Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 660 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Αναίρεση μερική, Παράβαση κανονισμού αποφυγής συγκρούσεων πλοίων.




Περίληψη:
Παράβαση κανονισμού προς αποφυγή συγκρούσεων από την οποία προήλθε πρόσκρουση του πλοίου. Λόγοι αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης. Έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου. Απόρριψη των λόγων αυτών ως αβασίμων. Απόλυτη ακυρότητα από την ανάγνωση απολιπόμενου μάρτυρα αν έχει αντίρρηση ο κατηγορούμενος. Όχι στην περίπτωση που είναι δυσχερής η ανεύρεσή του και η προσέλευση του στο Δικαστήριο. Απόρριψη του λόγου αυτού αναιρέσεως. Απόλυτη ακυρότητα λόγω του ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του ως προς την ποινή. Αναίρεση εν μέρει της απόφασης και παραπομπή μόνο ως προς την ποινή στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση.




Αριθμός 660/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριος Πατινίδης, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτης Ρουμπή- Εισηγητή, Γεώργιος Μπατζαλέξης, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Αλιβιζάτο, περί αναιρέσεως της ΑΤ2130/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημ/κείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 18 Δεκεμβρίου 2009 δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 749/2009.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 17-3-2009 αίτηση του κατηγορουμένου Χ, με την οποία ζητεί την αναίρεση της υπ'αριθμ.ΑΤ2130/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Μαζί με την αίτηση θα συνεξετασθούν και οι από 18-12-2009 πρόσθετοι επ'αυτής λόγοι αναίρεσης που ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόσθεμα με ιδαίτερο δικόγραφο (άρθρο 509 παρ.2 ΚΠΔ).
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 225 παρ.1 και 2 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ν.δ.187/1973), επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μέχρι τριών ετών και χρηματική ποινή στον πλοίαρχο ή τον αξιωματικό φυλακής ή άλλο μέλος του πληρώματος του πλοίου, αν συνεπεία παραβάσεως από αμέλεια των διατάξεων του Κανονισμού προς αποφυγή των συγκρούσεων (ν.δ.93/1974) επήλθε σύγκρουση, προσάραξη ή πρόσκρουση του πλοίου επί καταφανούς ή γνωστού εμποδίου ή σοβαρή βλάβη του πλοίου ή του φορτίου. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, η οποία συντρέχει όταν ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και ενσυνείδητη, όταν ο δράστης προέβλεψε ότι από την συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε.
Περαιτέρω καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚποινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλοντα! στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚποινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Ακόμα, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης υπ'αριθμ.ΑΤ2130/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 26-4-2001 και ώρα 03.00 το Φ/Γ πλοίο ... ν.Π ... ...4 με πλοιοκτήτρια εταιρεία την ... και διαχειρίστρια την εταιρεία ... προσέγγισε το ανατολικό αγκυροβόλιο της ... (εκτός των ορίων του λιμένα) για παραλαβή καυσίμων φορτωμένο με 60375 μετρικούς τόνους σόγια beans προερχόμενο από ... και προορισμό τον λιμένα ... της .... Στο πλοίο επέβαινε εικοσαμελές πλήρωμα εκ των οποίων 9 Έλληνες , 10 Φιλιππινέζοι και 1 Ουκρανός. Πλοίαρχος του πλοίου ήταν ο κατηγορούμενος και κατά τον ως άνω χρόνο στη γέφυρα του πλοίου βρισκόταν ο τελευταίος, ο Φιλιππινέζος αξιωματικός φυλακής ..., ο Φιλιππινέζος ναύτης τιμονιέρης ... και στην πλώρη βρισκόταν σε ετοιμότητα για αγκυροβολία ο υποπλοίαρχος ... και ο ναύκληρος .... Ο Κατηγορούμενος περί ώρα 03.49 σε στίγμα φ=01ο , 17..7Β και λ=104ο ο7, 4 κατά την διάρκεια χειρισμών για αγκυροβολία στο υποδειχθέν σημείο από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει, ενόψει των ικανοτήτων του ως πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από την πράξη του, αν και μπορούσε να το προβλέψει κατά παράβαση του Διεθνή Κανονισμού προς Αποφυγή Συγκρούσεων(αρθ.2 ΔΚΑΣ) και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη του α)τα υπάρχοντα θαλάσσια ρεύματα τα οποία αποτυπώνονται σε σχετικούς χάρτες και που εκείνη τη στιγμή ήταν περίπου 3-4 κόμβων και παρέσυραν το πλοίο προς τα δεξιά β)το γεγονός ότι υπήρχε κίνηση και άλλων πλοίων στην περιοχή και ο χώρος ήταν στενός γ)το γεγονός ότι σύμφωνα με τις ενδείξεις του ραντάρ και την ενημέρωση που υπήρξε από τον υποπλοίαρχο που βρισκόταν στην πλώρη υπήρχε αγκυροβολημένο πλοίο (το υπό σημαία Κίνας πλοίο ...) μπροστά και λίγο δεξιά σε απόσταση τεσσάρων ναυτικών σταδίων και το οποίο επίσης υφίστατο την επίδραση των ιδίων ρευμάτων δ)τις ελικτικές ιδιότητες του πλοίου λαμβανομένων υπόψει του μεγέθους του, της έμφορτης κατάστασής του (σύμφωνα μάλιστα με την κατάθεση του μάρτυρα ... το φορτωμένο πλοίο επηρεάζεται από τα ρεύματα περισσότερο) κινήθηκε με ταχύτητα 3,8 κόμβων η οποία δεν ενδεικνυόταν υπό τις παρούσες προαναφερθείσες συνθήκες (ρεύματα, ένσταση ανέμων, στενός χώρος, κίνηση και άλλων πλοίων κλπ) και δεν ενήργησε έγκαιρα ελιγμό προς αριστερά με αποτέλεσμα όταν ενήργησε τον ελιγμό, το πλοίο λόγω του μεγέθους και του φορτίου του αλλά και των ρευμάτων και της ταχύτητας του δεν άκουσε στον χειρισμό και εξακολούθησε να παρασύρεται προς τα δεξιά και τελικά προσέκρουσε με την δεξιά του πλευρά επι του αγκυροβολημένου υπό σημαία Κίνας πλοίου .... Από την πρόσκρουση προκλήθηκε στρέβλωση στα ρέλια του καταστρώματος του πλοίου ... σε μήκος 3,4 μέτρα περίπου καθώς και στο κρουζέτο του κυρίου καταστρώματος σε μήκος 1 - 1,5 μέτρα περίπου μεταξύ του κύτους αρ.1 και 3 ενώ κατά την διάρκεια του συμβάντος η άγκυρα του υπό σημαία Κίνας πλοίου μπλέχτηκε στην προπέλα του ..., κόπηκε και περιελίχθηκε στον έλικα και στον άξονα του προκαλώντας θόρυβο. Ενόψει των παραπάνω πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης για την οποία κατηγορείται.
Στη συνέχεια το ως άνω Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της παράβασης κανονισμού προς αποφυγή συγκρούσεων, από την οποία επήλθε πρόσκρουση του πλοίου και του επέβαλε μόνο (εκ παραδρομής) ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, της οποίας ανέστειλε την εκτέλεση για μία τριετία.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικαστήκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνάγαγε τα περιστατικά αυτά και του συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1Β και 28 του ΠΚ και 225 παρ.1 και 2 του ν.δ/τος 187/1973, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε (κρίνοντας ορθόν ότι ο αναιρεσείων τέλεσε το ως άνω πλημμέλημα με χωρίς συνείδηση αμέλεια), χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα και το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης και απολογία του κατηγορούμενου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα. Εξάλλου δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να απαντήσει ιδιαίτερα στους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο περί ανωτέρας βίας και εντεύθεν περί έλλειψης οιουδήποτε υπαιτιότητας του, λόγω της υπάρξεως θαλασσίου ρεύματος εξαιρετικής εντάσεως, που δεν μπορούσε να προβλέψει κατά την προσέγγιση του με το πλοίο ..., του οποίου ήταν πλοίαρχος, στο ανατολικό αγκυροβόλιο της .... Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ και Ε του ΚΠΔ πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμοι. Κατά το μέρος δε που με τον πρώτο των ως άνω λόγων αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών, είναι απαράδεκτος, γιατί στην περίπτωση αυτή προσβάλλεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Τέλος ο αναιρεσείων διατείνεται με την κρινόμενη αίτησή του και με τον τρίτο πρόσθετο λόγο αυτός ότι πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και ειδικότερα λόγω ανάγνωσης της α)έκθεσης ένορκης προανάκρισης του υποπλοιάρχου του Λιμενικού Σώματος ..., που διενέργησε τη σχετική προανάκριση και β)της ένορκης εξέτασης του μάρτυρα ... με διερμηνέα στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου της ουσίας, παρά την αντίρρηση αυτού και την προσβολή κατ'αυτόν τον τρόπο του υπερασπιστικού δικαιώματος του να ελέγξει την αξιοπιστία του μάρτυρα αυτού με την υποβολή ερωτήσεων προς αυτόν (άρθρα 171 παρ.1 περ.δ', 358 και 510 παρ.1 στοιχ.Α ΚΠΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτόριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε (κατά πλειοψηφία) την ένσταση του τότε επικαλούντος για μη ανάγνωση της ως άνω ένορκης μαρτυρικής κατάθεσης, ενόψει της διαμονής του στο εξωτερικό (κάτοικος Φιλιππίνων) και της ναυτολόγησης του σε εμπορικό και της εντεύθεν ανακύπτουσας δυσχέρειας της ανεύρεσής του, της κλήτευσης του και της εμφάνισης του στο δικαστήριο και προχώρησε στην ανάγνωση αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 215 παρ.3 και 365 παρ.1 ΚΠΔ, χωρίς να παραβιάσει το άρθρο 6 παρ.3 εδ.β'της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) για δίκαιη και του δικαιώματος του κατηγορουμένου να εξετάσει ή ζητήσει όπως εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας υπό την ευνόητη προϋπόθεση όμως ότι τυγχάνουν γνωστής διαμονής και είναι προσιτή η ανεύρεση αυτών χωρίς το δικαστήριο να οδηγείται σε παρέλκυση της δίκης. Πρέπει να επισημανθεί ότι η ανωτέρω μαρτυρική κατάθεση αναγνώσθηκε και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από τα υπ'αρ.ΑΜ8886/2008 πρακτικά και απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που αναγνώσθηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (βλ.σελ.6 και υπ'αρ.4 έγγραφο που αναγνώσθηκε δημόσια στο ακροατήριο αυτού). Επομένως και αυτός ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Αντίθετα από τα ίδια ως άνω πρακτικά προκύπτει ότι ο αναιρεσείων δεν είχε προβάλλει αντίρρηση κατά της ανάγνωσης του ανακριτικού υπαλλήλου υποπλοιάρχου του Λιμενικού Σώματος ... και η σχετική περί του αντιθέτου αιτίωση του είναι απορριπτέα ως κατ'ουσίαν αβάσιμη.
Κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ.δ'του ΚΠΔ ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η άσκηση των προσηκούντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε εκείνες μόνο τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς δηλαδή να απαιτείται και προηγούμενη σχετική αίτηση του κατηγορούμενου. Έτσι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, γιατί παραβιάζεται το από το άρθρο 369 παρ.1 ΚΠΔ δικαίωμα του κατηγορούμενου να ομιλεί τελευταίος, όταν το δικαστήριο, μετά την κήρυξή του ως ενόχου, κατά τη συζήτηση για την επιβολή της ποινής παραλείψει να δώσει τον λόγο στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του για να εκφρασθεί σχετικώς. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την κήρυξη της ενοχής του κατηγορούμενου και όταν έγινε συζήτηση για την ποινή που πρέπει να επιβληθεί, δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα να προτείνει επι της επιβλητέας ποινής και εκείνος πρότεινε να βληθεί ως ποινή η πρωτοδίκως επιβληθείσα (1 έτος και χρηματική ποινή 500 ευρώ), το δε δικαστήριο, χωρίς να δώσει τον λόγο στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του επέβαλε σ'αυτόν μόνο την ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους (βλ.σελ.24-25 πρακτικών που φέρουν λόγω εσφαλμένης αρίθμησής τους αριθμ.12-13). Κατά τούτο και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ως προς τη διάταξη της προσβαλλόμενης αποφάσεως για την επιβολή ποινής και μόνο επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α του ΚΠΔ τρίτος πρόσθετος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει εκτός των λοιπών αιτιάσεων που κρίθηκαν ως αβάσιμες, την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο εξαιτίας της ως άνω παραλείψεως (να δώσει το Δικαστήριο τελευταία σε αυτόν τον λόγο επι της ποινής) είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Μετά από αυτά πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την παραπάνω διάταξή της (ως προς την περί ενοχής διάταξη κατέστη αμετάκλητη και δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των περί παραγραφής του πλημμελήματος που τέλεσε ο αναιρεσείων διατάξεων των άρθρων 111 επ ΠΚ και 370 περ.β ΚΠΔ , ως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων), κατά τούτο δε και μόνο πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ'αριθμ.ΑΤ 130/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και μόνο κατά την περί ποινής διάταξη αυτής. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Μαρτίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή