Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 608 / 2010    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Αλλοδαπού απέλαση, Αναίρεση μερική, Κλοπή, Έγκληση.




Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως Μονομελούς Πλημμελειοδικείου που καταδίκασε την ήδη αναιρεσείουσα ανεκκλήτως για κλοπή πραγμάτων ευτελούς αξίας (άρθρα 372§1, 377 ΠΚ). Απορρίπτεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄ ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας ότι δεν αρκούσε για την παραδεκτή εναντίον της αναιρεσείουσας υποβολή της εγκλήσεως η εξουσιοδότηση της υπαλλήλου, που την υπέβαλε από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας, που ήταν σύμφωνα με το καταστατικό της ο νόμιμος εκπρόσωπους της εγκαλούσας εταιρείας, από κατάστημα της οποίας έγινε η παράνομη αφαίρεση κινητών, αλλά ότι έπρεπε να επισυναφθεί στην έγκληση πρακτικό του ΔΣ της ανωνύμου εταιρείας με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής των μελών του για τη λήψη αποφάσεως για εντολή πληρεξουσιότητας στην υπάλληλο που θα υπέβαλε την έγκληση να ενεργήσει ως αντιπρόσωπους της ανώνυμης εταιρείας. Η υποβολή της εγκλήσεως έγινε νομότυπα από την εξουσιοδοτημένη υπάλληλο δυνάμει εγκύρου εξουσιοδοτήσεως της από το καταστατικό όργανο της ανώνυμης εταιρείας και δεν υπερέβη το δικαστήριο την εξουσία του που δεν κήρυξε απαράδεκτη την υποβληθείσα έγκληση ως μη νομότυπη. Γίνεται δεκτός ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ για έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ως προς το σκέλος της αποφάσεως που αφορά την απέλαση από την Ελλάδα της καταδικασθείσης αναιρεσείουσας, που είναι αλλοδαπή, διότι δεν αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση περιστατικά που να δικαιολογούν το αναγκαίο της απελάσεως και να ανάγονται στη βαρύτητα της πράξεως, στο επάγγελμα της αναιρεσείουσας και στην ύπαρξη ή όχι οικογένειάς της στην Ελλάδα ούτε φαίνεται να ελήφθη υπόψη η πριν από την τέλεση της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε αναστολή της αποφάσεως της Αστυνομικής Διεύθυνσης Κοζάνης για διοικητική απέλαση με πράξη του δικαστή του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει. Απορρίπτει κατά τα λοιπά.




Αριθμός 608/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κων/νο Ντάλτα, περί αναιρέσεως της 251/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης.

Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κοζάνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19.2.2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 351/2009.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 372 παράγραφος 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά τα οριζόμενα δε στο άρθρο 377 του ιδίου Κώδικα, αν η κλοπή ή η υπεξαίρεση έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. Αν όμως η πράξη τελέστηκε από ανάγκη ή για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαιρέσεως, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη. Στις περιπτώσεις αυτού του άρθρου, η ποινική δίωξη γίνεται μόνον ύστερα από έγκληση. Σε σχέση με την υποβολή της εγκλήσεως ισχύουν τα οριζόμενα από τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ιδίου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, η έγκληση γίνεται απευθείας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της εγκλήσεως.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 18 παράγραφος 1 του ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιρειών", η ανώνυμος εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του Διοικητικού αυτής Συμβουλίου ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 25 παράγραφος 2 του ν. 3604/2007, το καταστατικό δύναται να ορίσει ότι έν ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρείαν, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις. Το άρθρο 22 του ν. 2190/1920 ορίζει στην παράγραφο 1 αυτού, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν.δ. 4237/1962, ότι το Διοικητικόν Συμβούλιον είναι αρμόδιον ν' αποφασίζη πάσαν πράξιν αφορώσαν εις την διοίκησιν της εταιρείας, εις την διαχείρισιν της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξιν του σκοπού της εταιρείας. Το ίδιο άρθρο στην παράγραφο 3 αυτού, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 10 παράγραφος 4 του ν. 2339/1995, όριζε ότι το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους, ενώ μετά την εκ νέου αντικατάσταση της παραγράφου αυτής με το άρθρο 29 παράγραφος 3 ν. 3604/2007 ορίζεται ότι "επιτρέπεται το καταστατικό να ορίζει θέματα για τα οποία το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει τις εξουσίες του διαχείρισης και εκπροσώπησης σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του ή μη ...... Κατά την ίδρυση της εταιρείας, ο διορισμός προέδρου, αντιπροέδρου, διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου ή προσώπων με άλλη ιδιότητα και αρμοδιότητες για το πρώτο διοικητικό συμβούλιο μπορεί να γίνει και με το καταστατικό. Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, δηλαδή καθορίζουν το όργανο που εκφράζει τη βούληση αυτού του νομικού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα Δικαστήρια και αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρείας και τη διαχείριση της περιουσίας του για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παράγραφος 2 και 22 παράγραφος 3 του άνω ν. 2190/1992 ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκαταστάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕ κατά τρόπον ώστε αυτή να είναι νόμιμη μόνον εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παράγραφος 2, η 22 παράγραφος 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το όργανο της εταιρείας, δηλαδή το Διοικητικό Συμβούλιο, ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατο του διοικητικού συμβουλίου αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπομένης αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος του Διοικητικού Συμβουλίου, ενεργώντας ως όργανο της εταιρείας, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδοτήσεως και βεβαιώσεως του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ όταν το απαιτεί διάταξη νομοθετική, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή της εγκλήσεως ή την δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής. Στην περίπτωση όμως που το Διοικητικό Συμβούλιο της Ανώνυμης Εταιρείας για την υλοποίηση σχετικής αποφάσεώς του, αναθέσει σε τρίτον ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παράγραφος 2 ή 22 παράγραφος 3 του ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξεως που τελέσθηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου, που περιέχει την σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα δηλαδή των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις άνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παράγραφος 2γ ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 5/2006, Ολ. ΑΠ 6/2006).
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 510 παράγραφος 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από την διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά νόμον όροι.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα στη δικογραφία, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τον αναιρετικό έλεγχο, προκύπτει ότι κατά το καταστατικό της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρείας ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ ΑΕΕΕ (ΦΕΚ τ. ΑΕ και ΕΠΕ 4400/22.7.1994), με έδρα στο δημοτικό διαμέρισμα Πατρίδας Ημαθίας, είχε ορισθεί ότι ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής Σ1 είχε το δικαίωμα να εκπροσωπεί μόνος του την εταιρεία γενικώς και έτσι είχε καταστεί αυτός καταστατικό όργανό της. Ο ανωτέρω Σ1, ενεργώντας με την άνω ιδιότητά του με την από 29.1.2009 εξουσιοδότηση, η επί της οποίας υπογραφή του βεβαιώθηκε για το γνήσιο αυτής από την υπάλληλο του Κέντρου Εξυπηρέτησης Πολιτών Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ημαθίας, εξουσιοδότησε την υπάλληλο της ανωνύμου εταιρείας και υπεύθυνη του καταστήματος που διατηρούσε η εν λόγω εταιρεία επί της οδού .... Μ1, κάτοικο ..., να υποβάλει επ' ονόματι και για λογαριασμό και αντί της άνω εταιρείας μήνυση εναντίον των γνωστών ή αγνώστων δραστών της κλοπής που έγινε την ίδια ημέρα στο πιο πάνω κατάστημα της εταιρείας στην ...., υπογράφοντας για τον σκοπό αυτόν κάθε έγγραφο που θα της ζητηθεί για την διεκπεραίωση της εντολής που της δόθηκε. Τελικά, την έγκληση υπέβαλε η άνω υπάλληλος και υπεύθυνη του καταστήματος αυτής της ανώνυμης εταιρείας στην ...ως πληρεξουσία του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την δήλωσή της ότι επιθυμούσε την ποινική δίωξη της ήδη αναιρεσείουσας για την παράνομη αφαίρεση με σκοπό να τα συναποκομίσει, εκ μέρους της τελευταίας, των αναφερομένων ειδών από τα ράφια του καταστήματος της εταιρείας, που βρέθηκαν στην τσάντα της κατηγορουμένης και ήταν συνολικής αξίας περί τα 20 ευρώ. Η δήλωση αυτή εγκλήσεως σε βάρος της ήδη αναιρεσείουσας περιέχεται στην υπάρχουσα στη δικογραφία από 29.1.2009 έκθεση ένορκης εξέτασης ως μάρτυρα της Μ1 ενώπιον της Αρχιφύλακος ΠΕ ... και του συνυπογράφοντος ως β' ανακριτικού υπαλλήλου Αρχιφύλακα ..., που ενεργούσαν τις αναγκαίες προανακριτικές πράξεις προς βεβαίωση αυτοφώρου πλημμελήματος που χαρακτηρίσθηκε ως κλοπή που είχε αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας. Η υποβολή της ενδίκου εγκλήσεως εναντίον της ήδη αναιρεσείουσας για την κλοπή που διέπραξε σε βάρος της ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ ΑΕΕΕ έγινε νομοτύπως, εφόσον υπεβλήθη από την εξουσιοδοτημένη προς τούτο υπάλληλο δυνάμει εγκύρου εξουσιοδοτήσεώς της από καταστατικό όργανο της ανώνυμης εταιρείας, δηλαδή τον Σ1 που ήταν, σύμφωνα με το καταστατικό της, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ενώπιον κάθε Αρχής δικαστικώς και εξωδίκως και η υπογραφή του οποίου στην άνω εξουσιοδότηση, που επίσης έχει συμπεριληφθεί στην δικογραφία, ήταν θεωρημένη για το γνήσιο αυτής από υπάλληλο του Κ.Ε.Π. περιοχής της έδρας της ανώνυμης εταιρείας.
Είναι απορριπτέες οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι για να υποβληθεί παραδεκτώς η εναντίον της έγκληση δεν αρκούσε η εξουσιοδότηση της υπαλλήλου που την υπέβαλε από τον Πρόεδρο της ανώνυμης εταιρείας που είχε καταστεί καταστατικό όργανο αυτής και είχε δικαίωμα να εκπροσωπεί μόνος του γενικώς την εταιρείας, αλλά ότι έπρεπε να επισυναφθεί, όταν υπεβλήθη η έγκληση αυτή, πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με βεβαιωμένο το γνήσιο των μελών αυτού που θα το υπέγραφαν για τη λήψη της σχετικής αποφάσεως για εντολή και πληρεξουσιότητα στην άνω υπάλληλο να ενεργήσει ως αντιπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας να υποβάλει την έγκληση. Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ, κατά τον οποίο το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση υπερέβη την εξουσία του με το να προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως και στην καταδίκη της ήδη αναιρεσείουσας για την πράξη της κλοπής αντικειμένου ευτελούς αξίας σε φυλάκιση τριάντα (30) ημερών αντί να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη για μη νομότυπη υποβολή της εγκλήσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η επιβαλλόμενη, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία εκτείνεται, όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά και σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις του, ανεξάρτητα εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου που τις εξέδωσε.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 74 παράγραφος 1 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του ν. 2408/1996 και το άρθρο 6 του ν. 3090/2002. το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού, που καταδικάστηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων, που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα.... Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών. Η απέλαση εκτελείται αμέσως μετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές. Από τις άνω διατάξεις προκύπτει, ότι ο αλλοδαπός που καταδικάστηκε και βρίσκεται παράνομα στο ελληνικό έδαφος, υπόκειται σε απέλαση, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια της τέλεσης εγκλήματος, έστω και σε βαθμό πλημμελήματος, διότι θεωρείται ότι η παραμονή του εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας δεν συμβιβάζεται με τους όρους της κοινωνικής συμβιώσεως. Επίσης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 99 παράγραφος 2 ΠΚ, αν αλλοδαπός στον οποίο δεν έχει χορηγηθεί πολιτικό άσυλο, καταδικασθεί σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μέχρι πέντε ετών και διαταχθεί με την ίδια απόφαση η απέλασή του από την Χώρα, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επ' αόριστον αναστολή της ποινής, κατά παρέκκλιση όσων ορίζονται στην παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου και στα άρθρα 100 έως 102 του ιδίου Κώδικα, οπότε εκτελείται αμέσως η απέλαση. Το Δικαστήριο έχει δυνατότητα να κρίνει περί του αναγκαίου ή μη της απέλασης, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του εγκλήματος, τις συνέπειες αυτού, τον χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο Ελληνικό έδαφος, την εν γένει συμπεριφορά του, τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την ύπαρξη οικογένειας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κοζάνης μετά την κήρυξη της ήδη αναιρεσείουσας ενόχου κλοπής πραγμάτων ευτελούς αξίας έλαβε υπόψη, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό του περί ποινής κεφαλαίου της προσβαλλομένης αποφάσεως, α) την βαρύτητα του εγκλήματος που διαπράχθηκε και ειδικότερα τη βλάβη που προκάλεσε το έγκλημα στην παθούσα, το είδος του δόλου της κατηγορουμένης, τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε και β) την προσωπικότητα της κατηγορουμένης, συνεκτιμώντας τα αιτία από τα οποία κινήθηκε η κατηγορουμένη για να διαπράξει το άνω έγκλημα, τον σκοπό που επιδίωξε, τον χαρακτήρα της και τη διαγωγή της πριν και μετά το έγκλημα καθώς και την οικογενειακή και οικονομική της κατάσταση. Επί πλέον, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, όσον αφορά τη διαγωγή της, ότι σε βάρος της κατηγορουμένης είχε εκδοθεί η υπ' αριθ. ... απόφαση απελάσεως της ΑΔ Κοζάνης και ότι από ΤΔΛ Σερβίων εκδόθηκε το υπ' αριθ. ... υπηρεσιακό σημείωμα, με το οποίο της χορηγήθηκε προθεσμία 30 ημερών για αναχώρηση από την Ελλάδα, καθώς και ότι η αναιρεσείουσα δεν αναχώρησε μετά την παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας, ενώ είναι καταχωρημένη και στο σύστημα SCHENGEN με αιτία αναζήτησης αλλοδαπός ανεπιθύμητος στο έδαφος SCHENGEN με ημερομηνία λήξης 13.12.2001, αλλά προήλθε στην τέλεση της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχη, γεγονός που δείχνει παραβατικότητα και αντικοινωνική συμπεριφορά. Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση κατεδίκασε την κατηγορουμένη σε φυλάκιση τριάντα ημερών και, αφού αφαίρεσε χρόνο κρατήσεως μίας ημέρας, ανέστειλε απ' αόριστον και διέταξε την απέλασή της από την Χώρα.
Με αυτά που δέχθηκε και αποφάσισε το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, καθόσον αφορά τη διάταξη για απέλαση από την Ελλάδα της αναιρεσείουσας, που είναι αλλοδαπή από την Αλβανία, και εκείνη της επ' αόριστον αναστολής εκτελέσεως της ως άνω ποινής που της επιβλήθηκε, έχει ελλιπή αιτιολογία, διότι δεν αναφέρει περιστατικά που να δικαιολογούν την κρίση του για το αναγκαίο της απελάσεως και που να ανάγονται στη βαρύτητα του εγκλήματος, στο επάγγελμά της και στην ύπαρξη ή όχι οικογένειας της αναιρεσείουσας στην Ελλάδα, ούτε αναφέρει σε σχέση με την παραμονή της στην ημεδαπή, πριν από την τέλεση της πράξεως για την οποία καταδικάστηκε, ότι είχε διαταχθεί προσωρινώς η αναστολή της εκτέλεσης της αποφάσεως της Αστυνομικής Διευθύνσεως Κοζάνης ... περί απελάσεως αυτής διοικητικώς, κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως αυτής και αιτήσεως αναστολής μέχρις εκδικάσεώς της από το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Κοζάνης, με την από 15.1.2009 πράξη του δικαστή αυτού του διοικητικού δικαστηρίου. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχήν ως βασίμου του από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ του από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ σχετικού λόγου της κρινομένης αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά τη διάταξη περί απελάσεως της αναιρεσείουσας και περί της επ' αόριστον αναστολής της εκτελέσεως της ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το εν λόγω μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ), ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμό 251/2009 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, κατά τη διάταξή της περί απελάσεως από την Χώρα της αναιρεσείουσας Χ1 και περί της επ' αόριστον αναστολής της εκτελέσεως της επιβληθείσης σ' αυτήν ποινής φυλακίσεως.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα κατά το μέρος αυτό συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 19 Φεβρουαρίου 2009 αίτηση της άνω αναιρεσείουσας περί αναιρέσεως της παραπάνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 10 Μαρτίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Μαρτίου 2010.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή