Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ηθική αυτουργία, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδορκία μάρτυρα, Δικαστηρίου σύνθεση.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση. Ψευδορκία μάρτυρα. Ηθική αυτουργία στην ψευδορκία μάρτυρος. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για κακή σύνθεση του Δικαστηρίου, έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.
ΑΡΙΘΜΟΣ 345/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Φράγγο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσείοντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ... και 2)Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Φωκά.
Με Πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Λαμτζίδη περί αναιρέσεως της 3437/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Σεπτεμβρίου 2009 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1305/09.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου οι υπ' αριθ. 55/14-9-2009 και 56/14-9-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ2 και Χ1, αντίστοιχα, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ' αριθ. 3437/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσ/κης και οι οποίες, ως συναφείς, πρέπει να καταδικασθούν.
Κατά το άρθρο 51 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 171 ΚΠΔ), τέτοια δε ακυρότητα προκαλείται και στην περίπτωση που δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την σύνθεση του δικαστηρίου. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 εδ. δ, 5 παρ. 1 περ. Α εδ. γ'και 17 στοιχ. Β παρ. 1, 3, 4, 5, 7 και 10 του Ν. 1756/88 όπως το τελευταίο άρθρο (17) ισχύει μετά την αντικατάσταση των παρ. 1, 3, 4 με το άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 2172/1993, της παρ. 7 με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 3327/2005 και της προσθήκης δύο εδαφίων στην παρ. 1 με το άρθρο 2 του Ν. 3346/2005, προκύπτει ότι στα Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς, όπου προβλέπεται αριθμός οργανικών θέσεων δέκα πέντε τουλάχιστον δικαστών και ειδικό ποινικό τμήμα, στο οποίο μετέχουν δικαστές που προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια και οι οποίοι ορίζονται για μια διετία από την ολομέλεια των Δικαστηρίων αυτών, το Τριμελές Εφετείο συγκροτείται νομίμως με κλήρωση, υπό την Προεδρία Προέδρου Εφετών ή Εφέτη (από τους ορισθέντες κατά τα παραπάνω) και μέλη δύο Εφέτες, χωρίς να είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται στην απόφαση του Tριμελούς Εφετείου, που προεδρεύεται από Εφέτη, ορισθέντα κατόπιν κληρώσεως, η αδυναμία, το κώλυμα ή η απουσία του Προέδρου Εφετών. Στην περίπτωση δε, κατά την οποία κάποιος από τους δικαστές που κληρώθηκε ως μέλος της συνθέσεως του Δικαστηρίου, κωλύεται για τους αναφερόμενους στη διάταξη της παραγράφου 7α λόγους, συγκροτείται με τη συμμετοχή αναπληρωματικών, κατά τα οριζόμενα στη άνω διάταξη του άρθρου 17 παρ. 7 περ. α'. Η μη τήρηση όμως των διατάξεων αυτών, όπως ρητώς ορίζεται στην παρ. 10 του αυτού άρθρου συνεπάγεται ακυρότητα, η οποία καλύπτεται αν δεν προεκθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προμετωπίδα της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 3437/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, τούτο συγκροτήθηκε από τους δικαστές "Άγγελο Λιάπη [επειδή κωλύεται ο Προεδρεύων Εφέτης Δημήτριος - Στέφανος Βόσκας για υπηρεσιακούς λόγους), νομίμως ορισθείς με απόφαση της Ολομέλειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης (άρθρο 2 ν. 3346/2005) και κληρωσθείς (άρθρο 17 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ (Ν. 1756/1988 όπως ισχύει)], Γεώργιο Ακρίβο, Στυλιανή Πανταζή, νομίμως κληρωθέντες (άρθρο 17 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ Ν. 1756/1988όπως ισχύει) κτλ". Οι αναιρεσείοντες - κατηγορουμένοι με τους ταυτόσημους πρώτους λόγους των κρινομένων αναιρέσεων, αιτιώνται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, συνιστάμενη στην κακή σύνθεση του Δικαστηρίου, διότι δεν προκύπτει εάν "ο Άγγελος Λιάπης" είναι δικαστικός λειτουργός, τι βαθμό αυτός φέρει, εν προκειμένω Eφέτης, Πρόεδρος Εφετών ή αρχαιότερος Eφέτης. Ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγοι αυτοί αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως απαράδεκτοι, αφού η υφιστάμενοι τυχόν ακυρότητα καλύφθηκε, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προεβλήθη προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, αλλά και αβάσιμοι, διότι σαφώς από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο "Άγγελος Λιάπης" τυγχάνει Εφέτης, ο οποίος νομίμως ορισθείς και κληρωθείς, όπως βεβαιούται στην απόφαση, αναπλήρωσε τον κωλυόμενο, για υπηρεσιακούς λόγους, προεδρεύοντα Eφέτη Δημήτριου - Στέφανο Βόσκα, δεν απαιτείτο δε να αναφέρεται, εάν είναι ο αρχαιότερος Εφέτης, αφού δια κληρώσεως ορίσθηκε. Επειδή, κατά το αρθρ. 229 παρ. 1 ΠΚ "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον αρχής, ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίκη του γι' αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε απ' αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Έτσι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση πως η καταμήνυση είναι ψευδής. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 § 2 του ΠΚ "με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται α) ο μάρτυρας να καταθέτει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμοδία για την εξέταση του, β) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή, και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει, ενώ ψευδορκία τελεί και ο ψευδομηνυτής, έστω και αν δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, όταν βεβαιώνει ενόρκως το ψευδές περιεχόμενο της έγκλησης του ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, στο οποίο την υποβάλει, ως αληθινό, παρότι γνωρίζει, ότι είναι ψευδές. Και ναι μεν δεν προβλέπεται από το νόμο η κατά την υποβολή της μήνυσης ή της έγκλησης ένορκη βεβαίωση του μηνυτή για το αληθές του περιεχομένου της έγκλησης του, πλην, όμως, γενομένη, θεμελιώνει, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά παραπάνω στοιχεία, το έγκλημα της ψευδορκίας μάρτυρα, αφού τούτο καθόλου δεν διαφέρει από την περίπτωση της ψευδούς ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος, κατά το άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠΔ, βεβαιώνει, ότι θα πει όλη την αλήθεια, ενόψει και του ότι η κατά το άρθρο 221 στοιχ. δ του ΚΠΔ απαγόρευση της όρκισης του πολιτικώς ενάγοντος, είτε στην προδικασία, είτε και στην κύρια διαδικασία, δεν είναι ταγμένη με ποινή ακυρότητας και η ένορκη κατάθεση του λαμβάνεται υπόψη προς σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, οπότε, με τον τρόπο αυτό, δυσχεραίνεται ή εμποδίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, από τη παραπάνω διάταξη του άρθρου 224 παρ.2 ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της ψευδορκίας το οποίο είναι διαζευκτικώς (ή υπαλλακτικώς) μικτό πραγματώνεται με πλείονες τρόπους στην ίδια κατάθεση (θετική ψευδής κατάθεση, απόκρυψη, άρνηση), μπορεί δηλαδή να συντελεσθεί είτε με καθένα ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόμενους τρόπους, είτε και με όλους μαζί οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δράσεως, ήτοι ενός μόνου εγκλήματος και κανένας από τους τρόπους αυτούς δεν αποκλείει τον άλλον. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περ. α'του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιαδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητος και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση μνα εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινείται ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός εάν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 2 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για ψευδή καταμήνυση και ψευδορκία μάρτυρα αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, αλλά περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, πράγμα που συμβαίνει και στο έγκλημα της ψευδώς καταμυνήσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την γνώση, όσον και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται, της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου η σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένης ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτελέσματα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Αρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 3437/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκαν ο μεν πρώτος κατηγορούμενος - αναιρεσείων Χ1, για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα, σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος - αναιρεσείων Χ2 για ψευδορκία μάρτυρα, σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, η εκτέλεση των οποίων (ποινών) ανεστάλη επί 3ετία. Στην αιτιολογία στη αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι, από την εκτίμηση των μνημονευόμενων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα εξής: "Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα. Συγκεκριμένα την 7-9-2001 υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης την με αριθμό καταθέσεως ... μήνυση του μεταξύ άλλων και σε βάρος του ήδη εγκαλούντα Ψ. Με την ανωτέρω μήνυση του, εν γνώσει, του κατεμήνυσε ψευδώς τον εγκαλούντα Ψ ότι την 6-8-2001 από κοινού με τη σύζυγο του ... Χ1 και Κ προέβησαν στην κατεδάφιση διαχωριστικού τοιχείου των γειτονικών ιδιοκτησιών τους που (κατά τους ισχυρισμούς του) είχε κατασκευαστεί το έτος 1980 κατόπιν κοινής συμφωνίας τους. Όλα όμως τα παραπάνω που διαλαμβάνονται στην προαναφερόμενη μήνυση του πρώτου κατηγορουμένου είναι ψευδή και αυτός τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους. Η αλήθεια είναι ότι ο εγκαλών Ψ και ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 λόγω της συγγενικής τους σχέσης (η σύζυγος του εγκαλούντος είναι αδελφή του πρώτου κατηγορουμένου) είχαν αγοράσει από ένα μερίδιο εξ αδιαιρέτου μιας έκτασης που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή της .... Μετά την αγορά της έκτασης αυτής οριοθέτησαν εντελώς πρόχειρα τη χρήση των δυο τμημάτων μεταξύ τους. Η οριοθέτηση αυτή ήταν πραγματική ως ένα σημείο με την τοποθέτηση μικρού διαχωριστικού συρματοπλέγματος και από εκεί και πέρα στο σημείο που άρχιζαν τα δυο κτίσματα ήταν νοητή (φανταστική) γιατί μεταξύ τους υπήρχε διάδρομος. Μετά την αγορά των δυο μεριδίων ο εγκαλών και ο πρώτος κατηγορούμενος έχτισαν λυόμενα κτίσματα για να τα χρησιμοποιήσουν ως θερινές κατοικίες. Μεταξύ των δυο λυόμενων κτισμάτων άφησαν ένα διάδρομο στον οποίο βλέπουν οι δυο πλάγιες όψεις των δυο κτισμάτων μέσω παραθύρων ώστε να φωτίζεται επαρκώς το εσωτερικό τους. Τον διάδρομο τον άφησαν και για το λόγο ότι στο τμήμα που βρίσκεται πίσω από τα δυο τμήματα εγκαταστάθηκε η οικογένεια της θυγατέρας του εγκαλούντος Κ, η οποία επίσης χρησιμοποιεί με την οικογένεια της το κτίσμα που έκτισε για παραθεριστική κατοικία ώστε να μπορεί να επικοινωνεί με την οικογένεια του πατέρα της Ψ. Στα είκοσι και πλέον έτη που αγοράστηκαν αυτά τα ακίνητα δεν είχε υψωθεί τοίχος ανάμεσα στις δυο ιδιοκτησίες, ο δε εγκαλών δεν είχε κανένα λόγο να υψώσει τέτοιο τοίχο αφού έπρεπε να εξασφαλίζεται ο φωτισμός των δυο κτισμάτων, από τα παράθυρα που βλέπουν στα παράθυρα αλλά και γιατί έπρεπε η επικοινωνία με την οικογένεια της θυγατέρας του Κ να είναι συνεχής και ανεμπόδιστη. Όπως αποδείχθηκε ο παραπάνω τοίχος διαστάσεων μήκους 7 μέτρων και ύψους 1 μέτρου περίπου χτίστηκε περί τον Ιούνιο του 2001 από τον δεύτερο κατηγορούμενο Χ2 κατόπιν σχετικής εντολής του πρώτου κατηγορουμένου Χ1 που εκείνο το χρονικό διάστημα βρισκόταν στη .... Το χτίσιμο αυτού του τοίχου το έκανε ο εξετασθείς και ως μάρτυρας στο ακροατήριο ... υπήκοος Βούλγαρος, τον οποίο πλησίασε ο δεύτερος κατηγορούμενος (ο οποίος κατά τα προαναφερόμενα είχε πάρει σχετική εντολή από τον πρώτο κατηγορούμενο) και του ανέθεσε την κατασκευή αυτού του τοίχου. Ο ανωτέρω μάρτυρας στην ένορκη κατάθεση του στο ακροατήριο κατέθεσε με κατηγορηματικότητα μεταξύ των άλλων: "Τον Ιούνιο του 2001 με πλησίασε ο 2°ς κατηγορούμενος για να κτίσω ένα τοίχο με τσιμεντόλιθους ανάμεσα στα δυο σπίτια....τότε μεταξύ των δυο σπιτιών υπήρχε ένας απλός διάδρομος, υπήρχαν πρόχειρα σύρματα και λαμαρίνες". Το ότι ο τοίχος αυτός χτίστηκε το έτος 2001 και όχι το 1980 επιβεβαιώθηκε εκτός από την κατάθεση του εγκαλούντος και από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων Θ ο οποίος μεταξύ των άλλων ανέφερε: "Το 2001 χτίστηκε το εν λόγω ντουβάρι με τσιμεντόλιθους ο δεύτερος κατηγορούμενος πρόσεχε το σπίτι του πρώτου κατηγορούμενου
" και ... ο οποίος μεταξύ των άλλων κατέθεσε: "Ο εν λόγω τοίχος χτίστηκε το 1981 τον Ιούνιο, πιο μπροστά δεν υπήρχε. Το έτος 2001 είδα γκρεμισμένο τον τοίχο". Το ότι ο επίδικος τοίχος χτίστηκε το έτος 2001 επιβεβαιώνεται και έμμεσα από την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως ... ο οποίος αφού στην αρχή ισχυρίζεται ότι μεταξύ των δυο κατοικιών υπήρχε κάποιος τοίχος από το 1981 ύψους 30 εκατοστών στη συνέχεια δέχεται ότι το έτος 2000 χτίστηκαν από πάνω οι τσιμεντόλιθοι και ότι το έτος 2001 γκρεμίστηκε αυτός ο τοίχος. Ο πρώτος κατηγορούμενος είναι βέβαιο ότι γνώριζε την αναλήθεια του ισχυρισμού του ότι ο επίδικος τοίχος που χώριζε την ιδιοκτησία του από την ιδιοκτησία του εγκαλούντος χτίστηκε για πρώτη φορά το έτος 2001. Η γνώση του αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι επισκέπτονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα την Ελλάδα και είχε πλήρη και απόλυτη γνώση της πραγματικής κατάστασης που υπήρχε ανάμεσα στην όμορη ιδιοκτησία του και την ιδιοκτησία του εγκαλούντος. Εξάλλου αν όπως ισχυρίζεται ότι ο επίδικος τοίχος είχε χτιστεί από το έτος 1980 κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας θα είχε δημιουργήσει διενέξεις μεταξύ των διαδίκων σε πολύ προγενέστερο χρονικό διάστημα και όχι μετά την πάροδο εικοσαετίας και πλέον, αφού ο εν λόγω τοίχος εμπόδιζε το φωτισμό των δυο κτισμάτων που βλέπουν στο διάδρομο. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε ότι την κατεδάφιση του επίδικου τοίχου κατά τον Αύγουστο του 2001 την έκανε ο εγκαλών Ψ, Την κατεδάφιση αυτή την έκαναν η σύζυγος του εγκαλούντος ... και η θυγατέρα αυτού Κ όπως αυτό κατατέθηκε ρητά στο ακροατήριο από τον μάρτυρα Θ. Το γεγονός αυτό το γνώριζε επίσης ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος αντλούσε τις σχετικές πληροφορίες από τον δεύτερο κατηγορούμενο που είχε και τη σχετική επίβλεψη της εξοχικής κατοικίας του στη .... Ούτε εξάλλου συνελήφθη επ' αυτοφώρω ο εγκαλών στην κατεδάφιση του επίδικου-τοίχου αλλά ούτε υπήρχαν και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που να του δίδουν την απόλυτη πεποίθηση ότι και ο εγκαλών είχε λάβει μέρος στην κατεδάφιση του διαχωριστικού τοιχείου. Επομένως η καταμήνυση που έγινε σε βάρος του εγκαλούντος για την προαναφερόμενη πράξη (η οποία είναι αντικειμενικά κολάσιμη και ψευδής) έγινε για τους λόγους που προαναφέρθηκαν εν γνώσει της, αναληθείας με σκοπό να κινηθεί η ποινική δίωξη εναντίον του καταμηνυθέντος Ψ. Επιπρόσθετα ο πρώτος κατηγορούμενος επιβεβαίωσε το ως άνω ψευδές περιεχόμενο της μηνύσεως του εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης κατά την κατάθεση της παραπάνω ψευδούς κατά το περιεχόμενο εγκλήσεως, βεβαιώνοντας εν γνώσει του το περιεχόμενο της εγκλήσεως του. Συγκεκριμένα βεβαίωσε τα ανωτέρω αν και γνώριζε (για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν) ότι ο πολιτικώς ενάγων δεν τέλεσε καμμία από τις αξιόποινες πράξεις της φθοράς και αυτοδικίας και το παραπάνω διαχωριστικό τοιχείο το οποίο μάλιστα δεν κατασκευάστηκε το έτος 1980 αλλά χτίστηκε από τον δεύτερο κατηγορούμενο κατόπιν εντολής αυτού. Περαιτέρω, ο πρώτος κατηγορούμενος με σκοπό την ευδοκίμηση της συναφούς με τα ανωτέρω αίτησης του περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 23810/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης παρότρυνε και τελικώς έπεισε με φορτικότητα το δεύτερο κατηγορούμενο να καταθέσει ενόρκως ως. μάρτυρας στη δίκη αυτή, εν γνώσει του τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα, ότι δηλαδή το διαχωριστικό τοιχείο που υφίστατο μεταξύ των ιδιοκτησιών χτίστηκε δήθεν το 1980, ενώ το αληθές είναι ότι αυτό το τοιχείο χτίστηκε το 2001, κατόπιν εντολής αυτού (α' κατηγορούμενου) από τον ως άνω συγκατηγορούμενό του παράνομα και αυθαίρετα το έτος 2001. Το ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προέτρεψε το δεύτερο κατηγορούμενο να καταθέσει ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου τα ψευδή αυτά γεγονότα προκύπτει ανενδοίαστα από το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε φιλικές σχέσεις με τον δεύτερο κατηγορούμενο έχοντας αναθέσει σ' αυτόν την επίβλεψη της εξοχικής κατοικίας του και ως εκ τούτου είχε αντικειμενικά τη δυνατότητα να τον πείσει να καταθέσει τα ως άνω ψευδή περιστατικά προκειμένου να τον ευνοήσει στη σχετική δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης κατά τη δικάσιμο της 2-3-2002. Άλλωστε ήταν ο μόνος που προσδοκούσε έννομο συμφέρον από την αίσια έκβαση αυτής της δίκης. Αποδείχθηκε τέλος ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος στις 2-8-2002 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης στην προαναφερθείσα δίκη ασφαλιστικών μέτρων με ενάγοντα - αιτούντα τον εγκαλούντα και εναγόμενο - καθού η αίτηση τον πρώτο κατηγορούμενο κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα ότι το διαχωριστικό τοιχείο που υφίστατο μεταξύ των ιδιοκτησιών των τότε διαδίκων χτίστηκε το έτος 1980, ενώ το τοιχείο αυτό χτίστηκε από ίδιο (β' κατηγορούμενο) κατόπιν εντολής του πρώτου κατηγορούμενου το έτος 2001. Το ότι ο β' κατηγορούμενος γνώριζε την αναλήθεια αυτού του ισχυρισμού του προκύπτει από το γεγονός ότι ήταν μόνιμος κάτοικος της περιοχής αυτής επισκεπτόμενος τακτικά την οικία του πρώτου κατηγορούμενου και επομένως είχε ιδίαν αντίληψη σχετικά με την πραγματική κατάσταση που υπήρχε μεταξύ των όμορων ιδιοκτησιών (μηνυτού και α' κατηγορούμενου) και επομένως και του χρόνου χτισίματος του επίδικου τοιχείου. Άλλωστε όπως αποδείχθηκε ο δεύτερος κατηγορούμενος ήταν αυτός που με εντολή του πρώτου κατηγορούμενου βρήκε εργάτες και επιμελήθηκε με δική του φροντίδα το χτίσιμο αυτού του τοιχείου κατά την άνοιξη του 2001....". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς κατά της μηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρος και της ηθικής αυτουργίας στην ψευδορκία μάρτυρος που καταδικάσθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος - αναιρεσείων Χ1 και της ψευδορκίας μάρτυρος ο δεύτερος τούτων Χ2, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1, 229 παρ. 1, 224 παρ. 2 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και δεν παρεβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο τελέσθηκαν οι πράξεις από τον πρώτο κατηγορούμενο Χ1, η υποβολή δηλαδή της μηνύσεως καθώς και τα περιστατικά που αναφέρονται στην μήνυση και ήταν ψευδή, αιτιολογείται δε ο σκοπός του άνω κατηγορούμενου - αναιρεσείοντος να προκληθεί η καταδίωξη του μηνυθέντος ήδη εγκαλούντος, και ότι αυτός βεβαίωσε ενόρκως το περιεχόμενο της ψευδούς μηνύσεως και ότι έπεισε τον δεύτερο κατηγορούμενο να καταθέσει ενόρκως ως μάρτυρας τα αναφερόμενα ψευδή γεγονότα. Περαιτέρω η γνώση του άνω κατηγορούμένου - αναιρεσείοντος ως προς το ψευδές των ισχυρισμών του, ότι ο εγκαλών κατεδάφισε το διαχωριστικό τοιχίο το οποίο είχε ανεγερθεί από το έτος 1980, αιτιολογείται πλήρως, από την παραδοχή ότι ο ίδιος έδωσε εντολή στον δεύτερο κατηγορούμενο να ανεγείρει το διαχωριστικό τοιχίο το έτος 2001, οπότε αυτός γνώριζε αναγκαίως την πραγματική κατάσταση από προσωπική αντίληψη αλλά και από τις πληροφορίες που ελάμβανε από το δεύτερο κατηγορούμενο και ως εκ τούτου δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων σχετικά με τη γνώση περιστατικών. Όσον αφορά την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει περιστατικά από τα οποία συνήγαγε ότι ο πρώτος έπεισε τον συγκατηγορούμενό του να τελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, την οποία τέλεσε, αυτή είναι αβάσιμη διότι στο σκεπτικό αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά όπως και τα μέσα που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος αναιρεσείων ήτοι ότι αυτός "έπεισε με φορτικότητα το δεύτερο κατηγορούμενο να καταθέσει ενόρκως ως μάρτυρας" στοιχεία επαρκή για την αιτιολόγηση της καταδικαστικής κρίσεως. Επίσης, αιτιολογείται ο άμεσος δόλος του δευτέρου κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Χ2, ο οποίος κατέθεσε ενόρκως, την 2-8-2002, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσ/νίκης κατά την εκδίκαση υποθέσεως ασφαλιστικών μέτρων, εν γνώσει του ψευδή περιστατικά. Συγκεκριμένα, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν και γνώριζε, εξ ιδίας αντιλήψεως αφού αυτός ο ίδιος επιμελήθηκε, κατ' εντολήν του πρώτου κατηγορούμενου, της ανεγέρσεως του τοιχίου το έτος 2001, κατέθεσε ψευδώς ότι το τοιχίο ανηγέρθη το έτος 1980.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'και Ε' του ΚΠΔ δεύτεροι, ταυτόσημοι, λόγοι των αιτήσεων αναιρέσεων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις, οι διαλαμβανόμενες στους δεύτερους λόγους των αιτήσεων, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρων λόγων αναιρέσεως προς έρευνα, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί έκαστος των αναιρεσειόντων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 83 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος (άρθρ. 176, 183 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθ. 55/14-9-2009 και 56/14-9-2009 αιτήσεις των Χ2 και Χ1 περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 3437/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσ/κης.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ
.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Φεβρουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Φεβρουαρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ