Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Ναρκωτικά, Αναίρεση μερική, Καταλογισμού μειωμένη ικανότητα.
Περίληψη:
Αγορά και κατοχή ναρκωτικών ου-σιών τελεσθείσα από δράστη που ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Πρέπει να αιτιολογείται ειδικά η τέλεση της πράξεως υπό τις άνω επιβαρυντικές συνθήκες με την παράθεση και των περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοια αυτών. Απορρίπτονται οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου διότι με πληρότητα παρατίθενται τα περιστατικά που έγινε δεκτό ότι αποδείχθηκαν και από τα οποία προκύπτει επανειλημμένη τέλεση τέτοιων παραβάσεων του νόμου περί ναρκωτικών από τον κατηγορούμενο και δεν ασκεί επιρροή η μη ύπαρξη καταδίκης του για κάποιες από αυτές τις παραβάσεις καθώς και ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Αναιρείται η καταδικαστική απόφαση διότι με ελλιπή αιτιολογία απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του προ-βλήθηκε ορισμένα και νόμιμα από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ότι κατά το χρόνο τελέσεως των αξιόποινων πράξεων ήταν σε κατάσταση μειωμένου καταλογισμού ως πάσχων από ψυχική διαταραχή προς απόδειξη της οποίας προσκόμισε με επίκληση ιατρική γνωμάτευση του ψυχιάτρου της δικαστικής φυλακής όπου κρατείτο ο κατηγορούμενος ως προς τον απορριφθέντα ισχυρισμό από το άρθρο 36 Π.Κ. και ως προς τις ποινές που επιβλήθηκαν.
Αριθμός 342/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Ζήνδρο, περί αναιρέσεως της 1651-1652/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 ιουνίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 968/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 5 παρ.1 περ.β, ζ του ν.1729/1987 όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 10 του ν. 2161/1963 και ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων (1-6 και 7 Μαΐου 2004), το έγκλημα της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών, στα οποία περιλαμβάνεται και η ηρωΐνη τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και με χρηματική ποινή 2900 έως 290.000 ευρώ. Το έγκλημα αυτό πραγματώνεται αντικειμενικώς με την αγορά και τη φυσική εξουσίαση των ουσιών αυτών από το δράστη, κατά τρόπο που να μπορεί αυτός ανά πάσα στιγμή να διαπιστώνει την ύπαρξη τους και να τις διαθέτει πραγματικά κατά την βούλησή του, ενώ για την υποκειμενική θεμελίωση του απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να τελέσει την ύπαρξη με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόστασή του. Περαιτέρω κατά το άρθρο 8 του ν. 1729/1987 όπως ίσχυε κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 2 παρ.15 περ.β' του ν. 2479/1997 και στη συνέχεια 10 εδάφ. α' με το άρθρο 5 παρ.1 ν. 3199/2003 με τις σ' αυτό προβλεπόμενες βαρύτερες των ανωτέρω ποινές τιμωρείται ο παραβάτης του άρθρου 5 του ίδιου νόμου εκτός άλλων περιπτώσεων και όταν ενεργεί κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Κατά το άρθρο 13 εδάφ. στ του ΠΚ, που προσετέθη με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 2408/1996 "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη, για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια σε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη.
Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιπτώσεως της τελέσεως του εγκλήματος κατ'επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Εξ άλλου κατ'επάγγελμα τέλεση της πράξεως υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτο, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητάς του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος.
Κατά το άρθρο 50 παρ.1 του ν. 2910/2001 που ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως από τον κατηγορούμενο όποιος εξέρχεται από το ελληνικό έδαφος η εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει σε αυτό χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών (1500 ευρώ). Κατά το άρθρο δε 54 παρ.7 του άνω νόμου 2910/2001 που ίσχυε κατά το χρόνο που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση όποιος παράνομα κατέχει ή χρησιμοποιεί γνήσιο διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο άλλου προσώπου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων (1500 ευρώ). Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στην παραδοχή επιβαρυντικών περιστατικών, όπως είναι οι προαναφερθείσες των άρθρων 8 του ν. 1729/1987 και 13 στοιχ.στ του ΑΚ, και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους. Η επιβαλλόμενη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται όχι μόνον σε σχέση με τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία και τις επιβαρυντικές περιστάσεις τελέσεως αξιοποίνου πράξεως, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠοινΔ από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή στον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάγεται και ο αυτοτελής ισχυρισμός περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του έχει ως συνέπεια την επιβολή μειωμένης ποινής όπως προκύπτει από όσα ορίζονται στο άρθρο 36 παρ.1 ΠΚ, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, αν εξ αιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34 δεν έχει εκλείψει εντελώς αλλά μειώθηκε σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό, που απαιτείται από το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 82). Για την πληρότητα αυτού του ισχυρισμού δεν αρκεί ο κατηγορούμενος να επικαλεσθεί μόνο τις σχετικές διατάξεις του ΠΚ. Αλλά πρέπει να προβάλει κατά τρόπο ορισμένο τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων θεμελιώνει τη νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή τις παροδικές ψυχικές διαταραχές, ώστε ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση και τυχόν αποδοχή αυτών, να κρίνει αν ο δράστης είναι ελαττωμένης ικανότητας για καταλογισμό ως έχων εν μέρει μόνον ικανότητα για διάκριση του άδικου και δυνατότητα συμμορφώσεώς του σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό μέχρις ενός ορισμένου βαθμού και να οδηγηθεί στην κρίση περί επιβολής μειωμένης ποινής.
Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, παράνομη είσοδο στη χώρα, κατοχή και χρήση γνησίου διαβατηρίου άλλου προσώπου και καταδικάσθηκε σε ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή 20.000 ευρώ για τις παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών και σε ποινή φυλακίσεως τριών μηνών και σε χρηματική ποινή 2.000 ευρώ για κάθε μία από τις λοιπές πλημμεληματικού χαρακτήρα παραβάσεις και καθορίσθηκε η συνολική ποινή φυλακίσεως σε τέσσερις μήνες και η συνολική χρηματική ποινή σε 21.000 ευρώ.
Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, που προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού και του διατακτικού της, δέχθηκε το Εφετείο ότι από τα μνημονευόμενα, κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις της αγοράς και κατοχής της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών και ειδικότερα στη ... κατά το διάστημα από 1 έως 6 Μαΐου 2004 αγόρασε (με σκοπό περαιτέρω διάθεσης-εμπορίας) από πρόσωπο αλβανικής υπηκοότητας, με τα στοιχεία ... (αγνώστων λοιπών στοιχείων) ποσότητα ηρωΐνης, συνολικού βάρους 2.168 γραμμαρίων, ενώ είναι πρόσωπο που αγοράζει ναρκωτικά κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Ο ίδιος επίσης στις 7/5/2004 στην ... κατείχε και μπορούσε να διαθέσει κατά την πραγματική του βούληση (με σκοπό περαιτέρω διάθεσης-εμπορίας) όντας πρόσωπο που κατέχει ναρκωτικά κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, την προαναφερθείσα ποσότητα ηρωΐνης βάρους 2.168 γραμμαρίων, διαμοιρασμένη σε τέσσερις συσκευασίες βάρους αντίστοιχα (578), (540), (538) και (512) γραμμαρίων, την πρώτη από τις οποίες έφερε μαζί του κατά το χρόνο συλλήψεως του (οπότε και κατασχέθηκε) και τις υπόλοιπες τρεις συσκευασίες απέκρυπτε εντός του δωματίου στην οικία όπου διέμενε. Ο κατηγορούμενος επρόκειτο για πρόσωπο που τέλεσε τις παραπάνω πράξεις αγοράς και κατοχής ναρκωτικών κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια αφού από την επανειλημμένη τέλεση πράξεων που αποτελούν κακουργηματικές παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών (καθόσον και στο παρελθόν και δη στις 6-1-1998 διέπραξε το κακούργημα κατοχής ποσότητας ακατέργαστης ινδικής κάνναβης, συνολικού βάρους 20.400 γραμμαρίων και είχε εκδοθεί για την πράξη του αυτή το 34/2003 ένταλμα σύλληψης της Γ Ανακρίτριας Θεσσαλονίκης που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 475/2003 διάταξη του Προέδρου Εφετών Θεσσαλονίκης) και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των πράξεων για τις οποίες σήμερα κατηγορείται (η υποδομή αυτή καταδεικνύεται από τα στοιχεία της συνεργασίας του με των αγνώστων λοιπών στοιχείων ..., που εισήγαγε στην Ελληνική Επικράτεια και του πώλησε την προαναφερθείσα ποσότητα της ηρωϊνης 2.168 γραμμάρια, υψηλοτάτης οικονομικής αξίας διαμοιρασμένη σε 4 αυτοτελείς συσκευασίες, έτοιμες προς εμπορία και που καταδεικνύουν την ύπαρξη οργανωμένου κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών ουσιών) προκύπτει αφ'ενός σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και αφετέρου σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη συγκεκριμένων εγκλημάτων ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Επί πλέον ο κατηγορούμενος από αδιευκρίνιστο σημείο της Ελληνοαλβανικής μεθορίου κατά το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου 2004 σε χρόνο που δεν προσδιορίσθηκε ειδικότερα, εισήλθε παράνομα στην Ελληνική Επικράτεια χωρίς να κατέχει τα απαιτούμενα νομιμοποιητικά έγγραφα για την είσοδό του και χωρίς να υποβληθεί σε έλεγχο από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές. Ακόμη, ο ίδιος στη ... κατά το χρονικό διάστημα από το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Απριλίου 2004 μέχρι και τη σύλληψή του στις 7-5-2004, πέραν της με αριθμ. ... προσωρινής αδείας παραμονής εκδοθείσης από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και της με αριθμό ... αδείας εργασίας που αφορούν τον κατωτέρω αναφερόμενο αδελφό του κατείχε και χρησιμοποιούσε κατά την παραμονή του στην Ελλάδα το αλβανικό διαβατήριο ... που είχε εκδοθεί στο όνομα του αδελφού του ..., γεννημένο στις 23-5-1973, έτσι ώστε με τη χρήση του διαβατηρίου σε συνδυασμό με τα λοιπά έγγραφα να εμφανίζεται στις Ελληνικές αρχές ότι παραμένει νομίμως στην Ελλάδα.
Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του τόσο ως προς την τέλεση εκ μέρους του αναιρεσείοντος των πράξεων της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών όσο και ως προς την τέλεση της πράξεως της παράνομης εισόδου του στη Χώρα καθώς και της πράξεως παράνομης κατοχής γνησίου διαβατηρίου άλλου προσώπου, αλλά και ως προς την παραδοχή των επιβαρυντικών περιστάσεων υπό τις οποίες οι άνω αξιόποινες παραβάσεις της περί ναρκωτικών νομοθεσίας τελέσθηκαν, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στην απόφαση, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια αγοράς και κατοχής ναρκωτικών και των πλημμελημάτων της παράνομης εισόδου στη Χώρα καθώς και της παράνομης κατοχής και χρησιμοποίησης γνησίου διαβατηρίου άλλου προσώπου, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ορθώς ερμηνευθείσες και εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 5 παρ.1 περ.β' ζ' και 8 του ν. 1729/1987 και 13 στοιχ. στ, 26 παρ.1 α, 27 ΠΚ και των αυτεπαγγέλτως κατά το άρθρο 514 ΚΠοινΔ από τον 'Αρειο Πάγο παρατιθεμένων σχετικών διατάξεων των άρθρων 50 παρ.1 και 54 παρ.7 του ν.2910/2001 που εφαρμόστηκαν από το δικαστήριο της ουσίας όσον αφορά τις άνω πλημμεληματικού χαρακτήρα πράξεις χωρίς να παρατεθούν στην προσβαλλόμενη απόφαση και δεν παραβίασε αυτές ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Σε σχέση με τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, η κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση από αυτόν της πράξεως αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών αιτιολογείται επαρκώς από τις παραδοχές της αποφάσεως περί της επανειλημμένης τέλεσης τέτοιων πράξεων στην περιοχή Θεσσαλονίκης την πρώτη εβδομάδα του μηνός Μαΐου 2004 και κατά το παρελθόν στις 6/1/1998, ανεξάρτητα από το ότι δεν αναφέρεται εάν ακολούθησε και καταδίκη του κατηγορουμένου από ποινικό δικαστήριο για τις ποσότητες ναρκωτικών που έγινε δεκτό ότι αυτός κατείχε κατά το παρελθόν στις 6/1/1998 (πέραν της εκδόσεως του διατηρηθέντος κατά τα προαναφερθέντα σε ισχύ 34/2003 εντάλματος συλλήψεως εναντίον του από την Ανακρίτρια του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης). Ο σκοπός δε του κατηγορουμένου να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση πράξεων αγοράς και κατοχής ναρκωτικών ουσιών κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει από το ότι ήταν μεγάλης αξίας αυτές οι ποσότητες ναρκωτικών που είχε υπό την φυσική εξουσία του ο ήδη αναιρεσείων και τις προόριζε προς περαιτέρω διάθεση-εμπορία. Ακόμη η επανειλημμένη τέλεση τέτοιων αξιοποίνων πράξεων κατά τις περαιτέρω παραδοχές της ίδιας αποφάσεως υπεδήλωνε και σταθερή ροπή του προς διάπραξη εγκλημάτων όπως η κατοχή ναρκωτικών ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Δεν περιορίσθηκε η προσβαλλομένη απόφαση σε παράθεση στο σκεπτικό και στο διατακτικό της μόνον των κατά νόμο απαιτουμένων όρων για τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της πράξεως της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών αλλά εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την συμπεριφορά του δράστη και στηρίζουν την περί συνδρομής των περιστάσεων αυτών κρίση του Εφετείου. Επομένως, είναι αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως ότι στερείται η προσβαλλομένη απόφαση την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την αναφορά των πραγματικών περιστατικών από τα οποία προκύπτει η επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της αγοράς και κατοχής ναρκωτικών από τον κατηγορούμενο και ότι κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 8 του ν. 1729/1987 έγινε δεκτό ότι συνέτρεχαν τα περιστατικά της επανειλημμένης τέλεσης των άνω παραβάσεων της περί ναρκωτικών νομοθεσίας και σκοπός του ίδιου προς πορισμό εισοδήματος. Όσον αφορά τον προβληθέντα από τον συνήγορο υπεράσπισης του ήδη αναιρεσείοντος αυτοτελή ισχυρισμό ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο του ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης κατά την οποία εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση κατετέθη εγγράφως και αναπτύχθηκε και προφορικώς στο ακροατήριο ότι έπρεπε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 36 του ΠΚ καθόσον κατά το χρόνο τελέσεως των εγκλημάτων που του αποδίδονται ήταν σε κατάσταση μειωμένου καταλογισμού από διαταραχές που οφείλονταν σε ψυχική ασθένεια. Τον ισχυρισμό αυτό που προβλήθηκε ορισμένως με την παράθεση της ψυχωτικής διαταραχής ως αιτίας του μειωμένου καταλογισμού του κατά τον κρίσιμο χρόνο και με την επίκληση προς απόδειξη αυτής της καταστάσεως του της από 29-11-2004 ιατρικής βεβαιώσεως του ψυχιάτρου ... εντεταλμένου ιατρού της Δικαστικής Φυλακής Θεσσαλονίκης, κατά την αναφερόμενη στην άνω βεβαίωση ημερομηνία τον απέρριψε το δικαστήριο της ουσίας με την εξής ελλιπή αιτιολογία. "Τέλος ο υποβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εφαρμογής του άρθρου 36 του ΠΚ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθότι το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παραπάνω άρθρου". Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν διαλαμβάνει ποια πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν που να αποκλείουν τη συνδρομή των όρων συγκροτήσεως αυτού του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος. Επίσης όσα αναφέρονται στην άνω ιατρική βεβαίωση, που ανεγνώσθη κατά τη δίκη ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου (όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως) ότι ο κατηγορούμενος πάσχει από ψυχωτική διαταραχή με έντονα αρνητικά συμπτώματα σε έδαφος μεταιχμιακής διαταραχής προσωπικότητας σε συνδυασμό με αυτοκαταστροφικές τάσεις δεν αντιμετωπίζονται αν συνέτρεχαν κατά τον κρίσιμο χρόνο ούτε αιτιολογείται αν ανήκαν στις καταστάσεις από τις οποίες επηρεαζόταν η ικανότητα του δράστη για να επιτύχει την αναμενόμενη από το δίκαιο αντίληψη του άδικου στον απαιτούμενο ή μικρότερο βαθμό και την αναλόγως προς αυτήν διαμόρφωση της συμπεριφοράς του σε συνάρτηση με τις αξιόποινες πράξεις που ετέλεσε, εν όψει του ότι η ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό κρίνεται πάντοτε σε σχέση με κάθε συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη και πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο τελέσεως αυτής. Επομένως η αιτιολογία αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι η προαναφερθείσα ειδική και εμπεριστατωμένη και κατά παραδοχή, ως βασίμου, του σχετικού από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση κατά το μέρος που πλήττει την άνω απόφαση για απόρριψη του ως άνω από το άρθρο 36 ΠΚ αυτοτελούς ισχυρισμού και να αναιρεθεί κατά τούτο η προσβαλλόμενη απόφαση καθώς και ως προς τις διατάξεις περί των ποινών που επιβλήθηκαν για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων, κατά το μέρος δε που αναιρείται να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου, καθόσον είναι δυνατό να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). Κατά τα λοιπά η ίδια αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό την 1651-1652/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Παραπέμπει, κατά το μέρος αυτό, την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 2 Ιουνίου 2009 αίτηση του Χ για αναίρεση της ίδιας (υπ' αριθμ. 1651-1652/ 2008) αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ