Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ηθική αυτουργία, Τοκογλυφία.
Περίληψη:
Τοκογλυφία κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια κατ' εξακολούθηση. Ποια τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητα της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Ηθική αυτουργία σε' αυτήν. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Αριθμός 1750/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 223/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Με συγκατηγορούμενους τους: Χ2, 2) Χ3 και 3) Χ4 και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... .
Το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1889/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 38/27.01.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, κατά τo άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 8/31-10-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατοίκου ... και επί της οδού ... αρ. ..., κατά του υπ'αριθμόν 223/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με το οποίο γίνεται δεκτή εν μέρει κατ'ουσίαν η με αριθμό 30/2005 έφεσή του κατά του υπ'αριθμόν 212/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Τρικάλων, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας να δικαστεί για τα εγκλήματα της τοκογλυφίας κατ'εξακολούθηση, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, και της επιδίωξης τοκογλυφικών ωφελημάτων κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά του ανωτέρω κατηγορουμένου για την κακουργηματική πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης κατ'εξακοκούθηση από κοινού και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένο λόγο και δη την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ Κ.Π.Δ.). Eίναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι, οι οποίοι, όπως αναφέρονται στην αίτηση αναιρέσεως συνίσταται στο ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη το Συμβούλιο για να καταλήξει στη παραπεμπτική του κρίση, προσέτι δε δεν αναφέρονται οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά, οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι από τα πραγματικά περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για τη παραπομπή του στο ακροατήριο και ειδικότερα δεν προσδιορίζει ποία είναι τα χρηματικά ποσά που δάνεισε στον πολιτικώς ενάγοντα, ποιες επιταγές έλαβε, ποίο το ποσό εκάστης επιταγής και πόσα παρακρατούσε ως τόκο. Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλομένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη κυρία ανάκριση ή προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστικής ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για τη πραγμάτωση του εγκλήματος και τη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται αυτά γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά ή να αξιολογούνται καθ'έκαστον ή να συσχετίζονται ειδικώς ή να συγκρίνονται προς άλληλα ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική εκάστου βαρύτητα. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ιδίου βουλεύματος, εφόσον αυτή περιέχει τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες αναγκαίες αναφορές (Α.Π. 157/2007 Π.Χ. ΝΖ/2007 σελ. 1003). Για την ύπαρξη της αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο (Α.Π. 195/2007 ΠΧ ΝΖ/2007 σελ. 1006). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 404 παρ. 1 Κ.Π.Δ. "Όποιος σε δικαιοπραξία για παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσης της ή παράταση προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή τη ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει τη πίστωση, συνομολογόντας ή παίρνοντας για τον εαυτόν του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς τη παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή"κατά δε τη παράγραφο 2 εδ. β' "Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και όποιος ... επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτήν την απαίτηση" κατά δε τη παραγρ. 3 του ιδίου άρθρου "Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παραγράφων 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή". Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται και η παραλαβή αξιογράφων, στα οποία ενσωματώνονται τοκογλυφικοί τόκοι, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη του αναφερομένου σ'αυτά ποσού. Τέλος το άνω αδίκημα τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος όταν τελείται κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια. Κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια δε όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Θεωρείται το αδίκημα τετελεσμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής σύμβασης και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως ως οριστικοποιημένο κεφάλαιο. Λαμβανομένου υπόψη ότι είναι έγκλημα διακινδύνευσης της περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο, ως παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών ωφελημάτων (Α.Π. 622/1999 Π.Χ. Ν/2000 σελ. 228). Στην υπό κρίση υπόθεση, το συμβούλιο Εφετών Λάρισας "από τη συνολική εκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας που σχηματίσθηκε και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα προσκομισθέντα έγγραφα και τους απολογητικούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων" δέχτηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 3.6.2001 έως 2.9.2001 ο Χ1 και ήδη αναιρεσείων δάνεισε τον Ψ, ιδιοκτήτη πρατηρίου βενζίνης, προς αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων του, διάφορα χρηματικά ποσά, λαμβάνοντας από αυτό προσωπικές του μεταχρονολογημένες επιταγές, πληρωτέες στην Εθνική Τράπεζα και στη Τράπεζα Πειραιώς. Από κάθε αναγραφόμενο ποσό από όλο το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την ανάκριση και υπάρχει στη σχηματισθείσα ποινική δικογραφία, από κάθε αναγραφόμενο ποσό της επιταγής έδιδε σ' αυτόν τοις μετρητοίς μικρότερο χρηματικό ποσό από το αναγραφόμενο, το υπόλοιπο δε ποσό αντιπροσώπευε τόκους υπερβαίνοντες κατά μεγάλο ποσοστό από το θεμιτό ποσοστό τόκου, που ίσχυε κατά την παραπάνω περίοδο και ήταν από 11-5-2001 έως 30-8-2001, ποσοστό 10,5%, από 31-8-2001 έως 17-9-2001 ποσοστό 10, 25%, από 18-9-2001 έως 8-11-2002 ποσοστό 9, 75%, από 9-11-2002 έως 5-12-2002 ποσοστό 9,25%, από 6-12-2002 έως. 6-3-2003 ποσοστό 8, 75%, από 7-3-2003 έως5-6-2003 ποσοστό 8, 50% και από 6-6-2003 και εντεύθεν ποσοστό 8%. Με τον τρόπο αυτό εξανάγκασε τον εγκαλούντα, να εκδώσει τις- αναφερόμενες στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος υπό στοιχεία 1-144 επιταγές, εισπράττοντας προς όφελος του περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου". Στο δε διατακτικό του υπ'αριθμόν 212/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια οι 144 επιταγές που έλαβε προς εξασφάλιση των τοκογλυφικών ωφελημάτων του, ήτοι αναφέρεται ο χρόνος εκδόσεως, το ποσόν για το οποίο εκδόθηκε κάθε μια επιταγή, το ποσό το οποίον έλαβε ο δανειζόμενος και το χρόνο για τον οποίον δανειζόταν τα χρήματα, ενώ ακολούθως αναφέρει και το ποσοστό του τόκου το οποίον συνομολόγησε και τα χρονικά διαστήματα για τα οποία έλαβε το ποσοστό αυτό δηλαδή στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα από το νόμο για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της τοκογλυφίας σε βαθμό κακουργήματος. Όμως τα άνω αποδεικτικά στοιχεία αναφέρονται και προσδιορίζονται επαρκώς κατ'είδος ως προς το αδίκημα της τοκογλυφίας για το οποίο ελήφθησαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν "από την συνολική εκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας που σχηματίσθηκε και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων τα προσκομισθέντα έγγραφα και τους απολογητικούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων" από την αναφορά δε αυτή του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος προκύπτει και μάλιστα αναμφίβολα ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά στοιχεία. Σημειώνουμε ακόμη ότι το άνω βούλευμα παραπέμπει εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση, όπου εκεί αναφέρονται και προσδιορίζονται επαρκώς τα αποδεικτικά στοιχεία, που ελήφθησαν υπόψη. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντα ότι δεν υπάρχει ειδική αιτιολογία, ως προς το άνω κεφάλαιο, είναι αβάσιμη και πρέπει ν'απορριφθεί. Αβασίμως επίσης παραπονείται ως προς τα λοιπά στοιχεία που αναφέρονται για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της τοκογλυφίας, κατά τ'ανωτέρω.
Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη, σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες ποινικές διατάξεις των άρθρ. 13 στ, 98, 404 § § 1,2β, 3 ΠΚ με τις οποίες κατηγορήθηκε και παραπέμπεται ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και καμία αντίφαση ή ασάφεια δεν παρατηρείται στο σκεπτικό ή το διατακτικό. Κατ'ακολουθία τούτων πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (αρ. 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω:
(Α) Να απορριφθεί η υπ'αρ. 8/31-10-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ...,κατά του υπ'αρ. 223/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και
(Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρ. 404 § 2α Π.Κ. (ως αντικ. δι' αρ. 14 § 8α Ν. 2721/99 "Με τις ίδιες ποινές (δηλ. με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή) τιμωρείται και όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση σ' αυτόν συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτους περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά τον νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου", κατά δε την παράγραφο 3: αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα (ή κατά συνήθεια) τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παραγράφων 1 και 2 τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή. Το έγκλημα της τοκογλυφίας μπορεί να πραγματωθεί αντικειμενικώς με συνομολόγηση τοκογλυφικών ωφελημάτων, με λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων - όπως είναι και η λήψη από τον δράστη, αξιόγραφων που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους. Περαιτέρω έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, στα οποία, δηλαδή, στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε αυτό ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά κατ! επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Δεν αποτελεί όμως λόγον αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων και η παράλειψη της δι' αυτήν μεταξύ των αξιολογήσεως, καθόσον, υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσετε και n κρίση του Συμβουλίου. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας με τον προσβαλλόμενο 223/2008 βούλευμά του που εξέδωσε με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση στην οποία αναφέρονται κατά το είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα, και δι'αυτής στις σκέψεις του 212/2005 πρωτόδικου βουλεύματος και στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: O εγκαλών Ψ ήταν ιδιοκτήτης πρατηρίου υγρών καυσίμων στην περιοχή ... του Δήμου ... και κατά το χρονικό διάστημα από 3-6-2001 μέχρι 2-9-2003 αναγκάσθηκε να δανείζεται διάφορα χρηματικά ποσά από τον εκκαλούντα Ψ1, για την κάλυψη δε των ποσών αυτών εξέδιδε ο ίδιος (εγκαλών) προσωπικές του επιταγές μεταχρονολογημένες, πληρωτέες στις τράπεζες Εθνική και Πειραιώς. Με βάση την μεταξύ των δύο προσώπων ειδικότερη συμφωνία ο εγκαλών δέχθηκε να λαμβάνει αμέσως με την παράδοση της επιταγής ένα μικρό ποσοστό χρημάτων από το αναγραφόμενο σε κάθε επιταγή, το οποίο αντιστοιχούσε στο 40% περίπου του αναγραφομένου ποσού, ενώ το υπόλοιπο ποσό αντιστοιχούσε σε τόκους που υπερέβαιναν κατά μεγάλο ποσοστό από το θεμιτό ποσοστό τόκου, που ίσχυε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα και κυμαινόταν ανάλογα από 11-5-01 μέχρι 30-8-01 σε 10,5%, από 31-8-01 μέχρι 17-9-01 σε 10,25%, από 18-9-01 μέχρι 8-11-02 σε 9,75%, από 9-11-02 μέχρι 5-12-02 σε 9,25%, από 6-12-02 μέχρι 6-3-03 σε 8,75%, από 7-3-03 μέχρι 5-6-03 σε 8,50% και από 6-6-03 μέχρι 2-9-03 σε ποσοστό 8%. Με βάση τη συμφωνία αυτή ο εκκαλών εξανάγκασε τον εγκαλούντα να εκδώσει τις αναγραφόμενες στο διατακτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος και στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, αντίστοιχες (147) επιταγές υπό στοιχεία 1-144, όπου αναφέρονται αναλυτικά ο χρόνος έκδοσης και το ποσό για το οποίο εκδόθηκε κάθε μία επιταγή, το ποσό που έλαβε ο δανειζόμενος και ο χρόνος για τον οποίο δανειζόταν τα χρήματα, το ποσοστό του τόκου και τα χρονικά διαστήματα για τα οποία έλαβε το ποσοστό αυτό, με τον τρόπο δε αυτό ο εκκαλών πέτυχε τη δημιουργία δικαιώματος είσπραξης περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Στη συνέχεια κατά το μήνα Νοέμβριο του 2003 και εξ αιτίας του ότι ο εγκαλών αδυνατούσε πλέον να εξοφλήσει τα ποσά των επιταγών που είχε παραδώσει στον εκκαλούντα, ο τελευταίος υπέβαλε σχετική αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων και πέτυχε την έκδοση της υπ' αριθμό 15/2004 Διαταγής Πληρωμής, με την οποία υποχρεώθηκε ο εγκαλών να του καταβάλει το ποσό των 165.764,20 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, το οποίο δεν αντιπροσώπευε πραγματική οφειλή, αλλά κατά το μεγαλύτερο μέρος σε τοκογλυφικά ωφελήματα, κατά τον τρόπο που προαναφέρθηκε, βασίσθηκε δε η έκδοση της διαταγής αυτής δε οκτώ συνολικά επιταγές με αριθμούς ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... και ... επιταγές, όπως λεπτομερώς αναφέρονται στο εκκαλούμενο βούλευμα. Απολογούμενος ο κατηγορούμενος - εκκαλών, αρνήθηκε τις κατηγορίες που του αποδίδονται και ισχυρίσθηκε ότι οι επιταγές που εκδόθηκαν δεν αντιπροσώπευαν μέρος τοκογλυφικών ωφελημάτων αλλά πραγματική οφειλή για χρήματα που πραγματικά έλαβε ο εγκαλών. Ειδικότερα ισχυρίσθηκε ότι το έτος 2001 δάνεισε στον εγκαλούντα 45.000.000 δραχμές, δηλαδή 135.000 ευρώ περίπου και το φθινόπωρο του 2002 του δάνεισε επίσης 45.000 ευρώ, ποσά για τα οποία έλαβε αντίστοιχες επιταγές, πλην όμως όταν το έτος 2003 προέβη σε εκκαθάριση του μεταξύ των λογαριασμού, συμφώνησαν και έλαβε μία επιταγή 144.000 ευρώ από τον εκκαλούντα, αφού επέστρεψε σ'αυτόν όλες τις επιταγές που είχε στα χέρια του, με βάση δε την επιταγή αυτή, καθώς και άλλες επτά επιταγές πολύ μικροτέρων ποσών, εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής. Πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι δυνατό να ευσταθήσουν και αναιρούνται, αφ'ενός μεν από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις του εγκαλούντος και της συζύγου του, οι οποίοι αναφέρουν για τα επί μέρους ποσοστά τόκου και τις συνθήκες διακίνησης των προαναφερθέντων επιταγών, αφ'ετέρου δε από το γεγονός ότι το ανωτέρω ποσό της διαταγής πληρωμής δεν καλύπτει ούτε το κεφάλαιο που ισχυρίζεται ο εκκαλών ότι δάνεισε στον εγκαλούντα. Επίσης από τον τρόπο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέσθηκαν οι ανωτέρω πράξεις και λαμβανομένου υπ' όψη του μεγάλου αριθμού επιταγών που διακινήθηκαν με εξαιρετικά υπέρμετρα ποσοστά τόκου και για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθίσταται εμφανές ότι ο εκκαλών ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός αυτού προς πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή αυτού προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του ως άνω πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του αρ. 404 §§ 2α και 3 Π.Κ., την οποία ορθώς ερμήνευσε, εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επιπλέον στοιχεία αφού για την θεμελίωση της αντικειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος της τοκογλυφίας αρκούσαν οι στο σκεπτικό της ενσωματωμένης στο πρωτόδικο βούλευμα, στο οποίο και αναφέρεται η ενσωματωμένη στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση αναφερόμενες αναλυτικά παραδοχές ως προς τον χρόνο έκδοσης και το ποσό για το οποίο εκδόθηκε κάθε μία από τις 147 επιταγές, το ποσό που έλαβε ο δανειζόμενος εγκαλών σε κάθε μία από αυτές και ο χρόνος για τον οποίο δανειζόταν τα χρήματα επίσης σε κάθε μία από αυτές (με την αναφορά της ημερομηνίας λήξεως κάθε επιταγής), στοιχεία από τα οποία προκύπτει το ποσό στο οποίο ενσωματώνονταν οι συνομολογηθέντες παράνομοι τόκοι. Επί πλέον αιτιολογείται πλήρως και η επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης που προσδίδει σ'αυτή τον κακουργηματική της χαρακτήρα. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του, με το σχηματισμό της παραπεμπτικής του κρίσης, αρκούσε η αναφορά του στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, στην οποία μνημονεύονται κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα. Συνακόλουθα οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. ε' πρώτος και δεύτερος λόγος αναίρεσης με τους οποίους αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 31/10/2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του 223/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ