Θέμα
Κληρονομία , Νομή, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Λόγοι από τους αρ. 11 γ΄, 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι. Απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφων (561 § 1 Κ.Πολ.Δ.). Χρησικτησία. Χωρίς την άσκηση νομής στο πράγμα δεν αποκτάται κυριότητα με χρησικτησία (Επικυρώνει Εφ. Πατρ. 492/2004)
Αριθμός 2204/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Tης αναιρεσείουσας: Ν. συζ. Γ. Μ., το γένος Μ. Φ., η οποία, όπως αναφέρεται στην από 21/12/2009 κλήση απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους καθών η κλήση.
Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1)Γ. Μ. Φ., 2)Μ. συζ. Φ. Τ., το γένος Μ. Φ., κατοίκων ... και 3)Κ. συζ. Γ. Κ., το γένος Μ. Φ.. Οι 1ος και 2η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γρηγόριο Γερασίμου και η 3η δεν παραστάθηκε. Στο σημείο αυτό ο ως άνω δικηγόρος δήλωσε ότι η 3η αναιρεσείουσα απεβίωσε στις 5/5/2011 και κληρονομήθηκε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της: α)Γ. Κ., )Β. Κ. και )Α. Κ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο.
Της αναιρεσίβλητης - καθής η κλήση: Ν. χας Μ. Φ., το γένος Ε. Κ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ελευθέριο Γκέλη.
Των καθών η κλήση: 1)Δ. Μ. του Γ., κατοίκου ... και 2)Μ. Μ. του Γ., κατοίκου ... ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων της εκ των αρχικών αναιρεσειουσών Ν. Μ., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-11-2001 αγωγή των αρχικών αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λευκάδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 253/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 492/2004 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 28/11/2004 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 510/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επανέφεραν οι καλούντες με την από 21/12/2009 κλήση τους και ορίστηκε δικάσιμος η 3η/11/2010, οπότε η υπόθεση ματαιώθηκε. Την υπόθεση επαναφέρουν εκ νέου οι καλούντες με από 22/11/2010.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 17/1/2007 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Ιωάννη Ιωαννίδη, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης της υπ' αριθ. 492/2004 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών.
Ο πληρεξούσιος των καλούντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι εκ των διαδίκων Δ. Μ. και Μ. Μ., που συνεχίζουν τη δίκη ως κληρονόμοι της θανούσης δεύτερης αναιρεσείουσας Ν. Μ., δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, κατά την αναφερόμενη, στην αρχή δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η δικάσιμος αυτή ορίστηκε κατόπιν αναβολής από το πινάκιο της δικασίμου της 21-11-2012 που είχε ορισθεί μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 11-1-2012, η οποία ορίστηκε κατόπιν της από 22-11-2010 κλήσεως των λοιπών, πρώτου, τρίτη και τετάρτη, αναιρεσειόντων. Όπως δε προκύπτει από τις υπ'αριθμ…., …/7-9-2012 και …, …/6-9-2012 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών …, του Πρωτοδικείου Αθηνών, και …, του Πρωτοδικείου Λευκάδος, αντίστοιχα, οι επισπεύδοντες ως άνω αναιρεσείοντες επέδωσαν στους απουσιάζοντες κληρονόμους της δεύτερης αντίγραφο της ανωτέρω κλήσεως με την κάτω από αυτήν πράξη με την οποία ορίζεται δικάσιμος η προαναφερθείσα της 11-1-2012 και με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή, ως δ'εκ περισσού και της υπ'αριθμ.277/29-6-2012 βεβαιώσεως της αρμόδιας γραμματέως περί αναβολής της υποθέσεως από την ως άνω δικάσιμο στην επίσης προαναφερθείσα της 21-11-2012, κατά την οποία και αναβλήθηκε εκ νέου η συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο, με αναγραφή της αναβολής στο πινάκιο και μεταφορά της υποθέσεως στο πινάκιο της νέας, τελευταίας αυτής, δικασίμου (αρθρ.226 παρ.4 εδ.α' και γ' του ΚΠολΔ). Επομένως και αφού η αναγραφή της αναβολής στο πινάκιο επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων και δεν απαιτείται κλήση του διαδίκου κατά την ορισθείσα μετ'αναβολήν δικάσιμο, σύμφωνα με το άρθρο 226 παρ.1 εδ.γ' και δ' του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία, κατά το άρθρο 575 εδ.β' του ΚΠολΔ, πρέπει το δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν παρόντες και οι ανωτέρω αναιρεσείοντες (κληρονόμοι της δεύτερης) που απουσιάζουν.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ.19 και 20. Ο πρώτος από τους λόγους αυτούς δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο δε λόγος από τον .....είναι απαράδεκτος όταν το δικαστήριο, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, οπότε πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται στην ανέλεγκτη, κατά τα ανωτέρω, εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ' του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Τέλος, από τα άρθρα 974, 1045 και 1051 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος έχει στη νομή του επί μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος του πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, έχοντας τη δυνατότητα να συνυπολογίσει τον δικό του χρόνο χρησικτησίας στον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Παρέπεται ότι χωρίς την άσκηση νομής στο πράγμα, ως συστατικού (μαζί με τον απαιτούμενο χρόνο) στοιχείου της χρησικτησίας, δεν αποκτάται κυριότητα επί του πράγματος με τον (πρωτότυπο αυτόν) τρόπο της χρησικτησίας.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι τόσον οι αναιρεσείοντες, όσον και η φερόμενη ως δικαιοπάροχός τους στη νομή του επιδίκου Ε. Κ., γιαγιά τους από τη μητέρα τους, που απεβίωσε την 5-1-1998, ουδέποτε είχαν στη νομή τους το επίδικο ακίνητο εμβαδού 1046 τ.μ. που βρίσκεται στη ..., ότι αντιθέτως ο πατέρας των αναιρεσειόντων Μ.Φ. και η αναιρεσίβλητη, τρίτη σύζυγός του, από το έτος 1961 έως το έτος 1988, οπότε απεβίωσε ο πρώτος νέμοταν το επίδικο από κοινού, έκτοτε και μέχρι την άσκηση της αγωγής (έτος 2001) μόνη η αναιρεσίβλητη, καλλιεργώντας το επίδικο και διαμένοντας στην μικρή οικία που ήταν κτισμένη σ'αυτό από το έτος 1953, και ότι επομένως δέχεται το Εφετείο, οι αναιρεσείοντες δεν έγιναν κύριοι του επιδίκου, του οποίου κυρία έγινε η αναιρεσίβλητη με έκτακτη χρησικτησία, κατά το 1/2 δε εξ αδιαιρέτου και με την νομίμως μεταγραφείσα συμβολαιογραφική αποδοχή της κληρονομίας του συζύγου της, ο οποίος με την αναφερόμενη δημόσια διαθήκη, που δημοσιεύτηκε νόμιμα άφησε το ανωτέρω ποσοστό (που είχε αποκτήσει με χρησικτησία) στην αναιρεσίβλητη σύζυγό του. Οι παραδοχές αυτές του Εφετείου ως προς την μη άσκηση νομής επί του επιδίκου εκ μέρους των αναιρεσειόντων και της φερόμενης ως δικαιοπαρόχου τους, βάσει των οποίων το δικαστήριο απέρριψε, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, ως αβάσιμη (αναπόδεικτη) την ένδικη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσειόντων, στηριζόμενη στην κτήση κυριότητας, επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, στηρίζουν (οι ανωτέρω παραδοχές) το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ως άνω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 974, 1045 και 1051 του ΑΚ, τις οποίες το δικαστήριο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο και υπό την επίκληση των αρ.1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεώς τους. Κατά τα λοιπά ο ίδιος αυτός λόγος α)καθ'οσον με, υπό την επίκληση (και) του αριθμού 2ο του ανωτέρω άρθρου, πλήττεται με αυτόν η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ιδίως ως προς την ταυτότητα του επιδίκου, και τα σχετικά από 8-3-1959, 14-3-1959 και 3-5-1959 ιδιωτικά συμφωνητικά, είναι απαράδεκτος, κατά την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, ενώ β)καθ'όσον αναφέρεται στο υπ'αριθμ…./1961 συμβόλαιο, με το οποίο φέρεται ότι ο πατέρας των αναιρεσειόντων (από τον πρώτο γάμο του) μεταβίβασε το 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου στην αναιρεσίβλητη σύζυγό του, χωρίς ο ίδιος να είναι (τότε) κύριος του ακινήτου, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται σε τέτοια παραδοχή (μεταβίβαση) του επιδίκου στην αναιρεσίβλητη με το ανωτέρω (συμβόλαιο), αλλά στην παραδοχή ότι οι αναιρεσείοντες και η φερόμενη ως δικαιοπάροχος τους ουδέποτε άσκησαν νομή στο επίδικο. Με τον δεύτερο και υπό την επίκληση των αρ.8 και 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο α)δεν έλαβε υπόψη το από 7-5-1935 ιδιωτικό δωρητήριο έγγραφο που αφορούσε το επίδικο, και ότι β)δεν "ερμήνευσε" και δεν εκτίμησε σωστά το περιεχόμενο της από 10-9-1978 υπεύθυνης δήλωσης του πατέρα τους, καθώς και τα αναφερόμενα στον ίδιο λόγο, από στοιχ.γ', έγγραφα (κτηματικά αποσπάσματα και δηλώσεις προς το Εθνικό Κτηματολόγιο), τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες. Κατά το πρώτο ως άνω σκέλος του ο εξεταζόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, αφού από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω έγγραφο, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, κατά το δεύτερο δε σκέλος του, απαράδεκτος, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού προσβάλλεται με αυτόν η από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφων.
ΙΙΙ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά τα άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-11-2004 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ.492/2004 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών.
Καταδικάζει του αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ