Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1766 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.




Περίληψη:
Ψευδορκία μάρτυρα. Συκοφαντική δυσφήμηση. Έννοια όρων. Πρέπει ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, ψευδή πραγματικά και να υπάρχει άμεσος δόλος ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή και ότι έχει γνώση των αληθών, τα οποία σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Πρέπει η κατάθεση να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις. Το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος. Ως γεγονός θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, καθώς και κάθε συμπεριφορά αναφερόμενη στο παρόν, ή το παρελθόν και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1766/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και την Γραμματέα Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ι. Π. του Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γρηγόριο Ψαλτήρα, περί αναιρέσεως της 10845/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντα τον Φ. Φ. του Κ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 528/2010.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Εισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρ. 224 παρ. 2 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) Ο μάρτυρας να εκθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής η οποία είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθών αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του πιο πάνω εγκλήματος πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός αν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που κατέθεσε. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά τη δεύτερη "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 (προηγούμενη) το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος, γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει, ότι το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως προϋποθέτει είτε ισχυρισμό ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, είτε διάδοση σε τρίτον τέτοιου γεγονότος, το οποίο ανακοινώθηκε προηγουμένως στον υπαίτιο από άλλον. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρόν, ή το παρελθόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος, εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Δεν αρκεί δηλαδή ο απλός ή ο ενδεχόμενος δόλος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχήν να αιτιολογείται ιδιαιτέρως στην καταδικαστική απόφαση, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν όμως αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως, κατά τα ανωτέρω, επί του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως, άμεσος δηλαδή δόλος, πρέπει η ύπαρξη τέτοιου δόλου να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή. Εξάλλου, καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσο δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 10.845/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη για τρία (3) χρόνια. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό, σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, κατά λέξη, τα εξής: "Στις 12-12-1996 ο Ν. Σ. κατέθεσε μήνυση κατά των α) Ι. Γ., ως διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΗ - ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Α.Ε." και β) Π. Α., ως διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Α.Ε.". Στην εν λόγω μήνυση εξέθετε ότι στις 28-11-95 παρέδωσε στον κατηγορούμενο Ι. Π., που τον γνώριζε ως συνεργάτη των πιο πάνω εταιρειών, 6.700.000 δρχ. για να πιστώσει τον χρηματιστηριακό κωδικό που είχε στην "ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ", πλην όμως, όπως του δήλωσε ο τελευταίος (Ι. Π.), με τα χρήματα αυτά, κατά σύσταση του Ι. Γ., πλήρωσε για λογαριασμό της ΑΣΠΙΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗΣ, με την οποία συνεργάζονταν ο Ι. Γ. και ο Ι. Π.ς, πελάτες της εν λόγω εταιρείας. Στα πλαίσια τακτικής ανάκρισης για την πιο πάνω πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, ο κατηγορούμενος, στις 20-1-2003, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Ανακριτή Πλημ/κών Αθηνών του 5ου τακτικού τμήματος, κατέθεσε μεταξύ άλλων και τα εξής: "... Εγώ πράγματι τον Νοέμβριο του 1995 εισέπραξα από τον Σ. Ν. το ποσό των 6.700.000 δρχ. για αγορά μετοχών μέσω της ΑΣΠΙΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗΣ. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ΑΣΠΙΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Φ. Φ. μου έδωσε τηλεφωνικώς την εντολή με τα χρήματα αυτά να εξοφλήσω οφειλές της πιο πάνω εταιρείας προς πελάτες από πιστωτικά υπόλοιπα πελατών και συγκεκριμένα τους Γ. Γ., Κ. Γ. και Α. Ρ. ..." . Το γεγονός αυτό, ότι δηλ. ο Φ. Φ. (εγκαλών) του έδωσε τηλεφωνικώς την εντολή να εξοφλήσει οφειλές της "ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ" προς τους αναφερόμενους πελάτες αυτής με το ποσό των 6.700.000 δρχ., που εισέπραξε ο κατηγορούμενος από τον Σ. Ν., ήταν ψευδές και το γνώριζε ο κατηγορούμενος. Τότε, δηλ. το Νοέμβριο του 1995 δεν γνώριζε τον εγκαλούντα Φ. Φ. και δεν είχε καμία τηλεφωνική επικοινωνία με αυτόν. Εξάλλου ο κατηγορούμενος δεν είχε συνάψει καμία σύμβαση συνεργασίας με την "ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ". Τέτοια σύμβαση είχε υπογράψει ο Ι. Γ. για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας "ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΗ - ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Α.Ε.". Ο κατηγορούμενος συνεργαζόταν με τον Ι. Γ. και την εταιρεία του. Ο ίδιος ήταν ασφαλιστής της εταιρείας "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ" και, προκειμένου να πείσει τους πελάτες του να του παραδώσουν χρήματα για επένδυση παρουσιαζόταν ως διαμεσολαβητής χρηματιστηριακών συναλλαγών και εκπρόσωπος της "ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ" στην ..., συντάσσοντας και υπογράφοντας ιδιωτικά συμφωνητικά με πελάτες του, στα οποία εμφάνιζε, κατόπιν άδειας προφανώς του νόμιμου παραγωγού Ι. Γ. ως εκπροσώπου της πιο πάνω εταιρείας, την "ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ" ως δήθεν αντισυμβαλλομένη τους και τον εαυτό του ως νόμιμο δήθεν εκπρόσωπό της με εξουσία να την δεσμεύει με την υπογραφή του. Εξάλλου σε ανύποπτο χρόνο και δη το έτος 1996, με την από 30-9-1996 έγγραφη δήλωσή του, ο κατηγορούμενος δήλωσε σχετικά με το ποσό των 6.700.000 δρχ. τα εξής: "Κατά σύσταση και προτροπή του κ. Ι. Γ. επλήρωσα με τα χρήματα αυτά (6.700.000 δρχ.) του κ. Ν. τους εξής πελάτες της ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ, στους οποίους η ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ όφειλε χρήματα έπρεπε να τους πληρώσει αλλά δεν είχε μετρητά, λόγω του μεγάλου ανοίγματος που είχε κάνει στην αγορά μετοχών 1) ... Γ. Γ. ... Κ. Γ. ...Ρ. Α.... έστειλα στην ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ τα πρωτότυπα καταθετήρια ... Θεωρώ υπεύθυνη για την επιστροφή των ανωτέρω χρημάτων του κ. Ν. την ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ, γιατί με τα χρήματα του κ. Ν. επλήρωσα ως ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ και όχι ως Π., τους ανωτέρου πελάτες της "ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ". Από το περιεχόμενο αυτό της εν λόγω δήλωσης προκύπτει ότι ο εγκαλών καμία εντολή δεν έδωσε στον κατηγορούμενο σε σχέση με την πληρωμή του πιο πάνω ποσού, καθόσον το όνομα του εγκαλούντος δεν αναφέρεται πουθενά, πράγμα που δεν θα συνέβαινε εάν ο εγκαλών είχε δώσει πράγματι τη σχετική εντολή. Στη δήλωση αναγράφεται ρητώς ότι την όποια εντολή την έδωσε ο Ι.Γ., διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας "ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΗ-ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Α.Ε.", η οποία δυνάμει σχετικής σύμβασης συνεργαζόταν με την ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ. Ο κατηγορούμενος συνεργαζόταν με τη σειρά του με τον Ι. Γ. και του εύρισκε στην ουσία πελάτες, οι οποίοι τελικώς επένδυαν στο χρηματιστήριο μέσω της ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ. Οπότε είναι και λογικό αυτό που αναγράφει στη δήλωση, δηλ. την όποια εντολή να την έχει πάρει από τον συνεργάτη του Γ.. Εάν την εντολή την είχε λάβει από τον Φιλίππου θα το ανέφερε στη δήλωση, στην οποία κάνει εκτενή αναφορά στην ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ και την υποχρέωσή της να επιστρέψει αυτή τα χρήματα στον Ν.. Εξάλλου αν αυτό ήταν αληθές ότι ο Φ. Φ., που ήταν διευθύνων σύμβουλος της ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ το 1995 και 1996 θα το ανέφερε από την αρχή και στον Ν. και θα στρεφόταν ο τελευταίος και εναντίον του εγκαλούντος. Για πρώτη φορά ο Π. ανέφερε το όνομα του εγκαλούντος το 2000 σε κατάθεσή του σε Δικαστήριο και στη συνέχεια στην πιο πάνω κατάθεσή του το έτος 2003 πλέον.
Το παραπάνω γεγονός, όπως κατατέθηκε, του οποίου έλαβαν γνώση ο ανακριτής, εισαγγελείς, δικαστές και γραμματείς, ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν αναληθές και ότι ήταν πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, όπως και έγινε. Σε βάρος του εγκαλούντος, με βάση την προαναφερόμενη κατάθεση του κατηγορουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος. Τελικώς με το υπ' αρ.3309/2004 βούλευμα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αποφάνθηκε ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία κατά του εγκαλούντος. Με βάση τα παραπάνω ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Στη συνέχεια το δικάσαν Εφετείο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα των παραπάνω αξιόποινων πράξεων και ειδικότερα, του ότι: "στην ... την 20η Ιανουαρίου 2003 τέλεσε με πρόθεση τα ακόλουθα αδικήματα: Α) Ενώ εξετάζονταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα αποκρύπτοντας την αλήθεια. Ειδικότερα εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας κατηγορίας ενώπιον του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών του 5ου Τακτικού Τμήματος, ο οποίος κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών ενεργούσε κυρία ανάκριση κατά του εγκαλούντος Φ. Φ. του Κ. για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευτεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, μετά την υποβολή σε βάρος του μηνύσεως από τον Σ. Ν. αναφορικά με την τύχη ποσού 6.700.000 δραχμών που ο τελευταίος ισχυριζόταν ότι παρέδωσε στον νυν κατηγορούμενο Ι.Π. ως συνεργάτη της εταιρείας με την επωνυμία "ΑΣΠΙΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" (ΑΣΠΙΣ Α.Χ.Ε.) για να πιστωθούν στον χρηματιστηριακό του κωδικό στην ανωτέρω εταιρεία, κατέθεσε ψευδή εν γνώσει της αναληθείας προς υποστήριξη της ανωτέρω μηνύσεως, το κρίσιμο σε περιεχόμενο της καταθέσεώς του έχει ως εξής: "... Εγώ πράγματι τον Νοέμβριο του 1995 εισέπραξα από τον Σ. Ν. το ποσό των 6.700.000 δρχ. για αγορά μετοχών μέσω της ΑΣΠΙΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗΣ. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας ΑΣΠΙΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ Φ. Φ. μου έδωσε τηλεφωνικώς την εντολή με τα χρήματα αυτά να εξοφλήσω οφειλές της πιο πάνω εταιρείας προς πελάτες από πιστωτικά υπόλοιπα πελατών και συγκεκριμένα τους Γ. Γ., Κ. Γ. και Α. Ρ. ...". Η αλήθεια όμως ήταν ότι ο εγκαλών Φ. Φ. του Κ. δεν είχε καμία επικοινωνία με τον κατηγορούμενο ούτε του έδωσε ποτέ τέτοια εντολή. Ότι φέρεται να έγινε η παράδοση των χρημάτων τον Σ.Ν. στον κατηγορούμενο χωρίς να συνταχθεί απόδειξη εισπράξεως από τον τελευταίο, κατ' ευθεία αντίθεση με την παγία πρακτική, ειδικά για ποσό τέτοιου ύψους εν έτει 1995. Ότι με την από 30-9-1996 δήλωσή του ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε πως την 28-11-1995 παρέλαβε στην ... από το Σ.Ν. το ποσό των 6.700.000 δραχμών και πως κατά σύσταση και προτροπή του Ι.Γ. πλήρωσε με τα χρήματα αυτά πελάτες της "ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ" στους οποίους η εταιρεία όφειλε χρήματα, αλλά δεν είχε μετρητά να τους πληρώσει λόγω του μεγάλου ανοίγματος που είχε κάνει στην αγορά μετοχών, και έτσι έδωσε την 28-11-1995 ποσό 1.095.930 δραχμών στο Γ.Γ., την 27-12-1995 ποσό 1.633.508 δραχμών στο Γ.Κ. και την 29-12-1995 ποσό 4.000.000 δραχμών στην Α.Ρ. . Ότι στην ανωτέρω δήλωση, συνταχθείσα λίγους μήνες μετά την παράδοση του ποσού των 6.700.000 δραχμών, αναφέρθηκε μόνο το όνομα του Ι.Γ., τότε Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας επενδυτικών υπηρεσιών "ΒΟΡΕΙΟ-ΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ Α.Ε." και ότι δεν αναφέρθηκε καθόλου το όνομα του εγκαλούντος Φ.Φ. . Ότι ο κατηγορούμενος δεν γνώριζε τότε ούτε το όνομα του εγκαλούντος, ούτε είχαν συνομιλήσει ποτέ τηλεφωνικώς, ούτε είχαν συναντηθεί, αλλά ούτε και έκτοτε συνομίλησαν. Ότι η εταιρεία "ΑΣΠΙΣ Α.Χ.Ε." δεν είχε καμία σχέση συνεργασίας με τον κατηγορούμενο, ο οποίος ασφαλιστής της εταιρείας "ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ", αλλά αυτός παρουσίαζε τον εαυτό του ως διαμεσολαβητή χρηματιστηριακών συναλλαγών και ως εκπρόσωπο της "ΑΣΠΙΣ Α.Χ.Ε.) στην ..., προκειμένου να παραπλανήσει τους συντοπίτες του πως ήταν συνεργάτης μιας μεγάλης ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας και να τους πείσει να του παραδώσουν τα χρήματά τους δήθεν για να τα επενδύσει στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Ότι για το σκοπό αυτόν συνέτασσε και υπέγραφε ιδιωτικά συμφωνητικά με διάφορους πελάτες του, στα οποία εμφάνιζε την "ΑΣΠΙΣ Α.Χ.Ε.) ως δήθεν αντισυμβαλλόμενή τους και τον εαυτόν του ως νόμιμο δήθεν εκπρόσωπό της, με εξουσία να την δεσμεύει με την υπογραφή του, τα οποία όμως ήταν πλαστά αφού δεν είχε καμία, τέτοια εξουσία ή δικαίωμα. Όλα δε τα ανωτέρω αληθή τα γνώριζε ο κατηγορούμενος, ανέφερε όμως ψευδώς το όνομα του εγκαλούντος ενώπιον του Ανακριτή προκειμένου να αποποιηθεί των δικών του ποινικών ευθυνών.
Β) Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο ισχυρίστηκε εν γνώσει της αναληθείας ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον γεγονότα ψευδή που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του. Ειδικότερα με την ως άνω υπό στοιχ. Α του παρόντος ένορκη κατάθεσή του ενώπιον του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών του 5ου Τακτικού Τμήματος, του περιεχομένου της οποίας έλαβαν γνώση Εισαγγελείς, Δικαστές, οι Γραμματείς των Δικαστηρίων, ο Ανακριτής κ.λπ., ισχυρίστηκε για τον ανωτέρω εγκαλούντα Φ.Φ. του Κ. τα υπό στοιχ. Α εκτιθέμενα ψευδή, παρότι γνώριζε πως ήταν ψευδή ως ανωτέρω αναλυτικά εκτίθεται και πως μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 94 § 2, 224 §§ 2 363-362 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 10.845/2009 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, εκπροσωπήθηκε ο κατηγορουμένος), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και τη χωρίς όρκο κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας (πολιτικώς ενάγοντος), Φ.Φ. του Κ. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: Η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι α) δεν αιτιολογεί το κίνητρο της ενέργειάς του αυτής, δηλαδή δεν μπορεί να αιτιολογήσει για ποιο λόγο αυτός τα εισέπραξε (τα χρήματα) από ένα πελάτη της χρηματιστηριακής εταιρίας ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ, τον Σ. Ν., να πληρώσει τρεις άλλους πελάτες της χρηματιστηριακής εταιρίας ΑΣΠΙΣ ΑΧΕ, τους Γ., Κ. και την Ρ.. Επίσης, β) είναι παντελώς αναιτιολόγητα η αναιρεσιβαλλομένη που δέχεται αβασάνιστα ότι το έκανε για να πείσει να του δώσουν χρήματα για επένδυση. Εάν το έκανε για αυτό το σκοπό θα είχε ιδιοποιηθεί τα χρήματα αυτά, κάτι που δεν συνέβη. Και τέλος, γ) αυτός ουδέποτε είπε ή κατέθεσε ότι ο Φ. Φ. είναι υπεξαιρέτης ή ιδιοποιήθηκε τα χρήματα του Ν., ούτε από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει κάτι τέτοιο, ούτε από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, ούτε και από την κατάθεσή του, και ως προς το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης η αναιρεσιβαλλόμενη είναι πλήρως αναιτιολόγητη και θα πρέπει ως τέτοια να αναιρεθεί. Οι αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος, που προβάλλονται ως λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 510 § 1 Δ' ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν ως τέτοιοι, εκτός από τα σημεία με τα οποία απαράδεκτα αμφισβητείται, με το πρόσχημα του αναιρετικού λόγου, η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του Δικαστηρίου, για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, δεν απαιτείται να αναφέρονται τα κίνητρα του δράστη.
Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και ο κατ' άρθρο 511 ΚΠΔ αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως κρίθηκε παραδεκτή και εμφανίστηκε εκείνος που την άσκησε, λόγος του άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Ε' του αυτού Κώδικα, της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26 Μαρτίου 2010 (υπ' αριθμ. Πρωτ. 48/2010 ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσ/νίκης) αίτηση του Ι. Π. του Χ., για αναίρεση της με αριθμό 10.845/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή