Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1737 / 2012    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Πληρεξουσιότητα .




Περίληψη:
Παύση πληρεξουσιότητας, ιδίως για τη σύμβαση μεταβιβάσεως ακινήτου. Πότε επέρχεται. Συνέπειες της παύσης ως προς την μεταβιβαστική δικαιπραξία.
- Λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Αβάσιμος




Αριθμός 1737/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. Π. του Σ. και 2) Ε. συζ. Ε. Π., το γένος Κ. Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Μπότσαρη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Μ. Β. ή Β., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Ασημακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την υπ' αρ. 4415/8-2-1993 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7417/1993 του ίδιου Δικαστηρίου και 1305/1994 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κατά της τελευταίας εφετειακής απόφασης ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης και εκδόθηκε η 1423/1996 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Θεσσαλονίκης. Το Εφετείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε τις 264/1998, 3342/2000 μη οριστικές και 2237/2001 οριστική απόφαση. Κατά της τελευταίας εφετειακής απόφασης ασκήθηκε εκ νέου αίτηση αναίρεσης και εκδόθηκε η 1676/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Θεσσαλονίκης. Το Εφετείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε την 2468/2003 μη οριστική και την 1048/2004 οριστική απόφαση. Κατά της τελευταίας εφετειακής απόφασης ασκήθηκε και πάλι αίτηση αναίρεσης και εκδόθηκε η 661/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία αναίρεσε την απόφαση αυτή και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Θεσσαλονίκης. Το Εφετείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε την 2241/2008 απόφαση την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18/2/2009 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/1/2012 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Αθανασίου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 201, 206, 209, 211, 216, 217, 222, 224, 229, 235 και 361 ΑΚ συνάγεται α) ότι η πληρεξουσιότητα παύει είτε για λόγους γενικούς, όπως είναι η ματαίωση της αναβλητικής αίρεσης υπό την οποία τελεί, είτε για λόγους ειδικούς, όπως είναι η λήξη της εσωτερικής έννομης σχέσης που την στηρίζει και η οποία (λήξη) μπορεί να επέλθει και με την υπαναχώρηση ή την καταγγελία από έναν από τους συμβαλλομένους και β) ότι, αν το αντικείμενο της πληρεξουσιότητας είναι η εκ μέρους του πληρεξουσίου (αντιπροσώπου) κατάρτιση στο όνομα του αντιπροσωπευομένου συμβάσεως, με τρίτον ή με τον εαυτό του ατομικώς (αυτοσύμβαση), για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, τότε η καταρτισθείσα μετά την παύση της πληρεξουσιότητας ως άνω σύμβαση, στη μεν πρώτη περίπτωση (ματαίωση της αναβλητικής αιρέσεως), είναι αυτοδικαίως άκυρη (άρθρο 206 ΑΚ), στη δε δεύτερη περίπτωση (λήξη της εσωτερικής έννομης σχέσης), δεν ισχύει (δηλ. δεν είναι δεσμευτική) έναντι του αντιπροσωπευομένου, εκτός αν την παύση της πληρεξουσιότητας αγνοούσαν τόσο ο πληρεξούσιος, ανεξαρτήτως υπαιτιότητάς του, όσο και ο τρίτος, ανυπαιτίως, ή αν εγκρίνει τη σύμβαση ο αντιπροσωπευόμενος (άρθρα 224 και 229 ΑΚ). Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία των προϋποθέσεων εφαρμογής του κατάλληλου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή σε εσφαλμένη υπαγωγή ή μη υπαγωγή των πραγματικών του διαπιστώσεων στο εννοιολογικό περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα.
Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση του το Εφετείο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος των παραδοχών του, τα εξής: Με το .../17-3-1989 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αγγελικής Μποζαγλυκίδου-Ανδριτσοπούλου, η αναιρεσίβλητη ανέθεσε στον Κωνσταντίνο Μποζαγλυκίδη και αυτός ανέλαβε την κατά το σύστημα της αντιπαροχής ανέγερση, επί οικοπέδου της πρώτης, τριών διακεκριμένων πολυώροφων οικοδομών, υπαγομένων στο καθεστώς της οριζόντιας και κάθετης ιδιοκτησίας. Με το ίδιο συμβόλαιο ορίσθηκε ότι ο τελευταίος (εργολάβος) θα ελάμβανε ως αμοιβή συγκεκριμένες χωριστές ιδιοκτησίες με το αντίστοιχο επί του οικοπέδου ποσοστό αναγκαστικής συγκυριότητας 642,72%, το οποίο η αναιρεσίβλητη ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον ίδιο ή σε υποδεικνυόμενους από αυτόν τρίτους, σταδιακώς και ειδικότερα α) 100%ο με την έκδοση της οικοδομικής άδειας, β) 150%ο με την αποπεράτωση του σκελετού των οικοδομών, γ) 75%ο με την αποπεράτωση της τοιχοποιίας, δ) 75%ο με την αποπεράτωση των επιχρισμάτων, ε) 100%ο με την τοποθέτηση των κουφωμάτων, δαπέδων και ειδών υγιεινής και στ) 142,72%ο με την αποπεράτωση και παράδοση των χώρων της αντιπαροχής, των κοινοχρήστων μερών κλπ., του παρέσχε δε συναφώς και την εξουσία να ενεργήσει στο όνομα της τις εν λόγω μεταβιβάσεις είτε προς τον εαυτό του (με αυτοσύμβαση), είτε προς τρίτους, δικής του επιλογής, συμφωνηθέντος προσέτι ότι η εκ μέρους του, καθ' υπέρβαση των άνω σταδίων, μεταβίβαση διαιρεμένης (χωριστής) ιδιοκτησίας θα είναι άκυρη, λόγω ελλείψεως σχετικής πληρεξουσιότητάς του. Μέχρι τον Μάιο του έτους 1992 και ενώ προηγουμένως είχε κηρυχθεί έκπτωτος με την από 2 Φεβρουαρίου 1992 έγγραφη δήλωση της αναιρεσίβλητης, ο εργολάβος είχε περατώσει τις εργασίες των πρώτου, δεύτερου, τρίτου και τετάρτου σταδίων και είχε προβεί στην εκτέλεση ορισμένων εργασιών του πέμπτου σταδίου σε μερικούς "αυτοτελείς χώρους", εγκαταλείποντας έκτοτε ημιτελές όλο το οικοδομικό συγκρότημα, και ως εκ τούτου εδικαιούτο ως αμοιβή το ποσοστό των 400%ο (100+150+75+75) που αντιστοιχούσε στα τέσσερα πρώτα στάδια των εργασιών, από το οποίο, κατά το διάστημα από το έτος 1990 έως 20-11-1992, είχαν μεταβιβασθεί, μαζί με τις επί μέρους χωριστές ιδιοκτησίες, σε δικής του επιλογής τρίτα πρόσωπα τα 354,90%ο και απέμεινε υπόλοιπο 45,10%ο. Εν τω μεταξύ, με το .../27-7-1989 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Συγλαίου-Χριστοδούλου, ο ίδιος (εργολάβος) προσυμφώνησε να μεταβιβάσει λόγω πωλήσεως ένα διαμέρισμα μιας εκ των άνω πολυώροφων οικοδομών, περιλαμβανόμενο στην εργολαβική του αμοιβή, εμβαδού 190 μ2 και με ποσοστό αναγκαστικής συγκυριότητας επί του οικοπέδου 97,23%ο, προς τους αναιρεσείοντες, στους οποίους παρέσχε επιπλέον την εξουσία (μεταπληρεξουσιότητα) να καταρτίσουν στο όνομα της αναιρεσίβλητης τη σχετική πωλητήρια σύμβαση με τον εαυτό τους, υπό τον όρο της προηγούμενης εξοφλήσεώς του εκ δραχμών 13.900.000 τιμήματος. Στις 28-8-1992 οι αναιρεσείοντες εξόφλησαν το τίμημα και εν συνεχεία, μετά την ακολουθήσασα άρνηση της αναιρεσίβλητης να συμπράξει στην κατάρτιση της πωλητήριας σύμβασης, οι ίδιοι, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου .../21-12-1992 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Συγλαίου-Χριστοδούλου, μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως το ως άνω διαμέρισμα στον εαυτό τους και δη κατά το 1/2 αδιαιρέτως στον καθένα τους. Ακολούθως το Εφετείο, αφού έκρινε ότι η ανωτέρω σύμβαση κατά το εκ 52,13%ο μέρος του αναλογούντος στο πωληθέν διαμέρισμα ποσοστού επί του οικοπέδου (ήτοι: 97,23-45,10) είναι άκυρη, λόγω ελλείψεως σχετικής προς μεταβίβαση τούτου πληρεξουσιότητας των αναιρεσειόντων, καθώς και ότι ως προς το εν λόγω ποσοστό παραμένει (συγ-)κυρία η αναιρεσίβλητη, δέχθηκε την έφεση της τελευταίας, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντιθέτως, και, κατά μερικήν παραδοχή της αγωγής της αναιρεσίβλητης, αναγνώρισε την τελευταία ως (συγ-)κυρία του αντιστοιχούντος στο πωληθέν διαμέρισμα ποσοστού 52,13%ο του οικοπέδου. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παρεβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, τις προμνησθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, αφού τα εκ μέρους του γενόμενα δεκτά ως άνω πραγματικά γεγονότα ανταποκρίνονται πλήρως στις προϋποθέσεις εφαρμογής αυτών των διατάξεων. Ειδικότερα, οι (μη υποκείμενες σε αναιρετικό έλεγχο) πραγματικές του διαπιστώσεις ότι ο εργολάβος, έχοντας ολοκληρώσει μέχρι τον Μάιο 1992 τις οικοδομικές εργασίες μόνο των τεσσάρων πρώτων σταδίων, εγκατέλειψε έκτοτε ημιτελές το οικοδομικό συγκρότημα και ότι η αναιρεσίβλητη, με προηγούμενη (από 2 Φεβρουαρίου 1992) δήλωση της, τον είχε κηρύξει "έκπτωτο", καταφάσκουν, σύμφωνα με τα εκτιθεμένα στη μείζονα πρόταση, την παύση της ως άνω πληρεξουσιότητας (άρα και της μεταπληρεξουσιότητας) αφενός λόγω ματαιώσεως της τεθείσης σ' αυτήν αναβλητικής αιρέσεως της περατώσεως των εργασιών και του πέμπτου σταδίου και αφετέρου (ανεξαρτήτως του χαρακτήρα της ανωτέρω δηλώσεως ως υπαναχωρήσεως ή καταγγελίας) λόγω λήξεως της σχετικής εσωτερικής έννομης σχέσεως (δηλ. της συμβάσεως έργου), με συνέπεια η ειρημένη πωλητήρια σύμβαση, ως καταρτισθείσα στις 21-12-1992, ήτοι μετά την παύση της σχετικής πληρεξουσιότητας(και της μεταπληρεξουσιότητας), να μην ισχύει έναντι της αναιρεσίβλητης (αντιπροσωπευομένης) ως προς τη μεταβίβαση των 52,13%ο του οικοπέδου. Το γεγονός ότι κατά την εξόφληση του τιμήματος από τους αναιρεσείοντες στις 28-8-1992 το υπόλοιπο της οφειλόμενης, για τα ανωτέρω τέσσερα πρώτα στάδια, αμοιβής του εργολάβου αντιστοιχούσε σε ποσοστά επί του οικοπέδου υπερβαίνοντα τα 97,23%ο, δεν μπορεί να στηρίξει εκδοχή περί εγκυρότητας της επίμαχης συμβάσεως. Και τούτο διότι κρίσιμος ως προς την ύπαρξη και το μέγεθος υπολοίπου αμοιβής και εντεύθεν ως προς το κύρος της συμβάσεως είναι, σύμφωνα με την ανέλεγκτη και, πάντως, μη πληττόμενη κατά τούτο παραδοχή του Εφετείου, όχι ο χρόνος εξοφλήσεως του τιμήματος αλλά ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως (21-12-1992), κατά τον οποίο, όπως επίσης ανελέγκτως δέχθηκε το Εφετείο, το οφειλόμενο στον εργολάβο υπόλοιπο της αμοιβής του αντιστοιχούσε στα 45,10%ο του οικοπέδου. Επομένως ο περί του αντιθέτου, εκ του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, μοναδικός λόγος του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος. Ως προς την περαιτέρω, με τον ίδιο λόγο, αιτίαση ότι το Εφετείο, αν και δέχθηκε ότι κατά τον χρόνο καταρτίσεως της ειρημένης συμβάσεως (21-12-1992) είχαν εκτελεσθεί ορισμένες εργασίες του πέμπτου σταδίου (στρώσεις δαπέδων ή πλακιδίων και εργασίες κατωφλίων με μάρμαρα), εντούτοις, κατά παραβίαση του άρθρου 222 ΑΚ, παρέλειψε να "συνυπολογίσει το ποσοστό κατά το οποίο είχαν εκτελεστεί οι ως άνω εργασίες και το ύψος της εργολαβικής αμοιβής που αντιστοιχούσε σε αυτές", ο ίδιος αυτός αναιρετικός λόγος, ο θεμελιωτικός ισχυρισμός του οποίου έχει προφανώς την έννοια ότι σύμφωνα με το 533/17- 3-1989 συμβόλαιο ο εργολάβος εδικαιούτο να λάβει και μέρος αμοιβής ανάλογο προς τις ανωτέρω εκτελεσθείσες εργασίες του πέμπτου σταδίου, είναι απαράδεκτος, διότι πλήττει την προαναφερθείσα ανέλεγκτη (ουσιαστική) κρίση του δικαστηρίου, προσκρούοντας άλλωστε και στη δεσμευτική συναφώς ενέργεια (άρθρο 580 § 4 ΚΠολΔ) της 1676/2002 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία, εκδοθείσα για τη ίδια υπόθεση επί προηγουμένης αναιρετικής αιτήσεως της ήδη αναιρεσίβλητης κατά των ήδη αναιρεσειόντων, κρίθηκε, κατόπιν ερμηνευτικής αποσαφηνίσεως του σχετικού όρου του εν λόγω συμβολαίου, ότι για τη γέννηση του δικαιώματος του εργολάβου προς απόληψη της αμοιβής που αντιστοιχεί στις εργασίες του πέμπτου σταδίου δεν αρκεί η έναρξη και εκτέλεση ορισμένων ή μέρους εκ των εργασιών αυτών, αλλά απαιτείται η αποπεράτωσή τους. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191§2 του ΚΠολΔ) και όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18-2-2009 αίτηση του Ε. Π. κλπ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2241/2008 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Δεκεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή