Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2515 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα, Δυσφήμηση συκοφαντική, Τύπος.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για παράβαση του άρθρου 22 § 4 Ν. 2472/1997 "προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" και συκοφαντική δυσφήμιση δια του τύπου κατ' εξακολούθηση. Στοιχεία εγκλημάτων. Έννοια "αρχείου". Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα επειδή δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα εγγράφων που αναγνώσθηκαν, αφού τα έγγραφα αυτά προσδιορίστηκαν επαρκώς και, με την ανάγνωση του κειμένου τους, κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, ο οποίος είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο προσδιορισμού του εγγράφου στα πρακτικά της δίκης, ενόψει του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη. Η αναγραφή ότι φωτογραφία ή σχεδιάγραμμα αναγνώσθηκε έχει την έννοια ότι αυτή επισκοπήθηκε από τους παράγοντες της δίκης. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και νόμιμης βάσης ως προς συκοφαντική δυσφήμιση. Αναίρεση κατά το κεφάλαιο της καταδίκης για την παράβαση του άρθρου 22 § 4 Ν.2472/1997 κατ' εξακολούθηση, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του "αρχείου" ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Κήρυξη του αναιρεσείοντος αθώου για την πράξη αυτή, κατ' άρθρο 518 § 1 εδ. α' ΚΠΔ. Απάλειψη της διάταξης για την επιβολή ποινής και για την πράξη αυτή, καθώς και για την επαύξηση της συντρέχουσας ποινής για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης δια του τύπου.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2515/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Δεκεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαϊωάννου, περί αναιρέσεως της 960/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκε.

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1091/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ' ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά δε το άρθρο 515 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, αν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 23 Οκτωβρίου 2009 αποδεικτικό επιδόσεως του αστυφύλακα ..., η πολιτικώς ενάγουσα της κρινόμενης υπόθεσης Ψ με αναιρεσείοντα τον Χ κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να εμφανισθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως αυτής συνεδρίαση που έχει ορισθεί για να συζητηθεί η από 26-6-2009 αίτηση του ως άνω αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 960/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, πλην αυτή δεν εμφανίστηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης σαν να ήταν παρούσα και αυτή (πολιτικώς ενάγουσα).
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ, 2, 358, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιό έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και, έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠοινΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Τα έγγραφα με γραφικές παραστάσεις, όπως είναι οι χάρτες, απεικονίσεις, φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα, δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, προς τους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτόν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση.
Συνεπώς, είναι προφανές, ότι όταν στα πρακτικά της δίκης αναγράφεται ότι "αναγνώσθηκε" φωτογραφία ή σχεδιάγραμμα, η αναγραφή αυτή δεν τίθεται κατά κυριολεξία, αλλά με την παραπάνω έννοια της επισκοπήσεως του εγγράφου τούτου από τους παράγοντες της δίκης, μετά προηγούμενη επίδειξή του εκ μέρους του διευθύνοντος τη συζήτηση της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς: "1. Η από 9.2.2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. 2. Τέσσερα (4) αυτοκόλλητα διαφημιστικά έντυπα. 3. Επτά (χειρόγραφες σελίδες). 4. Φωτοαντίγραφα τριών σελίδων αναλυτικών λογαριασμών της Cosmote της Ψ. 5. Η από 15.12.2000 έως 30.6.2003 έκθεση αξιολόγησης του Χ. 6. Η από 1.9.2004 έως 31.3.2005 έκθεση αξιολόγησης του Χ. ... 8. Το από 25.1 2007 έγγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου ... 9. Η από 17.4.2008 πράξη με αριθμό πρωτοκόλλου ... του Πρύτανη ΑΠΘ. 10. Η από 13.2.2007 πράξη με αριθμό πρωτοκόλλου ... του Πρύτανη ΑΠΘ. 11. Το από 20.12.2007 έγγραφο. 12. Το από 26.5.2008 έγγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου ... 13. Το από 16.5.2008 έγγραφο με αριθμό πρωτοκόλλου ... 14. Μία (1) φωτογραφία". Με την εν λόγω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, ούτε αναφορά του περιεχομένου τους, αφού, ειδικότερα, με την ανάγνωση του κειμένου τους κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο προσδιορισμού του εγγράφου στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη. Η φωτογραφία, στην πραγματικότητα, επισκοπήθηκε από τους παράγοντες της δίκης, η δε αναγραφή ότι αναγνώσθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, δεν έχει τεθεί κατά κυριολεξία. Επομένως, ορθώς το Εφετείο έλαβε υπόψη του τα προαναφερθέντα δεκατρία έγγραφα, ο δε περί του αντιθέτου πρώτος, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' Κ.Ποιν.Δ, λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι λήφθηκαν υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, ενώ η φωτογραφία δεν επιδείχθηκε στον αναιρεσείοντα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου, μάλιστα, και του ότι ο αναιρεσείων, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν προέβαλε καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των ανωτέρω εγγράφων. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ ορίζεται ότι όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Τέλος, ως αδικήματα που τελούνται δια του τύπου νοούνται τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τον ποινικό κώδικα ή από τους ειδικούς ποινικούς νόμους, όταν τελούνται με κατάχρηση του τύπου ως μέσου για την εκδήλωσή τους. Επί συκοφαντικής δυσφημήσεως δια του τύπου, μεταξύ άλλων, τιμωρείται και ο συντάκτης του σχετικού δημοσιεύματος. Από δε τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 ΠΚ, που έχει θεσπιστεί προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχειρίσεως του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, που συνέχονται μεταξύ τους λόγω της ενότητας του δόλου του δράστη και της μορφής του αδικήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο αυτουργό, στην οποία (συρροή), όμως, το δικαστήριο μπορεί, αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατά δε το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 960/2009 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παράβασης του άρθρου 22§4 ν. 2472/1997 κατ' εξακολούθηση και συκοφαντικής δυσφημήσεως δια του τύπου κατ' εξακολούθηση σε βάρος της Ψ, πράξεις που τέλεσε με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους για κάθε πράξη και συνολική (12 + 6 =) 18 μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Από τη χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, την απολογία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος με την εγκαλούσα Ψ, γνωρίζονταν από το έτος 2000 και διατηρούσαν στενή φιλική και οικογενειακή σχέση, ενόψει και του γεγονότος ότι ήταν συνάδελφοι, εργαζόμενοι αμφότεροι στο ίδιο Τμήμα της Βιβλιοθήκης του Α.Π.Θ. Τον Ιούλιο του 2004 η εγκαλούσα, η οποία εργαζόταν παράλληλα ως γυμνάστρια και σε δύο γυμναστήρια για να συμπληρώνει το εισόδημά της, γνώρισε τον ΑΑ (εξετασθέντα στο ακροατήριο μάρτυρα κατηγορίας) με τον οποίο συνήψε ερωτική σχέση τον Αύγουστο 2004. Τη σχέση αυτή ανακοίνωσε σχεδόν αμέσως, λόγω της προαναφερθείσας στενής τους φιλίας στον κατηγορούμενο, ο οποίος όμως για δικούς του καθαρά προσωπικούς λόγους αντέδρασε αρνητικά και άρχισε να εκφράζεται με απαξιωτικό τρόπο για το σύντροφό της, συμπεριφορά που δεν μεταβλήθηκε και μετά τη γνωριμία του με τον ΑΑ το Σεπτέμβριο 2004. Παράλληλα άρχισαν να έρχονται από τέσσερις (4) διαφορετικούς αριθμούς τηλεφώνων εξυβριστικού περιεχομένου μηνύματα στο κινητό τηλέφωνο της εγκαλούσας αλλά και του προαναφερομένου συντρόφου της, με αποτέλεσμα να υποχρεωθούν αμφότεροι σε αλλαγή του αριθμού του κινητού τηλεφώνου που ο καθένας είχε. Τα τηλεφωνήματα αυτά αιφνιδίως σταμάτησαν όταν η εγκαλούσα και ο σύντροφός της αποφάσισαν να διακόψουν τη σχέση τους τον Οκτώβριο 2004, γεγονός που πληροφορήθηκε από την εγκαλούσα ο κατηγορούμενος. Η εγκαλούσα όμως και ο ΑΑ χωρίς να ανακοινώσουν σε κανέναν το παραμικρό συνέχισαν να διατηρούν τηλεφωνική επαφή μεταξύ τους μέχρι το καλοκαίρι του 2005, οπότε επανασυνδέθηκαν. Κατά το μεσολαβήσαν διάστημα ο κατηγορούμενος θέλοντας να διαπιστώσει κατά πόσο η εν λόγω σχέση υφίστατο ερωτικά, αφενός ρωτούσε την ίδια την εγκαλούσα αλλά και τη φίλη και συνάδελφό της στην εργασία της - στο Α.Π.Θ. ΒΒ (εξετασθείσα στο ακροατήριο μάρτυρα κατηγορίας), αφετέρου δε τον Απρίλιο του 2005 και τον Ιούλιο του 2005 αφήρεσε από την οικία της εγκαλούσας, που βρισκόταν επί της ενταύθα οδού ..., τους μηνιαίους λογαριασμούς του κινητού της τηλεφώνου, που αποστέλλοντο από την εταιρία Cosmote, λαμβάνοντας έτσι γνώση μεταξύ άλλων και των αναλυτικών καταστάσεων των εισερχομένων και εξερχόμενων κλήσεων αυτής και τελώντας το αδίκημα του άρθρου 22 §4 του Ν.2472/1997 κατ' εξακολούθηση, που του αποδίδεται, αφού με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος έλαβε γνώση αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι "αρχείο" κατά την έννοια του ανωτέρω νόμου, συνιστά και ο εν λόγω λογαριασμός, αφού σ' αυτόν αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητος κάθε συνδρομητή καθώς και κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων (εν προκειμένω του συνδρομητή) όπως είναι οι εισερχόμενες και εξερχόμενες τηλεφωνικές του κλήσεις, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τηρούνται από την εταιρία κινητής τηλεφωνίας. Περαιτέρω από τα αυτά αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι αντιληφθείς στη συνέχεια ο κατηγορούμενος την επανασύνδεση της εγκαλούσας με τον ΑΑ, προς την οποία συνέχιζε να είναι αντίθετος, σε μη εξακριβωθείσες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος από 20-1-2006 έως 20-6-2006 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος προέβη στη σύνταξη αυτοκόλλητου διαφημιστικού φυλλαδίου και συγκεκριμένα μικρής διάστασης εντύπου, στο οποίο αφού ανέγραψε το όνομα, τη διεύθυνση της οικίας και τα τηλέφωνα εργασίας της εγκαλούσας στο Α.Π.Θ. (Πανεπιστήμιο) και στα Γυμναστήρια ... (στην Πλατεία ...) και ... (στην ...) καθώς και ότι αυτή παρέχει υπηρεσίες μασάζ, στη συνέχεια το ανατύπωσε σε άγνωστο, πάντως ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό εντύπων, τα οποία και ανήρτησε - επικόλλησε - πέριξ του χώρου της εργασίας της εγκαλούσας στο Α.Π.Θ., στα Γυμναστήρια ... και ... καθώς και έξω από την οικοδομή στην οποία διέμενε επί της οδού ..., καθιστώντας το περιεχόμενο αυτών προσιτό στο κοινό. Γνώση δε αυτών των ανατύπων έλαβε αόριστος αριθμός προσώπων εργαζομένων στο Πανεπιστήμιο, φοιτητών και διερχομένων από αυτό, εργαζομένων και γυμναζομένων στα προαναφερόμενα Γυμναστήρια καθώς και διερχομένων περαστικών όπως και επισκεπτών και διερχομένων έξωθι της οικοδομής όπου ευρίσκετο η οικία της εγκαλούσας. Το γεγονός όμως ότι η εγκαλούσα παρέχει υπηρεσίες μασάζ είναι ψευδές και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδές και ότι αυτό μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, καθόσον ενείχε αμφισβήτηση της προσωπικής, ηθικής και κοινωνικής της αξιοπρέπειας. Περί των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών λεπτομερής και κατηγορηματική υπήρξε η χωρίς όρκο εξέταση της εγκαλούσας αλλά και οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, ένας των οποίων (ΓΓ) αντιλήφθηκε τον κατηγορούμενο να επικολλά βραδινές ώρες τέτοια έντυπα έξω από το Γυμναστήριο ..., όπου γυμναζόταν και άλλοι, όπως η εργαζομένη ως γραμματέας στη ρεσεψιόν του Γυμναστηρίου ... ΔΔ, ενώπιον της οποίας, σε γενόμενο στο εν λόγω Γυμναστήριο τηλεφώνημα, η εγκαλούσα αναγνώρισε τη φωνή του κατηγορουμένου. Η κρίση αυτή, για την τέλεση εκ μέρους του κατηγορουμένου της ανωτέρω πράξεως, ενισχύεται από τα αναγνωσθέντα έγγραφα και συγκεκριμένα από τις επτά (7) χειρόγραφες σελίδες, οι οποίες έχουν εκβιαστικό, απειλητικό και προσβλητικό για την προσωπικότητα του ΑΑ περιεχόμενο και για τις οποίες η από 9-2-2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε στα πλαίσια της προανάκρισης επί εγκλήσεως του ανωτέρω παθόντος, αποφαίνεται ότι η γραφή των ανωτέρω εγγράφων ανήκει στη γραφική χάραξη του κατηγορουμένου και έχουν γραφεί από αυτόν, ουδόλως δεν αναιρείται η ανωτέρω κρίση από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων υπεράσπισης και το περιεχόμενο της απολογίας του κατηγορουμένου. Κατόπιν τούτων, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος όπως κατηγορείται για τις πράξεις οι οποίες του αποδίδονται όπως ειδικότερα περιγράφονται στο διατακτικό της παρούσης". Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως δια του τύπου κατ' εξακολούθηση, για την οποία καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 363 σε συνδυασμό προς το άρθρο 362 ΠΚ και του άρθρου 98 ΠΚ, που εφαρμόσθηκαν. Ειδικότερα, 1) παρατίθεται το δυσφημιστικό για την εγκαλούσα γεγονός, που περιλαμβάνεται στο αυτοκόλλητο διαφημιστικό φυλλάδιο που συνέταξε ο αναιρεσείων, στο οποίο ανέγραψε τα στοιχεία αυτής και το ψευδές γεγονός ότι παρέχει υπηρεσίες μασάζ, 2) προσδιορίζεται ο τρόπος με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε και διέδωσε ενώπιον τρίτων προσώπων το παραπάνω δυσφημιστικό γεγονός, με την αναφορά ότι προέβη στην ενέργεια αυτή με όργανο τον τύπο και συγκεκριμένα με την ανατύπωση ιδιαίτερα μεγάλου αριθμού αντιτύπων του ως άνω διαφημιστικού φυλλαδίου, τα οποία ανήρτησε στο χώρο εργασίας της εγκαλούσας (Πανεπιστήμιο και Γυμναστήρια (... και ...), καθώς και έξω από την οικία της, και μνημονεύονται τα τρίτα πρόσωπα, σε γνώση των οποίων περιήλθε το γεγονός αυτό (αόριστος αριθμός προσώπων εργαζομένων στο Πανεπιστήμιο, φοιτητών και διερχομένων από αυτό, εργαζομένων και γυμναζομένων στα Γυμναστήρια, διερχομένων περαστικών, επισκεπτών και διερχομένων έξω από την οικοδομή όπου κείται η οικία της), 3) αιτιολογείται ειδικώς ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος με την αναφορά ότι το γεγονός ότι η εγκαλούσα παρέχει υπηρεσίες μασάζ είναι ψευδές και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδές και ότι αυτό μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτής, καθώς ενείχε αμφισβήτηση της προσωπικής, ηθικής και κοινωνικής της αξιοπρέπειας, και την παράθεση συγκεκριμένων περιστατικών από τα οποία συνήγαγε την αναλήθεια του ως άνω γεγονότος και εκείνων από τα οποία πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι το γεγονός αυτό ήταν ψευδές, εφόσον αυτός από το έτος 2000 διατηρούσε στενή συναδελφική, φιλική και οικογενειακή σχέση με την εγκαλούσα, και 4) ο χρόνος που έλαβαν χώρα οι μερικότερες πράξεις της κατ' εξακολούθηση τέλεσης της πράξεως αυτής, που είναι το χρονικό διάστημα από 20.1.2006 μέχρι 20.6.2006, χωρίς να είναι αναγκαίος ο ακριβής προσδιορισμός των ημερομηνιών, κατά τις οποίες έλαβε χώρα κάθε μερικότερη πράξη, κατά τις οποίες, δηλαδή, τυπώθηκαν και τοιχοκολλήθηκαν τα έντυπα με το δυσφημιστικό περιεχόμενο στους τόπους που αναφέρθηκαν, αφού δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, δεύτερος και τέταρτος (ως προς την εν λόγω πράξη) λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας, όσον αφορά την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση της πράξεως, και νόμιμης βάσης, όσον αφορά την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 98 ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Η μερικότερη αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση των καταθέσεων της εγκαλούσας και των μαρτύρων κατηγορίας είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απαράδεκτη, γιατί πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Από την αλληλοσυμπλήρωση δε του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν γεννάται, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, καμιά αντίφαση σχετικά με τις μερικότερες πράξεις που συνιστούν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, αφού, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, το περιεχόμενο των φυλλαδίων έγινε προσιτό σε αόριστο αριθμό προσώπων από την ανάρτησή τους στους χώρους που προαναφέρθηκαν και η μερικότερη αιτίαση, με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμη.
Περαιτέρω, ο νόμος 2472/1997 "προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", όπως υπογραμμίζεται στην εισηγητική έκθεσή του, θεσπίστηκε σε εκπλήρωση υποχρέωσης του κοινού νομοθέτη, που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 και 19 του Συντάγματος, οι οποίες ανάγουν την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, προστατεύουν την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και διασφαλίζουν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, καθώς και το απόρρητο των επικοινωνιών του. Παράλληλα, όμως, η θέσπιση των ρυθμίσεων του νόμου τούτου ήταν επιβεβλημένη και ενόψει των προβλεπόμενων στην οδηγία 95/46/ΕΚ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24 Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών. Η οδηγία αυτή, όπως προκύπτει από το προοίμιό της, αποβλέπει στην εναρμόνιση των κρατών μελών, ώστε με την εγκαθίδρυση και λειτουργία της κοινοτικής εσωτερικής αγοράς να κατοχυρώνεται όχι μόνο η δυνατότητα κυκλοφορίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου. Το κεφάλαιο Α' του εν λόγω νόμου 2472/1997, όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001, (άρθρα 1-3) επιγράφεται ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, οι οποίες αναφέρονται στο αντικείμενο του νόμου, τους σχετικούς ορισμούς και το πεδίο εφαρμογής του. Έτσι, κατά το άρθρο 1 του νόμου τούτου, αντικείμενο αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: ... ε) Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια". Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Το άρθρο 22 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σ' αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες. Ειδικότερα, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Οι ποινικές κυρώσεις, όπως άλλωστε είναι φυσικό, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητάς τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεών του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε τις περιπτώσεις της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση "Αρχείων προσωπικών δεδομένων". Έτσι, κατά την παρ. 1 του άρθρου 22 γίνεται αξιόποινη η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή σύσταση και λειτουργία Αρχείου προσωπικών δεδομένων, κατά την παρ. 2 η διατήρηση "Αρχείου", χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της αρχής, κατά την παρ. 3 η χωρίς γνωστοποίηση στην Αρχή και άδεια απ' αυτήν διασύνδεση αρχείων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται α) ύπαρξη δεδομένων που περιλαμβάνονται σε "Αρχείο", ως τέτοιο δε θεωρείται, κατ' άρθρο 2 περ. ε, το σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελούν αντικείμενο "επεξεργασίας" και τηρούνται ή από το Δημόσιο ή από ενώσεις προσώπων ή φυσικά πρόσωπα, β) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο, στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ενώ ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θεωρούνται κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων και ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή. Έτσι, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι δεν θεωρούνται δεδομένα οι πληροφορίες των οποίων κάνει κάποιος χρήση και οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του, χωρίς να ερευνήσει αυτός κάποιο αρχείο ή χωρίς να του τις έχει μεταδώσει τρίτος που επενέβη σε αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του αρχείου ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης. Τούτο συνάγεται, επίσης, ευθέως και από τη διατύπωση των διατάξεων του άρθρου 22 παρ. 4, 5 και 6 του ως άνω νόμου, με τις οποίες απειλούνται ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παράνομης επεμβάσεως σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή αυθαίρετης χρησιμοποίησης του προϊόντος τέτοιας επεμβάσεως, όχι, όμως, και στην περίπτωση που δεν έχει γίνει τέτοια επέμβαση και ο φερόμενος ως δράστης γνωρίζει τα διαδιδόμενα από μόνος του, αφού, στην περίπτωση αυτή, δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα.
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά το διατακτικό σε συνδυασμό με το ως άνω αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, η πράξη της παραβάσεως του άρθρου 22§4 του ν. 2472/1997, για την οποία, επίσης, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, συνίστατο στο ότι αυτός, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 2005, αφαίρεσε από την οικία της εγκαλούσας τους μηνιαίους λογαριασμούς του κινητού της τηλεφώνου, λαμβάνοντας γνώση και των αναλυτικών λιστών των εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων αυτής. Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, οι πληροφορίες που περιέχονται στους λογαριασμούς (εισερχόμενες και εξερχόμενες κλήσεις), και ο οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του με τον παραπάνω τρόπο (αφαίρεση από την οικία της εγκαλούσας), δεν θεωρούνται δεδομένα με την έννοια του νόμου, καθόσον η αφαίρεση των ως άνω λογαριασμών από την οικία της εγκαλούσας δεν έγινε με οποιαδήποτε πρόσβαση ή έρευνα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου σε "αρχείο" προσωπικών δεδομένων, το οποίο, άλλωστε, τηρείτο από την εταιρία Cosmote, ούτε του τις μετέδωσε τρίτος που επενέβη στο αρχείο, γιατί εκλείπει η προϋπόθεση του "αρχείου" ως στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού. Επομένως, το Τριμελές Εφετείο, με τις προαναφερόμενες παραδοχές του ως προς την εν λόγω πράξη, ότι δηλαδή οι πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση του αναιρεσείοντος με τον τρόπο που προεκτέθηκε, αποτελούσαν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονταν σε αρχείο, εσφαλμένα ερμήνευσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2, 22§4 ν. 2472/1997, κατά παραδοχήν ως βασίμου του από το άρθρο 510§1 περ. Ε' ΚΠΔ τρίτου λόγου αναιρέσεως.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα κατά το κεφάλαιο που καταδίκασε τον αναιρεσείοντα για την πράξη της παράβασης του άρθρου 22§4 ν. 2472/1997. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρο 518§1 εδ. α ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 ν.3160/2003, "αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο Άρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο". Στην προκειμένη περίπτωση, αφού δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της ως άνω πράξεως, δεν πρέπει να παραπεμφθεί, ως προς την πράξη αυτή, η υπόθεση στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αλλά πρέπει ο αναιρεσείων να κηρυχθεί αθώος για την πράξη αυτή, και να απαλειφθεί η διάταξη που αφορά την ποινή φυλακίσεως ενός έτους που του επιβλήθηκε για το έγκλημα αυτό και η από αυτήν προελθούσα συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών με την επαύξηση της ποινής φυλακίσεως ενός έτους που επιβλήθηκε για το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως δια του τύπου κατά 6 μήνες, ώστε να διατηρηθεί μόνο η ποινή φυλακίσεως του ενός έτους για την πράξη για την οποία δεν αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθ. 960/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Χ αθώο του ότι στη ... τον Απρίλιο του έτους 2005 και τον Ιούλιο του έτους 2005, με περισσότερες από μία πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση, χωρίς δικαίωμα έλαβε γνώση αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και συγκεκριμένα στο ως άνω τόπο και κατά τους ως άνω χρόνους, αφαίρεσε από την οικία της εγκαλούσας τους μηνιαίους λογαριασμούς του κινητού της τηλεφώνου, λαμβάνοντας γνώση μεταξύ άλλων και των αναλυτικών λιστών των εισερχομένων και εξερχομένων κλήσεων αυτής.

ΑΠΑΛΕΙΦΕΙ τη διάταξη για την επιβολή ποινής φυλακίσεως ενός (1) έτους για την ανωτέρω πράξη, καθώς και για την επαύξηση της συντρέχουσας ποινής για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως δια του τύπου κατ' εξακολούθηση κατά 6 μήνες, διατηρουμένης της ποινής φυλακίσεως ενός (1) έτους που επιβλήθηκε για την τελευταία πράξη, η οποία έχει ανασταλεί.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26 Ιουνίου 2009 (υπ' αριθ. πρωτ. 5438/2009) αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή