Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2365 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής.




Περίληψη:
Ναρκωτικά. Έννοια αγοράς - πωλήσεως. Αυτοτελής ισχυρισμός ελαφρυντικού μεταμέλειας. Αόριστη υποβολή ισχυρισμού.




Αριθμός 2365/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού-Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη, Ιωάννη Γιαννακόπουλο (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Παναγιώτη Ρουμπή) και Χριστόφορου Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Δημητρούκα, για αναίρεση της 296/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1591/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 5 § 1 περ. β' του ν. 1729/1987, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του ν. 216/1993 (ήδη άρθρο 20 § 1β' του ν. 3459/2006 του Κώδικα Νόμων για τα ναρκωτικά, τιμωρείται με τις προβλεπόμενες σ' αυτό ποινές όποιος πωλεί ναρκωτικά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η πώληση και η αντίστοιχη αγορά των ναρκωτικών πραγματώνεται με την κατά τους όρους του άρθρου 513 ΑΚ, μεταβίβαση της κυριότητας της ναρκωτικής ουσίας και την παράδοσή της για το σκοπό αυτό από τον πωλητή στον αγοραστή, με το τίμημα που συμφωνήθηκε. Για την αιτιολόγηση της τελέσεως του εγκλήματος της πωλήσεως ναρκωτικών ουσιών δεν απαιτείται ακριβής προσδιορισμός: α)της ποσότητας τούτων (βάρος) που είναι αδιάφορη για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, αφού ο νόμος δεν συνδέει ούτε την τέλεση αυτού, ούτε το ύψος της επιβλητέας ποινής με την ποσότητα (βάρος) των ναρκωτικών β)του χρόνου των επιμέρους πράξεων όταν η πράξη τελέστηκε κατ' εξακολούθηση, αν δεν τίθεται θέμα παραγραφής τούτων, αφού ο μη επακριβής προσδιορισμός του χρόνου δεν δημιουργεί ασάφεια και συνεπώς έλλειψη αιτιολογίας και γ)του επιτευχθέντος τιμήματος από κάθε μερικότερη πράξη, καθώς και της ταυτότητας των αγοραστών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περαιτέρω, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 § 2 και 333 § 2 ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με επίκληση δηλαδή όλων των πραγματικών περιστατικών που τους θεμελιώνουν, διαφορετικά το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει (Ολ. ΑΠ 1198/1990). Τέτοιος είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2 δ' του ΠΚ, ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια, που οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του ότι από τα αναφερόμενα σ' αυτήν γενικώς και κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "ο κατηγορούμενος Χ, όντας τοξικομανής, στη ... κατά το χρονικό διάστημα από 22-6-2005 έως 22-7-2005 ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, πώλησε σε τρίτους ναρκωτικές ουσίες και μία φορά επιχείρησε να πωλήσει σε άλλον ναρκωτική ουσία, πλην δεν ολοκλήρωσε την ενέργειά του αυτήν από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεώς του. Πλέον συγκεκριμένα κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα ευρισκόμενος στην οικία του στη νήσο ..., πώλησε σε τρίτους άγνωστες ποσότητες ηρωίνης, αντί αγνώστου τιμήματος. Μεταξύ των αγοραστών ήταν οι Ψ1 και Ψ2. Ειδικότερα πώλησε στον Ψ1 έξι (6) συνολικά φορές ηρωίνη, χωρίς να έχει διακριβωθεί η ποσότητα και το τίμημα για την κάθε μια τέτοια πώληση, πλην της τελευταίας που πραγματοποιήθηκε την 22-7-2005 και αφορούσε ένα (1) γραμμάριο (μικτό βάρος) ηρωίνης, με τίμημα δέκα (10) ευρώ. Επίσης πώλησε στον Ψ2 κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα πέντε (5) τουλάχιστον φορές ηρωίνης, σε μικροποσότητα πάντοτε, αντί αγνώστου κάθε φορά τιμήματος. Για τελευταία φορά επιχείρησε την 22-7-2005 να πωλήσει στον Ψ2 ηρωίνη μικτού βάρους ενός (1) γραμμαρίου με συμφωνημένο τίμημα δέκα (10) ευρώ, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε η εν λόγω πώληση από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεώς του και ειδικότερα λόγω της προσφοράς εκ μέρους του αγοραστού του ποσού των πέντε (5) ευρώ, αντί του συμφωνηθέντος των δέκα (10) ευρώ ως τιμήματος, την οποία προσφορά δεν δέχθηκε και έτσι δεν έλαβε ο αγοραστής την ως άνω ποσότητα ηρωίνης. Γι' αυτό πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης της πώλησης κατ' εξακολούθηση και της μιάς απόπειρας πώλησης ναρκωτικής ουσίας και του επιβληθεί μία ποινή, μειωμένη λόγω της ιδιότητάς του ως τοξικομανούς ατόμου, χωρίς όμως να του αναγνωριστεί και η ελαφρυντική περίπτωση της επίδειξης ειλικρινούς μετάνοιας, καθόσον ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου αποδείχθηκε κατ' ουσίαν αβάσιμος". Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 § 1α' 27 § 1, 98 ΠΚ και 5 § 1 εδαφ. β' του ν. 1729/1987. Εφόσον δε ως πώληση ναρκωτικής ουσίας θεωρείται όπως προαναφέρθηκε, η κοινώς γνωστή έννοια της αγοραπωλησίας του άρθρου 513 του ΑΚ, δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας που γίνεται με την παράδοση, του πράγματος στον αγοραστή αντί του συμφωνηθέντος τιμήματος, για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ήταν αναγκαίος ο προσδιορισμός της ποσότητας (βάρους) των ναρκωτικών της ταυτότητας των αγοραστών και του ύψους του τιμήματος, αρκεί η συμφωνία περί του τελευταίου. Επομένως ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο αναιρεσείων δια του συνηγόρου του προέβαλε στο δικαστήριο τον αυτοτελή ισχυρισμό "να γίνει δεκτό ότι ο κατηγορούμενος έδειξε μεταμέλεια". Έτσι όμως ο ανωτέρω ισχυρισμός ήταν ασαφής και αόριστος και επομένως απαράδεκτος, αφού δεν περιέχονται σ' αυτόν συγκεκριμένα περιστατικά προς θεμελίωσή του και δεν αρκεί η απλή επίκληση της διατύπωσης της διάταξης του νόμου, το δε δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ' αυτόν. Επομένως, ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για την απόρριψη της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως, χωρίς ειδική αιτιολογία, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 7740/22-9-2008 αίτηση (δήλωση) του Χ κρατουμένου στις δικαστικές φυλακές ..., για αναίρεση της 296/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Δεκεμβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Δεκεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή