Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Κλοπή.
Περίληψη:
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως για κλοπή και πλαστογραφία (νόθευση) με την επίκληση των λόγων α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και γ) της υπερβάσεως εξουσίας. Επάρκεια αιτιολογίας και ορθή ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Δεν υπάρχει υπέρβαση εξουσίας από το γεγονός ότι στο αιτιολογικό γίνεται δεκτό ότι αφαίρεσε τρεις επιταγές, ενώ στο διατακτικό τελικά κηρύχθηκε ένοχος για την κλοπή μιας επιταγής. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1793/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Τσίπρα, περί αναιρέσεως της 4705/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Παπανδρικόπουλο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1723/2008.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ.1 του Π.Κ, όποιος αφαιρεί ξένο(ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω (υπερχειλής δόλος), σκοπός του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στ Δ' του ίδιου Κώδικα, υπάρχει όταν προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, περιέχονται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη, η οποία εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω, η απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξάρτητα του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αιτήσεως, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 47053/2008 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και την εξέδωσε, απέρριψε προηγουμένως, ως αβάσιμο το αίτημα για αναβολή, κατά το άρθρο 59 του Κ.Π.Δ, που υπέβαλε ο συνήγορος της εκπροσωπηθείσας απ' αυτόν κατηγορουμένης. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, δεν εμφανίσθηκε η αναιρεσείουσα, αλλά εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο τελευταίος, ζήτησε την αναβολή της δίκης, προβάλλοντας κατά λέξη τα ακόλουθα: " ο συνήγορος της κατηγορουμένης, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο ζήτησε να αναβληθεί η δίκη καθόσον στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο θα δικαστούν 3 επιταγές μαζί και η επιταγή που αφορά τη σημερινή υπόθεση και έτσι θα κριθεί συνολικά η υπόθεση". Το Δικαστήριο, ακολούθως, απέρριψε, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, το αίτημα αναβολής της δίκης, ως ουσιαστικά αβάσιμο με την εξής αιτιολογία: "Το αίτημα αναβολής της δίκης πρέπει να απορριφθεί γιατί υπάρχει επικείμενος κίνδυνος (χρόνος τέλεσης του αδικήματος Ιούλιος 2002) και η χορήγηση της αναβολής μέχρι να εκδοθεί απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, δεν συμβάλλει στην καλύτερη ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης". Έτσι, όμως, που υποβλήθηκε το σχετικό αίτημα αναβολής, προεχόντως είναι απορριπτέο ως αόριστο. Τούτο γιατί, δεν προσδιορίζονταν τα στοιχεία των άλλων δυο επιταγών, ή αν οι δυο αυτές επιταγές αυτές ήσαν μεταξύ εκείνων, για τις οποίες η κατηγορουμένη είχε κατηγορηθεί και πολύ περισσότερο, εάν είχε προσδιοριστεί η εκδίκαση της υπόθεσης για τις λοιπές επιταγές και για την οποία υπέβαλε το πιο πάνω αίτημα, και τέλος σε ποιο συγκεκριμένο δικαστήριο και σε ποιά συγκεκριμένη δικάσιμο, είχε προσδιοριστεί η εκδίκασή τους. Το Δικαστήριο δε της ουσίας, ορθώς απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό αίτημα, ως εκ περισσού δε διέλαβε στην ως άνω παρεμπίπτουσα απόφασή του, αιτιολογία, αφού, όπως διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα, δεν υποβλήθηκε κατά τρόπο παραδεκτό, που να δικαιολογεί την αναβολή της συζητήσεως της υποθέσεως. Περαιτέρω, όσον αφορά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, σε σχέση με την κήρυξη ως ενόχου της αναιρεσείουσας, για τις πράξεις της κλοπής και της πλαστογραφίας, αυτό δέχθηκε ότι από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως και την εξέταση χωρίς όρκο της πολιτικώς ενάγουσας, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η μηνύτρια Ψ1, διατηρώντας κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων στο ..., γνωρίσθηκε με την κατηγορουμένη και ανέπτυξαν μεταξύ τους φιλικές σχέσεις, η δε κατηγορουμένη την επισκεπτόταν τακτικά στο κατάστημά της. Αρχές Ιουλίου 2002 η κατηγορουμένη εκμεταλλευόμενη την ολιγόλεπτη απουσία της από το κατάστημά της αφαίρεσε από το συρτάρι 3 επιταγές (υπογεγραμμένες και σφραγισμένες από την μηνύτρια, λευκές δε κατά τα λοιπά στοιχεία, οι οποίες προορίζονταν για την εξόφληση των προμηθειών της. Μεταξύ των επιταγών αυτών περιλαμβάνεται και η υπ' αριθμ. ... επιταγή της ALPHA BANK, την οποία η κατηγορουμένη ακολούθως στις 6/6/2003 ενόθευσε θέτοντας ημερομηνία έκδοσης "30/5/2003", ποσό "45.000 ευρώ" μετά τη φράση σε διαταγή το ονοματεπώνυμό της ("Χ1, και στη συνέχεια τη μεταβίβασε σε τρίτο πρόσωπο με σκοπό να το παραπλανήσει ότι η επιταγή ήταν γνήσια. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από την κατάθεση χωρίς όρκο της παθούσας, την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος ... και τα αναγνωστέα έγγραφα, ιδίως δε από το από... ιδιωτικό συμφωνητικό στο οποίο η κατηγορουμένη δηλώνει προς την παθούσα ότι αναλαμβάνει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις προς τρίτους από τις εκδοθείσες επιταγές της μηνύτριας και τις οποίες είναι κομίστρια εξ οπισθογραφήσεως η κατηγορουμένη. Το γεγονός εξάλλου ότι η παθούσα πιεζομένη από τους τελευταίους κομιστές των άλλων, εκτός της επίδικης επιταγής, επιταγών και για να αποφύγει ως έμπορος τις δυσμενείς συνέπειες της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών (καταχώρηση σε "ΤΕΙΡΕΣΙΑ", εξόφλησε τις επιταγές αυτές, δεν ασκεί καμία επιρροή και δεν απαλλάσσει την κατηγορουμένη από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχη των πράξεων της κλοπής και πλαστογραφίας μετά χρήσεως της προαναφερόμενης επιταγής. Εξάλλου πρέπει το (επανυποκληθέν) αίτημα αναβολής να απορριφθεί για τους ήδη αναφερθέντες λόγους".
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε την κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα, ένοχο των πράξεων της κλοπής και της πλαστογραφίας, και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ (18) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 5 ευρώ την ημέρα. Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορουμένη, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1, 27 παρ.1 εδ. α και 2, 216 παρ.1 και 372 παρ.1 του ΠΚ. Την κρίση του δε αυτή το Δικαστήριο της ουσίας, στήριξε στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, μεταξύ των οποίων και της από 5-10-2006 κατάθεσης της μάρτυρος ..., η οποία αναγνώσθηκε,, ως έγγραφο από τον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων, χωρίς να κάνει οποιαδήποτε επιλεκτική χρήση αυτών. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του Δικαστηρίου περί του ότι η κατηγορουμένη με πρόθεση, αφαίρεσε από την κατοχή της εγκαλούσας ξένο στο σύνολο κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα και συγκεκριμένα την υπ' αριθμό ... επιταγή της alpha bank. Αιτιολογείται ακόμη, η παραδοχή σύμφωνα με την οποία την ως άνω τραπεζική επιταγή η κατηγορουμένη, χωρίς οποιαδήποτε έγκριση ή συναίνεση της εγκαλούσας νόθευσε στις 6-6-2003, συμπληρώνοντας αυθαίρετα τόσο την ημερομηνία έκδοσης, και θέτοντας ως χρονολογία εκδόσεως αυτήν την 30-5-2003, όσο και το ποσό των 45.000 ευρώ, επιπρόσθετα δε έθεσε επί του σώματος της επιταγής τη φράση "σε διαταγή" με την προσθήκη του ονόματος και του επώνυμου της.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ, πρώτος, και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, κατά το μέρος δε που με τον πρώτο πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η περί την εκτίμηση των ως άνω αποδείξεων περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, με τον τρίτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενη στο γεγονός ότι υφίσταται αντίφαση μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού και ειδικότερα ότι, ενώ στο αιτιολογικό γίνεται δεκτό ότι αφαίρεσε με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, τα σώματα τριών (3) τραπεζικών επιταγών, στο διατακτικό αυτή κηρύχθηκε ένοχος για την αφαίρεση μιας επιταγής και συγκεκριμένα της υπ' αριθμό ... τραπεζικής επιταγής. Η ως άνω αιτίαση, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον η μνεία της κλοπής και άλλων δυο επιταγών, εκτός από την ένδικη υπ' αριθμό...της ALPHA BANK, στο σκεπτικό γίνεται ιστορικώς, τόσο δε στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό διευκρινίζεται ότι η αναιρεσείουσα κηρύσσεται ένοχη μόνο για την τελευταία αυτή επιταγή. Οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα α) ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε, δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ο πληρεξούσιος συνήγορός της, που την εκπροσώπησε, και β) ότι δεν έλαβε υπόψη του το από 9-6-2003 έγγραφο από το βιβλίο συμβάντων του Α' Α.Τ ..., καθώς και τη από 28-5-2003 δήλωση της εγκαλούσας Ψ1, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Τούτο γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά τα οποία και αναγνώσθηκαν, λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο που την εξέδωσε, προκειμένου να στηρίξει την κρίση του περί της ενοχής της, χωρίς να είναι αναγκαία η ειδική μνεία και αναφορά χωριστά σε κάθε ένα αποδεικτικό στοιχείο. Μετά από αυτά, και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 Κ.Π.Δ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δικ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22 Σεπτεμβρίου 2008 αίτηση της Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμό 4705/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου(Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ, και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας από πεντακόσια(500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Σεπτεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ