Θέμα
Επανάληψη διαδικασίας, Ολομέλεια Αρείου Πάγου.
Περίληψη:
Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών κατά αποφάσεως του 1922. Ιστορική Δίκη των Έξι. 1. Παραδεκτή η αίτηση επαναλήψεως χωρίς χρονικό περιορισμό και μετά 86 χρόνια. 2. Νομιμοποιείται και έχει έννομο συμφέρον σε υποβολή αιτήσεως, μετά την κατάργηση του άρθρου 450 του ΣΠΚ, με το νέο ΣΠΚ, κυρωθέντα με το ν.2287/1995, που παραπέμπει πλέον στις διατάξεις της κοινής Ποινικής Δικονομίας και ο εγγονός του αμετάκλητα καταδικασθέντος σε θάνατο και εκτελεσθέντος κατηγορουμένου, σύμφωνα με το άρθρο 527 παρ. 1 του ΚΠΔ, διότι η πράξη της εσχάτης προδοσίας που καταδικάστηκε ο παππούς του έχει ηθική μομφή που αντανακλά σήμερα και σε αυτόν. 3. Μπορεί να ασκηθεί η αίτηση επαναλήψεως και μετά το θάνατο του καταδικασμένου ή και έπειτα από την εκτέλεση ή την έκτιση ή παρά την παραγραφή της ποινής που επιβλήθηκε (ΑΠ 197/2008, 137/2004). 4. Νέα γεγονότα ή νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως 525 ΚΠΔ, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους Δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το Δικαστήριο, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και τα έγγραφα της δικογραφίας. Επίσης απαιτείται οι αποδείξεις να ήταν άγνωστες στον καταδικασθέντα γιατί διαφορετικά θα μπορούσε να τις προσκομίσει. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις νέων μαρτύρων, ή νεότερες καταθέσεις ή ένορκες βεβαιώσεις παλαιών μαρτύρων, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή/ και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες, είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. (ΑΠ 1052/2008). Αντιθέτως, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους Δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση και τα οποία ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή Δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο.(ΑΠ 1011, 856, 197/2008). 5. Κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη του Δικαστηρίου τα νέα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, συνεκτιμώμενα μόνα τους και σε συνδυασμό μεταξύ τους, συνιστούν ιστορικά στοιχεία και εν γένει απόψεις και κρίσεις μεν πολιτικών προσώπων, ιστορικών και πολιτικών εν γένει προσώπων, που εκφράζονται όμως με γνώση και εμπειρία για ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, για μία εποχή που επήλθε η μεγάλη Μικρασιατική καταστροφή των Ελλήνων, οι μεγάλες εθνικές απώλειες εδαφών και ανθρώπων. Οι τοποθετήσεις του Π1 και του Προέδρου της Ανακριτικής Επιτροπής Σ1, προσώπων που πρωταγωνίστησαν και διαδραμάτισαν την εποχή εκείνη ενεργό ρόλο στην πολιτική και στην υπόθεση και δυναμένων να έχουν άποψη για τις συνθήκες, τα αίτια, τους ξένους παράγοντες, τις ευθύνες των τότε κυβερνήσεων και του τότε Βασιλέως της χώρας, ως και για τις προσωπικές ευθύνες των κατηγορηθέντων συγκεκριμένων ως άνω πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών της εποχής εκείνης, για τις μεγάλες εθνικές απώλειες της λεγόμενης Μικρασιατικής καταστροφής, ανεξάρτητα της ελλείψεως του φακέλου της δικογραφίας και των πρακτικών και αντιγράφου της ίδιας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και δη των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, των αναγνωσθέντων αποδεικτικών εγγράφων, των δοθεισών απολογιών των κατηγορουμένων, ζήτημα για το οποίο δεν ευθύνεται ο αιτών αλλά η πολιτεία, θεωρούνται νέα στοιχεία, σε σχέση με τα δεδομένα της δίκης και συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά και οι απόψεις και οι κρίσεις αυτές συνδεόμενες με αληθή γεγονότα, δεν ήσαν γνωστές στους τότε δικάσαντες στρατοδίκες και αν βεβαίως ήταν όλα αυτά, τα νέα στοιχεία, γνωστά σε αυτούς θα κατέληγαν σε αθωωτική απόφαση. 6. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου (Ν. Ζαΐρη και Κων. Φράγκου) τα νέα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία, που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, μετά 86 χρόνια από τη δίκη εκείνη συνεκτιμώμενα μόνα τους και σε συνδυασμό μεταξύ τους, συνιστούν καθαρά ιστορικά στοιχεία και εν γένει απόψεις και κρίσεις πολιτικών προσώπων, ιστορικών, εφημερίδων της εποχής και πολιτικών εν γένει προσώπων, που εκφράζονται υποκειμενικά, σύμφωνα και με τις πολιτικές και κομματικές τους θέσεις, για ιστορικά πλέον γεγονότα και πρόσωπα, για μία εποχή που επήλθε η μεγάλη Μικρασιατική καταστροφή των Ελλήνων, οι μεγάλες εθνικές απώλειες εδαφών και ανθρώπων και οι από την Μικρά Ασία εισροή στην Ελλάδα στρατιών κατατρεγμένων Ελλήνων προσφύγων, επηρεασμένων αναπόφευκτα από τα μεγάλα και τραγικά εκείνα γεγονότα και μη δυναμένων να έχουν αντικειμενική, αλλά υποκειμενική άποψη για τις συνθήκες, τα αίτια, τους ξένους παράγοντες, τις ευθύνες των τότε κυβερνήσεων και του τότε Βασιλέως της χώρας, ως και για τις προσωπικές ευθύνες των κατηγορηθέντων συγκεκριμένων ως άνω πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών της εποχής εκείνης, για τις μεγάλες εθνικές απώλειες της λεγόμενης Μικρασιατικής καταστροφής, ενώ ελλείψει του φακέλου της δικογραφίας και των πρακτικών και αντιγράφου της ίδιας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και δη των καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων, των αναγνωσθέντων αποδεικτικών εγγράφων, των δοθεισών απολογιών των κατηγορουμένων και του αιτιολογικού ενοχής, δεν μπορεί να γίνει μελέτη και σύγκριση των ως πιο πάνω νέων στοιχείων σε σχέση με τα δεδομένα της δίκης και να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα στοιχεία αυτά και οι απόψεις και οι κρίσεις αυτές, δεν ήσαν γνωστές στους τότε δικάσαντες στρατοδίκες και αν βεβαίως ήταν όλα αυτά, τα νέα στοιχεία, γνωστά σε αυτούς θα κατέληγαν σε αθωωτική απόφαση. Παραπέμπει στην τακτική Ολομέλεια.
Αριθμός 1533/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσο (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 1 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Χ1, κατοίκου ..., ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Βασιλάτο, για επανάληψη της διαδικασίας της δίκης και ακύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1922 αποφάσεως του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών.
Το Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 263/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κυριάκος Καρούτσος, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση με αριθμό 248/13-5-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 παρ. 1 περ. 2α, 527 παρ. 1, 3 και 528 παρ. 1 του ΚΠΔ, την από 20-1-2008 αίτηση του Χ1, κατοίκου ..., περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας υπέρ του Ε1 που περατώθηκε με την από 15-11-1922 αμετάκλητη απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου, με την οποία καταδικάστηκε στην ποινή του θανάτου για εσχάτη προδοσία και ηθική αυτουργία στην από τον Ε6 τελεσθείσα πράξη της παράδοσης προς τον εχθρό μεγάλων τμημάτων στρατού και παρεμπόδισης της ανασυνάθροισης αυτού και εκθέτω τα εξής: Κατά το άρθρο 525 § 1 περίπτωση 2η του; ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως καθιστούν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε: Κατά την αληθή έννοια της διατάξεως αυτής, ως νέες αποδείξεις θεωρούνται εκείνες που δεν υποβλήθηκαν, έστω κι αν προϋπήρχαν, στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και για το λόγο αυτόν ήταν άγνωστες στους δικαστές που δίκασαν κατ'εκείνο το χρόνο, την κρίση του δ'αυτή σχηματίζει το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας δικαστήριο από την έρευνα των πρακτικών της προαναφερόμενης δίκης και από τα έγγραφα της σχετικής ποινικής δικογραφίας. Τέτοιες, νέες, αποδείξεις μπορούν να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, καταθέσεις παλαιών μαρτύρων με τις οποίες ανακαλούνται ή τροποποιούνται ή συμπληρώνονται οι προηγούμενες καταθέσεις τους, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση ότι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο εκδώσαν την καταδικαστική απόφαση δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο το οποίο πραγματικά τέλεσε (ΑΠ 1708/2004 σε Συμβούλιο ΠΧρ. Ν Ε' σελ. 698, ΑΠ 1612/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 597). Αντιθέτως, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση και τα οποία ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ'εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο, από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη; τους οι εκδώσαντες αυτήν δικαστές, καθόσον -η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλ'έκτακτη διαδικασία (ΑΠ 137/2004 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΔ'σελ, 1070, ΑΠ 557/2002 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΝΓ' σελ. 37). Επίσης, δεν αποτελούν νέες αποδείξεις η διαφορετική ή η νέα αξιόλογηση ή η εκτίμηση του ιδίου γεγονότος, τα επιχειρήματα και οι κρίσεις για προϋπάρχουσες αποδείξεις ή οι λόγοι που πλήττουν την κατά το άρθρο 177 ΚΠΔ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων και επομένως την από ουσιαστικής απόψεως ορθότητα της καταδικαστικής αποφάσεως (ΑΠ 28/96 Π.Χρ. ΜΣΤ 1415, ΑΠ 1743/90 Π.Χρ. ΜΑ 737, Μπουρόπουλος Ερμ. ΚΠοινΔικ τομ. Β' έκδοση 1957, σελ. 307-310). Εξάλλου, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 527 του ίδιου Κώδικα, ή αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται από τον ίδιο ή τη σύζυγο του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δευτέρου βαθμού ή από το συνήγορο που παρέστη στη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η αμετακλήτως περατώσασα τη διαδικασία καταδικαστική απόφαση ή από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, που τον καταδίκασε. Όπως δ'αναφέρεται στην επί του αντίστοιχου άρθρου 427 του Σχεδίου ΚΠΔ έτους 1934 αιτιολογική έκθεση, είναι το δικαίωμα εκάστου εκ των αναφερομένων στην πιο πάνω διάταξη προσώπων ανεξάρτητο και αυτοτελές και δεν αναιρείται ούτε από την αντίθετη δήλωση καταδικασμένου (βλ Αιτιολογική Έκθεση Σχεδίου ΚΠΔ 1934, έκδοση Ζαχαροπούλου, σελ. 591, Ομοίως Α. Μπουροπούλου, Ερμηνεία ΚΠΔ, τόμος Β', σελ. 318, Ηλ. Γάφου, Ποινική Δικονομία, τεύχος Γ', σελ. 82 κτλ.). Επιπροσθέτως, μπορεί να ασκηθεί η πιο πάνω αίτηση, σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία και τη νομολογία άποψη, και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του δικαιούχου που έχει ειδική εντολή τούτου, κατ'ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 465 § 2 του ΚΠΔ (βλ. ΑΠ 428/1993 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΜΓ' σελ. 266, ΑΠ 117/1982 σε Συμβούλιο ΠΧρ. ΛΒ' σελ. 799 κτλ. Ομοίως Α. Μπουροπούλου, όπου παραπ. σελ. 318, Ι. Ζησιάδη Ποινική Δικονομία, τόμος Β' σελ. 671). Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 527 του ΚΠΔ, η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη, υποβάλλεται δε στον εισαγγελέα εφετών, αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο εισαγγελέας στον οποίο παραδόθηκε η αίτηση οφείλει σε ένα μήνα να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητα της, είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή ή εισαγγελέα και κατόπιν την εισάγει στο αρμόδιο κατά το άρθρο 528 Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο, όπου υπηρετεί. Τέλος, κατά το άρθρο 528 § 1 του αυτού Κώδικα, αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση της επανάληψης διαδικασίας είναι, κατά τις διακρίσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 527, το Συμβούλιο Εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα. Το Συμβούλιο μπορεί να διατάξει συμπληρωματική έρευνα για να βεβαιωθούν οι λόγοι της αίτησης. Αν δεχθεί την αίτηση, ακυρώνει την απόφαση, και αν κρίνει ότι η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο είναι αναγκαία, παραπέμπει την υπόθεση για να συζητηθεί σε άλλο ομοιόβαθμο με αυτό που καταδίκασε Δικαστήριο και στην περίπτωση του άρθρου 525 § 1 αριθ. 4 σε άλλο Δικαστήριο ομοιόβαθμο με το ανώτερο από αυτά που δίκασαν αρχικά την υπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτών Χ1, εγγονός του καταδικασθέντος σε θάνατο Ε1, επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την από 15-11-1922 αμετάκλητη απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου για το λόγο ότι από τις νέες αποδείξεις που αναφέρονται στην κρινομένη αίτηση και ήταν άγνωστες στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γίνεται φανερό, όπως διατείνεται, ότι ήταν αθώος. Επομένως η υπό κρίση αίτηση είναι νόμιμη και αρμοδίως κατ'άρθρο 528 παρ. 1 ΚΠΔ εισάγεται στον 'Αρειο Πάγο, αφού η επανάληψη της διαδικασίας για εκείνους που καταδικάστηκαν αμετάκλητα πριν αρχίσει να ισχύει ο ΚΠΔ επιτρέπεται, σύμφωνα με τις διατάξεις τούτου (άρθρο 602 ΚΠΔ). Ως νέα γεγονότα και αποδείξεις για να θεμελιώσει το αίτημα επαναλήψεως της διαδικασίας επικαλείται ο αιτών ότι: "1) Ο μεγάλος πολιτικός αντίπαλος των καταδικασθέντων, Π1 κατά την επάνοδο του στην ελληνική πολιτική σκηνή και κατά την πρωθυπουργία του των ετών 1929-1932, έχοντας πλέον ακριβή και πλήρη γνώση των γεγονότων της κατάρρευσης του Μικρασιατικού μετώπου, της διάλυσης του Ελληνικού Στρατού και της αποχώρησης του από την Μικρά Ασία αλλά και πως εξελίχθηκαν αυτά, προέβη σε δυο αποκαλυπτικές δηλώσεις και διαπιστώσεις, βασιζόμενες σε ψύχραιμη και αντικειμενική γνώση των διαδραματισθέντων τότε (θέρος του 1922) γεγονότων, η ύπαρξη των οποίων, αν ήταν γνωστή στο καταδίκασαν δικαστήριο δεν θα επέτρεπε σ' αυτό την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Τον Ιανουάριο του 1929 απέστειλε στον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Π2 επιστολή, στην οποία σαφώς μεταξύ άλλων αvαφέρει: "Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπο ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγείται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσία κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπο εις την μικρασιατική καταστροφή. Δύναμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω ότι πιστεύω ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των οδηγεί την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον". Κατά δε τη "συνεδρίαση της 31/3/1932 της Βουλής των Ελλήνων ο ίδιος ο Π1 αναφερθείς στο θέμα της θανατικής καταδίκης των έξι καταδικασθέντων σε θάνατο ως άνω πολιτικών ανδρών, έκαμε λόγο πάλι περί της αποσταλείσας στον Π2 ανωτέρω επιστολής, και μάλιστα εδήλωσε ότι αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών, υπέρ των. οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει σε μνημόσυνο όπως δεηθεί, μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων (Βλέπετε: "Αι Αγορεύσεις του Ελληνικού Κοινοβουλίου 1909-1956", περίοδος Β, Τ6, σελ. 429-431. Μνημονεύεται επίσης στην Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος του Σπ. Μαρκεζίνη, αναφέρεται δε και στην Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος Γ. Κόκκινου και στα πρακτικά της συνεδριάσεως της Βουλής της 31/3/1932, στα οποία καταχωρείται ο ιστορικά ενδιαφέρον πολιτικός διάλογος μεταξύ του Π1 και του Π2). 2) ...ο Π1 πάλι, στη Βουλή στις 31.3.1932 (Συνεδρίασης Ν') σε αγόρευση του δήλωσε: "Πρέπει δε να είπω ένα πράγμα βέβαιον, ότι από τους ανθρώπους εκείνους επί των οποίων εγένετο η εκτέλεση των αποφάσεων του Στρατοδικείου, ο αδικότερα τυφεκισθείς είναι ο μακαρίτης Ε1, Φοβούμαι ότι η καταδίκη και η εκτέλεσις του, ωφείλετο σαφώς εις μιαν ανδρικήν πράξην, την οποίαν έκαμεν. Να προτίμηση δηλαδή να κόψη το χαρτονόμισμα εις δυο, παρά να αρχίσει να εκτυπώνη χαρτονομίσματα και να καταντήση την δραχμήν εις την τύχην του μάρκου. Θεωρώ ότι σπανίως προσεφέρθη τόσον μεγάλη υπηρεσίαν σε μια χώρα όσο εκείνη την οποία προσέφερε τότε ο Ε1". 3) ...την 1/4/1932 σε αγόρευση του στη Βουλή (Συνεδρίαση ΝΑ') ο Π1, Πρωθυπουργός της χώρας, ρητά δηλώνει περί σφαλμάτων κατά την διάρκεια της δίκης και συγκεκριμένα αναφέρει προς τους βουλευτές ότι: "Έχομεν καθήκον να λησμονήσομεν πολλά πράγματα και τους νεκρούς, οι οποίοι βεβαίως εστερήθησαν την ζωή ν των κατά εντελώς άνομον τρόπον ...". Η αγόρευση αυτή του τότε Πρωθυπουργού της χώρας Π1, δέκα περίπου χρόνια μετά την δίκη και την εκτέλεση του Ε1 και πέντε εκ των συγκατηγορουμένων του, είναι καταλυτική για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η δίκη. Πέραν αυτών όμως ο Π1 ως πρωθυπουργός και έχων πλέον πλήρη, ακριβή και όχι περιορισμένη και βεβιασμένη πληροφόρηση περί των γεγονότων της κατάρρευσης του μετώπου στη Μ. Ασία ρητά και πανηγυρικά δηλώνει ότι έγιναν σφάλματα κατά την διαδικασία και ενέργειες οι οποίες οδήγησαν σε "άνομη" δίκη με αποτέλεσμα να στερηθούν τη ζωή τους οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι. Οι δικάσαντες στρατοδίκες μη έχοντες τον Νοέμβριο του 1922 την πληροφόρηση, τις μαρτυρίες και την αντικειμενική γνώση των γεγονότων κατά την εποχή εκείνη, την οποία είχε ο πρωθυπουργός δέκα χρόνια μετά έλαβαν την απόφαση της καταδίκης σύμφωνα με το διατακτικό της προσβαλλομένης. Εάν όμως είχαν γνώση των πραγματικών γεγονότων και των μαρτυριών έτσι όπως αυτές αποκρυσταλλώθηκαν και συμπληρώθηκαν μετά από μια δεκαετία δεν θα κατέληγαν στην απόφαση αυτή την οποία προσβάλλω με την παρούσα αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Η δε αναφορά του τότε πρωθυπουργού της χώρας ότι ο Ε1 και οι λοιποί πέντε έχασαν την ζωή τους κατά "άνομο τρόπο" αποτελεί νέο γεγονός και αναντίρρητη μαρτυρία υπέρ της αθωότητας τους, προερχομένη από τα πλέον επίσημα και έγκυρα χείλη. Παρόμοιες ήταν και οι αγορεύσεις του Π3 (Δ' Συντακτική Συνέλευση της 24/3/1924), του Π4 και του Π5 (πρακτικά της 23/1/1931, σελ. 306, 320) στη Βουλή των Ελλήνων οι οποίοι μίλησαν θετικά περί της ανάγκης αναθεώρησης της καταδικαστικής απόφασης. 4). ...... σε αγόρευση του στη Βουλή των Ελλήνων στις 2 Φεβρουαρίου του 1925 ο αντιστράτηγος Σ1, ο οποίος χρημάτισε πρόεδρος της Ανακριτικής Επιτροπής, η οποία παρέπεμψε τους "έξι" και φοβερός πολέμιος τους, δήλωσε: "Η επανάστασις του 1922 υπήρξε μια επανάστασις ιδεολόγων η οποία κατέληξε εις την σκληράν απόφαση της θανατικής καταδίκης ίνα χρησιμεύσει το αίμα εκείνο προς νέαν αναδημιουργίαν. Εξ' όσων όμως ελέχθησαν φαίνεται ότι το αίμα εκείνο έρρευσεν επί ματαίω". Από την δήλωση αυτή του Σ1 προκύπτει ότι υπήρχε προσχεδίαση της θανατικής εκτέλεσης των κατηγορουμένων. Το γεγονός αυτό αποτελεί νέο στοιχείο, το οποίο δεν αποκαλύφθηκε κατά την διάρκεια της δίκης. Συνεπώς στους δικάσαντες στρατοδίκες ήταν άγνωστο. Αν δε ήταν γνωστό, ασφαλώς δεν θα δέχονταν να καταδικάσουν σε θάνατον τους προειρημένους έξι πολιτικούς, αφού θα θιγόταν το κύρος, η τιμή τους και η αμεροληψία τους ως δικαστών, η δε απόφαση τους θα αντιλαμβάνονταν ότι θα ήταν διάτρητη ως κατευθυνόμενη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σ1 στον δεύτερο τόμο των απομνημονευμάτων του, απαλλαγμένος πλέον από το πάθος της εποχής εκείνης γράφει για τα γεγονότα της ελληνικής πολιτικής ιστορίας από την επανάσταση του 1909 μέχρι το 1926 ότι: "Άνευ μίσους και άνευ πάθους με την λυδίαν λίθον της αμεροληψίας και του δικαίου ανά χείρας, προσεπάθησα να καταπνίξω το γουρουνάκι που έχομεν πάντες μέσα μας για να εκθέσω με αντικειμενικότητα και αμεροληψίαν την αλήθειαν". Υποδηλώνοντας ότι την εποχή της δίκης των "εξ" κυριαρχούσε πάθος, μίσος και βαναυσότητα ξένα προς την έννοια της δικαιοσύνης και ότι οι "εξ" καταδικασθέντες και εκτελεσθέντες πολιτικοί μεταξύ των οποίων και ο Ε1 υπήρξαν θύματα αυτού του πάθους και αυτού του μίσους και όχι ένοχοι εσχάτης προδοσίας. Ο Σ1 ως πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής, η οποία συνέλεξε το αποδεικτικό υλικό για να θεμελιωθεί η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας κατά του Πρωθυπουργού Ε1 και των λοιπών συγκατηγορούμενων του, ως εκ της θέσεως του είχε την δυνατότητα να λαβαίνει γνώση εγγράφων, δημόσιων και ιδιωτικών, μαρτυριών και να έχει μια αποκρυσταλλωμένη και πλήρη γνώση του φακέλου της δικογραφίας, αλλά και εγγράφων τα οποία κατασχέθηκαν και δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στη δίκη, όπως τα αρχεία του πρώην Πρωθυπουργού Ε2. Έτσι η αναφορά του στη δίκη και την απόφαση αποτελεί αναντίρρητα και αδιαμφισβήτητα νέο αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο αποδεικνύει αβίαστα την αθωότητα του Ε1 και των συγκατηγορούμενων του. 5) Στις 15 Νοεμβρίου 1933 η Ελληνική Πολιτεία σε μια συμβολική πράξη αποκατάστασης των καταδικασθέντων, τοποθέτησε στο τότε κτίριο των Φυλακών Αβέρωφ μια μαρμάρινη πλάκα, στην οποία ανεγράφησαν τα εξής: "Εν τη αιθούση τούτη την 15η Νοεμβρίου 1922, ανεγνώσθη η απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου, δι' ης κατεδικάσθησαν εις θάνατον και ετυφεκίσθησαν επί εσχάτη προδοσία, οι αείμνηστοι Ε2, Ε3, Ε4, Ε5, Ε1 και Ε6 οίτινες αφιερώσαντες ολόκληρον την ζωήν των και την πολιτικήν των δράσιν υπέρ του Έθνους εκρίθησαν παρά τους Νόμους, το Σύνταγμα και των Ηθικών παρ* ανόμων δικαστών, προδόται της ελληνικής πατρίδος. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενετοίχισεν εν έτει 1933". 6) ....... το δίκασαν Έκτακτο Στρατοδικείο κατά την διάρκεια της δίκης δεν γνώριζε την ακριβή έκταση της στρατιωτικής ήττας στην Μ. Ασία, ούτε το ακριβές μέγεθος και την έκταση της αποδιοργάνωσης και των απωλειών του ελληνικού στρατού σε άνδρες, όπλα και εφόδια. Πολλά δε από τα επίσημα έγγραφα τα οποία ασφαλώς και ακριβώς θα διαφώτιζαν το δικαστήριο χάθηκαν στην Μ. Ασία εξαιτίας της βεβιασμένης εκκένωσης της από τον στρατό και τις δημοσιές ελληνικές υπηρεσίες. Δεν ήταν δε δυνατόν το δίκασαν δικαστήριο να γνωρίζει ακριβώς τις ολέθριες στρατιωτικές συνέπειες της ήττας, διότι η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, από το λιμάνι της Σμύρνης και την χερσόνησο της Ερυθραίας άρχισε στις 30 Αυγούστου 1922 και ολοκληρώθηκε ουσιαστικά στις 5 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ενώ η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του έκτακτου στρατοδικείου Αθηνών ξεκίνησε την 31 Οκτωβρίου 1922 και ολοκληρώθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1922. Η συλλογή δέ του προανακριτικού υλικού προηγήθηκε της δίκης προχείρως και μέσα σε βραχύτατο χρονικό διάστημα. Έτσι δεν είχε συλλεχθεί με ακρίβεια ούτε ο αριθμός των απωλειών του ελληνικού στρατού, ούτε ο αριθμός των διασωθέντων τμημάτων αυτού, ο οπλισμός τους και η κατάσταση του, η συνοχή τους και η οργάνωση τους, καθώς και το αξιόμαχο των τμημάτων αυτών, εξαιτίας της προαναφερθείσας ανώμαλης εκκένωσης της Μ. Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Η έλλειψη λοιπόν πραγματικής γνώσης από το δικάσαν στρατοδικείο της πραγματικής κατάστασης του διασωθέντος ελληνικού στρατού, προκύπτει και από την αοριστία του κατηγορητηρίου και από την αοριστία της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το σημείο αυτό. Ειδικότερα το κατηγορητήριο αναφέρει και η απόφαση δέχθηκε, ότι ο Ε1 τότε πρωθυπουργός της χώρας και οι συγκατηγορούμενοι του, παρέδωσαν στον εχθρό (τουρκικό εθνικιστικό στρατό) αποθήκες πλήρεις εφοδίων χωρίς να καθορίζει ούτε των αριθμό των αποθηκών αυτών, ούτε τη θέση τους, ούτε το είδος και την ποσότητα των εφοδίων που περιείχαν. Η αλήθεια όμως είναι ότι πέραν του Α και Β σωμάτων στρατού, τα οποία με πλήρη τάξη και ανέπαφο σχεδόν τον οπλισμό τους διέφυγαν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και το Γ σώμα στρατού με το μεγαλύτερο μέρος του πολεμικού υλικού του διέφυγε στις 5 Σεπτεμβρίου 1922 από την βορειοανατολική Μ. Ασία και αποβιβάστηκε στη Ραιδεστό. Όμως και μικρότερα στρατιωτικά τμήματα του ελληνικού στρατού απαγκιστρώθηκαν σε καλή κατάσταση και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα επέστρεψαν από την Μ. Ασία οι: Ι, Π, ΠΙ, IV, V, VII, IX, Χ, XII, XIII μεραρχίες καθώς και η μεραρχία Ιππικού και η ανεξάρτητη μεραρχία. Επίσης διασώθηκαν πολλές μη μεραρχιακές μονάδες (Επιχειρήσεις εις Θράκην (1919-1923), Αρχηγείο Στρατού, Δ. Ι. Σ. 1969, σελ. 78-84). Οι δυνάμεις αυτές ήταν ικανές και εμπειροπόλεμες, εντός βραχυτάτου δε χρόνου οργανώθηκε ο στρατός του Έβρου δυνάμεως εννέα μεραρχιών υπό τον στρατηγό Τ1 και μάλιστα οι συγκεκριμένες δυνάμεις του ελληνικού στρατού ήταν σε τόση επάρκεια και μαχητική ικανότητα ώστε υπήρξε η δυνατότητα οι στρατιώτες των παλαιότερων κλάσεων να απολυθούν, ενώ απολύθηκαν και ευάριθμοι αξιωματικοί, χωρίς να δημιουργηθούν κενά και προβλήματα στο αξιόμαχο και ετοιμοπόλεμο του στρατού. Η στρατιά δε του Έβρου, αποτελούμενη από 100.000 άνδρες υπήρξε τόσο ισχυρή και αξιόμαχη ώστε με το επιχείρημα της ανάληψης δράσης από αυτήν η τότε τουρκική κυβέρνηση απέσυρε τις απαιτήσεις της για την παράδοση σε αυτήν της ανατολικής Θράκης και την καταβολή χρηματικών αποζημιώσεων και δέχθηκε να προχωρήσει σε σύναψη και υπογραφή συνθήκης ειρήνης με την Ελλάδα. Όλα αυτά όμως δεν ήταν τότε γνωστά στο δίκασαν Δικαστήριο, το οποίο ως εκ τούτου δεν είχε αντικειμενική εικόνα των δυνάμεων του ελληνικού στρατού, οι οποίες επέστρεψαν από την Μ. Ασία, την οποία αν είχε δεν θα προέβαινε στην έκδοση της σκληρής απόφασης την οποία πήρε και δεν θα καταδίκαζε στην εσχάτη των ποινών τους έξι άνδρες μεταξύ των οποίων και τον πρώην Πρωθυπουργό Ε1. Επειδή όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα στους λόγους μου υπ' αρ. 1 έως 6, δεν ήταν σε γνώση του δικάσαντος Στρατοδικείου και τούτο είναι αυταπόδεικτο, αφού όλες αυτές οι επίσημες πλέον μαρτυρίες ανθρώπων που ως εκ της θέσεως τους είχαν την δυνατότητα να γνωρίζουν την αλήθεια ανακοινώθηκαν και αναφέρθηκαν από το 1925 και μετά. Επειδή όσα αναφέρονται στον υπ' αριθμ. 6 λόγο μου επίσης ως εκ των περιστάσεων και του χρόνου που διεξήχθη η ακροαματική διαδικασία δεν ήταν επίσης γνωστά στο δίκασαν δικαστήριο. Άλλωστε στη συγκεκριμένη δίκη, η οποία ολοκληρώθηκε σε βραχύτατο χρονικό διάστημα, αν αναλογιστεί κανείς τις κατηγορίες και το ποιόν των κατηγορουμένων ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη η πλήρης γνώση του συνόλου των γεγονότων και αποδείξεων από τους δικάσαντες στρατοδίκες. Επειδή για το κύρος του δικαστικού πολιτισμού της χώρας δεν είναι δυνατόν να υφέρπει η κατά τα ως άνω διάτρητη αυτή απόφαση αυτή δυνάμει της οποίας καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών για το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας δυο πρώην πρωθυπουργοί, ένας εντολοδόχος πρωθυπουργός και πρόεδρος της Βουλής, δύο υπουργοί και ο αρχιστράτηγος, ενώ δύο ακόμη υπουργοί καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά. Επειδή νομιμοποιούμαι στην κατάθεση της παρούσας αίτησης επανάληψης της διαδικασίας ως εγγονός του Ε1. Είναι δε πασίδηλο ότι οι αναφερόμενοι στην παρούσα αίτηση μου λόγοι εμπεριέχουν νέα γεγονότα κατά την έννοια του άρθρου 525 ΚΠΔ, δηλαδή ήταν άγνωστα στους στρατοδίκες που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Αυτά δε τα στοιχεία από μόνα τους, άλλως σε συνδυασμό με τα στοιχεία που είχαν προσκομισθεί τότε στο δικαστήριο εκείνο και τις μαρτυρικές καταθέσεις, καθιστούν φανερό ότι ο Ε1-πρώην πρωθυπουργός και οι συγκατηγορούμενοι του, ήταν αθώοι των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκαν τόσο βεβιασμένα. Επειδή ο Ε1 και οι λοιποί συγκατηγορούμενοι του αναλαβώντες με νόμιμες δημοκρατικές διαδικασίες τα ανώτατα αξιώματα της Ελληνικής Πολιτείας χειρίστηκαν με ευθύνη, πατριωτισμό και σοβαρότητα τις υποθέσεις του Κράτους, ανάλωσαν δε τη ζωή τους για δημόσιο όφελος εθνικό και κοινωνικό, επιδείξαντες σε δύσκολες στιγμές υψηλό αίσθημα ευθύνης, θάρρος, εντιμότητα, καρτερικότητα και ηρεμία ανθρώπων που γνώριζαν ότι έπραξαν το καθήκον τους και το ανθρωπίνως δυνατόν για την αντιμετώπιση τόσο ζοφερών εθνικών και πολιτικών καταστάσεων όπως αυτές που χωρίς υπαιτιότητα τους αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν. Υπήρξαν δε αναντίρρητα άνθρωποι υψηλού φρονήματος, ανώτερου χαρακτήρα και καλοί πατριώτες. Επειδή από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα στην αίτηση μου γεγονότα είναι πρόδηλη η αθωότητα του Ε1 και των λοιπών συγκατηγορούμενων του. Επειδή πρέπει να αποκατασταθεί η αδικία, η οποία έχει από τους πάντες αναγνωρισθεί ως τοιαύτη, με βαρύτατα και τραγικά αποτελέσματα για τους ίδιους τους προειρημένους κατηγορούμενους-θύματα, μεταξύ των οποίων και ο Ε1, αλλά και για τους οικείους τους ...". Προσκομίζει δε προς απόδειξη: "1. Φωτοαντίγραφο της ευρεθείσης στην Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, "Μερικής Έκθεσης ενεργηθείσης Ανακρίσεως υπό της Ανακριτικής Επιτροπής (κατηγορητήριο), η οποία στερείται απολύτως νομικής θεμελίωσης". 2. Φωτοαντίγραφο της προσβαλλόμενης με την παρούσα αίτηση απόφασης του Έκτακτου Επαναστατικού Δικαστηρίου, η οποία δημοσιεύεται στο βιβλίο "Η Δίκη των Έξ, Τα Εστενογραφημένα Πρακτικά", έκδοση Πρωίας, Αθήναι 1931. 3. Φωτοαντίγραφα των σελίδων 429-431 εκ του 6ου τόμου της Β' περιόδου των Αγορεύσεων του Ελληνικού Κοινοβουλίου (1909-1956). 4. Φωτοαντίγραφο των δημοσιευμένων πρακτικών της 31. 3. 1932 συνεδρίασης του Ελληνικού Κοινοβουλίου (Συνεδρίαση Ν'). 5. Φωτοαντίγραφο των δημοσιευμένων πρακτικών της 1. 4. 1932 συνεδρίασης του Ελληνικού Κοινοβουλίου (Συνεδρίαση ΝΑ'). 6. Φωτοαντίγραφο της κατά την 2α Φεβρουαρίου 1925 αγόρευσης στο Ελληνικό Κοινοβούλιο του αντιστράτηγου Σ1 (Συνεδρίαση ΡΛΖ'). 7. Φωτοαντίγραφο του Προλόγου του Α' κεφαλαίου του 2ου Τόμου (1913-1923) των απομνημονευμάτων του αντιστράτηγου Σ1. 8. Φωτοαντίγραφο της φωτογραφίας της εντοίχισης από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της αναμνηστικής πλάκας την 15η Νοεμβρίου 1933 σε ανάμνηση του γεγονότος της δίκης και εκτέλεσης των πέντε πολιτικών (μεταξύ των οποίων και ο Ε1) και του αρχιστράτηγου. 9. Φωτοαντίγραφα των σελίδων 78-84 του βιβλίου Επιχειρήσεις εις Θράκην (1919-1923) του τότε Αρχηγείου Στρατού, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού 1969. Όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα αναφέρονται στους λόγους της παρούσας αίτησης μου και αποδεικνύουν αυτούς.". Όμως, οι ανωτέρω δηλώσεις των τότε πολιτικών και στρατιωτικών, καθώς και οι εκτιμήσεις και τα επιχειρήματα του αιτούντος δεν αποτελούν νέες αποδείξεις ή νέα γεγονότα, κατά τη μείζονα σκέψη της παρούσας, έτσι ώστε να καθιστούν πρόδηλη και βέβαιη την αθωότητα του καταδικασθέντος Ε1. Πέραν δε αυτών, ενόψει της παρόδου 86 ετών από την καταδίκη του τελευταίου και του γεγονότος της μη ανευρέσεως στο Αρχείο του Στρατοδικείου Αθηνών και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους της σχετικής δικογραφίας και των πρακτικών της καταδικαστικής απόφασης του Εκτάκτου Επαναστατικού Δικαστηρίου Αθηνών (βλ. σχετικά έγγραφα του Στρατοδικείου Αθηνών και των Γενικών Αρχείων του Κράτους) τα από τον αιτούντα επικαλούμενα ως "νέα" στοιχεία δεν μπορούν από μόνα τους να θέσουν υπό κρίση την αξιοπιστία των ληφθέντων υπόψη από το δικαστήριο στοιχείων, αφού, λόγω της ανυπαρξίας των πρακτικών της δίκης, είναι αδύνατη η διερεύνηση της αξιοπιστίας και της αντικειμενικότητας των εξετασθέντων την εποχή εκείνη μαρτύρων. Κατόπιν όλων αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπό κρίση αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αιτούντα.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω να απορριφθεί η από 20-1-2008 αίτηση του Χ1, κατοίκου ...για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της από 15-11-1922 αμετάκλητης απόφασης του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου ως προς τον Ε1 και να επιβληθούν στον αιτούντα τα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 5 Μαΐου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Βλάσσης
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του 405 παρ. 1 και 2 του προϊσχύσαντος ΣΠΚ, οριζόταν: "αι περί επαναλήψεως της δίκης διατάξεις της κοινής ποινικής δικονομίας ισχύουσι και επί των στρατιωτικών δικαστηρίων. Την επανάληψιν δε της δίκης δύναται να ζήτηση ό τε καταδικασθείς και ο επίτροπος, συμφώνως προς τας αυτάς διατάξεις". Ήδη όμως η άνω διάταξη του προϊσχύοντος ΣΠΚ απαλείφθηκε, δια του άρθρου 230 του ν.2287/1995, που κύρωσε το νέο ΣΠΚ και ήδη με το ισχύον άρθρο 167 παρ.1 του νέου ΣΠΚ, ορίζεται ότι η ποινική δικαιοσύνη στο στρατό απονέμεται από τα στρατιωτικά δικαστήρια και από τον Άρειο Πάγο. Ήτοι, μη υπάρχουσας στο νέο ΣΠΚ σχετικής με την επανάληψη της δίκης στρατιωτικού δικαστηρίου διατάξεως, εφαρμογή πλέον επί αιτήσεως αναθεωρήσεως δίκης περατωθείσας με απόφαση στρατιωτικού δικαστηρίου, έχει ο ΚΠοινΔ, ήτοι η αίτηση αυτή υπάγεται στις διατάξεις της κοινής ποινικής δικονομίας, των άρθρων 525 επόμενα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 527 παρ. 1 και 3 ΚΠοινΔ, ορίζεται: Παρ.1 "Η αίτηση για την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του καταδικασμένου υποβάλλεται από τον ίδιο ή το σύζυγό του ή τους εξ αίματος συγγενείς του μέχρι και του δεύτερου βαθμού ή από το συνήγορό του ή από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που τον καταδίκασε. Η αίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί και μετά το θάνατο του καταδικασμένου ή έπειτα από την έκτιση ή την παραγραφή της ποινής που του επιβλήθηκε". Παρ.3. "Η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, γιατί διαφορετικά είναι απαράδεκτη, και υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών αν η αμετάκλητη καταδίκη ή αθώωση απαγγέλθηκε από πλημμελειοδικείο, και στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο εισαγγελέας στον οποίο παραδόθηκε η αίτηση οφείλει σε ένα μήνα να ελέγξει με κάθε αποδεικτικό μέσο τη βασιμότητά της, είτε ο ίδιος είτε μέσω κάποιου ανακριτή ή εισαγγελέα, κατόπιν εισάγει την αίτηση στο αρμόδιο κατά το άρθρο 528 δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο όπου υπηρετεί". Κατά δε το άρθρο 528 παρ.1 ΚΠοινΔ, "αρμόδιο να αποφασίσει για την αίτηση της επανάληψης είναι κατά τις διακρίσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 527, το συμβούλιο εφετών ή του Αρείου Πάγου, αφού ακούσει τον οικείο εισαγγελέα και τον αιτούντα". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται, ότι επί εκδοθείσας αμετάκλητης καταδικαστικής αποφάσεως εκτάκτου στρατοδικείου, μετά το θάνατο του καταδικασθέντος, την αίτηση επαναλήψεως της δίκης νομιμοποιείται πλέον να υποβάλει, μετά την ως άνω κατάργηση του άρθρου 405 του ΣΠΚ, ο τυχόν επιζών σύζυγος του καταδικασμένου ή και κάθε συγγενής εξ αίματος αυτού μέχρι και του δευτέρου βαθμού, όπως είναι κατά το άρθρο 1463 του ΑΚ και ο εγγονός του καταδικασμένου. Αρμόδιο δε δικαστικό συμβούλιο για εκδίκαση της αιτήσεως είναι στην περίπτωση αυτή το συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Όπως δε αναφέρεται στην επί του αντίστοιχου άρθρου 427 του Σχεδίου ΚΠοινΔ έτους 1934 αιτιολογική έκθεση, είναι το δικαίωμα εκάστου εκ των αναφερομένων στην πιο πάνω διάταξη προσώπων ανεξάρτητο και αυτοτελές, ανεξάρτητα από το τι θα πράξουν οι υπόλοιποι και δεν αναιρείται ούτε από την αντίθετη δήλωση του καταδικασμένου (βλ. Αιτιολ. Έκθεση Σχεδίου ΚΠΔ 1934, έκδοση Ζαχαροπούλου, σελ. 591, Ομοίως Α. Μπουροπούλου, Ερμηνεία ΚΠΔ, τόμος Β', σελ. 318, Ηλ. Γάφου Ποινική Δικονομία, τεύχος Γ, σελ. 82 κτλ.). Επιπροσθέτως, μπορεί να ασκηθεί η πιο πάνω αίτηση και μετά το θάνατο του καταδικασμένου ή και έπειτα από την εκτέλεση ή την έκτιση ή παρά την παραγραφή της ποινής που επιβλήθηκε, από τα παραπάνω δικαιούμενα συγγενικά πρόσωπα, τα οποία έχουν έννομο συμφέρον για επανάληψη της διαδικασίας και την αθώωση ή την οριστική παύση της δίωξης αν λόγω διαδρομής του αναγκαίου χρόνου της παραγραφής, έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο, διότι η πράξη που καταδικάστηκε ο στενός συγγενής τους έχει ηθική μομφή που αντανακλά και σε αυτούς, αλλά και προς αποκατάσταση της μνήμης του αδίκως καταδικασθέντος οικείου τους. (ΑΠ 197/2008, 137/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, η από 20-1-2008 αίτηση του Χ1, περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας προς το συμφέρον του, εκ πατρός παππού του, καταδικασθέντος σε εκτελεσθείσα ήδη το έτος 1922 ποινή θανάτου, Ε1, τότε πρώην Πρωθυπουργού της χώρας, εγχειρίστηκε στις 12-2-2008 στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στρέφεται δε κατά της από 15-11-1922 αμετάκλητης αποφάσεως του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας καταδικάστηκε ο ανωτέρω, καθώς και άλλα πέντε άτομα στην εκτελεσθείσα ποινή του θανάτου, λόγω της τότε Μικρασιατικής καταστροφής, για εσχάτη προδοσία της Χώρας και ηθική αυτουργία σε δύο στρατιωτικούς, για την παρ' αυτών εκ προθέσεως, παράδοση προς τον Τουρκικό εχθρό μεγάλων τμημάτων της στρατιάς Μικράς Ασίας, και την απέναντι του εχθρού φυγή τμημάτων των εκεί Ελληνικών στρατευμάτων, η οποία (απόφαση) έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη. Επίσης, η κρινόμενη αίτηση, περιέχει τα στοιχεία που μνημονεύονται στη διάταξη του άρθρου 527 παρ 3 του Κ.Π.Δ και είναι, κατόπιν τούτου, παραδεκτή και νόμιμη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Κατά το άρθρο 525 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα στις περιπτώσεις που προβλέπονται περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο, μεταξύ των οποίων είναι και η περίπτωση του εδαφίου 2, κατά την οποία: "αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους Δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα, που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε". Νέα γεγονότα ή νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους Δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το Δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και τα έγγραφα της δικογραφίας. Επίσης, απαιτείται οι αποδείξεις να ήταν άγνωστες στον καταδικασθέντα γιατί διαφορετικά θα μπορούσε να της προσκομίσει. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως, καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις νέων μαρτύρων, ή νεότερες καταθέσεις ή ένορκες βεβαιώσεις παλαιών μαρτύρων, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες, είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο Δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Η πιο πάνω φράση "κάνουν φανερό ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος", αποτελεί μεταφορά στη δημοτική γλώσσα του κειμένου του άρθρου 525 ΚΠοινΔ στην καθαρεύουσα, όπου η αντίστοιχη φράση ήταν "καθιστούν πρόδηλο ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος", και είχε ερμηνευθεί, (ΑΠ 1546/1984), ότι είχε την έννοια ότι τα νέα στοιχεία πρέπει "να εγγίζουν τη βεβαιότητα" για την αθωότητα του καταδικασθέντος. (ΑΠ 1052/2008). Αντιθέτως, δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους Δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση και τα οποία ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν από αυτούς, έστω και κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται, ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς, έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή Δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την εισαγόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ως άνω αίτηση, ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας της δίκης του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, κατά την οποίαν εκδόθηκε η από 15-11-1922, χωρίς γνωστό αριθμό, αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου. Σύμφωνα δε, με το περιεχόμενο της κρινόμενης αιτήσεως, αναζητήθηκε από τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Στρατοδικείο Αθηνών και Αναθεωρητικό Δικαστήριο), η ως άνω υπό κρίση και αγνώστου εισέτι αριθμού καταδικαστική απόφαση και τα πρακτικά του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, καθώς και ο σχετικός φάκελος της δικογραφίας επί της δίκης εκείνης, τα οποία και δεν ανευρέθηκαν, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από 7-2-2008, 30-1-2008 και 8-1-2008 αντίστοιχες σχετικές βεβαιώσεις.Η απόφαση αυτή προσκομίζεται από τον αιτούντα, σε επικυρωμένο φωτοαντίγραφο, όπως αυτή έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο "Η Δίκη των Εξ, Τα στενογραφημένα Πρακτικά, εκδόσεως Πρωίας, Αθήναι 1931". Από την εν λόγω δε πηγή προκύπτει ότι οι κατ' εκείνη τη δίκη κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι, με την από 15-11-1922 απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών, για τις ακόλουθες πράξεις: "
Κηρύσσει παμψηφεί ενόχους τους κατηγορουμένους: 1)Ε2, 2) Ε3, 3) Ε1, 4) Ε4, 5) Ε6, 6) Ζ1 7) Ζ2 και 8) Ε5. 1)Ότι υπό κοινού συμφέροντος κινούμενοι συναπεφάσισαν την εκτέλεσιν της αμέσως επομένης αξιοποίνου πράξεως και ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν από τής 3ης Νοεμβρίου 1920 μέχρι τέλους Αύγουστου 1922 εν Αθήναις και αλλαχού, του Κράτους συνώμοσαν καί συναπεφάσισαν περί πράξεως εσχάτης προδοσίας και συνυπεχρεώθησαν πρός αλλήλους προς ταύτη, ήτοι δια της δια ποικίλων μέσων συστηματικής εργασίας προς κλονισμό του ηθικού του εν Ιωνία μαχομένου στρατού, δια της προβεβουλευμένης μεταφοράς μεγάλης δυνάμεως στρατού εκ του Μικραστιατικού μετώπου επί σκοπώ εξασθενίσεως αυτού και άλλων διαφόρων μέσων ενήργησαν εκ προθέσεως την παράδοσιν εις τον εχθρόν αποθηκών πλήρων πολεμοφοδίων, όπλων, πυροβόλων και παντός άλλου πολεμικού υλικού, ανηκόντων εις την Επικράτειαν.
2)Τον κατηγορούμενον Ε6, τέως αρχηγόν Στρατιάς Μικράς Ασίας, ως υπαίτιον του ότι εν Σμύρνη και αλλαχού από της 13ης Αυγούστου 1922 μέχρι της 23ης ιδίου μηνός και έτους εκουσίως και εκ προθέσεως παρέδωσε προς τον εχθρόν μεγάλα τμήματα της παρ' αυτού διοικουμένης Στρατιάς Μικράς Ασίας και δια διαφόρων μέσων προυκάλεσε την απέναντι του εχθρού φυγήν μεγάλων τμημάτων στρατεύματος και παρημπόδισαν την ανασυνάθροισιν αυτού. Τους δε λοιπούς: 1)Ε1, 2)Ε2, 3)Ε3, 4)Ζ1, 5)Ε4, 6)Ζ2, 7)Ε5, ότι ενώ ο Ε6, αρχηγός ων της Στρατιάς Μικράς Ασίας από 13 μέχρις 23 Αυγούστου 1922, εκουσίως και εκ προθέσεως παρέδωκεν εις τον εχθρόν μεγάλα τμήματα στρατού και παρημπόδισε την ανασυνάθροισιν αυτού, ούτοι εκ προθέσεως παρεκίνησαν αυτόν εις την εκτέλεσιν της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως, προστάξαντες και παραγγείλαντες αυτόν και συμβουλεύσαντες αυτόν μετ' απάτης, πειθούς και φορτικότητος.
Καταδικάζει παμψηφεί τους μεν Ε6, Ε2, Ε3, Ε1, Ε5 και Ε4 εις την ποινήν του θανάτου. Τους δε Ζ2 και Ζ1 εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Ε6, αρχιστρατήγου, Ζ1, υποστρατήγου και Ζ2, υποναυάρχου, και επιβάλλει αυτοίς τα έξοδα και τέλη και δια προσωπικής των κρατήσεως. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου και κατά: 1)Ε2 δραχ. διακοσίων χιλιάδων, 2) Ε3 δραχ. τριακοσίων τριάκοντα πέντε χιλιάδων, 3)Ε1 δραχ. πεντακοσίων χιλιάδων, 4)Ε5 δραχ. ενός εκατομμυρίου, 5)Ε4 δραχ. ενός εκατομμυρίου και 6)Ζ2 δρχ. διακοσίων χιλιάδων.
Εκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύθη.
Αθήναι 15 Νοεμβρίου 1922.
Ο Πρόεδρος Ο Γραμματεύς
Α. Οθωναίος Ι. Πεπόνης
Κατά τα εκτιθέμενα δε στην κρινόμενη αίτηση περί επαναλήψεως της διαδικασίας, της εν λόγω ιστορικής δίκης του 1922, γνωστής και ως Δίκης των Έξι, υπήρξαν νέα γεγονότα και νέες αποδείξεις τα οποία καθιστούν πρόδηλη την πλάνη περί τα πράγματα των δικασάντων δικαστών στρατοδικών και αναμφίβολη την αθωότητα του καταδικασθέντος Ε1, Πρωθυπουργού το έτος 1922 και Υπουργού Οικονομικών κατά το έτος 1921, στην κυβέρνηση Ε2, ως και των λοιπών πέντε συγκαταδικασθέντων με την ποινή του θανάτου και εκτελεσθέντων, ήτοι του Ε2, αρχηγού του τότε Λαϊκού Κόμματος, και Πρωθυπουργού της Χώρας κατά την περίοδο 1921-1922, Ε3, Πρωθυπουργού το έτος 1922, για ολίγες ημέρες, και Υπουργού Εσωτερικών το έτος 1922, των Ε4 και Ε5 υπουργών Στρατιωτικών και Οικονομικών- Εξωτερικών αντίστοιχα στις κυβερνήσεις Ε2 και Ε1, και του αρχιστράτηγου Ε6, διοικητή της Στρατιάς της Μικράς Ασίας και Ανατολικής Θράκης. Ζητείται δε η ακύρωση της αποφάσεως αυτής προκειμένου στη συνέχεια να κηρυχθούν αθώοι, τόσον ο Ε1 παππούς του αιτούντος, όσον και οι λοιποί συγκαταδικασθέντες από το παραπάνω Έκτακτο Επαναστατικό Δικαστήριο. Σύμφωνα δε με το περιεχόμενο της κρινόμενης αιτήσεως, ως νέα γεγονότα και αποδείξεις ο αιτών επικαλείται τα παρακάτω: "1.Διότι ευθύς μετά την έκδοση και εκτέλεση της απόφασης του "Έκτακτου Επαναστατικού Δικαστηρίου" Αθηνών, του οποίου η συγκρότηση και υπήρξε παράνομη και αντίθετη προς τις προβλέψεις και επιταγές του τότε ισχύοντος Συντάγματος αφού η Ελληνική Πολιτεία τότε είχε νόμιμη κυβέρνηση, την κυβέρνηση ..., προέκυψαν σημαντικά γεγονότα, η αποδεικτική δύναμη των οποίων είναι ισχυρότατη, πασιφανής, ανατρέπει το σκεπτικό και καταλύει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ως διάτρητης και αντικειμενικώς ανυπόστατης. Πέραν του εώλου και αφ' εαυτού καταρριπτομένου ιστορικού του διατακτικού του κατηγορητηρίου και της απόφασης, την οποία κατέκρινε έντονα η διεθνής κοινή γνώμη και έγκριτοι ευρωπαίοι νομικοί και πολιτικοί της εποχής, διεθνούς κύρους, ως ο άγγλος υπουργός ... (που χαρακτήρισε την απόφαση πολιτική δολοφονία), ο Πρωθυπουργός ... (που χαρακτήρισε την απόφαση πράξη βαρβαρότητας) και ξένοι πρεσβευτές διαπιστευμένοι στην Ελλάδα, υπήρξαν κατά το μεταγενέστερο της απόφασης χρονικό διάστημα "νέα" γεγονότα, αποδείξεις και εκτιμήσεις, άγνωστα, ως εκ του χρόνου που έλαβαν χώρα, στα δικάσαντα μέλη του Στρατοδικείου. Τα νέα αυτά γεγονότα, εκτιμώμενα υπό του κατά το άρθρο 528 ΚΠΔ δικαστηρίου (συμβουλίου) του Αρείου Πάγου, αλλά και σε συνδυασμό προς τα σαθρά και αόριστα στοιχεία της ενώπιον του καταδικάσαντος Δικαστηρίου διαδικασίας, καθιστούν πρόδηλη την περί τα πράγματα πλάνη αυτού και αναμφίβολη, την αθωότητα των καταδικασθέντων, οι οποίοι καθ' όλη τη διάρκεια του βίου τους υπήρξαν συνετοί και έντιμοι άνθρωποι με την αίσθηση του καθήκοντος αναπτυγμένη σε υψηλό βαθμό, επειδή το αποδοθέν σε αυτούς αδίκημα της εσχάτης προδοσίας δεν έλαβε ποτέ χώρα Συγκεκριμένα: Ο μεγάλος πολιτικός αντίπαλος των καταδικασθέντων, Π1 κατά την επάνοδο του στην ελληνική πολιτική σκηνή και κατά την πρωθυπουργία του των ετών 1929-1932 έχοντας πλέον ακριβή και πλήρη γνώση των γεγονότων της κατάρρευσης του Μικρασιατικού μετώπου, της διάλυσης του Ελληνικού Στρατού και της αποχώρησης του από την Μικρά Ασία αλλά και πως εξελίχθηκαν αυτά, προέβη σε δυο αποκαλυπτικές δηλώσεις και διαπιστώσεις, βασιζόμενες σε ψύχραιμη και αντικειμενική γνώση των διαδραματισθέντων τότε (θέρος του 1922) γεγονότων, η ύπαρξη των οποίων, αν ήταν γνωστή στο καταδίκασαν δικαστήριο δεν θα επέτρεπε σ' αυτό την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Τον Ιανουάριο του 1929 απέστειλε στον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Π2 επιστολή, στην οποία σαφώς μεταξύ άλλων αναφέρει: "Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπο ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσία κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπο εις την μικρασιατική καταστροφή. Δύναμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω ότι πιστεύω ακράδαντος ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των οδηγεί την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον". Κατά δε τη συνεδρίαση της 31/3/1932 της Βουλής των Ελλήνων ο ίδιος ο Π1 αναφερθείς στο θέμα της θανατικής καταδίκης των έξι καταδικασθέντων σε θάνατο ως άνω πολιτικών ανδρών, έκαμε λόγο πάλι περί της αποσταλείσας στον Π2 ανωτέρω επιστολής, και μάλιστα εδήλωσε ότι αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών, υπέρ των οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει σε μνημόσυνο όπως δεηθεί, μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων (Βλέπετε: "Αι Αγορεύσεις του Ελληνικού Κοινοβουλίου 1909-1956, περίοδος Β, Τ6, σελ. 429-431. Μνημονεύεται επίσης στην Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος του Σπ. Μαρκεζίνη, αναφέρεται δε και στην Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος Γ. Κόκκινου και στα πρακτικά της συνεδριάσεως της Βουλής της 31/3/1932, στα οποία καταχωρείται ο ιστορικά ενδιαφέρον πολιτικός διάλογος μεταξύ του Π1 και του Π2). 2. Διότι ο Π1 πάλι, στη Bουλή στις 31-3-1932 (Συνεδρίασης Ν') σε αγόρευση του δήλωσε: "Πρέπει δε να είπω ένα πράγμα βέβαιον, ότι από τους ανθρώπους εκείνους επί των οποίων εγένετο η εκτέλεση των αποφάσεων του Στρατοδικείου, ο αδικότερα τυφεκισθείς είναι ο μακαρίτης Ε1. Φοβούμαι ότι η καταδίκη και η εκτέλεσίς του, ωφείλετο σαφώς εις μιαν ανδρικήν πράξην, την οποίαν έκαμεν. Να προτίμηση δηλαδή να κόψη το χαρτονόμισμα εις δυο, παρά να αρχίσει να εκτυπώνη χαρτονομίσματα και να καταντήση την δραχμήν εις την τύχην του μάρκου. Θεωρώ ότι σπανίως προσεφέρθη τόσον μεγάλη υπηρεσίαν σε μια χώρα όσο εκείνη την οποία προσέφερε τότε ο Ε1". 3. Διότι την 1/4/1932 σε αγόρευση του στη Βουλή (Συνεδρίαση ΝΑ') ο Π1, Πρωθυπουργός τότε της χώρας, ρητά δηλώνει περί σφαλμάτων κατά την διάρκεια της δίκης και συγκεκριμένα αναφέρει προς τους βουλευτές ότι: "Έχομεν καθήκον να λησμονήσομεν πολλά πράγματα και τους νεκρούς, οι οποίοι βεβαίως εστερήθησαν την ζωήν των κατά εντελώς άνομον τρόπον ...". Η αγόρευση αυτή του τότε Πρωθυπουργού της χώρας Π1, δέκα περίπου χρόνια μετά την δίκη και την εκτέλεση του Ε1 και πέντε εκ των συγκατηγορουμένων του, είναι καταλυτική για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η δίκη. Πέραν αυτών όμως ο Π1 ως πρωθυπουργός και έχων πλέον πλήρη, ακριβή και όχι περιορισμένη και βεβιασμένη πληροφόρηση περί των γεγονότων της κατάρρευσης του μετώπου στη Μ, Ασία ρητά και πανηγυρικά δηλώνει ότι έγιναν σφάλματα κατά την διαδικασία και ενέργειες οι οποίες οδήγησαν σε "άνομη" δίκη με αποτέλεσμα να στερηθούν τη ζωή τους οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι. Οι δικάσαντες στρατοδίκες μη έχοντες τον Νοέμβριο του 1922 την πληροφόρηση, τις μαρτυρίες και την αντικειμενική γνώση των γεγονότων κατά την εποχή εκείνη, την οποία είχε ο πρωθυπουργός δέκα χρόνια μετά έλαβαν την απόφαση της καταδίκης συμφωνούμε το διατακτικό της προσβαλλομένης. Εάν όμως είχαν γνώση των πραγματικών γεγονότων και των μαρτυριών έτσι όπως αυτές αποκρυσταλλώθηκαν και συμπληρώθηκαν μετά από μια δεκαετία δεν θα κατέληγαν στην απόφαση αυτή την οποία προσβάλλω με την παρούσα αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Η δε αναφορά του τότε πρωθυπουργού της χώρας ότι ο Ε1 και οι λοιποί πέντε έχασαν την ζωή τους κατά "άνομο τρόπο" αποτελεί νέο γεγονός και αναντίρρητη μαρτυρία υπέρ της αθωότητας τους, προερχομένη από τα πλέον επίσημα και έγκυρα χείλη. Παρόμοιες ήταν και οι αγορεύσεις του Π3(Δ' Συντακτική Συνέλευση της 24/3/1924), του Π4 και του Π5 (πρακτικά της 23/1/1931, σελ. 306, 320) στη Βουλή των Ελλήνων οι οποίοι μίλησαν θετικά περί της ανάγκης αναθεώρησης της καταδικαστικής απόφασης.
4. Διότι σε αγόρευση του στη Βουλή των Ελλήνων στις 2 Φεβρουαρίου 1925 ο αντιστράτηγος Σ1, ο οποίος χρημάτισε πρόεδρος της Ανακριτικής Επιτροπής, η οποία παρέπεμψε τους "έξι" και φοβερός πολέμιος τους, δήλωσε: Η επανάστασις του 1922 υπήρξε μια επανάστασις ιδεολόγων η οποία κατέληξε εις την σκληράν απόφαση της θανατικής καταδίκης ίνα χρησιμεύσει το αίμα εκείνο προς νέαν αναδημιουργίαν. Εξ' όσων όμως ελέχθησαν φαίνεται ότι το αίμα εκείνο έρρευσεν επί ματαίω". Από την δήλωση αυτή του Σ1 προκύπτει ότι υπήρχε προσχεδίαση της θανατικής εκτέλεσης των κατηγορουμένων. Το γεγονός αυτό αποτελεί νέο στοιχείο, το οποίο δεν αποκαλύφθηκε κατά την διάρκεια της δίκης.
Συνεπώς στους δικάσαντες στρατοδίκες ήταν άγνωστο. Αν δε ήταν γνωστό ασφαλώς δεν θα δέχονταν να καταδικάσουν σε θάνατον τους προειρημένους έξι πολιτικούς, αφού θα θιγόταν το κύρος, η τιμή τους και η αμεροληψία τους ως δικαστών, η δε απόφαση τους θα αντιλαμβάνονταν ότι θα ήταν διάτρητη ως κατευθυνόμενη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σ1 στον δεύτερο τόμο των απομνημονευμάτων του, απαλλαγμένος πλέον από το πάθος της εποχής εκείνης γράφει για τα γεγονότα της ελληνικής πολιτικής ιστορίας από την επανάσταση του 1909 μέχρι το 1926 ότι: "Άνευ μίσους και άνευ πάθους με την λυδίαν λίθον της αμεροληψίας και του δικαίου ανά χείρας, προσεπάθησα να καταπνίξω το γουρουνάκι που έχομεν πάντες μέσα μας για να εκθέσω με αντικειμενικότητα και αμεροληψίαν την αλήθειαν". Υποδηλώνοντας ότι την εποχή της δίκης των εξ κυριαρχούσε πάθος, μίσος και βαναυσότητα ξένα προς την έννοια της δικαιοσύνης και ότι οι "εξ" καταδικασθέντες και εκτελεσθέντες πολιτικοί μεταξύ των οποίων και ο Ε1, υπήρξαν θύματα αυτού του πάθους και αυτού του μίσους και όχι ένοχοι εσχάτης προδοσίας.
Ο Σ1 ως πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής, η οποία συνέλεξε το αποδεικτικό υλικό για να θεμελιωθεί η κατηγορία της εσχάτης προδοσίας κατά του Πρωθυπουργού Ε1 και των λοιπών συγκατηγορούμενων του, ως εκ της θέσεως του είχε την δυνατότητα να λαβαίνει γνώση εγγράφων, δημόσιων και ιδιωτικών, μαρτυριών και να έχει μια αποκρυσταλλωμένη και πλήρη γνώση του φακέλου της δικογραφίας, αλλά και εγγράφων τα οποία κατασχέθηκαν και δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στη δίκη, όπως τα αρχεία του πρώην Πρωθυπουργού Ε2. Έτσι η αναφορά του στη δίκη και την απόφαση αποτελεί αναντίρρητα και αδιαμφισβήτητα νέο αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο αποδεικνύει αβίαστα την αθωότητα του Ε1 και των συγκατηγορούμενων του. 5. Στις 15 Νοεμβρίου 1933 η Ελληνική Πολιτεία σε μια συμβολική πράξη αποκατάστασης των καταδικασθέντων, τοποθέτησε στο τότε κτίριο των Φυλακών Αβέρωφ μια μαρμάρινη πλάκα, στην οποία ανεγράφησαν τα εξής: "Εν τη αιθούση τούτη την 15η Νοεμβρίου 1922, ανεγνώσθη η απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου, δι' ης κατεδικάσθησαν είς θάνατον και ετυφεκίσθησαν επί εσχάτη προδοσία, οι αείμνηστοι Ε2, Ε3, Ε4, Ε5, Ε1 και Ε6 οίτινες αφιερώσαντες ολόκληρον την ζωήν των και την πολιτικήν των δράσιν υπέρ του Έθνους εκρίθησαν παρά τους Νόμους, το Σύνταγμα και των Ηθικών παρ' ανόμων δικαστών, προδόται της ελληνικής πατρίδος. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενετοίχισεν εν έτει 1933.
6. Διότι το δίκασαν Έκτακτο Στρατοδικείο κατά την διάρκεια της δίκης δεν γνώριζε την ακριβή έκταση της στρατιωτικής ήττας στην Μ. Ασία, ούτε το ακριβές μέγεθος και την έκταση της αποδιοργάνωσης και των απωλειών του ελληνικού στρατού σε άνδρες, όπλα και εφόδια. Πολλά δε από τα επίσημα έγγραφα τα οποία ασφαλώς και ακριβώς θα διαφώτιζαν το δικαστήριο χάθηκαν στην Μ. Ασία εξαιτίας της βεβιασμένης εκκένωσης της από τον στρατό και τις δημόσιες ελληνικές υπηρεσίες. Δεν ήταν δε δυνατόν το δίκασαν δικαστήριο να γνωρίζει ακριβώς τις ολέθριες στρατιωτικές συνέπειες της ήττας, διότι η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων, από το λιμάνι της Σμύρνης και την χερσόνησο της Ερυθραίας άρχισε στις 30 Αυγούστου 1922 και ολοκληρώθηκε ουσιαστικά στις 5 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, ενώ η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του έκτακτου στρατοδικείου Αθηνών ξεκίνησε την 31 Οκτωβρίου 1922 και ολοκληρώθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1922.
Η συλλογή δε του προανακριτικού υλικού προηγήθηκε της δίκης προχείρως και μέσα σε βραχύτατο χρονικό διάστημα. Έτσι δεν είχε συλλεχθεί με ακρίβεια ούτε ο αριθμός των απωλειών του ελληνικού στρατού, ούτε ο αριθμός των διασωθέντων τμημάτων αυτού, ο οπλισμός τους και η κατάσταση του, η συνοχή τους και η οργάνωση τους, καθώς και το αξιόμαχο των τμημάτων αυτών, εξαιτίας της προαναφερθείσας ανώμαλης εκκένωσης της Μ. Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Η έλλειψη λοιπόν πραγματικής γνώσης από το δίκασαν στρατοδικείο της πραγματικής κατάστασης του διασωθέντος ελληνικού στρατού, προκύπτει και από την αοριστία του κατηγορητηρίου και από την αοριστία της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς το σημείο αυτό. Ειδικότερα το κατηγορητήριο αναφέρει και η απόφαση δέχθηκε, ότι ο Ε1 τότε πρωθυπουργός της χώρας και οι συγκατηγορούμενοι του, παρέδωσαν στον εχθρό (τουρκικό εθνικιστικό στρατό) αποθήκες πλήρεις εφοδίων χωρίς να καθορίζει ούτε των αριθμό των αποθηκών αυτών ούτε τη θέση τους, ούτε το είδος και την ποσότητα των εφοδίων που περιείχαν. Η αλήθεια όμως είναι ότι πέραν του Α και Β σωμάτων στρατού, τα οποία με πλήρη τάξη και ανέπαφο σχεδόν τον οπλισμό τους διέφυγαν στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και το Γ σώμα στρατού με το μεγαλύτερο μέρος του πολεμικού υλικού του διέφυγε στις 5 Σεπτεμβρίου 1922 από την βορειοανατολική Μ. Ασία και αποβιβάστηκε στη Ραιδεστό. Όμως και μικρότερα στρατιωτικά τμήματα του ελληνικού στρατού απαγκιστρώθηκαν σε καλή κατάσταση και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα επέστρεψαν από την Μ. Ασία οι: Ι, II, III, IV, V, VII, IX, Χ, XII, XIII μεραρχίες καθώς και η μεραρχία Ιππικού και η ανεξάρτητη μεραρχία. Επίσης διασώθηκαν πολλές μη μεραρχιακές μονάδες (Επιχειρήσεις εις Θράκην (1919-1923), Αρχηγείο Στρατού, Δ. Ι. Σ. 1969, σελ, 78-84). Οι δυνάμεις αυτές ήταν ικανές και εμπειροπόλεμες, εντός βραχυτάτου δε χρόνου οργανώθηκε ο στρατός του Έβρου δυνάμεως εννέα μεραρχιών υπό τον στρατηγό Τ1 και μάλιστα οι συγκεκριμένες δυνάμεις του ελληνικού στρατού ήταν σε τόση επάρκεια και μαχητική ικανότητα ώστε υπήρξε η δυνατότητα οι στρατιώτες των παλαιότερων κλάσεων να απολυθούν, ενώ απολύθηκαν και ευάριθμοι αξιωματικοί, χωρίς να δημιουργηθούν κενά και προβλήματα στο αξιόμαχο και ετοιμοπόλεμο του στρατού. Η στρατιά δε του Έβρου, αποτελούμενη από 100.000 άνδρες υπήρξε τόσο ισχυρή και αξιόμαχη ώστε με το επιχείρημα της ανάληψης δράσης από αυτήν η τότε τουρκική κυβέρνηση απέσυρε τις απαιτήσεις της για την παράδοση σε αυτήν της ανατολικής Θράκης και την καταβολή χρηματικών αποζημιώσεων και δέχθηκε να προχωρήσει σε σύναψη και υπογραφή συνθήκης ειρήνης με την Ελλάδα. Όλα αυτά όμως δεν ήταν τότε γνωστά στο δίκασαν Δικαστήριο, το οποίο ως εκ τούτου δεν είχε αντικειμενική εικόνα των δυνάμεων του ελληνικού στρατού, οι οποίες επέστρεψαν από την Μ. Ασία, την οποία αν είχε δεν θα προέβαινε στην έκδοση της σκληρής απόφασης την οποία πήρε και δεν θα καταδίκαζε στην εσχάτη των ποινών τους έξι άνδρες μεταξύ των οποίων και τον πρώην Πρωθυπουργό Ε1". Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 15-11-1922 απόφαση του Έκτακτου Επαναστατικού Στρατοδικείου, που συνεδρίασε στην Αθήνα, συνεκδικάασθηκαν οι: 1) Ε2, 2)Ε3, 3)Ε1(παππούς του αιτούντος) 4)Ε4, 5)Ε6, 6)Ζ1, 7)Ζ2 και 8)Ε5, για την πράξη της εσχάτης προδοσίας όλοι οι προαναφερόμενοι και επιπλέον ο μεν Ε6 για την πράξη της εκουσίας και εκ προθέσεως παράδοσης προς τον εχθρόν μεγάλων τμημάτων της παρ' αυτού διοικουμένης Στρατιάς Μικράς Ασίας και δια διαφόρων μέσων πρόκλησης της απέναντι του εχθρού φυγής μεγάλων τμημάτων του στρατεύματος και παρεμπόδισης της ανασυνάθροισης αυτής, οι δε λοιποί επτά συγκατηγορούμενοι του προαναφερομένου ως ηθικού αυτουργού στην εν λόγω αξιόποινη πράξη του και επιβλήθηκε στους μεν Ε6, Ε2, Ε3, Ε1, Ε5 και Ε4, η ποινή θανάτου, η οποία εκτελέσθηκε την ίδια ημέρα (15-11-1922), στους δε Ζ2 και Ζ1 η ποινή των ισοβίων δεσμών. Για την ανωτέρω δίκη δεν προσκομίστηκαν τα επίσημα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου εκείνου, αλλά μόνο η απόφαση του, στο συνοπτικό σκεπτικό της οποίας δεν γίνεται αναφορά των αποδεικτικών μέσων που λήφθησαν υπόψη για να καταλήξει το Δικαστήριο στην καταδικαστική ως άνω απόφασή του. Με την κρινόμενη αίτηση προσκομίζονται, ως νέα αποδεικτικά στοιχεία, τα ακόλουθα έγγραφα (σε αντίγραφα): 1) η από 3-2-1929 επιστολή του τότε Προθυπουργού της Ελλάδος Π1 προς τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως και αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Π2, σε απάντηση προηγούμενης δικής του επιστολής, στην οποία αναφέρονται, κατά πιστή μεταφορά τα εξής: "Κύριε Πρόεδρε, ευχαρίστως απαντώ εις την επιστολήν σας, ήτις νομίζω, ότι ανοίγει την οδόν δια μίαν ειλικρινή εξήγησιν. Είμαι ευτυχής ότι αναγνωρίζετε την διαφοράν αντιλήψεων, ήτις δεν ημπορεί παρά νά χωρίζη τά δημοκρατικά κόμματα από το Λαϊκόν ως προς την εκτίμησιν του έργου της 'Επαναστάσεως του 1922 και τών αρχηγών αυτής. Η διαφορά αύτη τών αντιλήψεων εξηγεί δια τί, εν τη εκτιμήσει του έργου της επαναστάσεως εκείνης, παραμερίζομεν τα σφάλματα αυτής σφάλματα αναπότρεπτα από πάσαν επανάστασιν δια να ενθυμούμεθα πάντοτε τας μεγάλας υπηρεσίας τα οποίας, κατά την αντίληψιν του δημοκρατικού κόσμου, προσέφερεν αύτη εις την χώραν κυρίως δια της εις τόσον βραχύ διάστημα χρόνου ανασυγκροτήσεως του στρατού, του οποίου η παρουσία παρά τον Έβρον επέστρεψεν εις την χώραν να συνάψη εις Λωζάνην έντιμον ειρήνην. Αλλ' η εκτίμησις του δημοκρατικού κόσμου προς τους αρχηγούς της Επαναστάσεως εκείνης δεν πρέπει να υποθέτετε ότι αποτελεί εκ μέρους ημών επιβραύευσιν των εν λόγω σφαλμάτων. Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγείται της πολιτικής ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσίαν κατά της πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την μικρασιατικήν καταστροφήν Δύναμαι μάλιστα να σας βεβαιώσω, ότι το επ' εμοί πιστεύω ακραδάντως, ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των ωδήγει την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον. Πιστεύομεν μόνον ότι η ακολοθουθείσα μετά το 1920 πολιτική, εις την οποίαν παρέσυρεν αυτούς η πέραν του προσήκοντος μέτρου προσήλωσίς των εις την δυναστείαν, υπήρξεν ολεθρία δια τα συμφέροντα της χώρας. Αλλ' οσονδήποτε βαρεία και αν ήτο η ευθύνη αυτών δια την ακολουθηθείσαν πολιτικήν ουδείς ηδύνατο υπό ομαλάς περιστάσεις να σκεφθή, ότι το σφάλμα αυτών ηδύνατο να τιμωρηθή δια της τρομεράς ποινής του θανάτου. Η διαφορά όμως ημών από το Λαϊκόν κόμμα είναι ότι ενώ τούτο θεωρεί την δίκην και τας επακολουθήσασας αυτήν, ατυχώς, εκτελέσεις ως έγκλημα, και δη ως έγκλημα ατιμάζον τους αρχηγούς της Επαναστάσεως, στερούν αυτούς της ακεραίας ασκήσεως των πολιτικών δικαιωμάτων των και εξαλείφουν τας μεγάλας υπηρεσίας, τα οποίας ούτοι προσέφερον εις την χώραν, η κρίσις ημών είναι εντελώς διάφορος. Όταν επαναχθή τις δια της φαντασίας εις την εποχήν του φθινοπώρου του 1922 και αναλογιστεί την ψυχολογικήν κατάστασιν εις την οποίαν περιήχθησαν, όχι απλώς οι αρχηγοί της Επαναστάσεως, αλλ' ολόκληρος σχεδόν ο ελληνικός λαός, ενώπιον του τραγικού θεάματος της καθημερινής αφίξεως των λειψάνων του καταστραφέντος στρατού και των μυριάδων του προσφυγικού πληθυσμού και ενώπιον της εκριζώσεως ενός μεγάλου τμήματος του έθνους από τους πατροπαραδότους εστίας του, θα εννοήση πως η δύναμις των πραγμάτων υπήρξεν ισχυροτέρα των πρώτων σκέψεων της επαναστάσεως όπως παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι ως υπαίτιοι της καταστροφής ενώπιον της Εθνικής Συνελεύσεως. Όταν επί πλέον ληφθή υπ' όψιν ότι οι αρχηγοί της Επαναστάσεως επίστευον ειλικρινώς, ότι άνευ της τρομεράς εκείνης τιμωρίας την οποίαν ουδέν ομαλόν καθεστώς ηδύνατο να διανοηθή δεν ήτο δυνατόν να ανασυγκροτήσουν τον διαλυθέντα μετά την μικρασιατικήν καταστροφήν στρατόν, άνευ της ταχείας ανασυγκροτήσεως του οποίου εκινδυνεύομεν να χάσωμεν τας βορείους επαρχίας της Ελλάδος, θα εννοήσετε καλώς, διατί η προς τους αρχηγούς της επαναστάσεως εκείνης εκτίμησις του δημοκρατικού κόσμου είναι τόσον ριζικώς αντίθετος προς την ιδικήν σας.
Ελπίζω, κύριε Πρόεδρε, η ειλικρινής αυτή εξήγησις να συντελέση όπως οριστικώς γεφυρωθή το χάσμα το οποίον εχώρισε τόσον βαθέως την χώραν. Και μετά την μικρασιατικήν καταστροφήν δύνανται ακόμη να ανατείλουν δια την Ελλάδα ευτυχείς ημέραι. Εάν, μετά τας ειλικρινείς αυτάς εξηγήσεις, συνεχίσωμεν την εργασίαν, εις την οποίαν μετά την ανασυγκρότησιν της Οικουμενικής κυβερνήσεως επιδόθησαν τόσον αξιεπαίνως όλα τα πολιτικά κόμματα της χώρας τα οποία καίπερ διατηρούντα έκαστον τας διαφόρους αντιλήψεις του ως προς τον καλλίτερον τρόπον παρασκευής ευτυχεστέρου πίστεως αυτών ότι η Ελλάς δεν δύναται να προαχθή, παρά μόνον υπό την ανόθευτον λειτουργίαν του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος ημπορούμεν να είμεθα βέβαιοι ότι θα ανατείλουν ευτυχείς και πάλιν δια την χώραν ημέραι. Παρακαλώ, κύριε Πρόεδρε, να πιστεύσητε εις την βεβαίωσιν της εξαιρέτου προς υμάς τιμής".
Αθήναι 3 Φεβρουαρίου 1929 Π1".
2) Τα πρακτικά συνεδριάσεως της Βουλής των Ελλήνων κατά τη συνεδρίαση της 31-3-1932, όπου περιέχονται δηλώσεις στη Βουλή του τότε Πρωθυπουργού Π1, ο οποίος, μεταξύ των άλλων, δήλωσε τα εξής: "Κύριε αρχηγέ του Λαϊκού κόμματος ... πρέπει να σας είπω ένα πράγμα, βέβαιον είναι ότι από τους ανθρώπους εκείνους επί των οποίων εγένετο η εκτέλεσις της αποφάσεως του στρατοδικείου ο αδικώτερον τουφεκισθείς ήτο ο Ε1. Φοβούμαι ότι η καταδίκη του και η εκτέλεσίς του ωφείλετο σαφώς εις μίαν ανδρικήν πράξιν, την οποίαν έκαμε εις το να προτιμήσει να κόψει χαρτονομίσματα εις δύο, παρά ν' αρχίσει να εκτυπώνη χαρτονομίσματα και να καταντήση την δραχμήν εις την τύχην του μάρκου. Θεωρώ ότι σπανίως προσεφέρθη τόση μεγάλη υπηρεσία εις μίαν χώραν, από εκείνην την οποίαν προσέφερε τότε ο Ε1".
3)Τα πρακτικά συνεδριάσεως της Βουλής των Ελλήνων κατά τη συνεδρίαση της 1-4-1932, όπου περιέχονται, επίσης, δηλώσεις στη Βουλή του Π1, ο οποίος μεταξύ άλλων, δήλωσε τα εξής: "Σας λέγω λοιπόν πώς είναι δυνατόν νά έχετε την ιδέα ότι είτε αύριον, είτε μεθαύριον, είτε και σε πέντε σε δέκα χρόνια όπως είπον και χθες, θά δεχθώμεν εμείς ότι οί άνθρωποι της επαναστάσεως του 1922 επειδή έπραξαν κα σφάλματα και έγκλημα αν θέλετε κατά την δικήν σας αντίληψιν, ότι αυτοί, οί άνθρωποι δεν έχουν τά αυτά δικαιώματα με όλους ημάς εις την Ελληνικήν Πολιτείαν, ότι οι άνθρωποι αυτοί θά εθεωρούντο μειωμένοι και ηθικώς και πολιτικώς, ώστε ούτε Υπουργοί νά γίνουν ούτε νά είναι ανεκτοί νά κατέχουν ανωτάτας θέσεις εις την ιεραρχίαν είτε την πολιτικήν είτε την στρατιωτικήν; Βλέπετε ημάς προθύμως ερχόμενους προς το μέρος σας διά της αναγνωρίσεως ότι το ηθικόν των θανατωθέντων δεν τίθεται υπό αμφισβήτησιν από τον πολιτικόν τουλάχιστον κόσμον, διατί δεν έρχεσθε και σεις εις βοήθειάν μας| αναγνωρίζοντες ότι βέβαια ξέρετε και σφάλματα και εγκλήματα γίνονται κατά τάς επαναστάσεις, άλλα είσθε διατεθειμένοι να τα λησμονήσετε, διότι δεν αμφισβητήτε τα ευγενή αισθήματα, από τα οποία ωδηγήθησαν οι άνθρωποι αυτοί ... Και διατί θεωρείτε ότι είναι τόσον μεγάλον πράγμα αυτό πού σας ζητώ. να λησμονηθούν οι νεκροί επιτέλους και όπως είπον χθές ας μείνει εν μικρόν τμήμα υπό τον Διευθυντήν της "Καθημερινής" ο όποιος είπεν, το είπεν αυτός, με την ψυχήν του αφοσιωμένος εις το παρελθόν, οι οποίοι να ζήσουν μέχρι τέλους του βίου των με αυτήν την ανάμνησιν, αλλά το άλλο κόμμα τό λαϊκόν να φύγη από τας αναμνήσεις αύτάς "διότι έχομεν καθήκον να λησμονήσωμεν πολλά πράγματα και τους νεκρούς, οι οποίοι βέβαια εστερήθησαν τήν ζωήν των κατά εντελώς άνομον τρόπον", αλλά και τας χιλιάδας εκείνας των νεκρών, ώς προς τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξη τουλάχιστον καμμία αμφιβολία, ότι δεν διέπραξαν κανένα σφάλμα μεταβάντες να πολεμήσουν και να χάσουν την ζωήν των άδικα".
4) τα πρακτικά συνεδρίασης ΡΛΖ' του Ελληνικού Κοινοβουλίου στις 2.2.1925, που περιέχουν την αγόρευση του αντιστρατήγου Σ1, ο οποίος, σημειωτέον, διετέλεσε πρόεδρος της Ανακριτικής Επιτροπής, που παρέπεμψε σε δίκη τους ανωτέρω οκτώ άνδρες. Στην ως άνω αγόρευση περιέχεται και η ακόλουθη δήλωση αυτού: "Η επανάστασις του 1922 υπήρξε μία επανάστασις ιδεολόγων, η οποία κατέληξε εις την σκληράν απόφαση της θανατικής καταδίκης ίνα χρησιμεύσει το αίμα εκείνο προς νέαν αναδημιουργίαν. Εξ όσων όμως ελέχθησαν διαφαίνεται ότι το αίμα εκείνο έρρευσεν επί ματαίω".
5) τις υπ' αριθ. 78 έως 84 σελίδες του Βιβλίου "Επιχειρήσεις εις Θράκην 1919-1923" Έκδοσης Αρχείου ΔΙΣ και ειδικότερα του Κεφαλαίου V με τον τίτλο "Αποχώρησις του Ελληνικού Στρατού εκ Μικράς Ασίας".
6) τα πρακτικά συνεδρίασης της Βουλής των Ελλήνων στις 24.3.1924 (σελίδες 656-657), όπου έχει καταχωρηθεί συζήτηση μεταξύ των Π3 και Π1 για την αναθεώρηση των δικών που έγιναν κατά την διάρκεια της Επαναστάσεως (1922) και ειδικότερα περιλαμβάνεται η υπόμνηση εκ μέρους του Π3 του γενομένου εξής διαλόγου (ερώτηση - απάντηση) μεταξύ των Π4 και Π1: "Κύριε Πρωθυπουργέ, αφού αναιρείτε πράξεις της Επαναστάσεως, πρέπει να αναθεωρήσητε και τας δίκας" (ερώτηση Π4), και "Πώς θέλετε υλικώς να αναστήσω νεκρούς;" (απάντηση Π1).
7) το από 14.9.1923 χωρίς διαβάθμιση έγγραφο του Προέδρου της Ανακριτικής Επιτροπής Επιχειρήσεων Μικράς Ασίας Ρ1 προς "τον Κον Αρχηγόν της Επαναστάσεως".
8) το από 18.10.1923 με αριθμό εμπιστευτικού 285 έγγραφο του πιο πάνω προέδρου της ίδιας Επιτροπής, απευθυνόμενο ομοίως προς τον "Κον Αρχηγόν της Επαναστάσεως". Στα ανωτέρω δύο έγγραφα του Ρ1 γίνεται μνεία ότι διαπιστώθηκε έλλειψη επαρκών εγγράφων στοιχείων "επί σημείων τινών σχετικών προς την διεξαγωγήν της τελευταίας φάσεως των εν Μ. Ασία Επιχειρήσεων" και υποβάλλονται ειδικώτερα ερωτήματα στον ίδιο τον Αρχηγό της Επαναστάσεως, χωρίς να προκύπτει από τη δικογραφία αν δόθηκε απάντηση επί των εν λόγω ερωτημάτων. Και 9) Ακριβές φωτοαντίγραφο των σελίδων 78-84 του Βιβλίου "Επιχειρήσεις εις Θράκην (1919-1923) του τότε Αρχηγείου Στρατού, της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (έκδ. 1969), με το ακόλουθο περιεχόμενο: "ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ V ΑΠΟΧΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΕΚ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ Ο Όγκος της Μικρασιατικής Στρατιάς μεταφέρεται εις Χίον και Μυτιλήνην.
66. Μετά τους υπόχωρητικούς αγώνας του Νοτίου Συγκροτήματος Μεραρχιών κατά το 2ον δεκαπενθήμερον του Αυγούστου 1922, από του Άφιόν Καραχισάρ προς Σμύρνην, τα Α' και Β' Σώματα Στρατού συνεκεντρώθησαν εις τον λιμένα του Τσεσμέ προς μεταφοράν εις τας νήσους του Αιγαίου. Προηγήθη η επιβίβασις του Β' Σώματος Στρατού (IX, V, VII Μεραρχίας) συντελεσθείσα καθ' όλην την ημέραν της 31ης Αυγούστου. Μετά της XII Μεραρχίας επεβιβάσθη και η IV Μεραρχία του Α' Σώματος Στρατού. Ηκολούθησεν η επιβίβασις των Μεταγωγικών και Σχηματισμών του Α' Σώματος περατωθείσα την πρωΐαν της 1ης Σεπτεμβρίου.
Εν τω μεταξύ αι II και VII Μεραρχίαι του Α' Σώματος Στρατού κατέλαβον γραμμήν αντιστάσεως επί του ... προς προστασίαν της επιβιβάσεως.
Ο όγκος της Μεραρχίας Ιππικού επεβιβάσθη των πλοίων εις Τσεσμέ το απόγευμα της 1ης Σεπτεμβρίου και απέπλευσε δια Πειραιά, όπου αφίχθη την 2αν Σεπτεμβρίου και εστρατοπέδευσεν εις Αθήνας. Το 3ον Σύνταγμα Ιππικού επεβιβάσθη των πλοίων την 2αν Σεπτεμβρίου και απέπλευσεν εκ Τσεσμέ δια Χίον και εκείθεν εις Πειραιά συγκεντρωθείσης ούτω εις Αθήνας ολοκλήρου της Μεραρχίας Ιππικού πλην της επιλαρχίας ..., ήτις ηκολούθησε το Γ' Σώμα μεταφερθεισα εκ Μ. Ασίας εις Ραιδεστόν.
Την 06.00 της 2ας Σεπτεμβρίου η VII Μεραρχία έφθασεν εις Τσεσμέ και προέβη εις την επιβίβασιν των τμημάτων της. Εν συνεχεία επεβιβάσθη η XIII Μεραρχία περί την 1100 και ταύτην ηκολούθησεν η II Μεραρχία (πλην του αποσπάσματος του Συνταγματάρχου Γ1), όπερ παρέμεινεν τελευταίον δια την κάλυψιν της επιβιβάσεως.
Την ιδίαν ήμέραν ανεχώρησεν εκ Τσεσμέ, όπου είχε μεταφέρει το Στρατηγείον του εκ Σμύρνης μεταβαίνων εις Ραιδεστόν και ο νεοδιορισθείς Αρχιστράτηγος .... μετά του επιτελείου του.
Την 01.15 της 3ης Σεπτεμβρίου 1922 υπό την προστασίαν των πυρών του στόλου επεβιβάσθησαν των πλοίων τα τμήματα του τελευταίου επί της Ερυθραίας προκαλυπτικού αποσπάσματος και μετ' αυτού ο Διοικητής τούτου Αντισυνταγματάρχης Γ1 μετά του Μητροπολίτου Τσεσμέ. Ο Ελληνικός Στρατός εγκατέλειπε την Μικράν Ασίαν και μαζί με αυτόν μέρος του διασωθέντος Ελληνικού πληθυσμού εγκατέλειπε την πατρώαν γήν.
Κατά το διάστημα μεταξύ 31ης Αυγούστου και 1ης Σεπτεμβρίου 1922 μετεφέρθησαν εις τάς νήσους του Αρχιπελάγους τα κάτωθι τμήματα άτινα εγκατεστάθησαν προσωρινώς ως ακολούθως:
Β' Σώμα Στρατού (Στρατηγείον): Διοικητής Σώματος Συνταγματάρχης Πεζικού .... Εγκατεστάθη εν Χίω επί του επί της κεντρικής πλατείας κτιρίου της Νομαρχίας. Εν τη πόλει επίσης εστάθμευσαν οι Β' Λόχος Στρατηγείου, Β' Λόχος Τηλεγραφητών, Β' Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού (άνευ πυροβόλων) .....
IV Μεραρχία: Διοικητής Συνταγματάρχης Πεζικού ... εις χωρία Καταρράκτης (12 χιλ. Ν. Χίου) και Αφαλέρ.
V Μεραρχία: Διοικητής Συνταγματάρχης Πεζικού ..., χωρίον Καλλιμασιά (8 χιλιόμετρα Ν. Χίου), ένθα και το Στρατηγείον της και εις χωρίον Νεοχώρι.
IX Μεραρχία: Διοικητής Συνταγματάρχης .... 500 μέτρα ανατολικώς χωρίου Βασιλειώνικου (6 χιλιόμετρα νοτίως Χίου).
XII Μεραρχία: Διοικητής από 1ης Σεπτεμβρίου ο Συνταγματάρχης ... αντί του ομοιοβάθμου του ... μετατεθέντος εις το εν Ανατολική Θράκη Δ' Σώμα Στρατού.
Εν Χίω επίσης εγκατεστάθησαν αποβιβασθείσαι μεταξύ 1ης και 2ας Σεπτεμβρίου αι υπό το Α' Σώμα Στρατού υπαγόμεναι Μεραρχίαι.
XIII Μεραρχία (εντός της πόλεως) με Διοικητήν τον Συνταγματάρχην .... Η ανωτέρω Μεραρχία διετάχθη υπό της Στρατιάς να μεταβή εις Μυτιλήνην αλλά Ο Διοικητής της όλως αυτοβούλως την κατηύθυνεν εις Χίον.
VII Μεραρχία: Διοικητής Συνταγματάρχης Πεζικού ... Εγκατεστάθη εις την Νοτίαν παρυφήν της πόλεως.
Ι Μεραρχία: Διοικητής Συνταγματάρχης Πεζικού ... συνεκεντρώθη εντός της πόλεως.
Εν συνεχεία, η Ι Μεραρχία (3 χιλιόμετρα βορείως της πόλεως) καθώς και πολλοί σχηματισμοί και υπηρεσίαι (βάσεως), Επιμελητείας, Αυτοκινήτων κ.λπ. της Στρατιάς.
67. Εν Μυτιλήνη απεβιβάσθησαν κατά το ως άνω χρονικόν διάστημα-Επιτελείον Νοτίου Συγκροτήματος Από τον Στρατηγόν ... .
-Επιτελείον Α' Σώματος Στρατού μεθ' ολοκλήρου της Π Μεραρχίας (Συνταγματάρχης ...), και Η Ανεξάρτητος Μεραρχία (Συντ/ρχης ...) προερχομένη εκ Ντικελή.
Μέχρι της 3ης Σεπτεμβρίου επερατώθη η συγκέντρωσις των Μονάδων του Νοτίου Συγκροτήματος και των Ανεξαρτήτων Μονάδων της Στρατιάς εις τάς νήσους του Αρχιπελάγους.
Αι μεταφερθείσαι εις τάς νήσους Χίον και Μυτιλήνην Ελληνικαί Δυνάμεις ήσαν:
IV Μεραρχία - Αξιωματικοί 136, οπλίται 197, κτήνη 266
V Μεραρχία - Αξιωματικοί 204, οπλίται 3000, κτήνη 1212
VII Μεραρχία - Αξιωματικοί 240, οπλίται 6500, κτήνη 2800, Πυροβόλα ορειβατικά 11, πολυβόλα 48
XIΙ Μεραρχία - Αξιωματικοί 155, οπλίται 2200, κτήνη 1010, Πυροβόλα ορειβατικά 15, πολυβόλα 15
Δια τάς υπολοίπους Μεραρχίας (Ι, IX, XIIΙ και Μεραρχίαν Ιππικού) δεν υπάρχουσι στοιχεία. Ο Ελληνικός Στρατός εγκατέλειψεν επί του Μικρασιατικού εδάφους ολόκληρον το βαρύ και πεδινόν πυροβολικόν του, μέρος του ορειβατικού πυροβολικού και μεγίστην ποσότητα υλικών και εφοδίων (3).
Τα εις Χίον και Μυτιλήνην αποβιβαζόμενα τμήματα κατηυθύνοντο εις τα περί την πόλιν χωρία δια την ανετωτέραν εν αυτοίς διανομήν και ανασυγκρότησίν των, κυρίως όμως δια την προφύλαξίν των από την φθοροποιόν επίδρασιν των φυγάδων.
Εκ παραλλήλου κατόπιν συντόνων προσπαθειών των Στρατιωτικών Διοικήσεων επετεύχθη Η παρασκευή αρκετών ποσοτήτων άρτου, εξησφαλίσθησαν άλλα τινά τρόφιμα και εξευρέθησαν τα μεταφορικά μέσα δια την εις τα χωρία, εις ά διέμεναν τα Στρατιωτικά τμήματα, μεταφοράν των.
68. Η αποχώρηση της Ανεξαρτήτου Μεραρχίας εκ Μ. Ασίας υπενθυμίζει την κάθοδον των Μυρίων, διότι, καίτοι απεκόπη παντός συνδέσμου μετά των άλλων φιλίων τμημάτων, τελείως μεμονωμένη από της 19ης Αυγούστου, επέτυχε να διανύση άνω των 600 χιλιομέτρων, βαδίζουσα επί 18 ημέρας και αγωνιζομένη κατά διαφόρων τακτικών και άτακτων δυνάμεων του εχθρού. Διαθέτουσα μόνον δύο Συντάγματα τα 51ον και 53ον Πεζικού, ακολουθούμενη και από 4 χιλιάδας πρόσφυγας κατώρθωσε να φθάση εις Ντικελή ακολουθήσασα το δρομολόγιον Τσεντίνζ - Σιμάβ - Σεντουργή - Γκελεμπέ - Κιρκαγάτς - Σόμα - Πέργαμος - Ντικελή. Η Μεραρχία εκ Ντικελή Αποβιβασθείσα εις Μυτιλήνην επανέφερεν αμέσως την τάξιν, οι απείθαρχοι οπλίται αφοπλίσθησαν και οι κάτοικοι της νήσου ανέκτησαν το θάρρος των και επανέλαβαν τάς εργασίας των, ως περαιτέρω εκτίθεται.
Από της 4ης Σεπτεμβρίου ήρξατο η επιβίβασις της Μεραρχίας δια την μεταφοράν εις Θεσσαλονίκην, επί διατεθέντων ατμόπλοιων, περατωθείσα την 8ην (ιδίου μηνός). Εν Θεσσαλονίκη τα τμήματα εστάθμευσαν εις Αγίαν Παρασκευήν και στρατώνας Πεδίου 'Αρεως και επέβαλαν την τάξιν εις ολόκληρον την πόλιν. Την 4ην Σεπτεμβρίου παρέδωκαν εις το έμπεδον VΙ Μεραρχίας τους προς απόλυσιν εφέδρους και παρέμεινεν δύναμις 3210 οπλιτών. Εν συνεχεία ήρξατο δραστήρια η αναδιοργάνωσις των τμημάτων αυτής. Την 21ην, η Μεραρχία μετεφέρθη σιδηροδρομικώς εκ Θεσσαλονίκης εις Θράκην, Λουλέ Μπουργκάς και κατηυλίσθη εις χώρον Τσιφλίκ Κιοϊ - Λουλέ Μπουργκάς.
Την 2αν 'Οκτωβρίου επανήλθεν εις την Μεραρχίαν το εις την διάθεσιν III Μεραρχίας 52ον Σύνταγμα Πεζικού και κατόπιν της διαταχθείσης εκκενώσεως της ανατολικής Θράκης, δια συνεχών πορειών Από της 7ης 'Οκτωβρίου μέχρι 13ης Οκτωβρίου συνεκεντρώθη εις Φερετζίκ υπό την Διοίκησιν του Συνταγματάρχου Πεζικού .... Εν Σέρραις εδέχθη και τα ελάχιστα υπολείμματα ανδρών και στελεχών της XII Μεραρχίας και μετωνομάσθη εις XII Μεραρχίαν. Η Κυβέρνησις Ε1 είχε διατάξει, όπως εκτός του Γ' Σώματος Στρατού, όπερ μετεφέρθη εις Θράκην απ' ευθείας εκ Μ. Ασίας, μεταφερθώσιν επίσης εις Θράκην και αι εις Χίον και Μυτιλήνην αποβιβασθείσαι μονάδες και τούτο μετά την αποκατάστασιν της τάξεως εις τάς νήσους. Την Κυβέρνησιν Ε1 παραιτηθείσαν την 24ην Αυγούστου διεδέχθη η Κυβέρνησις Π6 την 28ην του ίδίου μηνός. Και της Κυβερνήσεως ταύτης η προσοχή εστράφη προς την συγκέντρωσιν και ανασυγκρότησιν του Στρατού.
Η εν Χίω και Μυτιλήνη δημιουργηθείσα κατάστασις.
69.Η παρουσιαζόμενη εν Χίω κατάστασις ήτο οικτρά από πάσης πλευράς. Η πόλις κατεκλύζετο από ικανάς χιλιάδας φυγάδων οπλιτών, κατά το πλείστον αόπλων, ασκόπως περιφερόμενων εις τάς οδούς, Ή κοιμωμένων εις τάς πλατείας και τα πεζοδρόμια. Την πείναν των αντιμετώπιζον, όπως έκαστος ηδύνατο, ζητούντες συνήθως άρτον από τους κατοίκους.
Η εμφάνισις του Κράτους συνίστατο από την ευάριθμον φρουράν της Στρατιωτικής Διοικήσεως και τους ολίγους χωροφύλακας, αδυνατούντας να επιβάλωσι την τάξιν. Υπήρχον επίσης Αξιωματικοί ακάρπως μοχθούντες δια την εκτέλεσιν διδομένων πρός αυτούς διαταγών.
Ένοπλοι φυγάδες, ων αρκετοί αντί στρατιωτικού πηλικίου έφερον και εν Χίω ακόμη τουρκικά σαρίκια, βλοσυροί και αρειμάνιοι περιέτρεχον την πόλιν κατά την νύκτα τρομοκρατούντες τους κατοίκους και διαπράττοντες διαρπαγάς και ληστείας. Ομάς τοιούτων φυγάδων, ωπλισμένων επιπροσθέτως με μαχαίρας και σπάθας (γιαταγάνια), είχον εγκατασταθή εν υπαίθρω εις την κεντρικήν πλατείαν της πόλεως χαρτοπαίζοντες υπό τα όμματα του κατάπληκτου κοινού. Εις την χαρτοπαιξίαν των παρέσυραν και τους αφελέστερους τους οποίους κυριολεκτικώς ελεηλάτουν. Άμα ως απεβιβάσθη εις Χίον το πρώτον συντεταγμένον τμήμα εκ του 25ου Συντάγματος Πεζικού δυνάμεως, 300 ανδρών, ο Διοικητής αυτού Αντισυνταγματάρχης ... διετάχθη υπό του Διοικητού της Στρατιωτικής Διοικήσεως, όπως επιβάλη εν τη πόλει την τάξιν.
Ο εν λόγω Αντισυνταγματάρχης τεθεις επικεφαλής λόχου μετέβη εις την πλατείαν και εκάλεσε τους χαρτοπαίζοντας φυγάδας και ληστάς να διαλυθούν και να φύγουν. Απειλητικοί ούτοι ανέλαβον τα όπλα των και απεπειράθησαν να αντιταχθούν. Ο εν ακροβολισμώ λόχος δια παραγγέλματος του Διοικητού του Συντάγματος έβαλε κατ' αυτών δια πυκνού πυρός και εφόνευσε τινάς εξ αυτών προς μεγίστην ανακούφισιν του κοινού και ικανοποίησιν των κατηγανακτισμένων ανδρών του λόχου. Οι διασωθέντες εγκαταλείψαντες επί τόπου τάς μαχαίρας, τα παιγνιόχαρτα και τα εκ Μ. Ασίας λάφυρά των, εξηφανίσθησαν.
Παρομοία κατάστασις επαρουσιάζετο εν Μυτιλήνη. Πολλαί χιλιάδες οπλίται των Μετόπισθεν Υπηρεσιών της Στρατιάς, αίτινες είχον αποβιβασθή εκεί, εγκαταλείψαντες τάς μονάδας των προέβαινον εις διαφόρους μικροαρπαγάς και ασχημίας, τρομοκρατούντες ούτω την πόλιν. Είχον καταφύγει πολλοί αξιωματικοί εν Μυτιλήνη αλλά ούτοι μη διοικούντες συγκεκροτημένον τμήμα ηδυνάτουν να επιβληθώσι των ταραξιών, οι όποιοι είχον παύσει να σέβωνται πλέον τους Αξιωματικούς των.
Αι Αρχαί Μυτιλήνης είχον διαταγάς της Κυβερνήσεως, ότι όσα στρατεύματα διήρχοντο εκείθεν έδει να αποβιβάζωνται. Τα πρώτα όμως καταφθάσαντα ατμόπλοια ήσαν πλήρη επαναστατημένου και εν διαλύσει στρατού. Τα στρατεύματα αυτά δεν ήθελον να αποβιβασθώσιν, αλλά να εξακολουθήσωσι τον πλουν προς Πειραιά. Εξεδήλουν την απόφασίν των μετά ύβρεων κατά της Κυβερνήσεως, του Στρατιωτικού Διοικητού υπό στρατηγού ..., του Γενικού Διοικητού της νήσου ... και των αρχών εν γένει, εδονείτο δε η ατμόσφαιρα εκ των φωνών και των πυροβολισμών. Παρά την παρέμβασιν των αρχών, όπως αποβιβασθώσι τα άτακτα ταύτα στίφη έμενον ανένδοτα, απεβιβάσθησαν όμως οι εκ Λέσβου καταγόμενοι οπλίται. Τελικώς επέτυχον τρομοκρατούντες τα πληρώματα να εξαναγκάσουν τους πλοιάρχους των πλοίων υπό την απειλήν των όπλων να κατευθυνθούν εις Πειραιά.
Τα ατμόπλοια ταύτα έφθασαν εις Σαλαμίνα, ένθα ο υπό παραίτησιν τότε Υπουργός των Ναυτικών Ε3 αυτοπροσώπως μεταβάς κατώρθωσε να αφοπλίση τους ενόπλους φυγάδας και να τους δώση απολυτήρια δια τας επαρχίας των.
Εις Μυτιλήνην κατέπλευσαν και άλλα ατμόπλοια με αναρχούμενα στρατεύματα. Αι αρχαί κατώρθωσαν να πείσωσιν αυτά να αποβιβασθώσιν εις Μυτιλήνην, όπου ετρομοκράτησαν κυριολεκτικώς την πόλιν, η οποία επανεύρε την ησυχίαν της μετά την άφιξιν συγκεκροτημένων τμημάτων κυρίως μετά την άφιξιν της Ανεξαρτήτου Μεραρχίας. Δια την επιβολήν της τάξεως ωρίσθη Φρούραρχος Μυτιλήνης ο Διοικητής του 53ου Συντάγματος Πεζικού της Ανεξαρτήτου Αντισυνταγματάρχης ... όστις επέτυχε τάχιστα να επαναφέρη την τάξιν εφαρμόζων αυστηρότατα μέτρα. Οι φυγάδες αφωπλίσθησαν, συνελήφθησαν οι εξ αυτών ταραξίαι και συνεκροτήθησαν προσωριναί μονάδες εις τας οποίας προσεκολλήθησαν δια μισθοδοσίαν τα ασύνταχτα πλήθη. Διετάχθη η κατά γράμμα εκτέλεσις των Στρατιωτικών Κανονισμών και δι' οργάνων του Φρουραρχείου ηλέγχετο η πιστή εφαρμογή των. Η έννοια του Κράτους απεκατεστάθη, οι πολίται ανέκτησαν το θάρρος των, τα καταστήματα ήνοιξαν και πάλιν, αι κρατικαί υπηρεσίαι επανέλαβον τας λόγω της αναρχίας διακοπείσας εργασίας των και όλοι ημιλλώντο να συνεισφέρουν τας υπηρεσίας των δια την ανασυγκρότησιν της κρατικής μηχανής. Αμέσως μετά την επιβολήν της τάξεως Ο ορισθεις Φρούραρχος Μυτιλήνης έσπευσε να επιστρέψη εις Ντικελή δια να παρακολούθηση την επιβίβασιν των τμημάτων της Ανεξαρτήτου Μεραρχίας και απεχώρησε μετά των τελευταίων τμημάτων των οπισθοφυλακών εις Μυτιλήνην.
70. Η είκών η οποία παρουσιάζετο εν Χίω και Μυτιλήνη από πλευράς αφικνουμένων προσφυγών ήτο οικτρά και απεριγράπτως χαώδης.
Ολόκληρος η προκυμαία ήτο κατάμεστος προσφύγων, θρηνούντων δια την καταστροφήν των και εν αλλαφροσύνη αναζητούντων μεταξύ του πλήθους τους αγνοουμένους συγγενείς των ιδία μετά κάθε άφιξιν ατμοπλοίου. Το πλήθος των προσφύγων απετέλουν προ παντός γυναίκες, παίδες κάτω των 15 ετών και γέροντες, καθ' όσον οι λοιποί, είτε εσφάγησαν, είτε εκρατήθησαν υπό των Τούρκων, ως όμηροι και εργάται ανοικοδομήσεως καταστραφεισών Τουρκικών πόλεων και χωρίων.
Διημερεύσαντες και διανυκτερεύσαντες επί ικανάς ημέρας εις το ύπαιθρον, πεινώντες και γυμνητεύοντες και υπό την επίδρασιν των μεγάλων συγκινήσεων, είχον εξουθενωθή ψυχικώς και σωματικώς. Δεν ήσαν εις θέσιν να λάβωσι πρωτοβουλίαν τινά δια την βελτίωσιν των συνθηκών της διαβιώσεώς των. Βόμβος Τούρκικου αεροπλάνου ιπταμένου εις μέγα ύψος και εις μεγάλην από της πόλεως απόστασιν εδημιούργει πανικόν εις τα πλήθη των προσφύγων, τρεπομένων εις φυγήν προς πάσαν κατεύθυνσιν. Η διατροφή αυτών υπό της εν Χίω Βάσεως καθίστατο προβληματική, μέγιστος δε επί πλέον κίνδυνος επιδημιών εκ της συγκεντρώσεως τόσον χιλιάδων προσφύγων και εκ της συνυπάρξεως χιλιάδων κτηνών του Στρατού κατά πληθωρικούς όρχους ανά τας οδούς και τας πλατείας της νήσου. Με την πάροδον των ημερών, κατέστη δυνατόν να ληφθώσιν υπέρ των άτυχων θυμάτων εκείνων μέτρα τινά επισιτισμού ως και των όρων της διαβιώσεώς των, έως ότου βραδύτερον μετεφέρθησαν εις Πειραιά και Αθήνας.
Εκ παραλλήλου σοβαρόν πρόβλημα προέκυψεν με τα εκφορτούμενα κτήνη του Στρατού, (ήσαν δε ταύτα τα εκλεκτότερα των εις Τσεσμέ διασωθέντων), διότι τα λοιπά εξετελέσθησαν εκεί δια να μη περιέλθουν εις τον εχθρόν. Ανεπιτήρητα και πεινώντα λόγω ελλείψεως νομής παρέμειναν εις τάς πλατείας της πόλεως παρουσιάζοντα οικτρόν θέαμα. Απεφασίσθη να ειδοποιηθούν οι κάτοικοι της νήσου να αναλάβουν και συντηρήσουν, όσα έκαστος ήθελε κτήνη του Στρατεύματος με την βεβαίωσιν ότι ταύτα θα εγίνοντο ιδιοκτησία των και ότι θα ημείβοντο λίαν ικανοποιητικώς. Τα παραληφθέντα υπό των χωρικών κτήνη συνετηρήθησαν και επέζησαν.
Συγκέντρωσις του Γ' Σώματος Στρατού εις Ραιδεστόν και ανασύνταξις του Στρατού.
71. Τα τελευταία τμήματα του Γ' Σώματος Στρατού, πλην της XI Μεραρχίας, μετά του μεγαλυτέρου μέρους του υλικού των, εγκατέλειψαν την Μ. Ασίαν την μεσημβρίαν της 5ης Σεπτεμβρίου. Απεβιβάσθησαν εις Ραιδεστόν και συνεκεντρώθησαν εις την περιοχήν αυτής έχοντα δύναμιν 60.000 ανδρών περίπου. Αι μονάδες του Γ' Σώματος Στρατού παρέμειναν εν αρχή πέριξ της πόλεως δι' ανάπαυσιν και ανασυγκρότησιν, μετά διήμερον δε ήρχισαν μετακινούμενοι, προς κατάληψιν των οριστικών των θέσεων εν Ανατολική Θράκη. Εκ τούτων :
-Η IIΙ Μεραρχία (πλην Μ. Από σπάσματος του 12ου Συντάγματος Πεζικού) κατέλαβε τον τομέα Τσαλτάτζης με έδραν διοικήσεως την Τυρολόην. Η Μεραρχία αύτη ήρξατο οχυρούσα την από Μπιγιάκ Χάν μέχρι Συληβρίας γραμμήν ήτοι των Αναστασιανών τειχών.
-Η Χ Μεραρχία κατέλαβε τον τομέα των Σαράντα Εκκλησιών με έδραν την πόλιν των Σαράντα Έκκλησιών, Το Μικτόν Απόσπασμα του 12ου Σ.Π. μετά Πεδινής Πυροβολαρχίας εγκατεστάθη εις τον ισθμόν της Χερσονήσου Καλλιπόλεως βορείως Μπουλαΐρ με έδραν το Εξαμύλιον. Το Απόσπασμα ήρξατο αμυντικώς οργανούμενον εις τα υψώματα βορείως του ισθμού της Χερσονήσου Καλλιπόλεως. Η Χερσόνησος αύτη κατείχετο υπό των Γάλλων.
-Η αφιχθείσα ολίγον βραδύτερον Ανεξάρτητος Μεραρχία συνεκεντρώθη περί τον Σιδηροδρομικόν Σταθμόν Αρκαδιουπόλεως.
-Το Στρατηγείον του Γ' Σώματος Στρατού, αι μη Μεραρχιακαί Μονάδες, ως και το 57ον Σύνταγμα Πεζικού εγκατεστάθησαν εις την περιοχήν Λουλέ Μπουργκάς.
72. Μετά την ανάληψιν της αρχής τής υπό τον Π6 Κυβερνήσεως και την ανάληψιν της Επιτελικής Υπηρεσίας υπό του Αντιστράτηγου ..., ελήφθησαν τα πρώτα μέτρα προς ανασύνταξιν του Στρατού. Μετά την μεταφοράν και συγκέντρωσιν των Από βιβασθέντων στρατευμάτων και υπηρεσιών του Νοτίου Συγκροτήματος και της Ανεξαρτήτου Μεραρχίας εις Χίον και Μυτιλήνην, ως και την μεταφοράν του Γ' Σώματος Στρατού και των Υπηρεσιών του εις Θράκην, διετάχθη κατά σειράν επείγοντος η άμεσος απόλυσις των εφέδρων ήτοι των οπλιτών των κλάσεων 1918 και παλαιοτέρων, μεταφερομένων εις την ζώνην του εσωτερικού. Εκ των τηρηθησομένων υπό τα όπλα κλάσεων 1919, 1920, 1921, 1922 απεφασίσθη, όπως οι άνδρες λάβωσι δεκαήμερον κανονικήν άδειαν εκ περιτροπής, ευθύς ως αι Μονάδες, εις ας θα ενετάσσοντο θα έφθανον εις τον τόπον του προορισμού των. Το έργον της μεταφοράς των Από λυομένων εις τάς εστίας των ήτο δυσχερέστατον, αφ' ενός μεν λόγω της ...".
Ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο τούτο γνώμη, από καλύφθηκαν μετά την οριστική καταδίκη του παππού του αιτούντος και των ειρημένων συγκατηγορουμένων του νέα, άγνωστα στους Δικαστές του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών που τους καταδίκασαν, γεγονότα και Από δείξεις, τα οποία, σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί στο εν λόγω Δικαστήριο, καθιστούν φανερό ότι οι ανωτέρω καταδικασθέντες (παππούς του αιτούντος και συγκατηγορούμενοί του) ήταν αθώοι των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων. Ο μεγάλος πολιτικός αντίπαλος των καταδικασθέντων και εκτελεσθέντων πολιτικών Π1, κυρίαρχη πολιτική προσωπικότητα στον Ελλαδικό χώρο, από το έτος 1909 μέχρι τον θάνατό του, με διεθνή ακτινοβολία και αναγνώριση, κατά την επάνοδό του στην ελληνική πολιτική σκηνή και κατά την πρωθυπουργία του κατά τα έτη 1929-1932, έχοντας πλέον, ενόψει των ανωτέρω, ακριβή και πλήρη γνώση των γεγονότων και των συνθηκών της Μικρασιατικής καταστροφής του 1922, προέβη στις προαναφερθείσες από καλυπτικές δηλώσεις και διαπιστώσεις, βασιζόμενες σε αντικειμενική γνώση των διαδραματισθέντων το θέρος του 1922 γεγονότων στο Μικρασιατικό μέτωπο, η ύπαρξη των οποίων, αν ήταν γνωστή στο καταδικάσαν άνω Δικαστήριο, δεν θα ήγετο στην έκδοση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής Από φάσεως. Ειδικότερα, ο τότε πρωθυπουργός Π1, στην από 3.2.1929 επιστολή του προς τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως και αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Π2, αναφέρει, μεταξύ άλλων, κατά πιστή μεταφορά, και τα εξής: "Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσίαν κατά της πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν καταστροφήν. Δύναμαι μάλιστα να σας βεβαιώσων, ότι το επ' εμοί πιστεύω ακραδάντως, ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των ωδήγει την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον". Επίσης, ο Π1 σε αγόρευσή του στη Βουλή κατά τη συνεδρίαση της 31.3.1932, αναφερόμενος ειδικότερο στον Ε1 δήλωσε, όπως προαναφέρθηκε, τα εξής: "Κύριε Αρχηγέ του Λαϊκού Κόμματος... πρέπει να σας είπω ένα πράγμα, βέβαιον είναι ότι από τους ανθρώπους εκείνους επί των οποίων εγένετο η εκτέλεσις της αποφάσεως του Στρατοδικείου ο αδικώτερον τουφεκισθείς ήτο ο Ε1. Φοβούμαι ότι η καταδίκη του και η εκτέλεσις του ωφείλετο σαφώς εις μίας ανδρικήν πράξιν, την οποία έκαμε εις το να προτιμήσει να κόψει χαρτονομίσματα εις δύο παρά ν'αρχίσει να εκτυπώνει χαρτονομίσματα και να καταντήσει την δραχμήν εις την τύχην του μάρκου. Θεωρώ ότι σπανίως προσεφέρθη τόση μεγάλη υπηρεσία εις μίαν χώραν, από εκείνην την οποία προσέφερε τότε ο Ε1", ενώ ο ίδιος (Π1) κατά τη συνεδρίαση της 1-4-1932 δήλωσε στη Βουλή, απευθυνόμενος προς όλους τους βουλευτές, μεταξύ άλλων και τα εξής: "... έχομεν καθήκον να λησμονήσωμεν πολλά πράγματα και τους νεκρούς (εννοώντας τους άνω εκτελεσθέντας), οι οποίοι βέβαια εστερήθηκαν την ζωή των κατά εντελώς άνομον τρόπον ...". Περαιτέρω, αξιοσημείωτο είναι ότι ο αντιστράτηγος Σ1, που ήταν Πρόεδρος της Ανακριτικής Επιτροπής, η οποία παρέπεμψε σε δίκη τους ειρημένους οκτώ κατηγορουμένους, σε αγόρευσή του στη Βουλή των Ελλήνων στις 2-2-1925 δήλωσε, όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, και ότι "η Επανάστασις του 1922 υπήρξε μία Επανάστασις Ιδεολόγων, η οποία κατέληξεν εις την σκληράν απόφασιν της θανατικής καταδίκης, ίνα χρησιμεύσει το αίμα εκείνο προς νέα αναδημιουργίαν. Εξ όσων όμως ελέχθησαν διαφαίνεται ότι το αίμα εκείνο έρρευσεν επί ματαίω". Εξάλλου και αναφορικά με τις αποδοθείσες στους κατηγορουμένους κατηγορίες: α) της εκ προθέσεώς τους παράδοσης εις τον εχθρόν αποθηκών πλήρων πολεμοφοδίων, όπλων, πυροβόλων και παντός άλλου πολεμικού υλικού, ανηκόντων εις την Επικράτεια (μέρους της κατηγορίας της εσχάτης προδοσίας που αποδόθηκε σε όλους τους κατηγορουμένους) και β) της εκ προθέσεως του Ε6 παράδοσης προς τον εχθρόν μεγάλων τμημάτων της παρ'αυτού διοικουμένης (ως αρχηγού-διοικητή) της Στρατιάς της Μικράς Ασίας και δια διαφόρων μέσων πρόκλησης της απέναντι του εχθρού φυγής μεγάλων τμημάτων στρατεύματος και παρεμπόδισης της ανασυνάθροισης αυτού (ως φυσικού αυτουργού της πράξης αυτής και των λοιπών επτά συγκατηγορουμένων του ως ηθικών αυτουργών αυτού στην εν λόγω αξιόποινη πράξη) από τα προαναφερόμενα και προσκομισθέντα στο Δικαστήριο αυτό έγγραφα και ειδικότερα από το τμήμα του προμνημονευομένου βιβλίου "Επιχειρήσεις εις Θράκην (1919-1923) του τότε Αρχηγείου Στρατού, προκύπτει ότι η μεταφορά των Μεραρχιών των Α' και Β' Σωμάτων Στρατού, μετά τους υποχωρητικούς αγώνες του Νοτίου Συγκροτήματος Μεραρχιών κατά το 2ο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου 1922, είτε προς τα νησιά του Αιγαίου, Χίο και Λέσβο (αναφέρεται ως Μυτιλήνη) είτε στη Ραιδεστό, έγινε μέσα στα πλαίσια που οι κρατούσες τότε περιστάσεις επέτρεπαν (τα μεταφορικά μέσα που διατίθενταν για τη μεταφορά συγχρόνως και των απερχομένων ακουσίων από την πατρώα γη αμάχων, ο αγώνας τους κατά διαφόρων τακτικών και ατάκτων δυνάμεων του εχθρού και στη συνέχεια η άμεση απόλυση των εφέδρων των κλάσεων 1918 και παλαιοτέρων), χωρίς εντεύθεν να μπορεί να αποδοθεί σε πρόθεση του τότε Αρχηγού της Ελληνικής Στρατιάς της Μικράς Ασίας Ε6 η εγκατάλειψη επί του Μικρασιατικού εδάφους των χρησιμοποιουμένων από τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις πυροβολικού και ποσοτήτων υλικών και εφοδίων με σκοπό να περιέλθουν αυτά στον εχθρό που μεταβλήθηκε από ηττημένο σε νικητή. Ούτε, επίσης, με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν μπορεί να αποδοθεί σ'αυτόν ότι εκ προθέσεως (και όχι συνεπεία τυχόν εσφαλμένων επιλογών του κατά την εκτέλεση των στρατιωτικών του καθηκόντων κατά τον κρίσιμο πιο πάνω χρόνο) προκάλεσε τη φυγή μεγάλων τμημάτων του στρατεύματος που διοικούσε απέναντι του εχθρού και επιπλέον παρεμπόδισε την ανασυνάθροιση αυτού. Συνακόλουθα, αφού δεν τελέσθηκε από το φερόμενο ως αυτουργό η ως άνω εγκληματική πράξη, οι λοιποί συγκατηγορούμενοί του (μεταξύ των οποίων και ο παππούς του αιτούντος) δεν μπορεί να είναι ηθικοί αυτουργοί της ίδιας εγκληματικής πράξης.
Κατά τη γνώμη, όμως, δύο μελών του Δικαστηρίου τούτου, των Αρεοπαγιτών Νικολάου Ζαΐρη και Κωνσταντίνου Φράγκου-εισηγητή, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως ουσία αβάσιμη. Τούτο, γιατί, σε σχέση με τους εκτιθέμενους σε αυτή (αίτηση) λόγους, πρέπει να σημειωθούν τα εξής, σε σχέση με όσα στοιχεία ο αιτών επικαλείται και τα οποία κατά τη γνώμη των μειοψηφούντων μελών, δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν τη βασιμότητα της αιτήσεως. Ειδικότερα, και σε αναφορά με τους προβαλλόμενους από τον αιτούντα τρεις πρώτους λόγους, πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Πράγματι, ο Π1, απέστειλε τις δύο, από Ιανουαρίου 1929 και από 3-2-1929, επιστολές του προς τον Αρχηγό του τότε Λαϊκού κόμματος και Αρχηγό της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως Π2, όπως και προέβη σε σχετικές δηλώσεις ενώπιον του Κοινοβουλίου κατά τις συνεδριάσεις της 31-3-1932 και 1-4-1932. Στις επιστολές και δηλώσεις του αυτές στη Βουλή των Ελλήνων, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, ο Π1 εξέφρασε την προσωπική του γνώμη και κρίση για τις εν λόγω θανατικές καταδίκες, και την εκτέλεση αυτών, για την πράξη της εσχάτης προδοσίας με πρόθεση για την οποία αυτοί καταδικάσθηκαν. Όμως, οι δηλώσεις και οι τοποθετήσεις αυτές του Π1, πέραν από το αναμφισβήτητο γεγονός του αυξημένου κύρους του, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας αποτελούν προσωπικές του κρίσεις και εκτιμήσεις και όχι νέα γεγονότα, ικανά να οδηγήσουν είτε μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα τα οποία είχαν τεθεί υπό την κρίση του Δικαστηρίου, που εξέδωσε την ως άνω καταδικαστική απόφαση στην παραδοχή της αιτήσεως. Οι ως άνω δηλώσεις του και συγκεκριμένα ότι ο ίδιος δεν θεωρεί, ότι οι καταδικασθέντες και εκτελεσθέντες ηγέτες και πολιτικοί του αντίπαλοι, λόγω της πολιτικής που ακολουθήθηκε μετά το 1920, διέπραξαν εθνική προδοσία κατά της Χώρας ή ότι εν γνώσει τους οδήγησαν τον τόπο στη Μικρασιατική καταστροφή και ότι στερήθηκαν τη ζωή τους κατά άνομο τρόπο, αυτές έγιναν σε πολύ μεταγενέστερο χρόνο και μάλιστα μετά 7-10 έτη αργότερα, ενώ είχαν καταλαγιάσει τα πολιτικά πάθη και είχε απομακρυνθεί, χωρίς, όμως, να περιοριστεί ο απόηχος της πρωτοφανούς μεγάλης εθνικής καταστροφής της Μ.Ασίας. Δηλαδή οι τοποθετήσεις του, με τις παραπάνω επιστολές που απηύθυνε προς τον Π2 και αντίστοιχα οι παραπάνω δηλώσεις του στη Βουλή, που επισυνέβησαν μετά πάροδο ικανού χρόνου, σε συνδυασμό με το σύνολο των επιχειρημάτων κατά τη διάρκεια σχετικών διαλόγων στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, χωρίς να προκύπτουν γεγονότα σχετικά είτε με την αποδυνάμωση του κατηγορητηρίου, είτε με την άδικη καταδίκη και το δόλο των εκτελεσθέντων, συνάγεται ότι αυτές συνιστούν αναμφισβήτητα πολιτικές κρίσεις ενός πολιτικού ανδρός και ότι έγιναν στο πνεύμα "κατασιγάσεως των πολιτικών παθών και συμφιλιώσεως του λαού". Δεν πρέπει να παροραθεί το γεγονός ότι για το ζήτημα αυτό, δεν έγιναν κατά το κρίσιμο εκείνο χρονικό διάστημα, είτε από τον ίδιο τον Π1, ή από τους άλλους αρχηγούς των λοιπών κοινοβουλευτικών δυνάμεων, που αναμφισβήτητα γνώριζαν τις λεπτομέρειες των πολιτικών και ιστορικών γεγονότων της δίκης, που ανάγονταν σε γεγονότα της περιόδου εκείνης, ανάλογες δηλώσεις ή αποκαλύψεις ιστορικών γεγονότων τα οποία να ήσαν ικανά να ανατρέψουν την κρίση και την απόφαση του Δικαστηρίου εκείνου. Άλλωστε, πρόσωπα τα οποία είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή του τόπου, απέφυγαν να εισαγάγουν σχετική συγκεκριμένη πρόταση τη Βουλή, ούτε λήφθηκε απόφαση ή υποβλήθηκε σχετική πρόταση, ακόμη του ίδιου του Λαϊκού Κόμματος ή μεμονωμένων βουλευτών ή άλλου κόμματος, για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας της Μικρασιατικής καταστροφής και για την ηθική αποκατάσταση της μνήμης των εκτελεσθέντων Πρωθυπουργών και Υπουργών. Η δήλωση στη Βουλή των Ελλήνων, του Αντιστράτηγου Σ1, που έγινε τρία έτη μετά την εκτέλεση της θανατικής ποινής και συγκεκριμένα την 2-2-1925, και ο οποίος είχε χρηματίσει Πρόεδρος της Τριμελούς Επαναστατικής Ανακριτικής Επιτροπής, η οποία και είχε συντάξει το σχετικό πόρισμα και στη συνέχεια παραπέμψει σε δίκη, για την πράξη της εσχάτης προδοσίας, τους κατηγορουμένους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες, σύμφωνα με την οποία "η επανάσταση του 1922 υπήρξεν μία επανάστασις ιδεολόγων η οποία κατέληξε εις την σκληράν απόφασιν της θανατικής καταδίκης, ίνα χρησιμεύσει το αίμα εκείνο προς νέαν αναδημιουργίαν", κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, δεν μπορεί να εκτιμηθεί ως νέο γεγονός ή διευκρινιστικό αντίστοιχου γεγονότος το οποίο να είχε τεθεί υπό την κρίση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση, πολύ περισσότερο που με τη δήλωσή του αυτή, δεν αναιρεί το περιεχόμενο του πορίσματος της Επαναστατικής Επιτροπής, όπου αυτός προήδρευε ή ότι ήταν προσχεδιασμένη η καταδίκη και η εκτέλεση των πρωταγωνιστών της Μικρασιατικής καταστροφής. Οι αιτιάσεις ότι οι δικάσαντες δικαστές του στρατοδικείου δεν γνώριζαν την ακριβή έκταση της στρατιωτικής ήττας στη Μικρά Ασία, ούτε το ακριβές μέγεθος και την έκταση της αποδιοργανώσεως και των απωλειών του Ελληνικού Στρατού σε άνδρες, όπλα και πολεμοφόδια και ότι το κατηγορητήριο ήταν αόριστο, ενώ ο στρατός ήταν αξιόμαχος και ετοιμοπόλεμος, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, είναι απορριπτέες, πέραν από το γεγονός, ότι αυτά αφορούν ζητήματα στρατιωτικής φύσεως και ιστορικά πλέον, που δεν αποσαφηνίζονται ούτε προκύπτουν από κάποια προσκομιζόμενα από τον αιτούντα έγγραφα για να συνεκτιμηθούν και επιπλέον, για το λόγο ότι, η έλλειψη τόσον της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όσο και των πρακτικών της δίκης εκείνης, καθιστούν αδύνατο, να συγκριθούν και να αξιολογηθούν τα ζητήματα αυτά, σε σχέση με τα άγνωστα στοιχεία της δικογραφίας (αναγνωσθέντα έγγραφα, καταθέσεις στρατιωτικών μαρτύρων), που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, και βάσει των οποίων κατέληξε στην ως άνω καταδικαστική του κρίση.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη των άνω δύο μειοψηφούντων δικαστών, τα πιο πάνω νέα αποδεικτικά στοιχεία, που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών, μετά από 86 συναπτά έτη, που μεσολάβησαν από τη δίκη εκείνη, συνεκτιμώμενα μόνα τους και σε συνδυασμό μεταξύ τους, δεν είναι ικανά, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, να οδηγήσουν στην παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως. Τούτο, κυρίως, γιατί όχι μόνο δεν υφίσταται η απόφαση και τα πρακτικά της δίκης εκείνης, ώστε συνδυαζόμενα με τα στοιχεία τα οποία επικαλείται ο αιτών, να εκτιμηθούν και να αξιολογηθούν δεόντως, με όσα πραγματικά περιστατικά κατέθεσαν οι μάρτυρες στη δίκη εκείνη και με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που προέκυψαν κατά τη δίκη εκείνη. Πέραν αυτών τα επικαλούμενα από τον αιτούντα, ως νέα γεγονότα, κατά την ίδια γνώμη συνιστούν καθαρά ιστορικά στοιχεία και εν γένει προσωπικές απόψεις και εκτιμήσεις καθώς και διάφορες κρίσεις ιστορικών, στρατιωτικών και πολιτικών εν γένει προσώπων. Οι τοποθετήσεις των προσώπων αυτών εκφράζονται υποκειμενικά, σύμφωνα και με τις πολιτικές και κομματικές τους θέσεις, για ιστορικά πλέον γεγονότα και πρόσωπα, και αναφέρονται σε μία εποχή που συντελέσθηκε η μεγάλη Μκρασιατική καταστροφή των Ελλήνων. Τα επικαλούμενα δε από τον αιτούντα παραπάνω στοιχεία, "ως νέα στοιχεία", δεν μπορούν από μόνα τους να ανατρέψουν και να θέσουν σε αμφισβήτηση την αποδεικτική αξία, των ληφθέντων υπόψη από το δίκασαν Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο, στοιχείων, είναι δε εντελώς αδύνατη η διερεύνηση της αξιοπιστίας και της αντικειμενικότητας των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, ελλείψει των πρακτικών της δίκης εκείνης. Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, δε μπορεί σήμερα, μετά 86 έτη, να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα, περί του ότι τα στοιχεία αυτά, που όπως προαναφέρθηκε κατά τη γνώμη των μειοψηφούντων μελών, αποτελούν προσωπικές απόψεις και κρίσεις και όχι αυτά καθ' εαυτά γεγονότα, τα οποία σε κάθε περίπτωση και αν ακόμη, ήσαν γνωστά στους δικαστές που δίκασαν, δεν είναι προδήλως βέβαιο ότι θα κατέληγαν σε διαφορετική κρίση από εκείνη που κατέληξαν. Θα πρέπει, επιπρόσθετα, να σημειωθεί η ιστορικότητα της δίκης εκείνης, που αναμφισβήτητα συγκλόνισε το Έθνος, για τις πρωτοφανείς προεκτάσεις της και τις δυσμενέστατες συνέπειές της, κατά τη διάρκεια της οποίας τους κατηγορούμενους υπερασπίσθηκαν οι παραστάντες επιφανείς συνήγοροι τους.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας δεν καθίσταται φανερό, κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 525 παρ. 1 αριθ. 2 ΚΠοινΔ, κατά μέτρο που να εγγίζει την βεβαιότητα, ότι οι καταδικασθέντες ήταν αθώοι και θάπρεπε η κρινόμενη αίτηση, να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Κατ'ακολουθίαν των παραπάνω, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη του Δικαστηρίου, καθίσταται, φανερό, κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 525 παρ.1 αριθ. 2 ΚΠοινΔ, που να εγγίζει την βεβαιότητα, ότι ο παππούς του αιτούντος πρώην Πρωθυπουργός Ε1 και οι λοιποί συγκαταδικασθέντες το 1922 με αυτόν στη "Δίκη των 'Εξι", πολιτικοί και στρατιωτικοί άνδρες ήταν αθώοι των ανωτέρω εγκλημάτων εσχάτης προδοσίας της χώρας κλπ, για τα οποία καταδικάσθηκαν αμετάκλητα σε θάνατο και εκτελέστηκαν και θάπρεπε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, κατά πλειοψηφία, ως και κατ'ουσίαν βάσιμη.
'Ομως, ενόψει του ότι η παρούσα απόφαση επί της εν λόγω αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας της δίκης, λαμβάνεται με πλειοψηφία μιας ψήφου, πρέπει, η υπόθεση να παραπεμφθεί υποχρεωτικώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.1 και 2 του Ν. 1756/1988 (όπως αντικαταστάθηκαν η παρ. 1 με το άρθρο 16 παρ.1 του Ν.2331/1993 και η παρ. 2 με το άρθρο 3 παρ. 6 του Ν, 2479/1997) και 3 παρ.3 του Ν.3810/1957, η οποία έχει διατηρηθεί σε ισχύ για τις ποινικές υποθέσεις, στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, την από 20-1-2008 αίτηση του Χ1, για επανάληψη της διαδικασίας της δίκης και ακύρωση της από 15-11-1922 αποφάσεως του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ