Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1741 / 2012    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Αγωγή διεκδικητική.




Περίληψη:
Ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση. Πρόσθετη παρέμβαση. Παραδεκτή η άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης ενώπιον
του Αρείου Πάγου. Ο λόγος αναίρεσης από αρθμ. 9 περ. γ΄. Τι αποτελεί «αίτηση» Λόγος από 8 περ. β΄, Αβάσιμος, αν έχουν ληφθεί υπόψη οι ισχυρισμοί, ή λόγοι έφεσης. Λόγος από 11 περ. γ΄. Αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου.




Αριθμός 1741/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Σεπτεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Α) Των αναιρεσειόντων - προσεπικαλούντων: 1) Ε. Λ. του Ν. και 2) Π. Λ. του Ν., χήρας Ε. Ν., αμφοτέρων κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Νανόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσίβλητου - καθού η πρόσθετη παρέμβαση - προς το οποίο κοινοποιείται η ανακοίνωση με προσεπίκληση: Φιλανθρωπικού Σωματείου με επωνυμία "Άσυλο Ανιάτων" και έδρα την ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Αθανασία Κωνσταντίνου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Κοινοποιούμενης της αίτησης αναίρεσης, της προσεπίκλησης και της πρόσθετης παρέμβασης: προς τον Υπουργό Οικονομικών, ως ασκούντα την επιμέλεια επί των κοινωφελών ιδρυμάτων.
Β) Των προσθέτων παρεμβαινόντων - καθών η προσεπίκληση: 1)Μ. Μ. χήρας Δ., το γένος Σ. Ε., 2) Ε. Μ. του Δ., 3) Σ. Μ. του Δ. και 4) Κ. Μ. του Δ., απάντων κατοίκων ..., με την ιδιότητά τους ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμων του αποβιώσαντος Δ. Μ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Αλεξάνδρα Σιούλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ.
Υπέρ των ήδη αναιρεσειόντων.
Η ένδικη διαφορά άρχισε: 1)με την από 20/7/1993 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, 2)την 23/11/1993 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση των ήδη αναιρεσειόντων και 3)την από 23/11/1993 πρόσθετη παρέμβαση του ήδη αποβιώσαντα Δ. Μ., που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1573/1995 μη οριστική, 729/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 5323/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14/5/2010 αίτησή τους. Οι αιτούντες - αναιρεσείοντες με την από 15/6/2010 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση ζητούν όσα αναφέρονται σε αυτή. Οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με την από 18/1/2011 πρόσθετη παρέμβαση ζητούν όσα αναφέρονται σε αυτή.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 21/9/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 14/5/2010 αίτησης για αναίρεση της 5323/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, όπως και των από 15/6/2010 ανακοίνωσης δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση και από 18/1/2011 πρόσθετης παρέμβασης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά μεν το άρθρο 89 εδάφ. α' του ΚΠολΔ, η προσεπίκληση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, το αργότερο έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο και κοινοποιείται στον προσεπικαλούμενο, κατά δε το άρθρο 91 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όποιος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ανακοινώσει τη δίκη σε τρίτους, ώσπου να εκδοθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οριστική απόφαση για την ουσία της υπόθεσης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο διάδικος που θέλει να προσεπικαλέσει στη δίκη κάποιον τρίτο, οσάκις επιτρέπεται τούτο από το νόμο (άρθρο. 86, 87 και 88 ΚΠολΔ), ή να ανακοινώσει τη δίκη σε τρίτους, μπορεί να ασκήσει την προσεπίκληση ή να ανακοινώσει τη δίκη μόνο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και το χρόνο που ορίζεται από τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 89 και 91 Κ.Πολ.Δ. Ενώπιον του Αρείου Πάγου στην αναιρετική δίκη δεν επιτρέπεται άσκηση προσεπικλήσεως (ΑΠ 1302/2005, ΑΠ 863/1999). Επομένως, η από 15-6-2010 ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση που άσκησαν οι αναιρεσείοντες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 81 παρ.1 ίδιου Κώδικα η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Το ότι στη διάταξη του άρθρου 573 παρ.1 ΚΠολΔ, στην οποία απαριθμούνται οι εφαρμοζόμενες και στη αναιρετική διαδικασία άλλες (πλην αυτών του κεφαλαίου περί αναιρέσεως) διατάξεις του ΚΠολΔ δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ της αντιθέτου απόψεως, διότι οι διατάξεις του πρώτου βιβλίου του ΚΠολΔ, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 80, εφαρμόζεται σε όλες τις διαδικασίες συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολ.ΑΠ 1/1996). Ο προσθέτως παρεμβαίνων περιορίζεται στην αναιρετική διαδικασία σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναιρέσεως, στις οποίες εξαντλείται και το δικαίωμα των κυρίων διαδίκων.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι εξ αδιαθέτου συγκληρονόμοι του αποβιώσαντος αρχικού προσθέτως παρεμβάντος Δ. Μ., δικονομικού εγγυητή των αναιρεσειόντων και υπόχρεου σε αποζημίωση σε περίπτωση ήττας τους, άσκησαν ενώπιον του Αρείου Πάγου με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 21-1-2011, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των αναιρεσειόντων, στην οποία γίνεται σαφής επίκληση του ως άνω έννομου συμφέροντος προς άσκηση αυτής, προκειμένου να γίνει δεκτή η αναίρεση. Επομένως, η πρόσθετη αυτή παρέμβαση, η οποία ασκήθηκε παραδεκτά και επιδόθηκε νόμιμα σε όλους τους διαδίκους και κοινοποιήθηκε στον Υπουργό Οικονομικών ως ασκούντα την εποπτεία επί των Κοινωφελών Ιδρυμάτων, πρέπει να ερευνηθεί μαζί με την αίτηση αναιρέσεως. Επειδή, ο λόγος αναίρεσης που προβλέπεται από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αναφέρεται στην παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή, κανόνων που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλουν κυρώσεις, χωρίς να ενδιαφέρει σε ποιο επίπεδο εντάσσεται ο κανόνας από άποψη ιεραρχίας των πηγών του δικαίου. Άρα, ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όσον αφορά στην παραβίαση δικονομικών διατάξεων, που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας. Ο τρίτος επόμενος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο υπό την επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 88 και 91 του ΚΠολΔ, οι οποίες ρυθμίζουν την άσκηση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή και της ανακοίνωσης δίκης, αντίστοιχα, επειδή το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτη την ασκηθείσα ενώπιόν του από 23-11-1993 "ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση", είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ένδικου μέσου (ΑΠ 1143/2003). Εξάλλου, δεν θεωρείται ως αυτοτελής η πρόσθετη παρέμβαση που ασκεί υπέρ του διαδίκου, ο δικονομικός του εγγυητής είτε εκουσίως είτε μετά προσεπίκλησή του από αυτόν, αφού η ισχύς της απόφασης της κυρίας δίκης δεν εκτείνεται και στις σχέσεις μεταξύ του δικονομικού εγγυητή (παρεμβαίνοντος) και του αντιδίκου του. Περαιτέρω, κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου απ' αυτή λόγου αναίρεσης απαιτείται η παντελής σιωπή του δικαστηρίου της ουσίας σε αυτοτελή αίτηση των διαδίκων να υπάρχει τόσο στο αιτιολογικό όσο και στο διατακτικό (ΑΠ 788/2006).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, από τον αριθμό 9 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ψέγεται το Εφετείο, γιατί με την προσβαλλόμενη απόφασή του παρέλειψε να αποφανθεί ρητά με διάταξή του στο διατακτικό της σε σχέση με την από 24-3-2008 πρόσθετη παρέμβαση που άσκησαν οι Μ. Μ., Ε. Μ., Σ. Μ. και Κ. Μ., που προσεπικλήθηκαν από τους εναγομένους και ήδη αναιρεσείοντες, υπέρ των τελευταίων και κατά του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή εκτίμηση (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης αυτής, οι ως άνω προσθέτως παρεμβάντες στο Εφετείο είναι εξ αδιαιρέτου συγκληρονόμοι του αποβιώσαντος στις 19-9-2005 Δ. Μ., δικονομικού εγγυητή των εναγομένων-αναιρεσειόντων. Κατά συνέπεια, ενόψει του ότι, υπό τα ως άνω εκτιθέμενα, η πιο πάνω πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι αυτοτελής και, επομένως, δεν αποτελεί "αίτηση" υπό την προδιαληφθείσα έννοια, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, καθώς και οι λόγοι έφεσης, των οποίων η λήψη υπόψη και παραδοχή θα είχε ως συνέπεια την κατά το άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό ή λόγο εφέσεως και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποίο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ θεμελιώνει η προσβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο, ποια "πράγματα" δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο παρά το ότι είχαν προταθεί από τον αναιρεσείοντα καθώς και τα στοιχεία εκείνα, από τα οποία θα κρινόταν, αν τα "πράγματα" ήταν ουσιώδη και να μνημονεύεται το σφάλμα από τη μη λήψη υπόψη των "πραγμάτων".
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τους τέταρτο και δεύτερο, αντίστοιχα, λόγους της αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο αφενός δεν έλαβε υπόψη τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, ότι αυτοί έγιναν συγκύριοι του επιδίκου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, "τους οποίους απέρριψε χωρίς επαρκή αιτιολογία, καίτοι αποδεικνυόταν από τις ταχθείσες εμμάρτυρες αποδείξεις", και αφετέρου γιατί "δεν εξέτασε κανένα από τους προταθέντες δεκαπέντε λόγους εφέσεως, τους αντιπαρήλθε σιγή χωρίς αιτιολογία, ουδένα νομικό συλλογισμό προέβαλε επ' αυτών ώστε να συνάγει ασφαλή συμπεράσματα και προφανώς τους απέρριψε συλλήβδην". Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, ότι έγιναν συγκύριοι του επιδίκου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία και τους απέρριψε ως ουσία αβάσιμους. Επομένως, ο ως άνω τέταρτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη νομική σκέψη, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά των προβαλλομένων ισχυρισμών που θεμελιώνουν τους επικαλούμενους δεκαπέντε λόγους έφεσης.
Επειδή, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ, αποδεικτικά μέσα είναι η ομολογία, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη, τα έγγραφα, η εξέταση των διαδίκων, οι μάρτυρες και τα δικαστικά τεκμήρια, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 390 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι οι γνωμοδοτήσεις που αναφέρονται στη δεύτερη απ' αυτές, εφόσον συντάχθηκαν κατά τις νόμιμες προϋποθέσεις, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο, που υποβάλλεται στην ίδια ρύθμιση και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (Ολ.ΑΠ 8/2005). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ότι το ενάγον-αναιρεσίβλητο έγινε κύριο του επίδικου ακινήτου τόσο με παράγωγο τρόπο όσο και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις την τεχνική έκθεση του μηχανικού Α. Σ., που οι αναιρεσείοντες επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιόν του Εφετείου, με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού τους, ότι αυτοί έγιναν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, "από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι", δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το έγγραφο αυτό, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση αυτού. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). Δεν επιβάλλεται δικαστική δαπάνη σε βάρος των προσεπικαλούντων και των προσθέτως παρεμβάντων, αφού οι καθών η προσεπίκληση-αναιρεσείοντες και το αναιρεσίβλητο δεν υπεβλήθησαν σε ιδιαίτερα έξοδα και δεν υπέβαλαν ιδιαίτερο δικόγραφο προτάσεων επί της παρεμβάσεως, ενώ μάλιστα το αναιρεσίβλητο δεν κατέθεσε καθόλου προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14-5-2010 αίτηση των 1) Ε. Λ. και 2) Π. χήρας Ε. Ν. για αναίρεση της 5323/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, καθώς και α) την από 15-6-2010 ανακοίνωση δίκης των ιδίων με προσεπίκληση και β) την πρόσθετη παρέμβαση των προσεπικαλούμενων υπέρ των αναιρεσειόντων.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή