Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναίρεση μερική, Ψευδής βεβαίωση, Καταχραστές Δημοσίου.
Περίληψη:
Ψευδής βεβαίωση κατ' εξακολούθηση και νόθευσης εγγράφων μετά χρήσεως με σκοπό το αθέμιτο όφελος, με βλάβη του Δημοσίου, με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του Ν.1608/1950. Αίτηση αναίρεσης καταδικαστικής αποφάσεως με την επίκληση των λόγων α) της απόλυτης ακυρότητας, β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και γ) εσφαλμένης εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Αβάσιμος ο λόγος ότι δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Επάρκεια αιτιολογίας ως προς την ενοχή και την απόρριψη του αιτήματος για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, μόνο ως προς το αδίκημα της κακουργηματικής ψευδούς βεβαιώσεως. Εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 216 § 1 ΠΚ, αφού πρόκειται περί καταρτίσεως πλαστού εγγράφου και όχι περί νοθεύσεως (ΑΠ 415/2007). Αναιρεί κατά ένα μέρος. Δεν παραπέμπει στο ίδιο δικαστήριο. Κηρύσσει ενόχους τους αναιρεσείοντες κατά το μέρος που αναιρέθηκε (ΑΠ 195/1990 - ΝοΒ 38/494) -.
Αριθμός 2338/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη-Εισηγητή, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)X1 και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Βλάχο και 2)X2 και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Μιχαήλ Βαρότσο και Ιωάννη Διαμαντή, για αναίρεση της 35/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, με συγκατηγορούμενο τον ... και πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Γεώργιο Καρακώστα. Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9 Ιουνίου 2008, 2 Ιουνίου 2008 και 4 Ιουνίου 2008 τρεις χωριστές αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 11286/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης του X1, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς αμφότερους τους αναιρεσείοντες, να κηρυχθούν ένοχοι για χρήση πλαστών εγγράφων και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης του X2.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 9 Ιουνίου 2008 αίτηση αναιρέσεως του X1, και οι από 2 Ιουνίου 2008 και 4 Ιουνίου 2008, αντίστοιχα αιτήσεις αναιρέσεως του X2, κρατουμένων στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, κατά της υπ' αριθμό 35/5-2-2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα και πρέπει να συνεκδικασθούν.
Α) Επί της αιτήσεως του X1 Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της, να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 Κ.Π.Δ, λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 Κ.Π.Δ). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 9 Ιουνίου 2008 αίτηση του αναιρεσείοντος X1, πλήττεται η με αριθμό 35/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λαρίσης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, και με την οποία ο ως άνω αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως 7 ετών, για τις πράξεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 242 παρ.1 και 3 και 216 παρ.1 και 3 του Π.Κ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν. 1608/1950 και 16 παρ. 2 του ν. 2596/1953. Προς θεμελίωση δε του μοναδικού λόγου αναιρέσεως, της ελλείψεως της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αυτός επικαλείται κατά πιστή μεταφορά από το δικόγραφο της αναιρέσεως τα ακόλουθα: "Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ.2 και 474 Κ.Ποιν.Δικ, δηλώνω ότι αναιρεσιβάλλω νόμιμα και εμπρόθεσμα την παραπάνω υπ' αριθμό 35/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, με την οποία καταδικάσθηκα κατά συγχώνευση σε κάθειρξη επτά (7) ετών και στέρηση των πολιτικών μου δικαιωμάτων επί (1) μια τριετία, για παράβαση των άρθρων 242 παρ.1 και 3, 216 παρ.1 και 3 του Ποιν. Κώδικα και των άρθρων 1 Ν. 1608/1950 και 16 παρ.2 Ν.Δ 2596/1953, για τους εξής ορθούς, βάσιμους και νόμιμους λόγους, αλλά και για όσους άλλους νόμιμα και εμπρόθεσμα θα προσθέσω.
1.- ΔΙΟΤΙ, η προσβαλλομένη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, σύμφωνα με το άρθρο 510Δ Κ.Ποιν.Δ. Συγκεκριμένα, από την αποδεικτική διαδικασία δεν προέκυψαν κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκα και εν πάση περιπτώσει τα παραστατικά που αναφέρει η απόφαση είναι εντελώς εσφαλμένα και θα έπρεπε να γίνει δεκτό το αίτημα της διενεργείας πραγματογνωμοσύνης από ειδικό πραγματογνώμονα. Από τις μαρτυρικές καταθέσεις και ειδικότερα τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας προέκυψε ότι υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των επιβληθέντων δασμών και των δασμών που θα έπρεπε να καταλογισθούν. Ίδετε προς τούτο την κατάθεση του Διευθυντή του Τελωνείου Βόλου ..., σελ. 4 της προσβαλλόμενης απόφασης ο οποίος μεταξύ των άλλων καταθέτει: "είναι οριακά μπορεί και να υπερβαίνει δεν μπορώ να πω. Πιθανόν να υπάρχει εγκύκλιος υπολογισμού που ζητάτε. ... Οι καταλογιστικές πράξεις της ΕΥΤΕ το 97 προσδιόρισαν τα ποσά βάσει του χρόνου υποβολής δηλαδή το 1995. Οι καταλογιστικές πράξεις έπρεπε να λάβουν υπόψη και τον χρόνο καταλογισμού. Η δική μου βεβαιότητα, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του ΣτΕ είναι ξεκάθαρη για το ποσό που είπα, Η τιμή των 7 δραχμών είναι η τιμή του πετρελαίου τη στιγμή που υποβάλλει συμψηφιστικές καταστάσεις. Εάν λαμβάναμε υπόψη την τιμή όταν έγιναν πλαστές βεβαιώσεις, που η τιμή ήταν ακόμα μικρότερη το ποσό θα ήταν πολύ μικρότερο ακόμα". Και ο ίδιος μάρτυρας στη σελ. 4 στο μέσον περίπου καταθέτει: "Προφανώς εκ παραδρομής η χρέωση που έγινε από υπάλληλο του ΤΕΣ αναφέρεται στην ημερομηνία της μηνύσεως το 1995, ήταν 6-7 δραχμές χαμηλότερη η τιμή του λίτρου το 1992 που έγινε η συναλλαγή και όχι 72 δραχμές που ήταν το 1995 όταν έλαβε χώρα η μηνυτήρια αναφορά". Ο μάρτυρας κατηγορίας ... στο τέλος της σελ. 7 της προσβαλλομένης απόφασης αναφέρει μεταξύ των άλλων ότι: "ο δασμός του 95 ήταν 4,7% όπως λένε οι υπάλληλοι που έκαναν τη χρέωση. Το άρθρο 97 λέει κατά την ημερομηνία υποβολής της δικογραφίας. Ο νέος θεμελιακός Κώδικας δεν ξέρω τι λέει. Δεν μπορώ να πω τι ύψος είναι η ζημία". Άλλο σοβαρό στοιχείο είναι ότι οι αποφάσεις συμψηφιστικής ατέλειας του Τελωνείου Ελευθέρων Συγκροτημάτων διαφέρουν με τις αποφάσεις που αναφέρονται στην απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας (Πρωτοβάθμιο) και επομένως δεν μπορεί να ελεγχθεί το ακριβές και αληθές του περιεχομένου μιας εκάστης, πέραν του ότι δεν αναφέρεται ποια ποσά αντιστοιχούν σε κάθε συμψηφιστική απόφαση. Εκ των παραπάνω προκύπτει αβίαστα ότι είναι αναγκαία η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης από ειδικό πραγματογνώμονα, ώστε να προσδιορισθούν επακριβώς τα ποσά εκάστης περιόδου. ΕΠΕΙΔΗ, προκειμένης καταδικαστικής αποφάσεως παραδεκτά και εμπρόθεσμα ασκώ την παρούσα με δήλωσή μου ενώπιον Σας, σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 2 Κωδ.Ποιν.Δικ. ΕΠΕΙΔΗ, εκτίω την ποινή μου στις Φυλακές Λάρισας, συνεπώς παραδεκτά ασκείται η παρούσα σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κ.Πολ.Δικ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ και με την επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος μου, ΖΗΤΩ Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτηση αναίρεσης. Να αναιρεθεί η προσβαλλομένη με αριθ. 35/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας και να διαταχθούν τα νόμιμα".
Με το παραπάνω περιεχόμενο, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, γιατί σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί, με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως τουX1 και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, (άρθρο. 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δικ). Β) Επί της αιτήσεως του X2 Κατά το άρθρο 514 εδ. γ του Κ.Π.Δ, δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, κατά της ίδιας αποφάσεως δεν επιτρέπεται. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αιτήσεως αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων X2, άσκησε εμπροθέσμως στις 2-6-2008, ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Φυλακών Λάρισας, την με αριθμό 84/2-6-2008 αίτηση αναιρέσεως, κατά της υπ' αριθμό 35/5-2-2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας και ακολούθως, την από 4-6-2008 ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τη με αριθμό πρωτοκόλλου 1693 αίτηση αναιρέσεως κατά της αυτής ως άνω καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία κοινοποιήθηκε την 10-6-2008 κατά την επισημειούμενη βεβαίωση του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή ...
Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται, προ της καταχωρήσεως της στο τηρούμενο προς τούτο ειδικό βιβλίο και πρέπει οι αιτήσεις αυτές, οι οποίες είναι ταυτόσημες, να συνεκδικασθούν, διότι έχουν πρόδηλη μεταξύ τους συνάφεια. Κατά την έννοια του άρθρου 242 παρ.1 του ΠΚ, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας), που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 α και 263 Α του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για την σύνταξη ή έκδοση εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ του ΠΚ δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 του ΚΠολΔ, δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο που έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι όλων για κάθε γεγονός που βεβαιώνεται σ' αυτό, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης και δ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και θέληση να βεβαιώσει ψευδή πραγματικά περιστατικά. Μεταξύ των εγκλημάτων της ψευδούς βεβαιώσεως και της πλαστογραφίας υφίσταται αληθής και όχι φαινόμενη συρροή γιατί το ένα αδίκημα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση του άλλου αδικήματος, ενώ, εξάλλου, είναι διαφορετικά τα πληττόμενα με το καθένα από αυτά έννομα αγαθά. Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 και 2 του ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλου σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση (παρ.1). Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο (παρ.2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι καθιερώνονται δύο αυτοτελή εγκλήματα. Δηλαδή ένα της πλαστογραφίας και άλλο της χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, ότι η χρήση του πλαστού εγγράφου, όταν τελείται από τον πλαστογράφο παύει να είναι αυτοτελές έγκλημα και καθίσταται επιβαρυντική περίπτωση του εγκλήματος της πλαστογραφίας από το οποίο και απορροφάται και ότι αυτοτέλεια υπάρχει είτε αυτή έγινε από τρίτο είτε από τον πλαστογράφο, όταν όμως για οποιονδήποτε λόγο η πλαστογραφία μένει ατιμώρητη. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας θεσπίζεται ως σωρευτικώς μικτό, υπό την έννοια ότι οι περισσότεροι τρόποι πραγματώσεώς του, που αναφέρονται στο νόμο, δηλαδή, 1) η κατάρτιση πλαστού εγγράφου και 2) η νόθευση γνήσιου, δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους και κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως. Κατάρτιση πλαστού εγγράφου, κατά την έννοια του άρθρου 13 οτοιχ. γ' του ΠΚ, υπάρχει όταν εξ υπαρχής συντίθεται έγγραφο, το οποίο το πρώτον διατυπώνεται από το ενεργητικό υποκείμενο και εμφανίζεται ότι προέρχεται από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα νόθευση συνιστά η αλλοίωση της έννοιας καταρτισμένου εγγράφου, του οποίου μεταβάλλεται το περιεχόμενο σε ορισμένα σημεία. Κάθε μια μορφή είναι ξεχωριστή και ιδιαίτερη, ανεξαρτήτως του ότι αφορούν και οι δύο έγγραφο. Η αντικειμενική υπόσταση των δύο μορφών δεν ταυτίζεται, τα δε δύο εγκλήματα διακρίνονται κατά την φύση και το είδος τους, δεδομένου ότι η νόθευση σε αντίθεση με την κατάρτιση, προϋποθέτει επέμβαση σε υφιστάμενο ήδη έγγραφο. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος του δράστη, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση (έστω και με την έννοια της αμφιβολίας) των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και τη θέληση ή αποδοχή να συντελέσει με την ενέργειά του στην πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και επιπροσθέτως σκοπός του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παρακολουθήσει άλλον με την χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή που είναι σημαντικό για τη δημιουργία κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει επίσης ότι το στοιχείο της παραπλανήσεως άλλου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες είναι αναγκαίο για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας και πρέπει όχι μόνο στο διατακτικό της αποφάσεως τα περιλαμβάνεται, αλλά και στο αιτιολογικό να διαλαμβάνονται τα πραγματικά εκείνα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η δυνατότητα της παραπλανήσεως για το γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, είναι δε αδιάφορο αν επήλθε το αποτέλεσμα αυτό ή όχι. Ως χρήση πλαστού εγγράφου νοείται κάθε ενέργεια που καθιστά τούτο προσιτό στο πρόσωπο, το οποίο επιδιώκει να παραπλανήσει ο χρήστης, με την παροχή σ' αυτόν ως δυνατότητας να λάβει γνώση του περιεχομένου του Εξάλλου, κακουργηματική πλαστογραφία υπάρχει και όταν, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως αντικ. με τα άρθρα 4 παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και 36 του Ν. 2172/1993 σε συνδ. με το άρθρο 4 παρ. 3 εδ. δ' του Ν. 2408/1996, το έγκλημα αυτό στρέφεται κατά του δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή κατ' άλλου νομικού προσώπου από τα αναφερόμενα στο άρθρο 263Α του Π Κ, όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 1738/1987 και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, δεν είναι αναγκαίο να είναι άμεσα συνδεδεμένα με αυτήν το περιουσιακό όφελος ή η περιουσιακή βλάβη, αλλά αρκεί ότι αυτά έχουν ενταχθεί στο εν γένει δια της πλαστογραφίας παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και διαμορφώνονται με την πλαστογραφία οι προϋποθέσεις για να υπάρχει στη συνέχεια η δυνατότητα (ο κίνδυνος), έστω και με την παρεμβολή άλλων, μετά την τέλεση της πράξεως της πλαστογραφίας, ενεργειών του δράστη, να επέλθει το επιδιωκόμενο περιουσιακό όφελος ή η σκοπούμενη περιουσιακή βλάβη. Οι επιπρόσθετες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν την προσφορότητα της πλαστογραφίας ή της νόθευσης να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή βλάβη που αυτός αποσκοπεί. Το τελευταίο, είναι περισσότερο έκδηλο στην κακουργηματική πλαστογραφία σε βάρος του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των άλλων νομικών προσώπων από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263 Α του ΠΚ, εν όψει του ότι για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, αρκεί ότι απειλήθηκε ζημία σε βάρος τους, υπερβαίνουσα το ποσό των 50.000.000 δραχμών, οπότε και δημιουργείται ο κίνδυνος επελεύσεως αυτής. Μεταξύ δε των εγκλημάτων της ψευδούς βεβαιώσεως και της πλαστογραφίας υφίσταται αληθής και όχι φαινόμενη συρροή γιατί το ένα αδίκημα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση του άλλου αδικήματος, ενώ, εξάλλου, είναι διαφορετικά τα πληττόμενα με το καθένα από αυτά έννομα αγαθά.(ΑΠ 1544/2007). Επειδή, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν αφορά μόνο την κύρια, αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση, όπως εκείνη με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα διενέργειας πραγματογνωμοσύνης, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Συνίσταται δε η, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής απόφασης, στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 183 του Κ.Π.Δ, αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Η απόφαση για τη διενέργεια ή όχι αυτής, ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η απόφαση (παρεμπίπτουσα) όμως αυτού, με την οποία απορρίπτεται σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένους αιτιολογημένη, σύμφωνα με τα άρθρα 93 του Συντ. και 139 ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 35/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου X2, υπέβαλε προς το δικαστήριο, αίτημα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, το οποίο έχει ως ακολούθως: "ο συνήγορος του κατηγορουμένου υπέβαλε αίτημα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης από ειδικό πραγματογνώμονα". Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμο, με την παρακάτω αιτιολογία. "Το αίτημα των κατηγορουμένων για διενέργεια ειδικής πραγματογνωμοσύνης, χωρίς να προσδιορίζεται το αντικείμενο της, πρέπει ν' απορριφθεί, διότι δεν κρίνεται αναγκαία, αφού από όλα τα στοιχεία και ιδίως από τα υπ' αριθμό 1929/96 και 5797/07 έγγραφα, αποδεικνύεται η ποσότητα των καυσίμων, που παρέλαβε παράνομα ο πρώτος, όπως και το ύψος των διαφυγόντων δασμών, τελών κλπ". Η αιτιολογία την οποία, ως εκ περισσού διέλαβε το δικαστήριο στην απόφαση του, λόγω της πρόδηλης αοριστίας του σχετικού αιτήματος, για την απόρριψη του ως άνω αιτήματος, είναι η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. Επομένως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του Κ.Π.Δ, σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο απ' αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε από καθένα απ' αυτά. Ειδικότερα, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, αποτελεί η και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 35/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο, από όλα τα έγγραφα που ο αναγνώσθηκαν, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, την απολογία των κατηγορουμένων, δέχθηκε ότι αποδείχθηκε σε σχέση με τον αναιρεσείοντα X2, ότι αυτός στο Τρίκερι Μαγνησίας και κατά το χρονικό διάστημα από 31-8-1991 έως τον Μάρτιο του 1993, με περισσότερες πράξεις, τέλεσε περισσότερα εγκλήματα και ειδικότερα: "Α) κατά το χρονικό διάστημα από 31-8-1991 έως τον Μάρτιο του 1993 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος όντας υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 α' Π.Κ. στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται ή έκδοση ή η σύνταξη δημοσίου εγγράφου, βεβαίωσε με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, σκοπεύοντας μα προσπορίσει στον εαυτό του και σε άλλους αθέμιτο περιουσιακό όφελος ζημιώνοντας συγχρόνως το Ελληνικό Δημόσιο επιφέροντας σ' αυτό βλάβη που ανέρχεται σε ιδιαιτέρα μεγάλο ποσό που υπερβαίνει τα 50.000.000 δρχ. ή 146.735 €, εξακολουθώντας επί μακρό χρόνο την τέλεση του εγκλήματος και συγκεκριμένα: όντας τελωνειακός υπάλληλος και υπηρετώντας στον Τελωνειακό Σταθμό Τρικερίου του οποίου κατέλαβε τη μοναδική προβλεπόμενη οργανική θέση από 31 Αύγουστου του 1991 και εντεύθεν συνέταξε και υπέγραψε τις συγκεντρωτικές καταστάσεις και τα σχετικά Δελτία Παραλαβή Καυσίμων (Δ.Π.Κ.) στα οποία βεβαίωσε εν γνώσει ότι ο συγκατηγορούμενός του πρατηριούχος υγρών καυσίμων X1 παρέδωσε (επί πλέον του πράγματι παραδοθέντος) ενώπιον τους σε αλιευτικά σκάφη συνολικά 3.230.227 λίτρα πετρελαίου κίνησης ατελώς, δηλαδή από αποθέματα καυσίμων ελεύθερα από δασμούς και φόρους εισαγωγής (TRANZITO), ενώ οι εφοδιασμοί αυτοί δεν έλαβαν ποτέ χώρα και μάλιστα με τα στοιχεία που διαλαμβάνονταν στα Δ.Π.Κ., οι δε αναγραφόμενες σ' αυτά ποσότητες πετρελαίου διατέθηκαν παράνομα από τον ως άνω πρατηριούχο στη γενική κατανάλωση. Πιο συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος κατήρτισε (συνέταξε κα υπέγραψε) 20 ψευδείς συγκεντρωτικές καταστάσεις όπως ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό όπου περιλαμβάνει κατά περιεχόμενο τα Δ.Π.Κ., στις οποίες διαβεβαιώνει ψευδώς ότι οι αναγραφόμενες σ' αυτά αντίστοιχες ποσότητες καυσίμων είχαν παραληφθεί από τα συγκεκριμένα αλιευτικά σκάφη. Με τις εν λόγω καταστάσεις ο συγκατηγορούμενός του X1 πέτυχε σύμφωνα με την Τ3300/47/25-4-84 Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών την αποκατάσταση των δήθεν παραδοθεισών στα αναφερόμενα στα επισυναπτόμενα έγγραφα αλιευτικά σκάφη, ποσοτήτων καυσίμων με ίση ποσότητα του αυτού είδους και της ίδιας δασμοφορολογικής κλάσης, δηλαδή σε τιμή που δεν περιλαμβάνονται δασμοί, φόροι και λοιπά δικαιώματα (TRANZITO) με συνέπεια το Δημόσιο να απολέσει το ποσό των 221.643.711 δρχ. ή 650.458,43 €, όπως αναλυτικά στο διατακτικό εκτίθεται, που δικαιούνταν να εισπράξει. Οι άνω ποσότητες πετρελαίου και το ύψος των διαφυγόντων δασμών κτλ. αποδεικνύεται από τον επισυναπτόμενο στο υπ' αριθμ. 1929/5-2-08 έγγραφο του Τελωνείου Βόλου πίνακα υπολογισμού δασμολογικών επιβαρύνσεων. Ο υπολογισμός των απολεσθέντων δασμών κτλ έλαβε χώρα, ορθά, σύμφωνα με την τιμή του πετρελαίου που είχε κατά το χρόνο των παραβάσεων και συνακόλουθα της διάπραξης του άνω εγκλήματος (βλ. ΣτΕ 3275/94 και κατάθεση μάρτυρος ...) και όχι όπως εσφαλμένως υπολογίσθηκαν βάσει της τιμής του πετρελαίου που είχε κατά το χρόνο υποβολής της δικογραφίας από την ΕΥΤΕ στην Εισαγγελική αρχή (7-8-1995, βλ. και υπ' αριθμ.1216/16-1-2007 έγγραφο Τελωνείο Βόλου). Β)"Οι 1ος και 3ος κατηγορούμενος X1 και X2 κατά το χρονικό διάστημα από 31-8-1991 μέχρι το μήνα Μάρτιο 1993, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος από κοινού νόθευσαν από πρόθεση έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως έκαναν χρήση των εγγράφων αυτών, ενώ εξάλλου με τις πράξεις τους αυτές που εξακολούθησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας συγχρόνως τρίτο και δη το Ελληνικό Δημόσιο, προκαλώντας σ' αυτό αντίστοιχη ζημία ιδιαίτερα μεγάλη που υπερβαίνει τα 50.000.000 δρχ. ή 146.735 €. Συγκεκριμένα στα Δελτία Παραλαβής Καυσίμων που συνέταξε ο 3° κατηγορούμενος (τελωνειακός) που περιλαμβάνεται στις υπό στοιχ. Α' πράξη συγκεντρωτικές καταστάσεις, ενεφάνισαν ότι παρελήφθησαν από τα παραπάνω αλιευτικά σκάφη που αναφέρονται στις επισυναπτόμενες καταστάσεις, οι αναγραφόμενες σε κάθε ένα Δελτίο παραλαβής Καυσίμων ποσότητες ατελών καυσίμων (TRANZITO) θέτοντας εν συνεχεία αυτός από κοινού με τον 1° πρατηριούχο κατηγορούμενο, κατ' απομίμηση την υπογραφή του πλοιάρχου του φερόμενου ως παραλαβόντος την εμφανιζόμενη σε κάθε Δελτίο ποσότητα καυσίμων (υπογράφοντας παράλληλα και οι ίδιοι δηλ. ο τελωνειακός και ο πρατηριούχος τη σχετική πράξη παράδοσης που υπάρχει σε κάθε Δ.Π,Κ). Στην πραγματικότητα όμως ουδέποτε παραδόθηκαν από τον 1° κατηγορούμενο οι ποσότητες αυτές στα συγκεκριμένα αλιευτικά που συνολικά ανέρχονται σε 3.230.227 λίτρα, έκαναν δε χρήση αυτών, υποβάλλοντας τα νοθευμένα αυτά έγγραφα μαζί με τις συγκεντρωτικές καταστάσεις στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή (ΤΕΣ Πειραιά), με σκοπό να παραπλανήσουν τους υπαλλήλους του εν λόγω Τελωνείου για το ότι οι ανωτέρω εφοδιασμοί (υπό πράξη Α) έλαβαν χώρα προκειμένου να εκδοθούν οι σχετικές (υπό πράξη Α) αποφάσεις συμψηφιστικής ατέλειας κα έτσι με αυτό τον τρόπο ο 1ος κατηγορούμενος να αναπληρώσει τα καύσιμα που δήθεν είχαν διατεθεί για εφοδιασμό των αυτών αλιευτικών σκαφών, με αντίστοιχες ποσότητες του αυτού είδους και της αυτής δασμοφορολογικής κλάσεως (δηλαδή σε τιμή που δεν περιλαμβάνονται δασμοί, φόροι και λοιπά δικαιώματα, που συνολικά ανέρχονται σε 221.643.711 δρχ ή 650.458,43€) τα οποία (καύσιμα) εν συνεχεία διέθεσε παράνομα αυτός στη γενική κατανάλωση προκαλώντας στο Δημόσιο αντίστοιχη ζημία 650.458.43€. Όλα τα παραπάνω αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και τα έγγραφα, ιδίως από την πορισματική έκθεση και αναφορά και τα υπ' αριθμ. 5797 και 1929 έγγραφα. Εξάλλου ο πρώτος των κατηγορουμένων- πρατηριούχος δεν δικαιολόγησε την αγορά του πλεονάσματος των καυσίμων, που σημειωτέον διατηρούσε παράνομα δεξαμενές, πλέον των νομίμως προβλεπομένων, με παραστατικά έγγραφα (τιμολόγια αγοράς κλπ). Ο τρίτος των κατηγορουμένων ετέλει εν γνώσει ότι όσα ανέγραφε στο ΔΠΚ και στις συγκεντρωτικές καταστάσεις ήταν ψευδή ήτοι ότι οι χορηγηθείσες ποσότητες καυσίμων στους πλοιάρχους των αλιευτικών σκαφών ήταν πολύ μικρότερες από αυτές που ανέγραφε με αποτέλεσμα να προκύψει η άνω διαφορά των 3.230.227 λίτρων δεδομένου ότι ένα αλιευτικό σκάφος μικρής χωρητικότητας και όγκου δεξαμενής (πχ 150 λίτρα) δεν μπορεί να προμηθευτεί καύσιμα 1000 λίτρων έστω κι αν αποθήκευε αυτά, όπως υποστηρίχθηκε σε βαρέλια. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι των πλοιάρχων δεν τηρούσαν βιβλίο δρομολογίων κτλ. με συνέπεια να γίνεται ευχερέστερη η νόθευση των εγγράφων. Οι μάρτυρες υπεράσπισης προσπαθώντας να ενισχύσουν την υπερασπιστική θέση των κατηγορουμένων όλως ασαφώς, αορίστως και αντιφατικώς κατέθεσαν υπέρ των απόψεων των κατηγορουμένων, χωρίς όμως να είναι πειστικοί. Το αίτημα των άνω κατηγορουμένων για διενέργεια ειδικής πραγματογνωμοσύνης, χωρίς να προσδιορίζουν το αντικείμενο της, πρέπει ν' απορριφθεί, διότι δεν κρίνεται αναγκαία, αφού απ' όλα τα στοιχεία και ιδίως από τα υπ' αριθμ. 1929/06 και 5797/07 έγγραφα, αποδεικνύεται η ποσότητα των καυσίμων, που παρέλαβε παράνομα ο πρώτος κατηγορούμενος όπως και το ύψος των διαφυγόντων δασμών, τελών κλπ. Κατόπιν των παραπάνω το Δικαστήριο πείσθηκε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, γι' αυτό πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της ψευδούς βεβαίωσης, της ηθικής αυτουργίας στην ψευδή βεβαίωση και της πλαστογραφίας από κοινού με χρήση, σε βαθμό κακουργήματος για όλες τις πράξεις. Οι άνω αξιόποινες πράξεις συρρέουν αληθώς αφού είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητες μεταξύ τους, συγκροτούν δε διαφορετικά εγκλήματα, προσβάλλοντας διαφορετικά έννομα αγαθά. Το Δικαστήριο δέχεται, όπως και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι οι κατηγορούμενοι μέχρι τέλεσης των άνω πράξεων διήγαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει κοινωνική ζωή και επιπλέον συμπεριφέρθηκαν καλά μετά την τέλεση των άνω πράξεων". Στη συνέχεια το δικαστήριο κήρυξε, τον κατηγορούμενο X2, ένοχο των πράξεων: α) της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και β) της νόθευσης εγγράφων μετά χρήσεως, με σκοπό το περιουσιακό όφελος, δια βλάβης του Ελληνικού Δημοσίου κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου, υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 (ήδη 146.735) ευρώ, και του επέβαλε συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε γι' αυτά, και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόστηκαν των άρθρων 1, 14, 26παρ.1α, 27 παρ. 1, 94, 98, 242 παρ. 1 και 3, 216 παρ. 1 και 3 του Π.Κ, και άρθρο 1 του ν. 1608/1950 όπως αντικ. με το άρθρο 4 παρ.4 του ν. 1738/1987, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Σημειώνεται ότι το έγκλημα του άρθρου 242 παρ. 1 και 3 του Π.Κ, συντελείται και υπό τελωνειακού υπαλλήλου, σε σχέση με τα συντασσόμενα υπ' αυτού δελτία παραλαβής καυσίμων (ΔΠΚ), που είναι δημόσια έγγραφα προοριζόμενα για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη έναντι τρίτων. Ειδικότερα, αιτιολογούνται με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος. Συγκεκριμένα αιτιολογούνται οι παραδοχές, σύμφωνα με τις οποίες: α) ο κατηγορούμενος X2, όντας τελωνειακός υπάλληλος στον τελωνειακό σταθμό Τρικερίου, και στα καθήκοντα του οποίου ανάγονταν η έκδοση και η σύνταξη δημοσίου εγγράφου, από πρόθεση, βεβαίωσε ψευδώς περιστατικό, το οποίο μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, β) με την πιο πάνω ιδιότητα του, ο ίδιος συνέταξε και υπέγραψε συγκεντρωτικές καταστάσεις και δελτία παραλαβής καυσίμων, στα οποία βεβαίωνε ψευδώς ότι ο συγκατηγορούμενός του X1, ο οποίος διατηρούσε πρατήριο υγρών καυσίμων, παρέδωσε, πλέον των ποσοτήτων εκείνων που πράγματι παραδόθηκαν ατελώς σε διάφορα αλιευτικά σκάφη, και ποσότητες 3.230.227 λίτρων πετρελαίου κίνησης, και συγκεκριμένα αποθέματα πετρελαίου που ήσαν ελεύθερα δασμών και φόρων εισαγωγής, γ) ότι οι φερόμενες στα αντίστοιχα δελτία παραλαβής καυσίμων, ως παραδοθείσες στους ιδιοκτήτες των αλιευτικών σκαφών, ποσότητες πετρελαίου ΤΡΑΝΖΙΤ, στην πραγματικότητα δεν είχαν παραδοθεί στα αλιευτικά σκάφη, αντίθετα οι ποσότητες αυτές είχαν διατεθεί, με τη συμμετοχική δράση του ως άνω πρατηριούχου και συγκατηγορουμένου του, στη γενική κατανάλωση τρίτων προσώπων μη δικαιούχων της σχετικής αυτής ατέλειας, δ) ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος X2, στις επίμαχες 20 συγκεντρωτικές καταστάσεις, στις οποίες αναφέρονταν τα πρόσωπα εκείνα ότι παρέλαβαν τις αναφερόμενες ποσότητες πετρελαίου ΤΡΑΝΖΙΤ, από κοινού, με τον ως άνω συγκατηγορούμενό του X1, έθεταν κατ' απομίμηση την υπογραφή του εκάστοτε πλοιάρχου, εμφανίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι ο αναγραφόμενος στο αντίστοιχο δελτίο παραλαβής καυσίμων, (ΔΠΚ), πλοίαρχος ή κυβερνήτης του αλιευτικού σκάφους, παρέλαβε πράγματι, τις αντίστοιχες ποσότητες πετρελαίου ΤΡΑΝΖΙΤ. και ότι βεβαίωνε ψευδώς, ότι οι αναγραφόμενες σ' αυτές ποσότητες πετρελαίου, είχαν διατεθεί και παραληφθεί από τους ιδιοκτήτες των αναφερομένων αλιευτικών σκαφών, ε) ότι εξαιτίας αυτής της συμμετοχικής δραστηριότητας του αναιρεσείοντος, το Ελληνικό Δημόσιο, απώλεσε το χρηματικό ποσό των 221.643.711 δραχμών, ήδη 650.458,43 ευρώ, η οποία υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών, ήδη 73.000 ευρώ και που αντιστοιχεί στη διαφορά τιμής μεταξύ αυτής της ελεύθερης, χωρίς την επιβολή δασμών και τελών και εκείνης της τιμής πετρελαίου, που διαμορφώνεται για την ευρεία κατανάλωση με τη αναλογία των δασμών και τελών αντίστοιχα. Η αιτίαση με την οποία πλήττεται η απόφαση, και ειδικότερα ότι το δικαστήριο έκανε επιλεκτική χρήση των αποδεικτικών μέσων που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, είναι αβάσιμη, γιατί από τα πρακτικά της δίκης, που παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτει ότι το δικαστήριο στήριξε την κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, στο σύνολο των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και στο σύνολο των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάστηκαν, χωρίς να εξαίρεται η κατάθεση ενός και να μη λαμβάνεται υπόψη η κατάθεση ετέρου, όπως επίσης, προκύπτει ότι το ως άνω δικαστήριο, έλαβε υπόψη του, τόσο τις καταθέσεις των μαρτύρων οι οποίοι εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και περιλαμβάνονται στα πρακτικά της δίκης εκείνης και τα οποία αναγνώστηκαν, όπως και η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όσο και το σύνολο των εγγράφων που αναγνώστηκαν και αξιολογήθηκαν, χωρίς αποκλεισμό άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Επίσης, η προσβαλλόμενη απόφαση, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις οικείες διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, οι οποίες συνυπάρχουν στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, δεδομένης της ιδιότητάς του, ως τελωνειακού υπαλλήλου, ανήκοντος οργανικά στο υπαλληλικό δυναμικό του Ελληνικού Δημοσίου. Τέλος, η αιτίαση που αποτελεί και αυτοτελή λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ,1 στοιχ. Ε του Κ.Π.Δ, σύμφωνα με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι εσφαλμένα ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε η διάταξη του άρθρου 242 ΠΚ, και ειδικότερα ότι το Δελτίο Παραλαβής Καυσίμων, δεν είναι δημόσιο έγγραφο κατά την έννοια του νόμου, γιατί τούτο εξυπηρετεί την εσωτερική τελωνειακή διαδικασία σύμφωνα με την υπ' αριθμό Τ.2500/57/Γ.0019/ΠΟΛ. 21 από 11-7-1990 εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών προς τις Νομαρχίες και τις τελωνειακές αρχές του Κράτους, με την οποία παρέχονται οδηγίες για την ορθή εφαρμογή της μνησθείσας υπουργικής αποφάσεως, όπως μεταγενέστερα αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, είναι αβάσιμη και απορριπτέα γιατί το Δελτίο Παραλαβής Καυσίμων είναι δημόσιο έγγραφο, κατά την έννοια του αρθρ. 13 στοιχ. γ' του ΠΚ σε συνδυασμό προς το άρθ. 438 ΚΠολΔ, όχι μόνο γιατί η παραπάνω εγκύκλιος του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών περί της ερμηνείας της άνω υπουργικής αποφάσεως, δεν δημιουργεί νομική δέσμευση των αποδεκτών της, αλλά κυρίως γιατί το Δελτίο αυτό προορίζεται για την εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη έναντι πάντων, γεγονός που έχει έννομη σημασία, αφού το τρίτο αντίτυπο του Δελτίου παραδίδεται στον πλοίαρχο ή τον εκπρόσωπο του και το δεύτερο στον πρατηριούχο για να αποσταλεί στην προμηθεύτρια εταιρία πετρελαιοειδών, προκειμένου αυτή να θεμελιώσει απόφαση συμψηφιστικής ατέλειας του IB' Τελωνείου Πειραιώς και αποκατάσταση της ποσότητας υγρών καυσίμων και λιπαντικών, που χορηγήθηκε από τα ελεύθερα αποθέματα χωρίς καταβολή των δασμών και λοιπών φόρων του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', και Ε' του Κ.Π.Δ, λόγοι αναιρέσεως, α) περί ελλείψεως της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, ως προς το αδίκημα της ψευδούς βεβαίωσης με σκοπό το αθέμιτο όφελος, με βλάβη του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση, από την οποία το όφελος και η αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δρχ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όσον αφορά, όμως, το δεύτερο αδίκημα για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο ως άνω κατηγορούμενος X2, σύμφωνα με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά με την προσβαλλομένη απόφαση και συγκεκριμένα για την από μέρους του αναιρεσείοντος αυτού θέση, στα καταρτισθέντα από αυτόν με ψευδές περιεχόμενο Δ.Π.Κ, (δελτία παραλαβής καυσίμων), υπογραφή των πλοιάρχων-κυβερνητών, οι οποίοι φέρονται να έχουν παραλάβει τις αναγραφόμενες σ' αυτά ποσότητες υγρών καυσίμων, εσφαλμένα υπήχθησαν στη διάταξη περί νοθεύσεως εγγράφων, αντί αυτής της καταρτίσεως πλαστών εγγράφων(άρθρο 216 παρ.1 του Π.Κ). Τούτο γιατί δεν πρόκειται περί αλλοιώσεως του αρχικού περιεχομένου του εγγράφου, ώστε να εμφανίζεται ως η εξ' υπαρχής δήλωση του εκδότη του εγγράφου, αλλά περί καταρτίσεως πλαστού εγγράφου, ήτοι περί εμφανίσεως του περιεχομένου αυτού ως δηλώσεως προσώπου από το οποίο δεν προέρχεται αυτό (ΑΠ 415/2007). Κατά συνέπεια, είναι βάσιμος ο σχετικός αναιρετικός λόγος περί εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 216 παρ.1 του Π.Κ, και πρέπει να αναιρεθεί κατά το μέρος αυτό η απόφαση και ως προς τον ανωτέρω X1, ο οποίος καταδικάσθηκε, με τον αναιρεσείοντα X2, ως συναυτουργός της πράξεως αυτής, λόγω του επεκτατικού αποτελέσματος, σύμφωνα με το άρθρο 469 Κ.Π.Δ. Μετά από αυτά και δεδομένου ότι χωρεί βελτίωση της κατηγορίας από εκείνης της νοθεύσεως εγγράφου, στην κατηγορία της καταρτίσεως πλαστού εγγράφου(ΑΠ 1670/2003), πρέπει να δοθεί από το δικαστήριο τούτο ο προσήκων νομικός χαρακτηρισμός στην αξιόποινη πράξη, ήτοι της καταρτίσεως πλαστών εγγράφων, για την οποία και πρέπει κατά το άρθρο 518 παρ.1 του Κ.Π.Δ, να κηρυχθούν ένοχοι αμφότεροι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι. Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, για την επιβολή ποινής, αφού για αμφότερες τις πράξεις, ήτοι της πλαστογραφίας και της νόθευσης εγγράφων προβλέπεται η ίδια ποινή κατά το ανώτερο και κατώτερο όριο (άρθρα 216 παρ. 1 και 3 Π.Κ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ.1 του ν. 1608/1950) εντός της οποίας και επιμετρήθηκε. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, που αποτελεί και λόγο αναιρέσεως, προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.ΠΔ, και ειδικότερα, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από το γεγονός α) ότι μετά την πρόταση του εισαγγελέα επί του αιτήματος αυτού για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη του, δεν δόθηκε ο λόγος στη συνέχεια στον ίδιο τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, και β) ότι το δικαστήριο για να στηρίξει την κρίση του περί τη ενοχής του, έλαβε υπόψη του έγγραφο, που δεν αναγνώστηκε και συγκεκριμένα ένα FAX του Τελωνείου Βόλου, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Τούτο γιατί, όσον αφορά το υπό στοιχείο (α) σκέλος αυτής, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των ενσωματωμένων σ' αυτήν πρακτικών, προκύπτει ότι μετά την πρόταση του εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη του σχετικού αιτήματος, ο Πρόεδρος ρώτησε τους κατηγορούμενος και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, αν έχουν να προσθέσουν κάτι για την υπεράσπιση τους και αυτοί απάντησαν αρνητικά. Όσον αφορά δε το υπό στοιχείο (β) σκέλος της, γιατί, από το σύνολο των παραδοχών του αιτιολογικού, το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού προκύπτει από σειρά άλλων εγγράφων, τα οποία και αναγνώστηκαν. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ, σχετικός λόγος περί απολύτου ακυρότητας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κ.Π.Δ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του, σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου εγγράφων, που δεν είναι βεβαία η ανάγνωση τους, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από την οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Α' του Κ.Π.Δ, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος της δυνατότητας, να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, όπως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ο συντάκτης του εγγράφου και η χρονολογία του. Είναι όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία, για το ποιο έγγραφο της δικογραφίας αναγνώσθηκε. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν συμπίπτουν βέβαια με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει (κατά το άρθρο 358 του Κ.Π.Δ) τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, σε σχέση με το περιεχόμενο του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δε αυτός είναι ανεξάρτητος από την πληρότητα ή μη του τίτλου του, που ενδεχομένως περιλαμβάνει και το συντάκτη ή τη χρονολογία του. Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται με επάρκεια, υπάρχει η ίδια απόλυτη ακυρότητα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, στήριξε την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών μέσων και στα αναγνωσθέντα έγγραφα που προσκομίσθηκαν, μεταξύ των οποίων και τα εξής: α) το από 31-5-1995 ενημερωτικό σημείωμα, β) τις επισυναπτόμενες καταστάσεις από 10-165 και γ) το από 5797/11-4-2006 έγγραφο του Τελωνείου Βόλου, τα οποία και αναγνώσθηκαν, γεγονός το οποίο δέχεται και ο αναιρεσείων. Από τα πρακτικά, όμως, τη δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, το περιεχόμενο των ως άνω εγγράφων, προκύπτει αναμφισβήτητα από το περιεχόμενο άλλων εγγράφων και από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως, δεν ήταν δε αναγκαίο να προσδιορίζεται η χρονολογία εκδόσεως, ο εκδότης αυτών ή το περιεχόμενο τους. Άλλωστε, δεν αμφισβητείται από τον αναιρεσείοντα το γεγονός ότι όλα τα παραπάνω έγγραφα αναγνώσθηκαν και ως εκ τούτου, ο κατηγορούμενος γνώριζε το περιεχόμενο τους, και είχε πλέον τη δυνατότητα προσωπικά ή δια του πληρεξουσίου συνηγόρου του, να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο τους.
Συνεπώς, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, προς στήριξη της κρίσεως του για την ενοχή του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη του, τα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία ναι μεν αναγνώσθηκαν, χωρίς όμως, να προσδιορίζεται η ταυτότητα τους, με αποτέλεσμα να στερηθεί αυτός της δυνατότητας να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις, αναφορικά με το περιεχόμενό τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9 Ιουνίου 2008 αίτηση του X1 και ήδη κρατουμένου στις δικαστικές φυλακές Λάρισας, για αναίρεση της υπ' αριθμό 35/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220 ευρώ), και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου από διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.
Αναιρεί την υπ' αριθμό 35/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, ως προς αμφότερους τους αναιρεσείοντες και μόνο ως προς τη διάταξη περί νοθεύσεως εγγράφων μετά χρήσεως με σκοπό το περιουσιακό όφελος, με βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου, υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δραχμών, ήδη (146.735) ευρώ.
Κηρύσσει ενόχους τους κατηγορούμενους X1 και X2 και ήδη κρατούμενο των δικαστικών Φυλακών Λάρισας, του ότι: Στο Τρίκερι κατά το χρονικό διάστημα από 31-8-91 μέχρι το μήνα Μάρτιο 1993, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του X2 κατήρτισαν από πρόθεση πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ακολούθως έκαναν χρήση των εγγράφων αυτών, ενώ εξάλλου με τις πράξεις τους αυτές που εξακολούθησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας συγχρόνως τρίτο και δη το Ελληνικό Δημόσιο, προκαλώντας σ' αυτό αντίστοιχη ζημία ιδιαίτερα μεγάλη που υπερβαίνει τα 50.000.000 δρχ. Συγκεκριμένα στα Δελτία Παραλαβής Καυσίμων που συνέταξε ο κατηγορούμενος X2 που περιλαμβάνεται στις αναφερόμενες στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως συγκεντρωτικές καταστάσεις, ενεφάνισε, ότι παρελήφθησαν από τα παραπάνω αλιευτικά σκάφη που αναφέρονται στις επισυναπτόμενες καταστάσεις, οι αναγραφόμενες σε κάθε ένα Δελτίο παραλαβής Καυσίμων ποσότητες ατελών καυσίμων (TRANΖITO) θέτοντας εν συνεχεία ο τελωνειακός κατηγορούμενος από κοινού με τον πρατηριούχο κατηγορούμενο, κατ' απομίμηση την υπογραφή του πλοιάρχου του φερόμενου ως παραλαβόντος την εμφανιζόμενη σε κάθε Δελτίο ποσότητα καυσίμων (υπογράφοντας παράλληλα και οι ίδιοι δηλ. ο τελωνειακός και ο πρατηριούχος τη σχετική πράξη παράδοσης που υπάρχει σε κάθε Δ.Π.Κ). Στην πραγματικότητα όμως ουδέποτε παραδόθηκαν από τον κατηγορούμενο X1 οι ποσότητες αυτές στα συγκεκριμένα αλιευτικά που συνολικά ανέρχονται σε 3.230.227 λίτρα, στην πράξη δε αυτή προέβησαν με σκοπό, υποβάλλοντας τα πλαστά αυτά έγγραφα στην αρμόδια Τελωνειακή Αρχή (ΤΕΣ Πειραιά), να παραπλανήσουν τους υπαλλήλους του εν λόγω Τελωνείου για το ότι οι ανωτέρω εφοδιασμοί (υπό πράξη Α) έλαβαν χώρα προκειμένου να εκδοθούν οι σχετικές (υπό πράξη Α) αποφάσεις συμψηφιστικής ατέλειας και έτσι με αυτό τον τρόπο να αναπληρώσει τα καύσιμα που δήθεν είχαν διατεθεί για εφοδιασμό των αυτών αλιευτικών σκαφών, με αντίστοιχες ποσότητες του αυτού είδους και της αυτής δασμοφορολογικής κλάσεως (δηλαδή σε τιμή που δεν περιλαμβάνονται δασμοί, φόροι και λοιπά δικαιώματα, που συνολικά ανέρχονται σε 221.643.711 δρχ ή 650.458,43 €) τα οποία εν συνεχεία διέθεσε παράνομα αυτός στη γενική κατανάλωση".
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Δεκεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ