Θέμα
Δικηγορική αμοιβή.
Περίληψη:
Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών αναστέλλονται για το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ οι προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων μέσων. Το εφετείο ορθώς δεν έλαβε υπ’ όψη, ως απαραδέκτως προβληθέντα, ισχυρισμό ΑΚ 281, που δεν είχε προβληθεί κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν αποδεικνυόταν στο σύνολό του, αλλά μόνο εν μέρει, εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Απορρίπτει την αίτηση.
Αριθμός 1337/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Μουστάκα και Ασπασίας Καρέλλου).
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Μαΐου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΟΙΝΗΣ ΩΦΕΛΕΙΑΣ" (ΤΑΥΤΕΚΩ) αρχικώς ως καθολικού διαδόχου του πρώην Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΔΕΗ" ως προς τον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης, τον Κλάδο Προνοίας και τον Κλάδο Υγείας, εν συνεχεία ως καθολικού διαδόχου μόνο ως προς τον Κλάδο Προνοίας και τον Κλάδο Υγείας και εν συνεχεία ως καθολικού διαδόχου μόνο ως προς τον Κλάδο Προνοίας και τον Κλάδο Υγείας σε χρήμα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Παπαδημητρόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ν. Μ. του Κ., κατοίκου ... που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Σπυρίδωνα Παπανικολάου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-4-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 109/2011 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1675/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-10-2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 30-4-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.
Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ.1, 495 παρ.1 και 2, 496 και 564 παρ.1 ΚΠολΔ, αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως είναι τριάντα ημέρες. Η προθεσμία αρχίζει από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και τελειώνει κατά τη λήξη του ωραρίου των δικαστικών υπηρεσιών την τριακοστή ημέρα ή, αν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης, μη εξαιρετέας ημέρας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 11 του διατάγματος της 26-6/10-7-1944 για τον κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου, σε όλες τις δίκες του Δημοσίου δεν τρέχει ουδεμία, απολύτως, προθεσμία σε βάρος αυτού κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Αυτό ισχύει, ρητώς, και για την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου, ήτοι και για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, με τη ρητή, επίσης, διευκρίνιση ότι και η προθεσμία, που τυχόν άρχισε πριν από τις δικαστικές διακοπές, αναστέλλεται κατά τη διάρκειά τους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ.2 του ΚΟΔΚαΔΛ (ν. 1756/1988), οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1η Ιουλίου και διαρκούν μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.4 εδ. α' του ν. 2579/1998, οι υπέρ του Δημοσίου ισχύουσες, προνομιακές διατάξεις του άρθρου 11 του διατάγματος της 26-6/10-7-1944, οι οποίες δεν καταργήθηκαν με την εισαγωγή του ΚΠολΔ και μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ως άνω αναστολή των προθεσμιών προς άσκηση ενδίκων μέσων κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, εφαρμόζονται και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), όπως το αναιρεσείον (ΑΠ 2316/ 2009). Κατ' εφαρμογή, όμως, της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος), οι διατάξεις αυτές, στο μέτρο που εισάγουν ευνοϊκές ρυθμίσεις, έχουν εφαρμογή όχι μόνο υπέρ του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, αλλά και υπέρ των αντιδίκων αυτών (ΟλΑΠ 12/2002, ΑΠ 2210/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, με την ένδικη, από 13-4-2010 (ημερομηνία καταθέσεως) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενος σύμβαση δικηγορικής εντολής, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ταμείο (ΝΠΔΔ), ως καθολικός διάδοχος του "Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ", να του καταβάλει, ως αναλογική αμοιβή για τη σύνταξη προτάσεων προκειμένου να συζητηθεί συγκεκριμένη υπόθεση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου (1% επί του αντικειμένου της διαφοράς, κατ' άρθρο 107 παρ.1 του τότε ισχύοντος ν.δ. 3026/1954 "περί του κώδικος των δικηγόρων"), το ποσό των 16.438 ευρώ. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 109/2011 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία αυτή έγινε δεκτή στο σύνολό της και επιδικάσθηκε το αιτηθέν ποσό. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το εναγόμενο Ταμείο άσκησε έφεση, επί της οποίας, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 1675/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με αυτήν, η έφεση απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την επ' αυτής σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας …, επιδόθηκε στο εναγόμενο Ταμείο την 15η Ιουλίου 2013. Σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, λόγω της εκ του νόμου αναστολής, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως άρχισε την 16η Σεπτεμβρίου 2013 και έληξε την 15η Οκτωβρίου 2013. Κατά της ως άνω αποφάσεως, το εναγόμενο Ταμείο άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία, όπως προκύπτει από την πράξη που υπάρχει στο τέλος αυτής, κατατέθηκε στην αρμόδια γραμματεία του Εφετείου Αθηνών την 14η Οκτωβρίου 2013, ήτοι μέσα στη νόμιμη προθεσμία, για τον προσδιορισμό της οποίας δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών. Επομένως, η ένδικη αίτηση, που ασκείται από ηττηθέντα διάδικο και στρέφεται κατά αποφάσεως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου μη υποκείμενης σε ανακοπή ερημοδικίας (ΚΠολΔ 552, 553 παρ.1 και 556 παρ.1), πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή.
2.
Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, στην κατ' έφεση δίκη θα μπορούσαν, κατ' εξαίρεση, να προταθούν από τον εκκαλούντα πραγματικοί ισχυρισμοί, που δεν είχαν προταθεί καθόλου ή είχαν προταθεί απαραδέκτως στην πρωτοβάθμια δίκη, μόνο αν γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 269 παρ.2 περ. γ' ΚΠολΔ, η βραδεία προβολή αυτοτελών ισχυρισμών, κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται και αν αυτοί αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με το σκοπό στον οποίο αποβλέπουν (ήτοι, στο σεβασμό των αρχών της ισότητας των δικονομικών όπλων, της εκατέρωθεν ακροάσεως και της οικονομίας της δίκης), συνάγεται ότι για το παραδεκτό της κατ' εξαίρεση, όψιμης προβολής αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και η, κατ' άρθρο 281 ΑΚ, ένσταση για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος, πρέπει η [παραχρήμα] απόδειξη "εγγράφως ή με δικαστική ομολογία" να περιλαμβάνει το σύνολο των προβαλλόμενων, ουσιωδών περιστατικών του ισχυρισμού έτσι, ώστε να καταλείπεται μόνο η υπαγωγή αυτών, καταφατικά ή αποφατικά, στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, χωρίς καμιά ανάγκη ουσιαστικής έρευνας. Σε διαφορετική περίπτωση, όταν, δηλαδή, μόνο ορισμένα από τα κρίσιμα περιστατικά, αλλά όχι άπαντα, αποδεικνύονται "εγγράφως ή με δικαστική ομολογία", η εξαίρεση δεν είναι δυνατό να ισχύσει, διότι για τα υπόλοιπα θα πρέπει να διεξαχθεί απόδειξη με άλλα αποδεικτικά μέσα.
3.
Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, προβάλλεται η αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά παράβαση των διατάξεων που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, αρνήθηκε να λάβει υπ' όψη τον ισχυρισμό του εναγομένου Ταμείου (εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος) περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος δικηγόρου (εκεί εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσιβλήτου) να αξιώσει αμοιβή και για τη σύνταξη προτάσεων, εν όψει του ότι αυτός (πάντοτε κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου), προκειμένου να επιτύχει την εις αυτόν ανάθεση της σχετικής δικηγορικής εντολής, εκουσίως, ελευθέρως και εγγράφως συμφώνησε με τα αρμόδια όργανα του εναγομένου να λάβει, όπως και πράγματι έλαβε, προκαταβολικά, αμοιβή 30.000 ευρώ για τη σύνταξη αγωγής με αντικείμενο 1.643.848,5 ευρώ, την κατάθεσή της στο αρμόδιο δικαστήριο και την παράστασή του κατά την πρώτη συζήτηση αυτής, η οποία σιωπηρώς, πλην ευλόγως, περιλάμβανε και τη σύνταξη προτάσεων, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο της παράστασης, γνωρίζοντας εξ αρχής ότι τα αρμόδια όργανα του εναγομένου δεν θα του ανέθεταν την εντολή, εάν είχε επιμείνει σε αμοιβή μεγαλύτερου ύψους και καλλιεργώντας προς αυτά την πεποίθηση ότι είναι ικανοποιημένος και ότι δεν πρόκειται, εκ των υστέρων, να διεκδικήσει υψηλότερη αμοιβή επικαλούμενος τις ευνοϊκότερες διατάξεις του κώδικα των δικηγόρων. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός, αν και δεν είχε καταχωρηθεί συνοπτικά στα πρακτικά συνεδρίασης (ΚΠολΔ 591 παρ.1 περ. γ', ΟλΑΠ 2/2005), αλλά περιλαμβανόταν μόνο στις προτάσεις, που το εναγόμενο είχε καταθέσει ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, λήφθηκε υπ' όψη και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος από το πρωτοδικείο. Κατόπιν, με την ασκηθείσα έφεση του εναγομένου, επαναφέρθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο τον απέρριψε ως, προεχόντως, απαράδεκτο, με ρητή μνεία του ότι δεν υπήρξε επίκληση, εκ μέρους του εκκαλούντος, κάποιας από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της κατ' άρθρο 527 ΚΠολΔ, όψιμης προβολής. Με τον εξεταζόμενο, μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο θα έπρεπε λάβει υπ' όψη τον ισχυρισμό, διότι το αναιρεσείον, ως εκκαλούν, είχε επικαλεσθεί την έγγραφη συμφωνία περί αναθέσεως της δικηγορικής εντολής και τα παραστατικά της καταβολής της συμφωνηθείσας αμοιβής προς τον αντίδικο δικηγόρο, ο οποίος, άλλωστε, ομολογεί τα περιστατικά αυτά. Παρατηρείται, όμως, ότι τα εν λόγω, εγγράφως αποδεικνυόμενα ή συνομολογούμενα περιστατικά δεν είναι τα μόνα, που θεμελιώνουν τον, κατά τα λοιπά νόμιμο (ΟλΑΠ 33, 34/2005, ΑΠ 663/1997), ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου. Αντιθέτως, για την ευδοκίμηση της ένστασης αυτής είναι απαραίτητη η απόδειξη και των λοιπών περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό, ήτοι του αν, κατά την αληθινή θέληση των συμβαλλομένων, στην καταβληθείσα αμοιβή περιλαμβανόταν και η σύνταξη των προτάσεων της συζήτησης στο πρωτοδικείο, καθώς και των περιστάσεων, υπό τις οποίες έγινε η ανάθεση της εντολής και η εξ αυτών διαμόρφωση συγκεκριμένης πεποίθησης στα όργανα εκπροσώπησης του αναιρεσείοντος. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας ορθώς αρνήθηκε να λάβει υπ' όψη, ακόμη και κατ' εξαίρεση, τον προβληθέντα ισχυρισμό και ουχί παρά το νόμο απάγγειλε το απαράδεκτο αυτού, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον εξεταζόμενο λόγο της αιτήσεως, υπό την εκδοχή της αναιρετικής πλημμέλειας είτε του αρ.8 είτε, κατ' ορθότερο χαρακτηρισμό, του αρ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ελέγχονται αβάσιμα.
4.
Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-10-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 1675/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. -Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Ιουνίου 2014. -Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 17η Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ