Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 337 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Διατάραξη ασφάλειας συγκοινωνιών.




Περίληψη:
Διατάραξη της ασφαλείας των συγκοινωνιών από την οποία επήλθε ο θάνατος. Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο απερρίφθη η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, με το οποίο παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος αυτός στο ακροατήριο του αρμόδιου Μ.Ο.Δ. για την άνω πράξη. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για μη εξειδίκευση της σχέσεως του ενδεχόμενου δόλου του για την πράξη της διατάραξης συγκοινωνιών στις οδούς από την οποία επήλθε θάνατος και της αμέλειάς του από την οποία θανατώθηκε ο ανήλικος πεζός και ως απαράδεκτες οι λοιπές αιτιάσεις που αφορούν σε διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων.




Αριθμός 337/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 373/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ...
Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11.3.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 432/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 243/19.7.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' άρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αρ. 2/2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ..., κατά του υπ'αρ. 373/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία η υπ'αρ. 3/2008 έφεση του ως άνω κατηγορουμένου, κατά του υπ'αρ. 32/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, να δικασθεί για διατάραξη της ασφαλείας των συγκοινωνιών, ενεργώντας με ενδεχόμενο δόλο, από την οποία επήλθε θάνατος (αρ. 1, 14-18, 26 παρ. 1, 27, 28, 302 παρ. 1 και 290 παρ. 1β ΠΚ ως ισχύουν). Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο νομοτύπως, εμπροθέσμως (βλ. το από 4/3/2009 αποδεικτικό επίδοσης του προσβαλλομένου βουλεύματος με αρ. 373/2008 στον ίδιο τον κατηγορούμενο) και παραδεκτώς από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (αρ. 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1-3 ΚΠΔ) με την από 11/3/2009 δήλωση του κατηγορουμένου Χ στην αρμόδια Γραμματέα του Εφετείου Πατρών, για την οποία συντάχθηκε νόμιμα η υπ' αρ. 2/11-3-2009 έκθεση αναίρεσης και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή. Ως λόγοι αναίρεσης προβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση οι εξής (α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και (β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των αρ. 29 και 290 ΠΚ (άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος, 139 και 484 παρ. 1β' και δ' ΚΠΔ) - βλ. την 2/09 έκθεση αναίρεσης του Χ.
-Επειδή ο 'Αρειος Πάγος δεν είναι τρίτου βαθμού ουσιαστικής δικαιοδοσίας δικαστήριο αλλά ακυρωτικό τοιούτο και γι'αυτό ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος (ή απόφασης) και με βάση τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης, μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση και διαπίστωση των πορισμάτων της ανάκρισης, τουτέστι, πραγματικών περιστατικών περί των οποίων κρίνει κυριαρχικώς το συμβούλιο (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. Κ.Ποιν.Δ. τομ. β σελ. 95, ΑΠ 990/80, ΑΠ 88/82 κ.ά.).
Ο Άρειος Πάγος ελέγχει τα εκτιθέμενα στα πρακτικά και στην απόφαση αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά (βλ. ΑΠ 580/79) και τα οποία θεωρεί ως γενόμενα. Γι' αυτό και λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά που δεν γίνονται δεκτά από το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι απαράδεκτος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. και ΑΠ 1349/2002, ΑΠ 2231/2002 Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία Γ (1977) σελ. 289 κ.α.). Έτσι και λόγος αναίρεσης που αναφέρεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και σε εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και σε εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος (βλ. ΑΠ 1918/2001, ΑΠ 1999/2002, ΑΠ 956/2003, ΑΠ 859/2001, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 2405/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 1449/2000, ΑΠ 635/2001 κ.ά.).
Δεν δύναται ο Άρειος Πάγος να ελέγξει αν το Συμβούλιο εκτίμησε ορθά ή όχι τα πράγματα, αν εκ της ανακρίσεως προέκυψαν και άλλα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν δέχθηκε (βλ. ΑΠ 86/82, ΑΠ 85/82, ΑΠ 1663/84 κ.ά.).
Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί η μνεία του είδους τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) και δεν απαιτείται ειδική αναφορά καθενός από αυτά και τι συνήγαγε από το καθένα (βλ. ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2170/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 86/2004, ΑΠ 1753/2002 κ.ά.) -πράγμα και που πρακτικά δεν είναι δυνατό- ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους (ΑΠ 1/05, ολ ΑΠ 159/2003, ΑΠ 1128/2002 κ.ά.) - πράγμα που όντως γίνεται πρακτικά για να βγει το αποτέλεσμα. 'Οταν δε εξαίρονται ορισμένα ή ορισμένο από τα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα (βλ. ΑΠ 570/2006 κ.ά.).
Έτσι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από το άρθρο 93 § 3 Συντ. και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και για το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, τα αποδεικτικά μέσα (αποδείξεις) από τα οποία προέκυψαν τα άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και τους συλλογισμούς-σκέψεις με τους οποίους έγινε η υπαγωγή όλων των πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και ότι προέκυψαν αποχρώσες (επαρκείς) ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (βλ. ΑΠ 1459/2004, ΑΠ 861/2004, ΑΠ 234/2003, ΑΠ 272/2002, ΑΠ 570/2006, ΑΠ 2413/2005, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 1269/2006 κ.ά.), όταν τουτέστιν καθίσταται δυνατόν να ελεγχθεί πόθεν και πώς ήχθη ο δικαστής στο εξαχθέν συμπέρασμα. Βέβαια, ελέγχει ο 'Αρειος Πάγος αν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, και όπως αυτά εκτίθενται, αντίκεινται στους κανόνες της κοινής λογικής, διότι άλλως το εξαχθέν συμπέρασμα θα εμφανίζεται να είναι προϊόν αυθαίρετης-εσφαλμένης κρίσης, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει δεκτόν. Άλλο δηλαδή ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων (αρ. 177 ΚΠΔ) και άλλο αυθαίρετη εκτίμηση των αποδείξεων.
Επειδή το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή (ΑΠ 2464/05 ΠΧρ ΝΣΤ/626) υιοθέτηση της πρότασης του παρ'αυτώ Εισαγγελέα δέχθηκε μετά από εκτίμηση όλων, άνευ εξαιρέσεως, των αποδεικτικών μέσων, τα οποία επαρκώς προσδιορίζει κατ' είδος τα εξής:
- Κατά το άρθρο 27 του Ποινικού Κώδικα, ο δόλος διακρίνεται σε άμεσο και ενδεχόμενο. Άμεσος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης, είτε επιδιώκει ευθέως το εγκληματικό αποτέλεσμα της πράξης (άμεσος δόλος πρώτου βαθμού), είτε δεν το επιδιώκει μεν αμέσως, αλλά το προβλέπει ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του και εντούτοις το αποδέχεται (άμεσος δόλος δευτέρου βαθμού). Ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης προβλέπει ότι από την πράξη του (αξιόποινη ή όχι) είναι δυνατό να παραχθεί το αξιόποινο αποτέλεσμα και παρά ταύτα δεν απέχει από την ενέργεια του, αποδεχόμενος την παραγωγή του αποτελέσματος (ΑΠ 1272/2001, ΠοινΧρ. ΝΒ' σελ. 509, ΑΠ 418/1999, ΠοινΧρ. Ν\ σελ. 41, Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο, 2004, σελ. 311). Η νομολογία μέχρι πρόσφατα υιοθετούσε τη θεωρία της αποδοχής, δηλαδή της κυριαρχίας του βουλητικού στοιχείου και όχι του γνωσιολογικού. Ήδη όμως, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία στροφή της νομολογίας προς τη θεωρία της "επιδοκιμασίας" του αποτελέσματος που ακολουθεί η γερμανική επιστήμη και νομολογία (ΑΠ 1887/2002, ΠοινΛογ. 2002, σελ. 2073, ΑΠ 2125/2002 ΠοινΛογ. 2002, σελ 2424 ΑΠ 1304/2003 ΠοινΛογ. 2003, σελ. 1474 - υπό θέση Ricomex, ΑΠ 500/2003, ΠοινΧρ. 2003, σελ. 122 - υπόθεση "Express Samina"). Κατ' αυτή, μια πράξη που τελείται με ενδεχόμενο δόλο προϋποθέτει ότι ο δράστης διαβλέπει ως δυνατή και όχι εντελώς απομακρυσμένη την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, περαιτέρω δε ότι την επιδοκιμάζει ή ότι συμβιβάζεται χάριν του επιδιωκόμενου σκοπού του με την πλήρωση της οικείας ειδικής υπόστασης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 28 του αυτού κώδικα, η αμέλεια διακρίνεται σε ενσυνείδητη και μη συνειδητή. Ενσυνείδητη αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης, λόγω μη καταβολής της προσήκουσας προσοχής, προβλέπει μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να προέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά το αποκρούει και ενεργεί, διότι είτε ελπίζει (ενσυνείδητη αμέλεια α' βαθμού, βλ. ΑΠ 1519/1987, ΠοινΧρ. ΛΗ', σελ. 211) είτε πιστεύει (ενσυνείδητη αμέλεια β' βαθμού) ότι δεν θα επέλθει. Μη συνειδητή αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης δεν προέβλεψε καθόλου το εγκληματικό αποτέλεσμα (ΑΠ 300/1998 ΠοινΧρ. ΜΗ', σελ. 909, ΑΠ 1600/1996, ΠοινΧρ. ΜΖ', σελ. 870, ΑΠ 1124/1995 ΠοινΧρ. ΜΣΤ, σελ. 490). Επομένως, ο ενδεχόμενος δόλος διαφέρει από τη συνειδητή αμέλεια, κατά το ότι στη δεύτερη ο δράστης, παρόλο που προβλέπει ως ενδεχόμενο το αποτέλεσμα της πράξης του, ελπίζει ή πιστεύει ότι θα το αποφύγει, δηλαδή δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα αλλά ενεργεί "εξ αφροντιστίας". Ακόμη, στο άρθρο 290 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα ορίζεται ότι όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες τιμωρείται (α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και (β) με κάθειρξη αν επήλθε θάνατος. Από την διάταξη αυτή συνάγεται, ότι η κακουργηματική μορφή του εγκλήματος της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών είναι έγκλημα εκ του αποτελέσματος, για τη συγκρότηση του οποίου απαιτούνται: (α) διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών στους δρόμους ή στις πλατείες, ως τέτοια δε νοείται η διατάραξη που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο εκτός απ' αυτόν της φθοράς της οδού, που υπάγεται στη διάταξη του άρθρου 273 του Ποινικού Κώδικα. (Αιτιολογική έκθεση, 261). Έτσι συνιστά διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως και η κατά παράβαση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας οδήγηση οδικού οχήματος, κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο-για άνθρωπο. Πράγματι, όποιος παραβιάζει καθ' υπερβολή το όριο ταχύτητας σε δρόμους όπου κινούνται και άλλα αυτοκίνητα ή πεζοί, διαταράσσει προφανώς την ασφάλεια της συγκοινωνίας και την πράξη του αυτή την καλύπτει μάλιστα με δόλο. Διότι γνωρίζει ως βέβαιο ή πάντως ενδεχόμενο ότι διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε από την πράξη του να μπορεί να κινδυνεύσει άνθρωπος, και, μολονότι δεν αποδέχεται το αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης, δείχνει με τη συμπεριφορά του ότι αποδέχεται και τη διατάραξη της ασφάλειας και τον πιθανό κίνδυνο της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας. Αν από αμέλεια προκάλεσε τελικά με τη συμπεριφορά του αυτή και το θάνατο κάποιου προσώπου, τότε πραγματώνει τη νομοτυπική μορφή του εκ του αποτελέσματος εγκλήματος του άρθρου 290 παρ. 1β' του Ποινικού Κώδικα, (Συμεωνίδου - Καστανίδου, Γιατί αγνοείται το άρθρο 290 ΠΚ; Υπέρ. 1998, σελ. 1146, βλ. και Συμβ. Εφ. Λαρ 179/2004 ΠοινΔικ 2004, σελ 793 επ). Κάθε επικίνδυνη, παρατεινόμενη συμπεριφορά οδηγών αυτοκινήτων στους δρόμους (επικίνδυνη οδήγηση, οδήγηση υπό καθεστώς μέθης, κακή συντήρηση του κινούμενου οχήματος, υπερβολική ταχύτητα, κακή πρόσδεση φορτίου σε καρότσες φορτηγών, σε σχάρες ή πορτ-μπαγκάζ αυτοκινήτων κ.λπ.) αποτελεί καθεαυτή αξιόποινη πράξη, διότι θέτει σε κίνδυνο (αφηρημένα - συγκεκριμένη διακινδύνευση) την ασφάλεια της συγκοινωνίας της οδού, επί της οποίας κινείται το όχημα (άρθρο 290 παρ. 1α' Π Κ). Αν, τώρα, από την επικίνδυνη για τη συγκοινωνία πράξη ή παράλειψη προκληθεί ατύχημα και επέλθει θάνατος ανθρώπου (οιουδήποτε ανθρώπου) η ποινή επιβαρύνεται, αφού ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς μεταβάλλεται από πλημμέλημα σε κακούργημα (άρθρο 290 παρ. 1β* Π Κ). Έτσι, ο ενδεχόμενος δόλος δεν αναφέρεται στην απώλεια της ανθρώπινης ζωής (για την οποία αρκεί αμέλεια, αφού πρόκειται για έγκλημα εκ του αποτελέσματος) αλλά στη δημιουργία απλώς κινδύνου για τη συγκοινωνία, τον οποίο κίνδυνο αποδέχεται ο επικίνδυνος οδηγός, ελπίζοντας ωστόσο να αποφύγει τραυματισμούς και θανάτους (Μανωλεδάκης, Παρατηρήσεις στην Εγκ. Εισ. Πρωτ. Θεσ. 2138/2003 ΠοινΔικ 2003, σελ. 524). Ως δρόμος, εν προκειμένω νοείται κάθε οδός που εξυπηρετεί τη συγκοινωνία και μάλιστα δημόσια ή ιδιωτική, εθνική ή επαρχιακή, μικρή ή μεγάλη κ.ά (β) δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο (δυνατότητα πρόκλησης κοινού κινδύνου σε ξένα πράγματα δεν αρκεί), δηλαδή κινδύνου που αφορά τη ζωή ή την υγεία άλλου εκτός του δράστη προσώπου, χωρίς να απαιτείται και η επέλευση συγκεκριμένου κινδύνου του προσώπου (ΑΠ 1797/1987, ΝοΒ 1988, σελ. 145), (γ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και στη θέληση τούτου για διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας και γνώση του ότι από αυτήν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, ενώ αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, που υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από τη συμπεριφορά του διαταράσσεται η ασφάλεια της συγκοινωνίας με συνέπεια τη δυνατότητα πρόκλησης κινδύνου για άνθρωπο, πλην όμως προβαίνει σ" αυτήν αποδεχόμενος το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δηλαδή την πρόκληση κινδύνου για άνθρωπο, (δ) επέλευση από την πράξη του δράστη θανάτου άλλου και (ε) αμέλεια του δράστη ως προς το επελθόν αποτέλεσμα του θανάτου άλλου σύμφωνα με τα ακολούθως εκτιθέμενα (ΑΠ 117/2003 ΠοινΔνη 2003, σελ. 850 ΑΠ 1585/1995, ΠοινΧρ. ΜΣΓ σελ. 1014, ΑΠ 1797/1987, ΝοΒ 1988, σελ. 145, ΣυμβΕφΑαρ 179/2004, ΠοινΔνη 2004, σελ. 793, Συμβ ΠλημΑαρ 130/2004, ΠοινΔνη 2004/642, ΣυμβΠλημΘηβ. 22/2003, ΠοινΧρ ΝΓ σελ. 372, Μπουρόπουλος, τευχ. β' σελ. 443 Δέδες, σελ. 167). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28 και 302 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, συνάγεται ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια η οποία συρρέει αληθώς με την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών από πρόθεση από την οποία επήλθε θάνατος (πρότ. ΕισΑΠ Κόλλια στην ΑΠ 458/1961, ΠοινΧρ. IB' σελ. 158, Μπενάκη "Ποινική ευθύνη εκ κυκλοφοριακών παραβάσεων", σελ. 70, 71, 4 έως 5 σελ. 168) απαιτείται: (α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα και λογική και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, (β) να μπορούσε ο δράστης με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και (γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε, δηλαδή του θανάτου άλλου (ΑΠ 698/1996, ΠοινΧρ. ΜΖ' σελ. 356, ΑΠ 615/1995, Ποιν Χρ. ΜΕ' σελ. 941, ΑΠ 1352/1991 ΠοινΧρ. MB' σελ 255, ΑΠ 736/1989, ΠοινΧρ. Μ' σελ 145). Σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος κριτήριο επιμελούς συμπεριφοράς είναι η εκ μέρους του δράστη οδηγού τήρηση ή μη των κανόνων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, καθώς επίσης η έγκαιρη ή καθυστερημένη αντίληψη του κινδύνου και η ύπαρξη δυνατότητας ή μη διενέργειας αποφευκτικού ελιγμού (ΑΠ 1750/1988, ΠοινΧρ. ΛΘ' σελ 572). Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του Ποινικού Κώδικα, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του είτε το πρόβλεψε ως δυνατό πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, δηλαδή πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: (α) μη καταβολή από τον δράστη της επιβαλλόμενης κατά αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνθηκών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και (β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων, και ικανοτήτων να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και (γ) το αποτέλεσμα πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την πράξη ή την παράλειψη του. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 28 του παραπάνω κώδικα, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε συνειδητή κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε (ΑΠ 1122/2002, ΠοινΧρ ΝΓ σελ 360, ΑΠ 573/2002, ΠοινΧρ. ΝΓ σελ 45, ΣυμβΕφΑΘ. 1116/2002 ΠοινΧρ. ΜΓ σελ. 435 και 470). Τέλος, όπως σε όλα τα ουσιαστικά εγκλήματα, μεταξύ των οποίων καταλέγεται και η ανθρωποκτονία από αμέλεια, προς ύπαρξη εγκληματικής πράξης απαιτείται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πράξης του δράστη, κατά την άνω έννοια, και αποτελέσματος. Για τη διαπίστωση της ύπαρξης του αντικειμενικού αυτού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ πράξης και αποτελέσματος η απόλυτα στο Ποινικό Δίκαιο κρατούσα θεωρία του ισοδυνάμου των όρων δέχεται ότι υπάρχει τέτοιος δεσμός αιτιότητας με κάθε ενέργεια ή παράλειψη, η οποία, όταν λείπει σαν αιτία, εκλείπει και το αποτέλεσμα. Κατά την θεωρία δηλαδή αυτή, γνωστή και ως όμοια της conditio sine qua non, αρκεί η δράση του ενδιαφέροντα κάθε φορά ανθρώπου να υπήρξε ένας από τους πολλούς παραγωγικούς του αποτελέσματος όρους, χωρίς τον οποίο αυτό δεν θα επέρχονταν, ένας κρίκος της αλυσίδας, αδιάφορα αν συνέβαλαν σ' αυτό και άλλοι όροι, άμεσα ή έμμεσα, όπως λ. χ. η δυσκρασία ή η πάθηση του παθόντα ή η αμέλεια αυτού ή τρίτου ή και τυχαίο απλώς γεγονός (ΑΠ 1441/2002, ΠοινΛογ. 2002 σελ. 1735, ΑΠ 596/ 2000, ΠοινΧρ. Ν' σελ 1006, ΔιατΕισΕφΑΘ. 138/1996 ΠοινΧρ. ΜΘ1 σελ. 170, ΑΠ 327/1962 ΠοινΧρ. ΙΓ σελ. 24, Μπουρόπουλος, Ερμ. ΠΚ, τόμ. Α\ έκδ. 1959, παρ. 37-39, κλπ.).
- Από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και ειδικότερα από τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, από τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και μάλιστα από την έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, το πρόχειρο σχεδιάγραμμα, την έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, την έκθεση τεχνικής πραγματογνωμοσύνης την έκθεση του τεχνικού συμβούλου των πολιτικώς εναγόντων, σε συνδυασμό με τις απολογίες του κατηγορουμένου και το απολογητικό του υπόμνημα, προέκυψαν τ' ακόλουθα περιστατικά: Τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2007, ο κατηγορούμενος ανέγειρε οικοδομή σε ακίνητο ιδιοκτησίας του, σε περιοχή της πόλεως του ... Για τις ανάγκες της οικοδομής αυτής και μάλιστα για την μεταφορά οικοδομικών υλικών και για την επίβλεψη των εργασιών, ο κατηγορούμενος χρησιμοποιούσε το ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό του και διέσχιζε την οδό ..., μπροστά από την κατοικία του ΑΑ. Την 14 Φεβρουαρίου του έτους 2007 και περί ώρα 14.00 ο Χ κινιόταν στην οδό ..., με το αριθμό κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό όχημα του, στην καρότσα του οποίου είχε τοποθετήσει έξι (6) τσουβάλια που περιείχαν λίπασμα, βάρους πενήντα (50) κιλών το καθένα, όπως επίσης και τέσσερα (4) τσουβάλια, που περιείχαν ζωοτροφές, βάρους σαράντα (40) κιλών το καθένα και συνολικού βάρους τετρακοσίων εξήντα (460) κιλών. Η κατεύθυνση δε του οχήματος ήταν από βορά προς νότο, προς την ανεγειρόμενη οικοδομή. Ενώ λοιπόν διερχόταν μπροστά από την οικία του ΑΑ, η οποία βρισκόταν στη δεξιά πλευρά της οδού, σε σχέση με την πορεία του οχήματος, δεν αντιλήφθηκε τον ανήλικο, ηλικίας οκτώ ετών, ΒΒ, ο οποίος εξερχόμενος της παραπάνω οικίας, είχε πρόθεση να διασχίσει κάθετα την οδό ..., ούτε και μπόρεσε έγκαιρα να τροχοπεδήσει και να διακόψει την πορεία του, ή να πραγματοποιήσει αποφευκτικό ελιγμό, με αποτέλεσμα να επιπέσει στον ανήλικο και λόγω της τροχοπεδήσεως του οχήματος, να εγκλωβίσει το σώμα αυτού στην περιοχή της αναρτήσεως του δεξιού τροχού και να το σύρει σε απόσταση δεκαπέντε (15) μέτρων περίπου, όπου και ακινητοποιήθηκε. Επειδή όμως το σώμα του ανήλικου είχε εγκλωβιστεί κάτω από το αυτοκίνητο, ο οδηγός του, πραγματοποίησε κίνηση λίγων μέτρων προς τα πίσω, για να ελευθερωθεί το σώμα του θύματος και ακολούθως αποβιβάστηκε από το όχημα του. Στο σημείο του ατυχήματος έσπευσε και ο πατέρας του ανηλίκου, Ψ, ο οποίος κινιόταν στον ίδιο δρόμο και αντιλήφθηκε την παράσυρση του ανηλίκου και με το όχημα του ΓΓ μετέφερε το θύμα στο Νοσοκομείο Μεσολογγίου "Χατζή Κώστα" σε κωματώδη κατάσταση, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί θλαστικό τραύμα δεξιάς παρειάς και βρεγματικής περιοχής, κάταγμα αριστερού βραχίονα και αντιβραχίου και θλάση αριστερού πνεύμονα. Ο τραυματισθείς λόγω της σοβαρότητας της καταστάσεως του, διασωληνώθηκε και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Ρίου και ακολούθως την επόμενη ημέρα (15-2-2007) στο Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών "Παναγιώτη και Αγλαΐα Κυριακού", όπου εξαιτίας των τραυμάτων του, κατέληξε. Από τη νεκροψία - νεκροτομή που διενήργησε η ιατροδικαστής ..., τα αποτελέσματα της οποίας αποτυπώνονται στην με αριθμό .../16-2-2007 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής που υπάρχει στη δικογραφία, προκύπτει με σαφήνεια ότι ο ανήλικος έφερε θλαστικά τραύματα του τριχωτού της κεφαλής κατά τη βρεγματική και δεξιά βρεγματοϊνιακή χώρα, εκδορές και θλαστικές εκχυμώσεις σπλαγχνικού κρανίου, αριστερού άνω άκρου των κατά γόνυ αρθρώσεων, εκδορές κατά την αριστερή ωμοπλατιαία και οσφυϊκή χώρα, τομή Bullau, δεξιού ημιθωρακίου και θλαστικές εκχυμώσεις αριστερής κνήμης, υποδόριο αιμάτωμα βρεγματοϊνιακά, διάχυτη υπαραχνοειδή αιμορραγία και οίδημα του εγκεφάλου, εκτεταμένο αιμάτωμα και εξάρθρημα του πρώτου αυχενικού σπονδύλου, κατάγματα της δεξιάς κλείδας και κατάγματα της πρώτης, δεύτερης και τρίτης πλευρά του δεξιού ημιθωρακίου, θλάσεις δεξιού πνεύμονα και οίδημα αριστερού πνεύμονα. Από τα ανωτέρω δε τραύματα που είχε υποστεί ο ανήλικος στο κεφάλι και στο στήθος, προήλθε ο θάνατος αυτού, ως μόνη και αποκλειστική αιτία.
Από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και μάλιστα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, σε συνδυασμό με τα σχετικά έγγραφα και μάλιστα την από 14/2/2007 έκθεση αυτοψίας και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τοποθεσίας του ατυχήματος, προκύπτει ότι αιτία του τροχαίου ατυχήματος και του θανάτου του ανηλίκου, ήταν η αμελής συμπεριφορά του κατηγορουμένου κατά την οδήγηση του οχήματος του. Πράγματι, η επιτρεπόμενη στο σημείο εκείνο ταχύτητα ήταν πενήντα (50) χιλιόμετρα την ώρα, καθότι κατοικημένη περιοχή, ενώ η ταχύτητα που είχε αναπτύξει το όχημα ανερχόταν σε εβδομήντα (70) χιλιόμετρα την ώρα. Η ταχύτητα αυτή συνδυαζόμενη με τις ιδιομορφίες που παρουσίαζε η οδός ... καθιστούσε επικίνδυνη την κίνηση των οχημάτων με αυξημένη ταχύτητα. Ειδικότερα, η προαναφερόμενη οδός, ήταν διπλής κατευθύνσεως, με ανομοιομορφία στο πλάτος της και με οικίες στις δύο πλευρές της, των οποίων τα όρια των οικοπέδων τους, έφθαναν μέχρι την οδό που περιόριζαν την ορατότητα των οδηγών των οχημάτων. Επίσης, σε άλλα σημεία υπήρχαν ερείσματα χωμάτινα ή από τσιμέντο, τα οποία άλλα ή ήταν στο ίδιο ύψος με το επίπεδο της οδού ή άλλα σε χαμηλότερο επίπεδο, καθιστώντας την κίνηση των οχημάτων δυσχερή και επικίνδυνη και την ιδιαίτερη επιμέλεια των οδηγών. Τέλος, η ύπαρξη μικρών κάθετων προς την οδό ..., οδών, που εξυπηρετούσαν τους κατοίκους της περιοχής, η στάθμευση οχημάτων των κατοίκων της περιοχής, αλλά και η ύπαρξη κοντά στην παραπάνω οδό δημοτικού σχολείου και νηπιαγωγείου και η συχνή κίνηση παιδιών στην περιοχή, καθιστούσε ακόμη μεγαλύτερο τον κίνδυνο ατυχήματος. Είναι βέβαιο ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος με τη συμπεριφορά του αυτή διατάραξε την ασφάλεια της συγκοινωνίας στις οδούς. Από τη διατάραξη δε αυτή μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο και ο δράστης ενεργούσε, με πρόθεση και ειδικότερα με ενδεχόμενο δόλο, αφού αυτός γνώριζε καλώς ότι από την πράξη του, ήταν ενδεχόμενο να παραχθεί ανωμαλία στη συγκοινωνία στους δρόμους, με επακόλουθο να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο, αποδεχόμενος το ενδεχόμενο αυτό. Από τη συμπεριφορά του δε αυτή επήλθε και θάνατος ανθρώπου, τον οποίο ο κατηγορούμενος προέβλεψε μεν ότι ήταν δυνατόν να συμβεί, πλην όμως δεν τον αποδέχθηκε, αλλά πίστεψε ότι δεν θα επερχόταν και αυτό λόγω της έλλειψης της περίσκεψης, σύνεσης και προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις να καταβάλει, ως μέσος συνετός οδηγός, αλλά και εκείνης που μπορούσε να επιδείξει, σε σχέση με τις προσωπικές ικανότητες, γνώσεις και εμπειρίες που είχε αποκτήσει. Η προαναφερόμενη οδική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ο οποίος είχε αναπτύξει υπερβολική ταχύτητα, σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην πορεία του και μάλιστα στη στενότητα του δρόμου, το πολυσύχναστο αυτού και το ενδεχόμενο ότι λόγω της ώρας, θα υπήρχαν ανήλικα παιδιά στο δρόμο, τα οποία αποχωρούσαν από το σχολείο τους, καθιστούσε την κίνηση του οχήματος του επικίνδυνη για κάθε άνθρωπο, που χρησιμοποιούσε την οδό. Μάλιστα δε η συμπεριφορά του αυτή ήταν επανειλημμένη, παρά το γεγονός ότι κατά το παρελθόν είχαν εκφραστεί παράπονα από κατοίκους της περιοχής, για την υπερβολική ταχύτητα που ανέπτυσσε το όχημα του και τον φόβο τους, για την ύπαρξη ατυχήματος. Είναι δε αναμφισβήτητο ότι το τροχαίο ατύχημα που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του ανήλικου, προκλήθηκε από την υπερβολική ταχύτητα που είχε αναπτύξει ο κατηγορούμενος, γεγονός που στέρησε από αυτόν την δυνατότητα να αντιδράσει έγκαιρα και αποτελεσματικά όταν αντιλήφθηκε τον ανήλικο στο δρόμο και συγκεκριμένα να ακινητοποιήσει εγκαίρως το όχημα του ή να πραγματοποιήσει ελιγμό στο ελεύθερο τμήμα της οδού.
Ο εκκαλών - κατηγορούμενος (ήδη αναιρεσείων) με την έφεση που κατέθεσε υποστηρίζει ότι αναιτιολόγητα το πρωτόδικο βούλευμα τον παραπέμπει στο αρμόδιο Δικαστήριο για την σε βαθμό κακουργήματος αξιόποινη πράξη της διατάραξης ασφαλείας συγκοινωνιών, από την οποία επήλθε θάνατος και ότι η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας του οχήματος του, κατά δεκαπέντε (15) χιλιόμετρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επικίνδυνη οδήγηση. Επίσης, από τα σχετικά έγγραφα, προκύπτει ότι προέχουσα υπαιτιότητα για το ατύχημα είχε ο ανήλικος, ο οποίος αιφνιδίως επιχείρησε να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα, σε σημείο που η ορατότητα της οδού τον εμπόδιζε να τον αντιληφθεί πριν εισέλθει στο οδόστρωμα. Πλην όμως οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθόσον από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, προκύπτει με σαφήνεια ότι θεμελιώνεται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της επιβαρυντικής περιστάσεως του εγκλήματος που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στοιχείο β' του άρθρου 290 του Ποινικού Κώδικα και όχι η παράγραφος 1, στοιχείο α' του αυτού άρθρου. Και τούτο γιατί είναι σαφές ότι με την επικίνδυνη αυτή οδήγηση σε στενό δρόμο με τις αναφερόμενες ιδιαιτερότητες, ο οδηγός του οχήματος, όπως προαναφέρθηκε, γνώριζε ως βέβαιο ή ως ενδεχόμενο ότι από τη συμπεριφορά του ενδέχεται να διαταραχθεί η ασφάλεια της συγκοινωνίας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο, πλην όμως προέβη σ' αυτήν αποδεχόμενος τον κίνδυνο και όχι στην ενδεχόμενη βλάβη του έννομου αγαθού. Αλλά και από την επισκόπηση του περιεχομένου της εκθέσεως αυτοψίας, του πρόχειρου σχεδιαγράμματος και των φωτογραφιών που έχουν ληφθεί από το σημείο του ατυχήματος προκύπτει ότι η οδός ..., πριν και μετά το σημείο του ατυχήματος, είναι ευθεία σε απόσταση εκατό πενήντα (150) μέτρων, με πλήρη ορατότητα για τον οδηγό. Επίσης, η ευθεία αυτή του δρόμου, σε συνδυασμό με το βάρος του φορτίου που μετέφερε το όχημα, έδιδε την ευχέρεια στον οδηγό του να αναπτύξει ευχερώς ταχύτητα επιπλέον της προβλεπόμενης. Επίσης, το σημείο στο οποίο φέρεται ότι το όχημα κτύπησε και παρέσυρε τον ανήλικο, ήταν σχεδόν στο μέσο του οδοστρώματος και ειδικότερα σε απόσταση 1,80 μέτρων από το δεξιό άκρο της οδού, σε σχέση με την κίνηση του οχήματος, γεγονός που καταρρίπτει τον ισχυρισμό αυτού ότι το ατύχημα οφειλόταν βασικά στην αιφνίδια κίνηση του θύματος. Αλλά και σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι πράγματι ο ανήλικος κινήθηκε αιφνίδια στο οδόστρωμα και πάλι η ευθύνη του κατηγορούμενου, δεν μειώνεται, καθόσον ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του ανήλικου, αυτός θα έπρεπε να τηρεί τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας και να οδηγούσε με σύνεση, βαίνοντας αφενός με ταχύτητα μικρότερη κατά είκοσι (20) χιλιόμετρα και αφετέρου έπρεπε να είχε τον πλήρη έλεγχο του οχήματος του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, έτσι ώστε να ήταν σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματος του μπροστά από οποιοδήποτε εμπόδιο που μπορούσε να προβλεφθεί και το οποίο βρισκόταν στο ορατό από αυτόν μπροστινό τμήμα της οδού.
Ενόψει αυτών, ορθώς κρίθηκαν ως επαρκείς οι ενδείξεις σε βάρος του εκκαλούντα (ήδη αναιρεσείοντα) το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μεσολογγίου στις ορθές και νομίμους σκέψεις του οποίου και στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση συμπληρωματικά αναφερόμαστε.
Συνεπώς, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στην ουσία της και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Πατρών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρ. 93 Συντ. και 139 Κ.Π.Δ.), αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις όλα χωρίς εξαίρεση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκε ο αναιρεσείων παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους ορθώς υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14-18, 26, 27, 28, 302 παρ. 1 και 290 παρ. 1β ΠΚ, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 δ' Κ.Π.Δ., προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν, κατά το μέρος δε, με το οποίο, με την επίκληση, κατ' επίφαση, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμησή τους, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί. Συνακολούθως δε, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση, πρέπει η υπό κρίση αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.)·
Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω:
(Α) Να απορριφθεί η υπ'αρ. 2/11-3-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ'αρ. 373/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών και (Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 29 Απριλίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
To παραπεμπτικό βούλευμα έχει την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. επιβαλλομένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, με σαφήνεια και πληρότητα χωρίς αντιφάσεις, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα περιστατικά και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και κατέληξε το δικαστικό συμβούλιο στην κρίση ότι υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις προς στήριξη της κατηγορίας για την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη και την παραπομπή του γι' αυτήν στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί, για να υπάρχει η άνω επιβαλλόμενη αιτιολογία, να αναφέρονται αυτά κατ' είδος και δεν απαιτείται ειδική μνεία καθενός από αυτά και τι συνήγαγε το δικαστικό συμβούλιο από το καθένα ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε σε όλα τα αποδεικτικά μέσα προς σχηματισμό της κρίσεώς του και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Ακόμη, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο απαλλακτικό ή παραπεμπτικό βούλευμα, είναι επιτρεπτή η αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, όταν σ' αυτήν αναφέρονται τα άνω στοιχεία. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. β Κ.Ποιν.Δ. συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά και η εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως που υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπαγάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνονται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 290 Π.Κ. "1. όποιος με πρόθεση διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας στους δρόμους ή στις πλατείες, τιμωρείται: α) με φυλάκιση, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, β) με κάθειρξη, αν επήλθε θάνατος. 2. Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για την κατά νόμον θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος, το οποίο έχει μορφή συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως και αφορά στην οδική συγκοινωνία, απαιτείται διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας, που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο, κυρίως με ανθρώπινη υλική εμφανή ενέργεια σε κάθε μορφής οδό, από την οποία προκύπτει κίνδυνος σε ανθρώπους. Η διατάραξη εκλαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και συμπεριλαμβάνεται σε αυτήν κάθε ενέργεια που δημιουργεί ανώμαλη κατάσταση, από την οποία με βεβαιότητα προκύπτει κίνδυνος για άνθρωπο. Η διατάραξη της ασφαλείας των συγκοινωνιών πρέπει να συνέχεται με δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου για άνθρωπο, δηλαδή κινδύνου που αφορά την ζωή ή την υγεία του, χωρίς να είναι αναγκαία η επέλευσή του. Επομένως, η ολοκλήρωση του εγκλήματος αυτού δεν προϋποθέτει και την πραγματική επέλευση του κινδύνου, αλλά αρκεί ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να προκαλέσει τον άνω κίνδυνο. Η ελεγχόμενη πράξη μπορεί να υπάγεται σε υποχρεωτική κυκλοφοριακή ρύθμιση ή αντιθέτως, να μην υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη, αρκεί ότι σε κάθε περίπτωση η πράξη αυτή θεωρείται πρόσφορη και ικανή, εξ αιτίας της εντάσεως, ποιότητας και μορφής της, να προκαλέσει κίνδυνο ανθρώπου. Υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι κάθε πρόσωπο που σχετίζεται με την κίνηση του οχήματος, μεταξύ των οποίων και ο οδηγός του αυτοκινήτου. Όταν το αδίκημα τελείται από δόλο, για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής αποστάσεως αυτού απαιτείται γνώση και θέληση του δράστη για διατάραξη της ασφαλείας της συγκοινωνίας, με συνείδηση ότι από την πράξη ή την παράλειψη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δράστης, αν και γνωρίζει ότι από κάποια ενέργειά του ενδέχεται να διαταραχθεί η ασφάλεια της συγκοινωνίας και να δημιουργηθεί η δυνατότητα προκλήσεως κινδύνου για άνθρωπο, παρά ταύτα προβαίνει σε αυτήν αποδεχόμενος το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, δηλαδή την πρόκληση κινδύνου για άνθρωπο. Εάν υπάρχει αμέλεια ως προς το ότι η πράξη μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο σε άνθρωπο, τότε πρόκειται για διατάραξη από αμέλεια. Η επιβεβαρυμένη διατάραξη (άρθρο 290 παρ. 1 εδ. β ΠΚ) είναι η απλή διατάραξη, η οποία έχει ως συνέπεια τον θάνατο ανθρώπου έτσι ώστε, αν επέλθει ο θάνατος, να πρόκειται για έγκλημα εκ του αποτελέσματος (ΠΚ 29). Έτσι για μεν τη διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας στις οδούς πρέπει να υπάρχει δόλος, αρκούντος και του ενδεχομένου, για δε τον θάνατο απαιτείται μόνον η ύπαρξη αμελείας. Η ανθρωποκτονία από αμέλεια, που αποτελεί το βαρύτερο αποτέλεσμα, τιμωρείται σύμφωνα με τα άρθρα 302 και 28 του ΠΚ. Έγκλημα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο, στο οποίο το βάσιμο έγκλημα είναι έγκλημα αμελείας, δεν υπάρχει στον Ποινικό Κώδικα. Όταν για το βαρύτερο έγκλημα (που εμπεριέχει το βασικό) υπάρχει δόλος, έστω ενδεχόμενος, δεν πρόκειται για έγκλημα του αποτελέσματος, αλλά για κανονικής μορφής έγκλημα εκ δόλου, το οποίο έτσι απορροφά το βασικό, το οποίο εκφράζει τη βαρύτερη προσβολή του εννόμου αγαθού και πρέπει, στην περίπτωση αυτής της επιβεβαρυμένης διατάραξης της συγκοινωνίας στους δρόμους, να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αμέλεια, καθώς και το είδος αυτής. Επομένως, μεταξύ της από πρόθεση διατάραξης και του επελθόντος θανάτου πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, ήτοι ο θάνατος να οφείλεται στη διατάραξη κατά την θεωρία της CONDITIO SINE QUA ΝΟΝ και, αφού τούτο διαπιστωθεί, χωρεί περαιτέρω έρευνα, εάν για το βαρύτερο αποτέλεσμα υπάρχει αμέλεια. Η έννοια της αμέλειας είναι αυτή του άρθρου 28 ΠΚ και πρέπει και στην περίπτωση αυτή μεταξύ της πράξεως (ενεργείας ή παραλείψεως) και αποτελέσματος, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος δηλαδή να υπάρχει έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, ένεκα της οποίας δεν προείδε ο δράστης το βαρύτερο αποτέλεσμα ή προείδε μεν τούτο ως πιθανόν, αλλά επίστευσε ότι δεν θα επερχόταν. Πρέπει δε να παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την αμέλεια και να αιτιολογείται στο βούλευμα την απόφαση η δυνατότητα πρόβλεψης ή η πρόβλεψη του αποτελέσματος, ενώ αν το περαιτέρω αποτέλεσμα δεν ήταν αντικειμενικώς προβλέψιμο δεν μπορεί να καταλογιστεί τούτο σε αμέλεια του δράστη του βασικού εγκλήματος. Στα εγκλήματα κατά της ασφαλείας των συγκοινωνιών, που ανήκουν στην κατηγορία των εκ του αποτελέσματος διακρινομένων, επί των οποίων δικαιολογείται βαρύτερη τιμωρία των, αν από τη συμπεριφορά του δράστη προκληθεί το βαρύτερο αποτέλεσμα, η πράξη της διαταράξεως της ασφάλειας της οδικής κυκλοφορίας περιλαμβάνει και αφορά και την προστασία της ανθρώπινης ζωής και το βαρύτερο αποτέλεσμα πρέπει να συνιστά πραγμάτωση του κινδύνου που τέθηκε με το βασικό έγκλημα υπό την έννοια υπάρξεως αμεσότητος μεταξύ βασικού εγκλήματος και βαρύτερου αποτελέσματος για να στοιχειοθετείται το εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα. Σε περίπτωση συγκλίνουσας αμέλειας περισσότερων προσώπων καθένα από αυτά ευθύνεται αυτοτελώς, εφόσον το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς τη συμπεριφορά του κάθε δράστη, ενώ οι ισχυρισμοί ότι το αποτέλεσμα οφείλεται αποκλειστικά σε αμέλεια άλλου, όπως και ότι δεν υπάρχει η απαιτουμένη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας του φερομένου ως υπαιτίου και του αποτελέσματος, συνιστούν απλώς επιχειρήματα προς απόσειση της ενοχής, τα οποία αντιμετωπίζονται με βάση τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά. Ο Άρειος Πάγος ως ακυρωτικό δικαστήριο δεν δύναται να ελέγχει την κυριαρχική κρίση του Συμβουλίου, όσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και την εσφαλμένη ή ορθή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, ούτε την κρίση του συμβουλίου αν αυτό δεν δέχθηκε ότι προέκυψαν από την ανάκριση και άλλα πραγματικά περιστατικά. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών που το εξέδωσε, έκρινε ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθεί για την κακουργηματική πράξη της διατάραξης της ασφαλείας των συγκοινωνιών ενεργώντας με ενδεχόμενο δόλο, από την οποία επήλθε θάνατος. Δέχθηκε ειδικότερα το Συμβούλιο Εφετών Πατρών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, τις περιεχόμενες σ' αυτήν όμοιες με τις αναφερόμενες παραπάνω νομικές σκέψεις και ότι, από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν τα ακόλουθα: Τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2007, ο κατηγορούμενος ανήγειρε οικοδομή στο ... σε ακίνητο ιδιοκτησίας του στην οδό ... και μετέβαινε εκεί με το αυτοκίνητό του συχνά για να επιβλέπει τις εργασίες και να μεταφέρει υλικά. Κατά την κίνησή του προς την άνω οικοδομή και την αποχώρησή του από εκεί διερχόταν και προ του ακινήτου του οποίου η αυλή είχε πρόσοψη στην οδό ... και εντός του οποίου βρισκόταν και η κατοικία του ΑΑ.
Την 14η Φεβρουαρίου του έτους 2007 και ώρα 14.00, ο κατηγορούμενος εκινείτο οδηγών το ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό αυτοκίνητό του με αριθμό κυκλοφορίας ... επί της οδού ..., με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, έχοντας φορτώσει στο αμάξωμά του έξι τσουβάλια που περιείχαν λίπασμα, βάρους 50 κιλών το καθένα, όπως και τέσσερα τσουβάλια που περιείχαν ζωοτροφές, βάρους 40 κιλών το καθένα. Κατά τη διέλευσή του με το έμφορτο άνω όχημά του προ της οικίας του ΑΑ, που βρισκόταν στη δεξιά πλευρά της οδού σε σχέση με την πορεία του φορτηγού αυτοκινήτου, δεν αντιλήφθηκε ο κατηγορούμενος τον ανήλικο ηλικίας οκτώ ετών ΒΒ, ο οποίος εξερχόταν από την οικία του ΑΑ και είχε πρόθεση να διασχίσει κάθετα την οδό ... Ο κατηγορούμενος δεν μπόρεσε ούτε να τροχοπεδήσει έγκαιρα, ώστε να διακόψει την πορεία του, ούτε να πραγματοποιήσει ελιγμό για να αποφύγει να επιπέσει στον ανήλικο πεζό, αλλά τον παρέσυρε και λόγω της εν συνεχεία τροχοπεδήσεως εγκλωβίστηκε το σώμα του ανηλίκου πεζού στον χώρο της αναρτήσεως του δεξιού εμπροσθίου τροχού του φορτηγού αυτοκινήτου και έσυρε το σώμα του παρασυρθέντος σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων, όπου και ακινητοποιήθηκε το όχημα. Για να απελευθερώσει δε το σώμα του ανηλίκου, που είχε εγκλωβισθεί κάτω από το φορτηγό αυτοκίνητό του, ο κατηγορούμενος έκανε κίνηση οπισθοπορείας για λίγα μέτρα και ακολούθως αποβιβάσθηκε από το όχημά του. Στη συνέχεια, έσπευσε ο πατέρας του ανηλίκου Ψ, που εκινείτο στον ίδιο δρόμο και αντιλήφθηκε την παράσυρση και τον τραυματισμό του άνω υιού του και με το όχημα του ΓΓ μετέφερε το θύμα στο Νοσοκομείο Μεσολογγίου "ΧΑΤΖΗΚΩΣΤΑ" σε κωματώδη κατάσταση, όπου εξετάσθηκε και διαπιστώθηκε, ότι είχε υποστεί θλαστικό τραύμα δεξιάς παρειάς και βρεγματικής χώρας, κάταγμα αριστερού βραχίονα και αντιβραχίου και θλάση αριστερού πνεύμονα και, αφού διασωληνώθηκε, λόγω της σοβαρότητος της καταστάσεώς του, διακομίσθηκε στο Νοσοκομείο Ρίου και ακολούθως την επομένη ημέρα (15.2.2007) μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών "Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού, όπου και κατέληξε, συνεπεία των τραυμάτων του. Στην υπ' αριθ. .../16.2.2007 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας νεκροτομής, ανέφερε η διενεργήσασα αυτήν ιατροδικαστής ..., ότι ο θανών ανήλικος, όπως διαπιστώθηκε, έφερε θλαστικά τραύματα τριχωτού κεφαλής κατά τη βρεγματική και δεξιά βρεγματοϊνιακή χώρα, εκδορές και θλαστικές εκχυμώσεις σπλαχνικού κρανίου, αριστερού άνω άκρου, των κατά γόνυ αρθρώσεων, εκδορές κατά την αριστερή ωμοπλατιαία και οσφυϊκή χώρα, τομή BULLAU δεξιού ημιθωρακίου και θλαστικές εκχυμώσεις αριστερής κνήμης, υποδόριο αιμάτωμα βρεγματοϊνιακά διαχύτη υπαραχνοειδή αιμορραγία και οίδημα του εγκεφάλου, εκτετατώμενο αιμάτωμα και εξάρθρωμα του πρώτου αυχενικού σπονδύλου, κάταγμα της δεξιάς κλείδας και κατάγματα της πρώτης, δεύτερης και τρίτης πλευράς του δεξιού ημιθωρακίου, θλάσεις δεξιού πνεύμονα και οίδημα αριστερού πνεύμονα και από τα ανωτέρω τραύματα που είχε υποστεί ο ανήλικος, στο κεφάλι και στο στήθος, ως μόνης και αποκλειστικής αιτίας, επήλθε ο θάνατός του. Κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, η ταχύτητα άνω του επιτρεπομένου ορίου εντός κατοικημένης περιοχής, που είχε αναπτύξει ο κατηγορούμενος, όπως εκινείτο στην άνω οδό διπλής κατευθύνσεως με ανομοιομορφία στο πλάτος της και κατοικίες σε κάθε πλευρά του δρόμου που έφθαναν έως την άκρη του και περιόριζαν την ορατότητα των οδηγών να αντιληφθούν από ικανή απόσταση όσους εξέρχονταν στην εν λόγω οδό από καθέτους σ' αυτήν δρόμους ή από τις οικίες που είχαν πρόσοψη στην οδό ..., καθιστούσε επικίνδυνη την κίνηση των οχημάτων σ' αυτήν την οδό με αυξημένη ταχύτητα, όπως αυτή των 70 χιλιομέτρων ανά ώρα που είχε αναπτύξει τότε το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου. Όπως περαιτέρω έγινε δεκτό από το άνω βούλευμα, από το ότι ήταν συχνή η κίνηση μικρών παιδιών στην περιοχή, λόγω και των σχολείων που λειτουργούσαν σ' αυτήν, καθίστατο ακόμη μεγαλύτερος ο κίνδυνος να σημειωθεί ατύχημα και ο κατηγορούμενος με αυτήν τη συμπεριφορά του διατάραξε την ασφάλεια της συγκοινωνίας στις οδούς και από τη διατάραξη αυτή μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, ενεργούσε δε ο κατηγορούμενος με ενδεχόμενο δόλο.
Κατά τις παραδοχές του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, γνώριζε ο κατηγορούμενος ότι κινούμενος, οδηγώντας το φορτηγό αυτοκίνητό του, με ταχύτητα 70 χιλιομέτρων ωριαίως ήταν ενδεχόμενο να παραχθεί ανωμαλία στη συγκοινωνία στους δρόμους, με επακόλουθο να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο, αποδεχόμενος τόσο το ενδεχόμενο της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας στις οδούς, όσο και εκείνο του πιθανού κινδύνου για τη ζωή άλλων ανθρώπων, χρησιμοποιούντων την οδό. Επεδείκνυε δε ο κατηγορούμενος, ως οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου του, κατά την διέλευσή του από την οδό ... και κατά το παρελθόν, την ίδια συμπεριφορά, κινούμενος σ' αυτήν με ταχύτητα που υπερέβαινε κατά πολύ την κατά τον νόμο επιτρεπομένη των 50 χιλιομέτρων ωριαίως και έτσι ήταν ενδεχόμενο να προκύψει ανωμαλία στη συγκοινωνία και καθίστατο επικίνδυνη για κάθε άνθρωπο που χρησιμοποιούσε αυτήν την οδό η κίνηση του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου με υπερβολική ταχύτητα, είχαν δε εκφρασθεί παράπονα από κατοίκους της περιοχής για τον τρόπο αυτόν οδήγησης του κατηγορουμένου και ότι εφοβούντο ότι θα συνέβαινε έτσι ατύχημα.
Από το Συμβούλιο Εφετών έγινε δεκτό ότι το ατύχημα, που συνέβη και είχε αποτέλεσμα τον θάνατο του άνω ανηλίκου υιού των πολιτικώς εναγόντων, προκλήθηκε από την υπερβολική ταχύτητα που είχε αναπτύξει κινούμενος με το φορτηγό αυτοκίνητό του την ημέρα εκείνη στην οδό ... και περαιτέρω ότι ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος προέβλεψε μεν ότι ήταν δυνατόν από αυτήν την συμπεριφορά του να συμβεί και θάνατος ανθρώπου, όμως όσον αφορά τον θάνατο του άνω ανηλίκου δεν τον αποδέχθηκε, αλλά πίστεψε ότι δεν θα επερχόταν.
Από το Συμβούλιο Εφετών έγινε δεκτό ότι επήλθε ο θάνατος του ανηλίκου από έλλειψη της περίσκεψης, σύνεσης και προσοχής, που όφειλε από τις περιστάσεις να καταβάλει ο κατηγορούμενος, όπως κάθε μέσος συνετός οδηγός, αλλά και εκείνης που μπορούσε να επιδείξει, ανάλογα με τις προσωπικές ικανότητες, γνώσεις και εμπειρίες που είχε αποκτήσει.
Κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, η υπερβολική ταχύτητα με την οποία εκινείτο ο κατηγορούμενος, οδηγώντας το φορτηγό αυτοκίνητό του στην άνω οδό στέρησε αυτόν από τη δυνατότητα να αντιδράσει εγκαίρως και αποτελεσματικώς, όταν αντιλήφθηκε τον ανήλικο στον δρόμο και έτσι δεν μπόρεσε να ακινητοποιήσει το όχημά του ή να πραγματοποιήσει ελιγμό προς το ελεύθερο τμήμα του οδοστρώματος, για να μην τον παρασύρει.
Το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι, από την άνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου, στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς το έγκλημα που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 290 παρ. 1 στοιχ. β' του Ποινικού Κώδικα και όχι αυτό που προβλέπεται από το στοιχείο α' της παραγράφου 1 του άνω άρθρου και απέρριψε τον ισχυρισμό που προέβαλε ο κατηγορούμενος με την έφεσή του κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, ότι δεν συνιστούσε επικίνδυνη οδήγηση η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας του οχήματος που οδηγούσε, όταν έγινε το ατύχημα, κατά 15 χιλιόμετρα. Επίσης, από το Συμβούλιο Εφετών απερρίφθη και ο έτερος ισχυρισμός που προέβαλε με την έφεσή του ο κατηγορούμενος, κατά τον οποίο το ατύχημα οφειλόταν στην αιφνίδια κίνηση του ανηλίκου στο οδόστρωμα της άνω οδού, προκειμένου να το διασχίσει σε σημείο που η ορατότητα της οδού εμπόδιζε τον κατηγορούμενο να αντιληφθεί τον ανήλικο πριν εισέλθει στο οδόστρωμα, με την παραδοχή ότι προέκυπτε, από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες που ελήφθησαν από το σημείο του ατυχήματος, ότι η οδός ... είναι ευθεία πριν και μετά το σημείο αυτό σε απόσταση εκατόν πενήντα μέτρων, με πλήρη ορατότητα για τον οδηγό, ότι η ευθεία του δρόμου στο άνω τμήμα της οδού, σε συνδυασμό με το βάρος του φορτίου του επέτρεπε στον κατηγορούμενο οδηγό να αναπτύξει ταχύτητα επί πλέον της επιτρεπομένης και ότι το σημείο της οδού στο οποίο το όχημα του κατηγορουμένου κτύπησε και παρέσυρε τον ανήλικο τοποθετείται σχεδόν στο μέσον του οδοστρώματος σε απόσταση 1,80 μέτρων από το άκρο δεξιό της οδού σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου επί της οδού και έτσι απερρίπτετο ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι το ατύχημα οφειλόταν κατά βάση στην αιφνίδια κίνηση του θύματος και ότι σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του ανηλίκου, δεν αίρεται η ευθύνη του κατηγορουμένου, διότι έπρεπε να τηρεί τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας και να οδηγεί με σύνεση, βαίνοντας αφενός με ταχύτητα μικρότερη κατά 20 χιλιόμετρα και να έχει τον πλήρη έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί να εκτελεί ανά πάσα στιγμή τους απαιτούμενους χειρισμούς και να είναι σε θέση να διακόψει την πορεία του οχήματός του προ οποιουδήποτε εμποδίου που θα μπορούσε να προβλεφθεί και βρισκόταν στο ορατό προ της πορείας του τμήμα της οδού.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠοινΔ αιτιολογία, αφού εκθέτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα, με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, προέκυψαν από την ενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διαταράξεως της ασφαλείας συγκοινωνιών με ενδεχόμενο δόλο, από την οποία επήλθε θάνατος, που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος και για το οποίο μόνον κρίθηκε παραπεμπτέος ο ήδη αναιρεσείων, παραθέτει δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις σχετικές με τα άνω αδικήματα ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.
Ειδικότερα, εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το συγκεκριμένης διακινδυνεύσεως έγκλημα της διατάραξης της ασφάλειας συγκοινωνιών στις οδούς από την οποία ήταν δυνατόν να προκληθεί κίνδυνος σε άνθρωπο και ότι η εκ μέρους του κατηγορουμένου οδήγηση κατά παράβαση των κανόνων οδικής κυκλοφορίας του φορτηγού αυτοκινήτου στη συγκεκριμένη οδό, κατά παραβίαση καθ' υπερβολή του ορίου ταχύτητας σε δρόμο όπου κινούνται και άλλα αυτοκίνητα αλλά και πεζοί, μεταξύ των οποίων και μικρά παιδιά, εμπίπτει στην παράβαση του άρθρου 290 παρ. 1β του ΠΚ, εφόσον αποτέλεσμα της επικίνδυνης για τη συγκοινωνία συμπεριφοράς του υπαιτίου ήταν ο θάνατος ανθρώπου και δεν χρειάζονταν να συντρέχουν επί πλέον στοιχεία για την ύπαρξη διατάραξης της ασφάλειας των συγκοινωνιών στους δρόμους και τον κίνδυνο για επέλευση θανάτου ή σωματικής βλάβης των προσώπων που μετέχουν στην συγκοινωνία αυτή και στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι πεζοί όταν χρησιμοποιούν την ίδια οδό, την συγκοινωνία στην οποία διαταράσσει ο υπαίτιος οδηγός οχήματος που κινείται σ' αυτήν, αποδεχόμενος την διατάραξή της και τον πιθανό κίνδυνο πρόκλησης θανάτου ή σωματικής βλάβης σε άλλους ανθρώπους. Αναφέρονται επίσης τα πραγματικά περιστατικά που έγινε δεκτό ότι αποδείχθηκαν και από τα οποία προκύπτει η επιδοκιμασία και η θέληση του κατηγορουμένου για την διατάραξη της ασφάλειας της συγκοινωνίας στη συγκεκριμένη οδό με τον επικίνδυνο τρόπο οδήγησης με υπερβολική ταχύτητα στην άνω οδό κατά τρόπο που να είναι δυνατόν να προκύψει κίνδυνος θανάτου για άνθρωπο, παρά τις ιδιαιτερότητες που παρουσίαζε και τις συνθήκες που επέβαλλαν να κινείται με πολύ μικρότερη ταχύτητα κατά την οδήγηση του αυτοκινήτου του.
Εκτίθενται επίσης στο άνω βούλευμα τα περιστατικά για την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του ήδη αναιρεσείοντος που συνιστούσαν την από πρόθεση διατάραξη της συγκοινωνίας στις οδούς και του επελθόντος βαρύτερου αποτελέσματος, δηλαδή του θανάτου του άνω ανηλίκου ως επακολούθου αυτής και η διαπίστωση περαιτέρω, μετά από έρευνα των συνθηκών και περιστάσεων υπό τις οποίες επήλθε το βαρύτερο αυτό αποτέλεσμα, ότι γι' αυτό υπήρχε αμέλεια του ιδίου του ήδη αναιρεσείοντος που είχε τον χαρακτήρα ενσυνείδητης αμέλειας κατά την έννοια του άρθρου 28 ΠΚ και ο αιτιώδης σύνδεσμος και μεταξύ αυτής και του θανάτου του ανηλίκου. Στην ύπαρξη τέτοιας μορφής αμέλειας οδηγούν οι παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, ότι υπήρχε έλλειψη της προσήκουσας προσοχής και συνέσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου κατά την οδήγηση του φορτηγού αυτοκινήτου του ότι αυτός όφειλε από τις περιστάσεις να καταβάλει, όπως κάθε μέσος συνετός οδηγός και μπορούσε να επιδείξει ανάλογα με τις γνώσεις, την ικανότητα και την εμπειρία του και ότι έτσι επήλθε ο θάνατος του ανηλίκου συνεπεία της παρασύρσεώς του στο οδόστρωμα της άνω οδού από το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου που πίστευε ότι δεν θα επερχόταν αν και εστερείτο λόγω της υπερβολικής ταχύτητος που είχε αναπτύξει, της δυνατότητος να αντιδράσει με έγκαιρη τροχοπέδηση ώστε να ακινητοποιήσει το όχημά του ή με αποφευκτικό ελιγμό στο ελεύθερο τμήμα της οδού όταν είδε τον ανήλικο πεζό στο οδόστρωμα της οδού αυτής στο ορατό προ της πορείας του αυτοκινήτου του τμήμα της. Κατά συνέπεια, είναι αβάσιμες οι προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος και για μη εξειδίκευση της σχέσεως του ενδεχόμενου δόλου του για την πράξη της διατάραξης συγκοινωνιών στις οδούς από την οποία επήλθε θάνατος και της αμελείας του από την οποία επήλθε ο θάνατος του ανηλίκου πεζού. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αφορούν σε διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το Συμβούλιο Εφετών και εφόσον πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αναίρεση ως αβάσιμη και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11 Μαρτίου 2009 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθ. 373/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών. Και
Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή