Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Συνέργεια, Λαθρομεταναστών μεταφορά.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για άμεση συνεργεία σε παράνομη μεταφορά - προώθηση στο εσωτερικό της χώρας υπηκόων τρίτων χωρών που δεν έχουν το δικαίωμα εισόδου, κατ' επάγγελμα, σύσταση συμμορίας και αθέμιτης χρήσης ραδιοσυχνοτήτων. Απορρίπτεται ως αβάσιμος ο λόγος για έλλειψη αιτιολογίας αναφορικά με την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων καθώς και με τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της "κατ' επάγγελμα τελέσεως" και του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ. Το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 β, δ και 3 του ΠΚ, διότι όλως αορίστως έγινε επίκληση τους. Απορρίπτεται επίσης ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το δικαστήριο προς στήριξη της καταδικαστικής του κρίσης έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα α, β, γ δ που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητα τους (άρθρα 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 ΚΠΔ). Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 1615/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Κωνσταντίνου Κούκλη) ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά - Εισηγήτρια και Βασίλειο Φράγγο, σύμφωνα με την 66/5-5-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Μαΐου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Ι. του Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα, περί αναιρέσεως της 1042/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Φεβρουαρίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 318/2010.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 1 περ. α' και β' του Ν. 3386/2005 "Πλοίαρχοι ή Κυβερνήτες πλοίων, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα στην Ελληνική Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους-μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά ή προώθηση τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη τιμωρούνται: α) Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β) Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) έως πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν η μεταφορά ενεργείται κατ' επάγγελμα ή αν ο υπαίτιος είναι δημόσιος υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχουν προηγηθεί και καταδίκες, υποκειμενικά δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εντεύθεν εισόδημα. Κατ' επάγγελμα επίσης τέλεση συντρέχει και όταν μία φορά διεπράχθη η πράξη, όχι όμως ευκαιριακούς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Κατά το άρθρο 187 παρ. 3 του ΠΚ., όπως τούτο ισχύει, "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξη μηνών. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται ο υπαίτιος, αν η κατά το προηγούμενο εδάφιο ένωση έγινε για τη διάπραξη πλημμελήματος το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας". Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, συμμορία είναι η ένωση με άλλον (δηλαδή συμφωνία δύο τουλάχιστον προσώπων) για τη διάπραξη ενός τουλάχιστον μη προσδιοριζόμενου κακουργήματος ή πλημμελήματος. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο από τότε που ενώθηκαν δύο ή περισσότεροι με τον παραπάνω σκοπό. Υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Απαιτείται δε δόλος, ήτοι η γνώση και η θέληση ότι ενώνεται ο δράστης με άλλους για να διαπράξουν εγκλήματα, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 περ. β του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένα παροχή συνδρομής στον αυτουργό, με τη γνώση ότι παρέχεται κατά την εκτέλεση και κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης, συνδεόμενη προς αυτή κατά τρόπο, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή, με βεβαιότητα, η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγηση τους και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος (μάρτυρες, έγγραφα κτλ), χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς κα αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορο του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, αυτοτελείς ισχυρισμούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής. Πρέπει όμως ο ισχυρισμός αυτός να προβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή του και δεν αρκεί η επίκληση της νομικής διάταξης που τον προβλέπει ή του χαρακτηρισμού με τον οποίο είναι γνωστός στη νομική ορολογία, καθόσον η αόριστη προβολή αυτού όχι μόνο δεν υποχρεώνει το δικαστήριο να τον απορρίψει αιτιολογημένα, αλλά ούτε καν το υποχρεώνει να απαντήσει σ' αυτόν. Ιδιαίτερη αιτιολογία για την ύπαρξη δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κυρία αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως "η εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ειδικότερα, η ύπαρξη του δόλου στην παράβαση της διατάξεως του άρθρου 88 παρ. 1 παρ. α' και β' του Ν. 3386/2005 δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, απαιτείται όμως να διαλαμβάνεται σ' αυτή το παράνομο της εισόδου των αλλοδαπών στο Ελληνικό έδαφος και η περί τούτου γνώση του υπαιτίου της πράξεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Θράκης που δίκασε σε δεύτερο βαθμό με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 1042/2009 απόφαση του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης που αλληλοσυμπληρώνονται, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 5/6/2009 και περί ώρα 02.00 άνδρες του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης ... εντόπισαν στο 40° χιλ/τρο της παλαιάς Ε.Ο. ...-... και πλησίον αυτής με τη χρήση θερμικής κάμερας ομάδα 30 περίπου λαθρομεταναστών και έθεσαν αυτήν υπό παρακολούθηση. Περί ώρα 02.20 η εν λόγω ομάδα μετακινήθηκε σε παρακείμενη γέφυρα κάτω από την ... οδό. Οι άνδρες του άνω Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης μετακινήθηκαν κοντά στη γέφυρα για να έχουν καλύτερη οπτική επαφή και πλησίασαν την ομάδα σε απόσταση 10-15 μ. περίπου. Περί ώρα 02.40' διήλθαν από το σημείο εκείνο τα υπ' αριθμ. κυκλοφορίας: α) ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας ΜERCEDES, β) ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας CITRΟΕΝ και γ) ... τουριστικό λεωφορείο μάρκας IVECO λευκού χρώματος, το οποίο με οπισθοπορεία εισήλθε κάτω από τη γέφυρα όπου ήταν η ομάδα των λαθρομεταναστών. Τα δύο ΙΧΕ αυτοκίνητα, αφού επέστρεψαν μέσω της παλαιάς Ε.Ο. στο σημείο όπου ανέμεναν οι λαθρομετανάστες για να επιβιβαστούν στο λεωφορείο, το μεν ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, συνέχισε την πορεία του, κινούμενο με μικρή ταχύτητα, το δε ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, σταμάτησε και ο οδηγός του καθοδήγησε τους λαθρομετανάστες να επιβιβαστούν στο χώρο των αποσκευών του λεωφορείου, του οποίου ο οδηγός δεν κατήλθε και ανέμενε την ολοκλήρωση της επιβίβασης των λαθρομεταναστών για να αναχωρήσει. Αμέσως μετά την επιβίβαση των λαθρομεταναστών ξεκίνησε λεωφορείο. Προπομπός αυτού ετέθη το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ενώ το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο ακολουθούσε αυτό (λεωφορείο). Τα άνω οχήματα διήλθαν από το χωρίο ... προς την Ε.Ο. ...-... και μέσω αυτής εισήλθαν στην ... οδό και κινήθηκαν με κατεύθυνση προς .... Στον κόμβο της ΒΙΠΕ ... ακινητοποιήθηκαν το λεωφορείο και το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου του λεωφορείου διαπιστώθηκε ότι στο χώρο των αποσκευών επέβαιναν οι αναφερόμενοι στο διατακτικό 30 λαθρομετανάστες, υπήκοοι Πακιστάν, οι οποίοι είχαν εισέλθει παράνομα στη χώρα, τις βράδυνες ώρες της 4-6-2009, από αδιευκρίνιστο σημείο της ελληνοτουρκικής μεθορίου, χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα, αυτούς δε διεκπεραίωσαν, μέσω του ποταμού ..., με πλαστική βάρκα, δύο Τούρκοι διακινητές, α.λ.σ. Τους αλλοδαπούς, οι οποίοι πεζή κινήθηκαν στο προσυμφωνηθέν σημείο συνάντησης και επιβιβάστηκαν στο προαναφερθέν λεωφορείο, προώθησαν στο εσωτερικό της χώρας ο οδηγός του λεωφορείου Π. Ε. του Δ. και της Μ., κάτοικος ..., ο οδηγός του ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, Ι. Ν. του Α., ο οποίος σημειωτέον δεν συνελήφθη και ο παρών κατηγορούμενος, Ν. Ι. του Χ. και της Ι., κάτοικος ..., οδηγός του ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, οι οποίοι είχαν μεταβεί στο προαναφερθέν σημείο, έχοντας οι δύο πρώτοι ξεκινήσει από τη ... για να παραλάβουν τους αλλοδαπούς, μετά από προσυννενόηση με τους δύο Τούρκους διακινητές, των οποίων τα ονόματα εν διακριβώθηκαν και με σκοπό να τους μεταφέρουν παράνομα στην ..., όταν δε οι λαθρομετανάστες θα έφθαναν στον προορισμό τους θα κατέβαλαν το ποσό των 8.000 ευρώ ο καθένας, όπου το κύκλωμα οργάνωσης, μεταφοράς, διακίνησης και προώθησης από χώρα σε χώρα προσώπων, που στερούνται ταξιδιωτικών εγγράφων, υποδείκνυε. Κατά τον έλεγχο του ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, ιδιοκτησίας της Α. Μ. του Ζ., με την οποία συμβιοί ο προαναφερόμενος (Ν. Ι.), βρέθηκαν και κατασχέθηκαν τρία κινητά τηλέφωνα και δύο φορητοί ασύρματοι, που όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ήταν συντονισμένοι στην ίδια συχνότητα που χρησιμοποιεί η αστυνομία. Ακολούθησε η σύλληψη των οδηγών των οχημάτων και των λαθρομεταναστών και όλοι οδηγήθηκαν στο Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης ... . Σε έρευνα που επακολούθησε στη οικία του κατηγορουμένου Ν. Ι., στην ..., επί της οδού ... αρ. 18, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν α) εντός χάρτινης σακούλας στο πατάρι επάνω από το λουτρό το χρηματικό ποσό των 128.270 ευρώ, β) επάνω στο τραπέζι του σαλονιού το χρηματικό ποσό των 1.400 ευρώ, γ) σε συρτάρι επίπλου εντός φακέλου, που εξωτερικά έφερε την ένδειξη "1-6-2009 = 500 Ε "ΚΑΛΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ"", το χρηματικό ποσό των 500 ευρώ. Επίσης, σε έρευνα του υπ' αριθμ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, μάρκας (301Ρ, ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου Ν. Ι., βρέθηκαν και κατασχέθηκαν α) το χρηματικό ποσό των 22.100 ευρώ, β) επτά βιβλιάρια καταθέσεων τραπεζών του Ν. Ι. (2 της Αγροτικής, 1 της Πειραιώς, 1 της ATTICA, 1 της ΑSPIS), ένα μπλοκ επιταγών και πέντε κάρτες τραπεζών ανάληψης χρημάτων εκ των οποίων τέσσερις (1 της ΑΤTICA, 1 της ΜΙLLENIUM, 1 της Εθνικής, 1 της ΕURO ΒΑΝΚ) του κατηγορουμένου, και μία (1) της ΑΤΤICΑ της Α. Μ.. Τα παραπάνω περιστατικά αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και την απολογία του κατηγορουμένου, ο οποίος ομολογεί ότι μετέβη με το αυτοκίνητο του στη γέφυρα επειδή γνώριζε την τουρκική γλώσσα αρνείται όμως ότι ακολούθησε το λεωφορείο, ισχυρισμός, όμως, ο οποίος καταρρίπτεται όχι μόνο από τις σαφείς καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, οι οποίοι επιβεβαιώνουν το γεγονός αυτό, δηλαδή ότι ακολουθούσε το λεωφορείο με το άνω ΚΟΜ 2374 ΙΧΕ αυτοκίνητο για να ειδοποιήσει τον οδηγό του λεωφορείου σε περίπτωση ελέγχου ή παρουσίας αστυνομικής περιπόλου στην περιοχή, αλλά και το γεγονός της ταυτόχρονης ακινητοποίησης του λεωφορείου και του οδηγούμενου από αυτόν ... ΙΧΕ αυτοκινήτου στον κόμβο της ΒΙΠΕ .... Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος παρείχε άμεση συνεργεία στον οδηγό του ... τουριστικού λεωφορείου Π. Ε. του Δ., που μετέφερε παράνομα τους λαθρομετανάστες στο εσωτερικό της χώρας καίτοι δεν είχαν δικαίωμα εισόδου, γεγονός το οποίο γνώριζε ο κατηγορούμενος, καθοδηγώντας και βοηθώντας τους αλλοδαπούς να επιβιβαστούν στο άνω λεωφορείο και ακολουθώντας αυτό (λεωφορείο) οδηγώντας το με αριθμ. ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, προκειμένου να ειδοποιήσει τον οδηγό του λεωφορείου, για τυχόν ύπαρξη αστυνομικών κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, προέβη δε ο κατηγορούμενος στην ανωτέρω πράξη με σκοπό το παράνομο όφελος, αποτελώντας μέλος οργανωμένης ομάδος (κυκλώματος με δραστηριότητα την οργάνωση, μεταφορά και διακίνηση προσώπων που στερούνται ταξιδιωτικών εγγράφων και την προώθηση τους στη Χώρα από Χώρες του εξωτερικού επ' αμοιβή) κατέχοντας και χρησιμοποιώντας φορητούς ασυρμάτους, συντονισμένους στις ραδιοσυχνότητες της Α.Δ. ..., ώστε να παρακολουθεί τις συνομιλίες και κινήσεις της αστυνομίας και να λαμβάνει μέτρα προς αποφυγή της συλλήψεως των μελών του κυκλώματος διακινητών, τρεις συσκευές κινητής τηλεφωνίας για την επικοινωνία του με τους συνεργάτες του διακινητές, τις οποίες έσπευσε να απενεργοποιήσει όταν αντελήφθη ότι επίκειται ο έλεγχος του οχήματος που οδηγούσε (βλ. κατάθεση Α. Κ.), χρησιμοποιώντας για τη δράση του αυτοκίνητο ιδιοκτησίας τρίτου και όχι της ιδιοκτησίας του (υπ' αριθμ. ... ΙΧΕ αυτοκινήτου, μάρκας GOLF), ώστε να μην είναι δυνατός ο εντοπισμός του από τις διωκτικές αρχές, ενώ ο σκοπός αυτού προς πορισμό εισοδήματος επιβεβαιώνεται και από τα ιδιαιτέρως μεγάλα χρηματικά ποσά, που βρέθηκαν στην κατοχή του, τόσο στην οικία του, όσο και στο αυτοκίνητο της ιδιοκτησίας του, την κατοχή των οποίων δεν δικαιολόγησε, τα όσα δε υποστήριξε αναφέροντας αορίστως ότι ο υιός από την πώληση μηχανήματος είχε εισπράξει 50.000 ευρώ, ότι κατά παράκληση κάποιος Βούλγαρος συνεργάτης τους άφησε χρήματα να δουλέψουν επειδή εκδηλώθηκε πυρκαγιά στην επιχείρηση τους ή ότι τα κέρδισε στον ΟΠΑΠ, δεν κρίνονται πειστικά. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται, απορριπτομένων των ισχυρισμών αυτού περί μεταβολές της κατηγορίας όσον αφορά την πρώτη πράξη σε απλή συνεργεία χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της τέλεσης κατ' επάγγελμα, καθώς και των αιτημάτων αυτού περί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2δ', 2ε' και 2β' ΠΚ, δεδομένου ότι όλως αορίστως έγινε επίκληση τους, με μόνη την νομική ορολογία, χωρίς ταυτόχρονη προβολή τους κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα περιστατικά, που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους (ΑΠ 45/2005), αφού δεν εκτίθενται καθόλου περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι αυτός μετανόησε ειλικρινά και ότι επιζήτησε - και κατά ποιο τρόπο - να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των άνω αξιοποίνων πράξεων, ούτε εκτίθενται περιστατικό, από τα οποία να προκύπτει ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο σχετικά διάστημα μετά την πράξη του αυτή, ενώ δεν συνιστά καλή συμπεριφορά η καλή πειθαρχική διαγωγή του κατά την κράτηση του, που επιβάλει ο Κανονισμός της φυλακής, διότι η καλή συμπεριφορά προϋποθέτει ελεύθερη διαβίωση, όχι η συμπεριφορά του κρατούμενου στις φυλακές (ΑΠ 973/2000 ΝοΒ 49. 93, ΑΠ 1890/2003 ΠοινΔικ 7 231), εν προκειμένω δε ο κατηγορούμενος ήταν διαρκώς κρατούμενος από την 5-6-2009 έως και σήμερα.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο (και αφού απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί μεταβολής της κατηγορίας σε απλή συνεργεία στην παράβαση του άρθρου 88 παρ. 1 περ. α και β του Ν. 3386/2005 και χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της τελέσεως κατ' επάγγελμα, και αυτούς του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α, β, δ και ε του ΠΚ) κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο των αξιοποίνων πράξεων 1) της άμεσης συνέργειας στην παράνομη μεταφορά- προώθηση στο εσωτερικό της χώρας υπηκόων τρίτων χωρών που δεν έχουν νόμιμο δικαίωμα εισόδου στο Ελληνικό έδαφος ,κατά συρροή, από δράστη που ενεργεί κατ' επάγγελμα, 2) της από κοινού παράβασης του άρθρου 187 παρ. 3 εδ. β του ΠΚ, και 3) της παράβασης του άρθρου 62 παρ. 1 του Ν. 3431/2006, και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 30 μηνών και χρηματική ποινή 15.000 ευρώ, για κάθε έναν από τους 30 μεταφερόμενους αλλοδαπούς για την Α' πράξη, ποινή φυλάκισης 3 μηνών για την Β' πράξη και ποινή φυλάκισης 6 μηνών και χρηματική ποινή 3.000 ευρώ για την Γ' πράξη, συνολική δε ποινή φυλάκισης 266 μήνες (εκτιτέα ποινή 10 έτη), και συνολική χρηματική ποινή 102.800 ευρώ.
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Θράκης διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά , τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στ', 26 παρ. 1 παρ. 1 α, 27, 46 παρ. 1 περ. β, 94 παρ. 1 187 παρ.3 εδ. β του ΠΚ και άρθρα 88 παρ. 1 περ. α' και β' του Ν. 3386/2005 και 62 παρ. 1 του Ν. 3431/2006. Ειδικότερα, πλήρως αιτιολογείται ο δόλος του αναιρεσείοντος και η απ' αυτόν κατ' επάγγελμα τέλεση της αξιόποινης πράξεως της άμεσης συνέργειας στην παράνομη μεταφορά- προώθηση στο εσωτερικό της χώρας των λαθρομεταναστών, με την παράθεση πραγματικών περιστατικών υποδηλούντων τον δόλο αυτόν και την κατ' επάγγελμα τέλεση, προσθέτως δε αναλυτικά και με πλήρη αιτιολογία εξειδικεύονται οι ενέργειες στις οποίες ο αναιρεσείων προέβη, προκειμένου να πραγματώσει την αντικειμενική υπόσταση των ως άνω διωκομένων εγκλημάτων. Για την πληρότητα της αιτιολογίας η πληττόμενη απόφαση περιέλαβε σ' αυτή ειδικές και εκτενείς σκέψεις για το δόλο του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου, δεχόμενη ότι αυτός γνώριζε ότι οι μεταφερόμενοι ήταν αλλοδαποί και δεν διέθεταν τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα και ως εκ τούτου δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στη χώρα, είχαν δε εισέλθει στο Ελληνικό έδαφος χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, γνώση η οποία προκύπτει από το σχεδιασμό της όλης επιχείρησης, από την εκτέλεση από αυτόν του έργου της συνοδείας του λεωφορείου που μετέφερε στον χώρο των αποσκευών του τους λαθρομετανάστες, οδηγώντας το ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, με υποχρέωση να ειδοποιήσει τον συγκατηγορούμενό του και οδηγό του λεωφορείου Π. Ε. για την παρουσία της αστυνομίας στο δρόμο τους, και από την συμμετοχή του στην όλη επιχείρηση με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, για τον οποίο (πορισμό), αλλά και την υποδομή που είχε διαμορφώσει, και επιπροσθέτως την ένωσή του με μέλη οργανωμένης ομάδας-κυκλώματος, που δραστηριοποιείται στην οργάνωση, μεταφορά και διακίνηση προσώπων που στερούνται ταξιδιωτικών εγγράφων και την προώθησή τους στην Ελλάδα από χώρες του εξωτερικού με αμοιβή, διαλαμβάνει εκτενή και πλήρη αιτιολογία με την παράθεση των ως άνω πραγματικών περιστατικών. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να διευκρινίζεται από ποιο αποδεικτικό μέσο προέκυψε η κάθε παραδοχή, ούτε να αιτιολογείται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της κρίσης του και για ποιο λόγο έγινε περισσότερο πιστευτό ένα συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, αφού όλα τα παραπάνω ανάγονται σε εκτίμηση πραγμάτων. Περαιτέρω, το δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, και πολύ περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών που προέβαλε ο αναιρεσείων και συγκεκριμένα των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 β, δ και ε του ΠΚ, καθόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης στα οποία έχουν καταχωρηθεί, όλως αορίστως έγινε επίκληση τους, με μόνη την νομική ορολογία, χωρίς ταυτόχρονη προβολή τους κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα περιστατικά, που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση τους, ενώ περαιτέρω με ειδική αιτιολογία που διαλαμβάνεται στο 12° φύλλο (εμπρόσθια όψη) της προσβαλλόμενης απόφασης απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του περί αναγνωρίσεως του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 α του ΠΚ.
Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως προς όλες τις εκφάνσεις του (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 332 παρ. 2,358, 364 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του σε σχέση με την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία ιδρύει, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί στερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να κάμει παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι, ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά δεν συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου τους. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει (κατά το άρθρο 358 του ΚΠΔ) τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενο του. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Έτσι, ο κατηγορούμενος, γνωρίζων πλήρως την ταυτότητα του εγγράφου αυτού, έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα εκ του άρθρου 358 του ΚΠΔ δικαιώματα, δεδομένου μάλιστα ότι εφόσον πραγματοποιήθηκε η ανάγνωση του εγγράφου αυτού, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενο αυτού του εγγράφου, αφού λογικά η δυνατότητα αυτή δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αναγνώσθηκαν: 1) Μία έκθεση εξέτασης κατηγορουμένου με διερμηνέα (υπ' αύξοντα αριθμό 9), και 2) Μία βεβαίωση κέρδους από τον ΟΠΑΠ (με αύξοντα αριθμό 10). Με την αναφορά αυτή των εν λόγω εγγράφων, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη μνεία προσθέτων στοιχείων προσδιορισμού τους, όπως το περιεχόμενο, ο συντάκτης, η χρονολογία αυτών, τα πρόσωπα στα οποία αφορούν, αφού με την ανάγνωση τους στην επ' ακροατηρίου διαδικασία, κατέστησαν γνωστά τα εν λόγω έγγραφα κατά το περιεχόμενο τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σε σχέση με το περιεχόμενο τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε πάντως από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης, εν όψει και του ότι δεν δημιουργήθηκε αμφιβολία για το αναλλοίωτο της ταυτότητάς τους. Συνακόλουθα ορθώς έλαβε υπόψη του το Εφετείο τα ως άνω έγγραφα, ο δε δεύτερος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο , με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίσης του έλαβε υπόψη του έγγραφα, που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητα τους, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, συνισταμένη στο γεγονός ότι το δικαστήριο για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση έλαβε υπόψη του τα ακόλουθα έγγραφα: 1) τις αποδείξεις πληρωμών συντάξεων του Ο.Α.Ε.ΕΔ., 2) το τιμολόγιο πώλησης μηχανήματος, ύψους 50.000 ευρώ, και 3) τα εκκαθαριστικά της εφορίας, χωρίς αυτά να αναγνωσθούν, καθόσον από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι από το δικαστήριο αξιολογήθηκε μόνο το υπό στοιχεία (2) ως άνω έγγραφο και τούτο γιατί το περιεχόμενο του προέκυπτε από άλλα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα την απολογία του κατηγορουμένου. Κατ' ακολουθίαν, απορριπτόμενων όλων των λόγων της αιτήσεως και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11/2/2010 αίτηση του Ν. Ι. του Χ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1042/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποβιωσάσης της Γραμματέως, η παρούσα απόφαση υπογράφεται από την Γραμματέα Λόζιου Πελαγία, κατόπιν της υπ' αριθμό 152/2010 πράξεως του Προέδρου του Αρείου Πάγου.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Οκτωβρίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ