Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 868 / 2015    (Β Ποιν. Διακ., ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Χρηματική ικανοποίηση.




Περίληψη:
Αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως για πλαστογραφία μετά χρήσεως σε βαθμό πλημμελήματος που επιδίκασε και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Αναιρεί για υπέρβαση εξουσίας μόνον κατά το μέρος που επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης και απορρίπτει κατά τα λοιπά την αναίρεση.




Αριθμός 868/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Απόστολο Παπαγεωργίου Προεδρεύων Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Σοφία Ντάντου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή και Γεώργιο Αναστασάκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Σεπτεμβρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθία Σπυροπούλου και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Κ. χήρα Ι. Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Καραβίδα, για αναίρεση της υπ’ αριθ.1322/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγον το Κοινωφελές Ίδρυμα με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ" το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Νιζάμη.
Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2015 αίτηση αναίρεσης, η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 27 Φεβρουαρίου 2015 και στους από 5 Ιουλίου 2015 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 304/2015.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι μόνο ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάστηκε και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της και β) να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της σε βαθμό πλημ/τος πλαστογραφίας, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, απαιτείται αντικειμενικά μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικά δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγμάτωσης των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική του υπόσταση και σκοπός του υπαίτιου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του ως άνω άρθρου 216 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου, που όταν γίνεται από τον ίδιο τον πλαστογράφο θεωρείται απλή επιβαρυντική περίπτωση, απαιτείται αντικειμενικά μεν η χρησιμοποίηση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, με οποιοδήποτε τρόπο, σύμφωνα με τον προορισμό του ή τον επιδιωκόμενο με αυτόν σκοπό, υποκειμενικά δε δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του δράστη και στη γνώση του ότι το έγγραφο που χρησιμοποίησε είναι πλαστό ή νοθευμένο, περαιτέρω δε και σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του εγγράφου αυτού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στη δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι ή παραπλάνηση. Τέλος, ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της πλαστογραφίας, νοείται, κατά το άρθρο 13 εδ. γ του Π.Κ., πλην άλλων, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη συνέπεια, όπως και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός (Α.Π. 128/2015, Α.Π. 476/2014). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις, με βάση τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά. Η κατά το άρθρο 178 του Κ.Ποιν.Δ. απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία είναι ενδεικτική και αφορά στα κυριότερα μόνον από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται κατά το άρθρο 178 περ. γ του Κ.Ποιν.Δ. και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Η πραγματογνωμοσύνη, ως ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου, πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και σε κάθε περίπτωση δεν είναι αντίθετα με τις παραδοχές της αποφάσεως. Οφείλει, λοιπόν, το Δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την πραγματογνωμοσύνη, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης και μη αρκούσης της αναφοράς του δικαστηρίου στα έγγραφα, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Όμως, σε κάθε άλλη περίπτωση και ειδικότερα επί ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (απλής γνωματεύσεως ή γνωμοδοτήσεως) ή επί πραγματογνωμοσύνης που ενεργήθηκε δυνάμει αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου,, οπότε η "πραγματογνωμοσύνη" δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο της ποινικής διαδικασίας, το πόρισμά της εκτιμάται ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις (Α.Π. 230/2015, Α.Π. 1556/2013).Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξάρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως του γιατί δεν εξάρονται και τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 128/2015, Α.Π. 361/2014, Α.Π. 476/2014, Α.Π. 416/2014). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως συνιστά η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (Α.Π. 507/2015, Α.Π. 680/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1322/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας, το Εφετείο που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της επέβαλε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών. Για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά λέξη, τα εξής: "Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και όλων των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της παρούσας, την απολογία της κατηγορουμένης και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη στο Βόλο σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του έτους 2007, οπωσδήποτε πάντως έως την 6-12-2007, κατήρτισε πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε έκανε χρήση αυτών των εγγράφων. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατήρτισε εξ υπαρχής πλαστά τέσσερα (4) μηνιαία προγράμματα προσωπικού των μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005 του εγκαλούντος εδρεύοντος στη Ν. Ιωνία Βόλου κοινωφελούς Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ", και ειδικότερα αφού προηγουμένως φωτοτύπησε και εξέδωσε αντίγραφα των γνησίων μηνιαίων προγραμμάτων προσωπικού του εν λόγω εγκαλούντος Ιδρύματος των αντίστοιχων μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005, όπου αναγράφονταν υπό τη μορφή πίνακα τα ονόματα 14 εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και το μηνιαίο πρόγραμμα εργασίας τους (ωράριο εργασίας, άδειες), στο τέλος του πρώτου εκ των οποίων υπήρχε σφραγίδα και αριθμός πρωτοκόλλου του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και στο τέλος των λοιπών υπήρχε υπογραφή του Διοικ. Διευθυντή Θ. Π. και σφραγίδα του εγκαλούντος Ιδρύματος, ακολούθως κάτω από τη σφραγίδα επικόλλησε σε κάθε έγγραφο χωριστά κατάσταση που περιείχε το όνομα της και τα ονόματα των λοιπών τριών ατόμων που απασχολούνταν στο Ίδρυμα με σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών κατά τους αντίστοιχους μήνες, όπου αναγράφονταν υπό τη μορφή πίνακα το μηνιαίο πρόγραμμα απασχόλησης τους (χρόνος απασχόλησης, άδειες), και ακολούθως αφού τα φωτοτύπησε εκ νέου, δια της μεθόδου της συρραφής εγγράφων κατήρτισε τέσσερα (4) εξ υπαρχής πλαστά μηνιαία προγράμματα προσωπικού των μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005, που φέρονταν ψευδώς ως εκδοθέντα από το Διευθυντή του εγκαλούντος Ιδρύματος Θ. Π., χωρίς ο ίδιος και το εγκαλούν ίδρυμα να το γνωρίζουν και να συναινούν προς τούτο, στα οποία εμφανιζόταν ψευδώς η κατηγορουμένη ως ενταγμένη στις καταστάσεις προσωπικού του ιδρύματος των αντίστοιχων μηνών με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες καταστάσεις υποβάλλονται από το Διευθυντή του Ιδρύματος στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Προέβη δε στην ανωτέρω πράξη, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων κάθε τρίτο στον οποίο αυτά θα προσκομίζονταν σχετικά με το γεγονός ότι κατά τους μήνες Οκτώβριο 2004, Νοέμβριο 2004, Ιανουάριο 2005 και Μάρτιο 2005 απασχολούνταν στο Ίδρυμα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ακολούθως, στη Λάρισα την 6-12-2007 και την 7-12-2007 έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, που κατήρτισε η ίδια, προσκομίζοντας αυτά μετ’ επικλήσεως την 6-12-2007 κατά την κατάθεση των από 20-11-2007 προτάσεων - πρόσθετων λόγων της και κάνοντας επίκληση αυτών την 7-12-2007 ενώπιον του Εφετείου Λάρισας κατά τη συζήτηση της με αριθμ. καταθ. 21/25-1-2007 έφεσης της κατά της υπ’ αριθμ. 124/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου που εξεδόθη κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και κατά του εγκαλούντος Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ" και δια της ανωτέρω προσαγωγής πλαστών αποδεικτικών μέσων πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθμ. 81/2008 απόφασης του Εφετείου Λάρισας, με την οποία έγινε δεκτή η με αριθμ. καταθ. 21/25-1-2007 έφεση της, εξαφανίστηκε η υπ’ αριθμ. 124/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 31-12-2004 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και υποχρεώθηκε το εγκαλούν Ίδρυμα να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ως παιδοκόμου υπό καθεστώς συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και να πληρώσει σε αυτή το ποσό των 5.692,50 ευρώ νομιμοτόκως και τη δικαστική δαπάνη. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορουμένη για την παραπάνω αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, όπως αναφέρεται στο διατακτικό, απορριπτομένων των ισχυρισμών της. Ειδικότερα ο ισχυρισμός της για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος διότι η κατηγορουμένη δεν ανέφερε για ποιους συγκεκριμένους λόγους ήταν αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (Α.Π. 587/2013). Το δικαστήριο από τα ήδη υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν δημιούργησε πλήρη δικανική πεποίθηση, για την βασιμότητα της υποθέσεως και δεν κρίνει αναγκαία τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ούτε την αναβολή της υπόθεσης προκειμένου να προσέλθει η συντάξασα την προσκομιζόμενη από το πολιτικώς ενάγον ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη Ε. Μ., η οποία σημειωτέον δεν λαμβάνεται υπόψη ως ιδιαίτερο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά ως απλό έγγραφο που εκτιμάται ελεύθερα (Α.Π. 461/2013 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον απορριπτέα κρίνεται και η ένσταση της κατηγορουμένης περί δεδικασμένου καθώς οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν δεσμεύουν την κρίση του ποινικού. Τέλος πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης για παραγραφή του ως άνω αδικήματος ως ουσιαστικά αβάσιμος διότι από την τέλεση του την 6.12.2007 μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης πρωτόδικα 30.5.2011, δεν είχε παρέλθει πενταετία, ενώ μέχρι την εκδίκαση της στο παρόν δικαστήριο δεν παρήλθε οκταετία" και ακολούθως, αφού απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, την κήρυξε κατά πλειοψηφία ένοχη του ότι: "Στο Βόλο, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του έτους 2007, οπωσδήποτε πάντως έως την 6-12-2007, κατήρτισε πλαστά έγγραφα, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως δε έκανε χρήση αυτών των εγγράφων. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο κατήρτισε εξ υπαρχής πλαστά τέσσερα (4) μηνιαία προγράμματα προσωπικού των μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005 του εγκαλούντος εδρεύοντος στη Ν. Ιωνία Βόλου κοινωφελούς Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ", και ειδικότερα αφού προηγουμένως φωτοτύπησε και εξέδωσε αντίγραφα των γνησίων μηνιαίων προγραμμάτων προσωπικού του εν λόγω εγκαλούντος Ιδρύματος των αντίστοιχων μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005, όπου αναγράφονταν υπό τη μορφή πίνακα τα ονόματα 14 εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και το μηνιαίο πρόγραμμα εργασίας τους (ωράριο εργασίας, άδειες), στο τέλος του πρώτου εκ των οποίων υπήρχε σφραγίδα και αριθμός πρωτοκόλλου του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και στο τέλος των λοιπών υπήρχε υπογραφή του Διοικ. Διευθυντή Θ. Π. και σφραγίδα του εγκαλούντος Ιδρύματος, ακολούθως κάτω από τη σφραγίδα επικόλλησε σε κάθε έγγραφο χωριστά κατάσταση που περιείχε το όνομα της και τα ονόματα των λοιπών τριών ατόμων που απασχολούνταν στο Ίδρυμα με σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών κατά τους αντίστοιχους μήνες, όπου αναγράφονταν υπό τη μορφή πίνακα το μηνιαίο πρόγραμμα απασχόλησης τους (χρόνος απασχόλησης, άδειες), και ακολούθως αφού τα φωτοτύπησε εκ νέου, δια της μεθόδου της συρραφής εγγράφων κατήρτισε τέσσερα (4) εξ υπαρχής πλαστά μηνιαία προγράμματα προσωπικού των μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004, Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005, που φέρονταν ψευδώς ως εκδοθέντα από το Διευθυντή του εγκαλούντος Ιδρύματος Θ. Π., χωρίς ο ίδιος και το εγκαλούν ίδρυμα να το γνωρίζουν και να συναινούν προς τούτο, στα οποία εμφανιζόταν ψευδώς η κατηγορουμένη ως ενταγμένη στις καταστάσεις προσωπικού του ιδρύματος των αντίστοιχων μηνών με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες καταστάσεις υποβάλλονται από το Διευθυντή του Ιδρύματος στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας. Προέβη δε στην ανωτέρω πράξη, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων κάθε τρίτο στον οποίο αυτά θα προσκομίζονταν σχετικά με το γεγονός ότι κατά τους μήνες Οκτώβριο 2004, Νοέμβριο 2004, Ιανουάριο 2005 και Μάρτιο 2005 απασχολούνταν στο Ίδρυμα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ακολούθως, στη Λάρισα την 6-12-2007 και την 7-12-2007 έκανε χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων, που κατήρτισε η ίδια, προσκομίζοντας αυτά μετ’ επικλήσεως την 6-12-2007 κατά την κατάθεση των από 20-11-2007 προτάσεων - πρόσθετων λόγων της και κάνοντας επίκληση αυτών την 7-12-2007 ενώπιον του Εφετείου Λάρισας κατά τη συζήτηση της με αριθμ. καταθ. 21/25-1-2007 έφεσης της κατά της υπ’ αριθμ. 124/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου που εξεδόθη κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και κατά του εγκαλούντος Ιδρύματος με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ" και δια της ανωτέρω προσαγωγής πλαστών αποδεικτικών μέσων πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθμ. 81/2008 απόφασης του Εφετείου Λάρισας, με την οποία έγινε δεκτή η με αριθμ. καταθ. 21/25-1-2007 έφεση της, εξαφανίστηκε η υπ’ αριθμ. 124/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της από 31-12-2004 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και υποχρεώθηκε το εγκαλούν Ίδρυμα να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ως παιδοκόμου υπό καθεστώς συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας και να πληρώσει σε αυτή το ποσό των 5.692,50 ευρώ νομιμοτόκως και τη δικαστική δαπάνη". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή της αναιρεσείουσας, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά, που έγιναν δεκτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 και 216 παρ.1 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή παραδοχές και έτσι δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, συμπληρούμενο και από το διατακτικό της, αιτιολογείται επαρκώς ο τρόπος με τον οποίο η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη έδρασε στην τέλεση της παραπάνω πράξεως με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της αποφάσεως, εξειδικεύεται με πληρότητα και σαφήνεια σε τι συνίσταται η κατάρτιση των πλαστών εγγράφων, δηλαδή των τεσσάρων μηνιαίων προγραμμάτων προσωπικού των μηνών Οκτωβρίου 2004, Νοεμβρίου 2004. Ιανουαρίου 2005 και Μαρτίου 2005 του κοινωφελούς Ιδρύματος, με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ", από την αναιρεσείουσα, ότι τα πλαστά αυτά έγγραφα ήταν πρόσφορα να παραπλανήσουν με τη χρήση τους κάθε τρίτο, στον οποίο θα προσκομίζονταν, σχετικά με γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και δη σχετικά με το ότι κατά τους μήνες Οκτώβριο 2004, Νοέμβριο 2004, Ιανουάριο 2005 και Μάρτιο 2005 απασχολείτο η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στο ως άνω Ίδρυμα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, με τις εντεύθεν έννομες συνέπειες, προς δε, αιτιολογείται ιδιαίτερα ο δόλος και δη ο σκοπός της αναιρεσείουσας να παραπλανήσει, κατά τις παραδοχές της απόφασης, κάθε τρίτο με την χρήση των εν λόγω πλαστών εγγράφων περί του ως άνω έχοντος έννομες συνέπειες γεγονότος, καθώς και το ότι χρησιμοποίησε τα ως άνω πλαστά έγγραφα, προσκομίζοντας αυτά μετ’ επικλήσεως την 6-12-2007 κατά την κατάθεση των από 20-11-2007 προτάσεων-πρόσθετων λόγων της και κάνοντας επίκληση αυτών την 7- 12-2007 ενώπιον του Εφετείου Λάρισας κατά τη συζήτηση της με αριθμ. καταθ. 21/25-1-2007 έφεσής της κατά της υπ’ αριθμ. 124/2006 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βόλου, ανεξαρτήτως αν επιτεύχθηκε η παραπλάνηση του Δικαστηρίου.
Εξάλλου, οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας και δη ότι: α) ελλείπει η ειδική κα εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση για την πλήρωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την οποία καταδικάσθηκε, β) δεν συνεκτίμησε και αξιολόγησε σωστά το ως άνω Δικαστήριο όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και ήχθη στην καταδίκη της , ενώ, κατά την ίδια πάντα, η σωστή εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων οδηγούσαν στην αθώωσή της, γ) έχουν εμφιλοχωρήσει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ασαφείς, αόριστες, αντιφατικές και ενδοιαστικές αιτιολογίες, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, στερώντας την απόφαση νομίμου βάσεως, δ] δεν προέβη το δικάσαν Δικαστήριο σε συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών στοιχείων και δη ως προς την κατάσταση προσωπικού Μαρτίου 2005, απ’ όπου, κατά τις αιτιάσεις της, προκύπτει ότι η φωτοτύπηση του προγράμματος Μαρτίου 2005 έλαβε χώρα πριν την 25-2-2005 και ε) το Δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική του κρίση στην προσκομισθείσα από την πολιτική αγωγή ιδιωτική έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης, την οποία εκτίμησε ως ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, προσδίδοντας σ’ αυτή ιδιαίτερη βαρύτητα και δη αυτής της κατ’ άρθρα 183 επ. διατασσόμενης πραγματογνωμοσύνης, είναι αβάσιμες, αφού παρατίθενται, όπως προεκτέθηκε, στην προσβαλλόμενη απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα θεμελιωτικά για την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως στοιχεία, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα. Η καταδίκη της στηρίχθηκε σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως και ιδίως από την εκτεταμένη αναφορά της, μάλιστα και κατ’ είδος, στα ληφθέντα υπόψη και συνεκτιμηθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Σύμφωνα δε, με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη , δεν ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε απαιτείτο να προσδιορίζεται πιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Περαιτέρω, η ειδικότερη, συναπτόμενη με την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, αιτίαση της αναιρεσείουσας, ως προς την κατάσταση προσωπικού Μαρτίου 2005 από την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, προέκυπτε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο στο οποίο κατέληξε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι απαράδεκτη, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ενώ, όσον αφορά στην αναγνωσθείσα ιδιωτική έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, θεωρείται ως απλό έγγραφο και ως τέτοιο λήφθηκε υπόψη, συνεκτιμήθηκε και αξιολογήθηκε από το Δικαστήριο, μετά των λοιπών αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 547/2015, Α.Π. 476/2014) και δεν στήριξε το Δικαστήριο την καταδικαστική του κρίση μόνο σ’ αυτήν, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Τέλος, οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου των αποδείξεων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του Δικαστηρίου, η οποία, όμως, είναι ανέλεγκτη αναιρετικά, είναι απαράδεκτοι. Κατά συνέπεια, οι προβαλλόμενοι, κατ’ εκτίμηση, συναφείς λόγοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. με την αίτηση της αναίρεσης (υπό στοιχ.1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 9, 10 και 11) και με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων (υπό στοιχ.3 και 6) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ.1, 174 παρ.2 και 321 παρ.1 στοιχ. δ και 4 του Κ.Ποιν.Δ., το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο, κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται, τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανιστεί, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, του δημόσιου κατήγορου ή του πταισματοδίκη που εξέδωσε το θέσπισμα. Άλλα στοιχεία, για την εγκυρότητα αυτού, δεν απαιτούνται (Α.Π. 410/2015, Α.Π. 1084/ 2013). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 330 και 343 του Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει ότι η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσεως με τα οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, αδιαφόρως αν η υπόθεση αναβλήθηκε ή εκδικάστηκε, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1 και 174 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος ή της επιδόσεώς του, η οποία είναι σχετική και αφορά σε διαδικαστική πράξη που κατ’ ανάγκην επιδρά στο κύρος της διαδικασίας στο ακροατήριο και στην καταδικαστική απόφαση που θα εκδοθεί, αν δεν καλυφθεί, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδο της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει επαναφέροντάς την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη. Αν ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν προτείνει την ακυρότητα αυτή πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου τότε αυτή καλύπτεται, με επακόλουθο το κλητήριο θέσπισμα να θεωρείται πλέον έγκυρο, τυχόν δε προβολή αυτής της ενστάσεως και με ειδικό λόγο εφέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι απαράδεκτη (Α.Π. 137/2015, Α.Π.410/2015, Α.Π. 411/2015, Α.Π. 109/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας, τα πρακτικά της και τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας που επισκοπούνται παραδεκτά για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν προβλήθηκε από την αναιρεσείουσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και κατά συνέπεια, με το να απορρίψει το ως άνω Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση την προβληθείσα και με ειδικό λόγο έφεσης, ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος με την επί λέξη αιτιολογία ότι "εκτός του ότι απαραδέκτως για πρώτη φορά προτείνεται στο παρόν δικαστήριο η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, η αναφορά σ’ αυτό σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του έτους 2007, οπωσδήποτε πάντως έως την 6.12.2007 κατήρτισε πλαστά έγγραφα, καθορίζει το χρόνο τέλεσης του αποδιδόμενου εγκλήματος και δεν καθιστά το κλητήριο θέσπισμα άκυρο", δεν έσφαλε, ενώ, διέλαβε την απαιτούμενη για την απόρριψή της αιτιολογία, ως επίσης, διέλαβε την απαιτούμενη αιτιολογία και για την απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού περί παραγραφής, αφού όπως προαναφέρθηκε τον απέρριψε διότι δεν παρήλθε πενταετία από του χρόνου τελέσεως του πλημ/τος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως μέχρι της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος, ούτε οκταετία από του χρόνου τελέσεως του πλημ/τος της πλαστογραφίας μετά χρήσεως μέχρι την κατ’ έφεση εκδίκαση της υποθέσεως. Επομένως, οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι, όπως εκτιμάται, επήλθε ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επειδή το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν έκανε δεκτή ένστασή της για ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία επανέφερε με λόγο εφέσεως, απορρίπτοντας αυτήν χωρίς την απαιτούμενη αιτιολογία και ότι, προσέτι, απέρριψε χωρίς την απαιτούμενη αιτιολογία τον αυτοτελή ισχυρισμό της περί παραγραφής, είναι αβάσιμες και οι συναφείς (υπό στοιχ. 8) από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β’ και Δ’ σε συνδυασμό με το άρθρο 170 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., όπως εκτιμάται, προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι συνακόλουθα απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του Κ.Ποιν.Δ., παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ., απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Συμβάσεως αυτής, αν υποβληθεί νομίμως αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και αυτό απορριφθεί χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, θεωρείται ότι προσβάλλεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και ιδρύεται και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως (Α.Π. 198/2015, Α.Π.361/2014, Α.Π. 430/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο συνήγορος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης υπέβαλε αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, το οποίο ανέπτυξε προφορικά, καταχωρήθηκε δε και στα πρακτικά, με το ακόλουθο περιεχόμενο: "α) Να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από ειδικό επιστήμονα γραφολόγο και β) Να διαταχθεί η εμφάνιση και εξέταση, ενώπιον του Δικαστηρίου σας, τόσο του διορισθέντος πραγματογνώμονα, όσο και της συντάκτη της καθ’ άπαντα διάτρητης γραφολογικής γνωμοδότησης κ. Ε. Μ., ώστε να ελεγχθούν οι σκέψεις και τα πορίσματα αυτών". Το εν λόγω αίτημα, έτσι όπως διατυπώθηκε, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ήταν αόριστο και ως εκ τούτου απαράδεκτο, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν προσδιόρισε για ποιο λόγο ήταν αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ούτε ανέφερε για ποιους συγκεκριμένους λόγους ήταν σημαντική και απαραίτητη η μαρτυρία της προαναφερόμενης μάρτυρα και ποια συγκεκριμένα στοιχεία της κατηγορίας θα διευκρίνιζε. Επομένως, δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει στο αίτημα αυτό της κατηγορουμένης για αναβολή της δίκης και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως την περί αυτού παρεμπίπτουσα απορριπτική απόφασή του (Α.Π. 416/2014, Α.Π.1544/2013). Παρά ταύτα το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από το Δικαστήριο με την εξής αιτιολογία: "Ειδικότερα ο ισχυρισμός της για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος διότι η κατηγορουμένη δεν ανέφερε για ποιους συγκεκριμένους λόγους ήταν αναγκαία η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (Α.Π. 587/2013). Το δικαστήριο από τα ήδη υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν δημιούργησε πλήρη δικανική πεποίθηση, για την βασιμότητα της υποθέσεως και δεν κρίνει αναγκαία τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ούτε την αναβολή της υπόθεσης προκειμένου να προσέλθει η συντάξασα την προσκομιζόμενη από το πολιτικώς ενάγον ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη Ε. Μ., η οποία σημειωτέον δεν λαμβάνεται υπόψη ως ιδιαίτερο αποδεικτικό στοιχείο, αλλά ως απλό έγγραφο που εκτιμάται ελεύθερα (Α.Π. 461/2013 ΝΟΜΟΣ)". Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την απόρριψη δε αυτή δεν παραβιάσθηκαν τα κατ’ άρθρα 171 παρ.1δ του Κ.Ποιν.Δ. και 6 παρ. 3β της ΕΣΔΑ υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης, ούτε, προχωρώντας το Δικαστήριο στην κατ’ ουσίαν εκδίκαση της υπόθεσης, υπερέβη την εξουσία του, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα με τον υπ’ αριθμ. 12 λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και τους υπ’ αριθμ.4 και 5 πρόσθετους λόγους και επομένως, οι συναφείς, κατ’ εκτίμηση, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , Δ’ και Η’ του Κ.Ποιν.Δ. προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 εδ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η εμφάνιση ενός μάρτυρα στο ακροατήριο, εξαιτίας θανάτου, γήρατος, μακράς και σοβαρής ασθένειας, διαμονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύματος ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νόμος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ. δ του Κ.Ποιν.Δ., εκ της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ., προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ένορκη κατά την προδικασία κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη και, επίσης, όταν ληφθεί υπόψη τέτοια κατάθεση παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου και χωρίς να βεβαιώσει το δικαστήριο την αδυναμία εμφανίσεώς του, γιατί έτσι παραβιάζεται το δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. δ της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 14 παρ. 3 στοιχ. ε του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν. 2462/1997), να εξετάζει και να ελέγχει τους μάρτυρες (Α.Π.496/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από την αναιρεσείουσα ή το συνήγορό της για ανάγνωση της προανακριτικής ένορκης κατάθεσης του ήδη αποβιώσαντος συζύγου της και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση, αυτεπαγγέλτως, να αναγνώσει αυτήν. Επομένως, δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας και ο προβαλλόμενος με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων συναφής, κατ’ εκτίμηση, δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του Κ.Ποιν.Δ. για απόλυτη ακυρότητα είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Τέλος, κατά το άρθρο 470 εδ. α του Κ.Ποιν.Δ., στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, προκύπτει ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου και όταν το Δικαστήριο που κρίνει επί του ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, τον κηρύξει αθώο ή παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για πράξεις για τις οποίες είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως, πλην όμως διατηρεί και επιδικάζει την ίδια χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο εγκαλών (Α.Π. 247/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων που υπάρχουν στη δικογραφία, η αναιρεσείουσα καταδικάσθηκε πρωτοδίκως με την υπ’ αριθμ. 2155/30-5-2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου για: α) απάτη επί δικαστηρίου και β) πλαστογραφία μετά χρήσεως, επιδικάσθηκε δε στο πολιτικώς ενάγον Ίδρυμα, με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ-ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ" χρηματική ικανοποίηση 40 ευρώ για την ηθική βλάβη που αυτό υπέστη από τις προαναφερόμενες πράξεις. Στη συνέχεια με την προσβαλλόμενη απόφαση επιδικάσθηκε στο ως άνω Ίδρυμα το ίδιο ποσό των 40 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση του, παρόλο που η κατηγορουμένη καταδικάσθηκε μόνο για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και αθωώθηκε για την πράξη της απάτης επί δικαστηρίου. Όμως, έτσι, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λάρισας κατέστησε χειρότερη τη θέση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., υπερβαίνοντας την εξουσία του. Κατόπιν αυτού, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο προβαλλόμενος με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι καθόσον αφορά στο κεφάλαιο για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάσθηκε στο πολιτικώς ενάγον ως άνω Ίδρυμα, να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το κεφάλαιο αυτό για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, καθόσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.) και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης μετά των προσθέτων λόγων.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται κατά ένα μέρος την από 24-2-2015 αίτηση - δήλωση της αναιρεσείουσας, Κ. χήρας Ι. Π., η οποία επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 27-2-2015, για αναίρεση της 1322/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας.
Αναιρεί εν μέρει, ήτοι μόνον ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάσθηκε στο πολιτικώς ενάγον "ΙΔΡΥΜΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ - ΑΣΠΡΕΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΕΣ" την υπ’ αριθμ. 1322/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Λάρισας.
Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος της, δηλαδή για την επιβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάσθηκε στο ως άνω πολιτικώς ενάγον, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως της Κ. χήρας Ι. Π., κατοίκου ..., μετά των προσθέτων λόγων της.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Σεπτεμβρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Σεπτεμβρίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή