Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2482 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Φοροδιαφυγή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ποινή, Πλαστογραφία, Λαθρεμπορία, Αναίρεση μερική.




Περίληψη:
Από κοινού λαθρεμπορία κατ' εξακολούθηση. Πλαστογραφία κακουργηματική κατ' εξακολούθηση με χρήση και όφελος άνω 249.465 €. Ν. 1608/1950 . Άμεση Συνέργεια σε φοροδιαφυγή με έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Αιτιολογείται επαρκώς ο κοινός δόλος όλων, η από κοινού δράση, δεν υπάρχει καμία ασάφεια ή αντίφαση. 2. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για παράνομη παράσταση πολιτικής αγωγής του Δημοσίου, διότι η δήλωση του παθόντος Δημοσίου είναι ορισμένη και νόμιμη, γίνεται ιδιαίτερη εξειδίκευση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό, επιδικάστηκε σε ολόκληρον, κατ' άρθρο 481 του ΑΚ, όπως και ζητήθηκε λόγω αδικοπραξίας και δεν ήταν αναγκαίο για το ορισμένο αυτής, να ζητείται διαιρετώς, ενώ, με την επιδίκαση ίσου και εύλογου ποσού, κατ' άρθρο 932 ΑΚ, όπως και στον πρώτο βαθμό, δεν παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας. (ΑΠ 784/2008). 3. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και 171 παρ. 1 Δ ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, των αναιρεσειόντων, ότι παραβιάσθησαν τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα και επήλθεν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί συνεκτιμήθηκαν έγγραφα Ιταλικών αρχών μη μεταφρασμένα και χωρίς να αναγνωσθούν στο ακροατήριο, διότι τα παραπάνω έγγραφα - απαντήσεις των Ιταλικών Τελωνειακών Αρχών, ναι μεν πράγματι δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και εκ τούτου είναι αδιάφορο αν ήταν μεταφρασμένα ή όχι στην Ελληνική γλώσσα, από το σύνολο όμως του προεκτεθέντος αιτιολογικού και από τα επισκοπούμενα πρακτικά του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, συνάγεται ότι το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων απαντήσεων των Ιταλικών τελωνειακών αρχών περί πλαστότητας των ΣΔΕ, προκύπτει από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων τελωνειακών υπαλλήλων και από το περιεχόμενο των εγγράφων της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και ΕΦΚ του Υπουργείου Οικονομικών προς το Τελωνείο Αχαρνών, που διερεύνησε τα πλαστά ΣΔΕ, στα πλαίσια της ενδοκοινοτικής επαλήθευσης και διοικητικής συνδρομής και τα οποία τελευταία έγγραφα αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο με αύξοντες αριθμούς 35 και 134 και επομένως οι κατηγορούμενοι πληροφορήθηκαν τα στοιχεία τους και το περιεχόμενο τους. Συνεπώς οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο και των Ιταλικών εγγράφων αυτών και το Πενταμελές Εφετείο, ορθώς έλαβε υπόψη του και τις εν λόγω έγγραφες απαντήσεις των αρμοδίων Τελωνειακών Αρχών της Ιταλίας. 4. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος της αιτήσεως του 2ου αναιρεσείοντος για αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης επί των πλαστών εγγράφων (4 ΣΔΕ), διότι το δικαστήριο στο αιτιολογικό του εκ του πράγματος δέχθηκε ότι ήταν σε θέση να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί των υπαιτίων της εν λόγω πλαστογραφίας από τα υπάρχοντα λοιπά αποδεικτικά μέσα, η αιτιολογία δε αυτή, που συμπληρώνεται από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως ως προς την πράξη της πλαστογραφίας, είναι η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη και δεν ήταν αναγκαίο να διαλάβει το δικαστήριο για την πληρότητα της άλλα επί πλέον στοιχεία. 5. Βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως, καθόσον αφορά τη διάταξη περί επιβολής χρηματικής ποινής για την πράξη της λαθρεμπορίας, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ελλιπή αιτιολογία, αφού κατά την εφαρμογή του άρθρου 160 παρ. 1, 2 του ισχύοντος από 1-1-2002 επιεικέστερου ν. 2960/2001, βάσει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ (χρόνος τελέσεως από 2-10-2000 έως 5-7-2001) δε γίνεται μνεία ούτε βεβαιώνεται στην αιτιολογία, όπως θα έπρεπε κατά το νόμο, ότι δεν κατέστη δυνατόν να δημευθούν τα εμπορεύματα (ποτά), που ήσαν αντικείμενο της λαθρεμπορίας και ότι για το λόγο αυτό επιβάλλεται χρηματική ποινή. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.




Αριθμός 2482/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Χριστόφορο Κοσμίδη (κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Ανδρέα Ξένου), Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτου Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Κάτανο και 2) Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κατσιάβο, για αναίρεση της 908/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Γεώργιο Καρακώστα.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 5 Μαΐου 2009 και 6 Μαΐου 2009 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, ως και στα από 5 Οκτωβρίου 2009 δύο χωριστά δικόγραφα των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 750/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως α) από 6/6-5-2009 του κατηγορουμένου Χ2 και β) από 5/6-5-2009 του κατηγορουμένου Χ1, όπως έχουν διαμορφωθεί με τους παραδεκτώς ασκηθέντες, με τα από 2-10-2009 και 5-10-2009 δικόγραφα, πρόσθετους λόγους, κατά της 908/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του ισχύοντος κατά το χρόνο τελέσεως της ένδικης πράξεως ν.1165/1918 "περί Τελωνειακού Κώδικος", λαθρεμπορία είναι: α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό, είτε σε εισπραττόμενο στα τελωνεία τέλος, φόρο ή, δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο ή χρόνο και β) κάθε οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο, από τους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα που πρέπει να εισπραχθούν απ' αυτό για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν σε χρόνο και τόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζει ο νόμος. Ως λαθρεμπορία θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή έχουν τεθεί τη γενική κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το παραπάνω αδίκημα. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ιδρύεται αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπα εκτός του εισαγωγέα εμπορευμάτων, που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό ή εισπραττόμενο στο τελωνείο τέλος, φόρο ή δικαίωμα, που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του κράτους χωρίς τη γραπτή άδεια της τελωνειακής αρχής. Υποκειμενικώς για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα που κατέχει ή διακινεί, είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την παραπάνω έννοια, καθώς και στη θέληση να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο εισαγωγικό δασμό, φόρο, τέλος ή δικαίωμα. Περαιτέρω στο άρθρο 102 παρ. 1 στοιχ. β' περ. γ' και δ' ορίζεται: Α)... Β) δια φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους α)... β)... γ) εάν οι δασμοί, φόροι, τέλη ή δικαιώματα, των οποίων στερήθηκε το δημόσιο ανέρχονται σε σημαντικό ποσό και δ) εάν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 102 και 107 που περιέχονται στο υπό τον τίτλο "περί ποινών της λαθρεμπορίας" ΙΔ' κεφάλαιο του ν.1165/1918, κατά πάσα περίπτωση λαθρεμπορίας, εκτός από την ποινή φυλακίσεως που επιβάλλεται, δημεύονται τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτής και, εάν, για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη η δήμευση τους, επιβάλλεται στον κηρυχθέντα ένοχο αυτής χρηματική ποινή, ίση με την αξία CIF προσαυξημένη με τις δασμολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αντικείμενα της λαθρεμπορίας που δεν δημεύθηκαν. Περαιτέρω, με το ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", η ισχύς του οποίου άρχισε από 1-1-2002 (άρθρο 185), καταργήθηκε ο Ν. 1165/1918 "Περί Τελωνειακού Κώδικος". Οι αντίστοιχες δε προς τις παραπάνω διατάξεις είναι οι διατάξεις των άρθρων 155 παρ. 1, 2 περ. ζ', οι οποίες ορίζουν τι είναι λαθρεμπορία και των άρθρων 157 και 160 παρ. 1-2 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, οι οποίες προβλέπουν για τον ένοχο λαθρεμπορίας τις αυτές, με τις ίδιες διακρίσεις, ποινές φυλακίσεως, καθώς και υπό την αυτή προϋπόθεση χρηματική ποινή, που όμως είναι ίση με μόνη την αξία CIF, χωρίς, δηλαδή, την προσαύξηση με δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αντικείμενα της λαθρεμπορίας. Έτσι, ο νέος νόμος ως προς την ποινική μεταχείριση του ενόχου λαθρεμπορίας, περιέχει ευμενέστερες διατάξεις και γι' αυτό εφαρμόζεται και στις υποθέσεις που τελέσθηκαν προ της 1-1-2002 και που δεν έχουν αμετακλήτως εκδικασθεί (άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ). Από τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Για την κακουργηματική μορφή της πλαστογραφίας, απαιτείται πλέον, κατά την παράγραφο 3 α, β του άρθρου 216 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 2β του ν. 2721/1999, όχι μόνο σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκοπός αυτού να βλάψει άλλον, αλλά και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ) ή διάπραξη πλαστογραφιών κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ). Εξάλλου, το έγκλημα της πλαστογραφίας είναι σχετικό με τα υπομνήματα, προϋποθέτει κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνήσιου εγγράφου και έχει χαρακτήρα σωρευτικά μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, που αναφέρονται στο νόμο, δηλαδή η κατάρτιση εξ αρχής πλαστού εγγράφου και η νόθευση γνήσιου, δεν μπορεί να εναλλαχθούν μεταξύ τους και κάθε τρόπος, συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.1608/1950, περί αυξήσεως των προβλεπομένων για τους καταχραστές του Δημοσίου ποινών, όπως ισχύει μετά το ν. 1738/1987, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Ποινικού Κώδικα, μεταξύ των οποίων και το 216 ΠΚ για την πλαστογραφία, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης, ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο, υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών (που μετά το άρθρο 4 παρ. 3 του ν.2408/1996 αυξήθηκε σε 50.000.000 δραχμές), επιβάλλεται η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή ποινή. Από τη διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ προκύπτει ακόμη, ότι στις περιπτώσεις που προσβάλλονται κατ' εξακολούθηση περιουσιακά έννομα αγαθά, κρίσιμο μέγεθος για τον προσδιορισμό της σχετικής αξίας (του οφέλους ή της ζημίας) ως ευτελούς, ιδιαίτερα μεγάλης, ανώτερης των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ κ.λ.π είναι το άθροισμα του αντικειμένου του συνόλου των μερικότερων πράξεων. Περαιτέρω, με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2721/1999 στο άρθρο 98 του ΠΚ προστέθηκε και δεύτερη παράγραφος που έχει ως εξής: "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Σε τούτο συνηγορεί και το ότι με την παραγρ. 2 του ίδιου άρθρου 14, η με την παραγρ. 7 του ν. 2408/1996 προστεθείσα φράση στο τέλος της παραγρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ αντικαταστάθηκε ως εξής: "αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000)". Κατά δε το άρθρο 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενού εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της πληρότητας της αιτιολογίας κατά την εφαρμογή του άρθρου 45 του ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, βάση των οποίων το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. Δεν απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 β' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης. Από την τελευταία αυτή διάταξη του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της άμεσης συνέργειας, απαιτείται ο αυτουργός να διαπράξει ή να αποπειραθεί να διαπράξει την άδικη πράξη που συνιστά έγκλημα και ο συνεργός να τελέσει κατά τη διάρκεια αυτού του εγκλήματος και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, πράξη υποστηρικτική της άνω κύριας πράξης του αυτουργού, δηλαδή άμεσα συνδεδεμένη με αυτή βοηθητική ενέργεια, σε τρόπο ώστε, χωρίς αυτή, με βεβαιότητα δε θα ήταν δυνατή η τέλεση του εγκλήματος από τον αυτουργό.
Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως θεμελιώνει και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 908/2009 απόφαση του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Σε εκτέλεση εντολών ελέγχου έρευνας του ΣΔΟΕ, που δέθηκαν από την Κεντρική Υπηρεσία του στην περιφερειακή διεύθυνση Δυτικής Μακεδονίας που είχε προέλθει σε έλεγχο άλλων εταιριών (ΚΟΣΜΟΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΕ με έδρα το ... και ΕΝΑ Α.Β.Ε.Ε.Π.Υ με έδρα τον ...), που διακινούσαν αλκοολούχα ποτά και ήταν κάτοχοι αδειών λειτουργίας φορολογικών αποθηκών ελέχθηκε από κλιμάκιο υπαλλήλων του ΣΔΟΕ περιφερειακής Διεύθυνσης Δυτικής Μακεδονίας (...), στο οποίο συμμετείχαν και οι εξετασθέντες ως μάρτυρες τόσο πρωτοδίκως όσο και στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου ΑΑ, ΒΒ και ΓΓ ελέχθηκε από 5 Ιουλίου 2001 η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ, που είχε έδρα στη ... στην οδό ... αριθμός ... με αντικείμενο εργασιών διανομές ποτών και ήταν κάτοχος αδείας λειτουργίας φορολογικής αποθήκης υπ' αριθμό ... από τον Οκτώβριο του έτους 2000, οι χώροι δε της φορολογικής αποθήκης της ευρίσκοντο στις ... επί της οδού ... αριθμός ... Η εταιρεία ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ περιλαμβανόταν μεταξύ των προμηθευτών αλκοολούχων ποτών της εταιρείας ΚΟΣΜΟΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΕ και της εταιρείας ΕΝΑ ΑΒΕΕΠΥ και θεωρήθηκε ύποπτη και ζητήθηκε αρχικά, εν όσω ελεγχόταν από την περιφερειακή Διεύθυνση ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας οι συναλλαγές των εταιρειών ΚΟΣΜΟΕΜΠΟΡΙΚΗ και ΕΝΑ ΑΒΕΕΠΥ, να διενεργηθεί έλεγχος στη ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ από την αρμόδια περιφερειακή Διέυθυνση ΣΔΟΕ Αττικής και από την αρμοδία Δ.Ο.Υ διότι δεν έδιναν στοιχεία σχετικά με τη διακίνηση ποτών από τις φορολογικές αποθήκες της προς τις δύο προαναφερθείσες εταιρείες και αυτά που έδωσαν εγγράφως κρίθηκαν ελλιπή ή λανθασμένα, όπως αναφέρουν οι ελεγκτές του ΣΔΟΕ περιεφερειακής Διεύθυνσης ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας στην αναγνωσθείσα από 8/2/2002 υπ' αριθμ. υπόθεσης ..., ..., ... και ... έκθεση ελέγχου-πορισματική Αναφορά του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος. Περιφερειακή Διεύθυνση Δυτικής Μακεδονίας - Τμήμα Ναρκωτικών και όπλων. Από τους κατηγορουμένους ο Χ2 ήταν εταίρος στην ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ με ποσοστό συμμετοχής 40% και ο Χ1 ήταν υπάλληλος της εν λόγω εταιρείας ασχολούμενος με τις οικονομικές συναλλαγές και τις τραπεζικές εργασίες που αφορούσαν την εταιρεία καθώς και με τις υποθέσεις της εταιρείας που είχαν σχέση με το τελωνείο ενώ ασχολείτο και με τις παραγγελίες πελατών και κατά την έναρξη του ελέγχου που έγινε στις 5/7/2001 από τους άνω υπαλλήλους του συνεργείου της περιφερειακής Διεύθυνσης ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας βρισκόταν στο χώρο έκδοσης των φορολογικών στοιχείων στην έδρα της εταιρείας ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ στη ... και στον χαρτοφύλακα του περιέχονταν διάφορα έντυπα και άλλα στοιχεία και αντικείμενα που είχαν σχέση με τις εργασίες που εκτελούσε για την εταιρεία ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ που διαπίστωσαν οι υπάλληλοι του άνω συνεργείου του ΣΔΟΕ που έκαναν τον έλεγχο την ημέρα εκείνη ότι επρόκειτο για μηχανική σφραγίδα της επιχείρησης BALDACCI ΕΠΕ μηχανική σφραγίδα της επιχείρησης ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Α.Ε στέλεχος (μπλόκ) αποδείξεων είσπραξης της εταιρείας ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΚΩΝ ΑΕ των 50 φύλλων από τα οποία ήταν συμπληρωμένα με καταχωρήσεις τα φύλλα από Νο 1401 έως 1406, ένα θεωρημένο στέλεχος (μπλόκ) ΔΑ της ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ Νο 151-200, ένα θεωρημένο μπλόκ ΔΑ-1 Νο 1-50 της επιχείρησης BALDACCI ΕΠΕ, που κατασχέθηκαν από τους ελέγχοντες υπαλλήλους του ΣΔΟΕ ... Ο κατηγορούμενος Χ2 ήταν από τότε που η εταιρεία έκανε έναρξη εργασιών της στη ΔΟΥ ... τον Απρίλιο του έτους 1997 μέχρι το Σεπτέμβριο του έτους 2000 διαχειριστής της εταιρείας ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ - ΔΙΟΝΟΜΕΙΣ ΠΟΤΩΝ κατά τα οριζόμενα στο καταστατικό της. Μετά την τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας αυτής την αλλαγή επωνυμίας της και τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων τους από του εκ των αρχικών εταίρων ..., ... και ... στον ΔΔ, Κυπριακής ιθαγένειας ο οποίος εισήλθε στην εταιρεία ως εταίρος με ποσοστό 60% του εταιρικού κεφαλαίου με την ... πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Μιχαλοπούλου ορίσθηκε διαχειριστής της εταιρείας ο ΔΔ. Ο ανωτέρω ΔΔ, ο οποίος ήταν κατηγορούμενος στη δίκη στον πρώτο βαθμό αλλά δεν ερευνάται ως προς αυτόν η υπόθεση στην προκειμένη ποινική δίκη αφού δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εκκαλούντων δεν ήταν συνεχώς στην εταιρεία ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ αλλά διηύθυνε τις υποθέσεις της όταν δεν απουσίαζε και τις πράξεις διαχείρισης ενεργούσε ο Χ2 που φρόντιζε και να ευρίσκει πελάτες για την διάθεση ποτών. Ο ΔΔ δεν εμφανίσθηκε ούτε κατά τον έλεγχο που διενήργησε στην εταιρεία αυτήν το κλιμάκιο της περιφερειακής Διεύθυνσης ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας. Με το υπ' αριθμό ... πληρεξούσιο της Συμβ/φου Αθηνών Ελένης Αναστασάκη ο ΔΔ είχε διορίσει ειδικό πληρεξούσιο αντιπρόσωπο και αντίκλητό του τον Χ2 προς τον οποίο χορήγησε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να ενεργεί όλες τις πράξεις διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρείας. Ο Χ2 έκανε συναλλαγές με τρίτους για να τους προμηθεύει αλκοολούχα ποτά της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ είτε ο ίδιος είτε μέσω του Χ1 είτε άλλων υπαλλήλων πωλητών επιχείρησης αυτής όπως ο ΕΕ, που εξετάσθηκε ως μάρτυρας είτε με τρίτους που δέχθηκαν να συνεργασθούν με την ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ και δραστηριοποιούνταν στην πώληση ποτών σε διάφορες επιχείρησεις εμπορίας ποτών στην επαρχία. Ο κατηγορούμενος Χ2 ήταν έμπειρος και γνώριζε καλώς τις συναλλαγές στο χώρο διακίνησης αλκοολούχων ποτών εν όψει και του ότι είχε κατά το παρελθόν διατελέσει σημαντικό στέλεχος στην εταιρεία ΜΕΤΑΞΑ, όπως ανέφεραν στις καταθέσεις τους και οι μάρτυρες υπεράσπισης ... και ... Η ανάληψη της διαχείρισης της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ από τον ΔΔ έγινε χωρίς να παύσει ο κατηγορούμενος Χ2 να ασχολείται με παρόμοια καθήκοντα για να εξυπηρετηθούν οι έναντι των φορολογικών και τελωνειακών αρχών διατυπώσεις από τον μήνα Οκτώβριο 2000, που άρχισε η λειτουργία της φορολογικής αποθήκης της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ ώστε να υπάρχει έναντι των ελεγκτικών αρχών συγκεκριμένο άτομο το οποίο θα ανεζητείτο ως υπεύθυνος λόγω της ιδιότητος του ως διαχειριστή της συγκεκριμένης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και η ανεύρεση του οποίου θα ήταν δυσχερής παρά τη δηλωθείσα διεύθυνση διανομής του στην ..., αφού ήταν Κύπριος και απουσίαζε συχνά στην αλλοδαπή. Ο Χ2 ασκούσε και εκείνος πράξεις διαχείρισης αυτής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και με τον συγκατηγορούμενο του Χ1 ενεργούσαν για να γίνεται διάθεση στην εσωτερική κατανάλωση μέρους των διακινηθέντων αλκοολούχων ποτών από την αποθήκη της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ στις ... σε άλλες επιχειρήσεις εμπορίας ποτών με παραστατικά παράτυπα μη ανταποκρινόμενα στην πραγματικότητα για να αποφεύγεται η καταβολή των οφειλομένων δασμών και φόρων. Ο Χ2 και ο Χ1 που είχε εμφανισθεί ως διευθύνων της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ σε πράκτορα της ασφαλιστικής εταιρείας που μεσολάβησε είχαν φροντίσει προκειμένου να εξασφαλισθεί η άδεια φορολογικής αποθήκης να κατατεθεί από την εταιρεία ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ στο Τελωνείο Αχαρνών εγγύση ποσού 35.000.000 δραχμών με την υπ' αριθμό ... εγγυητική επιστολή και ταυτάριθμο ασφαλιστήριο συμβόλαιο της ασφαλιστικής εταιρείας NORDSTERN COLONIA HELLAS Α.Ε.ΓΑ., πριν ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις για την τροποποίηση της εταιρείας αυτής και τα εταιρικά τους μερίδια και το πρόσωπο του διαχειριστή της δόθηκε αργότερα πρόσθετη εγγύηση υπέρ της εταιρείας ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ με νεότερη εγγυητική επιστολή, εξέτασαν δε αυτές οι εγγυητικές επιστολές για να πληρωθούν μέρος των οφειλομένων φόρων και δασμών για τις ποσότητες ποτών που θεωρήθηκαν ως ελλείματα από το κλιμάκιο του ΣΔΟΕ που έκανε έλεγχο στη φορολογική αποθήκη αυτής της εταιρείας και που διακινήθηκαν παράτυπα από την εταιρεία ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ μετά τον καταλογισμό που έγινε από την υπηρεσία του Τελωνείου Αχαρνών όπως κατέθεσε ο εξετασθείς ως μάρτυρας και πρωτοδίκως και στο παρόν δικαστήριο υπάλληλος ΣΤ, που υπηρετούσε στο Τελωνείο Αχαρνών κατά την κρίσιμη περίοδο λειτουργίας της φορολογικής αποθήκης της άνω εταιρείας αλλά και η μάρτυρας στην ... ΓΓ όπως και ο μάρτυρας ΑΑ. Από τους κατηγορουμένους ο Χ2 ως ασκών διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ με βάση το προαναφερθέν προς αυτόν πληρεξούσιο του ΔΔ και ο Χ1 ως υπεύθυνος πωλήσεων της ιδίας εταιρείας χρησιμοποίησαν φορολιγικά στοιχεία τιμολόγια πώλησης και δελτία αποστολής της εταιρείας ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ και της εταιρείας BALDACCI Ε.Π.Ε για να διακινήσει και πωλήσει αλκοολούχα ποτά από την φορολογικής της αποθήκη διότι αν χρησιμοποιούνταν φορολογικά στοιχεία της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ θα έπρεπε να καταβάλει τους αναλογούντες δασμούς και φόρους στο τελωνείο, όπως προέκυψε από όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες υπάλληλοι του ΣΔΟΕ ... ΓΓ, ΒΒ και ΑΑ με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου Αλκοολούχα ποτά είχε διαθέσει η ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ και με φορολογικά στοιχεία της επιχείρησης του εκκαλούντος κατηγορουμένου ΖΖ, όπως αυτά που αφορούσας λαθραία αλκοολούχα ποτά που πωλήθηκαν στην επιχείρηση εμπορίας ποτών-αναψυκτικών-καφέδων στο 5ο χιλιόμετρο Ε.Ο. ...-... του ..., ο οποίος είχε παραλάβει τέτοια αλκοολούχα ποτά και εμ εικονικά τιμολόγια δελτία-αποστολής της επιχείρησης BALDACCI Ε.Π.Ε αν και οι συναλλαγές είχαν γίνει κατόπιν παραγγελιών που είχε δώσει στον κατηγορούμενο Χ2, που γνώριζε από απαλαιά και τα χρήματα για την αξία των κατετέθησαν στον Τραπεζικό λογαριασμό του άνω κατηγορουμένου στην Τράπεζα ALPHA BANK. Λαθραία αλκοολούχα ποτά πωλήθηκαν και στην επιχείρηση χονδρικού εμπορίου ποτών στις ... στην ... της εταιρείας ... & Σία Ο.Ε με φορολογικά στοιχεία της εταιρείας ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Α.Ε που προέρχονταν από το στέλεχος Δελτίων Αποστολής που βρέθηκε και κατασχέθηκε από τους υπαλλήλους της ΣΔΟΕ περιφερειακής Διεύθυνσης Δυτικής Μακεδονίας στην έδρα της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ και τα οποία είχαν μεταφερθεί εκεί από τον οδηγό φορτηγού αυτοκινήτου ... Αυτός είχε λάβει την εντολή για τη μεταφορά από τον υπεύθυνο της εταιρείας ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ και είχε φορτώσει τα ποτά από την αποθήκη στις ... στην οδό ... και ... δίπλα από το σταθμό του ΟΣΕ. Με φορολογικά στοιχεία της εταιρείας ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ που είχαν περιέλθει στους κατηγορουμένους Χ2 και Χ1 διαπιστώθηκε ότι διακινήθηκαν λαθραία και παραδόθηκαν στην επιχείρηση του ... στην ... (...) ποτά αλκοολούχα από αυτά που είχε στην φορολογική αποθήκη της η ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ τον Μάϊο και τον Ιούνιο 2001 σε πωλητή της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ και ειδικότερα του κατηγορουμένου Χ2. Με τιμολόγια της επιχείρησης της BALDACCI Ε.Π.Ε και της επιχείρησης του ΖΖ πωλήθηκαν λαθραία αλκοολούχα ποτά της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ από τους κατηγορουμένους Χ2 και Χ1 στην επιχείρηση της Δημ. Αχ. ΧΑΝΤΖΗΣ ΑΕΒΕ 4ο χιλιόμετρο Ε.Ο ...-... και τα χρήματα από τις πωλήσεις αυτών των ποτών σε μετρητά και σε επιταγές ο πωλητής της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ ΕΕ που εκτελούσε τις εντολές πώλησης των τα επέστρεφε και παρέδιδε στον Χ2 στην ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ ή στον ΔΔ ή όταν έλειπε αυτός στον Χ1. Το ίδιο δε συνέβη και με την πώληση αλκοολούχων ποτών από την ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ στην επιχείρηση της ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ Α.Ε.Ε εμπόριο ποτών στο ... που είχε δώσει την παραγγελία για 912 φιάλες αλκοολούχων ποτών αξίας 2.775.120 δραχμών στο ΕΕ. Αλκοολούχα ποτά από αυτά της φορολογικής αποθήκης της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ διακινήθηκαν με δελτία αποστολής της εταιρείας ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ και σε άλλες επιχειρήσεις εμπορίας ποτών τον Μάϊο 2001 από άλλους πωλητές που είχαν συνεννοηθεί με τους κατηγορουμένους Χ2 και Χ1 και με τον διαχειριστή της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ ΔΔ. Τέτοιες επιχειρήσεις που είχαν παραλάβει ποτά με παραστατικά της ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΑΕ ήταν η επιχείρηση του ..., ...καθώς και η επιχείρηση του ... στην ... στις επιχειρήσεις των οποίων βρέθηκαν τα .../3-5-2001 και .../3-5-2001 δελτία αποστολής της Μεγάλης Αγοράς Τροφίμων Α.Ε και οι οποίες είχαν στην πραγματικότητα προμηθευθεί αλκοολούχα ποτά όχι από την ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ, αλλά από την ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ. Από τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2 είχαν υποβληθεί στο Τελωνείο Αχαρνών τον Απρίλιο 2001 πριν γίνει έλεγχος στην φορολογική αποθήκη της εν λόγω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης υπογεγραμμένα από τον διαχειριστή της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ ΔΔ όπως ανέφερε εξεταζομένη ως μάρτυρας και η γραφολόγος ... που εξέτασε τις υπογραφές και συνέταξε την αναγνωσθείσα από 11-3-2009 έκθεση γραφολογική γνωμοδότησης συνοδευτικά διοικητικά έγγραφα με αποστολέα την εταιρεία ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ και παραλήπτρια την εταιρεία MICHELOTTI RENATO SRL στην Ιταλία που αφορούσαν εξαγωγές αλκοολούχων ποτών σε ποσότητα 59160 φιαλών από τη φορολογική αποθήκη της πρώτης προς την φορολογική αποθήκη της παραλήπτριας άνω ιταλικής εταιρείας.
Από το ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις ελέγχων οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ είχαν διαπιστώσει ότι από τις ελεγχόμενες εταιρείες που διατηρούσαν φορολογικές αποθήκες δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι εξαγωγές αλκοολούχων ποτών που είχαν περιληφθεί σε συνοδευτικά διοικητικά έγγραφα που υπέβαλαν στις τελωνειακές αρχές υπεδείχθη από τους υπαλλήλους της περιφερειακής Διεύθυνσης ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας που έκαναν έλεγχο στη φορολογική αποθήκη της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ στο Τελωνείο Αχαρνών να ζητήσει επαλήθευση της παραπάνω ενδοκοινοτικής κυκλοφορίας των αλκοολούχων ποτών χωρίς καταβολή φόρων και δασμών για την οποία είχαν εκδοθεί και υποβληθεί από την εν λόγω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης αυτά τα συνοδευτικά διοικητικά έγγραφα από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές της Ιταλίας στα πλαίσια της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής που προβλέπεται μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απεστάλη από το Τελωνείο Αχαρνών σχετικό υπ' αριθμ. πρωτ. .../6-7-2001 έγγραφο όπως διαπιστώθηκε από τις απαντήσεις των ιταλικών Τελωνειακών Αρχών η επιχείρηση MTB MICHLOTTI RENATO SRL στο ARCOTRANTO Ιταλίας ουδέποτε παρέλαβε τα αλκοολούχα ποτά σε 59160 φιάλες που αναφέρονταν ότι εξήχθησαν με τα παραπάνω συνοδευτικά διοικητικά έγγραφα και αυτά τα τέσσερα ΣΔΕ έφεραν πλαστές σφραγίδες και υπογραφές των Ιταλικών Τελωνειακών υπηρεσιών και υπαλλήλων τους στο αντίτυπο καθενός των άνω συνοδευτικών εγγράφων που φερόταν ότι επεστράφη θεωρημένο από τις ιταλικές τελωνειακές αρχές στο Τελωνείο Αχαρνών (βλ. και υπ' αριθμ. πρωτ. Α. .../540/7-2-2002 έγγραφο της Γεν. Διεύθυνσης Τελωνείων και ΕΦΚ - Διεύθυνση Ειδ. Φόρων Κατανάλωσης, Γραφείο ΣΕΦΚ (Ε.Ι.Ο), προς το Τελωνείο Αχαρνών που ανεγνώσθη στο οποίο αναφέρεται η επιστροφή δύο εντύπων επαλήθευσης θεωρημένων από την αρμόδια τελωνειακή αρχή της Ιταλίας προς την οποία είχαν αρχικά απευθυνθεί για διερεύνηση και ότι σύμφωνα με την απάντηση της αρμόδιας αρχής της Ιταλίας τα ΣΔΕ υπ' αριθμ. 1, 3, 4, και 5 που αφορούν στα σχετικά έντυπα αμοιβαίας συνδρομής οι σφραγίδες και υπογραφές είναι πλαστές και τα εμπορεύματα δεν έχουν παραληφθεί. Κατά τις εκτιμήσεις των διενεργησάντων τον έλεγχο των υπαλλήλων της περιφερειακής Διεύθυνσης ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας αλκοολούχα προερχόμενα από την ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ παραδόθηκαν και στην επιχείρηση της εταιρείας ΑΦΟΙ ... ΟΕ χονδρικό εμπόριο οινοπνευματωδών και άλλων ποτών στον ... (...) τον Δεκέμβριο 2000 και τους πρώτους μήνες του έτους 2001 καθώς και στις 14/5/2001 και 13/6/2001. Μεταφέρθηκαν με φορολογικό αυτοκίνητο ... ιδιοκτησίας του πατέρα του κατηγορουμένου Χ1 και με το φορτηγό αυτοκίνητο Δημοσίας χρήσεως ... ιδιοκτησίας του ..., που είχε φορτώσει τα ποτά που παρέδωσε από τη φορολογική αποθήκη της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ. Οι φιάλες αυτές αλκοολούχων ποτών που παραδόθηκαν στην επιχείρηση ΑΦΟΙ ... ΟΕ, ήταν 8016 συνολικά αξίας 24.715.020 δρχ. (χωρίς ΦΠΑ), διακινήθηκαν σε τιμολόγια-δελτία αποστολής της εταιρείας BALDACCI Ε.Π.Ε. Για την εταιρεία BALDACCI Ε.Π.Ε διαπιστώθηκε ότι είχε αντικείμενο τις εισαγωγές, εξαγωγές, εφοδιασμούς με τρόφιμα ποτά σίδηρο ηλεκτρικά είδη είχε έδρα στους ... (...). ... έναρξη εργασιών στις 4-12-2000 αλλά είχε ιδρυθεί όπως διαπίστωσαν οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ που έκαναν τον έλεγχο και κατέθεσαν ως μάρτυρες και πρωτοδίκως και στο παρόν Δικαστήριο για να χρησιμοποιούνται τα φορολογικά της στοιχεία στη διακίνηση λαθραίων αλκοολούχων ποτών από άλλες εταιρείες τέτοιων ειδών που διατηρούσαν φορολογική αποθήκη όπως η ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ. Δεν αποδείχθηκε άμεση εμπλοκή των κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 στην πώληση και παράδοση αλκοολούχων ποτών στην εταιρεία Αφοί ... ΟΕ από τον Απρίλιο 2001 μέχρι και τα μέσα Ιουνίου 2001 ούτε ότι κατόπιν ενεργειών αυτών δόθηκαν οι σχετικές παραγγελίες από την ομόρρυθμη εταιρεία ΑΦΟΙ ... ΟΕ και ότι δόθηκαν οι εντολές να εκτελεσθούν. Αποδεικνύεται από τα παραπάνω και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν ότι οι κατηγορούμενος Χ2 ως ασκών ουσιαστική διοίκηση των υποθέσεων της εταιρείας ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ της οποίας ήταν εταίρος και δυνάμει του προαναφερθέντος προς αυτόν πληρεξουσίου ... της Συμβ/φου Αθηνών Ελένης Αναστασάκη από τον διαχειριστή της ανωτέρω εταιρείας ΔΔ που του παρείχε την ειδική εντολή την πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα να ενεργεί όλες τις πράξεις διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρείας στις οποίες ηδύνατο να προβαίνει ο εντολέας του και ο Χ1 ως υπεύθυνος πωλήσεων και υπεύθυνος της φορολογικής αποθήκης της εταιρείας ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ συναποφάσισαν και από κοινού με τον διαχειριστή αυτής εταιρείας ΔΔ με τη θέληση και γνώση διακινήσεως εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα τελωνεία χρησιμοποίησαν ιδιαίτερα τεχνάσματα για να αποστερήσουν το Ελληνικό Δημόσιο από την είσπραξη αυτών των δασμών φόρων και πολλαπλών επιβαρύνσεων με τη χρήση εικονικών φορολογικών στοιχείων τρίτων επιχειρήσεων για την πώληση αλκοολούχων ποτών από την φορολογική αποθήκη της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ και με τη χρησιμοποίηση τελωνειακών παραστατικών (ΣΔΕ) που επιστράφηκαν στο Τελωνείο Αχαρνών που ήταν πλαστογραφημένα από τους ίδιους άνω δύο κατηγορούμενους καθόσον έφεραν πλαστές σφραγίδες και υπογραφές των Ιταλικών τελωνειακών Αρχών και την σφραγίδα και τις υπογραφές των υπευθύνων της φερομένης ως παραλήπτριας των αναφερομένων ως εξαχθέντων αλκοολούχων ποτών ιταλικής εταιρείας. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1 από κοινού με τον προαναφερθέντα ΔΔ με περισσότερες πράξεις που συνιστούν κατ' εξακολούθηση τέλεση του ιδίου εγκλήματος με πρόθεση για να στερήσουν το Ελληνικό Δημόσιο από τους εισπρακτέους φόρους, δασμούς τέλη και δικαιώματα μεταχειρίσθηκαν προς τούτο ιδιαίτερα ως άνω τέχνασμα και οι δασμοί φόροι και τέλη τους στερήθηκε το δημόσιο εξ αιτίας αυτών των ενεργειών τους υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ. Ειδικότερα υπό την άνω ιδιότητά των οι κατηγορούμενοι από την εταιρεία ΟΙΩΝΟΣ ΕΜΠΟΡΙΑ-ΔΙΑΝΟΜΗ ΠΟΤΩΝ ΕΠΕ με το διακριτικό τίτλο ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ στην οποία είχε χορηγηθεί η ... άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή και είχε και λειτουργούσε φορολογική αποθήκη στην οδό ... αριθμ. ... στις ... εποπτευομένη από το Τελωνείο Αχαρνών διακίνησε και διέθεσε λαθραία στην εσωτερική κατανάλωση α) στις 6/6/2001, 15/6/2001, 28/6/2001 και 11/5/2001 11196 φιάλες αλκοολούχων ποτών συνολικής αξίας 24816000 δρχ. με περιεκτικότητα άνυδρης αλκοόλης 38.029 λίτρα και αναλογούντες διαφυγόντες δασμούς φόρους 55455,15 ευρώ προς την εταιρεία ... και ΣΙΑ Ο.Ε με έδρα τις ..., συνοδευόμενες από τα υπ' αριθμ. .../6-6-01, .../15-6-01 και .../11-5-01 εικονικά τιμολόγια και .../11-5-01 δελτία αποστολής του κεντρικού καταστήματος στην ... στην οδό ... αριθμ. ... της εταιρείας ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Α.Ε. Β) στις 10/5/2001, 11/5/2001, 15/5/2001, 22/5/2001, 23/5/2001, 31/5/01, 1/6/2001, 5/6/2001, 14/6/2001, 12/6/2001 διακίνησαν και διέθεσαν λαθραία 4308 φιάλες αλκοολούχων ποτών συνολικής αξίας 8504400 δραχμών με περιεκτικότητα άνυδρης αλκοόλης 1202 λίτρα συνολικά και αναλογούντες διαφυγόντες φόρους 17.843,57 ευρώ προς την επιχείρηση ... στην οδό ... αριθμ. ... στην ... συνοδευόμενες από τα υπ' αριθμούς .../10-5-2001-.../10-5-2001, .../11-5-2001-.../11-5-2001, .../15-5-2001 - .../24-5-2001, .../22-5-2001, .../24-5-2001, .../23-5-2001, .../25-5-2001, .../31-5-2001, .../31-5-2001, .../1-6-2001, .../1-6-2001, .../5-6-2001, .../14-6-2001, .../14-6-2001, .../14-6-2001 και .../12-6-2001, .../12-6-2001 εικονικά τιμολόγια πώλησης και δελτία αποστολής του κεντρικού καταστήματος στην ... εταιρείας ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ, γ) στις 10/4/2001 διακίνησαν και διέθεσαν λαθραία 7932 φιάλες αλκοολούχων ποτών συνολικής αξίας 17.065.200 δρχ. με περιεκτικότητα άνυδρης αλκοόλης 2191,8 λίτρα με αναλογούντες διαφυγόντες φόρους δασμούς 33.359,93 ευρώ προς την εταιρεία "...-... ΟΕ" με έδρα στην ... συνοδευόμενες με το υπ' αριθμό .../10-4-2001 εικονικό τιμολόγιο πώλησης του κεντρικού καταστήματος ... της εταιρείας ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ, δ) στις 3/5/2001 διακίνησαν και διέθεσαν λαθραία 1860 φιάλες αλκοολούχων ποτών συνολικής αξίας 3.660.000 δρχ. με περιεκτικότητα άνυδρης αλκοόλης 519,96 λίτρα με αναλογούντες διαφυγόντες φόρους δασμούς 7712,01 ευρώ προς την ... συνοδευόμενες από το υπ' αριθμό .../3-5-2001 εικονικό τιμολόγιο πώλησης του κεντρικού καταστήματος ... της εταιρείας ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ, ε) στις 3-5-2001 διακίνησαν και διέθεσαν λαθραία 924 φιάλες αλκοολούχων ποτών συνολικής αξίας 1.773.600 δρχ. με περιεκτικότητα άνυδρης αλκοόλης 255,36 λίτρα με αναλογούντες διαφυγόντες δασμούς 3.773,2 ευρώ προς την επιχείρηση του ... συνοδευόμενες από το εικονικό τιμολόγιο πώλησης .../3-5-2001 του κεντρικού καταστήματος ... της εταιρείας ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ, στ) στις 3/5/2001 διακίνησαν και διέθεσαν λαθραία 1476 φιάλες αλκοολούχων ποτών, συνολικής αξίας 2.886.000 δρχ με περιεκτικότητα άνυδρης αλκοόλης 412,44 λίτρα με αναλογούντες διαφυγόντες φόρους δασμούς 5.929,78 ευρώ προς την επιχείρηση ... συνοδευόμενες από τον υπ' αριθμό .../3-5-2001 εικονικό τιμολόγιο πώλησης δελτίο αποστολής του κεντρικού καταστήματος της εταιρείας ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ Α.Ε. Επίσης αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1 από κοινού με τον προαναφερθέντα ΔΔ με περισσότερες πράξεις που συνιστούν κατ' εξακολούθηση τέλεση του ιδίου εγκλήματος κατάρτισε πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και έκανε χρήση αυτών των εγγράφων για να προσπορισθούν αυτοί και η ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ περιουσιακό όφελος βλάπτοντας το Ελληνικό Δημόσιο και το όφελος που πέτυχαν και η αντίστοιχη ζημία που προξενήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο υπερέβαινε τα 150.000 ευρώ. Ειδικότερα αυτοί κατά το διάστημα λειτουργίας της φορολογικής αποθήκης της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ και μέχρι την ημέρα ελέγχου από τους υπαλλήλους της περιφερειακής διεύθυνσης Δυτικής Μακεδονίας σ' αυτήν από κοινού κατήρτισαν πλαστά έγγραφα με τη θέση εκ μέρους των κατηγορουμένων στην πίσω σελίδα των υπ' αριθμό 3 αντιτύπων των συνοδευτικών διοικητικών εγγράφων εκδόσεως της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ υπ' αριθμό 1 υπό ημερομηνία 3-4-2001, υπ' αριθμό 3 υπό ημερομηνία 9-4-2001, υπ' αριθμό 4 υπό ημερομηνία 9-4-2001 και υπ' αριθμό 5 υπό ημερομηνία 9-4-2001 πλαστών σφραγίδων και υπογραφών όσον αφορά την υπογραφή του υπευθύνου και την σφραγίδα της παραλήπτριας MTB MICHELOTTI RENATO SRL και όσον αφορά τις υπογραφές και σφραγίδες επί των άνω ΣΔΕ της αρμοδίας τελωνειακής αρχής της Ιταλίας που διαπιστώθηκε ότι δεν προέρχονταν από την εν λόγω τελωνειακή αρχή από τα έγγραφα ποτ εστάλησαν από τις ιταλικές αρχές στις ελληνικές τελωνειακές αρχές στα πλαίσιο της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής, προκειμένου να εμφανίσουν ότι οι εξαχθείσες από την φορολογική αποθήκη της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ φιάλες ποτών με αιθυλική αλκοόλη συνολικά 59.160 τεμάχια (21.600 + 11.400 + 19.440 + 6.720) που φέρονται ότι συνοδεύονταν από τα άνω ΣΔΕ παραδόθηκαν στην παραλήπτρια ιταλική εταιρεία που αναγραφόταν στα έγγραφα αυτά και περαιτέρω ότι το αντίτυπο 3 αυτών των συνοδευτικών διοικητικών εγγράφων θεωρήθηκε από την αρμόδια τελωνειακή αρχή της Ιταλίας. Εμφάνισαν δε στη συνέχεια τα παραπάνω συνοδευτικά έγγραφα εν γνώσει της πλαστότητας του αντιτύπου 3 για το επιδιωκόμενο από αυτούς σκοπό στο τελωνείο Αχαρνών και στο ΣΔΟΕ περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας κατά τον διενεργούμενο από κλιμάκιο υπαλλήλων του έλεγχο στη φορολογική αποθήκη της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ για να παραπλανήσουν τις άνω ελληνικές αρχές και να πειστούν οι υπάλληλοι αυτών που έκαναν έλεγχο στη φορολογική αποθήκη της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ ότι ήταν νομότυπες οι συναλλαγές της με την άνω ιταλική εταιρεία και αφορούσε διακίνηση αλκοολούχων ποτών μεταξύ εγκεκριμένων αποθηκευτών στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να δικαιολογηθεί παράνομη διακίνηση ποτών από τη φορολογική αποθήκη της άνω εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και κάποια από τα ελλείμματα στην αποθήκη της που διαπιστώθηκαν κατά τον έλεγχο των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ, το όφελος δε που επιδιώχθηκε και η ζημία που απειλήθηκε σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ανερχόταν στο ποσό των ευρώ 249.465 που αντιπροσωπεύει το ποσό των φόρων και δασμών που έπρεπε να καταβληθούν από την ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ, όπως προέκυψε από όσα διευκρινιστικώς ανέφερε εξεταζόμενος ο μάρτυρας ΒΒ. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος Χ2 από κοινού με τον ΔΔ εξέδωσε κατά την άσκηση ουσιαστικής διαχείρισης των υποθέσεων της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ κατ' εξακολούθηση τα παραπάνω εικονικά τιμολόγια και δελτία αποστολής που τους είχαν παραχωρήσει οι υπεύθυνοι των εταιρειών BALDACCI Ε.Π.Ε και ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ ... και ... μέσω του Χ1 με τη γνώση και θέληση να γίνεται συμπλήρωση και χρήση αυτών των φορολογικών στοιχείων ως συνοδευτικών για διάθεση στην κατανάλωση στο εσωτερικό της χώρας των αναφερομένων ποσοτήτων αλκοολούχων ποτών από την ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ στους προαναφερθέντες παραλήπτες φυσικά και νομικά πρόσωπα που εμπορεύονταν και τέτοια είδη αλλά να εμφανίζονται οι συναλλαγές ότι πραγματοποιήθηκαν όχι με την άνω εταιρεία ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ ως πωλήτρια αλλά με διαφορετική επιχείρηση και ειδικότερα είτε την εταιρεία BALDACCI Ε.Π.Ε είτε την εταιρεία ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ και να στερείται το ελληνικό δημόσιο της εισπράξεως των δασμών και φόρων επί των αναφερομένων προϊόντων. Αποδείχθηκε ακόμη ότι η συμμετοχή του κατηγορουμένου Χ1 στην τέλεση της πράξεως της έκδοσης των άνω και στο διατακτικό αναφερομένων φορολογικών στοιχείων από τον συγκατηγορούμενό του Χ2 και τον ΔΔ συνίσταται στην συνδρομή του εξακολουθητικώς κατά την διάρκεια της και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και ειδικότερα στη παραλαβή στελεχών (μπλόκ) αυτών των τιμολογίων και δελτίων αποστολής από εκείνα που είχαν θεωρηθεί για να χρησιμοποιούνται από τις εταιρείες BALDACCI Ε.Π.Ε και ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΟΡΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΑΕ στην ασφάλισή των σε χαρτοφυλάκια και στην παροχή στοιχείων για τις ποσότητες ποτών που θα αναγράφονταν ότι επωλούντο στα άνω φορολογικά παραστατικά. Πρέπει επομένως να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι Χ2 και Χ1 για τις άνω πράξεις κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Η συμπεριφορά των κατηγορουμένων αυτών μετά την τέλεση των άνω πράξεων επί αρκετό διάστημα ήταν καλή και ασχολούνταν εργαζόμενοι σε άλλες επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση των βιοτικών τους αναγκών. Πρέπει επομένως να αναγνωρισθεί υπέρ των άνω κατηγορούμενων η ελαφρυντική περίσταση από το άρθρο 84 παρ. 2 εδαφ. ε Π.Κ. τα παραδοχή ως βασίμου του σχετικού ισχυρισμού της υπεράσπισης των που δικαιολογεί την επιβολή μειωμένης ποινής. Δεν κρίνεται περαιτέρω βάσιμος ο ισχυρισμός της υπεράσπισης του κατηγορουμένου Χ2 για αναγνώριση υπέρ αυτού ελαφρυντικού προτέρου εντίμου βίου καθόσον δεν πείσθηκε το Δικαστήριο για το ότι ο κοινωνικός οικογενειακός επαγγελματικός και ατομικός βίος του μέχρι την τέλεση των πράξεων που του αποδίδοντας ήταν έντιμος από το ότι εργαζόταν πριν στην εταιρεία ΜΕΤΑΞΑ σε διευθυντική θέση όπως ανέφεραν οι μάρτυρες υπεράσπισης ... και ... χωρίς αλλά συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ανεπιληπτώς διαγωγή του από κοινωνική και επαγγελματική άποψη. Δεν προέκυψαν άλλα περιστατικά που να δικαιολογούν τη χορήγηση του ελαφρυντικού αυτού πέραν των σπουδών και τη λήψη πτυχίου του από το Πανεπιστήμιο ως μαθηματικού. Όσον αφορά την πράξη της διακίνησης λαθραίων ποτών αλκοολούχων στις 21-3-2001, 22-3-2001, 6-4-2001, 19-4-2001, 14/5/2001 και στις 14-6-2001 στην επιχείρηση Αφοι ... στον ... με εικονικά τιμολόγια πωλήσης - δελτία αποστολής .../21.3.01, .../22.3.2001, .../6.4.2001, .../19.4.01, .../14-5-01, .../13-6-01 και την διάθεση μέχρι τον έλεγχο που έγινε στην φορολογική αποθήκη της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ από τους υπαλλήλους της Περιφερειακής Διεύθυνσης ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας και άλλων επιπλέον ποσοτήτων αλκοολούχων ποτών μη προσδιοριζομένων σαφώς δεν κρίνονται επαρκή τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι ελέγχοντες υπάλληλοι του ΣΔΟΕ και έχουν περιληφθεί στην από 8/2/2002 πορισματική αναφορά της άνω περιφερειακής Διεύθυνσης Δυτικής Μακεδονίας ούτε από άλλα στοιχεία επιβεβαιώνεται η δράση των κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 προσωπικώς στη διάπραξη των άνω πράξεων λαθρεμπορίας και πρέπει λόγω των αμφιβολιών που απέμειναν στο Δικαστήριο να κηρυχθούν αθώοι οι άνω κατηγορούμενοι αυτών των επιμέρους πράξεων. Για το ίδιο λόγο της μη επαρκούς στοιχειοθέτησης από άποψη αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της τέλεσης του αδικήματος της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων ώστε να φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκαν συναλλαγές που να αφορούσαν διάθεση στην κατανάλωση αλκοολούχων ποτών από νομικό πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που πράγματι προήλθε στη διάθεση των αναγραφόμενων ειδών ως πωλητής αποστολέας, από τον κατηγορούμενο Χ2 σε σχέση με τα ποτά που διακινήθηκαν κατά την άσκηση πράξεων διαχείρισης της εταιρείας ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ με τα αμέσως παραπάνω αναφερόμενα τιμολόγια - δελτία αποστολής της εταιρείας BALDACCI ΕΠΕ υπό ημερομηνίες έκδοσης 6/4/01, 19/4/01, 14/5/01 και 16/5/01 και 13/6/01 και με την βοήθεια του συγκατηγορούμενού του Χ1 κατά την τέλεση της έννοιας πράξεως έκδοσης των εν λόγω τιμολογίων - δελτίων αποστολής ως συνοδευτικών διακίνησης αλκοολούχων ποτών προς την εταιρεία ΑΦΟΙ ... Ο.Ε. και ως προς την έκδοση και άλλων εικονικών τιμολογίων - δελτίων αποστολής ετέρων επιχειρήσεων ως πωλητριών ποσοτήτων αλκοολούχων ποτών, μη προσδιοριζόμενων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την πώληση αυτών των ποσοτήτων ενώ πωλήτρια ήταν η ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ ελλείπουν περιστατικά που να συνδέουν τους κατηγορούμενους Χ2 και Χ1 με αυτές τις επιμέρους πράξεις έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων για φοροδιαφυγή κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει αυτοί, οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν αθώοι των εν λόγων πράξεων κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Όσον αφορά τις πλημμεληματικού χαρακτήρα επιμέρους πράξεις της λαθρεμπορίας και της έκδοσης εικονικώς φορολογικών στοιχείων για τη διακίνηση αλκοολούχων ποτών με φορολογικά στοιχεία τρίτων επιχειρήσεων που ήταν αμέτοχες στις συγκεκριμένες συναλλαγές αλλά πραγματικώς συναλλασσόμενη και υποκρυπτόμενη επιχείρηση που προήλθε στη διακίνηση και διάθεση αυτών των αλκοολούχων ποτών ήταν η εταιρεία ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ και οι οποίες επιμέρους πράξεις φέρονται ότι έχουν τελεσθεί από τον κατηγορούμενο Χ2 ως αυτουργοί από κοινού με τον ΔΔ και τον Χ1 ως προς την λαθρεμπορία από κοινού με τον ΔΔ ως προς την έκδοση εικονικών τιμολογίων και με την άμεση συνδρομή του Χ1, από τον κατηγορούμενο Χ1 ως αυτουργό σε σχέση με την λαθρεμπορία και ως άμεσο συνεργό σε σχέση με την έκδοση των εικονικών τιμολογίων και από τον εκ των εκκαλούντων κατηγορούμενο ΖΖ, ανεξάρτητα από τη μη εμφάνιση του κατά την έναρξη της εκδίκασης της προκείμενης υπόθεσης ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου καθ' όσον αν η έφεση έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως και συντρέχει περίπτωση του άρθρου 370 β το δικαστήριο παρά την απουσία του εκκαλούντος προχωρεί στην έκδοση σχετικής αποφάσεως (άρθρ. 501 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δικ.), για την πράξη της άμεσης συνεργείας σε κατ' εξακολούθηση λαθρεμπορία τελεσθείσα από τους άνω συγκατηγορούμενους του και τον ΔΔ με την παραχώρηση σ'αυτούς τιμολογίων πώλησης, δελτίων αποστολής της ατομικής του επιχείρησης για να τα χρησιμοποιήσουν εκείνοι για λαθραία διάθεση στην κατανάλωση ποσοτήτων 11976 φιαλών αλκοολούχων ποτών σε επί μέρους ημερομηνίας λειτουργίας της φορολογικής αποθήκης της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ στη ... και ειδικότερα όσον αφορά τον ΖΖ στις 15/11/2000 και στις 18/11/2000, 22/11/2000 και 7/12/2000, σε σχέση με την πράξη της άμεσης συνέργειας σε κατ' εξακολούθηση λαθρεμπορία για την οποία είχε κηρυχθεί ένοχος πρωτοδίκως και όσον αφορά τους κατηγορούμενους Χ2 και Χ1 στις 17.10.2000, 15/11/2000, 18.11.2000, 22/11/2000, 25/11/2000, 7/12/2000, 13/12/2000, 14/12/2000, 18/12/2000, 19/12/2000, 16/12/2000, 21/12/2000, 23/12/2000, 24/12/2000, 29/12/2000, 30/12/2000, 17/1/2001, 19/1/2001, 25/1/2001, 29/1/2001, 7/2/2001, 8/2/2001, 21/2/2001, 22/2/2001, 21/3/2001, 22/3/2001 για τις πράξεις της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση από κοινού και έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση για φοροδιαφυγή από κοινού (όσον αφορά τον Χ2) και άμεσης συνεργείας σε έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων από κοινού (για τον Χ1) πρέπει να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη κατά των άνω κατηγορουμένων για τις πράξεις αυτές λόγω παραγραφής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17, 111 παρ. 1, 3 112 Ποινικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 113 παρ. 2, 3 του ίδιου Κώδικα και το άρθρο 370 περ. β Κ.Ποιν.Δικ. καθόσον παρήλθε χρόνος πέραν των πέντε ετών από της τέλεσης αυτών των επιμέρους πλημμεληματικών πράξεων καθώς και διάστημα πέραν των τριών ετών που διαρκεί η αναστολή της παραγραφής πλημμελημάτων κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, χωρίς να συντρέξει νόμιμος λόγος αναστολής αυτής της παραγράφου. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το άρθρο 19 παρ. 1 εδαφ. α του ν. 2523/1997 όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 40 παρ. 1 ν. 3220/2004 η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων και αποδοχή ή νόθευση των τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Κατ' εξαίρεση όσων ορίζονται στο άρθρο 21 παρ. 2 του άνω νόμου για την έναρξη της ποινικής δίωξης αυτεπάγγελτα μετά την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή την οριστικοποίηση της φορολογικής έγγραφης με πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του άνω νόμου η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας ΔΥΟ ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας του διενήργησε τον έλεγχο (ΣΔΟΕ) ή από όργανα ελεγκτικών κέντρων του άρθρου 3 του ν.2343/1995 κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο εδάφιο 3 του άρθρου 21 παρ. 2 ν. 2523/1997 όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 3 ν. 2753/1999. Στην παρ. 10 του αρθρ. 21 του ν. 2523/1997 οριζόταν ότι η παραγραφή των αδικημάτων του νόμου αυτού αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκηση προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησής της. Η πιο πάνω διάταξη δεν έχει εφαρμογή στα πλημμελήματα που προβλέπονται από το άρθρο 19 του ν. 2523/1997 για τα όποια κατ' εφαρμογή του άρθρου 21 παρ. 12 του ίδιου νόμου οριζόταν ότι κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του γενικού μέρους του ποινικού κώδικα ήτοι τα άρθρα 17, 111, 112 αυτού κατά τις οποίες η παραγραφή είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα τέλεσης του από το δράστη που ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Με το άρθρο 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 προστέθηκε στο άρθρο 21 παρ. 10 του ν. 2523/1997 εδάφιο δεύτερο που ορίζει ότι στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος φορολογικού ελέγχου από το προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο. Η με το ν. 2954/2001 προσθήκη που επιμηκύνει τον χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων του άρθρου 2523/1997 στο άρθρο 19 αυτού αφετηριάζει την έναρξη της παραγραφής σε μετέπειτα χρόνο διαπίστωσης της παράβασης με αποτέλεσμα να επέρχεται η συμπλήρωση της παραγραφής και η εξάλειψη του αξιόποινου σε σημείο βραδύτερο από εκείνο που προβλεπόταν από τις προηγούμενες διατάξεις και δεν εφαρμόζεται σε πράξεις που τελέσθηκαν από την έναρξη ισχύος του ν. 2523/1997 (1.1.1998 κατ' άρθρο 38 παρ.5 του νόμου αυτού) έως την έναρξη ισχύος του ν. 2954/2001 που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στο τεύχος Α α, Φ 255 μετά τον Μάρτιο του έτους 2001 καθ' όσον είναι δυσμενέστερες ως προς το θέμα παραγραφής για τους κατηγορούμενους σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 Π.Κ. για όσες πράξεις φοροδιαφυγής είχαν τελεσθεί από αυτούς μέχρι 24.3.2001 (σχ. ΑΠ 616/2006). Οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από την υπεράσπιση των δικαζόμενων σαν να ήταν παρόντες δεύτερου και τρίτου των κατηγορουμένων και είχαν προβληθεί και πρωτοδίκως περί αοριστίας των σε βάρος τους κατηγοριών κρίνονται απορριπτέοι διότι η υπόθεση είχε παραπεμφθεί μετά την κυρία ανάκριση στον Εισαγγελέα Εφετών από τον οποίο με πρότασή του εισήχθη στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών το οποίο απεφάνθη αμετακλήτως με το αναγνωσθέν 1062/2003 βούλευμα του να παραπεμφθούν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών όλοι οι κατηγορούμενοι και για την κακουργηματική πλαστογραφία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου δηλαδή για έγκλημα που προβλέπεται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950 και για τις συναφείς πλημμεληματικές πράξεις κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 308 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δικ. όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του εδαφίου α από το άρθρο 20 π.φ 1 ν. 3160/2003 και άπτονται με την κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως από το δικαστήριο οι αιτιάσεις που προβάλλονται για ασάφειες ως προς το χρόνο, τον τρόπο και τις περιστάσεις τελέσεως των επί μέρους αδικημάτων και ως προς το εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που αξιολογήθηκαν από το Συμβούλιο Εφετών είναι αξιόπιστα. Απορριπτέο κρίνεται και το υποβληθέν από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου Χ2 αίτημα για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης προς διευκρίνιση του εάν τελέσθηκε από αυτόν η αποδιδόμενη πράξη της πλαστογραφίας, τη μη διενέργεια της οποίας επικαλέσθηκε και η υπεράσπιση του κατηγουρουμένου Χ1 προς υποστήριξη των ισχυρισμών ότι αυθαίρετα χωρίς συγκεκριμένο τρόπο απεδόθη η πράξη της πλαστογραφίας και σ' αυτόν τον κατηγορούμενο και δεν προσδιορίζει ο αυτουργός της πράξεως ούτε ο χρόνο τέλεσης αυτής και τα μέσα που έκανε χρήση. Κατά τα όσα ορίζονται στο άρθρο 183 επ. Κ.Ποιν.Δικ. απόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου αν θα διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη αυτεπάγγελτα ή μετά από αίτηση κάποιου διαδίκου προκειμένου να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου αποδεικτικού γεγονότος για το οποίο απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, στο στάδιο δε της κύριας διαδικασίας το Δικαστήριο θα κρίνει την προσφορότητα και αναγκαιότητα της ζητούμενης να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνης αποδεχόμενο ή απορρίπτον το σχετικό αίτημα. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που είναι στη δικογραφία και αναγνώσθηκαν προκύπτεί ότι οι σφραγίδες στα αντίτυπα 3 των συνοδευτικών διοικητικών εγγράφων που αφορούσαν εξαγωγή αλκοολούχων ποτών από την φορολογική αποθήκη της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ τον Απρίλιο 2001 προς την εδρεύουσα στην Ιταλία και φερόμενη ως παραλήπτρια των αναφερόμενων σ' αυτά ποσοτήτων φιαλών τέτοιων ποτών κατά τα προαναφερθέντα εταιρεία ΜΤΒ MICHELOTTI RENATO SRL - VIA ... 38062 ARCO TN και οι υπογραφές επί των άνω υπ' αριθμό 3 αντιτύπων αυτών των συνοδευτικών εγγράφων ήταν πλαστές και ως προς τις σφραγίδες και υπογραφές των υπευθύνων της παραλήπτριας εταιρείας και ως προς τις σφραγίδες και υπογραφές των Ιταλικών τελωνειακών Αρχών επί των άνω αντιτύπων αυτών των συνοδευτικών διοικητικών εγγράφων. Εφ' όσον υπήρξαν και απαντήσεις των τελωνειακών Αρχών της Ιταλίας προς τη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και ΕΦΚ για τα ζητήματα αυτά όταν έγινε διερεύνηση της υποθέσεως διοικητικής και ενημέρωση ότι δεν είχαν παραληφθεί τα αναφερόμενα στα Σ.Δ.Ε. αυτά έγγραφα και από τους κατηγορούμενους ο Χ2 ασκούσε πράξεις διαχείρισης της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ και όταν ήταν διαχειριστής αυτής ο ΔΔ ενώ ο έτερος κατηγορούμενος Χ1 ασχολείτο ως υπάλληλος της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ και με τα ζητήματα που αφορούσαν τις σχέσεις της άνω εταιρείας με τα Τελωνεία μπορούσε το δικαστήριο να κρίνει για το ζήτημα της τελέσεως της πλαστογραφίας στα συγκεκριμένα υπ' αριθμό 3 αντίτυπα των άνω συνοδευτικών εγγράφων και την υποβολή των πλαστών αυτών εγγράφων ως προς τις άνω υπογραφές και σφραγίδες των υπευθύνων της παραλήπτριας ιταλικής εταιρείας και των ιταλικών τελωνειακών αρχών εν γνώσει του ότι πλαστές στο Τελωνεία Αχαρνών από τους κατηγορούμενους Χ2 - Χ1 από κοινού ενεργούντες με τον ΔΔ και χωρίς να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη όπως ζητήθηκε από την υπεράσπιση των δοθέντος ότι είναι δυνατή και κατά συναυτουργία τέλεση πλαστογραφίας από περισσότερους που συνέπραξαν στην κατάρτιση του πλαστού εγγράφου από κοινού και με κοινό δόλο με την γνώση και θέληση τέλεσης της ίδιας πράξεως, της πλαστογραφίας με χρήση σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, βεβαιούμενης της θέλησης των προς σύμπραξη από την μέριμνα τους να υποβληθεί στο Τελωνείο Αχαρνών το αντίτυπο 3 των άνω συνοδευτικών διοικητικών εγγράφων με τις πλαστές σφραγίδες και υπογραφές στην οπίσθια σελίδα του εν λόγω αντιτύπου προς τον σκοπό να δικαιολογηθεί η εξαγωγή των ... φιαλών αλκοολούχων ποτών από τη φορολογική αποθήκη της ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ κατά παραπλάνηση των Ελληνικών Τελωνειακών αρχών ώστε να μη καταβληθούν οι αναλογούντες δασμοί και φόροι κατά τα προαναφερθέντα, με αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου. Νομίμως παρέστη περαιτέρω κατά την έναρξη της δίκης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το Ελληνικό Δημόσιο δια του εντεταλμένου δικαστικού αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αναστάσιου Σπυρόπουλου ως πολιτικώς ενάγον για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά των κατηγορουμένων και προσδιόρισε την ηθική του βλάβη από τις αναφερόμενες πράξεις των κατηγορούμενων στη μείωση του κύρους και της αξιοπιστίας του έναντι των πολιτών και στην εξασθένιση της εμπιστοσύνης αυτών προς το Ελληνικό Δημόσιο ως προς την δυνατότητα του κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του και την έκρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του να περιστέλλει την φοροδιαφυγή και την αποφυγή καταβολής δασμών και να επιτυγχάνει την είσπραξη των εσόδων του προς προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2711/1953, του άρθρου 39 του ν. 1884/1990, του άρθρου 18 του ν.δ. 72/1973 του άρθρου 2 περ. α του ν. 3086/2002 "Οργανισμός του ΝΕΚ, των άρθρων 68 παρ. 2, 82, 83 Κ.Ποιν.Δικ. και του άρθρου 21 παρ. 11 ν. 2523/1997 καθώς και του άρθρου 172 παρ. 5 ν.2960/2001. Η εξέταση όμως της πολιτικής αγωγής από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο είτε παρίσταται ο πολιτικώς ενάγων είτε ότι και στην περίπτωση που με τις εφέσεις ζητείται από τους εκκαλούντες κατηγορουμένους η πλήρης εξαφάνιση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περιορίζεται εντός της περί αυτής (πολιτικής αγωγής) γενόμενης δηλώσεως και της γενόμενης επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης με την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 892/1981). Καθόσον δεν δύναται το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο να επιδικάσει μεγαλύτερο ποσό του επιδικασθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ποσού χρηματικής ικανοποίησης, διότι τότε καθιστά χείρονα τη θέση του κατηγορουμένου (ΑΠ 282/1982, ΑΠ 1010/1997). Η δήλωση πολιτικής αγωγής όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει όλα τα στοιχεία του άρθρου 84 Κ.Ποιν.Δικ. καθόσον κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέρος που έγινε δεκτή από αυτό (ΑΠ 1661/2003, ΑΠ 2266/2002). Από τα παραπάνω από το ότι με την απόφαση 2440/2008 του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου υποχρεώθηκαν οι κατηγορούμενοι να πληρώσουν στο Ελληνικό Δημόσιο ως πολιτικώς ενάγοντα το ποσό των ευρώ 3000 ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που του προκάλεσαν οι πράξεις των κατηγορουμένων για τις οποίες είχαν κηρυχθεί ένοχοι δεν είναι απαράδεκτη η παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος στην προκείμενη κατ' έφεση δίκη για το μεγαλύτερο του επιδικασθέντος αρχικώς αιτηθέν ποσό των ... ευρώ, που ζήτησε να του καταβάλουν αλληλεγγύης οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι αφού η αξίωση αυτή του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται στο πλαίσιο που είχε διατυπωθεί πρωτοδίκως και κατά το μέρος που έγινε δεκτή από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών για κακούργημα με την άνω απόφασή του. Εξ άλλου όπως προκύπτει από τα άρθρα 914 .... 932 ΑΚ υπόχρεος για πληρωμή της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι ο υπεύθυνος κατά το νόμο που είναι ο αδικοπραγήσας ή σε περίπτωση προστήσεως ο προστήσας (ΑΚ 922) είναι αδιάφορη δε η μορφή της συμμετοχής του υπευθύνου στην αδικοπραξία ως αυτουργού, συναυτουργού, ηθικού αυτουργού, αμέσου ή απλού συνεργού. Σε περίπτωση δε κατά την οποία οι υπόχρεοι είναι περισσότεροι μεταξύ τους δημιουργείται ενοχή εις ολόκληρο (ΑΚ 926 επ.). Είναι ιδιαίτερο ζήτημα που δεν επηρεάζει το αίτημα εκείνου που εισάγει ως πολιτικώς ενάγων αίτημα στην ποινική δίκη να του επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ορισμένο χρηματικό ποσό που αξιώνει από περισσότερους κατηγορουμένους εις ολόκληρο, το ότι για κάθε υπόχρεο είναι δυνατό να προσδιορίζεται διαφορετικό ύψος χρηματικής ικανοποίησης εν όψει της διαφορετικής δύναμης που έχουν τα προσδιοριστικά στοιχεία για τον καθορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης που τελικά επιδικάζεται ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας του υπόχρεου, την περιουσιακή κατάσταση του κάθε υπόχρεου και του δικαιούχου και τις συνθήκες και συνέπειες της προσβολής. Δεν είναι βάσιμες κατόπιν αυτών και πρέπει να απορριφθούν οι αντιρρήσεις που προβλήθηκαν από την υπεράσπιση του κατηγορουμένου Χ2 και είχαν προβληθεί και πρωτοδίκως περί αποβολής του Ελληνικού Δημοσίου ως πολιτικώς ενάγοντος στην προκειμένη δίκη από το ότι ζητείται να καταβληθεί το άνω χρηματικό ποσό ως χρηματική ικανοποίηση στο Ελλ. Δημόσιο αλληλεγγύων εις ολόκληρο από τους κατηγορουμένους χωρίς να προσδιορίζεται από το δημόσιο για ποιο συγκεκριμένο ποσό υποβλήθηκε η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής έναντι του ως άνω εκ των κατηγορουμένων". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 13 περ. γ, στ, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 45, 46 παρ. 1β, 94 παρ.1, 98, 216 παρ. 1,2,3 του ΠΚ, 1 παρ.1 ν. 1608/1950, όπως αντικ. από το άρθρο 36 1 ν. 2172/1993 και τροπ. και συμπληρ. από το ν.μ1783/1987, άρθρο 24 παρ.3 του ν.2298/1995 και το ν. 2408/1996, των άρθρων 155 παρ.1 περ. α, β, παρ.2 περ. γ, 157 παρ. 1 περ. β, εδ. γ, 160 ν. 2960/2001, 100 παρ. 1 περ. α, παρ. 2 περ. θ, 105, 106, 107, 111 του ν. 1165/1918 και άρθρα 2 παρ. 1 - 4, 20 παρ. 1 περ. β, 6 του ν. 2523/1997, τις οποίες διατάξεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλανίου και να στερήσει έτσι την απόφαση του νόμιμης βάσεως. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων εγκλημάτων, με σκοπό προσπορίσεως σε αυτούς και την εταιρεία " ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ", που είχε ως αντικείμενο την εμπορία και διανομή ποτών, παράνομου οφέλους και με επελθούσα ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, από απώλεια δασμών. φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, που ανέρχεται σε 249.469 ευρώ, β) προσδιορίζεται η ... ως τόπος τελέσεως των αξιοποίνων πράξεων, προσδιορίζεται η από κοινού δράση και ο κοινός δόλος των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, του Χ2 ως ουσιαστικού διαχειριστή και του Χ1, ως υπευθύνου πωλήσεων της εταιρείας "ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ", που διατηρούσε στην ... φορολογική αποθήκη με ποτά, μετά του συγκατηγορουμένου τους ΔΔ, διαχειριστή της άνω ΕΠΕ, στη διάπραξη των αξιοποίνων πράξεων της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της λαθρεμπορίας κατ'εξακολούθηση, με αποφυγή πληρωμής του αναλογούντος ΦΠΑ και λοιπών φόρων, δασμών και επιβαρύνσεων, με διάφορα τεχνάσματα και δη με έκδοση εικονικών τιμολογίων και δελτίων αποστολής διαφόρων εταιρειών και με από κοινού, με γνώση και θέληση τελέσεως, κατάρτιση (όχι νόθευση), και περαιτέρω χρήση, κατά τον φορολογικό έλεγχο, πλαστών εγγράφων και δη τεσσάρων Συνοδευτικών Διοικητικών Εγγράφων (ΣΔΕ), με πλαστές σφραγίδες και υπογραφές της φερόμενης ως παραλήπτριας Ιταλικής εταιρείας και των Ιταλικών ελεγκτικών τελωνειακών αρχών, που έθεσαν όλοι από κοινού, με σκοπό παραπλανήσεως των ελεγκτικών φορολογικών και τελωνειακών αρχών της χώρας και αποφυγή πληρωμής των αναλογούντων δασμών και φόρων, κατά την εξαγωγή από τη φορολογική αποθήκη και τη διακίνηση στην αγορά από αυτούς και την άνω ΕΠΕ αλκοολούχων ποτών, η θέση δε υπογραφής στα άνω πλαστά έγγραφα από τον διαχειριστή της ΕΠΕ ΔΔ, ως νόμιμο εκπρόσωπο της εκδότριας ΕΠΕ, δεν αναιρεί την από κοινού σύμπραξη και δράση όλων στη θέση επί των ΣΔΕ των ως άνω πλαστών σφραγίδων και υπογραφών, ήτοι αιτιολογείται ο κοινός δόλος, με την έννοια ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος, γ) αιτιολογείται επαρκώς η τέλεση της αξιόποινης πράξεως της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων από τον κατηγορούμενο Χ2, ως ουσιαστικό διαχειριστή της άνω ΕΠΕ και ιδιαίτερα η άμεση συνεργεία του κατηγορουμένου Χ1 στην έκδοση των εικονικών φορολογικών στοιχείων εκ μέρους των συγκατηγορουμένων του για τη διακίνηση στην κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, συμπληρώνοντας τα εικονικά τιμολόγια και τα δελτία αποστολής, εν γνώσει του, με φορολογικά στοιχεία μη συναλλασσομένων πραγματικά εταιρειών, ώστε να μην εμφανίζεται η πραγματική πωλήτρια εταιρεία αυτών " ΟΙΩΝΟΣ ΕΠΕ", δ) δεν υπάρχει ασάφεια ως προς τη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, αφού αυτή και το ύψος της προσδιορίζεται ως παραπάνω, ως επελθούσα και όχι ως απειληθείσα και δεν ήταν απαραίτητο να αναλύεται περισσότερο, ε) από το όλο περιεχόμενο του αιτιολογικού συνάγεται ότι το δικαστήριο, με την κατ' ουσία παραδοχή των κατηγοριών και την καταδίκη των κατηγορουμένων, αιτιολογημένα απέρριψε τους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου Χ2, για ακυρότητα των εναντίον του κατηγοριών, λόγω αοριστίας αυτών. Επομένως, όλοι οι συναφείς λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, με τους οποίους ειδικότερα προβάλλεται, ελλιπής, ασαφής και αντιφατική αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, των οποίων υποστηρίζεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, καθώς και η εκ πλαγίου παράβαση των ιδίων διατάξεων και έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση, με τους ίδιους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις, πλήττουν εμμέσως και συγκαλυμμένα, την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα εκτίμηση του Δικαστηρίου της ουσίας και είναι εκ τούτου απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατά το άρθρο 183 ΚΠοινΔ, αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του Εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απόκειται στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Όταν, όμως, υποβληθεί από τον κατηγορούμενο τέτοιο αίτημα και υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι σαφές και ορισμένο, το δικαστήριο οφείλει όχι μόνον να απαντήσει σ' αυτό, αλλά, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στη σχετική απόφαση του. Διαφορετικά, αν δηλαδή παραλείψει να απαντήσει στο ανωτέρω αίτημα ή δεν αιτιολογήσει, ειδικά και εμπεριστατωμένα την τυχόν απορριπτική του απόφαση, δημιουργείται, αντιστοίχως, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως για έλλειψη ακροάσεως ή έλλειψη αιτιολογίας, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ή Δ' ΚΠοινΔ. Η αιτιολογία αυτή δεν είναι απαραίτητο να είναι αυτοτελής, αλλά μπορεί να διατυπώνεται σε συνδυασμό προς τις παραδοχές του σκεπτικού της αποφάσεως για την ενοχή, ως αποτελούσα ενιαίο σύνολο μ' εκείνες. Με αυτά δε που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, στο προεκτεθέν ενιαίο εκτενές αιτιολογικό του, σε σχέση με το απορριφθέν αίτημα των αναιρεσειόντων για τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης στα φερόμενα ως πλαστογραφηθέντα με αριθμούς .../3-4-2001 και ..., ..., .../9-4-2001 ΣΔΕ, ότι δηλαδή δεν χρειάζεται η διενέργειά της διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Πλέον συγκεκριμένα δέχθηκε ότι ήταν σε θέση να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί των υπαιτίων της εν λόγω πλαστογραφίας από τα υπάρχοντα λοιπά αποδεικτικά μέσα, η αιτιολογία δε αυτή, που συμπληρώνεται από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως ως προς την πράξη της πλαστογραφίας, είναι η επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη και δεν ήταν αναγκαίο να διαλάβει το δικαστήριο, για την πληρότητα της, άλλα επί πλέον στοιχεία. Κατ' ακολουθίαν, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, αντίθετος προς τ' ανωτέρω, δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως του αναιρεσείοντος Χ2, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στη διαδικασία του ακροατηρίου, η οποία υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 ΚΠοινΔ, ή όταν παραβιάσθηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο ασκήσεως και υποβολής της κατά το άρθρο 68 ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 63 εδ α' του ίδιου Κώδικα, η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ, κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 ΚΠοινΔ, εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας ηθικής βλάβης, μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνον ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Έτσι, το δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και το Ελληνικό Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστησαν από την άδικη πράξη που τελέστηκε σε βάρος τους και η οποία ηθική βλάβη έχει αντίκτυπο στην πίστη, στο κύρος και στη φήμη τους έναντι των τρίτων. Η σχετική δήλωση παραστάσεως πρέπει, κατά το άρθρο 84 ΚΠοινΔ, να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, συνοπτική έκθεση της υποθέσεως, για την οποία παρίσταται κάποιος ως πολιτικώς ενάγων και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται το δικαίωμα της παραστάσεως, δηλαδή, αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Στη δήλωση του εκπροσώπου του Δημοσίου, όταν το τελευταίο παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται η βλάβη, γιατί αυτή αναφέρεται στον ανωτέρω αντίκτυπο και ειδικότερα, επί κατηγορίας για λαθρεμπορία, φοροδιαφυγή και πλαστογραφία, στον αντίκτυπο που έχει στη σύννομη, καθαρή, υγιή και ακέραιη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, που είναι το προστατευόμενο από την εν λόγω διάταξη έννομο αγαθό και η οποία οπωσδήποτε πλήττεται στην περίπτωση τελέσεως του ειρημένου εγκλήματος. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωση του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Η δήλωση δε παραστάσεως πολιτικής αγωγής, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα πιο πάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Τέλος, οποιαδήποτε άλλη πλημμέλεια ή έλλειψη, που αναφέρεται στην παράσταση ή την εκπροσώπηση του πολιτικώς ενάγοντος, δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της παραστάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την 2440/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών και τα ενσωματωμένα σ'αυτή πρακτικά, το Ελληνικό Δημόσιο δήλωσε προφορικώς, δια των πληρεξουσίων του, ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον κατά των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και ζήτησε να υποχρεωθούν να του καταβάλουν, σε ολόκληρον, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής του βλάβης, που υπέστη αυτό από τα σε βάρος του πιο πάνω αδικήματα των κατηγορουμένων, το ποσό των 30.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την παράσταση της πολιτικής αγωγής και επιδίκασε για την πιο πάνω αιτία το ποσό των 3.000 ευρώ. Κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπου ήχθη κατόπιν εφέσεως των κατηγορουμένων, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα ενσωματωμένα σ'αυτή πρακτικά, εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος του Δημοσίου και δήλωσε ότι το Ελληνικό Δημόσιο παρίσταται ως πολιτικώς ενάγον και ζητεί να υποχρεωθούν οι κατηγορούμενοι να του καταβάλουν, σε ολόκληρον, χρηματική ικανοποίηση ποσού 30.000 ευρώ, λόγω της ηθική βλάβης που του προκάλεσαν οι κρινόμενες πράξεις, το άνω δε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, υποχρέωσε τους κατηγορουμένους, να καταβάλουν στο Δημόσιο, σε ολόκληρον, ποσόν, όπως και στον πρώτο βαθμό, 3.000 ευρώ. Η δήλωση αυτή του παθόντος Ελληνικού Δημοσίου είναι ορισμένη και νόμιμη, γίνεται ιδιαίτερη εξειδίκευση της προβαλλόμενης ηθικής βλάβης, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό, επιδικάστηκε σε ολόκληρον, κατ' άρθρο 481 του ΑΚ, όπως και ζητήθηκε λόγω αδικοπραξίας και δεν ήταν αναγκαίο για το, ορισμένο αυτής, να ζητείται διαιρετώς, ενώ, με την επιδίκαση ίσου ως άνω λόγου ποσού, κατ'άρθρο 932 ΑΚ, όπως και στον πρώτο βαθμό, δεν παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως του Χ2, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού μέσου εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενο του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητα του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠοινΔ πιο πάνω δικαιώματα του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενο του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Περίπτωση τέλος, μη αναγνώσεως εγγράφου που δημιουργεί την παραπάνω ακυρότητα, υπάρχει και όταν το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο ή ήταν συνταγμένο σε ξένη γλώσσα και δε βεβαιώνεται στην απόφαση ότι ο κατηγορούμενος ή ο εκπροσωπών αυτόν συνήγορος του, μπορούσε να αντιληφθεί την έννοια των αναγραφομένων σε αυτό. Προϋπόθεση, όμως, προς τούτο είναι ότι πρέπει να πρόκειται περί αποδεικτικού εγγράφου, ενώ δεν ιδρύεται ο σχετικός λόγος ακυρότητας, αν το έγγραφο που φέρεται ως μη ευθέως αναγνωσθέν προκύπτει από το περιεχόμενο άλλου αναγνωσθέντος εγγράφου ή όταν το μη αναγνωσθέν έγγραφο απλώς αναφέρεται διηγηματικά στην απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, προβάλουν ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε "τα έγγραφα και τις έγγραφες εξηγήσεις και απαντήσεις των Τελωνειακών Αρχών της Ιταλίας προς τη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και ΕΦΚ, όπως το από 6-10-01 MESSAGGIO- FAX, τα οποία μνημονεύει ρητά στο αιτιολογικό του, χωρίς να έχουν μεταφρασθεί στην Ελληνική γλώσσα και χωρίς καν να αναγνωσθούν, ώστε να καταστούν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και να υποβάλουν αυτοί παρατηρήσεις και έτσι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα. Όπως προκύπτει από το άνω αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίση του, για το αδίκημα της λαθρεμπορίας και της πλαστογραφίας εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, συνολικά 169 έγγραφα, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται τα ανωτέρω έγγραφα των Ιταλικών τελωνειακών αρχών. Στη σελίδα 73 του αιτιολογικού αναφέρονται και τα εξής "... αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι από κοινού κατήρτισαν πλαστά έγγραφα με τη θέση στα αντίτυπα των 4 συνοδευτικών διοικητικών εγγράφων (ΣΔΕ) πλαστών σφραγίδων της παραλήπτριας εταιρείας ΜΤΒ-MICHELOTTI RENATO SRL και των υπογραφών του υπευθύνου αυτής, και των υπογραφών και των σφραγίδων επί των άνω ΣΔΕ της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής της Ιταλίας, που διαπιστώθηκε ότι δεν προέρχονταν από την εν λόγω τελωνειακή αρχή από τα έγγραφα που εστάλησαν από τις Ιταλικές αρχές στις Ελληνικές τελωνειακές αρχές στα πλαίσια της αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής ..." και στη σελίδα 80, αναφέρονται "εφόσον υπήρξαν απαντήσεις των Τελωνειακών αρχών της Ιταλίας προς τη Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και ΕΦΚ για τα ζητήματα αυτά όταν έγινε διερεύνηση της υποθέσεως διοικητικούς και ενημέρωση ότι δεν είχαν παραληφθεί τα αναφερόμενα στα ΣΔΕ αυτά έγγραφα και από τους κατηγορουμένους ...". Τα παραπάνω έγγραφα - απαντήσεις των Ιταλικών τελωνειακών αρχών, ναι μεν πράγματι προκύπτει ότι δεν αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, και εκ τούτου είναι αδιάφορο αν ήταν μεταφρασμένα ή όχι στην Ελληνική γλώσσα, από το σύνολο όμως του προεκτεθέντος αιτιολογικού και από τα επισκοπούμενα, πρακτικά του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, συνάγεται ότι το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων απαντήσεων των Ιταλικών τελωνειακών αρχών περί πλαστότητας των ΣΔΕ, προκύπτει σύμφωνα με τις παραδοχές από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων τελωνειακών υπαλλήλων ΣΤ, ΒΒ και ΓΓ και από το περιεχόμενο των εγγράφων 1) Α .../325/10-10-2001 και 2) Α .../540/7-2-2002, της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και ΕΦΚ του Υπουργείου Οικονομικών προς το Τελωνείο Αχαρνών, που διερεύνησε τα πλαστά ΣΔΕ, στα πλαίσια της ενδοκοινοτικής επαλήθευσης και διοικητικής συνδρομής και τα οποία τελευταία έγγραφα αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο με αύξοντες αριθμούς 35 και 134 και επομένως οι κατηγορούμενοι πληροφορήθηκαν τα στοιχεία τους και το περιεχόμενο τους και είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο και των Ιταλικών εγγράφων αυτών και το Πενταμελές Εφετείο, ορθώς έλαβε υπόψη του και τις εν λόγω έγγραφες απαντήσεις των αρμοδίων Τελωνειακών Αρχών της Ιταλίας και οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και 171 παρ. 1 Δ ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, των αναιρεσειόντων, ότι παραβιάσθησαν τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα και επήλθεν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Από τις διατάξεις του άρθρου 107 παρ.1 και 2 εδ. β' του ν. 1165/1918 για τον "Τελωνειακό Κώδικα", όπως η παρ.2 εδ. β' είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 32 εδ. α του ν. 1731/1987 "κατά πάσα περίπτωση λαθρεμπορίας, τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτής δημεύονται ... και αν για οιονδήποτε λόγο ήθελε καταστεί αδύνατη η δήμευση, επιβάλλεται στον ένοχο χρηματική ποινή, ίση με την αξία cif προσαυξημένη με τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αντικείμενα της λαθρεμπορίας που δημεύθηκαν". Κατά τις διατάξεις του άρθρου 160 παρ.1 και 2 του ν. 2960/2001 για τον "Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα", που ισχύει κατά το άρθρο 185 αυτού από 1.1.2002, "σε κάθε περίπτωση λαθρεμπορίας, τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτής, δημεύονται ... . Εάν για οποιονδήποτε λόγο, ήθελε καταστεί αδύνατη η δήμευση των (κατά το παρόν άρθρο), αντικειμένων της λαθρεμπορίας επιβάλλεται στον ένοχο χρηματική ποινή, ίση με την αξία cif αυτών, επιπροσθέτως πάσης άλλης ποινής επιβαλλόμενης κατά τον παρόντα Κώδικα". Οι νεότερες αυτές διατάξεις του "Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα", με τις οποίες επιβάλλεται χρηματική ποινή, χωρίς προσαυξήσεις, είναι επιεικέστερες κατά τούτο για τον κατηγορούμενο, από εκείνες του προϊσχύσαντος Τελωνειακού Κώδικα και επομένως είναι εφαρμοστέες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 ΠΚ και για τα εγκλήματα λαθρεμπορίας, που τελέστηκαν προ της ισχύος τους. Σε κάθε όμως περίπτωση για να επιβληθεί χρηματική ποινή, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να βεβαιώνεται με ειδική σκέψη στην απόφαση ότι η δήμευση των αντικειμένων της λαθρεμπορίας κατέστη αδύνατη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε στους αναιρεσείοντες για την πράξη της λαθρεμπορίας ποινή φυλακίσεως δύο ετών και χρηματική ποινή 100.000 ευρώ σε καθένα, χωρίς όμως να γίνεται μνεία ή να βεβαιώνεται στην αιτιολογία, όπως θα έπρεπε κατά τα προεκτεθέντα, ότι δεν κατέστη δυνατόν να δημευθούν τα εμπορεύματα (ποτά), που ήσαν αντικείμενο της λαθρεμπορίας και ότι για το λόγο αυτό επιβάλλεται χρηματική ποινή. Επιπλέον δεν αναφέρεται καθόλου πως προέκυψε το ύψος της χρηματικής αυτής ποινής και ειδικότερα αν το ποσό των 100.000 ευρώ αντιστοιχεί στην αξία cif των εμπορευμάτων αυτών, η αν στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται και οι προσαυξήσεις και δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, κατά παράβαση των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 2 παρ.1 ΠΚ και 160 παρ.1 του ν. 2960/2001. Έτσι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που επέβαλε την χρηματική ποινή των 100.000 ευρώ, στερείται, σύμφωνα με τα πιο πάνω, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά τους βάσιμους περί τούτου λόγους των κρινόμενων αιτήσεων αναιρέσεως. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνουν δεκτές εν μέρει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη διάταξη της που επέβαλε στους αναιρεσείοντες χρηματική ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το ως άνω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), απορριφθούν δε κατά τα λοιπά οι αιτήσεις αναιρέσεως μετά των προσθέτων λόγων αυτών.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει την 908/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που επέβαλε στους αναιρεσείοντες την αναφερόμενη στο σκεπτικό χρηματική ποινή.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το μέρος που αναιρέθηκε ως άνω, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις από 5/5/2009 και από 6-5-2009 Δηλώσεις - Αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2 αντίστοιχα, περί αναιρέσεως της πιο πάνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή