Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1418 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δυσφήμηση συκοφαντική.




Περίληψη:
Συκοφαντική δυσφήμιση. Έννοια Στοιχεία. Τελείται με ισχυρισμό ή διάδοση ψευδών γεγονότων που μπορούν να βλάψουν τιμή και υπόληψη. Έννοια αμφοτέρων, έννοια γεγονότος. Αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Πότε Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή εκ πλαγίου παράβαση. Πότε. Απόλυτη ακυρότητα όταν δεν δοθεί ο λόγος στον συνήγορο του κατηγορουμένου για να απαντήσει σε δευτερολογία του Εισαγγελέα της έδρας. Δεν συντρέχει η περίπτωση αυτή όταν στον Εισαγγελέα δόθηκε ο λόγος μετά την αγόρευση του συνηγόρου υπερασπίσεως για να προτείνει επί των αυτοτελών ισχυρισμών που υπέβαλε κατά την αγόρευση του. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1418/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Στ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Μπατζαλέξη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Δημακόπουλο, περί αναιρέσεως της 3689/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, σύζυγος ..., κάτοικος ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πλάτωνα Νιάδη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 10 Φεβρουαρίου 2010 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1435/09.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρο των παραπάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 362 ΠΚ, όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ εάν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει, ότι για την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση, η οποία προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται από άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρόν ή παρελθόν, το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και δύναται να αποδειχθεί, αντίκειται δε στην ηθική και την ευπρέπεια. Αντικείμενο προσβολής είναι η τιμή ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις. Το γεγονός πρέπει να είναι κατάλληλο, δηλαδή πρόσφορο ως αντιτιθέμενο στην ηθική και στην ευπρέπεια, να προσβάλλει, είτε την τιμή κάποιου ( δηλ. την εκτίμηση που του αποδίδεται σύμφωνα με την ηθική και νομική συμπεριφορά του), είτε την υπόληψη του ( δηλ. την εκτίμηση που αποδίδεται σ' αυτό, σύμφωνα με την εκπλήρωση της ιδιαίτερης κοινωνικής συμπεριφοράς του). Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Για τη θεμελίωση αυτού του εγκλήματος απαιτείται, εκτός των ως άνω στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία την ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης και τη γνώση ότι με τον τρόπο αυτό δύναται να βλάψει την τιμή και υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, ακόμη δε τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές. Η ύπαρξη τέτοιου άμεσου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ` αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, όπως συμβαίνει στην ανωτέρω περίπτωση της συκοφαντικής δυσφημίσεως, οπότε, όπως λέχθηκε, απαιτείται αιτιολόγησή του. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, σχετικά με το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημίσεως, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου, ή πράξη ή παράλειψή του, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών (ΑΠ 2044/2007). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει στην πραγματικότητα, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής, που εμπίπτει στον ίδιο αναιρετικό λόγο, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
ΙΙ. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα επισκοπούμενα παραδεκτώς, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που, δικάζοντας κατ` έφεση, την εξέδωσε, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ` είδος αναφερομένων στην εν λόγω απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως: "Ο κατηγορούμενος Χ με την από 16-1-2004 παρέμβαση του που κατέθεσε στις 19-1-2004 ενώπιον του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας σε δίκη επί της από 10-10-2002 αίτησης ακύρωσης της επιλογής του ως Γενικού Διευθυντή του Γενικού Χημείου του Κράτους, που άσκησε η εγκαλούσα και συνυποψήφια του για την ίδια θέση Ψ, επικαλέστηκε εν γνώσει του ψευδώς ότι στον υπηρεσιακό φάκελο της εγκαλούσας υπήρχε η από 13-3-1991 πορισματική έκθεση του Λ, με την οποία διαπιστώθηκε η τέλεση από αυτή των πειθαρχικών αδικημάτων α) ότι παρέστη ως εισηγήτρια 2 φορές σε συνεδρία συλλογικού οργάνου συγχρόνως με τον σύζυγό της, ο οποίος εκπροσωπούσε ιδιωτικά συμφέροντα β) ότι χρησιμοποίησε κομματικές διασυνδέσεις και γνωριμίες για να επιλεγεί αναπληρώτρια προϊσταμένη της Κεντρικής Διεύθυνσης του Γ.Χ.Κ. σε βάρος άλλων συναδέλφων της που είχαν περισσότερα προσόντα και γ) ότι χρησιμοποίησε την υπαλληλική της ιδιότητα, για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του συζύγου της. Ενώ η αλήθεια ήταν ότι η εν λόγω πορισματική έκθεση είχε τεθεί στο αρχείο, επειδή τα σχετικά παραπτώματα είχαν παραγραφεί και δεν αποτελούσε αυτή στοιχείο του υπηρεσιακού φακέλου της εγκαλούσας, αφού δεν είχε ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, ούτε επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή σε βάρος της. Ο δε κατηγορούμενος γνώριζε ότι η επίμαχη πορισματική έκθεση είχε αρχειοθετηθεί και δεν αποτελούσε στοιχείο του υπηρεσιακού φακέλου της εγκαλούσας, επειδή η πορισματική έκθεση αυτή αποτέλεσε στοιχείο ποινικής δικογραφίας σε βάρος του κατά το έτος 1996, όπως θα γίνει ειδικότερα λόγος παρακάτω, αλλά και επειδή ο ίδιος κατά την άσκηση της από 16-1-2004 παρέμβασης ήταν ιεραρχικός και πειθαρχικός προϊστάμενος της εγκαλούσας και λόγω της ιδιότητας του είχε άμεση πρόσβαση στα στοιχεία του αρχείου και του υπηρεσιακού φακέλου της. Δηλαδή ο κατηγορούμενος, διαλαμβάνοντας στην παρέμβαση του και εμφανίζοντας ενώπιον του ΣΤΕ σαν δήθεν αδιάσειστο στοιχείο του υπηρεσιακού φακέλου της εγκαλούσας την επίμαχη πορισματική έκθεση με παράθεση και του περιεχομένου της, διέδωσε εν γνώσει του ψευδές γεγονός, το οποίο είναι μειωτικό για την εγκαλούσα ανεξάρτητα από τη βασιμότητα ή όχι του περιεχομένου της". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της ανωτέρω πράξεως και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Ειδικότερα τον κήρυξε ένοχο του ότι: "Στην Αθήνα την 19/1/2004 τέλεσε τα ακόλουθα εγκλήματα που τιμωρούνται με στερητικές της ελευθερίας ποινές: Με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίστηκε για κάποιον άλλο ψευδές γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του γνωρίζοντας ότι το γεγονός αυτό ήταν ψευδές και ειδικότερα κατέθεσε ενώπιον του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας την από 16/1/2004 παρέμβασή του κατά της εγκαλούσας Ψ και υπέρ της Διοικήσεως και των προσβαλλόμενων με την από 10/10/2002 αίτηση ακυρώσεως της τελευταίας διοικητικών πράξεων - του υπ' αριθμ. 78/6-6-2002 πρακτικού του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου του άρθρου 158 του Ν. 2683/99 και της υπ' αριθμ. 3012496/6559/25-6-2002 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, δυνάμει των οποίων αυτός (κατηγορούμενος)- είχε προαχθεί στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή του Γενικού Χημείου του Κράτους κατά παράλειψη της ως άνω εγκαλούσας συνυποψήφιάς του), στο δικόγραφο της οποίας -παρεμβάσεως- ανέφερε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:... Στοιχεία αδιάσειστα των ατομικών φακέλων της αιτούσας... τα οποία ενισχύουν την κρίση του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου και τα οποία μπορούν να εκτιμηθούν από τον ακυρωτικό δικαστή, είναι τα εξής: 1..2. Η από 13.03.1991 πορισματική έκθεση του Λ επί διενεργηθεισών ενόρκων διοικητικών ανακρίσεων σε βάρος της χημικού του ΓΧΚ Ψ σύμφωνα με την οποία η αιτούσα υπέπεσε στα εξής πειθαρχικά παραπτώματα: α. παρέστη σαν εισηγήτρια τουλάχιστον δύο φορές σε συνέδρια συλλογικού οργάνου -ΑΕΤΑ- συγχρόνως με τον σύζυγό της ο οποίος εκπροσωπούσε ιδιωτικά συμφέροντα. β. χρησιμοποιώντας τις κομματικές διασυνδέσεις της και γνωριμίες κατάφερε να επιλεγεί αναπληρώτρια προϊσταμένη ενώ δεν είχε τα προσόντα σε σύγκριση με πολλούς άλλους συναδέλφους της γ. χρησιμοποίησε την υπαλληλική ιδιότητα για να εξυπηρετήσει τα ιδιωτικά συμφέροντα του συζύγου της, στέλνοντας τους πελάτες για να εξυπηρετηθούν είτε από την ίδια είτε μέσω των τηλεφωνικών-κλητήρων του ΓΧΚ... Το ως άνω εκτιθέμενο γεγονός, ότι δηλαδή η από 13/3/1991 πορισματική έκθεση του Λ αποτελούσε στοιχείο του ατομικού υπηρεσιακού φακέλου της παραπάνω εγκαλούσας, ήταν ψευδές, καθόσον δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον της για τα μνημονευόμενα στην εν λόγω έκθεση πειθαρχικά αδικήματα λόγω παραγραφής τους, αυτός δε (κατηγορούμενος) το ισχυρίστηκε κατά τον προπεριγραφέντα τρόπο ενώπιον των Δικαστηρίων του Γ. Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας τελώντας σε γνώση της αναλήθειάς του και βλάπτοντας έτσι την τιμή και την υπόληψή της ". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362, 363 και 27 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το δυσφημιστικό γεγονός που ισχυρίσθηκε, κατά τον ανωτέρω τρόπο, ο αναιρεσείων για την πολιτικώς ενάγουσα ήταν ότι στον υπηρεσιακό της φάκελο υπήρχε η αναφερόμενη στο σκεπτικό πορισματική αναφορά με την οποία διαπιστώθηκε η τέλεση από αυτήν των παρατιθέμενων στη απόφαση πειθαρχικών αδικημάτων. Το γεγονός αυτό ήταν ψευδές και το ψεύδος γνώριζε ο αναιρεσείων, για τους λόγους που δέχεται, με πλήρη αιτιολογία, η απόφαση, αφού η πορισματική αυτή αναφορά δεν αποτελούσε στοιχείο του υπηρεσιακού φακέλου της πολιτικώς ενάγουσας, αφού είχε αρχειοθετηθεί, λόγω του ότι τα πειθαρχικά αδικήματα είχαν παραγραφεί. Το ψευδές αυτό γεγονός, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλομένης (συνδυασμός σκεπτικού-διατακτικού) όχι μόνον ήταν ικανό να βλάψει την τιμή και την υπόληψή της, αλλά και την έβλαψε. Δέχθηκε λοιπόν το δικαστήριο συνδρομή και του στοιχείου αυτού (πρόσφορο του συκοφαντικού γεγονότος να βλάψει τιμή και υπόληψη, κατά την ανωτέρω έννοια, του θύματος), το οποίο είναι απαραίτητο για την στοιχειοθέτηση της πράξεως για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα και έτσι δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ. Τούτο δε διότι, από τις παραδοχές της αποφάσεως, σαφώς προκύπτει ότι, με το να εμφανίζεται ως υπάρχουσα στον υπηρεσιακό φάκελο της πολιτικώς ενάγουσας η εν λόγω πορισματική έκθεση, που της απέδιδε τέλεση σοβαρών πειθαρχικών αδικημάτων, την βασιμότητα ή όχι της οποίας δεν είχε την δυνατότητα να ερευνήσει το Δικαστήριο και ορθώς δεν την ερεύνησε, και έτσι ήταν δυνατόν να της ασκηθεί πειθαρχική δίωξη γι αυτά, προσβλήθηκε η τιμή και υπόληψή της ως ατόμου και υπαλλήλου του Γ.Χ. του Κράτους, η οποία μάλιστα ήταν υποψήφια για την θέση του Γενικού Διευθυντού της εν λόγω Υπηρεσίας, θέση την οποία και, ενόψει της πειθαρχικής αυτής εκκρεμότητας, δεν είχε τα προσόντα να καταλάβει, αβασίμως δε ζητούσε την ακύρωση της αποφάσεως, με την οποία επιλέχθηκε για την θέση αυτή ο αναιρεσείων, όπως ο τελευταίος ισχυρίσθηκε με την παρέμβαση που άσκησε στο ΣτΕ, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως ακυρώσεως στην απόρριψη της οποίας στόχευε με την προβολή του ψευδούς αυτού ισχυρισμού.
Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η αναιρεσειβαλλομένη για ψευδή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των λόγων αυτών, υπό την επίφαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας και τυγχάνουν απαράδεκτες.
ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠΔ, "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ. 2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο", ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά, στο δε κατηγορούμενο ή στον συνήγορό του, στο τέλος, και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, ειδικά όταν πρόκειται για τον κατηγορούμενο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ. Η ίδια ακυρότητα που ιδρύει τον αυτό ως άνω λόγο αναιρέσεως επέρχεται και όταν ο Εισαγγελέας ζήτησε και έλαβε τον λόγο για να δευτερολογήσει και στην συνέχεια δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο του κατηγορουμένου, έστω και αν δεν τον ζήτησε, αφού ο κατηγορούμενος έχει πάντα τον λόγο τελευταίος. Δεν ισχύει τούτο όμως όταν ο εισαγγελέας ζήτησε και του δόθηκε ο λόγος για να προτείνει επί των αυτοτελών ισχυρισμών που υπέβαλε ο συνήγορος του κατηγορουμένου κατά την αγόρευση του, δηλαδή μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, καθόσον τούτο δεν συνιστά δευτερολογία του εισαγγελέως (ΑΠ 634/1996), αλλά την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ.1, 138 παρ.2 και 3, 171 παρ.1 στοιχ. β' ΚΠΔ πρότασή του, πριν από την έκδοση αποφάσεως επί των υποβληθέντων ισχυρισμών (ΑΠ 993/2001). Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο Πρόεδρος αφού κήρυξε το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε την κατηγορία και ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, στην συνέχεια έλαβε τον λόγο ο συνήγορος της πολιτικής αγωγής και ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος. Οι συνήγοροι του κατηγορουμένου αφού έλαβαν τον λόγο από τον Πρόεδρο ανάπτυξαν την υπεράσπιση και ζήτησαν την απαλλαγή του κατηγορουμένου και υπέβαλαν γραπτώς προς καταχώρηση στα πρακτικά αυτοτελείς ισχυρισμούς, που καταχωρήθηκαν, τους οποίους και ανέπτυξαν προφορικά. Κατόπιν δόθηκε ο λόγος εκ νέου στο συνήγορο της πολιτικής αγωγής και τέλος στους συνηγόρους υπεράσπισης και πάλι. Στη συνέχεια δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των συνηγόρων υπεράσπισης. Τέλος ο Πρόεδρος, αφού ρώτησε τον κατηγορούμενο αν έχει να προσθέσει κάτι προς υπεράσπισή του και έλαβε αρνητική απάντηση, κήρυξε το πέρας της συζήτησης. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω ο λόγος δόθηκε, μετά τις αγορεύσεις των συνηγόρων του κατηγορουμένου και την υποβολή κατά την διάρκεια αυτών των αυτοτελών ισχυρισμών, στον Εισαγγελέα, για να προτείνει επί αυτών, ο οποίος και πρότεινε την απόρριψή τους και δεν δευτερολόγησε.
Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω δεν υπήρχε υποχρέωση να δοθεί ο λόγος στους συνηγόρους του κατηγορουμένου μετά την εν λόγω πρόταση του Εισαγγελέα και δεν παρήχθη εκ του λόγου αυτού, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.
Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Α σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ, μοναδικός λόγος του δικογράφου των προσθέτων πρόσθετος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. IV. Μετά ταύτα, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση ως και ο πρόσθετος λόγος αυτής πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, η οποία παραστάθηκε (176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει, την από 28-9-2009 αίτηση (δήλωση) και τον από 10-2-2010 πρόσθετο λόγο αυτής του Σ για αναίρεση της με αριθμ. 3689/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) € και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας από πεντακόσια (500) €.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 15 Ιουλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή