Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αναβολής αίτημα.
Περίληψη:
Απάτη με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία από κοινού. Λόγοι αναίρεσης. Απόλυτη ακυρότητα γιατί δεν δόθηκε ο λόγος στον εισαγγελέα να προτείνει επί του αιτήματος αναβολής για κρείσσονας και επί του αυτοτελούς ισχυρισμού για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Αβάσιμος ο λόγος καθόσον το αίτημα αναβολής και ο αυτοτελής ισχυρισμός προτάθηκαν αορίστως, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, εκ περισσού απάντησε και η έλλειψη πρότασης του Εισαγγελέα δεν επέφερε απόλυτη ακυρότητα. Εξάλλου ακυρότητα δημιουργείται όταν ο ισχυρισμός προβλήθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι μετά τη λήξη αυτής, οπότε και δίνεται υποχρεωτικά ο λόγος στον Εισαγγελέα μόνον εάν αυτός τον ζητήσει. Λόγω αοριστίας των παραπάνω αιτημάτων, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα, εκ περισσού απάντησε και είναι αβάσιμος ο λόγος για έλλειψη αιτιολογίας των παραπάνω παρεμπιπτουσών αποφάσεων. Απόλυτη ακυρότητα λόγω ανάγνωσης κατάθεσης μάρτυρα της προδικασίας Έλλειψη αιτιολογίας ως προς την κατά συναυτουργία τέλεση της πράξης. Παραβίαση άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ λόγω των επικαλούμενων κατά τα άνω ακυροτήτων της διαδικασίας και της έλλειψης αιτιολογίας. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 815/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ε. Λ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Στρίμπερη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 6721/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Β. του Ι., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παπαδάκο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2012 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1327/2012.
Αφού άκουσε
Τους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ, "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Εκείνος που εξαπατήθηκε δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με αυτόν που ζημιώθηκε. Ως περιουσιακή βλάβη νοείται κάθε μείωση της συνολικής αξίας της περιουσίας, αλλά και η απειλή μειώσεως της, όταν δημιουργείται χειροτέρευση της ενεστώσας περιουσιακής καταστάσεως, όπως και η απειλή ή ο κίνδυνος της περιουσίας στο μέλλον. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 Π.Κ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς, σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς, κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς (Ολ.Α.Π. 50/1990). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται, έτσι, λόγος αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 6721/2012, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη για την αξιόποινη πράξη της απάτης με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, από κοινού, σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται, ότι, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, ήτοι την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, τις εκθέσεις που αναφέρονται στα πρακτικά, τα αναγνωσθέντα έγγραφα και την απολογία της κατηγορουμένης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Η κατηγορουμένη έχει τελέσει την πράξη η οποία της αποδίδεται με το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη αυτής. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι: Η κατηγορουμένη ήταν γνωστή του εγκαλούντα Γ. Β. οδοντίατρου, ο οποίος της είχε εκμυστηρευτεί, ότι αναζητούσε τρόπο για να εξασφαλίσει τη σίγουρη επιτυχία του υιού του, κατά τη διεξαγωγή των εξετάσεων, τον Ιούλιο του 2005, για την αναγνώριση του αλλοδαπού τίτλου Σπουδών του πτυχίου του ιατρικής από το ΔΙΚΑΤΣΑ. Έτσι στο Γαλάτσι Αττικής, τον Ιούνιο του 2005, ενεργώντας από κοινού με τον Γ. Π., τον οποίο εμφάνισε ως αρραβωνιαστικό της, παρέστησε στον εγκαλούντα, ότι ο Γ. Π. γνώριζε τον Ειδικό Σύμβουλο του Υπουργού Δικαιοσύνης, ιατρό, Κ. Π. και ότι εκ του λόγου αυτού είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τη σίγουρη επιτυχία του υιού του κατά τη διεξαγωγή των άνω εξετάσεων από το ΔΙΚΑΤΣΑ, γιατί μέσω του Κ. Π., θα μάθαινε από πριν τα θέματα των εξετάσεων, του ζήτησε δε για τις υπηρεσίες τους αυτές το ποσό των 90.000 ευρώ, για τον χρηματισμό δήθεν διαφόρων προσώπων. Πράγματι, μεταξύ του Γ. Π. και του Κ. Π. ιατρού, ο οποίος αληθώς ήταν ειδικός σύμβουλος του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης Α. Π., υπήρχε σχέση γνωριμίας, σε σημείο που ο πρώτος να κυκλοφορεί οδηγώντας το υπηρεσιακό αυτοκίνητο του δεύτερου. Βλέποντας ιδίως το τελευταίο, ότι δηλαδή ο Π. κυκλοφορούσε με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο του Π., ο εγκαλών πείστηκε στις άνω διαβεβαιώσεις, της κατηγορουμένης και μετά από διαπραγματεύσεις (παζάρια) της κατέβαλε το ποσό των 30.000 ευρώ, μέσω τραπεζικού λογαριασμού, τον οποίο άνοιξε στο όνομα της κοινής τους (με την κατηγορουμένη) φίλης και μάρτυρος Ε. Μ.. Ωστόσο, οι άνω διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης προς τον εγκαλούντα, ότι για τους ανωτέρω λόγους, είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τη σίγουρη επιτυχία του υιού του κατά τη διεξαγωγή των εξετάσεων, τον Ιούλιο του 2005, για την αναγνώριση του αλλοδαπού τίτλου Σπουδών του πτυχίου του ιατρικής από το ΔΙΚΑΤΣΑ, αφού θα γνώριζε τα θέματα των εξετάσεων, εφόσον της κατέβαλε το χρηματικό ποσό των 30.000 ευρώ για τον χρηματισμό διαφόρων προσώπων, ήταν εν γνώσει της ψευδείς, αφού γνώριζε ότι ο Γ. Π. δεν είχε δυνατότητα να πληροφορηθεί από τον Κ. Π. ή κατ' άλλο τρόπο, τα θέματα πριν τις εξετάσεις, έπραξε δε τούτο προκειμένου να εξαπατήσει τον εγκαλούντα, με αποτέλεσμα, με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις της, ο τελευταίος να ζημιωθεί περιουσιακά κατά το ποσό των 30.000 € και να αποκομίσει η ίδια αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος. Το αίτημα της κατηγορουμένης να κληθεί ο Κ. Π. για να εξεταστεί ως μάρτυρας, πρέπει να απορριφθεί, αφού από το προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχείο, το Δικαστήριο είναι ... να σχηματίσει και πράγματι σχηματίζει, πλήρη δικανική πεποίθηση". Στο διατακτικό την κήρυξε ένοχη του ότι: "Στο Γαλάτσι Αττικής, τον Ιούνιο του 2005, ενεργώντας από κοινού με τον Γ. Π. με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψαν ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, η δε ζημία που προκλήθηκε από την πράξη αυτή είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Ειδικότερα, εν γνώσει τους παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα Γ. Β. του Ι., ιατρό, ότι δήθεν γνώριζε τον Ειδικό Σύμβουλο του Υπουργού Δικαιοσύνης, ιατρό, Κ. Π. και ότι εκ του λόγου αυτού είχε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τη σίγουρη επιτυχία του υιού του κατά τη διεξαγωγή των εξετάσεων, τον Ιούλιο του 2005, για την αναγνώριση του αλλοδαπού τίτλου σπουδών του πτυχίου ιατρικής από το ΔΙΚΑΤΣΑ, αφού θα γνώριζε τα θέματα των εξετάσεων και έτσι τον έπεισαν να τους καταβάλει το χρηματικό ποσό των 30.000 Ευρώ για τον χρηματισμό δήθεν διαφόρων προσώπων, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί περιουσιακά ο εγκαλών κατά το ως άνω ποσό και να αποκομίσουν οι ίδιοι αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος".
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάστηκε η κατηγορούμενη και ήδη αναιρεσείουσα, της απάτης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 14, 16, 17, 26 παρ.1α, 27 παρ.1 α , 45, και 386 παρ.1 α και β Π.Κ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα αναφέρει α) τις ψευδείς διαβεβαιώσεις της αναιρεσείουσας β) τη γνώση της ότι ήταν ψευδείς και γ) την ζημία που προκλήθηκε στον εγκαλούντα από τις παραπάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις της. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι δεν εκτίθενται στην προσβαλλομένη απόφαση περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι αυτή τέλεσε την ως άνω πράξη κατά συναυτουργία με τον Γ. Π., και συνεπώς η απόφαση στερείται αιτιολογίας ως προς την παραδοχή της αυτή, είναι αβάσιμη, για τους παρακάτω λόγους : Από το σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει με σαφήνεια ότι η πράξη της απάτης τελέστηκε από κοινού με τον Γ. Π., συγκατηγορούμενό της, αφού εκτίθεται ότι η κατηγορουμένη εμφάνισε αυτόν ως αρραβωνιαστικό της, και ο τελευταίος δέχθηκε να εμφανισθεί με το ρόλο αυτό ενώπιον του παθόντος Γ. Β., αυτό δε έγινε στα πλαίσια της συναυτουργικής δράσης τους, (από κοινού), επιπροσθέτως δε, αμφότεροι από κοινού, παρέστησαν στον ως άνω παθόντα ότι είχαν τη δυνατότητα, λόγω της σχέσης, του εξ αυτών Π., με τον Ειδικό Σύμβουλο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Κ. Π., να εξασφαλίσουν την επιτυχία του υιού του στις εξετάσεις του ΔΙΚΑΤΣΑ, για την αναγνώριση του πτυχίου του της Ιατρικής, γνωστοποιώντας του τα θέματα που επρόκειτο να τεθούν στις σχετικές εξετάσεις, με τις ψευδείς δε αυτές διαβεβαιώσεις τους, παρέπεισαν τον παθόντα και του απέσπασαν το ποσό των 30.000, ευρώ το οποίο και οικειοποιήθηκαν παράνομα.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. τέταρτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο, κατ' εκτίμηση αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ειδικότερα ως προς την κατά συναυτουργία τέλεση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται, όμως, στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος της κατηγορουμένης- αναιρεσείουσας, κατά το στάδιο εξέτασης του πολιτικώς ενάγοντος, Γ. Β., υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, για κρείσσονες, προκειμένου να κληθεί και να προσέλθει ο μάρτυρας Κ. Π.. Επί λέξει το εν λόγω αίτημα διατυπώθηκε ως ακολούθως: Στο σημείο αυτό ο συνήγορος υπεράσπισης έκανε αίτημα "να έρθει ο Κ. Π. να καταθέσει" (βλ. σελ. 5α πρακτικών). Το δικαστήριο, με την κύρια επί της ενοχής απόφαση και μετά τις παραδοχές του για την ενοχή, απέρριψε το ως άνω αίτημα αναβολής της δίκης, με την διαλαμβανόμενη στο σκεπτικό του αιτιολογία ότι, "το αίτημα της κατηγορουμένης να κληθεί ο Κ. Π. για να εξεταστεί ως μάρτυρας, πρέπει να απορριφθεί, αφού από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, το δικαστήριο είναι σε θέση να σχηματίσει και πράγματι σχηματίζει, πλήρη δικανική πεποίθηση". Όπως υποβλήθηκε το άνω αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, από τον συνήγορο της ήδη αναιρεσείουσας, στην κατ' έφεση δίκη, ήταν αόριστο, αφού δεν αναφερόταν σ' αυτό, περί τίνος ακριβώς θέματος θα κατέθετε ο εν λόγω μάρτυρας και για ποιους συγκεκριμένους λόγους ήταν αναγκαία η μαρτυρία του.
Συνεπώς, δεν ήταν υποχρεωμένο το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει, και μάλιστα ειδικά και αιτιολογημένα, στο ανωτέρω αίτημα της ήδη αναιρεσείουσας, αφού αυτό ήταν αόριστο, εκ περισσού δε, παρά ταύτα το απέρριψε με την παραπάνω αιτιολογία.
Κατ' ακολουθία, δεν πάσχει η απορριπτική του αιτήματος αυτού, ως άνω, απόφαση, από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως και συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας της παραπάνω απόφασης, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ.2 Π.Κ., αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ. θεωρούνται, μεταξύ άλλων, η από το εδάφιο α' της παραγράφου 2 του άρθρου 84 ΠΚ ελαφρυντική περίσταση "το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή".
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, οι συνήγοροι της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας, μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης και την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ποινής, αφού έλαβαν το λόγο από τον Πρόεδρο, ζήτησαν "να επιβληθεί στην κατηγορουμένη το ελάχιστο όριο της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής, λαμβάνοντας υπόψη και τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α' και 2δ'Π.Κ.". Έτσι, όμως, όπως διατυπώθηκε ο παραπάνω αυτοτελής ισχυρισμός, ήταν εντελώς αόριστος, αφού για τη θεμελίωσή του οι παραπάνω συνήγοροι δεν επικαλέστηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να συνάγεται ότι η αναιρεσείουσα έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Το δικαστήριο, με την παρεμπίπτουσα επί της ποινής απόφαση και μετά τις παραδοχές του για την προσωπικότητα της κατηγορουμένης και τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε, απέρριψε το αίτημα αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 α' του Π.Κ, (ως προς την απόρριψη του οποίου παραπονείται η αναιρεσείουσα), με την διαλαμβανόμενη στο σκεπτικό του αιτιολογία ότι "κατά τα λοιπά, δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη έζησε έως την τέλεση του εγκλήματος βίο καθόλα έντιμο και ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια μετά την πράξη της και συνεπώς το αίτημα αυτής να της αναγνωριστούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις των περιπτώσεων α' και δ' του άρθρου 84 παρ.2 Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί". Όπως υποβλήθηκε το αίτημα αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 α', ήταν αόριστο, αφού γίνεται επίκληση μόνο της νομικής διάταξης που το προβλέπει και όχι επίκληση πραγματικών περιστατικών που το θεμελιώνουν και συνεπώς, δεν ήταν υποχρεωμένο το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει και μάλιστα ειδικά και αιτιολογημένα στο ανωτέρω αίτημα, αφού αυτό ήταν αόριστο, εκ περισσού δε, παρά ταύτα το απέρριψε με την παραπάνω αιτιολογία.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας καθόσον αφορά την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 32 παρ.1 του ΚΠΔ καμιά απόφαση του Δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο δεν έχουν κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 2 ΚΠΔ, πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν το λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο εισαγγελέας καθώς και οι παρόντες διάδικοι. Τέλος κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου 138, η παράβαση της παραγράφου 2 συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠΔ όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα που πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά στις απαιτήσεις του και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές πρέπει να δίνεται ο λόγος στον Εισαγγελέα της έδρας για να προτείνει επί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου και επί των αιτημάτων του για να μη δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ.1 στοιχ. β' και 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα αιτήματα αυτά ή οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προβλήθηκαν κατά τρόπο ορισμένο συγκεκριμένο και νόμιμο κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας (άρθρα 350-368 ΚΠΔ) και όχι μετά τη λήξη αυτής, οπότε δεν είναι αναγκαίο να δοθεί ο λόγος στον εισαγγελέα εάν αυτός δεν τον ζητήσει (Α.Π. 739/2012, Α.Π. 679/2009). Από τις ίδιες αυτές διατάξεις προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας της έδρας, όταν λαμβάνει το λόγο και αναπτύσσει την κατηγορία και προτείνει την ενοχή ή την αθώωση του κατηγορουμένου, σιωπηρώς, προτείνει και την απόρριψη των υποβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών και αιτημάτων του κατηγορουμένου, επί των οποίων είχε επιφυλαχθεί προηγουμένως και κατά συνέπεια δεν δημιουργείται καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (Α.Π. 1154/2011, 1242/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, τόσο το αίτημα της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης για αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, όσο και ο αυτοτελής ισχυρισμός της περί συνδρομής στο πρόσωπό της, της ελαφρυντικής περίστασης του προτέρου εντίμου βίου, υποβλήθηκαν όλως αορίστως και συνεπώς το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει σε αυτούς, ως εκ περισσού δε, απάντησε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, με αποτέλεσμα η έλλειψη πρότασης του εισαγγελέα, να μην ασκεί έννομη επιρροή στις αποφάσεις με τις οποίες απορρίφθηκαν τα αιτήματα αυτά και να μην δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, εκ του λόγου αυτού. Πέραν των ανωτέρω, καθόσον αφορά το αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, αυτό υποβλήθηκε από τους συνηγόρους της κατηγορούμενης, κατά το στάδιο της αποδεικτικής διαδικασίας και ειδικότερα κατά το στάδιο εξέτασης του πολιτικώς ενάγοντος, και συνεπώς, η πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, επί της κατηγορίας περί "απαλλαγής της κατηγορουμένης λόγω αμφιβολιών", (σελ.15) εμπεριέχει οπωσδήποτε και πρόταση του για την απόρριψη του παραπάνω αιτήματος αναβολής, σύμφωνα με όσα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρθηκαν. Περαιτέρω, καθόσον αφορά την υποβολή του παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού, για την αναγνώριση συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρο 84 παρ.2 εδ. α' ΠΚ, ο ισχυρισμός αυτός υποβλήθηκε από τους συνηγόρους της κατηγορουμένης, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, κατά το στάδιο που τους δόθηκε ο λόγος επί της ποινής και μετά την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ποινής, και έτσι δεν ήταν αναγκαίο να δοθεί ο λόγος, επί του ζητήματος της βασιμότητας του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού στον Εισαγγελέα, αφού τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε εκ μέρους του τελευταίου, σύμφωνα με όσα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη αναφέρθηκαν. Κατ' ακολουθία, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, από το ότι το Τριμελές Εφετείο απέρριψε το αίτημα αναβολής για κρείσσονες και τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό της κατηγορουμένης, χωρίς να έχει προηγουμένως προτείνει επ' αυτών ο Εισαγγελέας.
Από τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει, ότι καμία ακυρότητα δεν δημιουργείται αν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση αναγνώσει στο ακροατήριο κατάθεση μάρτυρα που λήφθηκε κατά την προδικασία και αν ακόμη δεν βεβαιώσει στην απόφασή του ότι συνέτρεξε νόμιμη προς τούτο περίπτωση (αδυναμία εμφάνισης του μάρτυρα κ.λ.π.) εφόσον δεν εναντιώθηκε ο κατηγορούμενος. Η λήψη υπόψη τέτοιας κατάθεσης από το δικαστήριο παραβιάζει το παρεχόμενο από τα άρθρα 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και 6 παρ. 3 στοιχ. Δ' της Ε.Σ.Δ.Α. δικαίωμα του κατηγορουμένου να υποβάλει ερωτήσεις στο μάρτυρα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 Α' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η κατάθεση αναγνώσθηκε και λήφθηκε υπόψη παρά την εναντίωση του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, η παράλειψη αναφοράς στην απόφαση της συνδρομής νόμιμης προϋπόθεσης για την ανάγνωση μίας τέτοιας κατάθεσης δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας.
Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ο πέμπτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί, απαραδέκτως αναγνώστηκαν, α) η από 30-5-2006 ένορκη εξέταση της μάρτυρος Δ. Α. και 2) η από 25-5-2006 ένορκη εξέταση του μάρτυρα Κ. Π., που δόθηκαν κατά την προδικασία, καθόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι καταθέσεις αυτές αναγνώστηκαν χωρίς εναντίωση της αναιρεσείουσας ή των συνηγόρων της, (βλ. σελ.9 της προσβαλλομένης απόφασης), ενώ η παράλειψη αναφοράς στην απόφαση της συνδρομής νόμιμης προϋπόθεσης, για την ανάγνωση των ως άνω καταθέσεων, δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα.
Εξάλλου, και η συναφής με τα ανωτέρω αιτίαση, που προβάλλεται με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, ότι το δικαστήριο, ενόψει των επικαλουμένων σφαλμάτων και πλημμελειών, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. για δίκαιη δίκη είναι απαράδεκτη, γιατί η παραβίαση της δίκαιης δίκης, που καθιερώνεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της απόφασης, πέραν των αναφερομένων περιοριστικά στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ. λόγων, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους, ως άνω, λόγους, τους οποίους, όμως, δεν ιδρύουν οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας που προαναφέρθηκαν, αφού, όπως αναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη και το Τριμελές Εφετείο δεν υπέπεσε σε καμιά πλημμέλεια και δεν στέρησε την αναιρεσείουσα από κανένα υπερασπιστικό της δικαίωμα.
Επομένως, ο έκτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η παραβίαση του άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, λόγω των από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' του ΚΠΔ πλημμελειών, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος ( άρθρα 176,183 Κ.Πολ.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την από 24-11-2012, υπ' αριθμό πρωτ. 7864/27-11-2012, αίτηση, της Ε. Λ. του Α., κατοίκου ..., για αναίρεση της με αριθμό 6721/2012 αποφάσεως του Ε' Τριμελούς Εφετείου, (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Μαΐου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 28 Μαΐου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ