Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1125 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση, Εξακολουθούν έγκλημα.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση. Έννοια. Στοιχειοθέτηση αντικειμενικώς και υποκειμενικώς. Έννοια παρανόμου ιδιοποιήσεως και πως εκδηλώνεται. Πότε σε βαθμό κακουργήματος, ειδικότερα επί διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΑΠ 1167/2008). Τέτοιος είναι ο λογιστής και ταμίας της επιχείρησης. Ανέλεγκτη η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι το υπεξαιρεθέν είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (ΑΠ 1371/2007, ΑΠ79/2006). Ευνοϊκότερη η διάταξη μετά την αντικατάσταση με άρθρο 1 παρ. 9 Ν. 2408/1996, εφαρμογή και σε πράξεις που τελέσθηκαν πριν την ισχύ του, εκτός από την περίπτωση του εντολοδόχου (ΑΠ 101/2010, ΑΠ 103/2009, ΑΠ 79/2007, ΑΠ 1626/2002, ΑΠ 1599/2002). Δυσμενέστερη η διάταξη 14 παρ. 1 Ν. 2721/1999. Επί τελέσεως κατ' εξακολούθηση πριν 3-6-2009 για κρίση ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας λαμβάνονται υπόψη μερικότερα ποσά (ΑΠ 24/2010). Έγγραφα. Πότε παράγεται ακυρότητα από την λήψη υπόψη χωρίς να αναγνωσθούν (ΑΠ 547/2008). Πρέπει να προκύπτει η ταυτότητα των αναγνωσθέντων. Πότε συντρέχει (ΑΠ 913/2007). Εξαιρέσεις. Λογίστρια και ταμίας που ασκούσε διαχείριση "εν τοις πράγμασι". Είσπραξη επιταγών για λογαριασμό της εταιρίας, χωρίς να τις εμφανίζει στο Ταμείο. Ιδιαίτερα μεγάλης αξίας τα ποσά κάθε επιταγής. Υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος. Αβάσιμοι οι λόγοι για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή, απόλυτη ακυρότητα. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1125/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Νικόλαο Εμμανουηλίδη, περί αναιρέσεως της 939/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "... ΚΑΙ ΣΙΑ Α.Ε." που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Γαλετζά.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουλίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1118/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρ. 375 §1 α Π.Κ., όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστο ενός έτους. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, απαιτείται: α) Το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Τέτοια περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα, που εισπράττει κάποιος για λογαριασμό άλλου. β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στον δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, η οποία συντρέχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή δίχως άλλη νόμιμη αιτία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Έτσι, χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος και ενσωματώσεως του στην περιουσία του. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση τιμωρoύταν σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν η πράξη ενείχε κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως όταν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως ήταν εμπιστευμένο στο δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του δράστη ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή αλλότριας περιουσίας. Μετά την αντικατάσταση της ίδιας παραγράφου από το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, στις 4-6-1996, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος προσαπαιτείται αφενός το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και αφετέρου να το έχουν εμπιστευθεί στον δράστη, λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες τούτου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ως διαχειριστής νοείται αυτός που ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων του εντολέα, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως τούτου, την οποία μπορεί να έχει από το νόμο ή από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η άσκηση διαχειρίσεως "εν τοις πράγμασι". Στην κακουργηματική υπεξαίρεση, λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, όπως είναι ο λογιστής και ταμίας μιας εταιρίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο πράγμα, όπως είναι το χρήμα, να το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ακριβώς της ιδιότητάς του αυτής. Η νεότερη αυτή διάταξη που ορίζει για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της υπεξαιρέσεως, ότι το αντικείμενο αυτής πρέπει να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και ότι στο πρόσωπο του δράστη πρέπει να υπάρχει μία από τις περιοριστικά αναφερόμενες ιδιότητες, είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, στο σημείο αυτό, στην οποία η απαρίθμηση ήταν ενδεικτική. Έτσι η νεότερη αυτή διάταξη είναι εφαρμοστέα και στις αξιόποινες πράξεις υπεξαιρέσεως, που έχουν τελεσθεί πριν από την ισχύ του Ν. 2408/1996. Δεν απαιτείται δε και η συνδρομή του στοιχείου της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως αξίωνε η προϊσχύσασα διάταξη της παραγ. 2 του άρθρου 375, εκτός της περιπτώσεως του εντολοδόχου, ως προς τον οποίο η προϊσχύσασα διάταξη τυγχάνει ευμενέστερη. Για την αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως, που δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, κρίνει κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας, καθόσον ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου ως μεγάλης ή μικρής είναι ζήτημα πραγματικό. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, που τελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 (3-6-1999), για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρ. 98 παρ. 2 του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 εδ. 1 του Ν. 2721/1999). Αν όμως οι μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν πριν από την ισχύ του Ν. 2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο κάθε μιας μερικότερης πράξης, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, διότι η νέα ως άνω με το Ν. 2721/1999 ρύθμιση του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ είναι δυσμενέστερη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του, πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση, στην οποία, για την υποκειμενική θεμελίωση της ανωτέρω πράξεως, αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης, εκ του ότι δε εξαίρονται ορισμένα δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίμησε τα άλλα. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και εκτιμήθηκαν όλα και όχι μερικά από αυτά κατ επιλογή για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
ΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα πράξη της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος: "Η εγκαλούσα εταιρία με την επωνυμία "... και ΣΙΑ ΑΕ", η οποία ασκεί αξιόλογη αγροτοπτηνοτροφική, βιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα, είναι εταιρία οικογενειακού χαρακτήρα, αφού το 91,74% των μετοχών της είχαν οι δύο οικογένειες ΑΑ και ΒΒ, από τους οποίους ο ΑΑ-1 ήταν Πρόεδρος και ο ΒΒ-1 Διευθύνων Σύμβουλος, ενώ το υπόλοιπο 8,26%, που αντιστοιχούσε σε 87.095 μετοχές, ονομαστικής αξίας 1.000 δρχ. η καθεμιά, είχε η κατηγορουμένη, η οποία, από το έτος 1978 μέχρι τις 18.1.1994, που αποχώρησε από την εταιρία, ήταν μέλος του Δ.Σ. αυτής, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως υπάλληλος στην εταιρία, και, λόγω της συγγενικής της σχέσης με τον αποβιώσαντα ήδη ΑΑ-1 (του οποίου ήταν ανιψιά, δηλαδή κόρη του αποβιώσαντος αδελφού του ΑΑ-2), ο οποίος της είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, της είχαν ανατεθεί καθήκοντα ταμία, δηλαδή πραγματοποιούσε εισπράξεις και πληρωμές για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρίας. Το έτος 1992, ο άλλος εκπρόσωπος της εταιρίας και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής ΒΒ-1, ο οποίος επίσης έχει αποβιώσει και ο οποίος ασχολούνταν με τις οικονομικές υποθέσεις της εταιρίας, ασθένησε σοβαρά και χρειάστηκε να μεταβεί για θεραπεία στην Αμερική, όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς και αφαίρεση των δύο νεφρών, και να απέχει από τα καθήκοντά του επί οκτώ μήνες. Από της αναχωρήσεως του δε, η κατηγορουμένη είχε τόσο τη διαχείρηση των χρηματικών διαθεσίμων - μετρητών και επιταγών, όσο και την ευθύνη του ημερήσιου βιβλίου ταμείου, ενώ, παράλληλα, με την ως άνω ιδιότητα, ήταν η μόνη που είχε κλειδί του ταμείου και γνώριζε το συνδυασμό του χρηματοκιβωτίου, μάλιστα δε, κατά τον επίδικο χρόνο, την ουσιαστική διαχείριση της εταιρίας ασκούσε η ίδια λόγω αφενός της ως άνω απουσίας του Διευθύνοντος Συμβούλου και αφετέρου της στοιχειώδους μόρφωσης του Προέδρου θείου της και της έλλειψης γνώσεων και εμπειριών λογιστικής και διαχείρισης αυτού. Περί το τέλος του έτους 1992, ο προϊστάμενος του λογιστηρίου ανέφερε στον ΑΑ-1 ότι, κατά τη γνώμη του, η κατηγορουμένη δεν ενημέρωνε σωστά το ταμείο σχετικά με την είσπραξη των τραπεζικών επιταγών της εταιρίας και, με αφορμή το γεγονός αυτό, ζητήθηκαν εξηγήσεις από αυτήν, δεδομένου ότι από τον πρόχειρο έλεγχο που έγινε στο ταμείο προέκυψε ότι αυτή δεν είχε καταχωρήσει στο βιβλίο του ταμείου τραπεζικές επιταγές που ήδη είχαν εισπραχθεί, με αποτέλεσμα να προκύπτει έλλειμμα συνολικού ποσού 145.000.000 δρχ. Η κατηγορουμένη προ αυτής της καταστάσεως, μη δυνάμενη να δικαιολογήσει το υφιστάμενο έλλειμμα, υποσχέθηκε αρχικά να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε στην εταιρία μεταβιβάζοντας το ποσοστό της στους λοιπούς εταίρους και προσφερόμενη να εργαστεί χωρίς να λαμβάνει μισθό. Στη συνέχεια, η κατηγορουμένη αποχώρησε από την εταιρία, λόγω δε της συγγενικής της σχέσης με τον ΑΑ-1, της δόθηκε χρόνος ώστε να εξεύρει τρόπο διακανονισμού του πιο πάνω ποσού, πλην αυτή, παρά τις υποσχέσεις της ίδιας και του συζύγου της, όχι μόνο δεν επέστρεψε στο ταμείο της εταιρίας το παραπάνω ποσό, αλλά απειλούσε ότι θα μηνύσει τους εκπροσώπους αυτής για συκοφαντική δυσφήμιση (γεγονός που τελικά έπραξε), αρνούμενη ότι είχε οιαδήποτε ευθύνη. Μετά από αυτά, η εγκαλούσα ανέθεσε τον έλεγχο του ταμείου στην ορκωτή λογίστρια ..., η οποία, μετά τον έλεγχο που διενήργησε με ειδικό συνεργείο συνεργατών της, υπέβαλε στην εγκαλούσα την από 27-6-1994 έκθεση της, σύμφωνα με την οποία το έλλειμμα ανερχόταν στα 171.465.253 δρχ. Το ποσό αυτό ιδιοποιήθηκε εξακολουθητικά, η κατηγορουμένη, εκμεταλλευόμενη το γεγονός της εμπιστοσύνης των διευθυνόντων Συμβούλων της εγκαλούσας, την ασθένεια του ΒΒ-1 και την άγνοια του θείου της ΑΑ-1 για τα οικονομικά θέματα αυτής, γεγονότα που της επέτρεπαν να έχει πλήρη ελευθερία κινήσεων, κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 1992 μέχρι 17-1-1994, έχοντας, όπως αναφέρθηκε, εν τοις πράγμασι τη διαχείριση του ταμείου της εγκαλούσας, προκειμένου δε να μη δημιουργηθούν υπόνοιες σε βάρος της, καταχωρούσε στο βιβλίο ταμείου όλες τις πληρωμές που πραγματοποιούσε για λογαριασμό της εγκαλούσας, όχι όμως και όλες τις εισπράξεις των τραπεζικών επιταγών, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται μειωμένα τα έσοδα της εταιρίας. Ειδικότερα, με τη μέθοδο αυτή, η κατηγορουμένη ιδιοποιήθηκε παράνομα τα ποσά των επιταγών που αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, το καθένα από τα οποία ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικού ποσού 141.465.253 δρχ., καθώς και το ποσό των 30.000.000 δρχ., το οποίο, αν και εισέπραξε στις 3-1-1994 με ανάληψη από την Εθνική Τράπεζα, δεν το καταχώρησε στο βιβλίο εισπράξεων του ταμείου της εταιρίας. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι τα χρήματα αυτά τα παρέδωσε στους νομίμους εκπροσώπους της εγκαλούσας, χωρίς να παραλάβει από αυτούς σχετική απόδειξη, και ότι στην πραγματικότητα το έλλειμμα είναι λογιστικό και όχι πραγματικό, δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Ο αυτοτελής ισχυρισμός ότι οι αποδιδόμενες στην κατηγορουμένη πράξεις υπεξαίρεσης φέρουν πλημμεληματικό χαρακτήρα γιατί μόνη η ιδιότητα της ως υπαλλήλου της εγκαλούσας ή το γεγονός ότι η τελευταία της είχε αναθέσει την εντολή εκτελέσεως συγκεκριμένης νομικής ή υλικής πράξεως χωρίς εξουσία αντιπροσωπεύσεως ή αναπτύξεως πρωτοβουλίας δεν της προσέδωσε την ιδιότητα διαχειρίστριας ξένης περιουσίας και, κατόπιν αυτού, η ένδικες πράξεις έχουν παραγραφεί, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού, κατά τα ανωτέρω, η κατηγορουμένη ήταν εν τοις πράγμασι διαχειρίστρια και δη διαχειριζόταν το παραπάνω ποσό που υπεξαίρεσε. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από την υπ' αριθ. 153/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατικής Έδρας Χαλκίδας), που αναγνώσθηκε, με την οποία, αφού κρίθηκε ομοίως, απορρίφθηκε η έφεση της κατά της υπ" αριθ. 207/2004 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδος, με την οποία υποχρεώθηκε αυτή να καταβάλει στην εγκαλούσα (ενάγουσα) εταιρία το ποσό των 173.406.064 δρχ. (κατά την αντιστοιχία του σε ευρώ)". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη της ανωτέρω πράξεως και, αφού της αναγνώρισε τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 α ΠΚ, της επέβαλε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1, 2 του ΠΚ, όπως ίσχυαν μετά την τροποποίηση με το Ν. 2408/1996 και πριν την τροποποίηση με το Ν 2421/1999, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων για τις οποίες κήρυξε ένοχο την αναιρεσείουσα. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο δέχθηκε, για τους λόγους που εκτενώς αναφέρει, ότι στην αναιρεσείουσα είχαν ανατεθεί από τον μέτοχο της πολιτικώς ενάγουσας που αναφέρει, εκ των πραγμάτων, καθήκοντα διαχειρίστριας της πολιτικώς ενάγουσας Α.Ε., τα οποία άσκησε στο αναφερόμενο στο σκεπτικό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ασκούσε την διαχείριση των χρηματικών διαθεσίμων - μετρητών και επιταγών- έχοντας και την ευθύνη ενημέρωσης του ημερήσιου βιβλίου Ταμείου της εταιρίας, τα δε ποσά, που κάθε φορά, όπως αναλυτικά παρατίθενται στο διατακτικό της αποφάσεως, εισέπραττε και περιέρχονταν στην κατοχή της, ως εκ των καθηκόντων αυτών, δεν τα εμφάνιζε αμέσως, μετά την είσπραξη στο οικείο λογιστικό βιβλίο, η ενημέρωση του οποίου της είχε ανατεθεί, με την διενέργεια της αντίστοιχης εγγραφής, ούτε τα κατέθετε στο Ταμείο της εταιρίας, αλλά τα ενσωμάτωσε παρανόμως στην περιουσία της, εκδηλώνοντας την προς τούτο βούληση της, όπως σαφώς προκύπτει, από το συνδυασμό σκεπτικού διατακτικού της προσβαλλομένης, αμέσως μετά την αναφερομένη είσπραξη του ποσού κάθε επιταγής, που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω και τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, το οποίο, ανέλεγκτα, κατά τα ανωτέρω, δέχθηκε το Δικαστήριο όταν ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δεν δημιουργείται αντίφαση εκ του ότι άλλη είναι η ημερομηνία είσπραξης της επιταγής και άλλη η της λογιστικής εγγραφής, η οποία, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών, διενεργούνταν, όχι αμέσως μετά την είσπραξη, όπως έπρεπε, αλλά στο τέλος του αντιστοίχου έτους, γεγονός το οποίο, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, οδήγησε τον προϊστάμενο του λογιστηρίου της εταιρίας να επισημάνει στον ένα των μετόχων την αταξία στην ενημέρωση του βιβλίου Ταμείου. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στην περαιτέρω έρευνα της υποθέσεως από την αναφερόμενη ορκωτή λογίστρια, η οποία με την από 27-6-1994 έκθεσή της, προσδιόρισε το ύψος του ελλείμματος που εμφάνιζε το Ταμείο, διότι δεν είχαν εισαχθεί σ αυτό τα κάθε φορά εισπραχθέντα ποσά των επιταγών, συνολικού ύψους 141.465.253 δραχμών, όπως επίσης και το ποσό των 30.000.000 δραχμών, το οποίο, παρότι, κατά την άσκηση των διαχειριστικών της καθηκόντων, είχε εισπράξει από την ΕΤΕ, δεν το εμφάνισε, με την διενέργεια της οικείας εγγραφής στις εισπράξεις του ταμείου της πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας, με αποτέλεσμα το συνολικό έλλειμμα να ανέλθει σε 171.465.253 δραχμές. Είναι δε αυτονόητο, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα υπεξαιρούσε τα ποσά των επιταγών και όχι τα σώματά αυτών και δεν χρειαζόταν, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να διευκρινίζεται το ζήτημα τούτο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, ούτε απαιτούταν να εξειδικεύεται ο τρόπος και ο χρόνος περιελεύσεως στην κατοχή της των υπεξαιρεθέντων κάθε φορά ποσών, αφού σαφώς προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα εισπραχθέντα ποσά των επιταγών και το αναληφθέν από την ανωτέρω Τράπεζα ποσό περιήλθαν στην κατοχή της, αμέσως μετά την είσπραξή τους, κατά την άσκηση των καθηκόντων της ως ''εν τοις πράγμασι'' διαχειρίστριας των χρηματικών διαθεσίμων της πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας. Ούτε επίσης δημιουργείται αντίφαση εκ της αναφοράς στο σκεπτικό της ιδιότητας της αναιρεσείουσας ως ταμία και διαχειρίστριας χρηματικών διαθεσίμων -επιταγών και μετρητών, αφού τα καθήκοντα του ταμία αποτελούν ειδικότερη έκφραση εκείνων του διαχειριστή χρηματικών διαθεσίμων. Τέλος ορθώς, κατά τα ανωτέρω, το Δικαστήριο εφάρμοσε στην κρινόμενη περίπτωση, με χρόνο τελέσεως της πράξεως προγενέστερο του έτους 1996, την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 375, το μεν όπως είχε μετά της τροποποίησή της με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και δεν απαίτησε, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, για την στοιχειοθέτηση της πράξεως, την συνδρομή στο πρόσωπο της διαχειρίστριας και του στοιχείου της καταχρήσεως ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, το δε όπως είχε πριν την τροποποίηση με το άρθρο 14 παρ.1 Ν. 2721/1999 και, για την κατάφαση του στοιχείου της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας του ποσού της κατ εξακολούθηση υπεξαιρέσεως, έλαβε υπόψη την αξία κάθε μιας των μερικοτέρων πράξεων, δηλαδή της εισπραχθείσης κάθε φορά επιταγής, όπως αυτές αναφέρονται λεπτομερώς στους πίνακες που παρατίθενται στο διατακτικό της αποφάσεως.
Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται η αναιρεσειβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 375 παρ. 2 ΠΚ τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών της αιτήσεως αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του Εφετείου και τυγχάνουν απαράδεκτες.
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξ άλλου δεν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα εγγράφων, όταν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό δεν αναγνώσθηκαν. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, το δικαστήριο, όπως λέχθηκε ανωτέρω, έλαβε υπόψη και εκτίμησε, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και την από 27-6-1994 έκθεση της ορκωτής λογίστριας ..., η οποία, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, μετά από εντολή της πολιτικώς ενάγουσας '' ... ΚΑΙ Σια Α.Ε.'' διενήργησε έλεγχο του ταμείου. Στα πρακτικά και στην οικεία θέση που αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα με α/α 18 παρατίθεται η από 9-7-1994 έκθεση ειδικού ελέγχου λογ/σμου ''Ταμείο'' εταιρίας ''... και Σια Α.Ε.'' που εκπονήθηκε από την ορκωτή ελεγκτή ... . Άλλη έκθεση της εν λόγω ορκωτής λογίστριας δεν αναγνώσθηκε.
Συνεπώς καθίσταται βέβαιο ότι η αναφερόμενη στο σκεπτικό έκθεση ελέγχου της ανωτέρω ορκωτής λογίστριας αναγνώσθηκε και έτσι η αναιρεσείουσα μπόρεσε να ασκήσει τα κατ άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματά της, από προφανή δε παραδρομή, μεταξύ των αναγνωσθέντων, αναφέρεται το έγγραφο αυτό, ως φέρον ημερομηνία 9-7-1994.
Συνεπώς ο υποστηρίζων τα αντίθετα από το άρθρο 510 παρ. 1 Α σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Αβάσιμος επίσης είναι και ο επί των ιδίων διατάξεων στηριζόμενος δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο υποστηρίζει η αναιρεσείουσα ότι δεν προκύπτει η ταυτότητα των με αριθμούς 10 και 20 αναγνωσθέντων εγγράφων, λόγω ελλιπούς παραθέσεως των περιγραφικών αυτών στοιχείων, ενώ το με αριθμό 1 έγγραφο τυγχάνει ανύπαρκτο. Ειδικότερα αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα των εν λόγω εγγράφων με αριθμούς 10 και 20 και είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό τους, η δε αναιρεσείουσα, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά τους, είχε κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά της και να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, λαμβανομένου υπόψη ότι, εφόσον συντελέσθηκε η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, της παρασχέθηκε η εν λόγω δυνατότητα, η οποία, όπως λέχθηκε, δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα εν λόγω αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά, αν όπως αναφέρονται, δεν δημιουργείται αμφιβολία περί της ταυτότητας τους και ο κατηγορούμενος μπόρεσε να ασκήσει τα, κατ άρθρο 358 ΚΠΔ, δικαιώματά του, πράγμα που, όπως λέχθηκε, συμβαίνει εν προκειμένω. Άλλωστε από τα πρακτικά προκύπτει ότι δεν αναγνώσθηκαν άλλα έγγραφα με τα αυτά προσδιοριστικά στοιχεία, που αναφέρονται στους ανωτέρω α/α, σε τρόπο ώστε να μη προκαλείται οποιαδήποτε αμφιβολία για την ταυτότητα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν. Όσον αφορά το με αριθμό 1 έγγραφο, από το ανωτέρω σκεπτικό της αποφάσεως, καθίσταται σαφές και ουδεμία υφίσταται αμφιβολία περί τούτου, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και εκτίμησε μόνον την προαναφερθείσα έκθεση ελέγχου της ως άνω ορκωτής λογίστριας, η οποία αναφέρεται στο σκεπτικό, όχι δε και την με αριθμό 1 αναφερομένη έκθεση ελέγχου ορκωτών λογιστών ''...και ...'', οπότε δεν ασκεί έννομη επιρροή αν αναφέρεται μεταξύ των αναγνωσθέντων, αν και, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, είναι έγγραφο ανύπαρκτο, οπότε από προφανή παραδρομή μνημονεύεται στην οικεία θέση των πρακτικών, με αποτέλεσμα να μη παράγεται η επικαλούμενη ακυρότητα. Εξάλλου, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, που προκύπτουν από τον συνδυασμό σκεπτικού-διατακτικού, δεν δημιουργείται ασάφεια, ως προς το αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα έγγραφα αυτά και αν στήριξε ή όχι σ' αυτά την κρίση του, με συνέπεια να μη υφίσταται ελλιπής αιτιολογία, ως προς τα αποδεικτικά μέσα και δη ως προς το αν έλαβε υπόψη και εκτίμησε και αυτά, με αποτέλεσμα, όπως λέχθηκε ανωτέρω, να μη πάσχει η προσβαλλομένη από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, να τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. IV. Η επιβαλλόμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Κατά την έννοια αυτή αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί αναγνωρίσεως στον κατηγορούμενο κάποιας από τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, η παραδοχή της οποίας οδηγεί σε μείωση της ποινής στα πλαίσια που καθορίζει το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προτείνονται παραδεκτώς και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους και δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τους προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστοί στη νομική ορολογία.
Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης, η αναιρεσείουσα μεταξύ των άλλων πρόβαλλε και τον αυτοτελή ισχυρισμό, κατά την ανωτέρω έννοια, της αναγνωρίσεως και της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ. Προς θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού επικαλέσθηκε τα ακόλουθα "Από το χρόνο τέλεσης της πράξεως μέχρι και σήμερα, δηλαδή από 03-01-1993 (οπότε και τελέστηκε η τελευταία, σύμφωνα με το κατηγορητήριο πράξη υπεξαιρέσεως) μέχρι και 01-04-2009, συνεπώς επί δεκαπέντε (15) χρόνια, χρονικό διάστημα που είναι πολύ μεγάλο, καμία αξιόποινη πράξη δεν διέπραξα, συνέχισα να εργάζομαι ως βοηθός λογιστή και μάλιστα από το 2003 μέχρι και σήμερα στις οικογενειακές επιχειρήσεις του κ. ... και ... ("ΓΕΝΙΚΗ ΜΗΧΑΝΟΥΡΓΙΚΗ ΟΕ" και "ΒΕΜΚΑ ΕΠΕ"), είμαι παντρεμένη εδώ 25 χρόνια με τον ..., με τον οποίο έχουμε αποκτήσει δύο παιδιά, μία κόρη 23 ετών (φοιτήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στην Αθήνα) κι έναν γιο 20 ετών (φαντάρο) και διάγω έντιμο σε όλες τις εκφάνσεις του, αξιοπρεπή και κοινωνικά λειτουργικό βίο, όπως αποδείχθηκε από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας (έγγραφα και μάρτυρες)".
Ο με το ανωτέρω περιεχόμενο ισχυρισμός τύγχανε μη νόμιμος, διότι τα επικαλούμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αναγνώριση της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως. Ειδικότερα δεν επικαλείται συγκεκριμένη, μετά την πράξη της, θετική, προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική συμπεριφορά, η οποία να είναι ενδεικτική, όχι μόνον έλλειψης παραβατικότητας, διότι σε τέτοια περίπτωση αυτός που δεν τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη μετά την αποκάλυψη της παράνομης δραστηριότητάς του και μάλιστα υπό καθεστώς υποδικίας θα είχε εξασφαλισμένη την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως, αλλά ατόμου το οποίο αποτίναξε το παρελθόν, άλλαξε τρόπο ζωής, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει όταν εξακολουθεί να ζει όπως και πριν, εξαιρουμένης της παραβιάσεως των νόμων και ιδιαίτερα του ποινικού κώδικα. Η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι συνέχισε να ζεί με τα δύο ενήλικα παιδιά της, ηλικίας 23 και 20 ετών, τον σύζυγό της και να εργάζεται στις αναφερόμενες επιχειρήσεις, δηλαδή να πράττει ό,τι και προηγουμένως, όταν τέλεσε, κάτω από τις συνθήκες που αναφέρθηκαν, που προσδίδουν ιδιαίτερη απαξία στην πράξη της, με μοναδική διαφοροποίηση όσον αφορά την μη παραβίαση του ποινικού νόμου, δηλαδή δεν έχει να επιδείξει αξιόλογη κοινωνική, προσωπική και επαγγελματική δράση και προσφορά, που να την διαφοροποιεί σε σχέση με το παρελθόν και να εντάσσεται στην ανωτέρω έννοια της καλής μετά την πράξη συμπεριφοράς.
Συνεπώς, εφόσον ο ισχυρισμός δεν προβλήθηκε παραδεκτώς, το Δικαστήριο, κατά τα ανωτέρω, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σ αυτόν και να διαλάβει οποιαδήποτε αιτιολογία στην απορριπτική του απόφαση, ως εκ περισσού δε τον απέρριψε με την αιτιολογία που αναφέρεται στα πρακτικά και δεν γεννάται ζήτημα εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ. Κατ ακολουθία ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' ΚΠΔ, πέμπτος λόγος αναιρέσεως τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), όπως και στην δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, που παραστάθηκε (176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 9-7-2009 αίτηση (δήλωση) της Χ για αναίρεση της με αριθμ. 939/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) €, καθώς και στην δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας από πεντακόσια (500) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 31 Μαΐου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή