Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1423 / 2013    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναίρεση μερική, Μάρτυρες, Σωματεμπορία, Μαρτύρων καταθέσεις, Ποινής μετατροπή.




Περίληψη:
Καταδίκη για σωματεμπορία από κοινού, κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Εξαναγκασμός (χρήση βίας, απειλές κλπ) αλλοδαπών γυναικών να εκδίδονται σε τρίτους έναντι ανταλλάγματος. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απόλυτη ακυρότητα. Κατάθεση μάρτυρος, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη. Ανάγνωση ενόρκων προανακριτικών καταθέσεων δύο αλλοδαπών γυναικών. Το Δικαστήριο ανέγνωσε τις καταθέσεις αυτές, παρά τη σχετική ένσταση του κατηγορουμένου, αφού αιτιολόγησε ότι η κλήτευση και η εμφάνισή τους στο ακροατήριο ήταν αδύνατη και η κατάθεσή τους αναγκαία για την εξεύρεση της αλήθειας. Ισχυρισμός ότι η πράξη έπρεπε, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να χαρακτηριστεί ως διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας άλλως μαστροπείας. Ο ως άνω ισχυρισμός δεν ήταν αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας. Ποινής μετατροπή. Ποσό μετατροπής. Επιεικέστερος-δυσμενέστερος ποινικός νόμος. Όρισε ελάχιστο όριο μετατροπής τα 5 ευρώ, χωρίς ειδικότερη αιτιολογία, καίτοι από του χρόνου τέλεσης της πράξης μέχρι την εκδίκασή της το ελάχιστο όριο μετατροπής οριζόταν στο ποσό των 3 ευρώ, με προγενέστερο νόμο. Αναιρεί εν μέρει για εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης που αφορά στο ποσό μετατροπής της ποινής. Κατά τα λοιπά απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




Αριθμός 1423/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ. Χ. του Δ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, για αναίρεση της υπ'αριθ.4/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης. Με συγκατηγορουμένη την V. K. - V. του S.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Μαρτίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 326/2013.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά τη διάταξη του άρθρου 351 παρ. 1 Π.Κ όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του ν. 3064/2002 "όποιος με τη χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου ή την επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει, με ή χωρίς αντάλλαγμα, σε άλλον ή παραλαμβάνει από τον άλλον πρόσωπο με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος στην γενετήσια εκμετάλλευση του, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ". Κατά δε τη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου, που προστέθηκε επίσης με το άρθρο 8 του ν.3064/2002 "με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η πράξη: α)...β)... γ) συνδέεται με την παράνομη είσοδο, παραμονή ή έξοδο του παθόντος από τη χώρα, δ) τελείται κατ' επάγγελμα". Κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδαφ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, που συντρέχει και στην κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του.
II.Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος όπως και στο έγκλημα της σωματεμπορίας του ως άνω άρθρου 351 Π Κ, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο σκοπό αυτό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
ΙΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
IV. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη, με αριθμό 4/2013, απόφαση του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο κατά πλειοψηφία (4-3) τον αναιρεσείοντα, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 ε' Π.Κ, της πράξης, της σωματεμπορίας, συνοδευόμενης με παράνομη είσοδο, παραμονή και έξοδο του παθόντα από τη χώρα, κατ' επάγγελμα κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε, σε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών, την οποία μετέτρεψε προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως. Στο σκεπτικό της πλειοψηφίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν, Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος αναφέρει δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Ο πρώτος κατηγορούμενος. Χ. Χ. κατ' έτος 2003 συνεκμεταλλευόταν στο ... κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος (μπιστρό). Εκεί γνώρισε κάποιον ομογενή Ρώσο υπήκοο με το όνομα Β. αγνώστων λοιπών στοιχείων, με τον οποίο απέκτησε φιλικές σχέσεις. Ο πρώτος κατηγορούμενος, που αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, προτιθέμενος να ανεύρει αλλοδαπές γυναίκες με σκοπό τη γενετήσια εκμετάλλευση τους μετέβη, αφού συνεννοήθηκε με τον ως άνω Β., περί τις αρχές μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2003 στη Ρωσία και εκεί στην πόλη ... της Ρωσίας, γνώρισε τις αλλοδαπές με ρουσική υπηκοότητα Y. K. (Γ. Κ.) και Y. K. (Γ. Κ.). Κατά τη γνωριμία τους αυτή. ο πρώτος κατηγορούμενος είπε σε αυτές ότι διατηρεί κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος στο ... και ότι αναζητά σερβιτόρες έναντι μηνιαίου μισθού 1.000 περίπου ευρώ και τους πρότεινε να μεταβούν στη Γερμανία για να απασχοληθούν στο κατάστημα του, υποσχόμενος να τους διαθέσει διαμέρισμα για να κατοικήσουν και να τους εξασφαλίσει τα έξοδα μετακίνησης. Οι δύο νεαρές γυναίκες, ευρισκόμενες σε κατάσταση πενίας και στερήσεων, δέχθηκαν την πρόταση του κατηγορουμένου. Κατόπιν τούτου, ο πρώτος κατηγορούμενος παρέμεινε στη ... για μικρό χρονικό διάστημα, προκειμένου να φροντίσει για την έκδοση όλων των αναγκαίων ταξιδιωτικών εγγράφων, καταβάλλοντας και τη σχετική δαπάνη και αναχώρησε για τη Γερμανία περί τα τέλη Φεβρουαρίου του έτους 2003. Ο πρώτος κατηγορούμενος βέβαια ισχυρίζεται ότι μετέβη στη Ρωσία για χειμερινές διακοπές, φιλοξενούμενος σε συγγενικό πρόσωπο του φίλου του Β., πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν κρίνεται πειστικός. καθόσον λόγω της οικονομικής του αδυναμίας που αντιμετώπιζε δεν θα υποβαλλόταν σε δαπάνες προκειμένου να πραγματοποιήσει χειμερινές διακοπές, εγκαταλείποντας μάλιστα μόνη τη σύντροφο του δεύτερη κατηγορουμένη ως και το τέκνο του από τον πρώτο γάμο που συνοικούσε μαζί του. Περίπου σε μία εβδομάδα από την αναχώρηση του πρώτου κατηγορουμένου και συγκεκριμένα την 03.03.2003 οι δύο αλλοδαπές γυναίκες μετέβησαν αεροπορικώς από τη Μόσχα στο Παρίσι, κάνοντας χρήση των εισιτηρίων που είχε εκδώσει για λογαριασμό τους ο κατηγορούμενος. Στο Παρίσι είχε μεταβεί οδικώς και ο ίδιος ο πρώτος κατηγορούμενος, συνοδευόμενος από Γερμανό υπήκοο, ονόματι Ρ. Κ., παρέλαβε αυτές και τις μετέφερε με το αυτοκίνητο του στην κατοικία του Κ. στο ... όπου στο μεταξύ είχε μεταβεί και η δεύτερη κατηγορουμένη, σύντροφος του πρώτου, Λιθουανή υπήκοος K. V., η οποία έκτοτε χρησιμοποιήθηκε ως διερμηνέας για όλες τις συνεννοήσεις που είχε ο πρώτος κατηγορούμενος με τις αλλοδαπές. Ακολούθως ο πρώτος κατηγορούμενος μετέφερε τις δύο γυναίκες στο διαμέρισμα όπου διέμενε με τη δεύτερη κατηγορουμένη στο ..., με τη συναίνεση και της δεύτερης κατηγορουμένης, παραπείσας αυτές ότι επρόκειτο να εργασθούν στο κατάστημα του ως σερβιτόρες. Μετά από λίγο ο πρώτος κατηγορούμενος ανακοίνωσε σε αυτές ότι δεν είχαν τις προϋποθέσεις για την έκδοση άδειας εργασίας κατά τους νόμους του γερμανικού κράτους και ότι έπρεπε, προκειμένου να απασχοληθούν νόμιμα, να τελέσουν εικονικούς γάμους με γερμανούς πολίτες και συγκεκριμένα η πρώτη Γ. Κ. έπρεπε να παντρευτεί τον Ρ. Κ. και η δεύτερη Γ. Κ. έπρεπε να παντρευτεί τον Γ. Κ., με τους οποίους ο πρώτος κατηγορούμενος είχε ήδη συμφωνήσει να τους καταβάλλει ποσό 150 ευρώ) στον καθένα για την τέλεση των εικονικών γάμων. Κατόπιν πιέσεων του πρώτου κατηγορούμενου οι αλλοδαπές, ευρισκόμενες σε ξένη χώρα και αντιμετωπίζοντας ένδεια και αβεβαιότητα ως προς την επιβίωση τους, συμφώνησαν να τελέσουν τους γάμους, πιστεύοντας ότι μετά από αυτό θα μπορούσαν να εργασθούν νόμιμα ως σερβιτόρες στο κατάστημα. Τελικά ο πρώτος κατηγορούμενος συνοδεύοντας τις αλλοδαπές περί τα μέσα Μαρτίου 2003 μετέβησαν στη Δανία, όπου τελέσθηκαν οι γάμοι, με μάρτυρα τη δεύτερη κατηγορουμένη. Στη συνέχεια οι αλλοδαπές καθ' υπόδειξη του πρώτου κατηγορουμένου μετέβησαν στο ... τόπο διαμονής των συζύγων τους, όπου παρέμειναν για μικρό χρονικό διάστημα, προκειμένου να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για την έκδοση των αδειών παραμονής και εργασίας. Αφού είχαν εκδοθεί οι άδειες παραμονής των αλλοδαπών, είχε εκδοθεί την 22-5-2003 η άδεια εργασίας της Κ. και εκκρεμούσε η έκδοση της άδειας εργασίας της Κ., που εν τέλει εξεδόθη την 13-6-2003, ο πρώτος κατηγορούμενος την 1-6-2003 παρέλαβε τις αλλοδαπές από την πόλη ... και τις μετέφερε σε διαμέρισμα στο …στην οδό ... αρ.. , το οποίο είχε μισθώσει και προπληρώσει ο ίδιος καταβάλλοντας ποσό 3.000 ευρώ και τους ανακοίνωσε ότι δεν είναι δυνατόν να εργασθούν ως σερβιτόρες και ότι έπρεπε να εργασθούν ως πόρνες σε οίκο ανοχής, προκειμένου να του αποπληρώσουν τα χρήματα που ήδη είχε ξοδέψει γι' αυτές. Οι αλλοδαπές γυναίκες αντέδρασαν και ο πρώτος κατηγορούμενος προκειμένου να κάμψει τις αντιδράσεις απείλησε ότι θα κάνει κακό σε αυτές και τις οικογένειες τους στη Ρωσία, λέγοντας μάλιστα στην Κ. που είχε ανήλικο παιδί στη Ρωσία. ότι διατηρεί σχέσεις με κύκλωμα εμπορίας παιδιών στη χώρα της. Την επομένη ημέρα η δεύτερη κατηγορουμένη αγόρασε για λογαριασμό της Κ.. που είχε ήδη άδεια εργασίας, όλα τα αναγκαία για την άσκηση του επαγγέλματος της πόρνης ρούχα και εσώρουχα και τον απαραίτητο εξοπλισμό του δωματίου στον οίκο ανοχής (σεντόνια, πετσέτες κλπ) καν ακολούθως μαζί με τον πρώτο κατηγορούμενο πήγαν στον οίκο ανοχής με τον τίτλο ... στο …. Η δεύτερη κατηγορουμένη πλήρωσε με χρήματα που της έδωσε ο πρώτος κατηγορούμενος το δωμάτιο' όπου θα εκπορνευόταν η αλλοδαπή και της υπέδειξε τον τρόπο προσέλκυσης πελατών μέσα από τη βιτρίνα του δωματίου της καθώς και το και το αντίτιμο των υπηρεσιών που θα προσέφερε και. συγκεκριμένα, όφειλε να εισπράττει 30 ευρώ για 15 λεπτά απασχόληση. Έκτοτε και μέχρι τα τέλη περίπου του Ιουλίου του 2003, η Κ. ερχόταν σε σαρκική συνάφεια με αόριστο αριθμό ανδρών καθημερινά και επί οκτώ ώρες περίπου στον ανωτέρω οίκο ανοχής. Ο ίδιος τρόπος εκπόρνευσης ακολουθήθηκε περά τα τέλη περίπου του μηνός Ιουνίου του έτους 2003. όταν εξεδόθη η άδεια εργασίας και με την αλλοδαπή Κ.. Ο πρώτος κατηγορούμενος καθημερινά παραλάμβανε είτε ο ίδιος είτε δια της συγκατηγορούμενης του τις αλλοδαπές από το διαμέρισμα της ... και τις μετέφερε στον οίκο ανοχής και το βράδυ τις παραλάμβανε από τον οίκο ανοχής, έπαιρνε τα χρήματα που είχαν εισπράξει, τα οποία του κατέβαλαν αναντίρρητα υπό το καθεστώς του τρόμου, στο οποίο είχαν περιέλθει και, ακολούθως, τις οδηγούσε πίσω στο διαμέρισμα, δίνοντας τους χρήματα μόνο για τσιγάρα. Στο διάστημα αυτό ο πρώτος κατηγορούμενος εξ ιδίων χρημάτων κατέβαλε το μίσθωμα της κατοικίας τους και των δωματίων, όπου επιδίδονταν στην πορνεία, καθώς και όλα τα έξοδα διαβίωσης τους. ενώ με διαρκείς απειλές και σωματική βία που άσκησε κατά της Κ. ο πρώτος κατηγορούμενος τις υποχρέωνε να παραμένουν εντός του διαμερίσματος και να μην εξέρχονται αυτού, χωρίς να συνοδεύονται από τον ίδιο ή τη δεύτερη κατηγορουμένη. Τελικώς, περί τα τέλη του Ιουλίου του 2003. ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος είχε μεταβεί στην Ελλάδα, οι δύο γυναίκες βρήκαν την ευκαιρία να αναχωρήσουν από το διαμέρισμα της ... και να μετακομίσουν στην κατοικία προσώπου, αλβανικής καταγωγής, ονόματι Σ. Ρ.. Όλα τα παραπάνω προκύπτουν από τον αναγνωσθέντα φάκελο δικαστικής συνδρομής που περιλαμβάνει τις ένορκες καταθέσεις των Κ. και Κ. ενώπιον των γερμανικών αρχών, καθώς και των εικονικών συζύγων Κ. και Κ. και ενισχύονται από τις καταθέσεις των Σ. Ρ. και Φ. Ρ., υπό την "προστασία" των οποίων τελούσαν οι δύο Ρωσίδες υπήκοοι για μικρό χρονικό διάστημα μετά τη διαφυγή τους από τη σφαίρα επιρροής του πρώτου κατηγορουμένου. Να σημειωθεί δε ότι η αλλοδαπή Κ. κατά την 9-12-2003 κατάθεση της αναιρεί εν μέρει τα όσα ισχυρίσθηκε στην αρχική από 7-9-2003 κατάθεση της. πλην όμως η στάση της αυτή, συνήθης βέβαια σε θύματα τέτοιων εγκληματούν, πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι εκκρεμούσε η δίωξη και η απέλαση της για τον εικονικό γάμο που τέλεσε, στη συνέχεια δε με τις από 12-10-2004 και 27-9-2005 καταθέσεις της επιβεβαιώνει την αρχική της κατάθεση και αναφέρει λεπτομέρειες για την εγκληματική συμπεριφορά των κατηγορουμένων. Οι κατηγορούμενοι παραδέχονται τα πραγματικά περιστατικά που προηγήθηκαν και της εκπόρνευσης των αλλοδαπών καθώς και τα περιστατικά που ακολούθησαν την εκπόρνευσή τους, ισχυρίζονται όμως ο μεν πρώτος ότι βοήθησε τις αλλοδαπές κατόπιν παρακλήσεως του φίλου του Β., η δε δεύτερη ότι τις βοήθησε γιατί γνώριζε τη γλώσσα τους και μεσολαβούσε στις συνεννοήσεις. Όμως οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον με σαφήνεια αποδείχθηκε η οργάνωση από τον πρώτο κατηγορούμενο όλου του σχεδίου της γενετήσιας εκμετάλλευσης των αλλοδαπών, ήτοι η κατόπιν προσκλήσεως αυτού έλευση των αλλοδαπών στη Γερμανία, προκειμένου να εργασθούν ως σερβιτόρες, η μεταφορά τους από το Παρίσι στη Γερμανία, η ανεύρεση των εικονικών συζύγων προς τους οποίους μάλιστα κατέβαλε χρηματικό αντάλλαγμα για τη διευκόλυνση, η τέλεση των εικονικών γάμων, η εξεύρεση διαμερίσματος για να διαμένουν οι αλλοδαπέ; στο …και η καταβολή από αυτόν του μισθώματος, η μίσθωση από αυτόν δωματίου στον οίκο ανοχής, η μεταφορά και παραλαβή τον αλλοδαπών προς και από τον οίκο ανοχής καθώς και η είσπραξη των χρημάτων που αποκόμιζαν οι αλλοδαπές από την εκπόρνευσή τους. Επιπλέον δε ο πρώτος κατηγορούμενος ευρισκόμενος σε οικονομική δυσπραγία, ως τούτο άλλωστε προκύπτει και από το γεγονός ότι δεν κατέβαλε τα μισθώματα του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε με τη δεύτερη κατηγορουμένη, κατά την περιεχόμενη κατάθεση του ιδιοκτήτη του διαμερίσματος στον αναγνωσθέντα φάκελο δικαστικής συνδρομής, δεν είχε κανένα λόγο πέραν της σκοπούμενης γενετήσιας εκμετάλλευσης των αλλοδαπών να καταβάλλει για λογαριασμό τους ποσό περίπου 5.000 ευρώ, ως ο ίδιος ομολογεί. Η δε δεύτερη κατηγορουμένη με την προπεριγραφείσα συμπεριφορά της δεν ήθελε να εξυπηρετήσει τις αλλοδαπές που αγνοούσαν τη γερμανική γλώσσα, αλλά σκοπούσε να παρέχει συνδρομή στον συγκατηγορούμενό της πριν και κατά την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως της σωματεμπορίας, γνωρίζοντας ότι ο συγκατηγορούμενός της διά της εκπορνεύσεως των αλλοδαπών σκοπεί τον πορισμό εισοδημάτων για τον βιοπορισμό του. Να σημειωθεί δε ότι αβασίμως οι κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι είχαν προαποφασίσει ήδη από τις αρχές του έτους 2003 να μετεγκατασταθούν στην Ελλάδα και ως εκ τούτου δεν είχε λόγο ο πρώτος κατηγορούμενος να καταστρώσει σχέδιο της γενετήσιας εκμετάλλευσης των αλλοδαπών, καθόσον η επιστροφή τους στην Ελλάδα αποφασίσθηκε περί τα τέλη του μηνός Ιουνίου του έτους 2003 όταν οι αλλοδαπές εξέφυγαν της "προστασίας" και του ελέγχου του και άρχισαν αυτές να διεκδικούνται εν μέσοι επεισοδίων από άλλο οργανωμένο κύκλωμα σωματεμπορίας. Προς τούτο δε ο πρώτος κατηγορούμενος έφυγε εσπευσμένα για την Ελλάδα περί τα μέσα Ιουλίου 2003. αφήνοντας πίσω του την δεύτερη κατηγορουμένη να επιμεληθεί της μετακόμισης, μάλιστα δε προς επιβεβαίωση του εσπευσμένου της αναχώρηση τους το πρώτο διάστημα της επιστροφής του και επί δίμηνο διέμενε σε πανσιόν στο …και στη συνέχεια πλέον από τα μέσα Σεπτεμβρίου μίσθωσε μόνιμη κατοικία. Επιπλέον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι αλλοδαπές ήταν προηγουμένως πόρνες ενώ αποδείχθηκε ότι χωρίς τη βούληση τους εκπορνεύθηκαν, όταν ο πρώτος κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση στην οποία βρισκόταν, λόγω της μεγάλης οικονομικής ανάγκης τους και του γεγονότος ότι διέμεναν σε ξένη χώρα χωρίς να μπορούν να εξασφαλίσουν τη διαβίωση τους. χωρίς να μπορούν να προσφύγουν στις γερμανικές αρχές, αφού αγνοούσαν τη γλώσσα, εξανάγκασε αυτές με απειλές κατ' αυτών και των οικογενειών τους και με σωματική και ψυχολογική βία, με σκοπό την γενετήσια εκμετάλλευση τους. να έρχονται σε σαρκική επαφή καθημερινώς με διάφορους άνδρες εντός του οίκου ανοχής. Να σημειωθεί δε ότι η μετέπειτα συμπεριφορά των αλλοδαπών, η συνέχιση δηλαδή με τη θέληση τους της εκπόρνευσής τους όταν εξέφυγαν από τον έλεγχο του πρώτου κατηγορουμένου, είναι αδιάφορη ως προς τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας, καθόσον εν προκείμενω ενδιαφέρει η βούληση των αλλοδαπών όταν εξαναγκάσθηκαν να εκπορνευθούν το πρώτον από τον πρώτο κατηγορούμενο, αυτές δε, όπως από τις αποδείξεις προέκυψε, είχαν σαφώς και ρητώς εκφράσει την αντίθεση τους στην εκπόρνευσή τους. Εξάλλου η πράξη της σωματεμπορίας που κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος συνδέεται με την παράνομη παραμονή των αλλοδαπών γυναικών στο γερμανικό έδαφος, ενώ προέκυψε κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξης, αφού η επανειλημμένη τέλεση της πράξης με δύο παθούσες και έχοντας διαμορφώσει συγκεκριμένη υποδομή και σχέδιο δράσης, που συνίστατο στο γεγονός ότι προώθησε τις γυναίκες από τη Ρωσία στη δικές του δαπάνες, μίσθωσε ακίνητο για τη διαμονή τους, οργάνωσε την τέλεση εικονικών γάμων έναντι αμοιβής, για την τέλεση των οποίων μάλιστα τις μετέφερε σε χώρα του εξωτερικού, μερίμνησε για την έκδοση όλων των νόμιμων εγγράφων, προκειμένου αυτές να ταξιδέψουν, να παντρευτούν, να εργαστούν κλπ, υποδείκνυε ακριβούς σ' αυτές τις υπηρεσίες που όφειλαν να παρέχουν και τις αμοιβές που όφειλαν να εισπράττουν, το χώρο και το χρόνο επίδοσης αυτών στην πορνεία, συναγομένου ως εκ τούτων ότι ο σκοπός τους ήταν ο πορισμός εισοδήματος. Η δε δεύτερη κατηγορούμενη γνωρίζοντας και αποδεχόμενη την εγκληματική δράση του συγκατηγορουμένου της με πρόθεση παρείχε σε αυτόν βοήθεια πριν και κατά την τέλεση της πράξης, η οποία, χωρίς να. είναι άμεση, συντέλεσε στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό συγκατηγορούμενο της και συγκεκριμένα διερμήνευε τις συνομιλίες μεταξύ αλλοδαπών και του συγκατηγορουμένου της. χρησιμοποιήθηκε ως μάρτυρας για την τέλεση των εικονικών γάμων, φιλοξένησε στην οικία της τις αλλοδαπές, αγόρασε με χρήματα του συγκατηγορουμένου της όλα τα απαραίτητα για την εκπόρνευσή τους, μίσθωσε τα δωμάτια στον οίκο ενοχής για να εκπορνευθούν οι αλλοδαπές, υπέδειξε σε αυτές τον τρόπο εκπόρνευσής τους ως και την αμοιβή που έπρεπε να λαμβάνουν και αποδίδουν στον πρώτο κατηγορούμενο και συνόδευε αυτές από και προς τον οίκο ανοχής, ενώ επί πλέον γνώριζε για την παράνομη παραμονή των αλλοδαπών γυναικών στο γερμανικό έδαφος ως και το ότι ο συγκατηγορούμενός της με την τέλεση της πράξης σκοπούσε στον πορισμό εισοδήματος. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων πρέπει ο πρώτος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος, κατά πλειοψηφία, σωματεμπορίας συνοδευόμενης με παράνομη είσοδο, παραμονή και έξοδο του παθόντα από τη χώρα κατ' επάγγελμα κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και η δεύτερη κατηγορουμένη ένοχη, κατά απλής συνέργειας κατ' εξακολούθηση στην ως άνω πράξη που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός της..." Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΕΝΟΧΟ, κατά πλειοψηφία, τον πρώτο κατηγορούμενο του ότι στον κάτωθι τόπο και χρόνο με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με τη χρήση βίας και απειλής, κατακράτησε άλλα πρόσωπα, με σκοπό να προβεί ο ίδιος στη γενετήσια εκμετάλλευση τους. η πράξη του δε αυτή συνδέεται με την παράνομη παραμονή των προσώπων αυτών σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τελέσθηκε κατ' επάγγελμα. Συγκεκριμένα στην πόλη ... της Γερμανίας κατά το χρονικό διάστημα από την Γ1 Ιουνίου του 2003 μέχρι και τα τέλη του μηνός Ιουλίου του ιδίου έτους ,με .τη χρήση σωματικής και ψυχολογικής βίας και απειλής .κατακρατούσε σε μισθωμένο από αυτόν κείμενο επί της οδού ... αριθ…διαμέρισμα τις ενήλικες γυναίκες Γ. Κ. και Γ. Κ. ρωσικής υπηκοότητας, με σκοπό να προβεί ο ίδιος στη γενετήσια εκμετάλλευση τους καθόσον τις προήγαγε σε πορνεία. αναγκάζοντας αυτές να εργάζονται ως πόρνες σε μισθωμένο από αυτούς δωμάτιο στον οίκο ανοχής με την επωνυμία " …" και δη αφού προσέλκυσε αυτές στη Ρωσία τον μήνα Φεβρουάριο του 2003, προφασιζόμενος ότι δήθεν θα τις προωθήσει στο ... Γερμανίας για να εργαστούν ως σερβιτόρες σε καφετέρια, που επρόκειτο να αγοράσει, στη συνέχεια την 3.3.2003 τις προώθησε από την Ρωσία στη πόλη Παρίσι της Γαλλίας και από εκεί τις μετέφερε οδικώς στην πόλη ... της Γερμανίας και κατόπιν στην πόλη ..., προκειμένου δε να εξασφαλιστεί η νόμιμη διαμονή τους στην ανώτερω χώρα κατά καταστρατήγηση των οικείων εθνικών και κοινοτικών διατάξεων τις έπεισε να τελέσουν εικονικούς γάμους με τους γερμανούς υπηκόους Ρ. Κ. και Γ. Κ. Στους οποίους ο ίδιος κατέβαλε προς τούτο χρήματα και ακολούθως την 1.6.2003 τις εγκατέστησε στο προαναφερόμενο κείμενο επί της οδού ... αριθ. 1 διαμέρισμα και με τη χρήση απειλών και σωματικής βίας στρεφομένων κατά της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής τους τόσο των ιδίων όσο και των μελών της οικογένειας τους, τις κατακρατούσε στο ανωτέρω διαμέρισμα και τις προήγαγε παρά την αντίθετη θέληση τους, στην πορνεία, καθορίζοντας τις ερωτικές τους συνευρέσεις με αόριστο αριθμό ανδρών, έναντι αμοιβής, που ο ίδιος προσδιόριζε και εξ ολοκλήρου παρακρατούσε, στο παραπάνω δωμάτιο του προαναφερόμενου οίκου ανοχής. Από την επανειλημμένη δε τέλεση της πράξης, για την οποία κατηγορείται και την υποδομή, που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής ,με την προσέλκυση των ανωτέρω και άλλων γυναικών από τον τόπο καταγωγής τους, την οργάνωση προώθησης τους στη Γερμανία, την πληρωμή προσώπων για την τέλεση εικονικών γάμων, ώστε να εξασφαλισθεί η νόμιμη διαμονή τους στην ανωτέρω χώρα, τη μίσθωση διαμερίσματος και δωματίου για την εγκατάσταση και την επ' αμοιβή έκδοση αντίστοιχα των γυναικών αυτών προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος." Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξεως, σωματεμπορίας από κοινού και κατ' επάγγελμα για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά, καθώς επίσης και οι νομικοί συλλογισμοί, βάσει των οποίων έγινε η υπαγωγή τους στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 13 στ, 14, 26 παρ. 1α 27 παρ. 1, 94, 98, 351 παρ. 1, 4 στοιχ. γ-δ' του Π.Κ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρεται ο τρόπος κατά τον οποίο τελέστηκε το έγκλημα, η χρήση της βίας και των απειλών με τις οποίες εξανάγκαζε ο αναιρεσείων τις αλλοδαπές να εκδίδονται με ανταλλάγματα σε τρίτους. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) αιτιολογείται ειδικά το στοιχείο του εξαναγκασμού των αλλοδαπών να υποκύψουν στην ψυχολογική βία και τις απειλές που άσκησε σε βάρος τους ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ο οποίος τις κατακράτησε με σκοπό να προβεί στη γενετήσια εκμετάλλευσή τους, διαλαβόν συγκεκριμένα στο σκεπτικό ότι "...παρέλαβε τις αλλοδαπές από την πόλη ... και τις μετέφερε σε διαμέρισμα στο ..., στην οδό ... αρ. 1, το οποίο είχε μισθώσει και προπληρώσει ο ίδιος καταβάλλοντος ποσό 3.000 ευρώ και τους ανακοίνωσε ότι δεν είναι δυνατόν να εργασθούν ως σερβιτόρες και ότι έπρεπε να εργασθούν ως πόρνες σε οίκο ανοχής, προκειμένου να του αποπληρώσουν τα χρήματα που ήδη είχε ξοδέψει γι' αυτές. Οι αλλοδαπές γυναίκες αντέδρασαν και ο πρώτος κατηγορούμενος προκειμένου να κάμψει τις αντιδράσεις απείλησε ότι θα κάνει κακό σε αυτές και τις οικογένειες τους στη Ρωσία, ότι το βράδυ τις παραλάμβανε από τον οίκο ανοχής, έπαιρνε τα χρήματα που είχαν εισπράξει, δίνοντας τους χρήματα μόνο για τσιγάρα" β) αιτιολογείται ειδικά, αν και είναι αδιάφορο και μη αξιολογήσιμο για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ότι οι ως άνω παθούσες δεν ήταν πόρνες, τούτο δε συνάγεται από τις παραδοχές ότι η σύζυγος του κατηγορουμένου υπέδειξε στην παθούσα Y. K. τον τρόπο εκπορνεύσεώς της και ειδικότερα "...της υπέδειξε τον τρόπο προσέλκυσης πελατών μέσα από τη βιτρίνα του δωματίου της καθώς και το αντίτιμο των υπηρεσιών που θα προσέφερε και, συγκεκριμένα, όφειλε να εισπράττει 30 ευρώ για 15 λεπτά απασχόλησης", επί πλέον δε αναφέρει ότι "από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι αλλοδαπές ήταν προηγουμένους πόρνες, ενώ αποδείχθηκε ότι χωρίς τη βούληση τους εκπορνεύθηκαν, όταν ο πρώτος κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την ευάλωτη θέση στην οποία βρισκόταν, λόγω της μεγάλης οικονομικής ανάγκης τους και του γεγονότος ότι διέμεναν σε ξένη χώρα χωρίς να μπορούν να εξασφαλίσουν τη διαβίωση τους, χωρίς να μπορούν να προσφύγουν στις γερμανικές αρχές, αφού αγνοούσαν τη γλώσσα, εξανάγκασε αυτές με απειλές κατ' αυτών και των οικογενειών τους και με σωματική και ψυχολογική βία, με σκοπό την γενετήσια εκμετάλλευση τους, να έρχονται σε σαρκική επαφή καθημερινώς με διάφορους άνδρες εντός του οίκου ανοχής. ". γ) αιτιολογείται ειδικά με την προηγηθείσα σκέψη ότι οι παθούσες δεν είχαν προειλημμένη απόφαση προς έκδοση τους και παροχή ερωτικών υπηρεσιών έναντι αμοιβής.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ 2ος λόγος αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου είναι αβάσιμος.
V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ.1 εδ α' του ΚΠΔ "στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος (άρθρο 219 παρ.2), ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεση που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία...". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ακυρότητα της διαδικασίας από την οποία ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠΔ, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή της σχετικής αίτησης από τον κατηγορούμενο ή τον Εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη. Ακυρότητα της διαδικασίας προκαλείται, επίσης, αν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση, χωρίς να αναγνωσθεί ή ο κατηγορούμενος εναντιωθεί στην ανάγνωση της κατάθεσης του μάρτυρα και το δικαστήριο την αναγνώσει και τη λάβει υπόψη του, χωρίς να βεβαιώσει την αδυναμία εμφάνισης του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και το άρθρο 14 παρ.3 στοιχ.ε' του "Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα" (ν.2462/1997), να εξετάζει τους μάρτυρες και δημιουργείται ακυρότητα από το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ' του ΚΠΔ. Δεν δημιουργείται όμως καμία ακυρότητα, όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτους ή μετά από αίτηση, αναγνώσει και λάβει υπόψη του ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατά την προδικασία, εφόσον βεβαιώσει στην απόφαση του την αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα, έστω και αν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί σχετικά. Η εναντίωση αυτή αποτελεί περιστατικό, το οποίο εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 334 παρ.2 ΚΠΔ και μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη, αν εμποδίζει τη εξακρίβωση της αλήθειας. Τούτο ισχύει, ιδίως, όταν ο μάρτυρας έχει αποβιώσει, ή είναι αδύνατη ή σχετικά δυσχερής η ανεύρευσή του, λόγω διαμονής του σε άγνωστη διεύθυνση στο εξωτερικό, ή η εμφάνιση του στο ακροατήριο και η κατάθεση αυτού, που λήφθηκε στην προδικασία, είναι εντελώς αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας. Διαφορετικά, η εναντίωση του κατηγορουμένου ως προς την ανάγνωση τέτοιας κατάθεσης, αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 6 και 18 της ΕΣΔΑ, διότι απολήγει στην παρεμπόδιση διεξαγωγής δίκαιης και ουσιαστικής δίκης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών συνεδριάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, τούτο ανέγνωσε και έλαβε υπόψη του για την περί ενοχής κρίση του αναιρεσείοντος, τις προανακριτικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, (παθουσών), Π. Κ. και Γ. Κ., παρά τη ρητή εναντίωση των κατηγορουμένων, μεταξύ των οποίων και του ήδη αναιρεσείοντος. Το Δικαστήριο προέβη στην ανάγνωση των καταθέσεων αυτών, αποδεχόμενο σχετικό αίτημα του Εισαγγελέως, αφού προηγουμένως απέρριψε τις πιο πάνω αντιρρήσεις των κατηγορουμένων με την εξής αιτιολογία: " όπως προκύπτει από τη δικογραφία, οι εξετασθείσες κατά την προδικασία ενώπιον της Γερμανικής δικαιοσύνης μάρτυρες, Γ. Κ. και Γ. Κ., είναι Ρωσικής υπηκοότητας, κατά το χρόνο εξέτασης τους διέμεναν προσωρινά στη Γερμανία, χωρίς να έχουν σταθερό τόπο κατοικίας και ως εκ τούτου καθίστατο ανέφικτη η κλήση τους για εμφάνιση ενώπιον του ακροατηρίου. Ως εκ τούτων πρέπει, παρά τις αντιρρήσεις των κατηγορουμένων να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης με ανάγνωση των προανακριτικών καταθέσεων των απολιπομένων μαρτύρων, των οποίων οι καταθέσεις είναι αναγκαίες για την ανακάλυψη της αλήθειας..." Κατά συνέπεια, εφόσον το Δικαστήριο δέχθηκε, αφενός μεν, ότι η κλήτευση και η εμφάνιση των πιο πάνω μαρτυρίων στο Δικαστήριο ήταν αδύνατη, αφετέρου δε, θεώρησε την κατάθεση αυτών εντελώς αναγκαία για την εξακρίβωση τη αλήθειας, δεν δημιουργείται, σύμφωνα και με την πιο πάνω σκέψη, καμία ακυρότητα από την ανάγνωση των πιο πάνω καταθέσεων που δόθηκαν κατά την προδικασία. Οι αιτιάσεις, επομένως, του αναιρεσείοντος ότι δεν ήταν επιτρεπτή η ανάγνωση των καταθέσεων αυτών είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ 1ος λόγος αναιρέσεως, της απολύτου ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, (αρθρ. 171 παρ.1 ΚΠΔ), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
VI. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη τους. Όμως, η υπό του κατηγορουμένου άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως που του αποδίδεται, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά άρνηση της κατηγορίας, όπως κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία εξειδικεύεται στο κατηγορητήριο (Α.Π. 720/2011, Α.Π. 1294/2010). Επομένως, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, περί μεταβολής της κατηγορίας από την κακούργηματική μορφή της σωματεμπορίας (άρθρο 351 παρ. 1,4 περ.γ -δ Π.Κ.), σε διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας (άρθρο348 παρ. 1 Π.Κ.), άλλως της μαστροπείας (άρθρο 349 παρ.3 Π.Κ.) δε συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, υπό την εκτεθείσα έννοια, αλλά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προαναφερθείσα απόφαση του ΜΟΕ Θράκης, ο αναιρεσείον, κηρύχθηκε ένοχος, κατά πλειοψηφία, για την κακουργηματική μορφή της σωματεμπορίας κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση (άρθρο 351 παρ. 1,4 περ.γ - δ Π.Κ.), και του επιβλήθηκε η προαναφερθείσα ποινή. Όπως προκύπτει, από τα παραδεκτώς επίσκοπου μένα, για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, κατέθεσε τον ως άνω αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, περί μεταβολής της κατηγορίας από την κακουργηματική μορφή της σωματεμπορίας, σε διευκόλυνση αλλότριας ακολασίας, άλλως της μαστροπείας (τον εν λόγω ισχυρισμό, ο αναιρεσείων τον χαρακτηρίζει ως αυτοτελή) και τον ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο.
Επομένως, η στον σχετικό λόγο αναιρέσεως αναφερομένη αιτίαση, ότι το άνω δικαστήριο δεν απάντησε αιτιολογημένα στον προβληθέντα από τον κατηγορούμενο ισχυρισμό, περί μεταβολής της κατηγορίας καθόσον, η υπ' αυτού τελεσθείσα αξιόποινη πράξη, δεν έφερε τον νομικό χαρακτήρα της κακουργηματικής μορφής της σωματεμπορίας, αλλά της διευκόλυνσης αλλότριας ακολασίας, άλλως της μαστροπείας, είναι απορριπτέα, αφενός μεν, γιατί η υπό του κατηγορουμένου άρνηση του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως που του αποδίδεται, δε συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά άρνηση κατηγορίας, σύμφωνα με όσα στην προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρθηκαν, και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό, το δε, γιατί το δικαστήριο, με βάση τις άνω παραδοχές, απάντησε, εκ περισσού, και μάλιστα με πλήρη και ειδική αιτιολογία, στον ισχυρισμό αυτό, δεχόμενο την ύπαρξη του στοιχείου του εξαναγκασμού των παθουσών να υποκύψουν στην ψυχολογική βία και τις απειλές που άσκησε σε βάρος τους ο κατηγορούμενος ο οποίος τις κατακράτησε με σκοπό να προβεί στη γενετήσια εκμετάλλευση τους.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. Ι στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. 3ος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα των όσων παραπάνω εκτέθηκαν, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
VII. Με το άρθρο Ι του Ν. 3904/2010 (ΦΕΚ Α' 218/23-12-2010) αντ/θηκε το άρθρο 82 του Π Κ και στο εδάφιο α' της παραγράφου 3 ορίσθηκε ότι "κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από τρία (3) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ", με την παράγραφο 2 δε του ίδιου άρθρου ορίσθηκε ότι "το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η προσωπική και οικονομική κατάσταση του δράστη, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά έσοδα που έχει από την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε ημέρα, άλλα εισοδήματα και η περιουσία του, καθώς και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Άλλες υποχρεώσεις του μπορούν επίσης να συνυπολογισθούν από το δικαστήριο". Ακολούθους με το άρθρο πρώτο άρθρο παρ. ΙΓ.1 περίπτ. 2 του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α' 222/12-11-2012) αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 82 του ΠΚ και κάθε μέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ. Κατά το χρόνο τελέσεως της κρινόμενης πράξεως (Ιούνιος 2003 έως τέλη Ιουλίου 2003) η μετατροπή της κάθε ημέρας φυλάκισης είχε καθορισθεί με την από 20.2.93 κοινή απόφ. Υπ.Δικ. και Οικ. 134423α/ΟΙΚ/ 8.12.1992 (ΦΕΚ Β 11 1993) σε ποσό 1.500 έως 20.000 δραχμών, αντίστοιχο σήμερα των 4,40 έως 58,69 ευρώ. Κατά το άρθρο 2§1 ΠΚ "αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις". Οι διατάξεις περί μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική τόσο ως προς το όριο μετατροπής, όσο και ως προς το ποσό μετατροπής, είναι ουσιαστικού δικαίου, και συνεπώς εφαρμόζεται πάντοτε το ηπιότερο περί μετατροπής δίκαιο. Από τα εκτιθέμενα ανωτέρω, ευμενέστερη διάταξη είναι η καθορίζουσα ως ποσό μετατροπής της φυλάκισης, διάταξη του Ν. 3904/2010, με την οποία αντικαταστάθηκε το άρθρο 82 ΠΚ και συνεπώς αυτή θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής κατά την εκδίκαση της κρινόμενης υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επιτρεπτώς επισκοπούμενα για τον έλεγχο των αναιρετικών λόγων πρακτικά της δίκης (σελ. 45 πρακτικών), προκύπτει ότι μετά την απαγγελία της αποφάσεως για τον καθορισμό συνολικής ποινής φυλακίσεως στους κατηγορουμένους, το δικαστήριο με την απόφαση του μετέτρεψε τη στερητική της ελευθερίας ποινή της φυλάκισης προς πέντε (5) ευρώ την ημέρα, σύμφωνα με τον προδιαληφθέντα Ν. 4093/2012, ο οποίος είχε τεθεί σε ισχύ κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης. Ο ως άνω νόμος όμως, όπως εκτέθηκε, περιέχει, ως προς το σημείο αυτό, δυσμενέστερες για τον αναιρεσείοντα διατάξεις, αφού, για το προ της 12-11- 2012 (ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Ν. 4093/2012), διάστημα ίσχυαν οι ευμενέστερες διατάξεις του Ν. 3904/20] 0, με τις οποίες είχε ορισθεί ότι το ελάχιστο όριο του ποσού της μετατροπής της ποινής αυτής ήταν τα τρία (3) ευρώ, και όχι αυτό των πέντε (5) ευρώ που όρισε η προσβαλλομένη. Δεν κωλυόταν βέβαια το Δικαστήριο και υπό το κράτος ισχύος του Ν. 4093/2012 να ορίσει το ποσό της μετατροπής στα πέντε (5) ευρώ ημερησίως, αφού αυτό βρίσκεται μέσα στα ανωτέρω πλαίσια του ποσού μετατροπής (3-100 ευρώ), πλην όμως, στην περίπτωση αυτή, αφού υπερβαίνει το ελάχιστο κατά νόμο όριο της μετατροπής, έπρεπε να διαλάβει, στην σχετική απόφαση του, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί του ζητήματος αυτού, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 82 Π Κ, γεγονός που δε συνέβη. Το Δικαστήριο συνεπώς προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων που ρυθμίζουν την μετατροπή της ποινής και το ημερήσιο ποσό αυτής, σε κάθε δε περίπτωση στέρησε την σχετική περί αυτής απόφαση του της κατά τις ανωτέρω διατάξεις ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Είναι επομένως, βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε' ΚΠΔ, 4ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατ' ακολουθία τούτων πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το ποσό της μετατροπής, για κάθε ημέρα φυλάκισης της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα συνολικής ποινής φυλάκισης των πέντε (5) ετών και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το σημείο αυτό, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμό 4/2013 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξη της, που αφορά στο ποσό της μετατροπής της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα, Χ. Χ. του Δ., συνολικής ποινής φυλάκισης πέντε (5) ετών.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από Δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 1-3-2013 υπ' αριθμό πρωτ. 1726/4-3-2013 Αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως του παραπάνω, για αναίρεση της αυτής ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή