Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ποινή, Αναίρεση μερική, Μαστροπεία.
Περίληψη:
Άρθρ. 333 §§2 & 3, 335§2 ΚΠΔ. Πότε δικαίωμα δευτερολογίας κατηγορουμένου. Πότε απόλυτη ακυρότητα. Η λήψη υπ’ όψη εγγράφων που δεν ανεγνώσθησαν συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα. Απαιτείται όμως να είναι έγγραφα της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι απλά διαδικαστικά έγγραφα. Άρθρ. 365 § 1 ΚΠΔ. Πότε ακυρότητα. Δεν δημιουργείται ακυρότητα όταν το δικαστήριο αναγνώσει ένορκη κατάθεση μάρτυρα παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου, αφού προηγουμένως κρίνει αιτιολογημένα ότι η εμφάνιση του μάρτυρος στο ακροατήριο είναι αδύνατη για κάποιον από τους λόγους του άρθρου 365 § 1 ΚΠΔ. Μαστροπείας αιτιολογία κατ’ άρθρο 349 § 3 ΠΚ. Απαιτείται να αναφέρει η απόφαση ότι η γυναίκα την οποία ο δράστης προήγαγε στην πορνεία δεν ήτο προηγουμένως πόρνη. Αναιρείται εν μέρει η απόφαση ως προς το αδίκημα της μαστροπείας και ως προς τη συνολική ποινή, αφού κατεδικάσθη και δι’ άλλον αδίκημα ο αναιρεσείων. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αναίρεση.
Αριθμός 1889/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό, Νικόλαο Ζαΐρη (που ορίστηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως με την με αριθμό 54/2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Νεστορίδη, περί αναιρέσεως της 4/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στο από 30 Απριλίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 621/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 333 §§2 και 3 και 335 § 2 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι οσάκις ο διευθύνων την συζήτηση δίδει, κατ' αίτηση των διαδίκων τον λόγο σ' αυτούς, προκειμένου να προβούν σε δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις, για κάθε θέμα που αφορά την συζητουμένη υπόθεση, αν εκείνος που εζήτησε και έλαβε το λόγο, είναι ο κατηγορούμενος, δεν υποχρεούται μετά την απάντηση του Εισαγγελέως και των διαδίκων να δώσει εκ νέου σ'αυτόν (κατηγορούμενο) τελευταία τον λόγο. Μόνο δε εάν ζητήσει ο κατηγορούμενος και πάλι τον λόγο και δεν του δοθεί από τον διευθύνοντα την συζήτηση και προσφύγει αυτός αμέσως, μη αποδεχόμενος την προεδρική διάταξη, σε ολόκληρο το δικαστήριο και τούτο αρνηθεί να του δώσει τον λόγο, επέρχεται ακυρότης κατ' άρθρο 170 § 2 Κ.Π.Δ., ιδρύουσα τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι μετά την απορριπτική πρόταση της εισαγγελέως επί της δια του συνηγόρου του, που τον εξεπροσώπει, υποβληθείσης ενστάσεώς του, περί μη αναγνώσεως της από 29/12/2001 εκθέσεως ενόρκου καταθέσεως της μάρτυρος Α, η διευθύνουσα την συζήτηση δεν του έδωσε τον λόγο και το δικαστήριο απεφάσισε την απόρριψη της άνω ενστάσεως. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης υπ'αριθμ. 4/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, μετά την κατά τ' άνω πρόταση της Εισαγγελέως επί της υποβληθείσης ενστάσεως του αναιρεσείοντος, η συνήγορός του δεν εζήτησε τον λόγο παρά της διευθυνούσης την συζήτηση, ούτε, άλλωστε, και αυτός επικαλείται τούτο, πριν από την επ' αυτού έκδοση της απορριπτικής αποφάσεως του δικαστηρίου. Επομένως εκ του ότι δεν εδόθη ο λόγος στον αναιρεσείοντα εκ νέου, μετά την υποβολήν της άνω ενστάσεως και την επ'αυτού πρόταση της Εισαγγελέως, ουδεμία ακυρότης εδημιουργήθη και συνεπώς ο σχετικός περί του αντιθέτου λόγος της κρινομένης εφέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 171 § 1 και 364 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι αν ληφθούν υπ'όψη από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικά στοιχεία για την στήριξη της κατηγορίας έγγραφα που δεν ανεγνώσθησαν στο ακροατήριο, δημιουργείται απόλυτη ακυρότης της διαδικασίας στο ακροατήριο. Δεν είναι όμως αναγκαίο να αναγνωσθούν στο ακροατήριο τα αποδεικτικά της κλήσεως των μαρτύρων και γενικώς τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία δεν είναι έγγραφα της αποδεικτικής διαδικασίας και λαμβάνονται υπ'όψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικαστήριο έκρινε ότι "πρέπει να ανακληθεί η υπ' αριθμ. 808/2007 παρεμπίπτουσα απόφασή του, με την οποία διατάχθη η κλήτευση της μάρτυρος Α και να αναγνωσθεί κατόπιν αιτήσεως της Εισαγγελέως η από 29/12/2001 έκθεση ένορκης κατάθεσης αυτής, καθ' όσον δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία του τόπου διαμονής και της διεύθυνσής της για να κλητευθεί. Ειδικότερα, στην από 29-12-2001 έκθεση εξέτασης μάρτυρος ενώπιον του Υ/Α' ..... του Τ.Α. ....., η προαναφερομένη δήλωσε ως τόπο προσωρινής διαμονής την ..... του Νομού ..... και ως τόπο μόνιμης κατοικίας τη ....., χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό της πόλης και της διεύθυνσης κατοικίας της. Επίσης στο υπ'αριθμ. ..... έγγραφο του Τ.Α. ....., φέρεται ως κάτοικος προσωρινά ....., όπως είχε δηλώσει εξεταζόμενη στις 29-12-2001, χωρίς να προσδιορίζεται η κατοικία ή προσωρινή διαμονή της από την 11-2-2002 και εντεύθεν, όταν αφέθηκε ελεύθερη λόγω αναστολής εκτέλεσης της υπ'αριθμ. 04/000125310-81/7-1-2002 απόφασης του ΑΕΑ/ΚΑΤ/Δ.ΑΛ/1ο Τ.Μ.-Δ.Μ/Γραφείο 3° περί διοικητικής απέλασής της, κατόπιν της υπ'αριθμ. 1/1-2-2002 διατάξεως της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Καβάλας, η οποία εγκρίθηκε με την υπ'αριθμ. 450-12/6-2-2002 απόφαση του Εισαγγελέα Εφετών Θράκης". Εντεύθεν και τα έγγραφα αυτά από τα οποία βεβαιώνεται ότι δεν είναι εφικτή η κλήτευσή της, διότι οι διωκτικές αρχές δεν έχουν στοιχεία του τόπου κατοικίας ή διαμονής της, είναι απλά διαδικαστικά έγγραφα και όχι έγγραφα της αποδεικτικής διαδικασίας.
Συνεπώς ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι ελήφθησαν υπ' όψη τα άνω έγγραφα χωρίς να αναγνωσθούν, είναι αβάσιμος αφού ουδεμία ακυρότης εξ αυτού εδημιουργήθη και οι σχετικοί λόγοι περί απολύτου ακυρότητος, από την μη ανάγνωσή τους ως και περί παραβάσεως των διατάξεων για την δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' και Γ' Κ.Π.Δ., είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Από τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ., προκύπτει ότι, ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικος λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκαλείται, όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί η ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη, για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη αυτή. Δεν δημιουργείται όμως καμμία ακυρότητα, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα διάταξη σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του άρθρου 354 του Κ.Ποιν.Δ., όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως αναγνώσει την ένορκη κατάθεση μάρτυρα της προδικασίας, έστω και αν εναντιωθεί στην ανάγνωση της καταθέσεώς του ο κατηγορούμενος, αφού όμως προηγουμένως κρίνει αιτιολογημένα ότι η εμφάνιση του μάρτυρος στο ακροατήριο είναι αδύνατη για κάποιον από τους αναφερομένους στο άρθρο 365 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. λόγους, ούτε δε και προσκρούει η ανάγνωση αυτή στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ, κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να εξετάσει ή να ζητήσει να εξεταστούν οι μάρτυρες κατηγορίας (και να επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως), καθόσον το τελευταίο προϋποθέτει ότι η εμφάνιση του μάρτυρος στο ακροατήριο είναι δυνατή. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στην εκ μέρους του κατηγορουμένου απόλυτη επιλογή των μαρτυρικών καταθέσεων που ελήφθησαν ενόρκως κατά την προδικασία και την μη αξιολόγηση και αχρήστευση των καταθέσεων της προδικασίας που δεν θα επεθύμει να ληφθούν υπ' όψη. Στην προκειμένη περίπτωση το εκδόσαν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, έκρινε ότι η εμφάνιση στο ακροατήριο της ενόρκως κατά την προδικασία εξετασθείσης μάρτυρος Α είναι αδύνατη, αφού ουδόλως υπήρχαν στοιχεία για τον τόπο διαμονής ως και της διεύθυνσής της και δεν ήτο εφικτή η κλήτευσή της, στη συνέχεια δε παρά τις αντιρρήσεις του (συνηγόρου του) αναιρεσείοντος και μετ' απόρριψη σχετικής ενστάσεώς του προέβη στην ανάγνωση της ενόρκου καταθέσεώς της, η οποία εδόθη στην προδικασία. Με την ανάγνωση της ενόρκου αυτής καταθέσεως της ανωτέρω μάρτυρος, της οποίας η κλήτευση δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ανάγνωσή της, αλλ' αρκεί μόνον η βεβαίωση του αδυνάτου της εμφανίσεώς της στο ακροατήριο, δοθέντος ότι στην αδυναμία εμφανίσεώς της εντάσσεται πρωτίστως και η αδυναμία κλητεύσεώς της, ουδεμία εδημουργήθη ακυρότης και συνεπώς ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος μόνος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' άρθρον 349 § 3 εδ. α' Π.Κ. όποιος κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δέκα οκτώ μηνών και με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην καθ'οιονδήποτε τρόπο (παροτρύνσεις, πιέσεις κλπ) και με οποιαδήποτε μέσα (παροχή καταλύματος, ανεύρεση ερωτικών συντρόφων κλπ) παρακίνηση της γυναίκας που δεν είναι ακόμη πόρνη, να τραπεί στην πορνεία ή και η ενίσχυση της τυχόν ειλημμένης και μη πραγματοποιηθείσης ακόμη αποφάσεως αυτής να πράξει τούτο. Δράστης μπορεί να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα, θύμα όμως μόνο γυναίκα, αδιακρίτως ηλικίας. Δεν είναι αναγκαίο να υπάρχουν πλείονες γυναίκες θύματα (εκ της χρήσεως του όρου "γυναίκες", δεν προκύπτει το αντίθετο), ούτε η γυναίκα να είναι "αμέμπτων" ηθών, είναι όμως αναγκαίο να μην είναι ήδη πόρνη και επομένως στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της μαστρωπείας είναι η προαγωγή στην πορνεία να αφορά γυναίκα που δεν είναι ήδη πόρνη. Πορνεία είναι η παράδοση του ιδίου σώματος, σε πλείονα πρόσωπα άνευ εκλογής δηλ. η παροχή κατά συνήθεια σαρκικών ηδονών σε αόριστο αριθμό προσώπων, αντί χρηματικής ή άλλης υλικής αμοιβής. Η προαγωγή στην πορνεία πρέπει επίσης να γίνεται κατ' επάγγελμα ή από κερδοσκοπία. Κατ' επάγγελμα ενεργεί ο δράστης όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, από κερδοσκοπία δεν ενεργεί ο δράστης με κίνητρο και σκοπό τον προσπορισμό αθεμίτου περιουσιακού οφέλους ή ενός αθεμίτου κέρδους θετικού ή αποθετικού, αποτιμητού όμως σε χρήμα, ανεξαρτήτως της επιτεύξεώς του, ενώ δεν δημιουργείται ασάφεια από την παραδοχή της τελέσεως της πράξεως και κατ' επάγγελμα και από κερδοσκοπία. Εξ άλλου η απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο ετροποποιήθη με το άρθρο 2 § 5 Ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, περιέχονται σ'αυτή με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στήριξαν την κρίση του δικαστήριο για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις γενικώς, που τα θεμελίωσαν, κατά το είδος των και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών, που απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος των χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Θράκης, το οποίο εδίκασε έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, εδέχθη, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων και δη όπως κατά λέξη αναφέρει "από την ανάγνωση της από 29/12/2001 έκθεση ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος Α ενώπιον του Υ/Α' του Α.Τ. ..... ....., των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής και την όλη αποδεικτική διαδικασία (λόγος για απολογία του κατηγορουμένου δεν έγινε διότι ούτος παρέστη δια πληρεξουσίου), εδέχθη όπως προκύπτει τόσο από το σκεπτικό όσο και το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως τα εξής πραγματικά περιστατικά σε σχέση με αμφότερα τα αδικήματα, δια τα οποία εκηρύχθη ένοχος, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος στις 2 Αυγούστου 2001 με βάρκα την οποία οδηγούσε ο ίδιος πέρασε την αλλοδαπή Α, η οποία δεν είχε άδεια εισόδου στην Ελλάδα και ο ίδιος γνώριζε, από την ..... μέσω του ποταμού ....., πλησίον της παρέβριας περιοχής των ..... και την προώθησε στο εσωτερικά της χώρας με προορισμό τις ..... και με σκοπό να την απασχολήσει στο κέντρο διασκέδασης με την επωνυμία "....." που ο ίδιος διατηρούσε και την αποκόμιση κέρδους από την εργασία της σ'αυτόν. Περαιτέρω, κατά το χρονικό διάστημα από 2-8-2001 και επί ένα τρίμηνο μετά προήγαγε σε πορνεία την ως άνω αλλοδαπή γυναίκα και συγκεκριμένα αφού την προσέλαβε ως σερβιτόρα στο κατάστημά του με την επωνυμία "....." την εξανάγκασε να παρέχει κατά συνήθεια σαρκικές ηδονές σε άνδρες πελάτες αυτού (καταστήματος) αντί χρημάτων, στα οποία αυτός (κατηγορούμενος) απέβλεπε για πορισμό εισοδήματος, αποδίδοντας σ' αυτήν μικρό μόνο μέρος (5.000 δρχ.) για κάθε ερωτική συνεύρεση και ειδικότερα να εκδίδεται αντί χρημάτων στο άνω κατάστημα με την επωνυμία ".....". Τα ανωτέρω, αποδείχθηκαν από την άνω ένορκη κατάθεση της μάρτυρος και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν χωρίς να αναιρούνται από άλλα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, ο κατηγορούμενος τέλεσε αντικειμενικά και υποκειμενικά τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο διατακτικό της παρούσας, στο οποίο το Δικαστήριο αναφέρεται". Μετά ταύτα εκήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: "..... με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα εγκλήματα και ειδικότερα: Α) Την 2 Αυγούστου 2001 με σκοπό το παράνομο περιουσιακό κέρδος παρέλαβε προώθησε και διευκόλυνε την μεταφορά και προώθηση της παρακάτω αναφερομένης αλλοδαπής, ρωσικής υπηκοότητας που δεν έχει δικαίωμα εισόδου στην Χώρα. Συγκεκριμένα ο ανωτέρω παρέλαβε από την παρέβρια περιοχή των ..... την Α, η οποία είχε εισέλθει μέσω του ποταμού ..... και την προώθησε στο εσωτερικό της Χώρας με προορισμό τις ..... και με σκοπό την απασχόλησή της στο κέντρο διασκέδασης του ιδίου με την επωνυμία "....." και την αποκόμιση κέρδους από την εργασία της σ'αυτόν. Β) Κατά τον ως άνω τόπο και κατά το χρονικό διάστημα από 2-8-2001 και ένα τρίμηνο μετά με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, από κερδοσκοπία προήγαγε στην πορνεία γυναίκα και συγκεκριμένα ενώ προσέλαβε την παραπάνω αναφερόμενη αλλοδαπή ως σερβιτόρα, την προήγαγε σε πορνεία με σκοπό την κερδοσκοπία και ειδικότερα την εξανάγκασε να εκδίδεται με διαφόρους πελάτες του καταστήματός του έναντι του χρηματικού ποσού το ύψος του οποίου δεν καθορίζεται, λαμβάνοντας η Α το ποσό των 5.000 δρχ. ως αμοιβή της".
Με αυτά που εδέχθη το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό αν η αναφερομένη αλλοδαπή, την οποίαν ο κατηγορούμενος προήγαγε στην πορνεία, δεν ήτο και προηγουμένως πόρνη, υπό την προαναφερθείσα έννοια πράγμα, όπερ συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του άρθρου 349 § 3 εδ. α' Π.Κ., κατά τα άνω εκτεθέντα. Δι'ο και ο σχετικός τρίτος λόγος, που αφορά την έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός όσον αφορά μόνο το αδίκημα της μαστρωπείας άρθρον 349 § 3 Π.Κ. Μετά ταύτα πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η κρινομένη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση εν μέρει και δη καθ'ο μέρος ο αναιρεσείων κατεδικάσθη για την άνω πράξη της μαστρωπείας και κατά συνέπεια και ως προς την διάταξή της για την συνολική ποινή, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστάς, εκτός εκείνων που εδίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ'αριθμ. 4/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και δη: α) ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες εκηρύχθη ένοχος και κατεδικάσθη ο αναιρεσείων για παράβαση του άρθρου 349 § 3 Π.Κ. και β) ως προς την διάταξή της για την συνολική ποινή η οποία επεβλήθη στον αναιρεσείοντα.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστάς, εκτός εκείνων που εδίκασαν προηγουμένως, και μόνον του άνω εγκλήματος και για νέα επιμέτρηση της συνολικής ποινής.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 11/3/2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της αυτής ως άνω αποφάσεως ως και τους από 30/4/2008 προσθέτους λόγους αυτής.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ