Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1576 / 2010    (Β, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση. 1) Η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 § 1α, 27 § 1 και 375 § 1 ΠΚ που εφάρμοσε, και 2) η κατηγορουμένη δεν στερήθηκε τα εκ του άρθρου 171 § 1δ ΚΠΔ δικαιώματά της και ως εκ τούτου δεν δημιουργήθηκε καμία ακυρότητα.




Αριθμός 1576/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Μπιχάκη Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Δημητρούλα Υφαντή-Εισηγήτρια, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Δημήτριο Κράνη και Βασίλειο Φράγγο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Τούμπα, για αναίρεση της 7168/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ του Δημοσθένους, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ασημάκη Φατούρο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Μαρτίου 2010 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 587/2010.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης της Χ κατά της υπ'αριθ.7168/2010 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών με την οποία η αναιρεσείουσα καταδικάσθηκε κατ'έφεση σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών για το αδίκημα της υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθηση ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατ'αρθρ.473 παρ.2 του ΚΠΔ με επίδοση της στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 31-3-2010, μετά την καταχώριση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στις 15-3-2010 στο προς τούτο τηρούμενο ειδικό βιβλίο (βλέπετε την από 15-3-2010 βεβαίωση του Εφετείου Αθηνών).
ΙΙ. Η αναίρεση περιέχει ως λόγους παραδεκτούς: 1)την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και 2) την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο.
ΙΙΙ. Η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης όταν σ'αυτή εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και συλλογισμοί, υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Προς τούτοις, η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρ.170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απάντησης σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης όπως παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που δίκασε ως Εφετείο ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των εις την απόφαση του αναφερόμενων κατ'είδος αποδεικτικών μέσων δέχθηκε τα εξής: " Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε, ότι η κατηγορουμένη έχει τελέσει τις πράξεις που της αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη. Κατ'αρχάς το Δικαστήριο κρίνει ότι η μάρτυρας που προτάθηκε από την πλευρά της πολιτικής αγωγής Ρ, δικηγόρος, παραδεκτά καταθέτει δεδομένου ότι προς τούτο υπέβαλε στο δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών αίτηση για να λάβει άδεια κατά το άρθρο 49 του Κώδικα περί Δικηγόρων με αριθμό πρωτοκόλλου ... και αυτή έγινε δεκτή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη κατά το χρονικό διάστημα από Δεκέμβριο 2002 μέχρι Μάρτιο έτους 2004 και ενώ είχε την ιδιότητα της δικαστικής επιμελήτριας έλαβε εντολή προς είσπραξη απαίτησης, εισέπραξε, αλλά δεν απέδωσε το σύνολο των εισπραχθέντων. Ειδικότερα, στις 20-9-2002 ο Ψ δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Τ παρέδωσε στην κατηγορουμένη το με αριθμό 547/2002 πρώτο απόγραφο εκτελεστό της υπ'αρ.5795/1998 αποφάσεως που είχε εκδοθεί σε βάρος της οφειλέτιδας του Ψ, κατοίκου ... με επιταγή προς πληρωμή του συνολικού ποσού των 14.067, 42€, προκειμένου αυτή να προβεί ως επιμελήτρια στις νόμιμες ενέργειες προς είσπραξη της απαίτησης. Η Πκατέβαλε στην κατ/νη στις 13-12-2002 το ποσόν των 2.000 ευρώ, σχετικά δε συντάχθηκε ιδιόγραφη απόδειξη την οποία και υπέγραψε η κατ/νη. Η ίδια οφειλέτις κατέβαλε για την ανωτέρω αιτία στο λογαριασμό της κατ/νης στις 26-2-2003 το ποσόν των 2.000 €, στις 27-3-2003 το ποσό των 2.000 € και στις 27-1-2003 το ποσόν των 3.000 €, όπως σαφώς αποδεικνύεται από τα γραμμάτια είσπραξης της ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ με αριθμούς αντιστοίχως Ε26307, Ε 16373 και Ε 19954, συνολικά λοιπόν η Π κατέβαλε 9.000 €. Απέδωσε, δε στον Τ και για λογαριασμό του εντολέα του τελευταίου Ψ το ποσόν 2.300 ευρώ, σχετικά δε συντάχθηκε απόδειξη ιδιόχειρη που φέρει ημερομηνία 28-1-2003 και κατέβαλε για την ίδια αιτία στον υπάλληλο του Ψ στις 13-12-2002 το ποσό των 1.700 €, συνολικά 4.000 €. Παρά την πολυετή συνεργασία μεταξύ κατ/νης και δικηγόρου Τ η πρώτη μετά τα ανωτέρω έπαυσε να εμφανίζεται σε αυτόν, δεν απαντούσε ούτε στις τηλεφωνικές κλήσεις του δικηγόρου. Αργότερα, ο Τ απευθύνθηκε με την υπ'αρ.πρωτοκόλλου 20634/28-11-2003 αίτησή του στον Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών Αθηνών διαμαρτυρόμενος για την κατ/νη ότι δεν μπορεί να την ανεύρει παρά τις προσπάθειές του για να του αποδώσει το απόγραφο της υπ'αρ.5797/98 αποφάσεως. Σε μεταγενέστερο χρόνο η κατ/νη επέστρεψε το απόγραφο αφήνοντάς το κάτω από την πόρτα του γραφείου του Τ, χωρίς όμως να αποδώσει και τα υπόλοιπα χρήματα των 5.000 € που είχε λάβει από την Π, όπως με πειστικότητα κατέθεσαν ο Τ και η Ρ, αλλά και ο Ψ. Η εμφανισθείσα από την κατηγορουμένη ιδιόγραφη απόδειξη σύμφωνα με την οποία αυτή στις 28-3-2003 παρέδωσε στον Τ το ποσόν των 5.000 € αποδείχθηκε ότι έχει συντάξει ως προς το περιεχόμενο από την κατηγορουμένη σε χαρτί που της είχε δώσει στο παρελθόν ο Τ, λόγω της πολυετούς συνεργασίας τους. Τούτο αποδεικνύεται τόσο λόγω της διαφορετικότητας της μονογραφής του Τ στις λοιπές αποδείξεις εισπράξεως χρημάτων από αυτόν, όσο και από την πειστικότητα του μάρτυρα αυτού Τ αλλά και της συνεργάτιδός του μάρτυρος Ρ. Άλλωστε η απόδειξη αυτή εμφανίσθηκε μετά την αναφορά που υπέβαλε σε βάρος της κατ/νης ο Ψ στο Σύλλογο Δικαστικών Επιμελητών Αθηνών με αριθμό 21074/9-3-2004. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η κατ/νη εισέπραξε 9.000 ευρώ, απέδωσε 4.000 € και εν γνώσει της ιδιοποιήθηκε παρανόμως το ποσόν των 5.000 €. Για τους ανωτέρω λόγους είναι απορριπτέα και η ένσταση εξόφλησης που προέβαλε η κατ/νη ως αυτοτελή ισχυρισμό." Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της αναγκαίας κατά τα προαναφερθέντα αιτιολογίας, αφενός διότι δεν ελήφθησαν υπόψη και δεν αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα οι καταθέσεις του μηνυτή και πολιτικώς ενάγοντος Ψ, και των μαρτύρων Π1, Π και Π2, ενώ λήφθηκαν υπόψη επιλεκτικά ως πειστικές μόνο οι καταθέσεις των μαρτύρων ΣΤ και ΡΤ [σκέλη Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ] και αφετέρου διέλαβε στο σκεπτικό της πραγματικά περιστατικά χωρίς την παράθεση των αποδείξεων από τις οποίες αυτά προέκυψαν (ημέρα παράδοσης στην κατηγορουμένη του 547/2002 πρώτου απογράφου εκτελεστού της 5795/1998 αποφάσεως 20.9.2002) και αντιφατικές παραδοχές και αιτιολογίες, αφού δέχεται το μεν νόθευση του περιεχομένου της ένδικης αποδείξεως και όχι της σφραγίδας και της υπογραφής του Τ το δε διαφορετική μονογραφή του Τ (δηλ. πλαστή) [σκέλος Ζ]. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ως προς όλα τα πιο πάνω σκέλη του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί με τις πιο πάνω παραδοχές της όπως αναλυτικά προαναφέρθηκαν, η προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 375 παρ. 1 του ΠΚ που εφάρμοσε.
Ειδικότερα ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας: α) μνημονεύονται κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση και δεν απαιτούνταν αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, προκύπτει όμως με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα στο σύνολο τους και όχι μόνο μερικά από αυτά, επομένως και τις καταθέσεις των μαρτύρων Π1, Π και Π2, ενώ δεν ήταν απαραίτητη η αιτιολόγηση γιατί κρίθηκαν πειστικές οι καταθέσεις των μαρτύρων Τ και Ρ, β) η κατάθεση του μηνυτή - πολιτικώς ενάγοντος Ψ δεν αναφέρεται μεν στο προΐμιο του σκεπτικού της αποφάσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει όμως με βεβαιότητα ότι λήφθηκε υπόψη από δικαστήριο, αφού μνημονεύεται ρητά στη σελ. 20 (όπως με πειστικότητα κατέθεσαν οι ... αλλά και ο Ψ) [η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαίο, ως τέτοια, να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, ειδικότερα όταν προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας), [όπως εν προκειμένω] ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και η κατάθεση του (ΑΠ 457/2010, 51/2010, 54/2010). Τέτοια δε βεβαιότητα σαφώς υφίσταται όταν το Δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του και στα περιεχόμενα στην κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος δυσμενή για τον κατηγορούμενο πραγματικά περιστατικά [όπως στην προκειμένη περίπτωση] (ΑΠ 1788/2008), γ) παρατίθενται οι αποδείξεις που στηρίζουν την παραδοχή ότι στις 20.9.2002 παρέδωσε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Τ στην κατηγορουμένη το 547/2002 πρώτο απόγραφο εκτελεστό της 5795/1998 αποφάσεως, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε στο ακροατήριο από την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη (ως στοιχείο της εναντίον της κατηγορίας) και δ) η παραδοχή της αποφάσεως σε σχέση με την εμφανισθείσα από την κατηγορουμένη ιδιόγραφη απόδειξη καταβολής στο Τ, στις 28.3.2003, ποσού 5000 ευρώ είναι σαφής και πλήρης, χωρίς αντιφάσεις. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις, κατά το μέρος που με την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικούς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες (ΑΠ 18/2010, 54/2010).
2. Ο δεύτερος λόγος, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (αρθρ. 171 παρ. 1 στοιχ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ) εκ του ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη έγγραφο που δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριο και συγκεκριμένα την 3085/13.3.2009 αίτηση της Ρ προς το ΔΣΑ και επέτρεψε την εξέταση της ως μάρτυρα παρά τις αντιρρήσεις της, χωρίς να προκύπτει απόφαση του Δ.Σ. του ΔΣΑ, αλλά απλώς η αναφορά "ναι" με σφραγίδα και υπογραφή του Προέδρου (σκέλη Α και Β) και την από 11.1.2010 εξώδικη πρόσκληση - δήλωση γνωστοποίησης μαρτύρων του πολιτικώς ενάγοντος Ψ(αρθρ. 326 ΚΠΔ) προς την αναιρεσείουσα που δεν περιλαμβάνεται στα αναγνωστέα έγγραφα (σκέλος Γ), στερώντας της έτσι τα υπερασπιστικά της δικαιώματα, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, και ειδικότερα: α) Κατά το Α σκέλος του, διότι από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης (σελίδα 3) σαφώς προκύπτει ότι από το συνήγορο της πολιτικής αγωγής "προσκομίσθηκε στο δικαστήριο και αναγνώστηκε η 3085/13.3.2009 αίτηση της Ρ προς τον Πρόεδρο του ΔΣΑ, καθώς και η από 16.3.2009 σχετική απάντηση", β) Κατά το Β σκέλος του, διότι από το σκεπτικό της αποφάσεως προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο αίτηση της ανωτέρω προς τον Πρόεδρο του ΔΣΑ και τη θετική απάντηση αυτού και βάσει αυτών έκρινε παραδεκτή την κατάθεση της μάρτυρος Ρ, απαντώντας έτσι και αιτιολογημένα στη σχετική αντίθετη ένσταση της κατηγορουμένης [Η αιτίαση ότι έπρεπε κατά το άρθρο 49 του ΝΔ 3026/1954, να υπάρχει άδεια του Δ.Σ. του ΔΣΑ και όχι του Προέδρου γιατί δεν επρόκειτο για κατεπείγουσα περίπτωση (αφού η δίκη είχε προσδιοριστεί για 26.3.2009 και προφανώς μπορούσε το Δ.Σ. να συνέλθει και να αποφασίσει σχετικά) είναι επίσης απαράδεκτη, διότι το κατεπείγον η μη κρίνεται από τα όργανα του ΔΣΑ, σύμφωνα με τις εσωτερικές του λειτουργίες και όχι από το δικαστήριο] και γ) Κατά το Γ σκέλος του, διότι από την επιτρεπτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης σαφώς προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη την από 11.1.2010 εξώδικη πρόσκληση - δήλωση γνωστοποίησης μαρτύρων του πολιτικώς ενάγοντος Ψ (αρθρ. 326 ΚΠΔ) προς την κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, η οποία δεν καταχωρήθηκε μεν στον κατάλογο των αναγνωστέων εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά (σελ. 9), προέκυψε όμως από τα άλλα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα: έγινε ρητή επίκληση αυτής τόσο από τον πολιτικώς ενάγοντα Ψ, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ασημάκη ΦΑΤΟΥΡΟΥ, ο οποίος αμέσως μετά την εκφώνηση από τον Πρόεδρο του ονόματος της κατηγορουμένης "δήλωσε στο δικαστήριο ότι σύμφωνα με την ... έκθεση επιδόσεως γνωστοποίησε ως μάρτυρα κατηγορίας την Ρ, το όνομα της οποίας εκφώνησε ο Πρόεδρος και βρέθηκε παρούσα", όσο και από την κατηγορουμένη και ήδη αναίρεσείουσα δια του συνηγόρου της, ο οποίος στην προβληθείσα ένσταση περί μη επιτρεπτού της εξέτασης της μάρτυρος ρητά αναφέρει "...με την από 11.1.2010 εξώδικη γνωστοποίηση μαρτύρων κοινοποιηθείσα σε μένα... κλπ". Επομένως, η κατηγορουμένη δεν στερήθηκε τα εκ του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ δικαιώματα της και ως εκ τούτου δεν δημιουργήθηκε καμία ακυρότητα.
Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 28-3-2010 αίτηση της Χ για αναίρεση της υπ'αριθ.7168/26-1-2010 τελεσίδικης απόφασης του Ζ' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Καταδικάζει επίσης την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος που ανέρχονται σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Σεπτεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Οκτωβρίου 2010.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή