Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1371 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Υπέρβαση εξουσίας, Χρηματική ικανοποίηση.




Περίληψη:
Απάτη κατ' εξακολούθηση. Αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης κατά της καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης διότι εκτίθενται τα περιστατικά στην καταδικαστική απόφαση για ψευδείς διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης προς τους εκκαλούντες για περιστατικά όχι μόνο αναγόμενα στο μέλλον αλλά και για ψευδή περιστατικά που παρέστησε αναγόμενα στο παρόν και κατά τρόπο ώστε να δημιουργείται στους παραπλανηθέντες η εντύπωση μελλοντικής εκπληρώσεως από την κατηγορουμένη αναληφθεισών υποχρεώσεων που από πριν είχε αποφασίσει να μην εκπληρώσει αυτή. Ακόμη γίνεται δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι προέκυψε από τα αποδεικτικά μέσα ότι οι εγκαλούντες πείσθηκαν από τις επαναλαμβανόμενες παραστάσεις της στις 19/3/2002 και τότε επήλθε εφάπαξ η παραπλάνησή των και προήλθαν στις επιζήμιες για αυτούς χρηματικές καταβολές σε λογαριασμό καταθέσεων συνδικαιούχος στον οποίο ήταν η κατηγο4ρουμένη και οι επόμενες του χρόνου τέλεσης της απάτης καταβολές από κάθε εκκαλούντα δεν ήταν αποτέλεσμα χωριστής πλάνης αυτών. Δεν ήταν υποχρεωμένο το Εφετείο να αναφέρει στο σκεπτικό την ύπαρξη περισσοτέρων επιμέρους πράξεων απάτης διακρινόμενων μεταξύ των χρονικά και συνδεόμενων με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως διότι το διατακτικό της αποφάσεώς του στηρίζεται στην αιτιολογία με την οποία έκρινε ότι τέλεσε το βαρύτερης μορφής έγκλημα ως κατά συρροή, και μόνο ελαττώματα και ελλείψεις ως προς την κύρια αιτιολογία της αποφάσεως αυτής του Εφετείου δύνανται να στηρίξουν λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ και όχι όσα επιπλέον αναφέρει το Εφετείο για να δικαιολογήσει την πρωτόδικη καταδίκη. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας του (άρθρο 510 § 1 στοιχ. Η΄ ΚΠΔ) από το Εφετείο με το να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση υπέρ των παθόντων καίτοι αυτοί δεν παρέστησαν με την ιδιότητα των πολιτικώς εναγόντων στην κατ' έφεση δίκη διότι εφάρμοσε το άρθρο 501 § 1 εδ. τελευταίο ΚΠΔ, δοθέντος ότι αυτοί είχαν δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για χρηματική ικανοποίησης που τους είχε επιδικασθεί και στην δίκη κατ' έφεση δεν παραιτήθηκαν από την πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση, η δε εξέταση από το Εφετείο της πολιτικής αγωγής έγινε εντός των ορίων της πρωτοδίκως γενόμενης δηλώσεως των και επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως με την εκκαλουμένη απόφαση των πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Απόρριψη ως απαραδέκτου του λόγου αναίρεσης ότι προέκυπτε χρόνος τέλεσης της απάτης εντός του 2001 και είχε αποσβεσθεί λόγω παραγραφής η αξίωση για ποινική τιμώρηση της υπαιτίου, διότι αφορούσε στην κρίση του Εφετείου επί της ουσίας ως προς το χρόνο τελέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1371/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείοουσας - κατηγορουμένης Χ1 συζ. Χ2 κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Παλαιολόγο, περί αναιρέσεως της 388/2009 αποφάσεως Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου.
Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1 και 2) Ψ2 συζ Ψ1 κατοίκους ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Το Τριμελές Εφετείου Δωδεκανήσου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Μαρτίου 2010 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 372/10.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α'του ιδίου κώδικα επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠοινΔ ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠοινΔ. Περαιτέρω κατά το άρθρο 63 εδ. α' του ιδίου κώδικα η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 ΚΠοινΔ εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό Δικαστήριο ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία χωρίς έγγραφη προδικασία. Όμως, απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠοινΔ προκύπτει από την παρά το νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής στη διαδικασία του ακροατηρίου, εφόσον αυτή έλαβε χώρα ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη με αναίρεση απόφαση.
Εξάλλου κατά τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 502 ΚΠοινΔ όταν εμφανισθεί ο εκκαλών στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το κεφάλαιο της αποφάσεως για τις πολιτικές απαιτήσεις που προσβάλλεται από τον κατηγορούμενο ή από τον εισαγγελέα εξετάζεται από το Εφετείο, όχι μόνον όταν ο πολιτικώς ενάγων απουσιάζει αλλά και όταν ο ίδιος εμφανίζεται ενώπιον του Εφετείου με την ιδιότητα του μάρτυρα, αλλά δεν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, χωρίς όμως να παραιτείται με σχετική δήλωση από τις απαιτήσεις του για αποζημίωση ή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που προβαίνει στην κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως χωρίς την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος, που είχε παρασταθεί μόνο στον πρώτο βαθμό, αν εσφαλμένως επιδικάσει σε αυτόν το πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσό χρηματικής ικανοποίησης παρά το ότι μη νομίμως είχε παραστεί αυτός ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως πολιτικώς ενάγων, καθ' υπέρβαση της εξουσίας του επιδικάζει χρηματική ικανοποίηση στον μη νομίμως παραστάντα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πολιτικώς ενάγοντα. Αυτή η εσφαλμένη ως προς το εν λόγω κεφάλαιο απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με τον αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του ΚΠοινΔ αλλά με τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Η' του ίδιου κώδικα για υπέρβαση εξουσίας, που, αν γίνει δεκτός, συνεπάγεται την απάλειψη της σχετικής διατάξεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως για νέα συζήτηση.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) ο σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και γ) η βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις δόλιες παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για ανόρθωσή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα, που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή ανάγονται στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν οι τελευταίες συνοδεύονται και με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων αναφερομένων στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζομένη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Για τη στοιχειοθέτηση περαιτέρω της απάτης και την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως το ουσιώδες είναι η πρόκληση της παραπλανήσεως και δεν απαιτείται η παραπλανητική ενέργεια του δράστη να είναι η μοναδική αιτία της πλάνης. Είναι γενικά αδιάφορο αν ο απατώμενος μπορούσε, καταβάλλοντας τη συνήθη επιμέλεια και προσοχή, να αποφύγει την πλάνη. Η τυχόν αμέλεια του απατηθέντος δεν αίρει τον αιτιώδη σύνδεσμο και δεν επηρεάζει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης αλλά μπορεί να συναξιολογηθεί στη δικαστική επιμέτρηση της ποινής. Περαιτέρω κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ αν περισσότερες από μία πράξεις του ιδίου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος το δικαστήριο αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1, μπορεί να επιβάλει μια και μόνο ποινή για δε την επιμέτρηση το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι, επί απάτης τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις που, αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος που προηγήθηκε, από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου και τότε κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 98 ΠΚ όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 2721/1999 η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό και προσδιορίζεται ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που επήλθε ή σκοπήθηκε. Αντίθετα τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Κατά το άρθρο 17 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 5 του ν. 2331/1995 ως χρόνος τελέσεως της πράξεως θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει ενώ είναι αδιάφορος ο χρόνος κατά τον οποίο ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει ενώ είναι αδιάφορος ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα, εκτός αν άλλως ορίζεται στο νόμο. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις συνεπεία των οποίων παραπλανήθηκε (πείσθηκε) ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του θύματος, δεδομένου ότι δεν ορίζεται άλλως στο νόμο. Περαιτέρω κατά τα άρθρα 111, 112, 113 ΠΚ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 ν. 2408/1996, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη, αναστέλλεται δε η προθεσμία για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όχι πέραν των τριών ετών επί πλημμελημάτων.
Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης μνείας του τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαιρούνται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων μαρτύρων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά, όπως και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σε αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού προς το αιτιολογικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες ή αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 474 παρ. 2, 502 παρ. 1 και 2 και 470 ΚΠοινΔ το Εφετείο έχει την εξουσία, ερευνώντας σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση, μέσα στα πλαίσια της κατηγορίας που έχει απαγγελθεί στον κατηγορούμενο, από τον οποίο έχει ασκηθεί έφεση κατά ολόκληρης της καταδικαστικής αποφάσεως και έχει καθολικό μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, να καταλήξει, από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, στην κρίση ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος έχει διαπράξει έγκλημα βαρύτερης μορφής από εκείνο για το οποίο καταδικάσθηκε, αρκεί να μην επέρχεται μεταβολή της κατηγορίας. Δεσμεύεται το Εφετείο από την αρχή που θεσπίζεται από το άρθρο 470 ΚΠοινΔ που δεν επιτρέπει τη χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου και δεν έχει εξουσία ούτε να κηρύξει τον κατηγορούμενο ένοχο για το βαρύτερης μορφής αυτό έγκλημα, ούτε να του επιβάλλει δυσμενέστερη ποινή. Δηλαδή, οφείλει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο για το έγκλημα που πρωτόδικα καταδικάσθηκε και να μην του επιβάλλει δυσμενέστερη ποινή, γιατί αν πράξει αντίθετα, διαπράττει υπέρβαση εξουσίας, που είναι λόγος αναιρέσεως. Στην περίπτωση αυτή, κατά την οποία το Εφετείο από την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων καταλήγει στην κρίση ότι ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει βαρύτερης μορφής έγκλημα από εκείνο που πρωτόδικα έχει καταδικασθεί και δεσμευόμενο από την αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως για να μην την καταστήσει πραγματικά χειρότερη, τον κηρύσσει ένοχο για το έγκλημα αυτό με τη μορφή που πρωτόδικα έχει καταδικασθεί. Το διατακτικό της αποφάσεώς του στηρίζεται στην αιτιολογία, με την οποία έκρινε ότι ετέλεσε το βαρύτερης μορφής έγκλημα και όχι σε εκείνη την οποία ενδεχόμενα και προφανώς εντελώς περιττά εκφέρει για να αιτιολογήσει την πρωτόδικη καταδίκη του. Κατά συνέπεια μόνον ελαττώματα και ελλείψεις ως προς την κύρια αιτιολογία της αποφάσεως αυτής του Εφετείου είναι δυνατόν να στηρίξουν λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό μετά από νομικές σκέψεις όμοιες με αυτές που αναφέρονται στην αρχή της παρούσης δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και από όλη τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Περί τα τέλη του 2001, οι εγκαλούντες, οι οποίοι διατηρούν κατάστημα εμπορίας νωπών κρεάτων και κατεψυγμένων προϊόντων επί της οδού ..., γνώρισαν μέσω κοινού γνωστού τους, την ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, η οποία εμφανίστηκε σ' αυτούς ως εκπρόσωπος μεγάλου λογιστικού γραφείου με έδρα την ..., το οποίο αναλαμβάνει την εκπόνηση οικονομικών μελετών σε επιχειρήσεις, κυρίως της περιφέρειας, για την ένταξη των επιχειρήσεων αυτών σε υπάρχοντα αναπτυξιακά προγράμματα του Υπουργείου Γεωργίας, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης. Στις αρχές του 2002 η κατηγορουμένη επισκέφθηκε το κατάστημα των εγκαλούντων στη ... και τους διαβεβαίωσε ότι είχε τη δυνατότητα να εκπονήσει για λογαριασμό τους μια οικονομικοτεχνική μελέτη προκειμένου να ενταχθούν αυτοί σε ένα πρόγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας για την τυποποίηση, επεξεργασία και διανομή κρέατος, με ύψος επιδότησης 1.000.000 ευρώ και ότι είχε τη δυνατότητα η ίδια και οι συνεργάτες της να προωθήσουν τη σχετική μελέτη ώστε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μετά την πρώτη αυτή συνάντηση επακολούθησαν και άλλες συναντήσεις και συζητήσεις μεταξύ των εγκαλούντων και της κατηγορουμένης, η οποία προέβαινε στις ίδιες ως άνω διαβεβαιώσεις και επί πλέον τους διαβεβαίωνε ότι έχουν όλες τις προϋποθέσεις για να ενταχθούν στο παραπάνω πρόγραμμα και ότι σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η ένταξή τους αυτή θα τους επέστρεφε τα χρήματα που θα είχαν καταβάλει. Επίσης τους προέτρεψε να συστήσουν να συστήσουν μονοπρόσωπες Ε.Π.Ε. προκειμένου, όπως τους διαβεβαίωσε, να χρηματοδοτηθεί κάθε μία χωριστά. Οι διαβεβαιώσεις αυτές συνεχίστηκαν μέχρι και τις 18-3-2002, οπότε ολοκληρώθηκε η απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης, καθόσον οι εγκαλούντες πείστηκαν πλέον ότι η κατηγορουμένη είχε την πρόθεση και τη δυνατότητα να τους εντάξει στο προαναφερόμενο πρόγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας και ότι σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η ένταξή τους θα τους επέστρεφε τα χρήματα που θα είχαν καταβάλει. Έτσι οι εγκαλούντες στις 19-3-2002 κατέβαλαν στο λογαριασμό της κατηγορουμένης το ποσό των 2.935 ευρώ, ενώ μέχρι την 18-2-2003 είχαν καταβάλει τμηματικά σ' αυτήν το συνολικό ποσό των 17.775 ευρώ και συγκεκριμένα την 3-10-2002, 5.870 ευρώ, την 3-10-2002 1.470 ευρώ, την 31-12-2002 1.500 ευρώ, την 31-12-2002 1.000 ευρώ, την 31-1-2003 1.500 ευρώ, την 7-2-2003 1.500 ευρώ και την 18-2-2003 2.000 ευρώ. Στο διάστημα αυτό παρέδωσαν στην κατηγορουμένη τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησής τους, τοπογραφικό διάγραμμα του ακινήτου τους στο Δ.Δ ..., επί του οποίου θα στεγαζόταν η προτεινόμενη επένδυση, καθώς και όλα τα αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, που τους ζήτησε η κατηγορουμένη προκειμένου να συμπληρωθεί ο φάκελλος, που, όπως τους διαβεβαίωσε, θα υπέβαλε στο Υπουργείο Γεωργίας, περί το μήνα Δεκέμβριο του 2002 δε, συνέστησαν και τις δύο μονοπρόσωπες Ε.Π.Ε., όπως τους είχε προτρέψει η κατηγορουμένη. Επίσης, αποδείχθηκε ότι μετά το Φεβρουάριο του 2003, οπότε έγινε η τελευταία καταβολή χρηματικού ποσού στην κατηγορουμένη από τους εγκαλούντες και ενώ οι τελευταίοι ανέμεναν πλέον την ένταξή τους στα προαναφερόμενα προγράμματα του Υπουργείου Γεωργίας, η κατηγορουμένη διέκοψε κάθε επαφή με αυτούς. Οι εγκαλούντες προσπάθησαν επανειλημμένα να επικοινωνήσουν μαζί της τηλεφωνικά χωρίς όμως αποτέλεσμα, ο πρώτος δε από αυτούς μετέβη δύο φορές στην ... και την αναζήτησε στην οικία της στη ..., αλλά ματαίως, καθόσον αυτή είχε εξαφανισθεί. Κατόπιν αυτών οι εγκαλούντες τον Νοέμβριο του 2003 επικοινώνησαν με το αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Γεωργίας, από όπου πληροφορήθηκαν ότι δεν υπήρχε το πρόγραμμα στο οποίο τους είχε διαβεβαιώσει η κατηγορουμένη ότι θα ενταχθούν, ούτε είχε υποβάλει αυτή οποιαδήποτε μελέτη ή έγγραφο, μέχρι σήμερα δε δεν τους έχει επιστρέψει το χρηματικό ποσό που της κατέβαλαν. Όλες οι προαναφερόμενες διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης ήσαν ψευδείς, αφού αυτή δεν είχε την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα να προωθήσει συγκεκριμένη μελέτη ώστε να επιτευχθεί η ένταξη των εγκαλούντων σε αναπτυξιακό πρόγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας ούτε επίσης είχε την πρόθεση να επιστρέψει τα χρήματα. Με αυτές τις ψευδείς διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης, η οποία σκόπευε να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, πείστηκαν οι εγκαλούντες και προέβησαν στις ως άνω καταβολές, η συνολική δε ζημία που υπέστησαν με αντίστοιχο όφελος της κατηγορουμένης είναι ανώτερη του ποσού των 15.000 ευρώ. Περαιτέρω αναφέρεται στο σκεπτικό της αποφάσεως ότι χρόνος τέλεσης της αξιόποινης πράξης της απάτης, που τελέσθηκε από την κατηγορουμένη, είναι ο χρόνος που αυτή ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά της προς τους εγκαλούντες και πείστηκαν αυτοί να προβούν στην πρώτη καταβολή δηλαδή η 19 Μαρτίου 2002 και ότι κατ' ακολουθία αυτών πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση που προέβαλε η κατηγορουμένη περί παραγραφής της αξιόποινης πράξης. Κατά τα περαιτέρω αναφερόμενα στο σκεπτικό της ίδιας άνω αποφάσεως του Εφετείου οι μεταγενέστερες επιζήμιες ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι εγκαλούντες με την τμηματική καταβολή των προαναφερόμενων χρηματικών ποσών δεν συνιστούν κατ' εξακολούθηση τέλεση του αδικήματος της απάτης, αφού κάθε ζημιογόνος ενέργεια δεν είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης των εγκαλούντων που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης, αλλά είναι συνέπεια εφάπαξ επελθούσας στις 18-3-2002 πλάνης των εγκαλούντων και έτσι το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η πράξη της απάτης τελέστηκε κατά συρροή, αφού από την απατηλή συμπεριφορά της κατηγορουμένης πλανήθηκαν και οι δύο εγκαλούντες. Ενόψει όμως του ότι η τιμώρηση του δράστη είναι επιεικέστερη στα εγκλήματα κατ' εξακολούθηση, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη για την πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση. Με τις σκέψεις αυτές η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για απάτη (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 386 παρ. 1 εδαφ. α' και β' ΠΚ) και ειδικότερα του ότι "στη Ρόδο στις 19-3-2002 με σκοπό να αποκομίσει η ίδια παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας άλλους με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών και ειδικότερα, παρέστησε στους εγκαλούντες Ψ1 καθώς και στη Ψ2 σύζυγο Ψ1, το γένος ..., ότι είχε τη δυνατότητα εκπόνησης, για λογαριασμό τους οικονομικοτεχνικών μελετών για την ένταξή τους σε υπάρχοντα αναπτυξιακά προγράμματα του Υπουργείου Γεωργίας, με σκοπό την ίδρυση από αυτούς μονάδος για την τυποποίηση, επεξεργασία και διακίνηση νωπού κρέατος, με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης και μεγάλο ποσοστό επιδοτήσεων διαβεβαιώνοντας περαιτέρω τους ως άνω ότι η υπόθεση αυτή θα είχε τη σκοπούμενη κατάληξη γι' αυτούς, ότι η ίδια μέσω των συνεργατών της, είχε τις δυνατότητες προώθησης των συγκεκριμένων μελετών, για την επίτευξη του επιδιωκομένου αποτελέσματος και ότι σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό θα τους επέστρεφε τα χρήματα που θα της είχαν καταβάλει, ενώ όλα αυτά ήταν αναληθή. Με τον τρόπο αυτό πείστηκαν οι εγκαλούντες και προς επίτευξη του ως άνω αναφερομένου σκοπού κατέθεσαν, σε κοινό λογαριασμό της κατηγορουμένης με τον TRABOULAY ERIC ASHTON στην Εθνική Τράπεζα το συνολικό ποσό των 17.775 ευρώ και ειδικότερα ο μεν πρώτος των εγκαλούντων το ποσό των 9.840 ευρώ με τις από 3-10-2002, 3-10-2002, 31-12-2002 και 31-1-2003 τμηματικές καταθέσεις του, η δε δεύτερη από αυτούς το ποσό των 7.935 ευρώ με τις από 19-3-2002, 31-12-2003, 7-2-2003 και 18-2-2003 τμηματικές καταθέσεις της, με αποτέλεσμα να λάβει η κατηγορουμένη παράνομο περιουσιακό όφελος κατά αντίστοιχη ζημία των εγκαλούντων Ψ1 και Ψ2ς συζ. Ψ1, το γένος ..., το ύψος του οποίου ανέρχεται στο ποσό των 17.775 ευρώ". Για την πράξη της δε αυτή καταδικάστηκε η ήδη αναιρεσείουσα κατηγορουμένη από το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, η οποία μετετράπη σε χρηματική. Με τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ορθώς ερμηνευθείσες και εφαρμοσθείσες άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Κατά τα γενόμενα δεκτά από το Εφετείο ψευδείς ήταν όχι μόνο οι διαβεβαιώσεις που δόθηκαν από την ήδη αναιρεσείουσα για αναγόμενα στο μέλλον περιστατικά όπως οι διαβεβαιώσεις της προς τους εγκαλούντες ότι είχε αυτή τη δυνατότητα να εκπονήσει μελέτη και να φροντίσει μέσω συνεργατών της για την υπαγωγή της σε προγράμματα του Υπουργείου Γεωργίας με ευνοϊκούς όρους και μεγάλο ποσοστό επιδοτήσεων, αλλά και οι συνοδεύουσες τις διαβεβαιώσεις αυτές ψευδείς παραστάσεις της ίδιας ότι υπήρχε τέτοιο αναπτυξιακό πρόγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως στο οποίο θα υπαγόταν η μονάδα που οι εγκαλούντες ήθελαν να ιδρυθεί για τυποποίηση επεξεργασίας και διακίνησης νωπού κρέατος δηλαδή για πραγματικά περιστατικά αναγόμενα στο παρόν και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται στους απατηθέντες η εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως από την κατηγορουμένη τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της για τις οποίες είχε εκ των προτέρων αποφασίσει αυτή να μην τις εκπληρώσει. Γίνεται ακόμη μνεία στην άνω απόφαση ότι εξαιτίας των ψευδών αυτών διαβεβαιώσεων της ήδη αναιρεσείουσας και των ψευδών περιστατικών που παρέστησε αυτή προς τους εγκαλούντες πείσθηκαν οι τελευταίοι από τις επαναλαμβανόμενες ψευδείς παραστάσεις της στις 19-3-2002 και τότε επήλθε η παραπλάνησή των για το ότι είχε η αναιρεσείουσα δυνατότητα εκπόνησης για λογαριασμό τους οικονομοτεχνικών μελετών για την ένταξή τους σε υπάρχοντα αναπτυξιακά προγράμματα του Υπουργείου Γεωργίας με σκοπό την ίδρυση από αυτούς μονάδος για την τυποποίηση, επεξεργασία και διακίνηση νωπού κρέατος με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης και μεγάλο ποσοστό επιδοτήσεων και τις διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης προς τους ανωτέρω ότι η υπόθεση αυτή θα είχε τη σκοπούμενη κατάληξη γι' αυτούς όπως και ότι η ίδια μέσω των συνεργατών της είχε τις δυνατότητες προώθησης των συγκεκριμένων μελετών για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος και ότι σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί το αποτέλεσμα αυτό θα τους επέστρεφε τα χρήματα που θα της είχαν καταβάλει, μετά δε από την επελθούσα άπαξ τότε παραπλάνησή των προήλθαν καθένας των εγκαλούντων στις επιζήμιες γι' αυτούς χρηματικές καταβολές στον τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων συνδικαιούχος στον οποίο ήταν η κατηγορουμένη η οποία αποσκοπούσε να προσπορίσει στον εαυτό της ισόποσο παράνομο περιουσιακό όφελος. Το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στήριξε το διατακτικό περί ενοχής της ήδη αναιρεσείουσας στις παραδοχές του αιτιολογικού ότι από τις ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης παραπλανήθηκαν αμφότεροι οι εγκαλούντες, ότι η επιδιωκόμενη παραπλάνηση καθενός από αυτούς επήλθε εφάπαξ στις 19-3-2002 και ότι κάθε επιζήμια τμηματική χρηματική καταβολή από κάθε εγκαλούντα επακολούθησε του χρόνου τελέσεως της απάτης και δεν ήταν αποτέλεσμα χωριστής πλάνης των εγκαλούντων. Δεν δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση στην προσβαλλόμενη απόφαση μεταξύ του διατακτικού και της κύριας αιτιολογίας της από τις άνω παραδοχές και εκείνη περί τελέσεως της απάτης κατά συρροή από την κατηγορουμένη λόγω παραπλανήσεως αμφοτέρων των εγκαλούντων με την απατηλή συμπεριφορά της. Για να μη καταστήσει χειρότερη τη θέση της ήδη αναιρεσείουσας δέχθηκε το Εφετείο κατά τα αναφερόμενα στο τέλος του σκεπτικού της αποφάσεώς του ότι έπρεπε να κηρυχθεί ένοχη για απάτη κατ' εξακολούθηση και την καταδίκασε σε μια ποινή. Το δικαστήριο δέχθηκε ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα και η ενιαία ποινή που αντιστοιχεί σ' αυτό αποτελεί πάντοτε απέναντι στην πραγματική συρροή εγκλημάτων και στη συνολική ποινή που αντιστοιχεί σε αυτά επιεικέστερη λύση για την κατηγορουμένη. Όπως δε αναφέρθηκε και παραπάνω, το Εφετείο όταν δικάζει έφεση του κατηγορουμένου ή υπέρ αυτού μπορεί την ομοειδή πραγματική συρροή εγκλημάτων να την μεταβάλλει επιτρεπτώς σε κατ' εξακολούθηση έγκλημα, αν δεν μεταβάλλονται τα όρια της πρωτόδικης ποινής στο δυσμενέστερο ενώ το αντίθετο αποτελεί χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου και είναι ανεπίτρεπτο. Εξάλλου με την, περιλαμβανόμενη στα έγγραφα που αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση ως αναγνωσθέντα και ληφθέντα υπόψη από το Εφετείο και επιτρεπτώς επισκοπούμενη, πρωτόδικη καταδικαστική για την ήδη αναιρεσείουσα απόφαση 1378/2009 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου, είχε κριθεί ότι έπρεπε να κηρυχθεί ένοχη της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση η εν λόγω κατηγορουμένη και είχε καταδικασθεί και τότε σε μια ενιαία ποινή φυλάκισης.
Συνεπώς, δεν ήταν υποχρεωμένο το δικάσαν κατ' έφεση δικαστήριο να αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφασή του ειδικότερα την ύπαρξη περισσότερων πράξεων απάτης ώστε να δικαιολογείται η κατ' εξακολούθηση τέλεση της απάτης από το ίδιο πρόσωπο με διακρινόμενες χρονικώς μεταξύ τους ομοειδείς πράξεις, που να συνδέονται με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Ως προς την αιτίαση της αναιρεσείουσας για το ότι χωρίς δήλωση των αναφερομένων ως εμφανισθέντων ενώπιον του Εφετείου δύο μαρτύρων κατηγορίας για παράστασή των ως πολιτικώς εναγόντων επιδικάσθηκε κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως από το εκδόσαν αυτήν δικαστήριο άνευ υποβολής σχετικού αιτήματος το αναφερόμενο ποσό για χρηματική ικανοποίηση καθενός από αυτούς παρατηρούνται τα εξής: Από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα προκύπτει ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου με την 1378/2009 απόφασή του είχε επιδικάσει στους παραστάντες πρωτοδίκως ως πολιτικώς ενάγοντες Ψ1 και Ψ2 σύζυγο Ψ1, ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των πενήντα (50) ευρώ στον καθένα λόγω ηθικής βλάβης από την αξιόποινη πράξη της κατηγορουμένης για την οποία καταδικάστηκε αυτή. Ακολούθως το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου με την προσβαλλόμενη απόφασή του υποχρέωσε την ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει το ποσό των πενήντα (50) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση σε καθένα από τους πολιτικώς ενάγοντες, οι οποίοι όμως κατά την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στην κατ' έφεση δίκη δεν παρέστησαν ενώπιον του δικαστηρίου με την ιδιότητα των πολιτικώς εναγόντων, αλλά εξετάσθηκαν μόνον ενόρκως ως μάρτυρες. Επομένως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθώς επιδίκασε κατ' επιταγή του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο ΚΠοινΔ την μνημονεθείσα χρηματική ικανοποίηση σε καθένα από τους μη παραστάντες ενώπιόν του με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντος παθόντες, οι οποίοι δεν παραιτήθηκαν με δήλωσή τους από την πολιτική αγωγή για την χρηματική ικανοποίηση για την οποία είχαν παραστεί πρωτοδίκως και δεν υπερέβη την εξουσία του το Εφετείο, από το οποίο η εξέταση της πολιτικής αγωγής έγινε εντός των ορίων της πρωτόδικης γενομένης δηλώσεως και επιδικάσεως υπό της εκκαλουμένης αποφάσεως επιτρεπτώς, χωρίς δήλωση για παράσταση πολιτικής αγωγής στην δίκη κατ' έφεση.
Συνεπώς, ο πιρί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η ΚΠοινΔ απορρέων σχετικός λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι εσφαλμένως απερρίφθη με την προσβαλλόμενη απόφαση ο προβληθείς στην δίκη κατ' έφεση ισχυρισμός της περί παραγραφής της αποδιδόμενης σ' αυτήν πλημμεληματικού χαρακτήρα αξιοποίνου πράξεως είναι ωσαύτως απορριπτέες. Είναι ανέλεγκτη η κρίση του Εφετείου ότι με βάση τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα και τα πραγματικά περιστατικά που προέκυπταν από αυτά χρόνος τελέσεως της απάτης από την ήδη αναιρεσείουσα ήταν εκείνος κατά τον οποίο αυτή ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά της με τις ψευδείς διαβεβαιώσεις της προς τους εγκαλούντες, δηλαδή η 19-3-2002, οπότε και πείσθηκαν αυτοί και κατέβαλαν για πρώτη φορά χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό συνδικαιούχος του οποίου ήταν η κατηγορουμένη.
Κατ' ορθή εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 3, 112 και 113 παρ. 1, 2, 3 ΠΚ εφόσον ήταν πλημμεληματικού χαρακτήρα η πράξη της απάτης που αποδιδόταν στην κατηγορουμένη έγινε δεκτό ότι από τον άνω χρόνο τέλεσης αυτής μέχρι την εκδίκαση κατ' έφεση της υποθέσεως ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου στη συνεδρίαση της 9-12-2009 μετά διακοπή από την δικάσιμο της προηγούμενης ημέρας δεν είχε παρέλθει η πενταετής προθεσμία παραγραφής της άνω πλημμεληματικής πράξεως με συνυπολογισμό και της τριετίας αναστολής της παραγραφής πλημμελημάτων κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας κατά τους οποίους από τις επικαλούμενες αποδείξεις προέκυπτε ότι ο χρόνος τελέσεως της αποδιδόμενης σ' αυτήν πράξεως ενέπιπτε.εντός του έτους 2001 είναι απαράδεκτοι διότι επιχειρείται με αυτούς συναγωγή διαφόρων συμπερασμάτων μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και των πραγματικών περιστατικών κατά διαφορετικό τρόπο από την εκτίμησή των από το δικαστήριο της ουσίας. Όμως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων και η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών αποδείξεων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως χωριστά κάθε αποδεικτικού μέσου όπως και η μη αναφορά από ποιο αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν αυτών και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 1-3-2010 αίτηση της Χ1 συζ. Χ2 περί αναιρέσεως της 388/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου (Πλημμελημάτων). Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2010. Και

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Ιουλίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή