Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 235 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Εισαγγελική Πρόταση.




Περίληψη:
Απόλυτη ακυρότητα (171 παρ. 1 στοιχ. α και 484 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Γνώση του περιεχομένου της εισαγγελικής πρότασης, προϋποθέτει την υποβολή σχετικής αιτήσεως. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του Συμβουλίου.





Αριθμός 235/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, και Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 3429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 548/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, με αριθμό 276/3-7-07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιόν σας, κατ'άρθρ. 485 παρ. 1 και 513 παρ. 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., την με αριθ. 72/19-3-2007 έκθεσιν αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ'αριθ. 3429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δια του οποίου απερρίφθη, ως ουσιαστικώς αβάσιμη η έφεσίς του κατά του υπ'αριθ. 4871/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με το οποίον παρεπέμφθη ούτος εις το ακροατήριον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για να δικασθεί ως υπαίτιος αποπλάνησης παιδιού που είχε συμπληρώσει μεν το 10ον έτος της ηλικίας του ουχί δε και το 13ον έτος και επάγομαι τα ακόλουθα:
Ι) Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως στρεφομένη κατά βουλεύματος υποκειμένου εις αναίρεσιν, κατ'άρθρ. 482 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και εξετασθεί κατ'ουσίαν.
ΙΙ) Κατά του άρθρ. 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ. οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενόν της. Ο εισαγγελέας οφείλει σε αυτήν την περίπτωση να ειδοποιήσει τον διάδικο που ήσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της Εισαγγελίας που επισυνάπτεται στην δικογραφία. Αν ο διάδικος δεν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου και δεν διόρισε αντίκλητο, δεν ειδοποιείται, χωρίς πάντως να εμποδίζεται από τον λόγο αυτό να γνωρίσει την πρόταση του εισαγγελέα και μετά την υποβολή της στο συμβούλιο. Για τον σκοπό αυτό κατατίθεται στον γραμματέα της Εισαγγελίας αντίγραφο της πρότασης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στην διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών αλλά και στην διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρ. 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ.), η παραβίαση δε αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώσει της πρότασης του εισαγγελέα πριν να υποβληθεί στο Συμβούλιο και δεν ειδοποιήθη να λάβει γνώση ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα (άρθρ. 171 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.) που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. Το εν λόγω αίτημα των διαδίκων ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενο της εισαγγελικής προτάσεως προς το δικαστικό συμβούλιο μπορεί να υποβληθεί και με υπόμνημα λόγω του ότι δεν πρέπει να τηρηθεί κάποιος τύπος και με τον τρόπο αυτό περιέρχεται άμεσα σε γνώση του εισαγγελέως, ο οποίος προ της καταρτίσεως της προτάσεώς του λαμβάνει γνώση του περιεχομένου του. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρ. 308 παρ. 2 Κ.Π.Δ. έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο εισαγγελέας, μετά το τέλος της ανάκρισης ή προανάκρισης πρόκειται να υποβάλλει στο συμβούλιο Πλημμελειοδικών ή Εφετών πρόταση επί της ουσίας της υποθέσεως, όχι δε και στις περιπτώσεις επί υποβληθέντος παρεμπίπτοντος αιτήματος διαδίκου (Α.Π. 2116/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ' σελ. 548, Α.Π. 2011/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ' σελ. 740).
ΙΙ) Περαιτέρω το βούλευμα που παραπέμπει τον κατηγορούμενο εις το ακροατήριο έχει την απαιτουμένη από το άρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν εκτίθενται εις αυτό με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, εις τα οποία εστηρίχθη η κρίση του Συμβουλίου για την συνδρομή των προϋποθέσεων δια την θεμελίωσιν της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και αι σκέψεις του συμβουλίου με τις οποίες εκρίθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την πράξη για την οποία ησκήθη ποινική δίωξη. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρ. 177 Κ.Π.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος ναι μεν δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τί συνήγαγε από αυτά το Συμβούλιο αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρος, έγγραφα κ.λ.π.) στην αξιολόγηση των οποίων στηρίχθηκε η κρίση του, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το Συμβούλιο εξετίμησε όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του. 'Ετσι, δεν είναι αρκετή η γενική αναφορά στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που υπάρχουν στην δικογραφία ή που συγκεντρώθηκαν από την ανάκριση, καθόσον μια τέτοια αναφορά δεν παρέχει πληρότητα στην αιτιολογία του βουλεύματος, αφού δεν προκύπτει απ'αυτό αν ελήφθησαν υπ'όψιν και αν εκτιμήθηκαν όλα τα είδη των αποδεικτικών μέσων. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα εις αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθεται σ'αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (Α.Π. 692/98 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 153, Α.Π. 2464/2005 Ποιν.Χρον. ΝΣΤ' σελ. 627). Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρ. 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι μόνον αν το συμβούλιο δεν απαντήσει καθόλου επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του ή αν αρνηθεί αναιτιολόγητα την εμφάνιση αυτή, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρ. 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ. και ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατ'άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ.

ΙΙΙ) Στην προκειμένη με τον πρώτο λόγο αναίρεσης και υπό την επίκληση επέλευσης απόλυτης ακυρότητος, προβάλλεται η αιτίαση ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, αν και εζήτησε να λάβει γνώση της κατατεθησόμενης εισαγγελικής πρότασης και ενώ ειδοποιήθηκε και έλαβε γνώση ο πληρεξούσιος δικηγόρος του της υπ'αριθ. 1769/2005 εισαγγελικής πρότασης επί της ουσίας της κατηγορίας η σχετική δικογραφία εισήχθη εις το Συμβούλιο και εξεδόθη το υπ'αριθ. 2421/2005 προδικαστικό βούλευμα το οποίο απέσχε να αποφανθεί επί της ασκηθείσης εφέσεως μέχρι να υποβληθεί σχετική πρότασις του αρμοδίου Εισαγγελέως επί του παρεμπίπτοντος αιτήματος του κατηγορουμένου περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς του ενώπιον του συμβουλίου προς παροχήν διασαφήσεων επί της εις βάρος του κατηγορίας που διετυπώθη δια του από 3-2-2005 υπομνήματός του. Ακολούθως εισήχθη εκ νέου η σχετική δικογραφία με την υπ'αριθ. 2785/2006 πρότασιν επί του ανωτέρω αιτήματος, χωρίς να ενημερωθεί όμως επί του περιεχομένου της προτάσεως αυτής ούτε ο κατηγορούμενος ούτε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του και μετά ταύτα το υπ'αριθμ. 3429/2006 βούλευμα με τις ενσωματωμένες εις τούτο ως άνω εισαγγελικές προτάσεις, δια του οποίου με εμπεριστατωμένην αιτιολογίαν απέρριψε το εν λόγω αίτημα του κατηγορουμένου περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως τούτου ενώπιόν του Ούτω όμως, εν όψει των εκτεθέντων, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης από το άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες υπ'αριθ. 1769/2005 και 2785/2006 προτάσεις, εκ των οποίων η δευτέρα είναι συμπληρωματική της πρώτης, αυτές αφορούσαν η μεν πρώτη την ουσίαν της υπόθεσης του περιεχομένου της οποίας αρχικώς εκλήθη και έλαβε γνώσιν ο πληρεξούσιος δικηγόρος του κατηγορουμένου (ιδέτ. Την από ....... υπηρεσιακή βεβαίωση), η οποία ενσωματώθη εις το προσβαλλόμενο βούλευμα και, ανεξαρτήτως του ότι, μετά την έκδοσιν του υπ'αριθ. 2421/2005 προδικαστικού βουλεύματος, η υπόθεσις επανήλθε εις το αρχικό στάδιο, δεν επεβάλλετο να κληθή εκ νέου ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του για να λάβουν γνώση του περιεχομένου αυτής, ως θα συνέβαινε εάν δια του ανωτέρω βουλεύματος (2421/2005) διετάσσετο συμπληρωματική κυρία ανάκρισις, η δε δευτέρα στην από 3-2-2005 παρεμπίπτουσα αίτηση του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτού ενώπιον του Συμβουλίου. Επομένως από την επικαλούμενη παράλειψη δεν επήλθε η επικαλούμενη απόλυτη ακυρότητα.
ΙV) Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του άρθρ. 339 παρ. 1 στοιχ. β' Π.Κ., όπως ετροποποιήθη με το άρθρ. 5 του ν. 1272/1982 και άρχισε να ισχύει από την 20-8-1982, όποιος ενεργεί ασελγή πράξιν με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται α).......... β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ).......... Ως ασελγής δε πράξις νοείται όχι μόνον η συνουσία αλλά και κάθε άλλη ενέργεια η οποία ανάγεται στην γενετήσια σφαίρα και αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο κατά του οποίου κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των δεκατριών ετών και ανώτερη των δέκα ετών. Εξάλλου, έλλειψη της επιβαλλομένης από τα άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν δεν αναφέρονται εις αυτό τα πραγματικά περιστατικά εις τα οποία εστηρίχθη η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, αι αποδείξεις που τα θεμελιώσαν και αι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφηρμόσθη. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή αναφορά στις ενσωματωμένες στο πρωτόδικο και στο κατ'έφεσιν βούλευμα εισαγγελικές προτάσεις και με δικές του συμπληρωματικές σκέψεις, εδέχθη ανελέγκτως, ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας του κατηγορουμένου) προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων στην........-Αττικής την 24-3-2004 και περί ώραν 01, 00', ενήργησε ασελγείς πράξεις με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών και ειδικότερα ενώ εφιλοξενείτο εις την οικίαν της μητρός της ανηλίκου, μετά της οποίας διατελούσε σε σχέση μνηστείας και εκμεταλλευόμενος την γνωριμίαν και εμπιστοσύνη που είχε αναπτυχθεί μεταξύ αυτού και της ως άνω ανηλίκου που είχε συμπληρώσει το 10ον έτος όχι όμως και το 13ον έτος της ηλικίας της και που εγνώριζε ότι ήτο πρόσωπο νεότερο των δεκατριών ετών, αφού κατά τακτά χρονικά διαστήματα εσυνόδευε ταύτην κατά τις μεταβάσεις της εις το Δημοτικό σχολείο, όπου εφοιτούσε, εκμεταλλευόμενος την ολιγόλεπτη απουσία της μητρός της στην τουαλέτα, εισήλθε εις το υπνοδωμάτιο της παραπάνω ανηλίκου, η οποία διήγε τότε το 11ον έτος της ηλικίας της και αφού απέβαλε το εσώρουχό του, ενήργησε, για ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, ασελγείς πράξεις και συγκεκριμένα την φιλούσε στο στόμα, της χάϊδευε το στήθος και τα γεννητικά όργανα του σώματος της, βάζοντας το χέρι του μέσα από το νυκτερινό της ένδυμα, ενώ παράλληλα χάϊδευε και το δικό του γεννητικό όργανο. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επεκύρωσε το βούλευμα αυτό, με το οποίο αυτός είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου για αποπλάνηση παιδιού σε βαθμό κακουργήματος (ήτοι για παράβαση άρθρ. 339 περ. β' Π.Κ., όπως ήδη ισχύει). Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών έκρινε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ότι είναι περισσή η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ενώπιόν του και έτσι απέρριψε την σχετική αίτησίν του για εμφάνιση. Την κρίση του δε αυτή στήριξε, με επιτρεπτή αναφορά στην πρόταση του εισαγγελέα, στην επαρκή αιτιολογία ότι ο διάδικος αυτός έχει αναπτύξει τις απόψεις του, με πληρότητα και σαφήνεια στο πολυσέλιδο υπόμνημά του προς το Συμβούλιο Εφετών και τα συνοδευτικά αυτού έγγραφα, κατά τρόπο ώστε η αυτοπρόσωπη εμφάνιση του να μην έχει να προσθέσει τίποτε. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του διέλαβε εις αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τόσον ως προς την απόρριψιν του παρεπίμπτοντος αιτήματός του για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου όσον και ως προς την ουσιαστικήν αξιολόγησιν των λόγων εφέσεώς του αφού σαφώς αναφέρεται τόσον εις το σκεπτικό όσον και εις το διατακτικό του πρωτόδικου βουλεύματος ή ακριβής ηλικία της παθούσης ανηλίκου, η οποία, κατά τον κρίσιμο χρόνο, διήγε το 11ον έτος της ηλικίας της καθώς και ότι ο κατηγορούμενος εγνώριζε ότι αυτή ήτο πρόσωπο νεότερο των 13ον ετών και επί πλέον με επαρκή αιτιολογία απερρίφθη ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου ότι, με βάση τα περιγραφόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετείται η αξιόποινος πράξεις της αποπλάνησης παιδιού αλλά η τοιαύτη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειάς του (κατ' άρθρ. 337 Π.Κ.). Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ---------------- Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί, ως ουσιαστικώς αβάσιμος, η υπό κρίσιν έκθεσις αναιρέσεως με αριθ. 72/19-3-2007 του Χ1, κατά του υπ'αριθ. 3429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Να επιβληθούν τα έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήναι τη 8 Ιουνίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 72/19-3-2007 αίτηση (έκθεση) αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 3429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του υπ' αριθμό 4871/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξεως αποπλανήσεως παιδιού, που είχε συμπληρώσει μεν το 10ο έτος της ηλικίας του, όχι δε και το 13ο έτος (άρθρο 339 παρ.1 περ. β του ΠΚ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Κατά το άρθρο 308 παρ.2 του Κ.Π.Δ, όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 παρ.2 του ν. 3160/2003, " οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό της. Ο εισαγγελέας, οφείλει σε αυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή, για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής ου, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά, οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία... Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση, η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο, αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής ". Με τη διάταξη αυτή θεσμοθετείται δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση της πρότασης του εισαγγελέα, προκειμένου να υποβάλουν εγκαίρως τις παρατηρήσεις τους και η δικογραφία να εισάγεται στο συμβούλιο στο σύνολό της. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, αλλά και σ' αυτή ενώπιον του συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου (άρθρο 485 παρ.1 του Κ.Π.Δ), η παραβίασή της δε, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της πρότασης του εισαγγελέα πριν υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση, είναι ο κατηγορούμενος, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατ' άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ του Κ.Π.Δ, γιατί ανάγεται στην στέρηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως και ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ.α του Κ.Π.Δ. Όπως, όμως, προκύπτει από τις σαφείς πιο πάνω διατάξεις, η υποχρέωση του εισαγγελέα να ειδοποιήσει το διάδικο, προκειμένου να λάβει γνώση του περιεχομένου της προτάσεώς του, προϋποθέτει σχετικό αίτημα, που υποβάλλεται σε αυτόν και όχι σε άλλη δικαστική υπηρεσία και μάλιστα πριν αυτός καταρτίσει την πρότασή του. Το εν λόγω αίτημα των διαδίκων, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενο της εισαγγελικής προτάσεως προς το δικαστικό συμβούλιο, μπορεί να υποβληθεί και με υπόμνημα. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η διάταξη του άρθρου 308 παρ.2 του Κ.Π.Δ, έχει εφαρμογή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο εισαγγελέας, μετά το τέλος της ανάκρισης ή της προανάκρισης, πρόκειται να υποβάλει στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών ή Εφετών πρόταση, επί της ουσίας της υπόθεσης και όχι επί υποβληθέντος παρεμπίπτοντος αιτήματος διαδίκου.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, με το από 3-2-2005 υπόμνημά του, είχε ζητήσει να λάβει γνώση της υπ' αριθμό 1769/2005 εισαγγελικής προτάσεως, προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών επί της ουσίας της κατ' αυτού κατηγορίας, της οποίας αυτός και έλαβε γνώση. Η σχετική δικογραφία ακολούθως, εισήχθη στο ως άνω Συμβούλιο, το οποίο εξέδωσε το με αριθμό 2421/2005 παρεμπίπτον βούλευμά του, με το οποίο απέσχε να αποφανθεί επί της εφέσεως, που αυτός είχε ασκήσει κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, εωσότου υποβληθεί η σχετική πρόταση του εισαγγελέα, επί του αιτήματος του κατηγορουμένου περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς του, ενώπιον του ως άνω συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Ακολούθως, η δικογραφία εισήχθη εκ νέου στο αρμόδιο συμβούλιο, με την υπ' αριθμό 2785/2006 εισαγγελική πρόταση, με το σχετικό αίτημα που εκκρεμούσε περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως, στην οποία είχε ενσωματωθεί και η επί της ουσίας υπ' αριθμό 1769/2005 πρόταση του ίδιου εισαγγελέα, χωρίς όμως να έχει χωρήσει εκ νέου ειδοποίηση, τόσο του ίδιου του κατηγορούμενου, όσο και του πληρεξουσίου συνηγόρου του, επί του περιεχομένου της συμπληρωματικής προτάσεώς του. Το Συμβούλιο Εφετών, στη συνέχεια, εξέδωσε το προσβαλλόμενο υπ' αριθμό 3429/2006 βούλευμά του, με τις ενσωματωμένες σ' αυτό εισαγγελικές προτάσεις, με το οποίο απέρριψε το αίτημα για την αυτοπρόσωπη εμφάνισή του. 'Ετσι, όμως, ενόψει των όσων έχουν εκτεθεί, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α του Κ, Π, Δ πρώτος λόγος αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας (άρθρο 171 αριθμ.1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα), με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, γιατί, όπως προκύπτει από τις με αριθμούς 1769/2005 και 2785/2006 προτάσεις του εισαγγελέα εφετών Αθηνών, από τις οποίες η δεύτερη είναι συμπληρωματική της πρώτης, αυτές αφορούσαν, η μεν πρώτη, την ουσία επί της κατηγορίας, για την οποία, όπως προαναφέρθηκε, κλήθηκε ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος και έλαβε γνώση αυτής, σύμφωνα και με την από ....... υπηρεσιακή βεβαίωση, η δε δεύτερη, το αίτημα για την αυτοπρόσωπη ή μη εμφάνισή του. Η εκ νέου όμως ειδοποίηση του πληρεξουσίου συνηγόρου ή του ίδιου του κατηγορουμένου, προκειμένου να λάβει και πάλι γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, μετά την έκδοση του παρεμπίπτοντος βουλεύματος, με αριθμό 2421/2005, δεν ήταν αναγκαία, προεχόντως γιατί δεν είχε υποβληθεί από μέρους του αντίστοιχο αίτημα, πέραν από το γεγονός ότι στην με αριθμό 2785/2006 πρόταση, είχε ενσωματωθεί εξ' ολοκλήρου η επί της ουσίας εισαγγελική πρόταση με αριθμό 1769/2005.
Εξ' άλλου, από το άρθρο 309 παρ.2 σε συνδυασμό με το άρθρο318 εδ.α του Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι το Συμβούλιο των Εφετών, αν υποβληθεί σ' αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, υποχρεούται να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος για παροχή οποιασδήποτε διασάφησης που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση αυτή μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, ειδικώς μνημονευόμενοι στο βούλευμα. Η παράβαση της διάταξης αυτής, που αποβλέπει στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του ανήκουν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του αυτού Κώδικα, η οποία θεμελιώνει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α του Κ.Π.Δ λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, είναι αβάσιμος ο αυτός ως άνω λόγος αναιρέσεως περί απόλυτης ακυρότητας, (κατά το δεύτερο μέρος του), συνιστάμενος στο ότι απορρίφθηκε αναιτιολογήτως το αίτημα του κατηγορουμένου περί αυτοπρόσωπης εμφανίσεώς του προς παροχή διασαφήσεων, αφού, όπως προκύπτει από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο, με επιτρεπτή αναφορά στη σχετική, ενσωματωμένη σ' αυτό, εισαγγελική πρόταση, προέβη στην αιτιολογημένη απόρριψή του, αφού δέχθηκε, ότι με τα προσκομισθέντα από αυτόν (κατηγορούμενο) αποδεικτικά στοιχεία και το υπόμνημά του, ανέπτυξε αυτός διεξοδικότατα τις απόψεις του για την βαρύνουσα αυτόν κατηγορία και ότι, ενόψει των αναφερομένων αποδεικτικών αυτών στοιχείων, σε συνδυασμό με το σύνολο του ανακριτικού υλικού, ουδεμία ανάγκη περαιτέρω διευκρινίσεως υπ' αυτού παρίσταται, αφού δεν υπάρχουν ασάφειες ή αοριστίες περί των υπό επίλυση νομικών και πραγματικών ζητημάτων, που να χρήζουν διασαφήσεως. Περαιτέρω, έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ'του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, και τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ' αυτών. 'Ετσι, η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων- έστω και εσφαλμένη- δε συνιστά λόγο αναιρέσεως. Στην προκείμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "ο κατηγορούμενος στην .......... Αττικής την 23/24 Μαρτίου 2004 και περί ώρα 01.00 ευρισκόμενος στην οικία της ........, κειμένης επί της οδού ........., με την οποία αυτός τελούσε σε σχέση μνηστείας και εκμεταλλευόμενος την ολιγόλεπτη απουσία της, που ευρισκόταν στο λουτρό της, εισήλθε στην κρεββατοκάμαρα της οικίας, όπου τη στιγμή εκείνη ευρισκόταν η ανήλικη κόρη της, ηλικίας 11 ετών . Τη στιγμή εκείνη ο κατηγορούμενος και ενώ η μνηστή του ήταν στο λουτρό, όπως προαναφέρθηκε εισήλθε στο δωμάτιο της ανήλικης κόρης, και έβγαλε το εσώρουχό του, έμεινε γυμνός και άρχισε να φιλά και να χαϊδεύει την ανήλικη κόρη στο στόμα, στο στήθος και τα γεννητικά της όργανα, βάζοντας το χέρι του μέσα από το νυχτικό της, ενώ αυτός ταυτόχρονα χαϊδευε το μόριό του. Ο κατηγορούμενος, ο οποίος γνώριζε την ηλικία της ανήλικης κόρης, αφού επανειλημμένα την είχε συνοδεύσει στο σχολείο, ενήργησε τις παραπάνω ασελγείς πράξεις, για να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του ". Με τις παραδοχές του αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφατικές αιτιολογίες ή λογικά κενά, εκθέτει τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, με βάση τα οποία έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος. Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, απέρριψε κατ' ουσία την έφεση που άσκησε ο κατηγορούμενος κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξεως αποπλανήσεως παιδιού, που είχε συμπληρώσει μεν το 10ο έτος της ηλικίας του, όχι δε και το 13ο έτος. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την, κατά τα παραπάνω, επιβαλλόμενη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε στα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Αιτιολογημένα επίσης, όπως προαναφέρθηκε απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν του. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της. Ο αναιρεσείων πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 19 Μαρτίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμό 3429/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2007 και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιανουαρίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή