά για τη μη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2ε και 133 του Π.Κ. Έτσι, όμως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, τόσο ως προς την κρίση του που στήριξε την ενοχή των αναιρεσειόντων, όσο και ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών αφενός μεν περί της τοξικομανίας του δευτέρου αναιρεσείοντος, αφετέρου δε και ως προς την συνδρομή ή μη των ελαφρυντικών περιστάσεων του πρώτου αναιρεσείοντος που προαναφέρθηκαν.
Συνεπώς, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων των αναιρέσεων. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ),
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμό 37/8-4-2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κερκύρας. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ