Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1477 / 2014    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Θέμα
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δάση, Χρησικτησία.




Περίληψη:
Β.Δ. 17/29.11.1836 περί ιδιωτικών δασών. Κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου στα δάση, εκτός από εκείνα που αναγνωρίσθηκαν ιδιωτικά κατά την οριζόμενη σ΄ αυτά διαδικασία. Τι είναι δάσος. Τα δάση για τα οποία δεν υποβλήθηκαν τίτλοι χαρακτηρίζονται διακατεχόμενα και μπορεί επ΄ αυτών με έκτακτη χρησικτησία να αποκτηθεί κυριότητα έως τις 11.9.1915. Προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας κατά Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο. Άρθρο 559 αρ. 1 και 19. Απαράδεκτοι οι λόγοι που υπό την επίφαση της ευθείας ή εκ πλαγίου παραβιάσεως κανόνων ουσιαστικού δικαίου πλήττουν ουσιαστική κρίση δικαστηρίου. Έξοδα Δημοσίου.





Αριθμός 1477/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Χ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Γκούμα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-1-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3013/2007 7973/2007 μη οριστικές, 3299/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5390/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 26-2-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19-3-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του ΒΔ της 17/29-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών" αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεως που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέχοντας νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι "εξουσιάσεως" θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία και Οικονομικών, κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Ο ορισμός της έννοιας του δάσους, κατά το Ελληνικό δίκαιο, διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του ν. ΑΧΝ'/1888 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών (ήτοι εδαφική έκταση, καλυπτόμενη εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, η οποία προορίζεται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων ) και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνθείς ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφικών και τις επικαλούμενες από αυτά λειτουργίες (ήτοι προσθήκη πέραν της οικονομικής και της οικολογικής λειτουργίας τους), ειδικότερα δε από τις διατάξεις των άρθρων 57 του ν. 3077/1924, 45 του ν. 4173/1929 (όπως τροπ. με τα άρθρα 9 του αν 3/1935 και 1 του αν 857/1937) 1 του νδ 69/1969 και 3 του ν. 998/1979. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΒΔ της 17/29-11-1836 συνάγεται ότι για τα δάση που δεν αναγνωρίσθηκαν, κατά την διαγραφόμενη ειδικότερα στο άρθρο 3 του ίδιου β.δ/τος διαδικασία, ως ιδιωτικά, δημιουργείται νόμιμο τεκμήριο ότι ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Τα δάση, για τα οποία δεν υποβλήθηκαν τίτλοι με την υπόψη διαδικασία και κατέχονταν από ιδιώτες, δήμους ή κοινότητες και μοναστήρια, χαρακτηρίζονταν ως "διακατεχόμενα". Ο διακάτοχος αντιστοιχεί, ως όρος, στον κατά το ΑΚ νομέα. Σε τέτοια, δημόσια μεν, αλλά διακατεχόμενα δάση ήταν δυνατόν να αποκτηθεί από τους διακατόχους -νομείς αυτών ιδιώτες ή αναγνωρισμένες νομικές οντότητες, όπως δήμοι, μοναστήρια κλπ, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο αγροτικό ή αστικό κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ β.ρ. δίκαιο με έκτακτη χρησικτησία. Οι προϋποθέσεις αυτής ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί τριάντα τουλάχιστον χρόνια, με καλή πίστη. Ως καλή πίστη εννοείτο η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν παραβλάπτονται τα δικαιώματα κυριότητας άλλων (ν. 8 παρ 1/8 κωδ (7.3) ν. 9 παρ 1 πανδ (50.14), ν. 2 παρ 20 πανδ (41.4), ν. 6 παρ 1 πανδ (44.3) ν. 76 παρ 1 πανδ (18.1) και ν. 7 παρ 3 πανδ (23.3) ν. 20 παρ 12 πανδ (5.8) ν. 27 πανδ (18.1) 10,15 παρ 3, 17 και 48 πανδ (41.3), 11 πανδ (51.4), 3 και 5 παρ 1 (41.10) και 109 πανδ (50.16) και 2 παρ 7, 4 παρ 1 πανδ (51.4). Την ύπαρξη της καλής πίστης, ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής συμπερασματικώς, από τα περιστατικά που δέχτηκε ως αποδειχθέντα. Η ύπαρξη ταπίου ή άλλου τίτλου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή η υποβολή των τίτλων αυτών, χωρίς αποτέλεσμα, στη διαδικασία του άρθρου 3 του β. δ. της 17/29-11-1836 δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης, αλλά έχει σημασία για την κρίση ότι η νομή ήταν ανεπίληπτη κατά τη συνείδηση του νομέα. Ο τριακονταετής χρόνος της χρησικτησίας θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11-9-1915 όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. 21.6/3-7-1837 " περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων" καθώς και από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ'/1912 " περί δικαιοστασίου", σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν. δ της 22.4/16-5-1926 " περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης". Μετά την κατά τα ανωτέρω συμπλήρωση μέχρι και την 11-9-1915 έκτακτης χρησικτησίας επί δασικής εκτάσεως, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν νόμιμη επιρροή επί της κυριότητας που αποκτήθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο, οι μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 117 του ν 3077/1924 " περί δασικού κώδικος" και του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 37 του αν 1539/1938 και το άρθρο 16 του αν 192/1946 και επαναλήφθηκαν στο άρθρο 58 του ν.δ. 86/1969 " περί Δασικού Κώδικος", με τις οποίες ορίζεται ότι, επί των δημοσίων εν γένει δασών , θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε επ' αυτών καμία πράξη νομής, ότι μόνη η βοσκή επί δημοσίων δασών κλπ ουδέποτε θεωρείται ως πράξη νομής ή οιονεί νομής, ότι το Ελληνικό Δημόσιο τυγχάνει κύριος όλων των δασών της χώρας, τα οποία δεν έχουν αναγνωρισθεί νόμιμα ως ιδιωτικά και ότι μόνη η ύπαρξη οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθ' εαυτή ως διακατοχική πράξη. Εξ αντιδιαστολής βέβαια συνάγεται ότι, οι από της 11-9-1915 και εφεξής πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος, δεν έχουν καμία αξία ως προς την δια έκτακτης χρησικτησίας κτήση κυριότητας, εφόσον, εάν δεν έχει επέλθει αυτή μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία (11-9-1915) δεν δύναται να συμπληρωθεί ο προς χρησικτησία χρόνος και να αποκτηθεί κυριότητα κατά τον μετέπειτα χρόνο. Περαιτέρω ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 1 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών , τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση, γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση με τους τρεις λόγους της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση, οι από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλειες, κατά τις οποίες το Εφετείο με ευθεία και εκ πλαγίου εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχθηκε ότι ο ενάγων-αναιρεσίβλητος και οι δικαιοπάροχοι του κατέστησαν κύριοι της επίδικης εκτάσεως με παράγωγο τρόπο και δη με τα αναγνωρισθέντα έγγραφα ιδιοκτησίας, με αντίστοιχες αποφάσεις της Εξεταστικής Επιτροπής επί των πωλήσεων ων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών, καθώς και με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθέντες τα επίδικα με καλή πίστη για χρόνο μεγαλύτερο των 30 ετών πριν τις 11-9-1915, ενώ εάν έκρινε ορθά θα δεχόταν ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντα Α. Λ. και Ι. Π., ουδέποτε απέκτησαν την κυριότητα του μείζονος ακινήτου, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο με παράγωγο τρόπο, γιατί δεν τήρησαν την οριζόμενη στο ΒΔ της 17ης /29ης Νοεμβρίου 1836 "περί ιδιωτικών δασών" διαδικασία για την αναγνώριση τυχόν δικαιωμάτων τους επί του ακινήτου αυτού, ούτε συνέτρεξε καλόπιστη νομή τους στο ακίνητο αυτό για την απαιτούμενη κατά το ΒΡΔ 30ετία της έκτακτης χρησικτησίας. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ 561 παρ 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ' αυτό, από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς τα αποτελούντα αντικείμενο των αναιρετικών λόγων παραπάνω ζητήματα, αναφορικά με τους απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Στις 24-8-1973 απεβίωσε η μητέρα του ενάγοντος -εφεσίβλητου Φ. σύζυγος Γ. Χ., το γένος Θ. Η., η οποία με την από 30-4-1971 ιδιόγραφη διαθήκη της που δημοσιεύθηκε με το πρακτικό δημόσιας συνεδριάσεως υπ'αριθ 1771/4-10-1973 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθ. 647/1973 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, κατέλειπε, μεταξύ άλλων, στον κληρονόμο γιο της και ένα ακίνητο, (δασοτεμάχιο), εκτάσεως 4.210 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "Φυλάκειον", εντός της περιφερειακής ζώνης οικισμού της Κοινότητας Εκάλης Αττικής, όπως αυτό εμφαίνεται υπό τα στοιχεία Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Η στο από Ιανουαρίου 1952 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Γ. Σ., που προσαρτάται στο υπ' αριθ. 35.269/1952 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Ασπρομάλλη. Ειδικότερα, σύμφωνα με το εν λόγω σχεδιάγραμμα, το επίδικο συνορεύει ανατολικώς, επί πλευράς 109,80 μέτρων, με αγροτικό δρόμο, πλάτους τριών μέτρων και πέραν αυτού με ιδιοκτησία πρώην Η. Η. και ήδη Ι. Δ. και Κ. Τ., δυτικώς, επί τεθλασμένης πλευράς 15 +95 μέτρων, με ιδιοκτησία Μ. - Μ. θυγατρός Γ. Χ., βορείως, επί πλευράς 42,30 μέτρων, με ιδιοκτησία πρώην Η. Η. και ήδη Μ. και νοτίως, επί προσώπου 40 μέτρων, με ιδιωτική οδό, πλάτους 10 μέτρων, αφεθείσα δυνάμει του υπ' αριθ. …/1950 διανεμητηρίου συμβολαίου του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Ασπρομάλλη, για την εξυπηρέτηση των ακινήτων που προέκυψαν από τη διανομή αυτή, ήδη οδό …, (αριθ. 3). Την ανωτέρω κληρονομιά της μητέρας του αποδέχθηκε ο ενάγων - εφεσίβλητος με την υπ' αριθ. 5447/20-3-1975 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Θεοδώρου Λιακάκου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 256.
Στην κληρονομηθείσα Φ. Χ. το ανωτέρω ακίνητο είχε περιέλθει με αγορά από τον Χ. Δ. Σ., με το υπ' αριθ. …/15-4-1964 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο- του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Κανακάρη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μαραθώνος, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 579. Στον Χ. Σ. το ανωτέρω ακίνητο είχε περιέλθει με αγορά από την Ε. σύζυγο Ε. Η., το γένος Θ. Λ., δυνάμει του υπ' αριθ. …/20-6-1961 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του Συμβ/φου Αθηνών Ιωάννου Παναγή Παπαγιάννη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνος, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 226, σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. 24668/11-4-1964 πράξη εξοφλήσεως του ίδιου Συμβ/φου, που έχει επίσης μεταγραφεί στα βιβλία, μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνος, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 578. Στην Ε. σύζυγο Ε. Η. το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε με αγορά από τον Η. Α. Η., δυνάμει του υπ' αριθ. …/7-3-1952 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Θεοχάρους Ασπρομάλλη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνος, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 87.
Ο ανωτέρω Η. Η. και ο αδελφός του Θ. Η., είχαν λάβει, από κοινού και εξ αδιαιρέτου κατά το 1/2 ο καθένας, κατά παραχώρηση από τον πατέρα τους Α. Η., με το συμβόλαιο υπ' αριθ. …/18-10-1903 του Συμβ/φου Αθηνών Τάσου Ν. Οικονόμου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνος, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 14, με τη νομική μορφή της νέμησης ανιόντος, μία ευρύτερη έκταση στην γεωγραφική περιοχή του ανωτέρω επιδίκου, με αναφερόμενο συνολικό εμβαδόν 80.000 στρεμμάτων, που αποτελούσε ενιαίο δασόκτημα με την ονομασία "Σταμάτα - Διόνυσος", το οποίο είχε σχηματισθεί με τη συνένωση δύο πρώην ανεξάρτητων όμορων κτημάτων, του ονομαζόμενου "Άνω και Κάτω Σταμάτα" και του ονομαζόμενου "Άνω και Κάτω Διόνυσος", (βλ. κατωτέρω). Το δασόκτημα αυτό προσδιορίσθηκε ακριβέστερα, ως προς τα όρια του, με την από 15-10-1982 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των μηχανικών - πραγματογνωμόνων Ν. Σ., Χ. Π. και Δ. Β., που ενεργήθηκε κατά παραγγελία της υπ' αριθ. 8514/1979 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επ' ευκαιρία αντιδικίας για άλλο ακίνητο της ίδιας με το ήδη επίδικο ευρύτερης περιοχής. Στην έκθεση αυτή το ανωτέρω μείζον δασόκτημα βρέθηκε να έχει συνολική έκταση 50.900,230 στρεμμάτων. Την έκταση αυτή άρχισαν αμέσως να νέμονται οι δύο αδελφοί, ως ιδιοκτήτες, με καλή πίστη, διαφυλάσσοντας τα όρια της από καταπατήσεις τρίτων, συντηρώντας και εκμισθώνοντας αυτήν, εν γένει και καθ' όλη την έκταση της, σε επιτόπιους ποιμένες για τη βοσκή αιγοπροβάτων, σε υλοτόμους για την ξύλευση των δέντρων και την εμπορία της ξυλείας, σε ανθρακείς για την ανθράκευση των λοιπών προϊόντων της υλοτομίας, καθώς και σε ρητινοσυλλέκτες για τη συλλογή της ρητίνης των πεύκων. Επίσης, εκμίσθωναν κατά διαστήματα σε διάφορους τρίτους, ( (μεταξύ αυτών και η εταιρεία "Στάινερ"), συγκεκριμένες μαρμαροφόρες περιοχές για την λατόμευση μαρμάρων και ειδικές αγροτικές διαδρομές προς την Κηφισιά και την Αθήνα για τη μεταφορά των εξορυσσόμενων μαρμάρων. Τις εκμισθώσεις αυτές, αλλά και την εν γένει φύλαξη και επίβλεψη του δασοκτήματος, ενεργούσε για λογαριασμό των ανωτέρω ιδιοκτητών, ως πληρεξούσιος αυτών, ο θείος τους Γ. Η. κτηματίας και κάτοικος ..., μέχρι το 1915, καθόσον οι δύο αδελφοί Η., Θ. και Η., κατοικούσαν τότε μόνιμα στις Κυδωνιές της Μικράς Ασίας, (Αϊβαλί). Το 1950 ο Η. Η. και οι κληρονόμοι του εντωμεταξύ αποβιώσαντος αδελφού του Θ. Η., ήτοι οι Χ. Θ. Η., Α. Θ. Η., Σ. συζ. Ι. Π., Κ. Θ. Η. και Φ. συζ. Γ. Χ. προέβησαν σε διανομή του όλου δασοκτήματος με το υπ' αριθ. …/2-12-1950 διανεμητήριο συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Θεοχάρους Ασπρομάλλη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνας, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 37. Η κατάτμηση, που έγινε με την εν λόγω διανομή, είχε επιτραπεί με την υπ' αριθ. 119.721/23-12-1941 Υ.Α. του Υπουργού Γεωργίας. Σύμφωνα με το προσαρτημένο στο διανεμητήριο συμβόλαιο, από 25-4-1950, τοπογραφικό διάγραμμα του μηχ/κού Γ. Σ., ο Η. Η. έλαβε από τη διανομή αυτή, ως μερίδιο αποκλειστικά ανήκον στον ίδιο, το εμφαινόμενο υπό στοιχεία ΑΕΔΘΗΖΑ και με λατινικό αριθμό III εδαφοτεμάχιο, με συνολική έκταση 24.000 τ.μ. Σύμφωνα δε με την υπ' αριθ. 254/7-4-2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα πολιτικού μηχανικού Α. Ζ., που ενεργήθηκε κατόπιν παραγγελίας της υπ' αριθ. 3013/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς στον πρώτο βαθμό, το επίδικο ακίνητο, το οποίο πουλήθηκε το 1952 από τον Η. Η. στην Ε. συζ. Ε. Η. και, εν συνεχεία, από αυτήν στον Χ. Σ. και από αυτόν στην Φ. Χ., που κληρονομήθηκε από τον ενάγοντα ως προς το ίδιο ακίνητο, περιλαμβάνεται τόσο στην έκταση των 24.000 τμ. που περιήλθε με την ανωτέρω διανομή στον Η. Η. το 1950, όσο και στην έκταση του ευρύτερου δασοκτήματος των 50.900,230 στρεμμάτων, που μεταβιβάσθηκε το 1903 από τον Α. Η. προς τους γιους του Η. και Θ.. Η ταύτιση αυτή προκύπτει, όχι μόνο από την προαναφερθείσα πραγματογνωμοσύνη, αλλά και από την σαφή και αξιόπιστη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, που εξετάσθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά την πρώτη συζήτηση της ένδικης αγωγής, από τις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις των πολ. μηχανικών Κ. Μ. και Δ. Μ., από τις υπό ημερομηνίες 20-11-2006 και Οκτωβρίου του 2004 τεχνικές εκθέσεις του τεχνικού συμβούλου του ενάγοντος μηχ/κού Δ. Ν., καθώς και από την υπό ημερομηνία 6-4-2004 τεχνική έκθεση του μηχ/κού της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, ( Ανατολικής Αττικής ), Π. Κ.. Ο ανωτέρω δικαιοπάροχος των αδελφών Η. και Θ. Η., πατέρας τους, Α. Η. ενεργούσε στο όλο δασόκτημα, μέρος του οποίου αποτελούσε και το επίδικο δασοτεμάχιο, όλες τις προαναφερθείσες πράξεις νομής, καθώς και υποθηκεύσεις, είτε ο ίδιος αυτοπροσώπως, είτε μέσω του αδελφού του Γ. Η., ως πληρεξουσίου του, με συνείδηση κυρίου και καλή πίστη, ότι δεν παραβιάζει δικαιώματα τρίτων και μάλιστα του Δημοσίου, μέχρι το 1903, οπότε προέβη στην ως άνω μεταβίβαση στους δύο γιους του. Ο Α. Η. ανέλαβε τη νομή του δασοκτήματος Σταμάτας - Διονύσου, το 1883, όταν αγόρασε αυτό με το υπ' αριθ. …/1-3-1883 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Γεωργίου Γρυπάρη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνος στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 13, από τους κληρονόμους της Ε. Ι. Β. Μ., που εκπροσωπήθηκαν κατά τη σύνταξη του συμβολαίου από τον πληρεξούσιο τους Δημήτριο Ράλλη, τότε Υπουργό Δικαιοσύνης. Ο ίδιος Α. Η. εξόφλησε ολοσχερώς το τίμημα της ανωτέρω πωλήσεως, δυνάμει της υπ' αριθ. …/1897 πράξης εξόφλησης του Συμβ/φου Αθηνών Τάσου Ν. Οικονόμου, που έχει επίσης νόμιμα μεταγραφεί, με καταβολή προς τον ίδιο πληρεξούσιο των πωλητών Δημήτριο Ράλλη, που ήταν τότε Πρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Ναυτικών. Το Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί την εγκυρότητα της πωλήσεως αυτής, στηριζόμενο σε μαρτυρία, μετά από ιστορική έρευνα, του Ε. Φ., του οποίου μάλιστα προσκομίζει και σχετική έκθεση γενεαλογικής έρευνας και τίτλων, ότι οι εμφανιζόμενοι ως κληρονόμοι της Ε. Μ. και εντολείς του Δημητρίου Ράλλη ήταν ανύπαρκτα πρόσωπα. Όμως, η μαρτυρία αυτή δεν κρίνεται αξιόπιστη, διότι ο Ε. Φ. έχει καταδικασθεί, σε σχέση με κτηματικές διαφορές στην ίδια περιοχή, για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση με την υπ' αριθ. 73609/1995 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Άλλωστε η καλή πίστη του Α. Η., όταν αποκτούσε το ευρύτερο δασόκτημα Σταμάτας -Διονύσου, ότι οι δικαιοπάροχοι του ήταν υπαρκτά πρόσωπα και κύριοι του πωλούμενου ακινήτου, αποδεικνύεται αναμφισβήτητα και από το γεγονός ότι ως πληρεξούσιος τους εμφανιζόταν, τότε αλλά και κατά την εξόφληση του τιμήματος, πρόσωπο ιδιαίτερου κύρους και αξιοπιστίας, δηλαδή ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης και μετέπειτα Πρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Δημήτριος Ράλλης. Στο εν λόγω δασόκτημα είχε εγείρει απαιτήσεις, ως προς την κυριότητα και τη νομή επί του 1/3 εξ αδιαιρέτου του τμήματος, που προέρχεται από το κάποτε αυτοτελές κτήμα "Άνω και Κάτω Διόνυσος", η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, στηριζόμενη στο υπ' αριθ. …/18-2-1852 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Κων. Πιτάρη, με το οποίο ο απώτερος κύριος αυτού Ι. Π. φέρεται ότι προέβη σε αντίστοιχη μεταβίβαση προς τη Μονή αυτή. Η αντιδικία αυτή έληξε συμβιβαστικά με το υπ' αριθ. …/19-4-1893 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Τάσου Οικονόμου, με το οποίο η μεν Μονή αναγνώρισε την αποκλειστική κυριότητα του Α. Η. σε όλο το δασόκτημα του Διονύσου με το Καστρί και το Ασπρόχωμα, ενώ ο τελευταίος αναγνώρισε αντίστοιχα τη Μονή ως αποκλειστικά κυρία του κτήματος του Αγίου Γεωργίου Βρανά. Τη νομή, όμως, επί του όλου δασοκτήματος του Διονύσου, ασκούσε πάντα με καλή πίστη, όπως προαναφέρθηκε, ο Α. Η. και προηγουμένως οι δικαιοπάροχοι αυτού, ( βλ. κατωτέρω ), εφόσον η Μονή είχε εγείρει σχετική αγωγή, διεκδικητική της κυριότητας, που αποσύρθηκε λόγω του προαναφερθέντος συμβιβασμού, ενώ πριν από αυτήν είχε ασκήσει άλλη αγωγή περί νομής, η οποία δεν ευδοκίμησε, καθόσον ο απώτερος "δικαιοπάροχος" του Α. Η. Δ. Σ. δέχθηκε να δώσει σχετικό επαχθέντα όρκο.
Οι κληρονόμοι της Ε. Ι.Β. Μ., που μεταβίβασαν το 1883, κατά τα ανωτέρω, το επίμαχο δασόκτημα στον Α. Η., (ήτοι οι Σ. Ι.Β. Μ., Δ. Ι.Β. Μ., Α. Ι.Β. Μ., Μ. Ι.Β. Μ.,Α. συζ. Ο. Β. το γένος Ι.Β. Μ.,Κ. συζ. Δ. Ρ., το γένος Ι.Β. Μ., Λ. συζ. Δ.Ρ. το γένος Ι.Β. Μ. και Α. χήρα Ι.Β. Μ.), κληρονόμησαν αυτό εξ αδιαιρέτου, μαζί με την όλη περιουσία της κληρονομουμένης, το 1877 κατά το θάνατο της, με την υπεισέλευση και ανάμειξη τους στην κληρονομιά της, κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι και ανέλαβαν τη νομή του ενεργώντας τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής με καλή πίστη, μέχρι τη μεταβίβαση προς τον Α. Η., ( 1883 ). Η κληρονομηθείσα κατά τα ανωτέρω Ε. συζ. Δ. Σ., το γένος Ι.Β. Μ., είχε αγοράσει το όλο δασόκτημα από τον τραπεζίτη Κ. Β., λίγους μήνες πριν από τον θάνατο της, μέσω του συζύγου της Δ. Σ., που εμφανίσθηκε ως πληρεξούσιος αυτής, με το υπ' αριθ. …/16-6-1877 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Γεωργίου Γρυπάρη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνας στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 144, αλλά καταχωρίσθηκε από παραδρομή όχι στην δική της μερίδα, αλλά σε εκείνη του πληρεξουσίου και συζύγου της Δ. Σ., έτσι ώστε προς τους τρίτους εμφανιζόταν ως κύριος ο τελευταίος. Και η Ε. συζ. Δ. Σ., το γένος Ι.Β. Μ., μέσω του πληρεξουσίου της Δ. Σ., άσκησε μέχρι το θάνατο της τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής, με καλή πίστη, ενόψει και της ιδιαίτερης φερεγγυότητας του πωλητή, ως τραπεζίτη και σημαντικού οικονομικού παράγοντα στο τότε ελληνικό κράτος, σε συνδυασμό με την έλλειψη αμφισβητήσεων εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου.
Ο Κ. Β. είχε αγοράσει από την κτηματία Λ., χήρα Α. Λ. ένα τμήμα από το ανωτέρω ενιαίο δασόκτημα "Σταμάτας - Διονύσου", δηλαδή το πρώην 'αυτοτελές δασόκτημα και πρώην οθωμανικό τσιφλίκι, της "Άνω και Κάτω Σταμάτας", με το υπ' αριθ. …/31-8-1872 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Στέφανου Ταβανάκη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνας στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 471. Επίσης, ο ίδιος είχε αγοράσει από τον τότε Γενικό Σύμβουλο της Επικρατείας στη Ρωσία Ι. Π. και το δεύτερο τμήμα από το ανωτέρω ενιαίο δασόκτημα "Σταμάτας - Διονύσου", δηλαδή το πρώην αυτοτελές δασόκτημα και πρώην οθωμανικό τσιφλίκι, του "Άνω και Κάτω Διονύσου", με το υπ' αριθ. …/28-10-1872 συμβόλαιο του ίδιου αμέσως ανωτέρω Συμβ/φου, το οποίο επίσης μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνας στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 507. Ο Κ. Β. ανέλαβε τη νομή και επί των δύο αγορασθέντων δασοκτημάτων από τη σύναψη των αμέσως ανωτέρω συμβολαίων, (1872), και, αφού συνένωσε τα ακίνητα αυτά σε ένα μείζον δασόκτημα με την ονομασία "Σταμάτα -Διόνυσος", ασκούσε στο ενιαίο πλέον ακίνητο, στο σύνολο του, μέχρι τη μεταβίβαση του προς την Ε. Ι.Β. Μ., μέσω του πληρεξουσίου της Δ. Σ., (1877), όλες τις πράξεις νομής που προαναφέρθηκαν, με καλή πίστη, που δικαιολογείται από τη φερεγγυότητα των δικαιοπαρόχων του και την έλλειψη αμφισβητήσεων εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, σε συνδυασμό με τα έγγραφα ιδιοκτησίας που του εγχειρίσθηκαν από την πρώτη πωλήτρια, ( βλ. κατωτέρω ).
Περαιτέρω, ως προς το αρχικό δασόκτημα "Άνω και Κάτω Σταμάτα", αποδεικνύεται ότι αυτό νεμόταν, από το 1850 μέχρι το 1872, με τις ίδιες πράξεις νομής η Λ. χήρα Α. Λ., αρχικά ως επίτροπος του ανήλικου γιου της Θ. Λ., μοναδικού κληρονόμου του πατέρα του, από το θάνατο του συζύγου της το 1850 μέχρι το θάνατο του ανήλικου γιου της το 1855 και έκτοτε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του τελευταίου, αυτοπροσώπως αλλά και μέσω του πληρεξουσίου της Ε. Λ., με καλή πίστη, καθόσον γνώριζε την αγορά αυτού από τον σύζυγο της από τους πριν από την ελληνική ανεξαρτησία Οθωμανούς κυρίους του, ( βλ. κατωτέρω ), καθώς και την έλλειψη αμφισβητήσεων εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Μεταξύ των άλλων πράξεων νομής, όπως προαναφέρθηκαν, αποδεικνύεται ειδικότερα ότι η Λ. Λ. είχε υποθηκεύσει το εν λόγω δασόκτημα προς τον Θ. Κ., με τα συμβόλαια υπ' αριθμούς …/11-12-1869 και …/31-7-1868 του Συμβ/φου Αθηνών Γεράσιμου Αφεντάκη. Ο σύζυγος και δικαιοπάροχος της Λ. Λ. Α. Λ., που είχε διατελέσει πληρεξούσιος της Ελλάδας στο Λονδίνο, είχε αγοράσει το δασόκτημα - τσιφλίκι της Σταμάτας, μέσω του πληρεξουσίου του Κ. Ζ., από τους πρώην Οθωμανούς κυρίους του : α) Μ. Α., γιο τουΔ. Μ., β) Τ. Α., γιο του Μ. Ε., γ) Μ., γιο του Η. Μ., δ) Μ. Α., γιο του Μ. Χ. Ε. και ε) Ο., γιο του ίδιου Μ. Χ. Ε.. Το συνταχθέν για την αγοραπωλησία αυτή έγγραφο συμβόλαιο, κατά τους οθωμανικούς τύπους, ( χοτζέτι ), έχει απολεσθεί, πλην, όμως, προκύπτει η σύνταξη τους από, (1) την υπ' αριθ. …/25/28.1.1834 έγγραφη δήλωση του Κ. Ζ. που έχει κατατεθεί στην υπ' αριθ. …/1858 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Βελισσαρίου, (2) το από 20-10-1830 αντίγραφο πρωτοκόλλου καταθέσεων μαρτυριών περί των του ανωτέρω κτήματος, εξαχθέν από το βιβλίο πρακτικών της Εξεταστικής Επιτροπής επί των Πωλήσεων Τουρκικών Κτημάτων, που έχει κατατεθεί στο Αρχείο του Υπουργείου Οικονομικών και μνημονεύεται ως επιδειχθέν στον αγοραστή στο υπ' αριθ. …/31-8-1872 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Στέφανου Ταβανάκη, (Λ. Λ. προς Κ. Β.), (3) το από 12-12-1830 ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως του δασοκτήματος, που μνημονεύεται στο ίδιο συμβόλαιο, (4) το από 10ης της σελήνης Τζεμαζιούλ Εββέλ του οθωμανικού έτους 1246 χοτζέτιο, που μνημονεύεται ομοίως και (5) την υπ' αριθ. …/13-2-1842 απόφαση επικυρώσεως αγοραπωλησίας της Εξεταστικής Επιτροπής επί των Πωλήσεων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών του άρθρου 3 του Β.Δ. της 17/29-11-1836 περί ιδιωτικών δασών, που μνημονεύεται ομοίως και ήδη προσκομίζεται. Ο Α. Λ. από το 1830 μέχρι το θάνατο του το 1850 ασκούσε όλες τις προαναφερθείσες πράξεις νομής στο ανωτέρω δασόκτημα, είτε ο ίδιος είτε μέσω του πληρεξουσίου του Κ. Ζ., με καλή πίστη, που δικαιολογείτο από το γεγονός ότι με την τελευταία απόφαση το Ελληνικό Δημόσιο είχε αναγνωρίσει το επίμαχο ως ιδιωτικό δάσος που ανήκε στον ίδιο, έκτοτε δε καμία σχετική αμφισβήτηση δεν είχε εγείρει. Την εν λόγω νομή ο Α. Λ. ουδέποτε απώλεσε έστω και πρόσκαιρα. Το Δημόσιο ισχυρίζεται ότι με το υπ' αριθ. …/7-8-1841 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Δασκαλόπουλου, το οποίο προσκομίζει το ίδιο, ο Α. Λ. πώλησε το δασόκτημα της Σταμάτας, μαζί με άλλο στους Τράχωνες, στον Θ. Κ.. Δεν αποδεικνύεται, όμως, ότι ο εν λόγω "αγοραστής", είτε οι διάδοχοι του, επελήφθησαν ποτέ της νομής του δασοκτήματος της Σταμάτας μετά την ανωτέρω "αγοραπωλησία" στις 7-8-1841. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι αργότερα, εντός των ετών 1868 - 1869, η χήρα του Α. Λ., Λ. Λ., παραχώρησε υποθήκες επί του δασοκτήματος αυτού προς τον ίδιο Θ. Κ., που φερόταν ότι είχε αγοράσει προηγουμένως το ίδιο ακίνητο από τον σύζυγο της, όταν ήταν εν ζωή, (βλ. τα ήδη αναφερθέντα ως άνω συμβόλαια παραχωρήσεως υποθήκης υπ' αριθμούς …/11-12-1869 και …/31-7-1868 του Συμβ/φου Αθηνών Γεράσιμου Αφεντάκη ). Συνάγεται, επομένως, ότι το επικαλούμενο από το Ελληνικό Δημόσιο, ως άνω, συμβόλαιο "πωλήσεως" του δασοκτήματος Σταμάτας, από τον Α. Λ. προς τον Θ. Κ., υπέκρυπτε στην πραγματικότητα εμπράγματη εξασφάλιση απαιτήσεως δίκην υποθήκης.
Αφετέρου, ως προς το έτερο δασόκτημα, το οποίο από κοινού με το προηγούμενο συναποτέλεσαν το ευρύτερο ενιαίο δασόκτημα Σταμάτας - Διονύσου, δηλαδή το πρώην τσιφλίκι "Άνω και Κάτω Διονύσου", αποδεικνύεται ότι αυτό πωλήθηκε από τον προ της ελληνικής ανεξαρτησίας Οθωμανό κύριο του Σ. Α., γιό του Δ. Α., μέσω του πληρεξουσίου του Ι. Κ. Ε., προς τον Ι. Π., Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στη Ρωσία, δυνάμει χοτζετίου, που έχει μεν απολεσθεί, όμως η σύνταξη του αποδεικνύεται από την ήδη προσκομιζόμενη απόφαση υπ' αριθ. …/11-12-1836 της Εξεταστικής Επιτροπής επί των Πωλήσεων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών, με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει τον αγοραστή ως νόμιμο κύριο του δασοκτήματος - τέως τσιφλικιού του Διονύσου και η οποία κηρυχθεί εκτελεστή με την από 19-12-1836 πράξη των Γραμματειών ( Υπουργείων ) Εξωτερικών και Οικονομικών, συμφώνα με τις μνημονευόμενες στην ίδια απόφαση διαταγές 9573-9574 της 12-11-1835 των ίδιων Γραμματειών. Ο ανωτέρω αγοραστής Ι. Π. ανέλαβε την κατοχή του κτήματος το 1836 και, από τότε μέχρι τη μεταβίβαση προς τον Κ. Β. το 1872, εξακολούθησε να ασκεί τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής, (φύλαξη, συντήρηση, εκμισθώσεις, υποθηκεύσεις κλπ. ), σε όλη την έκταση αυτού, με καλή πίστη, λόγω της αναγνωρίσεως της κυριότητας του από το Ελληνικό Δημόσιο, με την ανωτέρω απόφαση της αρμόδιας, για την αναγνώριση ιδιωτικών δασών, Επιτροπής και λόγω της έλλειψης αμφισβητήσεων έκτοτε εκ μέρους του Δημοσίου. Ο ίδιος ουδέποτε απώλεσε τη νομή επί του κτήματος αυτού, έστω και εν μέρει, καθόσον, μετά την κατάρτιση του συμβολαίου υπ' αριθ. …/18-2-1852 του Συμβ/φου Αθηνών Κ. Πιτάρη, με το οποίο φέρεται να παραχωρεί στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη το 1/3 εξ αδιαιρέτου του κτήματος αυτού, δεν αποδεικνύεται ότι έχει ασκήσει η "αγοράστρια" Μονή πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό κατά το φερόμενο ως πωληθέν ιδανικό μερίδιο. Το γεγονός ότι αργότερα η Μονή αναγνώρισε τον απώτερο διάδοχο του Ι. Π. Α. Η. ως αποκλειστικό κύριο του Διονύσου, ( βλ. ανωτέρω ), μαρτυρά ότι και αυτή η "πώληση" υπέκρυπτε εξασφάλιση απαιτήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επιγενόμενη νομή χρησικτησίας που άσκησαν στο όλο κτήμα Σταμάτας - Διονύσου, με δικαιολογημένη καλή πίστη, από το 1872 μέχρι το 1903 επί τριάντα (30) και πλέον έτη, οι διάδοχοι του Ι. Π., δηλαδή ο Κ. Β., η Ε. Μ. συζ. Δ. Σ., οι κληρονόμοι της τελευταίας και ο Α. Η., κατέλυσε οποιοδήποτε δικαίωμα της Μονής στο 1/3 εξ αδιαιρέτου επί εκείνου του τμήματος του ενιαίου μείζονος δασοκτήματος Σταμάτας - Διονύσου, που αποτελούσε το αρχικά ανεξάρτητο έλασσον δασόκτημα Διονύσου.
Με τα ανωτέρω δεδομένα αποδεικνύεται ότι ο ενάγων - εφεσίβλητος έχει καταστεί κύριος του ήδη επίδικου δασοτεμαχίου επί της οδού … αριθ. 3 στην Εκάλη, προεχόντως με παράγωγο τρόπο κτήσης, δηλαδή με αδιάκοπη διαδοχή μεταβιβάσεων δυνάμει νόμιμων τίτλων και, σε κάθε περίπτωση, με πρωτότυπο τρόπο κτήσης, δηλαδή με έκτακτη χρησικτησία, από τα έτη 1830 - 1836 έως την άσκηση της αγωγής, όπως προεκτέθηκε......" Από τις προεκτεθείσες παραδοχές της παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, που ως προς τα ζητήματα αυτά επικύρωσε την ομοίως κρίνουσα πρωτόδικη απόφαση, μετά από απόρριψη της ασκηθείσας από το αναιρεσείον έφεση, προκύπτει ότι το Εφετείο έχει κρίνει ανέλεγκτα ότι ως προς το μεγαλύτερο ακίνητο των δικαιοπαρόχων του ενάγοντα, που περιλαμβάνει και το επίδικο ακίνητο, έχει τηρηθεί η διαδικασία του έχοντος ισχύ ουσιαστικού νόμου ΒΔ της 17ης /29ης Νοεμβρίου 1836 και έχουν αναγνωρισθεί τα προσκομισθέντα έγγραφα ιδιοκτησίας και συνακόλουθα ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως , να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ενώ προσέτι είναι απαράδεκτος και γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως του προαναφερθέντος ΒΔ πλήττει την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ 1 ΚΠολΔικ είναι ανέλεγκτη. Άλλωστε, και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος, και αλυσιτελής καθ' όσον με αυτόν πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία που στηρίζει την κυριότητα των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων στον παράγωγο τρόπο, πλην όμως δεν τελεσφορεί, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, η επάλληλη αιτιολογία της κτήσεως της κυριότητας του ενάγοντος- αναιρεσιβλήτου με έκτακτη χρησικτησία, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης.
Περαιτέρω με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ασκήσεως από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα πράξεων νομής με καλή πίστη στο περιλαμβάνον και το επίδικο μεγαλύτερο ακίνητο, για τον απαιτούμενο κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ χρόνο χρησικτησίας οι οποίες πράξεις επαρκώς δικαιολογούν την άσκηση νομής και στο επίδικο και οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559ΚΠολΔικ δεύτερος και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Προσέτι, οι αιτιάσεις του δεύτερου λόγου, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως, γιατί το Εφετείο κατά παράβαση του αναφερομένου στον πρώτο λόγο ΒΔ δέχθηκε ότι η καλή πίστη των προαναφερθέντων απώτατων δικαιοπαρόχων του ενάγοντα δικαιολογείται από το ότι η κυριότητά τους αναγνωρίστηκε με απόφαση της Εξεταστικής Επιτροπής επί των πωλήσεων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών, ενώ η Επιτροπή αυτή δεν ήταν αρμόδια να κρίνει, είναι απορριπτέος, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο, προκειμένου να συναγάγει την κρίση του για την ύπαρξη της καλής πίστεως των δικαιοπαρόχων του αναιρεσιβλήτου, στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στην ως άνω απόφαση της Εξεταστικής Επιτροπής, ενώ την ύπαρξη καλής πίστεως το Εφετείο συνήγαγε από το σύνολο των προσκομισθέντων, μετ' επικλήσεως τίτλων κυριότητας και των λοιπών περιστατικών που δέχθηκε ως αποδειχθέντα. Ενόψει τούτων η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο λόγω της ήττας του (άρθρ 173 και 183ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ 18 του ΕισΝ ΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ 12 του Ν. 1738/1987.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26-2-2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του Ι. Χ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθμό 5390/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300)ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή