Θέμα
Αναιρέσεως απόρριψη, Συνεκδίκαση, Απιστία στην υπηρεσία.
Περίληψη:
Συνεκδίκαση δύο αιτήσεων αναιρέσεως. Απιστία στην υπηρεσία με
ιδιαίτερα τεχνάσματα, από την οποία η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα
μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 30.000 ευρώ. Λόγοι έλλειψη ειδικής και
εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή
ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε'). Αβάσιμοι οι
λόγοι. Απορρίπτει και τις δύο αιτήσεις αναιρέσεως. Επιβάλλει έξοδα στον κάθε
αναιρεσείοντα. Καταδικάζει τον κάθε αναιρεσείοντα στη μειωμένη δικαστική
δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου που παραστάθηκε.
Αριθμός 1498/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Απριλίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Ξ. Ε. του Κ., κατοίκου ... και 2. Γ. Σ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1137/2016 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Mε πολιτικώς ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε από την Σοφία Μπίκου, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 25 Ιανουαρίου 2017 και 2 Φεβρουαρίου 2017 αιτήσεις αναίρεσης, των πρώτου και δεύτερης αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων και την πληρεξούσια πάρεδρο του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προσκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση η από 25 Ιανουαρίου 2017 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ε. Ξ. του Κ., για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό ...-1-2017 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης και η από 2 Φεβρουαρίου 2017 δηλωση - αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Σ. Γ. του Ι., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2017, για αναίρεση της 1137/2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκαν αμφότεροι ένοχοι κατ' εξακολούθηση απιστίας σχετικής με την υπηρεσία, που τελέστηκε με ιδιαίτερα τεχνάσματα και από την οποία η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 30.000 ευρώ, αναγνωρίστηκε σε αμφότερους η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α'του Π.Κ., επιβλήθηκε στον καθένα απ' αυτούς φυλάκιση τεσσάρων (4) ετών, η εκτέλεση της οποία ανεστάλη επί τριετία και υπό τους όρους της επιμέλειας και επιτήρησής του από επιμελητή κοινωνικής αρωγής και της εμφανίσεώς του κατά το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα της κατοικίας του για τον πρώτο αναιρεσείοντα και η οποία μετατράπηκε σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως για την δεύτερη αναιρεσείουσα, οι οποίες αναιρέσεις πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας.
Με τη διάταξη του άρθρου 256 του Π.Κ., όπως αυτή ίσχυε πριν την ισχύ του Ν. 2721/1999, οριζόταν ότι "υπάλληλος, που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δημόσια, τη δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών γ) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Ήδη με τη ίδια διάταξη του άρθρου 256 του Π.Κ., όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 14 παρ. 5α' του Ν. 2721/1999, την τροποποίησή της με το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 3904/2010 και την αναπροσαρμογή των ποσών της με το άρθρο 25 παρ. 1η'και 2β' του Ν. 4055/2012, ορίζεται ότι "υπάλληλος, που κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση φόρων, δασμών, τελών ή άλλων φορολογημάτων ή οποιωνδήποτε εσόδων ελαττώνει εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, τη δημόσια, τη δημοτική ή την κοινοτική περιουσία, της οποίας η διαχείριση του είναι εμπιστευμένη, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν η ελάττωση είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: αα) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή ββ) το αντικείμενο της πράξης έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ". Η διάταξη της περ. γ' του ως άνω άρθρου 256 του Π.Κ., μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 5α' του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ Α 112/3.6.1999), δηλαδή όπως ισχύει σήμερα, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, από την αντίστοιχη προηγούμενη, όπως αυτή ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 5α' του Ν. 2721/1999, αφού για τον κακουργηματικό χαρακτήρα του εγκλήματος αυτού απαιτείτο κατ' εκείνη μόνο το να μεταχειρίστηκε ο υπαίτιος ιδιαίτερα τεχνάσματα και δεν προβλέπονταν ποσοτικά όρια, ενώ με τη νέα διάταξη απαιτείται επιπροσθέτως και το στοιχείο της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας του αντικειμένου της πράξεως, που πρέπει να είναι "συνολικά" ανώτερη των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ και ήδη των 30.000 ευρώ, η έλλειψη του οποίου καθιστά την πράξη αυτή πλημμέλημα. Επομένως η διάταξη αυτή εφαρμόζεται κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τις πράξεις που έχουν τελεσθεί πριν από την τροποποίηση της με τον άνω νόμο 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, και δεν έχουν αμετακλήτως εκδικασθεί. Σε περίπτωση, όμως, απιστίας σχετικής με την υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα, που έχει τελεσθεί πριν την αντικατάσταση της περ. γ' του άρθρου 256 με το άρθρο 14 παρ. 5 α' του Ν. 2721/1999, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 98 του Π.Κ., όπως αυτή ίσχυε πριν από την προσθήκη στην ίδια δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999, ώστε να υπολογισθεί η αξία του αντικειμένου της πράξεως με βάση το αντικείμενο κάθε μιας από τις μερικότερες πράξεις, γιατί τότε δεν εφαρμόζεται αυτούσιος ο νέος νόμος (άρθρα 14 παρ. 5α' Ν. 2721/1999), που επέφερε την αντικατάσταση της διατάξεως του άρθρου 256 περ. γ' του Π.Κ. και αξιώνει "συνολική" αξία, αλλά διασπάται και εφαρμόζεται μόνο κατά το μέρος που ευνοεί τον κατηγορούμενο με την ύπαρξη ορισμένης αξίας. Τέτοια όμως διάσπαση, είναι ανεπίτρεπτη, αφού ο ευμενέστερος νόμος εφαρμόζεται όπως ισχύει στο σύνολό του και δεν διασπάται σε ευμενέστερες και μη για τον κατηγορούμενο διατάξεις, από τις οποίες εφαρμόζονται μόνο οι πρώτες, γιατί με την ανεπίτρεπτη αυτή διάσπαση, αφού ο νόμος εφαρμόζεται όπως ισχύει στο σύνολό του, καταρτίζεται από το δικαστήριο ίδιος νόμος κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων (άρθρ. 26, 73 επ. Συντ.) περί διακρίσεως των λειτουργιών, αφού ο μεν παλαιός νόμος δεν προέβλεπε ποσοτικά όρια, ο δε νέος νόμος, προβλέπει όρια αλλά με το αθροιστικό σύστημα (πρβλ. Ολομ. Α.Π. 5/2008). Με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 256 του Π.Κ. προβλέπεται το έγκλημα της απιστίας της σχετικής με την υπηρεσία, το οποίο, λόγω της ιδιότητας του υποκειμένου του ως υπαλλήλου μόνον κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' και 263Α του Π.Κ., ανάγεται σε ιδιαίτερο έγκλημα (delictum proprium) και σκοπό έχει την προστασία της χρηστής διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και γενικά της δημόσιας κ.λπ. περιουσίας, τουτέστιν αποτελεί ιδιαίτερο έγκλημα κατά της υπηρεσιακής χρηστότητας (Ολομ. Α.Π. 2/2009). Από τη γραμματική διατύπωση της ως άνω διάταξης του άρθρου 256 του Π.Κ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας περί την υπηρεσία απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς μεν, (συντρέχοντα αθροιστικώς) ελάττωση της δημόσιας κ.λπ. περιουσίας, η διαχείριση της οποίας είναι εμπιστευμένη στον υπάλληλο, η ελάττωση να λαμβάνει χώρα κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή κατά τη διαχείριση των φόρων, των δασμών, των τελών ή άλλων φορολογημάτων ή των οιωνδήποτε εσόδων, ελάττωση η οποία μπορεί να γίνει με θετική πράξη ή παράλειψη από οφειλόμενη ενέργεια (άρθρο 5 Π.Κ.), υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος του υπαλλήλου (εν γνώσει, άρθρ. 27 Π.Κ.), που συνίσταται στη θέλησή του να ελαττώσει τη δημόσια κ.λπ. περιουσία και τη γνώση του, ότι με την πράξη ή την παράλειψή του επέρχεται η ελάττωση, ως και σκοπός του να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), ανεξαρτήτως της πραγματοποιήσεώς του. Από την ίδια διάταξη, προκύπτει ακόμη, ότι από τις τρεις αναφερόμενες σ' αυτήν δραστηριότητες του υπαλλήλου προηγείται ο προσδιορισμός, έπεται η είσπραξη και ακολουθεί η διαχείριση των εσόδων, που, αφενός εναρμονίζονται μεταξύ τους και αφετέρου συνδέονται κατά χρονική ακολουθία. Έτσι, είναι προφανές, ότι ο "προσδιορισμός" και η "είσπραξη" των εσόδων αναφέρονται στην εισροή αυτών στα δημόσια ταμεία, οπότε από το χρόνο της εισροής τους αποτελούν το "δημόσιο χρήμα" και μέρος της δημόσιας περιουσίας, στην οποία ενσωματώθηκαν, η δε "διαχείρισή" τους, αναφέρεται λογικά στις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που λαμβάνουν χώρα μετά την εισροή των εσόδων στα δημόσια ταμεία και την ταυτόχρονη ενσωμάτωσή τους στη δημόσια περιουσία, η οποία "διαχείριση" διαρκεί εφεξής χρονικά μέχρι την εκπλήρωση του συγκεκριμένου κάθε φορά κρατικού σκοπού. Επομένως, η κατά το άρθρο τούτο "διαχείριση των εσόδων" αναφέρεται και καταλαμβάνει αναγκαίως τις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που έπονται της εισροής των εσόδων, αφού η τελευταία έχει ήδη επιτευχθεί και σκοπό έχει την ικανοποίηση των κρατικών αναγκών με διάθεση ή δαπάνη των εσόδων που επιτεύχθηκαν. Έτσι λοιπόν, ενόψει του ότι ο σκοπός του Κράτους παραμένει στο διηνεκές ο ίδιος (είσπραξη των εσόδων - διάθεσή τους προς ικανοποίηση των αναγκών του) και ενόψει του ότι ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται δια μέσου διαφορετικής κατηγορίας υπαλλήλων, άλλων κατά τον προσδιορισμό, άλλων κατά την είσπραξη και άλλων κατά την διαχείριση και διάθεσή τους, πρέπει να γίνει αναγκαίως δεκτό ότι με τον όρο "διαχείριση των εσόδων", ο νόμος καταλαμβάνει και τις διαχειριστικές πράξεις των υπαλλήλων εκείνων που διενεργούνται προς ολοκλήρωση του τελικού σκοπού του Κράτους, ο οποίος είναι, όπως προεκτέθηκε, η ικανοποίηση των αναγκών του, που επιτυγχάνεται με διάθεση ή δαπάνη των εσόδων του.
Συνεπώς, ο νόμος (256 Π.Κ.) ποινικοποιεί τη συμπεριφορά των υπαλλήλων που προσδιορίζουν τα έσοδα, των υπαλλήλων που εισπράττουν αυτά και των υπαλλήλων που διαχειρίζονται τα ήδη εισπραχθέντα από το Κράτος έσοδα, προς ικανοποίηση των αναγκών του, με νόμιμες διαθέσεις και δαπάνες, όπως εκείνο επιλέγει (Ολομ. Α.Π. 2/2009). Άρα, ο όρος διαχείριση εμπεριέχει αφ' εαυτού την επιμέλεια, τόσο των εισπράξεων, όσο και των πληρωμών. Η ανωτέρω άποψη ενισχύεται και από το ότι θα αποτελούσε νομικό παράδοξο το άρθρο αυτό (256 ΠΚ) να έχει θεσπιστεί μόνο για τους υπαλλήλους που προσδιορίζουν και εισπράττουν τα έσοδα, όχι όμως και για εκείνους που διαχειρίζονται τα ήδη αποκτηθέντα από το Δημόσιο έσοδα. Επομένως, ο οικονομικός χαρακτήρας του εγκλήματος του άρθρου 256 Π.Κ. καλύπτει όλα τα πρόσωπα, που συμμετέχουν, με λιγότερες ή περισσότερες αρμοδιότητες, στη διαδικασία διαχείρισης των δημόσιων εσόδων, από την απλή αποδοχή (είσπραξη) των εσόδων, τον προσδιορισμό των εσόδων, τον προσδιορισμό των πληρωμών από τα δημόσια έσοδα και τις πληρωμές από τα δημόσια έσοδα, μέχρι τη λήψη ουσιαστικότερων αποφάσεων και πρωτοβουλιών, αφού είναι γνωστό, ότι αυτές οι διαδικασίες διεκπεραιώνονται από περισσότερους υπαλλήλους, οι ρόλοι και η συμμετοχή των οποίων δύσκολα διαφοροποιούνται. Υποκείμενα, λοιπόν, του προβλεπόμενου από το ανωτέρω άρθρο 256 του Π.Κ. εγκλήματος, είναι και όσοι υπάλληλοι από υπηρεσιακό καθήκον συμπράττουν με οποιοδήποτε τρόπο στον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση των εσόδων. Τη δημόσια περιουσία είναι δυνατό να ελαττώνει και εκείνος ο υπάλληλος, που, ως ελεγκτής, ελέγχει και εκτιμά κάτι, βάσει δε του ελέγχου αυτού, ο προϊστάμενός του εκδίδει την τελική πράξη προσδιορισμού του φόρου, του δασμού, του ποσού πληρωμής κ.λπ.. Άλλωστε και ο οικονομικός έφορος, που κατά την επιστροφή του Φ.Π.Α. αποδίδει μη δικαιούμενα ποσά ή περισσότερα απ' όσα δικαιούται κάποιος, ζημιώνει τα φορολογικά έσοδα του κράτους χωρίς να κάνει διαχειριστικές πράξεις με την ουσιαστική έννοια του όρου. Δηλαδή, τόσο οι υπάλληλοι που εκτελούν τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές ενέργειες της τελικής πράξης είσπραξης δημοσίων εσόδων ή πληρωμής από δημόσια έσοδα, όσο και οι υπάλληλοι που εκτελούν και πραγματώνουν στη συνέχεια την είσπραξη των δημοσίων εσόδων ή την πληρωμή από τα δημόσια έσοδα, αποτελούν υποκείμενα του εγκλήματος του άρθρου 256 του Π.Κ.. Άλλωστε, η απαιτούμενη από το νόμο χρηστή συμπεριφορά από όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους, τους επιφορτισμένους με τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή τη διαχείριση, ασφαλώς είναι η ίδια, αφού και ο σκοπός του Κράτους παραμένει ο ίδιος και, έτσι, την απαίτησή του αυτή τη θωρακίζει με απειλή της ίδιας ποινής για όλους, αφού η παρανομία οποιουδήποτε από τους προαναφερόμενους υπαλλήλους θα καθιστούσε ανέφικτη την επιτέλεση του σκοπού του, προσέτι δε η διαφορετική ποινική μεταχείριση αυτών θα ήταν αντίθετη με την ισονομία των πολιτών, πράγμα το οποίο ο νομοθέτης ασφαλώς και δεν θέλησε. Ως δημόσια περιουσία, κατά την ως άνω διάταξη, νοείται κάθε περιουσιακό στοιχείο του Δημοσίου, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα και το σκοπό που επιτελεί, ενώ η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας πρέπει να λαμβάνει χώρα κατά την υπό του υπαλλήλου διαχείριση αυτής, στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών και διακρίσεων που αναπτύσσει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Ιδιαίτερα δε τεχνάσματα, η συνδρομή των οποίων καθιστά την πράξη της απιστίας στην υπηρεσία κακούργημα, όταν η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας υπερβαίνει συνολικά τα 30.000 ευρώ, θεωρούνται ενέργειες ή παραλείψεις, που τείνουν στην εξαπάτηση της αρχής, όπως ψευδείς εγγραφές σε βιβλία, αλλοιώσεις αριθμών, έκδοση εικονικών εγγράφων κ.λπ., με τις οποίες επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ο έλεγχος ή να προκληθεί σύγχυση στους λογαριασμούς και γενικά ό,τι είναι κατά την κοινή πείρα επιτήδειο να συγκαλύψει την παράνομη ενέργεια του υπαλλήλου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ' αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), πράγμα που όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στο έγκλημα της απιστίας στην υπηρεσία. Ακόμη, η κατά τα άνω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγήσουν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους. Όμως, ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελείς υπό την ανωτέρω έννοια και, ως εκ τούτου, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ' αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 1137/2016 αποφάσεώς του, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση, από την αποδεικτική διαδικασία, που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, οι οποίες περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, από την ανάγνωση των ενσωματωμένων στην εκκαλούμενη υπ' αριθ. 1208/2013 απόφαση Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, πρακτικών, σε συνδυασμό με την απολογία του πρώτου και της δεύτερης των κατηγορουμένων, και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. αρχή της ηθικής απόδειξης, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο ομόφωνα πείσθηκε ότι ο πρώτος και η δεύτερη των κατηγορούμενων έχουν τελέσει την αποδιδόμενη σ' αυτούς με το κατηγορητήριο και αναφερόμενη στο διατακτικό της παρούσας απόφασης πράξη της απιστίας σχετικά με την υπηρεσία κατ' εξακολούθηση με ιδιαίτερα τεχνάσματα, αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, μεγαλύτερης των 73.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου και με προξενηθείσα ζημία μη υπερβαίνουσα όμως τα 150.000 ευρώ, όπως εκτίθενται σ' αυτό η νομοτυπική της μορφή και τα κατ' ιδίαν πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόστασή των και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτής, χωρίς όμως την επιβαρυντική περίσταση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950. Ειδικότερα από την αξιολογική συνεκτίμηση όλων των ως άνω κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Α) Ο πρώτος κατηγορούμενος, Ε. Ξ., στη Θεσσαλονίκη και στους χρόνους που μνημονεύονται στη συνέχεια, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του Π.Κ., κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη και διαχείριση φόρων, ελάττωσε εν γνώσει του, για να ωφεληθεί άλλος, την περιουσία του δημοσίου, της οποίας (περιουσίας) η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη, κατά την τέλεση δε της πράξης του αυτής μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης του είχε συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.367,57 ευρώ και δη ανερχόμενη σε 113.518,45 ευρώ. Ειδικότερα, στις 28.9.1998, 25.11.1998 και 22.12.1998, ενώ ήταν υπάλληλος της ... και, συγκεκριμένα, υπάλληλος του τμήματος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της εν λόγω Δ.Ο.Υ., αυτός χρησιμοποίησε τη θέση του και τις αρμοδιότητες που αυτή του παρείχε για να επιτύχει, στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στη συνέχεια, την επιστροφή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, συνολικού ποσού άνω των 73,367,57 ευρώ και δη ανερχόμενου σε 113.518,45 ευρώ, σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά το ως άνω ποσό και βλάπτοντας αντίστοιχα το ελληνικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, ο Ι. Μ. του Α., μετά από απόφαση που προκάλεσαν σ' αυτόν οι Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ. να ασκήσει κατά τα φαινόμενα μόνο και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα, μέσω επιχείρησης εμπορίας ρούχων, προκειμένου στη συνέχεια, με την υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., στις οποίες θα εμφανίζονταν ανύπαρκτες συναλλαγές, να λάβει παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., προέβη στις 23.9.1997 σε αγορά από τον Σ. Β. του Λ. της εδρεύουσας τότε στην ... μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "....", με αντικείμενο εργασιών την "κατασκευή - εμπορία ενδυμάτων, υφασμάτων, εκμετάλλευση βαφείων, φινιριστηρίων", η οποία με τη μεταβίβαση της σ' αυτόν μετονομάσθηκε σε "... ΕΠΕ", και μετέφερε την έδρα της στην οδό ... στο ..., αρμοδιότητας .... Στη συνέχεια, και παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση του ήταν εικονική και ουδέποτε ανέπτυξε δραστηριότητα, υπέβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα ψευδείς - εικονικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. και εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., στις οποίες περιλάμβανε ενδοκοινοτικές παραδόσεις που δήθεν πραγματοποίησε η επιχείρηση του προς την Ολλανδική επιχείρηση με την επωνυμία "...", οι οποίες ουδέποτε έγιναν, εκδίδοντας για το λόγο αυτό εικονικά τιμολόγια και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να λάβει, κατά το χρονικό διάστημα από 7.11.1997 μέχρι 22.12.1998, για πραγματοποιηθείσες δήθεν ενδοκοινοτικές παραδόσεις του από τον Απρίλιο μήνα του 1997 μέχρι 30.11.1998 χρονικού διαστήματος, παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 186.337.870 δραχμών ή 546.846,27 ευρώ. Αυτός δε, που είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους προαναφερθέντες, Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ., γνώριζε ότι οι αιτήσεις Επιστροφής Φ.Π.Α., που αφορούσαν τις κατωτέρω αναγραφόμενες επιστροφές, που υπέβαλε η επιχείρηση "..." και τις οποίες είχε παραλάβει η συγκατηγορούμενη του Γ. Γ., αναφέρονταν σε εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα με αυτές ποσά. Κατόπιν, επεξεργάστηκε και συνέταξε τις αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α. και τα αντίστοιχα (Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (Επιστροφής) Φόρου), τα οποία υπέγραψε η Προϊσταμένη του Τμήματος Φ.Π.Α. και ο Προϊστάμενος Διευθυντής Δ.Ο.Υ.. Κατά τη διεκπεραίωση δε των αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α., παρέβη συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα, όπως αυτά είχαν τεθεί με υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, με σκοπό να αποφευχθεί ο έλεγχος των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε η επιχείρηση και ο οποίος (έλεγχος) θα αποκάλυπτε την εικονικότητα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ειδικότερα, γνώριζε, ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. παράτυπα, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από την υποβολή των αντιστοίχων περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. και χωρίς δικαιολογητικά, γνώριζε ότι πριν την πρώτη επιστροφή φόρου δεν είχε διενεργηθεί, με εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., προσωρινός έλεγχος από ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΠΟΑ 1078/1991 και του άρθρου 40 Ν. 1642/1986, ώστε να διαπιστωθεί ότι η αιτούσα στοιχειοθετεί το δικαίωμα επιστροφής του Φ.Π.Α., δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. το Βιβλίο Εσόδων - Εξόδων και τα παραστατικά των αγορών και δαπανών που πραγματοποίησε, ώστε να καταστούν γνωστοί οι προμηθευτές της επιχείρησης του, δεν απέστειλε δελτία πληροφοριών στις Δ.Ο.Υ. των προμηθευτών, προκειμένου να διασταυρωθεί και να διαπιστωθεί αν οι αγορές είναι πραγματικές και, το βασικότερο, αν καταβλήθηκε ο αναλογούν Φ.Π.Α., ώστε να υπάρξει δικαίωμα επιστροφής. Ακόμη, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. παραστατικά αγοράς και διακίνησης των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και θεωρημένες φορτωτικές για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΑ 1144/1992 και 1262/1993, και χωρίς την προσκόμιση φορτωτικών για την αεροπορική μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό διενήργησε επιστροφή, και τούτο παρά το ότι στα τιμολόγια πώλησης της ... υπήρχε η ένδειξη της αερομεταφοράς τους με τη μεταφορική εταιρία ..., δεν ζήτησε από το σύστημα ... να γίνει επαλήθευση εάν ο αγοραστής ήταν εγγεγραμμένος στο ... της χώρας του, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της ΠΟΑ 1262/1993, των ΠΟΑ 1104/1993, 1201/1999, αλλά και της ΠΟΑ 1281/6.11.1998, παραστατικά διαμεσολαβούσας τράπεζας για τις πληρωμές στο εξωτερικό (εμβάσματα πληρωμής Τραπεζών, επιταγές, αποδείξεις είσπραξης κ.λπ.) και για τις δραχμοποιήσεις, δεν εντόπισε σκοπίμως ότι στις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ο κωδικός ..., που αναφέρεται στις δραχμοποιήσεις, δεν είχε συμπληρωθεί, άρα δεν φαινόταν να υπήρχαν συναλλαγματικές διαφορές από τις εμφανιζόμενες ενδοκοινοτικές συναλλαγές -πράγμα απίθανο- και αυτό αποτελεί ουσιώδη λόγο για την άρνηση της επιστροφής (άρθρο 4 ΠΟΑ 1281/1998), δεν εντόπισε σκοπίμως ακόμη ότι στις δηλώσεις αυτές (Φ.Π.Α.), στον κωδικό ..., δεν φαινόταν να υπάρχουν γενικά έξοδα της επιχείρησης (ενοίκιο του μισθίου επαγγελματικού χώρου, ΔΕΗ, ΟΤΕ, μισθοί υπαλλήλων, μεταφορικά έξοδα, κοινόχρηστες δαπάνες κ.λπ.), ή υπήρχαν ελάχιστα τέτοια έξοδα, γεγονός που υποδήλωνε την ανυπαρξία της, όμως αυτή παρουσίαζε τεράστιο τζίρο αμέσως μόλις μετέφερε την έδρα της σε περιοχή αρμοδιότητας .... και ενώ πριν τη μεταβίβαση της στον Ι. Μ. και τη μεταφορά της έδρας της εμφάνιζε μηδενική δραστηριότητα, δεν πρόσεξε σκοπίμως, παρόλο που διενήργησε τις επιστροφές του Φ.Π.Α., ότι σε όλες τις χρονικές περιόδους οι αγορές ήταν περίπου ίσες με τις πωλήσεις -πράγμα και αυτό απίθανο-, δεν υπέδειξε στον Προϊστάμενο του να ελεγχθεί με δεύτερη αυτοψία και με έλεγχο των βιβλίων και παραστατικών της επιχείρησης, αλλά και με όλες τις ελεγκτικές διασταυρώσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 9), 1089/1991 και 1104/1998, καθώς εμφάνιζε, σε μικρό χρονικό διάστημα, τεράστιο όγκο συναλλαγών, παραβίασε τις ημερομηνίες πληρωμής, καθώς οι αιτήσεις επιστροφής του Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί και πρωτοκολληθεί χωρίς την προσκόμιση των απαραιτήτων δικαιολογητικών (περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. κ.λπ.), και από την ίδια ημέρα άρχιζε να μετρά ο χρόνος της επιστροφής, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΟΛ 1112/1995, η ημερομηνία της επιστροφής να μετατίθετο, ανάλογα με το χρόνο προσκόμισης των δικαιολογητικών, απέδωσε Φ.Π.Α. για φορολογικές περιόδους έτους 1998 παρά το ότι η επιχείρηση δεν κατείχε, μετά την 1.11.1998 νόμιμα φορολογικά στοιχεία, δεν τήρησε το Μητρώο δικαιούχων επιστροφής Φ.Π.Α., παρά το ότι τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 8 της ΠΟΛ 1078/1991 και αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, και στο να έχουν τα φορολογικά όργανα μια συνολική εικόνα του ύψους των επιστροφών της επιχείρησης. Μεταχειρίστηκε δε, κατά την τέλεση των πράξεων του αυτών, ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι κρυφές υλικές ενέργειες και μεθόδους μη εμφανώς διακριτές, για τη διευκόλυνση των παρανόμων πράξεων του και τη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση των εποπτευόντων τη ..., που θεωρούσαν τις ενέργειες του ως νόμιμες κατ' αρχήν. Ειδικότερα, για να διευκολύνει τις παράνομες άνω ενέργειες του και να ματαιώσει την αποκάλυψη της δραστηριότητας του από ενδεχόμενο έλεγχο, βασίστηκε δήθεν στο συνταχθέν από τη συγκατηγορούμενη του Γ. Γ., στις 5.11.1997, ενόψει της πρώτης αιτήσεως της επιχείρησης για την επιστροφή του Φ.Π.Α., με την ιδιότητα της ως ελεγκτού, "Σημείωμα ελέγχου" της επιχείρησης, στο οποίο η τελευταία ανέγραφε ψευδώς ότι η επιχείρηση αυτή, που ήταν κατά κύριο λόγο εξαγωγική, δικαιούταν επιστροφής του 90% του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., που αναλογούσε στις πωλήσεις του εξωτερικού, που γνώριζε καλώς ότι δεν είχαν γίνει, ενώ ακόμη και αυτός συνέταξε "Σημειώματα Υπολογισμού Ελέγχου", για τις επιστροφές Φ.Π.Α. των μηνών Αυγούστου 1998, Οκτωβρίου 1998 και Νοεμβρίου 1998, στα οποία βεβαίωνε ψευδώς ότι είχε ελέγξει τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ότι δεν υπήρχαν φορολογικές παραβάσεις και ότι προέκυπτε για τους μήνες αυτούς πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. προς επιστροφή. Έπραξε δε τούτο προκειμένου να εμφανίσει σε ενδεχόμενο μεταγενέστερο έλεγχο ότι είχε δήθεν ενεργήσει νομίμως για τη διασφάλιση των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου, έχοντας πραγματοποιήσει ο ίδιος τον προβλεπόμενο, πριν την κάθε επιστροφή, έλεγχο, που βεβαίως και δεν διενήργησε. Τέλος, η παράβαση από μέρους του όλων των προαναφερθέντων υπηρεσιακών καθηκόντων του, και δη με το πρόσχημα ότι οι περισσότερες από τις ενέργειες στις οποίες όφειλε να είχε προβεί και δεν προέβη δεν προβλέπονται ρητά από τις διατάξεις της ΠΟΛ 1078/1991 (που βεβαίως δεν ήταν η μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη, όπως καλώς γνώριζε), έγινε προς τον αυτό σκοπό, της διευκόλυνσης των παρανόμων άνω ενεργειών του και της ματαίωσης αποκάλυψης τους. Στις ως άνω παραλείψεις και πράξεις προέβη εν γνώσει του και κατόπιν μεθοδεύσεως, επεξεργάσθηκε δε και συνέταξε τις παρακάτω αναφερόμενες αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α., τις οποίες υπέγραψε ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ. Ο. Υ. και η Προϊσταμένη του Φ.Π.Α. και εν συνεχεία συνέταξε τα επίσης πιο κάτω αναφερόμενα ατομικά φύλλα έκπτωσης (ΑΦΕΚ) Φ.Π.Α., τα οποία υπέγραψε ο ίδιος, στο επάνω τμήμα, για τη φορολογική εκκαθάριση, ως συντάξας, καθώς και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ. Ο. Υ, σε εκτέλεση των οποίων η επιχείρηση ... εισέπραξε τα κάτωθι ποσά ως επιστροφή Φ.Π.Α.: 1) στις 28.9.1998 συνέταξε τη με ...1998 απόφαση επιστροφής, Φ. Π. Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Αυγούστου 1998, ύψους 12.255.883 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 2) στις 25.11.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1998, ύψους 13.315.784 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής) και 3) στις 22.12.1998 συνέταξε τη με ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Νοεμβρίου 1998, ύψους 13.109.746 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής). Δηλαδή, κατά τους παραπάνω χρόνους, η επιχείρηση "..." έλαβε από παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., το συνολικό ποσό των 38.681.413 δραχμών ή 113.518,45 ευρώ, κατά το οποίο ελάττωσε εν γνώσει του την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη. Β) Η δεύτερη κατηγορουμένη Σ. Γ. στη Θεσσαλονίκη και στους χρόνους που μνημονεύονται στη συνέχεια με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του Π.Κ., κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη και διαχείριση φόρων, ελάττωσε εν γνώσει της, για να ωφεληθεί άλλος, την περιουσία του δημοσίου, της οποίας (περιουσίας) η διαχείριση της ήταν εμπιστευμένη, κατά την τέλεση δε της πράξης της αυτής μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης της είχε συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.367,57 ευρώ και δη ανερχόμενη σε 144.732,54 ευρώ. Ειδικότερα, στις 27-11-1997, 27-1-1998, 30-3-1998 και 27-5-1998 ενώ ήταν υπάλληλος της ... και, συγκεκριμένα, υπάλληλος του τμήματος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της εν λόγω Δ.Ο.Υ., αυτή χρησιμοποίησε τη θέση της και τις αρμοδιότητες που αυτή της παρείχε για να επιτύχει, στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στη συνέχεια, την επιστροφή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, συνολικού ποσού άνω των 73.367,57 ευρώ και δη ανερχόμενου σε 144.732,54 ευρώ, σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά το ως άνω ποσό και βλάπτοντας αντίστοιχα το ελληνικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, ο Ι. Μ. του Α., μετά από απόφαση που προκάλεσαν σ' αυτόν οι Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ. να ασκήσει κατά τα φαινόμενα μόνο και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα, μέσω επιχείρησης εμπορίας ρούχων, προκειμένου στη συνέχεια, με την υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., στις οποίες θα εμφανίζονταν ανύπαρκτες συναλλαγές, να λάβει παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., προέβη στις 23.9.1997 σε αγορά από τον Σ. Β. του Λ. της εδρεύουσας τότε στην ... μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...", με αντικείμενο εργασιών την "κατασκευή - εμπορία ενδυμάτων, υφασμάτων, εκμετάλλευση βαφείων, φινιριστηρίων", η οποία με τη μεταβίβαση της σ' αυτόν μετονομάσθηκε σε "... ΕΠΕ", και μετέφερε την έδρα της στην οδό ... στο ..., αρμοδιότητας .... Στη συνέχεια, και παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση του ήταν εικονική και ουδέποτε, ανέπτυξε δραστηριότητα, υπέβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα ψευδείς - εικονικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. και εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., στις οποίες περιλάμβανε ενδοκοινοτικές παραδόσεις που δήθεν πραγματοποίησε η επιχείρηση του προς την Ολλανδική επιχείρηση με την επωνυμία "...", οι οποίες ουδέποτε έγιναν, εκδίδοντας για το λόγο αυτό εικονικά τιμολόγια και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να λάβει, κατά το χρονικό διάστημα από 7.11.1997 μέχρι 22.12.1998, για πραγματοποιηθείσες δήθεν ενδοκοινοτικές παραδόσεις του από τον Απρίλιο μήνα του 1997 μέχρι 30.11.1998 χρονικού διαστήματος, παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 186.337.870 δραχμών ή 546.846,27 ευρώ. Αυτή δε, που είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους προαναφερθέντες, Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ., γνώριζε ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α., που αφορούσαν τις κατωτέρω αναγραφόμενες επιστροφές, που υπέβαλε η επιχείρηση "..." και τις οποίες είχαν παραλάβει οι συγκατηγορούμενοί της Γ. Γ., (παρέλαβε τις αιτήσεις επιστροφής Οκτωβρίου 1997 και Απριλίου 1998) και Π. Τ. (παρέλαβε τις λοιπές δύο αιτήσεις),αναφέρονταν σε εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα με αυτές ποσά. Κατόπιν, επεξεργάστηκε και συνέταξε τις αποφάσεις Φ.Π.Α. και τα αντίστοιχα ΑΦΕΚ (Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (Επιστροφής) Φόρου), τα οποία υπέγραψε ο Προϊστάμενος του Τμήματος Φ.Π.Α. και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ.. Κατά τη διεκπεραίωση δε των αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α., παρέβη συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα, όπως αυτά είχαν τεθεί με υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, με σκοπό να αποφευχθεί ο έλεγχος των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε η επιχείρηση και ο οποίος (έλεγχος) θα αποκάλυπτε την εικονικότητα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ειδικότερα, γνώριζε ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί παράτυπα, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από την υποβολή των αντιστοίχων περιοδικών δηλώσεων Φ.ΠΑ. και χωρίς δικαιολογητικά, γνώριζε ότι πριν την πρώτη επιστροφή φόρου δεν είχε διενεργηθεί, με εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., προσωρινός έλεγχος από ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΠΟΛ 1078/1991 και του άρθρου 40 Ν. 1642/1986, ώστε να διαπιστωθεί ότι η αιτούσα στοιχειοθετεί το δικαίωμα επιστροφής του Φ.Π.Α., δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. το Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων και τα παραστατικά των αγορών και δαπανών που πραγματοποίησε, ώστε να καταστούν γνωστοί οι προμηθευτές της επιχείρησης του, δεν απέστειλε δελτία πληροφοριών στις Δ.Ο.Υ. των προμηθευτών, προκειμένου να διασταυρωθεί και να διαπιστωθεί αν οι αγορές είναι πραγματικές και, το βασικότερο, αν καταβλήθηκε ο αναλογούν Φ.Π.Α., ώστε να υπάρξει δικαίωμα επιστροφής. Ακόμη, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. παραστατικά αγοράς και διακίνησης των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και θεωρημένες φορτωτικές για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1144/1992 και 1262/1993, και χωρίς την προσκόμιση φορτωτικών για την αεροπορική μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό διενήργησε επιστροφή, και τούτο παρά το ότι στα τιμολόγια πώλησης της ... υπήρχε η ένδειξη της αερομεταφοράς τους με τη μεταφορική εταιρία ..., δεν ζήτησε από το σύστημα ... να γίνει επαλήθευση εάν ο αγοραστής ήταν εγγεγραμμένος στο ... της χώρας του, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της ΠΟΛ 1262/1993, των ΠΟΛ 1104/1993, 1201/1999, αλλά και της ΠΟΛ 1281/6.11.1998, παραστατικά διαμεσολαβούσας τράπεζας για τις πληρωμές στο εξωτερικό (εμβάσματα πληρωμής Τραπεζών, επιταγές, αποδείξεις είσπραξης κ.λπ.) και για τις δραχμοποιήσεις, δεν εντόπισε σκοπίμως ότι στις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ο κωδικός ..., που αναφέρεται στις δραχμοποιήσεις, δεν είχε συμπληρωθεί, άρα δεν φαινόταν να υπήρχαν συναλλαγματικές διαφορές από τις εμφανιζόμενες ενδοκοινοτικές συναλλαγές -πράγμα απίθανο- και αυτό αποτελεί ουσιώδη λόγο για την άρνηση της επιστροφής (άρθρο 4 ΠΟΛ 1281/1998), δεν εντόπισε σκοπίμως ακόμη ότι στις δηλώσεις αυτές (Φ.Π.Α.), στον κωδικό ..., δεν φαινόταν να υπάρχουν γενικά έξοδα της επιχείρησης (ενοίκιο του μισθίου επαγγελματικού χώρου, ΔΕΗ, ΟΤΕ, μισθοί υπαλλήλων, μεταφορικά έξοδα, κοινόχρηστες δαπάνες κ.λπ.), ή υπήρχαν ελάχιστα τέτοια έξοδα, γεγονός που υποδήλωνε την ανυπαρξία της, όμως αυτή παρουσίαζε τεράστιο τζίρο αμέσως μόλις μετέφερε την έδρα της σε περιοχή αρμοδιότητας .... και ενώ πριν τη μεταβίβαση της στον Ι. Μ. και τη μεταφορά της έδρας της εμφάνιζε μηδενική δραστηριότητα, δεν πρόσεξε σκοπίμως, παρόλο που διενήργησε τις επιστροφές του Φ.Π.Α., ότι σε όλες τις χρονικές περιόδους οι αγορές ήταν περίπου ίσες με τις πωλήσεις -πράγμα και αυτό απίθανο-, δεν υπέδειξε στον Προϊστάμενο της να ελεγχθεί με δεύτερη αυτοψία και με έλεγχο των βιβλίων και παραστατικών της επιχείρησης, αλλά και με όλες τις ελεγκτικές διασταυρώσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 9), 1089/1991 και 1104/1998, καθώς εμφάνιζε, σε μικρό χρονικό διάστημα, τεράστιο όγκο συναλλαγών, παραβίασε τις ημερομηνίες πληρωμής, καθώς οι αιτήσεις επιστροφής του Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί και πρωτοκολληθεί χωρίς την προσκόμιση των απαραιτήτων δικαιολογητικών (περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. κ.λπ.), και από την ίδια ημέρα άρχιζε να μετρά ο χρόνος της επιστροφής, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΟΛ 1112/1995, η ημερομηνία της επιστροφής να μετατίθετο, ανάλογα με το χρόνο προσκόμισης των δικαιολογητικών, συνέχισε να αποδίδει Φ.Π.Α. για τους μήνες Φεβρουάριο και Απρίλιο του 1998 παρά το ότι η επιχείρηση δεν κατείχε, μετά την 1.1.1998, νόμιμα φορολογικά στοιχεία, δεν τήρησε το Μητρώο δικαιούχων επιστροφής Φ.Π.Α., παρά το ότι τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 8 της ΠΟΛ 1078/1991 και αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, και στο να έχουν τα φορολογικά όργανα μια συνολική εικόνα του ύψους των επιστροφών της επιχείρησης. Μεταχειρίστηκε δε, κατά την τέλεση των πράξεων της αυτών, ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι κρυφές υλικές ενέργειες και μεθόδους μη εμφανώς διακριτές, για τη διευκόλυνση των παρανόμων πράξεων της και τη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση των εποπτευόντων τη ..., που θεωρούσαν τις ενέργειες της ως νόμιμες κατ' αρχήν. Ειδικότερα, για να διευκολύνει τις παράνομες άνω ενέργειες της και να ματαιώσει την αποκάλυψη της δραστηριότητας της από ενδεχόμενο έλεγχο, βασίστηκε δήθεν στο συνταχθέν από τη συγκατηγορουμένη της Γ. Γ., στις 5.11.1997, ενόψει της πρώτης αιτήσεως της επιχείρησης για την επιστροφή του Φ.Π.Α., με την ιδιότητα της ως ελεγκτού, "Σημείωμα ελέγχου" της επιχείρησης, στο οποίο η τελευταία ανέγραφε ψευδώς ότι η επιχείρηση αυτή, που ήταν κατά κύριο λόγο εξαγωγική, δικαιούταν επιστροφής του 90% του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., που αναλογούσε στις πωλήσεις του εξωτερικού, που γνώριζε καλώς ότι δεν είχαν γίνει, ενώ ακόμη και αυτή συνέταξε τα από 26-11-1997, 27-1-1998, 27-3-1998 και 27-5-1998 "Σημειώματα Υπολογισμού Ελέγχου", για τις επιστροφές Φ.Π.Α. των μηνών Οκτωβρίου 1997, Δεκεμβρίου 1997, Φεβρουάριου 1998 και Απριλίου 1998 αντίστοιχα, στα οποία βεβαίωνε ψευδώς ότι είχε ελέγξει τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ότι δεν υπήρχαν φορολογικές παραβάσεις και ότι προέκυπτε για τους μήνες αυτούς πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. προς επιστροφή. 'Επραξε δε τούτο προκειμένου να εμφανίσει σε ενδεχόμενο μεταγενέστερο έλεγχο ότι είχε δήθεν ενεργήσει νομίμως για τη διασφάλιση των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου, έχοντας πραγματοποιήσει η ίδια τον προβλεπόμενο, πριν την κάθε επιστροφή, έλεγχο, που βεβαίως και δεν διενήργησε . Τέλος, η παράβαση από μέρους της όλων των προαναφερθέντων υπηρεσιακών καθηκόντων της, και δη με το πρόσχημα ότι οι περισσότερες από τις ενέργειες στις οποίες όφειλε να είχε προβεί και δεν προέβη δεν προβλέπονται ρητά από τις διατάξεις της ΠΟΛ 1078/1991 (που βεβαίως δεν ήταν η μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη, όπως καλώς γνώριζε), έγινε προς τον αυτό σκοπό, της διευκόλυνσης των παρανόμων άνω ενεργειών της και της ματαίωσης αποκάλυψης τους. Στις ως άνω παραλείψεις και πράξεις προέβη εν γνώσει της και κατόπιν μεθοδεύσεως, επεξεργάσθηκε δε και συνέταξε τις παρακάτω αναφερόμενες αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α., τις οποίες υπέγραψε ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ. και ο Προϊστάμενος του Φ.Π.Α, και εν συνεχεία συνέταξε τα επίσης πιο κάτω αναφερόμενα ατομικά φύλλα έκπτωσης (ΑΦΕΚ) Φ.Π.Α., τα οποία υπέγραψε η ίδια, στο επάνω τμήμα, για τη φορολογική εκκαθάριση, ως συντάξασα, καθώς και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ., σε εκτέλεση των οποίων η επιχείρηση ... εισέπραξε τα κάτωθι ποσά ως επιστροφή Φ.Π.Α.: 1) στις 27.1.1998 συνέταξε τη με αριθ...1997 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. .../1997 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π,Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1997, ύψους 8.086.418 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 2) στις 27.1.1998 συνέταξε τη με .../1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ... ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Δεκεμβρίου 1997, ύψους 13.115.500 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 3) στις 30.3.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.ΠΑ. (Α.Φ.Ε.Κ,) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Φεβρουάριου 1998, ύψους 13.979.909 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής) 4) στις 27.5.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Απριλίου 1998, ύψους 14.136.282 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής). Δηλαδή, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, η επιχείρηση "..." έλαβε από παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., το συνολικό ποσό των 49.317.614 δραχμών ή 144.732,54 ευρώ, κατά το οποίο ελάττωσε εν γνώσει της την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση της ήταν εμπιστευμένη. Με βάση, τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, τα οποία δεν αναιρούνται ούτε τίθενται υπό αμφιβολία από κανένα αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη προηγηθείσα μείζονα σκέψη, η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απιστίας στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση με τη χρήση ιδιαίτερων τεχνασμάτων με αντικείμενο συνολικής αξίας μεγαλύτερο των 73.000 ευρώ όχι όμως πέραν των 150.000 ευρώ και δη σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, των συνολικών ποσών 113.518,45 ευρώ (πρώτος κατηγορούμενος) και 144.732,54 ευρώ (δεύτερη κατηγορούμενη), τα οποία αντιστοιχούν σε επιστρεφόμενο Φ.Π.Α. σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά τα ως άνω ποσά και βλάπτοντας αντίστοιχα το Ελληνικό Δημόσιο, την οποία τέλεσαν οι εν λόγω κατηγορούμενοι. Συνακόλουθα τούτων, πρέπει να κηρυχθούν αυτοί ένοχοι για την ως άνω αποδιδόμενη σ' αυτούς αξιόποινη πράξη, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, χωρίς όμως την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/1950, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας και κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 Ποινικού Κώδικα, εφόσον τα ως άνω ποσά δεν υπερβαίνουν τα 150.000 ευρώ, η οποία (πράξη) ωστόσο, εξακολουθεί να φέρει τον κακουργηματικό χαρακτήρα του άρθρου 256 εδαφ. γ' περ. α' του ΠΚ, απορριπτομένου του ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου περί του ότι η πράξη φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος, διατεινομένου ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι επιβαρυντικές περιστάσεις των ιδιαιτέρων τεχνασμάτων του άρθρου 256 περ. γ' του Π.Κ., που συνιστά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και όχι ως εσφαλμένως εκλαμβάνεται από τον κατηγορούμενο αυτοτελή, ο οποίος είναι αβάσιμος, σύμφωνα με όσα λεπτομερώς αναφέρονται στην ως άνω αιτιολογία της απόφασης περί ενοχής. Ομοίως είναι απορριπτέος και ο υποβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου περί μετατροπής της κατηγορίας σε πλημμεληματική μορφή και εντεύθεν εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω παραγραφής, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη για τον προσδιορισμό του αντικειμένου του ως άνω εγκλήματος λαμβάνεται υπόψη το όλον περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, που, στο σύνολο τους ανέρχεται σε 113.518,45 ευρώ, αλλά εν προκειμένω και η κάθε μία απ' αυτές υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 256 εδαφ. γ' περ. α' του Π.Κ. ποσό των 30.000 ευρώ, ήτοι της κακουργηματικής μορφής της εν λόγω αξιόποινης πράξης". Στη συνέχεια, το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη ενόχους κατ' εξακολούθηση απιστίας σχετικής με την υπηρεσία, που τελέστηκε με ιδιαίτερα τεχνάσματα και από την οποία η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 30.000 ευρώ, αναγνώρισε σε αμφότερους την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' του Π.Κ., επέβαλε στον καθένα απ' αυτούς φυλάκιση τεσσάρων (4) ετών, ανέστειλε την εκτέλεση της ποινής φυλακίσεως που επέβαλε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο επί τριετία υπό τους όρους της επιμέλειας και επιτήρησής του από επιμελητή κοινωνικής αρωγής και της εμφανίσεώς του κατά το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα της κατοικίας του και μετέτρεψε την ποινή φυλακίσεως που επέβαλε στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη σε χρηματική ποινή προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως, με το ακόλουθο, επί λέξει, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον πρώτο κατηγορούμενο Ε. Ξ., ομόφωνα, ένοχο του ότι: στη Θεσσαλονίκη και στους χρόνους που μνημονεύονται στη συνέχεια, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του ΠΚ, κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη και διαχείριση φόρων, ελάττωσε εν γνώσει του, για να ωφεληθεί άλλος, την περιουσία του δημοσίου, της οποίας (περιουσίας) η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη, κατά την τέλεση δε της πράξης του αυτής μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης του είχε συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.367,57 ευρώ. Ειδικότερα, στις 28.9.1998, 25.11.1998 και 22.12.1998, ενώ ήταν υπάλληλος της ... και, συγκεκριμένα, υπάλληλος του τμήματος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της εν λόγω Δ.Ο.Υ., αυτός χρησιμοποίησε τη θέση του και τις αρμοδιότητες που αυτή του παρείχε για να επιτύχει, στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στη συνέχεια, την επιστροφή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, συνολικού ποσού άνω των 73,367,57 ευρώ σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά το ως άνω ποσό και βλάπτοντας αντίστοιχα το ελληνικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, ο Ι. Μ. του Α., μετά από απόφαση που προκάλεσαν σ' αυτόν οι Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ. να ασκήσει κατά τα φαινόμενα μόνο και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα, μέσω επιχείρησης εμπορίας ρούχων, προκειμένου στη συνέχεια, με την υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., στις οποίες θα εμφανίζονταν ανύπαρκτες συναλλαγές, να λάβει παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., προέβη στις 23.9.1997 σε αγορά από τον Σ. Β. του Λ. της εδρεύουσας τότε στην ... μονοπρόσωπης εταιρίας περιορ. ευθύνης με την επωνυμία "....", με αντικείμενο εργασιών την "κατασκευή - εμπορία ενδυμάτων, υφασμάτων, εκμετάλλευση βαφείων, φινιριοτηρίων", η οποία με τη μεταβίβαση της σ' αυτόν μετονομάσθηκε σε "... ΕΠΕ", και μετέφερε την έδρα της στην οδό ... στο ..., αρμοδιότητας .... Στη συνέχεια, και παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση του ήταν εικονική και ουδέποτε ανέπτυξε δραστηριότητα, υπέβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα ψευδείς - εικονικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. και εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., στις οποίες περιλάμβανε ενδοκοινοτικές παραδόσεις που δήθεν πραγματοποίησε η επιχείρηση του προς την Ολλανδική επιχείρηση με την επωνυμία "...", οι οποίες ουδέποτε έγιναν, εκδίδοντας για το λόγο αυτό εικονικά τιμολόγια και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να λάβει, κατά το χρονικό διάστημα από 7.11.1997 μέχρι 22.12.1998, για πραγματοποιηθείσες δήθεν ενδοκοινοτικές παραδόσεις του από τον Απρίλιο μήνα του 1997 μέχρι 30.11.1998 χρονικού διαστήματος, παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 186.337.870 δραχμών ή 546.846,27 ευρώ. Αυτός δε, που είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους προαναφερθέντες, Ν. Κ., Ν. K. και Ε. Κ., γνώριζε ότι οι αιτιάσεις Επιστροφής Φ.Π.Α., που αφορούσαν τις κατωτέρω αναγραφόμενες επιστροφές, που υπέβαλε η επιχείρηση "..." και τις οποίες είχε παραλάβει η συγκατηγορουμένη του Γ. Γ., αναφέρονταν σε εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα με αυτές ποσά. Κατόπιν, επεξεργάστηκε και συνέταξε τις αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α. και τα αντίστοιχα (Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (Επιστροφής) Φόρου), τα οποία υπέγραψε η Προϊσταμένη του Τμήματος Φ.Π.Α. και ο Προϊστάμενος Διευθυντής Δ.Ο.Υ.. Κατά τη διεκπεραίωση δε των αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α., παρέβη συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα, όπως αυτά είχαν τεθεί με υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, με σκοπό να αποφευχθεί ο έλεγχος των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε η επιχείρηση και ο οποίος (έλεγχος) θα αποκάλυπτε την εικονικότητα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ειδικότερα, γνώριζε, ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. παράτυπα, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από την υποβολή των αντιστοίχων περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. και χωρίς δικαιολογητικά, γνώριζε ότι πριν την πρώτη επιστροφή φόρου δεν είχε διενεργηθεί, με εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., προσωρινός έλεγχος από ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΠΟΛ 1078/1991 και του άρθρου 40 Ν. 1642/1986, ώστε να διαπιστωθεί ότι η αιτούσα στοιχειοθετεί το δικαίωμα επιστροφής του Φ.Π.Α., δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. το Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων και τα παραστατικά των αγορών και δαπανών που πραγματοποίησε, ώστε να καταστούν γνωστοί οι προμηθευτές της επιχείρησης του, δεν απέστειλε δελτία πληροφοριών στις Δ.Ο.Υ. των προμηθευτών, προκειμένου να διασταυρωθεί και να διαπιστωθεί αν οι αγορές είναι πραγματικές και, το βασικότερο, αν καταβλήθηκε ο αναλογούν Φ.Π.Α., ώστε να υπάρξει δικαίωμα επιστροφής. Ακόμη, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. παραστατικά αγοράς και διακίνησης των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και θεωρημένες φορτωτικές για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1144/1992 και 1262/1993, και χωρίς την προσκόμιση φορτωτικών για την αεροπορική μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό διενήργησε επιστροφή, και τούτο παρά το ότι στα τιμολόγια πώλησης της ... υπήρχε η ένδειξη της αερομεταφοράς τους με τη μεταφορική εταιρία ..., δεν ζήτησε από το σύστημα ... να γίνει επαλήθευση εάν ο αγοραστής ήταν εγγεγραμμένος στο ... της χώρας του, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της ΠΟΛ 1262/1993, των ΠΟΛ 1104/1993, 1201/1999, αλλά και της ΠΟΛ 1281/6.11.1998, παραστατικά διαμεσολαβούσας τράπεζας για τις πληρωμές στο εξωτερικό (εμβάσματα πληρωμής Τραπεζών, επιταγές, αποδείξεις είσπραξης κ.λπ.) και για τις δραχμοποιήσεις, δεν εντόπισε σκοπίμως ότι στις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ο κωδικός ..., που αναφέρεται στις δραχμοποιήσεις, δεν είχε συμπληρωθεί, άρα δεν φαινόταν να υπήρχαν συναλλαγματικές διαφορές από τις εμφανιζόμενες ενδοκοινοτικές συναλλαγές - πράγμα απίθανο- και αυτό αποτελεί ουσιώδη λόγο για την άρνηση της επιστροφής (άρθρο 4 ΠΟΛ 1281/1998), δεν εντόπισε σκοπίμως ακόμη ότι στις δηλώσεις αυτές (Φ.Π.Α.), στον κωδικό ..., δεν φαινόταν να υπάρχουν γενικά έξοδα της επιχείρησης (ενοίκιο του μισθίου επαγγελματικού χώρου, ΔΕΗ, ΟΤΕ, μισθοί υπαλλήλων, μεταφορικά έξοδα, κοινόχρηστες δαπάνες κλπ.), ή υπήρχαν ελάχιστα τέτοια έξοδα, γεγονός που υποδήλωνε την ανυπαρξία της, όμως αυτή παρουσίαζε τεράστιο τζίρο αμέσως μόλις μετέφερε την έδρα της σε περιοχή αρμοδιότητας .... και ενώ πριν τη μεταβίβαση της στον Ι. Μ. και τη μεταφορά της έδρας της εμφάνιζε μηδενική δραστηριότητα, δεν πρόσεξε σκοπίμως, παρόλο που διενήργησε τις επιστροφές του Φ.Π.Α., ότι σε όλες τις χρονικές περιόδους οι αγορές ήταν περίπου ίσες με τις πωλήσεις -πράγμα και αυτό απίθανο-, δεν υπέδειξε στον Προϊστάμενο του να ελεγχθεί με δεύτερη αυτοψία και με έλεγχο των βιβλίων και παραστατικών της επιχείρησης, αλλά και με όλες τις ελεγκτικές διασταυρώσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 9), 1089/1991 και 1104/1998, καθώς εμφάνιζε, σε μικρό χρονικό διάστημα, τεράστιο όγκο συναλλαγών, παραβίασε τις ημερομηνίες πληρωμής καθώς οι αιτήσεις επιστροφής του Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί και πρωτοκολληθεί χωρίς την προσκόμιση των απαραιτήτων δικαιολογητικών (περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. κ.λπ.), και από την ίδια ημέρα άρχιζε να μετρά ο χρόνος της επιστροφής, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΟΛ 1112/1995, η ημερομηνία της επιστροφής να μετατίθετο, ανάλογα με το χρόνο προσκόμισης των δικαιολογητικών, απέδωσε Φ.Π.Α. για φορολογικές περιόδους έτους 1998 παρά το ότι η επιχείρηση δεν κατείχε, μετά την 1.1.1998,
νόμιμα φορολογικά στοιχεία, δεν τήρησε το Μητρώο δικαιούχων επιστροφής Φ.Π.Α., παρά το ότι τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 8 της ΠΟΛ 1078/1991 και αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, και στο να έχουν τα φορολογικά όργανα μια συνολική εικόνα του ύψους των επιστροφών της επιχείρησης. Μεταχειρίστηκε δε, κατά την τέλεση των πράξεων του αυτών, ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι κρυφές υλικές ενέργειες και μεθόδους μη εμφανώς διακριτές, για τη διευκόλυνση των παρανόμων πράξεων του και τη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση των εποπτευόντων τη ..., που θεωρούσαν τις ενέργειες σου ως νόμιμες κατ' αρχήν. Ειδικότερα, για να διευκολύνει τις παράνομες άνω ενέργειες του και να ματαιώσει την αποκάλυψη της δραστηριότητας του από ενδεχόμενο έλεγχο, βασίστηκε δήθεν στο συνταχθέν από τη συγκατηγορουμένη του Γ. Γ., στις 5.11.1997, ενόψει της πρώτης αιτήσεως της επιχείρησης για την επιστροφή του Φ.Π.Α., με την ιδιότητα της ως ελεγκτού, "Σημείωμα ελέγχου" της επιχείρησης, στο οποίο η τελευταία ανέγραφε ψευδώς ότι η επιχείρηση αυτή, που ήταν κατά κύριο λόγο εξαγωγική, δικαιούταν επιστροφής του 90% του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., που αναλογούσε στις πωλήσεις του εξωτερικού, που γνώριζε καλώς ότι δεν είχαν γίνει, ενώ ακόμη και αυτός συνέταξε "Σημειώματα Υπολογισμού Ελέγχου", για τις επιστροφές Φ.Π.Α. των μηνών Αυγούστου 1998, Οκτωβρίου 1998 και Νοεμβρίου 1998, στα οποία βεβαίωνε ψευδώς ότι είχε ελέγξει τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ότι δεν υπήρχαν φορολογικές παραβάσεις και ότι προέκυπτε για τους μήνες αυτούς πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. προς επιστροφή. Έπραξε δε τούτο προκειμένου να εμφανίσει σε ενδεχόμενο μεταγενέστερο έλεγχο ότι είχε δήθεν ενεργήσει νομίμως για τη διασφάλιση των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου, έχοντας πραγματοποιήσει ο ίδιος τον προβλεπόμενο, πριν την κάθε επιστροφή, έλεγχο, που βεβαίως και δεν διενήργησε. Τέλος, η παράβαση από μέρους του όλων των προαναφερθέντων υπηρεσιακών καθηκόντων του, και δη με το πρόσχημα ότι οι περισσότερες από τις ενέργειες στις οποίες όφειλε να είχε προβεί και δεν προέβη δεν προβλέπονται ρητά από τις διατάξεις της ΠΟΛ 1078/1991 (που βεβαίως δεν ήταν η μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη, όπως καλώς γνώριζε), έγινε προς τον αυτό σκοπό, της διευκόλυνσης των παρανόμων άνω ενεργειών του και της ματαίωσης αποκάλυψης τους. Στις ως άνω παραλείψεις και πράξεις προέβη εν γνώσει του και κατόπιν μεθοδεύσεως, επεξεργάσθηκε δε και συνέταξε τις παρακάτω αναφερόμενες αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α., τις οποίες υπέγραψε ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ. Ο. Υ. και η Προϊσταμένη του Φ.Π.Α. και εν συνεχεία συνέταξε τα επίσης πιο κάτω αναφερόμενα ατομικά φύλλα έκπτωσης (ΑΦΕΚ) Φ.Π.Α., τα οποία υπέγραψε ο ίδιος, στο επάνω τμήμα, για τη φορολογική εκκαθάριση, ως συντάξας, καθώς και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ. Ο. Υ, σε εκτέλεση των οποίων η επιχείρηση ... εισέπραξε τα κάτωθι ποσά ως επιστροφή Φ.Π.Α.: 1) στις 28.9.1998 συνέταξε τη με ...1998 απόφαση επιστροφής, Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Αυγούστου 1998, ύψους 12.255.883 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 20 στις 25.11.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1998, ύψους 13.315.784 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής) και 3) στις 22.12.1998 συνέταξε τη με ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Νοεμβρίου 1998, ύψους 13.109.746 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής). Δηλαδή, κατά τους παραπάνω χρόνους, η επιχείρηση "..." έλαβε από παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., το συνολικό ποσό των 38.681.413 δραχμών ή 113.518,45 ευρώ, κατά το οποίο ελάττωσε εν γνώσει του την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση του ήταν εμπιστευμένη. ΚΗΡΥΣΣΕΙ την δεύτερη κατηγορουμένη Σ. Γ., ομόφωνα, ένοχη του ότι: στη Θεσσαλονίκη και στους χρόνους που μνημονεύονται στη συνέχεια με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13α του Π.Κ., κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη και διαχείριση φόρων, ελάττωσε εν γνώσει της, για να ωφεληθεί άλλος, την περιουσία του δημοσίου, της οποίας (περιουσίας) η διαχείριση της ήταν εμπιστευμένη, κατά την τέλεση δε της πράξης της αυτής μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα, ενώ το αντικείμενο της πράξης της είχε συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.367,57 ευρώ. Ειδικότερα, στις 27-11-1997, 27-1-1998, 30-3-1998 και 27-5-1998 ενώ ήταν υπάλληλος της ... και, συγκεκριμένα, υπάλληλος του τμήματος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) της εν λόγω Δ.Ο.Υ., αυτή χρησιμοποίησε τη θέση της και τις αρμοδιότητες που αυτή της παρείχε για να επιτύχει, στις περιπτώσεις που μνημονεύονται στη συνέχεια, την επιστροφή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, συνολικού ποσού άνω των 73.367,57 ευρώ σε φορολογούμενο που δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή αυτή, ωφελώντας αυτόν κατά το ως άνω ποσό και βλάπτοντας αντίστοιχα το ελληνικό δημόσιο. Συγκεκριμένα, ο Ι. Μ. του Α., μετά από απόφαση που προκάλεσαν σ' αυτόν οι Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ. να ασκήσει κατά τα φαινόμενα μόνο και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα, μέσω επιχείρησης εμπορίας ρούχων, προκειμένου στη συνέχεια, με την υποβολή περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., στις οποίες θα εμφανίζονταν ανύπαρκτες συναλλαγές, να λάβει παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., προέβη στις 23.9.1997 σε αγορά από τον Σ. Β. του Λ. της εδρεύουσας τότε στην ... μονοπρόσωπης εταιρίας περιορ. ευθύνης με την επωνυμία "....", με αντικείμενο εργασιών την "κατασκευή -εμπορία ενδυμάτων, υφασμάτων, εκμετάλλευση βαφείων, φινιριστηρίων", η οποία με τη μεταβίβαση της σ' αυτόν μετονομάσθηκε σε "... ΕΠΕ", και μετέφερε την έδρα της στην οδό ... στο ..., αρμοδιότητας .... Στη συνέχεια, και παρά το γεγονός ότι η επιχείρηση του ήταν εικονική και ουδέποτε ανέπτυξε δραστηριότητα, υπέβαλε σε τακτά χρονικά διαστήματα ψευδείς - εικονικές περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. και εκκαθαριστική δήλωση Φ.Π.Α., στις οποίες περιλάμβανε ενδοκοινοτικές παραδόσεις που δήθεν πραγματοποίησε η επιχείρηση του προς την Ολλανδική επιχείρηση με την επωνυμία "...", οι οποίες ουδέποτε έγιναν, εκδίδοντας για το λόγο αυτό εικονικά τιμολόγια και με τον τρόπο αυτό κατόρθωσε να λάβει, κατά το χρονικό διάστημα από 7.11.1997 μέχρι 22.12.1998, για πραγματοποιηθείσες δήθεν ενδοκοινοτικές παραδόσεις του από τον Απρίλιο μήνα του 1997 μέχρι 30.11.1998 χρονικού διαστήματος, παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 186.337.870 δραχμών ή 546.846,27 ευρώ. Αυτή δε, που είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους προαναφερθέντες, Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ., γνώριζε ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α., που αφορούσαν τις κατωτέρω αναγραφόμενες επιστροφές, που υπέβαλε η επιχείρηση "..." και τις οποίες είχαν παραλάβει οι συγκατηγορούμενοί της Γ. Γ. (παρέλαβε τις αιτήσεις επιστροφής Οκτωβρίου 1997 και Απριλίου 1998) και Π. Τ. (παρέλαβε τις λοιπές δύο αιτήσεις), αναφέρονταν σε εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα με αυτές ποσά. Κατόπιν, επεξεργάστηκε και συνέταξε τις αποφάσεις Φ.Π.Α. και τα αντίστοιχα ΑΦΕΚ (Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (Επιστροφής) Φόρου), τα οποία υπέγραψε ο Προϊστάμενος του Τμήματος Φ.Π.Α. και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της ΔΟ.Υ. Κατά τη διεκπεραίωση δε των αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α., παρέβη συγκεκριμένα υπηρεσιακά καθήκοντα, όπως αυτά είχαν τεθεί με υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, με σκοπό να αποφευχθεί ο έλεγχος των περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. που υπέβαλε η επιχείρηση και ο οποίος (έλεγχος) θα αποκάλυπτε την εικονικότητα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών. Ειδικότερα, γνώριζε ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί παράτυπα, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο από την υποβολή των αντιστοίχων περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. και χωρίς δικαιολογητικά, γνώριζε ότι πριν την πρώτη επιστροφή φόρου δεν είχε διενεργηθεί, με εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., προσωρινός έλεγχος από ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 της ΠΟΛ 1078/1991 και του άρθρο 40 Ν. 1642/1986, ώστε να διαπιστωθεί ότι η αιτούσα στοιχειοθετεί το δικαίωμα επιστροφής του Φ.Π.Α., δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. το Βιβλίο Εσόδων - Εξόδων και τα παραστατικά των αγορών και δαπανών που πραγματοποίησε, ώστε να καταστούν γνωστοί οι προμηθευτές της επιχείρησης του, δεν απέστειλε δελτία πληροφοριών στις Δ.Ο.Υ. των προμηθευτών, προκειμένου να διασταυρωθεί και να διαπιστωθεί αν οι αγορές είναι πραγματικές και, το βασικότερο, αν καταβλήθηκε ο αναλογούν Φ.Π.Α., ώστε να υπάρξει δικαίωμα επιστροφής. Ακόμη, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ. παραστατικά αγοράς και διακίνησης των εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, καθώς και θεωρημένες φορτωτικές για τη μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1144/1992 και 1262/1993, και χωρίς την προσκόμιση φορτωτικών για την αεροπορική μεταφορά των εμπορευμάτων στο εξωτερικό διενήργησε επιστροφή, και τούτο παρά το ότι στα τιμολόγια πώλησης της ... υπήρχε η ένδειξη της αερομεταφοράς τους με τη μεταφορική εταιρία ..., δεν ζήτησε από το σύστημα ... να γίνει επαλήθευση εάν ο αγοραστής ήταν εγγεγραμμένος στο ... της χώρας του, δεν ζήτησε να προσκομίσει ο Ι. Μ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρο 2 της ΠΟΛ 1262/1993, των ΠΟΛ 1104/1993, 1201/1999, αλλά και της ΠΟΛ 1281/6.11.1998, παραστατικά διαμεσολαβούσας τράπεζας για τις πληρωμές στο εξωτερικό (εμβάσματα πληρωμής Τραπεζών, επιταγές, αποδείξεις είσπραξης κ.λπ.) και για τις δραχμοποιήσεις, δεν εντόπισε σκοπίμως ότι στις περιοδικές δηλώσεις Φ.Π.Α. ο κωδικός ..., που αναφέρεται στις δραχμοποιήσεις, δεν είχε συμπληρωθεί, άρα δεν φαινόταν να υπήρχαν συναλλαγματικές διαφορές από τις εμφανιζόμενες ενδοκοινοτικές συναλλαγές -πράγμα απίθανο- και αυτό αποτελεί ουσιώδη λόγο για την άρνηση της επιστροφής (άρθρο 4 ΠΟΛ 1281/1998), δεν εντόπισε σκοπίμως ακόμη ότι στις δηλώσεις αυτές (Φ.Π.Α.), στον κωδικό ..., δεν φαινόταν να υπάρχουν γενικά έξοδα της επιχείρησης (ενοίκιο του μισθίου επαγγελματικού χώρου, ΔΕΗ, ΟΤΕ, μισθοί υπαλλήλων, μεταφορικά έξοδα, κοινόχρηστες δαπάνες κ.λπ.), ή υπήρχαν ελάχιστα τέτοια έξοδα, γεγονός που υποδήλωνε την ανυπαρξία της, όμως αυτή παρουσίαζε τεράστιο τζίρο αμέσως μόλις μετέφερε την έδρα της σε περιοχή αρμοδιότητας .... και ενώ πριν τη μεταβίβαση της στον Ι. Μ. και τη μεταφορά της έδρας της εμφάνιζε μηδενική δραστηριότητα, δεν πρόσεξε σκοπίμως, παρόλο που διενήργησε τις επιστροφές του Φ.Π.Α., ότι σε όλες τις χρονικές περιόδους οι αγορές ήταν περίπου ίσες με τις πωλήσεις -πράγμα και αυτό απίθανο-, δεν υπέδειξε στον Προϊστάμενο της να ελεγχθεί με δεύτερη αυτοψία και με έλεγχο των βιβλίων και παραστατικών της επιχείρησης, αλλά και με όλες τις ελεγκτικές διασταυρώσεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης, όπως αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις των ΠΟΛ 1078/1991 (άρθρο 9), 1089/1991 και 1104/1998, καθώς εμφάνιζε, σε μικρό χρονικό διάστημα, τεράστιο όγκο συναλλαγών, παραβίασε τις ημερομηνίες πληρωμής, καθώς οι αιτήσεις επιστροφής του Φ.Π.Α. είχαν παραληφθεί και πρωτοκολληθεί χωρίς την προσκόμιση των απαραιτήτων δικαιολογητικών (περιοδικών δηλώσεων Φ.Π.Α. κ.λπ.), και από την ίδια ημέρα άρχιζε να μετρά ο χρόνος της επιστροφής, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΟΛ 1112/1995, η ημερομηνία της επιστροφής να μετατίθετο, ανάλογα με το χρόνο προσκόμισης των δικαιολογητικών, συνέχισε να αποδίδει Φ.Π.Α. για τους μήνες Φεβρουάριο και Απρίλιο του 1998 παρά το ότι η επιχείρηση δεν κατείχε, μετά την 1.1.1998, νόμιμα φορολογικά στοιχεία, δεν τήρησε το Μητρώο δικαιούχων επιστροφής Φ.Π.Α., παρά το ότι τούτο προβλεπόταν από τη διάταξη του άρθρου 8 της ΠΟΛ 1078/1991 και αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, και στο να έχουν τα φορολογικά όργανα μια συνολική εικόνα του ύψους των επιστροφών της επιχείρησης. Μεταχειρίστηκε δε, κατά την τέλεση των πράξεών της αυτών, ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι κρυφές υλικές ενέργειες και μεθόδους μη εμφανώς διακριτές, για τη διευκόλυνση των παρανόμων πράξεων της και τη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση των εποπτευόντων τη ..., που θεωρούσαν τις ενέργειες της ως νόμιμες κατ' αρχήν. Ειδικότερα, για να διευκολύνει τις παράνομες άνω ενέργειες της και να ματαιώσει την αποκάλυψη της δραστηριότητας της από ενδεχόμενο έλεγχο, βασίστηκε δήθεν στο συνταχθέν από τη συγκατηγορουμένη της Γ. Γ., στις 5.11.1997, ενόψει της πρώτης αιτήσεως της επιχείρησης για την επιστροφή του Φ.Π.Α., με την ιδιότητα της ως ελεγκτού, "Σημείωμα ελέγχου" της επιχείρησης, στο οποίο η τελευταία ανέγραφε ψευδώς ότι η επιχείρηση αυτή, που ήταν κατά κύριο λόγο εξαγωγική, δικαιούταν επιστροφής του 90% του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., που αναλογούσε στις πωλήσεις του εξωτερικού, που γνώριζε καλώς ότι δεν είχαν γίνει, ενώ ακόμη και αυτή συνέταξε τα από 26-11-1997, 27-1-1998, 27-3-1998 και 27-5-1998 "Σημειώματα Υπολογισμού Ελέγχου", για τις επιστροφές Φ.Π.Α. των μηνών Οκτωβρίου 1997, Δεκεμβρίου 1997, Φεβρουάριου 1998 και Απριλίου 1998 αντίστοιχα, στα οποία βεβαίωνε ψευδώς ότι είχε ελέγξει τα απαραίτητα δικαιολογητικά, ότι δεν υπήρχαν φορολογικές παραβάσεις και ότι προέκυπτε για τους μήνες αυτούς πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. προς επιστροφή. Έπραξε δε τούτο προκειμένου να εμφανίσει σε ενδεχόμενο μεταγενέστερο έλεγχο ότι είχε δήθεν ενεργήσει νομίμως για τη διασφάλιση των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου, έχοντας πραγματοποιήσει η ίδια τον προβλεπόμενο, πριν την κάθε επιστροφή, έλεγχο, που βεβαίως και δεν διενήργησε . Τέλος, η παράβαση από μέρους της όλων των προαναφερθέντων υπηρεσιακών καθηκόντων της, και δη με το πρόσχημα ότι οι περισσότερες από τις ενέργειες στις οποίες όφειλε να είχε προβεί και δεν προέβη δεν προβλέπονται ρητά από τις διατάξεις της ΠΟΛ 1078/1991 (που βεβαίως δεν ήταν η μόνη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη, όπως καλώς γνώριζε), έγινε προς τον αυτό σκοπό, της διευκόλυνσης των παρανόμων άνω ενεργειών της και της ματαίωσης αποκάλυψης τους. Στις ως άνω παραλείψεις και πράξεις προέβη εν γνώσει της και κατόπιν μεθοδεύσεως, επεξεργάσθηκε δε και συνέταξε τις παρακάτω αναφερόμενες αποφάσεις επιστροφής Φ.Π.Α., τις οποίες υπέγραψε ο Προϊστάμενος - Διευθυντής της Δ.Ο.Υ. και ο Προϊστάμενος του Φ.Π.Α. και εν συνεχεία συνέταξε τα επίσης πιο κάτω αναφερόμενα ατομικά φύλλα έκπτωσης (ΑΦΕΚ) Φ.Π.Α., τα οποία υπέγραψε η ίδια, στο επάνω τμήμα, για τη φορολογική εκκαθάριση, ως συντάξασα, καθώς και ο Προϊστάμενος - Διευθυντής, της Δ.Ο.Υ., σε εκτέλεση των οποίων η επιχείρηση ... εισέπραξε τα κάτωθι ποσά ως επιστροφή Φ.Π.Α.: 1) στις 27.1.1998 συνέταξε τη με αριθ...1997 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. .../1997 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Οκτωβρίου 1997, ύψους 8.086.418 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 2) στις 27.1.1998 συνέταξε τη με .../1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ... ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.ΠΑ. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Δεκεμβρίου 1997, ύψους 13.115.500 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 3) στις 30.3.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α.(Α.Φ.Ε.Κ,) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Φεβρουάριου 1998, ύψους 13.979.909 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής), 4) στις 27.5.1998 συνέταξε τη με αριθ. ...1998 απόφαση επιστροφής Φ.Π.Α. και βάσει αυτής το με αριθ. ...1998 ατομικό φύλλο έκπτωσης (επιστροφής) Φ.Π.Α. (Α.Φ.Ε.Κ.) της ..., με τα οποία η ως άνω επιχείρηση έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α. μηνός Απριλίου 1998, ύψους 14.136.282 δραχμών (που αντιστοιχεί στο 90% της επιστροφής). Δηλαδή, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, η επιχείρηση "..." έλαβε από παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α., το συνολικό ποσό των 49.317.614 δραχμών ή 144.732,54 ευρώ, κατά το οποίο ελάττωσε εν γνώσει της την περιουσία του δημοσίου, της οποίας η διαχείριση της ήταν εμπιστευμένη". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο ως άνω σκεπτικό και στο ως άνω διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, ως προς τις συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως ρητέα τα εξής: 1. Ως προς την από 25-1-2017 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Ε. Ξ. του Κ.: Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ως προς τον αναιρεσείοντα αυτόν την επιβαλλόμενη κατά τα προδιαληφθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση απιστίας σχετικής με την υπηρεσία, που τελέστηκε με ιδιαίτερα τεχνάσματα και από την οποία η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 30.000 ευρώ, για το οποίο καταδικάστηκε, παρατίθενται δε σ' αυτή και όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 13 περ. α', 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 98, και 256 περ. γ' στοιχ. α' του Π.Κ., τις οποίες, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που αναφέρονται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το άρθρο 256 του Π.Κ., δεχόμενη ότι η επιστροφή του Φ.Π.Α. ανήκει στην διαχείριση των εσόδων από Φ.Π.Α. και εμπίπτει στην έννοια της διαχειρίσεως των εσόδων του Δημοσίου ως δαπάνη των εσόδων του (βλ. Ολομ. Α.Π. 2/2009), παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο νομικές διατάξεις και εγκύκλιοι στις οποίες θεμελιωνόταν η υποχρέωσή του να προβεί στις ενέργειες που σκόπιμα παρέλειψε. Επίσης, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι αυτός γνώριζε ότι η εταιρεία "..." δεν είχε πραγματοποιήσει ενδοκοινοτικές παραδόσεις εμπορευμάτων, αλλά και ότι αυτή δεν είχε πραγματοποιήσει ούτε αγορές ή εκροές εμπορευμάτων, για τις οποίες να είχε καταβάλει Φ.Π.Α.. Ακόμη, αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και τα περιστατικά που αποδεικνύουν ότι αυτός είχε σκοπό να ωφελήσει την ως άνω εταιρεία και τον μοναδικό εταίρο της, με ελάττωση της δημόσιας περιουσίας, επιστρέφοντας σ' αυτόν Φ.Π.Α. για ενδοκοινοτικές συναλλαγές που δεν είχαν πραγματοποιηθεί από την εταιρεία του και μάλιστα δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτός, είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ., οι οποίοι είχαν προκαλέσει στον εταίρο της ως άνω μονοπρόσωπης εταιρείας Ι. Μ. την απόφαση να ασκήσει κατά το φαινόμενο μόνον και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα εμπορίας ρούχων για να λάβει παράνομα, με εμφάνιση ανύπαρκτων εικονικών συναλλαγών, επιστροφή Φ.Π.Α., και γνώριζε απ' αυτούς, εκ των προτέρων, ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. που υπέβαλε η ως άνω μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε. αφορούσαν εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι η εταιρεία αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα ποσά επιστροφής Φ.Π.Α., εκτός του ότι ο ως άνω σκοπός του προκύπτει και αποδεικνύεται και από τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση περιστατικά της όλης συμπεριφοράς και δράσης του που περιγράφεται με λεπτομέρειες. Τέλος, ορθά δέχθηκε η προσβαλλόμενη ότι οι αναφερόμενες στο σκεπτικό και στο διατακτικό της πράξεις και παραλείψεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου αποτελούσαν ιδιαίτερα τεχνάσματα, κατά την έννοια του άρθρου 256 περ. γ' στοιχ. α' του Π.Κ., αφού δέχεται ότι με αυτές ο αναιρεσείων κατηγορούμενος είχε σκοπό να διευκολύνει τις παράνομες επιστροφές του Φ.Π.Α. και να δυσχεράνει και παρεμποδίσει τον έλεγχο της επιστροφής του Φ.Π.Α., με εξαπάτηση των εποπτευόντων την .... Επομένως, ενόψει τούτων, όλες οι επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Ε. Ξ., από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εσφαλμένης εφαρμογής απ' αυτήν της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 256 του Π.Κ., είναι αβάσιμες και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτησή του και να του επιβληθούν τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. 2. Ως προς την από 2-2-2017, επιδοθείσα στις 6-2-2017 στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Σ. Γ. του Ι.: Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει και ως προς αυτήν την αναιρεσείουσα την επιβαλλόμενη κατά τα προδιαληφθέντα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προαναφερθέντος εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση απιστίας σχετικής με την υπηρεσία, που τελέστηκε με ιδιαίτερα τεχνάσματα και από την οποία η ελάττωση της δημόσιας περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των 30.000 ευρώ, για το οποίο καταδικάστηκε, παρατίθενται δε σ' αυτή και όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 13 περ. α', 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 98, και 256 περ. γ' στοιχ. α' του Π.Κ., τις οποίες, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που αναφέρονται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα περιστατικά που αποδεικνύουν, τόσο τον άμεσο δόλο της ως άνω κατηγορουμένης, όσο και το σκοπό της να ωφελήσει άλλον με ελάττωση της δημόσιας περιουσίας, δηλαδή τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, αφού αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι αυτή γνώριζε ότι η εταιρεία "..." δεν είχε πραγματοποιήσει ενδοκοινοτικές παραδόσεις εμπορευμάτων, αλλά και ότι δεν είχε πραγματοποιήσει ούτε αγορές ή εκροές εμπορευμάτων, για τις οποίες να είχε καταβάλει Φ.Π.Α., καθώς επίσης και τα περιστατικά που αποδεικνύουν ότι αυτή είχε σκοπό να ωφελήσει την ως άνω εταιρεία και τον μοναδικό εταίρο της, με ελάττωση της δημόσιας περιουσίας, επιστρέφοντας σ' αυτόν Φ.Π.Α. για ενδοκοινοτικές συναλλαγές που δεν είχαν πραγματοποιηθεί από την εταιρεία του και μάλιστα δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτή (αναιρεσείουσα), είχε έρθει προηγουμένως σε συνεννόηση με τους Ν. Κ., Ν. Κ. και Ε. Κ., οι οποίοι είχαν προκαλέσει στον εταίρο της ως άνω μονοπρόσωπης εταιρείας Ι. Μ. την απόφαση να ασκήσει κατά το φαινόμενο μόνον και όχι στην πραγματικότητα εμπορική δραστηριότητα εμπορίας ρούχων για να λάβει παράνομα, με εμφάνιση ανύπαρκτων εικονικών συναλλαγών, επιστροφή Φ.Π.Α., και γνώριζε απ' αυτούς, εκ των προτέρων, ότι οι αιτήσεις επιστροφής Φ.Π.Α. που υπέβαλε η ως άνω μονοπρόσωπη Ε.Π.Ε. αφορούσαν εικονικές ενδοκοινοτικές παραδόσεις και ότι η εταιρεία αυτή δεν δικαιούταν να λάβει τα αιτούμενα ποσά επιστροφής Φ.Π.Α., γεγονός που αιτιολογεί και γιατί ήταν προσχηματική η από μέρους της επίκληση του σημειώματος ελέγχου που συνέταξε στις 5-11-1997 η συγκατηγορούμενή της Γ. Γ., εκτός του ότι ο άμεσος δόλος της και ο ως άνω σκοπός της προκύπτει και αποδεικνύεται και από τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση περιστατικά της όλης συμπεριφοράς και δράσης της που περιγράφεται με λεπτομέρειες. Ακόμη, δεν χρειαζόταν για την πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως να προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα κατέληξε το δικάσαν Δικαστήριο της ουσίας στην ανέλεγκτη κρίση του ότι η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη γνώριζε εκ των προτέρων ότι η ως άνω μονοπρόσωπη εταιρεία δεν είχε ενεργήσει ενδοκοινοτικές συναλλαγές και δεν δικαιούταν επιστροφή Φ.Π.Α.. Επίσης, παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο νομικές διατάξεις και εγκύκλιοι στις οποίες θεμελιωνόταν η υποχρέωση της αναιρεσείουσας να προβεί στις ενέργειες που σκόπιμα παρέλειψε και αναφέρονται οι παραλείψεις και οι πράξεις της που αποτελούσαν ιδιαίτερα τεχνάσματα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι, με τις παραλείψεις και τις πράξεις που λεπτομερώς αναφέρονται στην αιτιολογία της, η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη είχε σκοπό να διευκολύνει τις παράνομες επιστροφές του Φ.Π.Α. και να δυσχεράνει και παρεμποδίσει τον έλεγχο της επιστροφής του Φ.Π.Α., με εξαπάτηση των εποπτευόντων την ... και δεν χρειαζόταν να προσδιορίζονται στην απόφαση τα υπηρεσιακά της καθήκοντα, αφού, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, δεν απαιτείται παράβαση των υπηρεσιακών της καθηκόντων, αλλά ελάττωση της δημόσιας περιουσίας από μέρους του υπαλλήλου με την μεταχείριση (χρήση) ιδιαιτέρων τεχνασμάτων. Τέλος, με βεβαιότητα προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα ρητά αναφέρεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι το Δικαστήριο που την εξέδωσε έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και οι υπ' αριθ. 1605-1773/2012 και 2764/2012 αθωωτικές αποφάσεις του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με τις οποίες είχε κριθεί αθώα η αναιρεσείουσα για άλλες πράξεις απιστίας στην υπηρεσία που κατηγορείτο. Ενόψει τούτων, οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Ποιν.Δ., με τις οποίες ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από το νόμο και το Σύνταγμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ότι η αιτιολογία της περιέχει ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 256 του Π.Κ., είναι αβάσιμες.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 2 και 3 του Π.Κ., όπως αντικ. από το άρθρο 1 του Ν. 3904/2010 "2. Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η προσωπική και οικονομική κατάσταση του δράστη, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά έσοδα που έχει από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα εισοδήματα και η περιουσία του, καθώς και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο. 3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από τρία (3) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ και κάθε ημέρα κράτησης σε ποσό από τρία (3) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών". Ακολούθως, με την υποπαράγραφο ΙΓ.1. εδαφ. 2 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του ως άνω άρθρου και ορίσθηκε ότι κάθε ημέρα φυλακίσεως υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο νομοθέτης προκειμένου να εξισορροπήσει τις δικονομικές επιβαρύνσεις, που πηγάζουν από την τέλεση αξιοποίνων πράξεων, σε περίπτωση επιτρεπτής μετατροπής της ποινής φυλακίσεως σε χρηματική, προσδιορίζει κατώτατο και ανώτατο όριο του ποσού μετατροπής. Το δικαστήριο λαμβάνοντας υπ' όψη του τις οικονομικές δυνατότητες του καταδικασθέντος προσδιορίζει το ύψος της μετατροπής για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Το εισόδημα αποτελεί τον ουσιώδη παράγοντα καθορισμού προκειμένου να μη ματαιωθεί ο θεσμός της μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Δεν επιβάλλεται να προσδιορίζεται το μηνιαίο εισόδημα του κατηγορουμένου, αλλά υποδεικνύεται στον δικαστή να υπολογίσει κατά την κρίση του το ποσό της μετατροπής, αφού λάβει υπόψη του την γενική οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου στη συγκεκριμένη περίπτωση, την οποία δεν έχει υποχρέωση να εξειδικεύσει. Σε κάθε περίπτωση η αναφορά στην δικαστική απόφαση ότι ελήφθη υπόψη δια τον καθορισμό του ποσού της μετατροπής της ποινής φυλακίσεως η οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος συνιστά πλήρη αιτιολογία για το συγκεκριμένο κεφάλαιο. Στην προκειμένη περίπτωση, η ποινή φυλακίσεως που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα μετατράπηκε σε χρηματική και καθορίστηκε το ποσό μετατροπής σε πέντε (5) ευρώ ημερησίως, δηλαδή εντός των ορίων αμφοτέρων των ως άνω νόμων, προκειμένου δε το Δικαστήριο να μετατρέψει την ποινή φυλακίσεως σε χρηματική αναφέρει ότι έλαβε υπόψη του "την οικονομική κατάσταση της κατηγορουμένης", δηλαδή αιτιολόγησε επαρκώς το κεφάλαιο αυτό της μετατροπής της ποινής. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ο προβαλλόμενος από την αναιρεσείουσα λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά την μετατροπή της ποινής φυλακίσεως προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως και όχι προς τρία (3) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού όλες οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτησή της και να της επιβληθούν τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
Αμφότεροι οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικασθούν και στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ. και 22 παρ.1 Ν.3693/1957), σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 25 Ιανουαρίου 2017 δήλωση - αίτηση του κατηγορουμένου Ε. Ξ. του Κ., κατοίκου ..., για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό ...-1-2017 έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως της 1137/2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον ως άνω αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 2 Φεβρουαρίου 2017 δήλωση - αίτηση της κατηγορουμένης Σ. Γ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 6-2-2017, για αναίρεση της 1137/2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην ως άνω αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ αμφότερους τους ως άνω αναιρεσείοντες στη μειωμένη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος ο αρχαιότερος της συνθέσεως Αρεοπαγίτης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ