Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 655 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Δυσφήμηση συκοφαντική, Τύπος.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμηση δια του τύπου. Στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού. Δεν εφαρμόζεται το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ επί συκοφαντικής δυσφημήσεως. Λόγοι αναίρεσης κατά καταδικαστικής αποφάσεως για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης και υπέρβαση εξουσίας. Απόρριψη των λόγων αυτών ως αβασίμων. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης στο σύνολό της.




ΑΡΙΘΜΟΣ 655/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Γεώργιο Μπατζαλέξη και Χριστόφορο Κοσμίδη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Σαρπασίδου, περί αναιρέσεως της 2777/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1217/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ ορίζεται ότι όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του διαπράττει το έγκλημα της δυσφημίσεως και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημίσεως απαιτείται : α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό είναι ψευδές και γ) εκείνον που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτική αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφέρεται στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Περαιτέρω, ως αδικήματα που τελούνται δια του τύπου νοούνται τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τον ποινικό κώδικα ή από τους ειδικούς ποινικούς νόμους, όταν τελούνται με κατάχρηση του τύπου ως μέσον για την εκδήλωσή τους. Επί συκοφαντικής δυσφημίσεως δια τον τύπον, όταν πρόκειται για εφημερίδα ή περιοδικό, μεταξύ άλλων τιμωρείται ο συγγραφές του δημοσιεύματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογία είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα αλλά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 2777/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι το άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση του αποδεικτικών μέσων, (αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων και πρακτικών της πρωτόδικης αποφάσεως, καταθέσεων στο ακροατήριο, ανωμοτί του πολιτικώς ενάγοντος και ενόρκως των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, απολογίας του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένης), στο αιτιολογικό του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακολούθα πραγματικά περιστατικά.: "Ο εγκαλών Ψ διετέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από 23-1-2006 έως τον·Ιούνιο του 2006 (ήτοι επί έξι μήνες) Πρόεδρος του ιδρυθέντος από το έτος 1926 σωματείου με την επωνυμία "ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΠΑΠΑΦΕΙΟΥ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - Ο ΜΕΛΙΤΕΥΣ". Στο σωματείο αυτό, που σαν σκοπό έχει μεταξύ άλλων τη συγκέντρωση των ατόμων που αποφοίτησαν από το Παπάφειο Ορφανοτροφείο και τη δημιουργία ισχυρών και ηθικών χαρακτήρων με τη χρήση της γυμναστικής και της μορφωτικής εκπαίδευσης, μέλη μπορούν να εγγραφούν, όχι μόνο οι απόφοιτοι του ανωτέρω Ορφανοτροφείου, αλλά και όσοι είναι λάτρεις του έργου του Παπαφείου και εμπνέονται από τις υγιείς αρχές περί σωματικής αγωγής (βλ. άρθρο 4° του από 24-9-2001 και κατά σειρά 6 τροποποιητικού καταστατικού). Λόγω λήξεως της θητείας του Δ.Σ του σωματείου, που κατά το ισχύον καταστατικό ορίζεται διετής (άρθρο 8° αριθμός 5 του ανωτέρω καταστατικού), διενεργήθησαν τον Ιούνιο του 2006 αρχαιρεσίες κατά τις οποίες, ο μεν εγκαλών, αν και εξελέγη με περισσότερες ψήφους σε σχέση με τους άλλους συνυποψήφιους του, κατέλαβε τη θέση του απλού Συμβούλου στο Δ.Σ. του σωματείου, ο δε κατηγορούμενος Χ κατέλαβε τη θέση του Προέδρου του Δ.Σ. Το ανωτέρω σωματείο εκδίδει κάθε δύο μήνες μία εφημερίδα με την επωνυμία "ΜΕΛΙΤΕΥΣ", στο οποίο περιλαμβάνονται άρθρα και ειδήσεις που αφορούν το σωματείο και η οποία, άλλες φορές αποστέλλεται ταχυδρομικά στα μέλη του, ενώ άλλες διανέμεται σε αυτά σε διάφορες εκδηλώσεις και δραστηριότητες του σωματείου. Σε μία τέτοια εκδήλωση, που διενεργήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 19.1.2007 στα πλαίσια του καθιερωμένου πρωτοχρονιάτικου χορού, διανεμήθηκε στα μέλη του σωματείου το υπ' αριθμ. 25 φύλλο της ως άνω εφημερίδας των μηνών Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του 2006, εντός του οποίου υπήρχε καταχωρημένο άρθρο του κατηγορουμένου υπό την ιδιότητα του Προέδρου του συλλόγου, που έφερε τον τίτλο "Τα μεγάλα λάθη". Στο άρθρο αυτό, που αναγνώστηκε και προφορικά από τον κατηγορούμενο εις επήκοον όλων των παρευρισκομένων στην εκδήλωση, ο τελευταίος ισχυρίστηκε για τον εγκαλούντα μεταξύ άλλων και τα εξής : 1) Ότι κατάργησε παράνομα τη νόμιμη διοίκηση του σωματείου το 2006 επί προεδρίας του πατρός ΑΑ, εκτελώντας στη συνέχεια παράνομα καθήκοντα Προέδρου, 2) ότι τον Ιούλιο του 2006 ο εγκαλών Ψ και η ομάδα του πραγματοποίησαν με τέτοιο τρόπο αναγκαστικές εκλογές, ώστε παρατηρήθηκε το φαινόμενο να εκλεγούν στο Δ.Σ. άσχετα με το Παπάφειο μέλη, τα οποία δεν είχαν αποφοιτήσει καν από το ίδρυμα, 3) ότι ο εγκαλών ήθελε με κάθε τρόπο την προεδρία του σωματείου, προκειμένου να διευθύνει με την ομάδα του το σύλλογο, με αποτέλεσμα να κατορθώσει να διχάσει τα μέλη, να τα παραπέμπει στα δικαστήρια για την προσφορά τους στο σύλλογο, συνεχίζοντας το καταστροφικό του έργο, 4) ότι από τον Ιανουάριο του 2006 και μετά δεν εξέδίδαν την εφημερίδα, ούτε φρόντισαν να ανανεώσουν την, άδεια έκδοσης και δωρεάν διανομής της στα μέλη από το Υπουργείου Τύπου με αποτέλεσμα από τα ανωτέρω λάθη να δημιουργηθεί χρέος ανερχόμενο στο ποσό 3.800 Ευρώ από χρέη της εφημερίδας και 5) ότι υπάρχουν άλλες πολλές ατασθαλίες που σχετίζονται με την εφορία, με την γραμματεία και με τους οφειλέτες. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όλα τα ανωτέρω, τα οποία ισχυρίστηκε και διέδωσε ο κατηγορούμενος σε βάρος του εγκαλούντος ενώπιον όλων των παρευρισκομένων στην εκδήλωση μελών του σωματείου και των οποίων έλαβαν γνώση ενδεχομένως και άλλα μέλη κατόπιν αναγνώσεως του συγκεκριμένου φύλλου της εφημερίδας, είναι εν γνώσει του ψευδή, θίγουν δε και βλάπτουν την τιμή και την υπόληψη αυτού ως ευυπόληπτου πολίτη και ως πρώην Προέδρου του σωματείου "Ο ΜΕΛΙΤΕΥΣ". Ειδικότερα αποδείχθηκε, ότι ο εγκαλών Ψ, που μέχρι τον Ιανουάριο του 2006 κατείχε τη θέση του Αντιπροέδρου στην από τον Ιούνιο του 2004 εκλεγείσα Διοίκηση, δεν κατάργησε παράνομα αυτήν (διοίκηση), αλλά εξελέγη στη θέση του Προέδρου κατόπιν νομίμου ψηφοφορίας μεταξύ των ευρισκομένων σε πλήρη απαρτία μελών του Δ.Σ. (παρίσταντο 9 από τα 15 μέλη του Δ.Σ.), επειδή ο μέχρι τότε Πρόεδρος αρχιμανδρίτης ΑΑ απουσίαζε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών από τις συνεδριάσεις του συλλόγου κα γενικότερα από τα καθήκοντα του, θεωρηθέντος ότι δια της ανωτέρω απουσίας μπορούσε πλέον να τύχει εφαρμογής η με αριθμό 6 διάταξη του άρθρου 8 του καταστατικού που προέβλεπε ότι "αν ένα μέλος του Δ.Σ. απουσιάζει αδικαιολόγητα σε τρεις συνεχείς συνεδριάσεις εκπίπτει αυτοδίκαια από το αξίωμα του μέλους και αντικαθίσταται από τον πρώτο στη σειρά αναπληρωματικό σύμβουλο" (βλ. απόσπασμα πρακτικού της συνεδρίασης της 23ης-1-2006). Επιπλέον, η με πρωτοβουλία του εγκαλούντος διεξαγωγή νέων αρχαιρεσιών τον Ιούνιο του 2006 ήταν απολύτως νόμιμη, καθόσον κατά την προαναφερόμενη ημερομηνία έληγε η διετής θητεία του προηγούμενου Δ.Σ, ενώ η εκλογή συμβούλων που δεν ήταν απόφοιτοι του Παπαφείου, επιτρεπόταν χωρίς κανένα περιορισμό από το άρθρο 4 του ισχύοντος καταστατικού, γεγονός που ο κατηγορούμενος γνώριζε. Περαιτέρω η διεκδίκηση της θέσης του Προέδρου εκ μέρους του εγκαλούντος αποτελούσε νόμιμο δικαίωμα του, η επίκληση δε εκ μέρους του κατηγορουμένου της ύπαρξης "ομάδος" που θέλει υπό την ηγεσία του εγκαλούντος να διευθύνει το σωματείο, που διχάζει τα μέλη και που επιτελεί καταστροφικό έργο για το σωματείο, αποτελεί ισχυρισμούς αόριστους και παντελώς αναπόδεικτους, οι οποίοι θίγουν και προσβάλουν τον εγκαλούντα, ενόψει μάλιστα και της επί σειρά ετών ενεργούς συμμετοχής του στη Διοίκηση του σωματείου. Ο ισχυρισμός, περαιτέρω, ότι ο εγκαλών παραπέμπει στα δικαστήρια μέλη "για την προσφορά τους στο σύλλογο" είναι επίσης ψευδής και δυσφημιστικός, αφού η άσκηση της με αριθμό καταθέσεως 25964/6-6-2006 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του μέχρι τότε Προέδρου του Δ.Σ. ΑΑ και του α αντιπροέδρου ΒΒ έγινε από το Σωματείο και όχι από τον εγκαλούντα προσωπικά, σκοπό δε είχε κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο, όχι να κατηγορήσει τους καθών για τη μέχρι τότε προσφορά τους, αλλά να διαφυλάξει τη φήμη και το κύρος του Σωματείου από την άνευ εντολής χρήση της επωνυμίας και του σήματος του πάνω σε βιβλίο, που είχε εκδώσει και διέθετε στο κοινό ο πρώτος των καθών, αίτηση που τελικώς δεν συζητήθηκε, λόγω επίτευξης συμβιβασμού. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι ο εγκαλών από τον Ιανουάριο του 2006 δεν εξέδωσε την εφημερίδα "Μελιτεύς", δεν ανανέωσε την άδεια εκδόσεως και δωρεάν διανομής της και δημιούργησε με τα λάθη του χρέος 3.800 ευρώ κρίνεται επίσης αναληθής, αφού, όπως αποδεικνύεται, αυτός εξέδωσε ένα τουλάχιστον φύλλο της ενδίκου εφημερίδας (το υπ' αριθμ. 22 φύλλο των μηνών Μαρτίου - Απριλίου 2006), ενώ η δημιουργία χρέους 3.800 ευρώ από τη μη καταβολή των ταχυδρομικών τελών της διανομής της (εφημερίδας), πέραν του ότι δεν αποδεικνύεται με την προσκόμιση σχετικής βεβαιώσεως του ταχυδρομείου, είναι αδύνατον να αποδοθεί στον εγκαλούντα, αφού στην ιδιαίτερα σύντομη θητεία του (εξάμηνη) ένα μόνο τεύχος εκτυπώθηκε και διανεμήθηκε στα μέλη του σωματείου, που δεν ξεπερνούν σε αριθμό τα 200. Ο αόριστος τέλος ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί "πολλών ατασθαλιών που σχετίζονται με την εφορία, τη γραμματεία και τους οφειλέτες" κρίνεται ψευδής και προσβλητικός για την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, αφού ούτε τότε, αλλ' ούτε και σήμερα επικαλέστηκε και απέδειξε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ιδιοποίηση χρημάτων του σωματείου εκ μέρους του εγκαλούντος. Η κοινοποίηση της από 5-12-2007 εξωδίκου προσκλήσεως του δανειστή ΔΔ δια της οποίας αιτείται την καταβολή ποσού 3.245 ευρώ για αθλητικά είδη, που πούλησε στο σωματείο κατά το χρονικό διάστημα από τα τέλη καλοκαιριού του έτους 2005 και έως τον Απρίλιο του 2006, δεν αποδεικνύει την τέλεση κάποιας "ατασθαλίας" από τον εγκαλούντα, ενώ η άρνηση της εφορίας να χορηγήσει στο σωματείο πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας λόγω της επί σειρά ετών μη κατάθεσης φορολογικής δηλώσεως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποδοθεί σε σφάλμα του τελευταίου. Τέλος, εάν πράγματι υπήρχε οικονομική διαφορά ποσού 1600 περίπου ευρώ κατά την παράδοση του ταμείου του σωματείου από τον εγκαλούντα και τον τότε ταμία ΓΓ προς τον κατηγορούμενο, όφειλε ο τελευταίος να επικαλεστεί συγκεκριμένα στοιχεία και να ασκήσει σχετική αγωγή, κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει πράξει, και όχι να κάνει λόγο αορίστως για "πλήθος ατασθαλιών", έκφραση που από μόνη της ενέχει απαξία, καθόσον παραπέμπει σε παράνομες και αδιαφανείς ενέργειες και πράξεις. Ενόψει όλων αυτών, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, όπως κατηγορείται". Ακολούθως το ίδιο ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο για συκοφαντική δυσφήμηση και επέβαλε σ' αυτόν ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και του νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 27 παρ. 1 και 363 σε συνδυασμό με το άρθρο 362 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα παρατίθενται στην απόφαση τα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή και συκοφαντικά και ποία είναι τα αληθή, αιτιολογεί δε το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα τον άμεσο δόλο του κατηγορουμένου, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας του κατηγορουμένου για την αναλήθεια των άνω γεγονότων, τα οποία είναι γεγονότα και όχι αξιολογικές κρίσεις και τα διέδωσε ενώπιον τρίτων με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ως ατόμου και ως πρώην Προέδρου του "ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΠΑΠΑΦΕΙΟΥ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - Ο ΜΕΛΙΤΕΥΣ". Περαιτέρω η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν δέχθηκε την εφαρμογή του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ' του ΠΚ, δηλονότι τα όσα έγραψε στην εφημερίδα "ΜΕΛΙΤΕΥΣ" που εκδίδει το Σωματείο "ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΠΑΠΑΦΕΙΟΥ ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ - Ο ΜΕΛΙΤΕΥΣ" και κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη στις 19-1-2007, που αφορούν τον εγκαλούντα Ψ, τα έγραψε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για ενημέρωση των μελών του εν λόγω σωματείου, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον η ως άνω διάταξη δεν εφαρμόζεται και ορθά δεν εφαρμόσθηκε από το Δικαστήριο της ουσίας, αφού οι κρίσεις του για δήθεν παράνομες ενέργειες του εγκαλούντος σε βάρος του παροαναφερομένου σωματείου περιείχαν τα ουσιαστικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης (για την οποία κηρύχθηκε άλλωστε ένοχος και όχι της απλής δυσφήμησης), σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου του ΠΚ.
Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεως και των πραγματικών περιστατικών.
Περαιτέρω με τον τρίτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως ης κρινόμενης αιτήσεως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας υπερέβη θετικά την εξουσία του κρίνοντας επί ζητήματος που άπτεται των πολιτικών δικαστηρίων και γι' αυτό ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η ΚΠΔ. Τούτο όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθόσον όμως προκύπτει από το σκεπτικό της ως άνω αποφάσεως και ειδικότερα στο τέλος αυτού γίνεται αναφορά πως ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να επιλύσει την οικονομική διαφορά με τον εγκαλούντα και τον τότε ταμία ΓΓ κατά την παράδοση του ταμείου του ως άνω σωματείου από τους τελευταίους προς αυτόν χωρίς να την επιλύει το ίδιο, ενώ κάνοντας λόγο ο αναιρεσείων αορίστως για "πλήθος ατασθαλιών", τελώντας σε γνώση του ψεύδους του ως προς το ζήτημα αυτό, μπορούσε δε με τη διάδοσή του σε τρίτους να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος Ψ. Γι' αυτό και ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό ης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 20 Ιουλίου 2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2779/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Μαρτίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή