Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη, Έξοδα.
Περίληψη:
Αναίρεση κατηγορουμένου. Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Λόγοι
αναιρέσεως η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εκ πλαγίου
εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως με στέρηση νόμιμης βάσης. Απορρίπτει αναίρεση. Επιβάλλει έξοδα.
Αριθμός 1533/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Γεώργα Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την 253/17 πράξη του νόμιμου αναπληρωτή του ελλείποντος Προέδρου του Αρείου Πάγου), Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Παπασωτηρίου και Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Σεπτεμβρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Β. Ρ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Α. Ρ., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 414/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιά.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημ/των Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Μαΐου 2017 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...17.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ.1 του Ν. 1882/1990 περί φοροδιαφυγής, φορολογίας κ.λπ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 και στη συνέχεια με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, το τελευταίο των οποίων ισχύει από 1-1-2004 και καταλαμβάνει την παρούσα υπόθεση ως εκ του χρόνου τελέσεως της επίδικης πράξεως και ως επιεικέστερο, για ποσά συνολικού χρέους άνω των 120.000 ευρώ, όπως το επίδικο, των εκ νέου διαδοχικών τροποποιήσεων αυτού (με το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, το άρθρο 20 του Ν. 4321/2015 και το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015), "η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου, προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’ , υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 του ίδιου ως άνω Ν. 1882/1990, "στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, οι προβλεπόμενες ποινές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, επιβάλλονται και προκειμένου: α) Για ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, στους προέδρους των Δ.Σ., στους διευθύνοντες ή εντεταλμένους ή συμπράττοντες συμβούλους ή διοικητές ή γενικούς διευθυντές ή διευθυντές αυτών ή σε κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε από δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών, σωρευτικά ή μη. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, οι ποινές επιβάλλονται κατά των μελών των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω....", ενώ κατά την παρ. 3 του αυτού άρθρου, "για τα πρόσωπα, που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ποινική δίωξη ασκείται για τα χρέη προς το Δημόσιο και τρίτους πλην ιδιωτών που ήταν βεβαιωμένα κατά το χρόνο απόκτησης της πιο πάνω ιδιότητας ή βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια που είχαν τη συγκεκριμένη ιδιότητα, ανεξάρτητα αν μεταγενέστερα απέβαλαν την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και για τα χρέη που βεβαιώθηκαν ανεξάρτητα από τη λύση ή μη των νομικών προσώπων, αλλά γεννήθηκαν ή ανάγονται στο χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή....". Από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως ίσχυε μετά την αντικατάσταση της παρ. 1 αυτού από το άρθρο 34 παρ.1 Ν.3220/2004, προκύπτει ότι: α) Το έγκλημα της καθυστέρησης της καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και στα τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον με ενιαίο τρόπο ως προς το χρόνο διάπραξής του, ο οποίος είναι ο χρόνος συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον αν αυτό ήταν καταβλητέο σε δόσεις ή εφάπαξ. β) Στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, συνυπολογίζονται και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. γ) Οι ποινές καθορίζονται με βάση το κατώτερο ποσό της συνολικής, κατά οφειλέτη, ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.). Και δ) Αυξάνονται τα όρια του χρέους, για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη για κάθε πίνακα χρεών, που γεννήθηκαν μετά την 1-1-2004. Έτσι, αφού συνυποβληθεί στον εισαγγελέα ο συνοδευτικός πίνακας βεβαιωμένων χρεών με τη σχετική αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ κ.λπ., ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία και ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του συνολικού χρέους που αναφέρεται στον πίνακα, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης του κάθε μερικότερου χρέους. Δεν πρόκειται για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες ομοειδείς πράξεις, οι οποίες προσβάλλουν διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουν χρονικά και συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούν σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, αλλά η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των βεβαιωμένων χρεών, που περιέχονται στον πίνακα, τυποποιείται σε μία και μόνη αξιόποινη πράξη, που τελείται μόλις συμπληρωθεί τετράμηνο από τον χρόνο που το χρέος έπρεπε να καταβληθεί. Πρόκειται δηλαδή για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στον νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα. Από αυτά παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του οικείου πίνακα χρεών που συνοδεύει την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης, ο οποίος χρόνος καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπολοίπων χρεών που έχουν προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις και, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. Και 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Από την προαναφερθείσα ρύθμιση που επήλθε με την τροποποίηση και αντικατάσταση του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 από το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, προκύπτει ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενο της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κλπ.) και η οποία συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ενώ, όπως ήδη σημειώθηκε, ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη, για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Επίσης, από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 περ. α’ και 3 του Ν. 1882/1990, με τις οποίες προσδιορίζονται οι εκπρόσωποι του νομικού προσώπου των ανωνύμων εταιριών, οι οποίοι υπέχουν ευθύνη για την καταβολή των χρεών προς το Δημόσιο, που ήταν βεβαιωμένα ή γεννήθηκαν κατά το χρόνο που είχαν την ιδιότητα αυτή, προκύπτει ότι στην καταδικαστική απόφαση για την πληρότητα της αιτιολογίας της πρέπει ακόμη να αναφέρεται, εκτός των άλλων, η ιδιότητα του κατηγορουμένου στην εταιρεία που αυτός εκπροσωπεί καθώς και η ταυτότητα της εταιρείας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθ. 414/2017 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που προσδιορίζονται ως προς το είδος τους σ’ αυτή, δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του, επί λέξει, τα εξής: "Επειδή από την κατάθεση του μάρτυρος της υπεράσπισης, που εξετάστηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος στον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 29/09/2009 έως 30/03/2011, με την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ... ΑΕ, ενώ είχαν βεβαιωθεί στη Δ.Ο.Υ ..., σε βάρος του, διάφορα χρέη προς το Δημόσιο, που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα, από πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή στο Δημόσιο, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, συνολικού ποσού 502.527,05 €, όπως αυτά αναλυτικά παρατίθενται κατά ποσό, ημερομηνία βεβαίωσης, αρχή βεβαίωσης, τρόπο καταβολής, ημερομηνία που κατέστη ληξιπρόθεσμο, κ.λπ. προσδιοριστικά αυτών στοιχεία, στον συνημμένο στο διατακτικό πίνακα χρεών.
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος με ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2δ Π.Κ., όπως πρωτοδίκως". Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 δ’ του Π.Κ. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετίαν, για το ότι: "Στον Πειραιά, κατά το χρονικό διάστημα από 29/09/2009 έως 30/03/2011, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή της οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί διάφορα χρέη προς το Δημόσιο σε βάρος του, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας ... ΑΕ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠ., όπως ακριβώς αναφέρονται στον πίνακα χρεών της Δ.Ο.Υ. ... (αρ. ειδ. βιβλίου ...) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 18-4-2011 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ 502.527,05 ευρώ, μέσα στη νόμιμη προθεσμία". Και στη συνέχεια, το ως άνω δικαστήριο της ουσίας, ενσωματώνει στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του και καθιστά αναπόσπαστο μέρος του διατακτικού της τον πίνακα των ενδίκων χρεών για τα οποία υπέχει ποινική ευθύνη ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, στον οποίο παραπέμπει και με το σκεπτικό της αποφάσεώς του και στον οποίο περιέχονται και προσδιορίζονται τα μερικότερα χρέη ως προς την Αρχή και τα στοιχεία της βεβαίωσής τους, την αιτία προέλευσης, τον τρόπο πληρωμής (εφάπαξ ή σε δόσεις) και τις ειδικότερες ημεροχρονολογίες που έγιναν ληξιπρόθεσμα και έπρεπε να πληρωθούν μέσα στο χρονικό διάστημα από 29-9-2009 έως 30-3-2011. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας στο σκεπτικό και στο διατακτικό της αποφάσεώς του, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού α) διαλαμβάνονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η δικαστική κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της μη έγκαιρης καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, που υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, για το οποίο κηρύχτηκε ένοχος ο αναιρεσείων, β) λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν και στα οποία αυτό στήριξε τη δικανική πεποίθησή του και γ) περιέχονται νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 1882/1990, όπως αυτό αντικαταστάθηκε διαδοχικά με το άρθρο 23 παρ. 1 του Ν. 2523/1997 και 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, όπως ήδη σημειώθηκε, προσδιορίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της και με την ενσωμάτωση στο διατακτικό της του προαναφερόμενου πίνακα χρεών (...) της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ..., που είχε προσαρτηθεί και στην οικεία μηνυτήρια αναφορά, η φορολογική αρχή που βεβαίωσε τα χρέη σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, η ιδιότητα του κατηγορουμένου υπό την οποία βεβαιώθηκαν σε βάρος του τα χρέη και ζητήθηκε η ποινική του δίωξη ως Διευθύνοντος Συμβούλου και νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." και το είδος και το ύψος των χρεών, ο χρόνος βεβαίωσής τους, ο τρόπος πληρωμής τους και οι συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες που έγιναν απαιτητά τα μερικότερα χρέη και έπρεπε να καταβληθούν από τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο υπό την ανωτέρω ιδιότητά του. Επίσης, από τον συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς εκδίκασε και αποφάνθηκε για την ένδικη κατηγορία ως μία ενιαία αξιόποινη πράξη καθυστέρησης (μη έγκαιρης) καταβολής του αθροίσματος περισσότερων βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, όπως το ειδικό αυτό έγκλημα τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004 και προσδιορίζεται ως προς τα ειδικότερα στοιχεία του στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και στον ενσωματωμένο σ’ αυτό πίνακα χρεών, και όχι ως κατ’ εξακολούθηση έγκλημα κατά την έννοια του άρθρου 98 του Π.Κ., η μετά δε την τέλεση και ολοκλήρωση της ενιαίας αξιόποινης πράξης της καθυστερήσεως της καταβολής των ενδίκων χρεών καταβολή μέρους των χρεών αυτών, την οποία επικαλείται ο αναιρεσείων, δεν ασκεί ουδεμία έννομη επιρροή, αφού κατά τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 μόνον με την ολοσχερή εξόφληση ολόκληρου του συνολικού ποσού των χρεών μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό μπορεί να κριθεί ατιμώρητη η πράξη που ήδη τελέστηκε με την καθυστέρηση (μη έγκαιρη) καταβολή των χρεών του πίνακα για τα οποία ζητήθηκε η ποινική δίωξη του ποινικά υπεύθυνου. Εξάλλου, όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο της ουσίας έλαβε με βεβαιότητα υπόψη και συνεκτίμησε κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματός του και για τη θεμελίωση της κρίσης του για την ενοχή του κατηγορουμένου όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν. Επίσης, όπως προκύπτει με σαφήνεια από το συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στο οποίο ενσωματώνεται και ο πίνακας χρεών, στον οποίο αναφέρεται ως ιδιότητα του κατηγορουμένου υπό την οποία ευθύνεται για την καταβολή των χρεών του πίνακα η ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου, η κρίση περί της ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου θεμελιώθηκε στην ιδιότητά του ως Διευθύνοντος Συμβούλου και νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", δηλαδή προκύπτει με σαφήνεια ότι το δικαστήριο δέχθηκε ότι αυτός βαρυνόταν να καταβάλει εντός τετραμήνου τα βεβαιωθέντα χρέη ως Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω ανωνύμου εταιρείας κατά την βεβαίωση των ενδίκων χρεών, όπως τούτο αναφέρεται με σαφήνεια στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως και διευκρινίζεται και συγκεκριμενοποιείται και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι δε περί του εναντίου λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως ότι δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και ότι αυτή έχει αντιφάσεις και ασάφειες ως προς το αν ο κατηγορούμενος καθυστέρησε να καταβάλει εγκαίρως τα ένδικα χρέη του πίνακα ως δικά του προσωπικά χρέη ή ως χρέη που όφειλε να τα καταβάλει ως Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, είναι αβάσιμοι. Επομένως, αφού οι προβαλλόμενοι με την κρινόμενη αναίρεση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ λόγοι αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εκ πλαγίου εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 με αντιφατικές και ασαφείς παραδοχές που στερούν την προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμοι και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-5-2017 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του Β. Ρ. του Κ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ’ αριθ. 414/2017 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ