Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναίρεση μερική, Ηθική αυτουργία, Τοκογλυφία, Επιβαρυντική περίσταση.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για τοκογλυφία από υπαίτιο που επιχειρεί πράξεις επάγγελμα και κατά συνήθεια, και ηθική αυτουργία σε απόπειρα εκβιάσεως επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού κατ' εξακολούθηση. Στοιχεία εγκλήματος. Αναίρεση ως προς την καταδικαστική διάταξη για την τοκογλυφία γιατί διευκρινίζεται ο χρόνος συνάψεως και αποδόσεως των δανείων για να είναι εφικτή η σύγκριση μεταξύ νομίμου επιτοκίου και τελικώς καταβληθέντος ποσού και αιτιολογείται η συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων, αναγκαίως δε και ως τη διάταξη για την ποινή που επιβλήθηκε για την πράξη αυτή, για τον καθορισμό συνολικής ποινής και για την επιδίκαση στον πολιτικώς ενάγοντα χρηματικής ικανοποιήσεως. Επαρκής αιτιολογία ως προς την ηθική αυτουργία, προσδιορίζονται τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων προκάλεσε σε άγνωστους δράστες την απόφαση να τελέσουν τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας εκβιάσεως και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Παραπομπή κατά το αναιρούν μέρος.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1280/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Α. Σ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου-Τσάκου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 701-702/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Μ. του Α., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Απριλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 708/2013.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει εν μέρει δική η προκείμενη αίτηση αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 2 εδ. α και β, 1 και 3 του ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει όποιος κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου και όποιος επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση, τιμωρούμενος, αν επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/1999, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η εκ μέρους του δράστη (δανειστή) συνομολόγηση ή λήψη για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου. Στην περίπτωση αυτή, η τοκογλυφία προϋποθέτει τη σύναψη συμβάσεως δανείου (άρθρο 806 επ. ΑΚ) και όχι δικαιοπραξία άλλης μορφής. Βασικός όρος του αξιοποίνου της συγκεκριμένης συμπεριφοράς είναι τα περιουσιακά ωφελήματα που συνομολογεί ή λαμβάνει ο δράστης να υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Το έγκλημα αυτό μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους, οι οποίοι είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους, τελούν δε σε αληθινή πραγματική συρροή, και ειδικότερα, αφενός μεν με τη συνομολόγηση και λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, αφετέρου δε με την επιδίωξη εκπλήρωσης των τοκογλυφικών ωφελημάτων που έχουν συνομολογηθεί. "Συνομολόγηση" είναι η αποτύπωση της συμφωνίας μεταξύ λήπτη και δανειστή για παροχή από τον πρώτο τοκογλυφικών ωφελημάτων στο πλαίσιο της σύμβασης δανείου. Ως "λήψη" τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται όχι μόνο η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιόγραφων, τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νόμιμους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή επιδίωξη εισπράξεως. Η συγκεκριμένη μορφή του εγκλήματος της τοκογλυφίας θεωρείται τετελεσμένη και μόνο με τη "συνομολόγηση" της τοκογλυφικής συμβάσεως και μάλιστα τόσο κατά την αρχική σύναψη, όσο και κατά τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμπεριλαμβάνονται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ως ενιαίο σύνολο στο οριστικό κεφάλαιο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Για τον χαρακτηρισμό της κατ' επάγγελμα τελέσεως, αντικειμενικά μεν απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση και δεν είναι αναγκαία η προηγουμένη καταδίκη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενυπάρχει (και) επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις, ενώ εάν δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για το κατ' επάγγελμα να διαπιστώνεται ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Είναι, πάντως, δυνατή η ταυτόχρονη συνδρομή και των δύο περιπτώσεων της κατ` επάγγελμα τελέσεως ενός εγκλήματος, όταν αυτό έχει τελεσθεί επανειλημμένα, αλλά ο δράστης έχει συγχρόνως διαμορφώσει και υποδομή με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως. Κατά συνήθεια δε τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 385 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται α) σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 παρ. 1 και 2 αν η πράξη τελέσθηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως με την παραπάνω μορφή του απαιτείται, αντικειμενικώς α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με σωματική βία ή με απειλές, οι οποίες εκλαμβάνονται ως σοβαρές (πραγματοποιήσιμες) από τον απειλούμενο, είναι δε ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής με την έννοια ότι η πραγματοποίηση του προαγγελθέντος κακού πρόκειται να επακολουθήσει αμέσως, αν ο εξαναγκαζόμενος δεν ήθελε προβεί στην επιζητούμενη επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς (αν δηλαδή ο εξαναγκασμός δεν επιτυγχάνεται με σωματική βία ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο κατά της σωματικής ακεραιότητας ή τη ζωής), πρόκειται για εκβίαση, τιμωρούμενη, σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. γ' του ίδιου ως άνω άρθρου, σε βαθμό πλημμελήματος, υποκειμενικώς δε δόλος ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) των ανωτέρω στοιχείων συγκροτήσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής (βασικός δόλος) και επιπροσθέτως, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος από την εξαναγκαζόμενη ως άνω συμπεριφορά (πράξη, παράλειψη ή ανοχή), παράνομο περιουσιακό όφελος (υπερχειλής δόλος), το οποίο πρέπει να τελεί σε σχέση υλικής αντιστοιχίας με την επελθούσα περιουσιακή ζημία, έτσι, ώστε να αποτελεί αυτό την ανάστροφη όψη της ζημίας, ανεξαρτήτως της επιτεύξεως ή μη του οφέλους. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάστηκε να προβεί στην επιζήμια διαγωγή, αλλιώς ,αν δηλαδή δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 308 παρ. 1 και 309 του ΠΚ, αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εντεύθεν προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται, αντικειμενικώς, πρόκληση της σωματικής βλάβης του άρθρου 308 παρ. 1 κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, κατά την έννοια, ως προς την τελευταία, του άρθρου 310 παρ. 2 του ΠΚ, και υποκειμενικώς δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση ή αποδοχή του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ, κατά την οποία "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης : α) όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του θύματος, με πειθώ ή φορτικότητα ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεως του ή και της σχέσεως του με τον φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί τον φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος, εκτός αν για την αντικειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 701-702/2013 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα τοκογλυφίας από υπαίτιο που επιχειρεί πράξεις κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια, ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβιάσεως από κοινού κατ` εξακολούθηση και ηθικής αυτουργίας σε επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού κατ` εξακολούθηση σε βάρος του Α. Μ., με το ελαφρυντικό ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις του, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών και τεσσάρων (4) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα εξής: Ο εγκαλών Α. Μ. που είχε μια καλή επιχείρηση από το 1981 μέχρι το 2001, άρχισε να συχνάζει στο καζίνο και επιδίδεται σε τυχερά παίγνια συστηματικά με αποτέλεσμα με την πάροδο του χρόνου, τόσον αυτός όσον και η επιχείρησή του άρχισαν να παρουσιάζουν οικονομικά προβλήματα και συγκεκριμένα οικονομικές υποχρεώσεις προς τρίτους που δεν μπορούσε να τις καλύψει. Τότε αναζήτησε κάποιον για να του χορηγήσει κάποιο δάνειο. Διάφοροι γνωστοί του που σύχναζαν στο καζίνο του σύστησαν τον κατηγορούμενο ως άτομο με οικονομική επιφάνεια που μπορούσε να τον βοηθήσει. Έτσι άρχισε να δανείζεται από αυτόν. Συγκεκριμένα σε αδιευκρίνιστο χρονικό σημείο του έτους 2002 ο κατηγορούμενος συνήψε σύμβαση δανείου με αυτόν (εγκαλούντα Α. Μ. του Α.) ποσού 5000 ευρώ, με επιτόκιο 5% ημερησίως, ποσοστό που υπερέβαινε το νόμιμο, [καθώς από 1-1-2002 έως 5-12-2002 το νόμιμο ποσοστό συμβατικού τόκου ανερχόταν σε 8,75% ετησίως], ενώ στο επόμενο χρονικό διάστημα των 6 μηνών από του μηνός Δεκεμβρίου 2012, συνήψε συμβάσεις δανείου ποσών 5.000, 3.000 και 2.000 ευρώ και συνολικά περί τα 20.000 ευρώ και απαίτησε και έλαβε από τον άνω εγκαλούντα τοκογλυφικά ωφελήματα, ήτοι με ποσοστό τόκου 5% ημερησίως ενώ το νόμιμο ποσοστό τόκου από 6-12-2002 έως 6-3-2003 ανερχόταν σε 8,75% ετησίως, από 7-3-2003 έως 5-6-2003 σε 8,5% ετησίως, από 6-6-2003 έως 5-12-2005 σε 8% ετησίως και από 6-6-2003 έως 5-12-2005 σε 8% ετησίως. Επίσης με τον άνω εγκαλούντα έτερη σύμβαση δανείου ποσού 12.000 ευρώ και συνομολόγησε και έλαβε τοκογλυφικά ωφελήματα ποσού 6000 ευρώ, καθώς συμφώνησε επιτόκιο 50% μηνιαίως, το οποίο υπερβαίνει το νόμιμο ποσοστό τόκου, ενώ μέχρι και το μήνα Μάιο του 2004 συνολικά περί τις δέκα φορές συνήψε σύμβαση δανείου ποσού 12.000 ευρώ συνομολογώντας ποσοστό τόκου 50% μηνιαίως και λαμβάνοντας τα άνω ποσά πλην του ποσού των 22.000 ευρώ, το οποίο του όφειλε και δεν του είχε καταβάλει ο εγκαλών και για το οποίο κατά την παράταση προθεσμίας πληρωμής ήτοι μέχρι τον Αύγουστο του 2004 ανήλθε σε ποσό 50.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων νέων τοκογλυφικών ωφελημάτων. Για το άνω δε ποσό ο εγκαλών αποδέχθηκε 5 συναλλαγματικές εκδόσεως του κατηγορουμένου, ποσού 10.000 ευρώ εκάστη, οι οποίες έληγαν την 1-2-2005, πληρωτέες στη Θεσσαλονίκη, τις οποίες δεν μπόρεσε να πληρώσει, οπότε και ένα μήνα μετά τη λήξη τους ο κατηγορούμενος προέβη σε απειλές σε βάρος του εγκαλούντος ότι θα τον δείρει, θα τον σκοτώσει και θα κάνει κακό στα παιδιά του, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό την εκπλήρωση των τοκογλυφικών ωφελημάτων που πήγαζαν από την άνω απαίτησή του. Ακόμη αποδείχθηκε ότι την 1-9-2005 και 5-9-2005 ο κατηγορούμενος με συνεχείς προτροπές, πειθώ και φορτικότητα έπεισε δύο άγνωστους δράστες, προκειμένου να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, με απειλή ενωμένη με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής από κοινού ενεργώντας να επιχειρήσουν να εξαναγκάσουν άλλον σε πράξη από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του πλην όμως η πράξη τους δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς τους και συγκεκριμένα προκειμένου να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος που συνίσταται στην καταβολή σ' αυτόν του άνω ποσού των 50.000 ευρώ έπεισε τους άνω δύο άγνωστους δράστες να μεταβούν στην ενταύθα και επί της οδού ... (...) επιχείρηση πώλησης υλικών οικοδομής του εγκαλούντα την 1-9-2005 και με σωματική βία ήτοι κτυπώντας τον με τα χέρια στο κεφάλι και το πρόσωπο με σφαλιάρες και μπουνιές, προκαλώντας του κάταγμα ρινός, κάκωση κεφαλής, αιμάτωμα δεξιού οφθαλμού και εγκεφαλική διάσειση και απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο του σώματος και της ζωής του λέγοντας του "ότι αν δεν πληρώσει τα οφειλόμενα θα επιστρέψουν μέσα σε δεκαπέντε ημέρες και θα πάθει αυτός και η οικογένεια του χειρότερα". Επίσης στις 5-9-2005 με σωματική βία ήτοι κτυπώντας τον με γροθιά ο ένας εκ των δραστών στο κεφάλι και κλωτσιά ο άλλος στο πόδι, να τον εξαναγκάσουν να καταβάλει το άνω χρηματικό ποσό στον κατηγορούμενο πλην όμως οι άνω ενέργειες τους δεν ολοκληρώθηκαν καθόσον ο εγκαλών δεν κατέβαλε το άνω χρηματικό ποσό, αλλά μετέβη στο Τμήμα Ασφαλείας καταγγέλλοντας τις σε βάρος του πιο πάνω αξιόποινες πράξεις. Τέλος αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος συνομολογώντας με τον εγκαλούντα τις παραπάνω τοκογλυφικές συμβάσεις ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια καθόσον προέκυψε ύπαρξη πρόθεσης βιοπορισμού από αυτή και ροπή προς τέλεση αυτής. Ενόψει των αποδειχθέντων πιο πάνω περιστατικών... πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβίασης και επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατ' εξακολούθηση, όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσας".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, όσον αφορά τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα εκβιάσεως και σε επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού κατ` εξακολούθηση, στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 385 παρ. 1 περ. α, 309 σε συνδ. με 308, 98, 45 και 46 παρ. 1 α του ΠΚ. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: Προσδιορίζονται τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος προκάλεσε στους δύο άγνωστους δράστες την απόφαση να τελέσουν τις αξιόποινες πράξεις της εκβιάσεως και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (συνεχείς προτροπές, πειθώ, φορτικότητα), δεν απαιτείτο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η παράθεση περαιτέρω περιστατικών, όπως του βαθμού εξαρτήσεως των αυτουργών από τον κατηγορούμενο ή της επιδράσεως που άσκησε ο τελευταίος σ` αυτούς, ενώ η παραδοχή για τις προτροπές, κ.λπ. θεμελιώνει και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της δράσεως των αυτουργών και της ενέργειας του ηθικού αυτουργού κατηγορουμένου. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος, αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Όσον αφορά, όμως, την πράξη της κακουργηματικής τοκογλυφίας, το Πενταμελές Εφετείο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 1, 2 και 3 του ΠΚ. Συγκεκριμένα στο σκεπτικό, το οποίο αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, εμπεριέχονται ασάφειες, καθόσον: α) Δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος κατά τον οποίο είχε συναφθεί το πρώτο δάνειο των 5.000 ευρώ και ο ακριβής χρόνος, κατά τον οποίο είχε συμφωνηθεί η απόδοση αυτού, ώστε να είναι εφικτή η σύγκριση μεταξύ του εκάστοτε νομίμου επιτοκίου και του τελικώς καταβληθέντος ποσού. β) Δέχεται το Δικαστήριο ότι στο επόμενο χρονικό διάστημα από το τέλος Δεκεμβρίου του 2002 είχαν συναφθεί συμβάσεις δανείου ποσών 5.000, 3.000 και 2.000 ευρώ (χωρίς και πάλι να αναφέρεται ο ακριβής χρόνος συνάψεως και αποδόσεως καθενός) και συνολικά περί τα 20.000 ευρώ, χωρίς να διευκρινίζει πώς προκύπτει το ποσό αυτό, δεδομένου ότι όλα τα ποσά αυτά, συναθροιζόμενα με το πρώτο δάνειο, ανέρχονται σε 15.000 ευρώ. γ) Δεν διευκρινίζεται, ακόμη, ο ακριβής χρόνος συνάψεως και συμφωνημένης αποδόσεως του δανείου των 12.000 ευρώ, καθώς και των δέκα συμβάσεων δανείου που είχαν συναφθεί μέχρι το Μάιο του 2004 ποσού 12.000 ευρώ, για τα οποία, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, συνομολογήθηκε ποσοστό τόκου 50% μηνιαίως, όπως και εάν το ποσό των 12.000 ευρώ αφορά καθεμιά από τις δέκα συμβάσεις ή το σύνολο αυτών. δ) Κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ο εγκαλών δεν κατέβαλε στον αναιρεσείοντα το ποσό των 22.000 ευρώ, το οποίο, κατά την παράταση της προθεσμίας πληρωμής μέχρι τον Αύγουστο του 2004, ανήλθε σε 50.000 ευρώ. Όμως, δεν διευκρινίζεται αν το ποσό των 50.000 ευρώ αφορά κεφάλαιο ή και τοκογλυφικά ωφελήματα και σε ποιο ποσό ανέρχονται αυτά. ε) Το Δικαστήριο δεν παραθέτει καθόλου πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και υποδηλώνουν ότι η πράξη τελέσθηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αλλά στο μεν σκεπτικό παραθέτει τη φράση "ο κατηγορούμενος συνομολογώντας με τον εγκαλούντα τις παραπάνω τοκογλυφικές συμβάσεις ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια καθόσον προέκυψε ύπαρξη πρόθεσης βιοπορισμού από αυτή και ροπή προς τέλεση αυτής", στο δε διατακτικό δεν αναφέρει καμιά επιβαρυντική περίσταση. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το σημείο με το οποίο υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη ως προς την καταδικαστική της διάταξη για την πράξη της τοκογλυφίας από υπαίτιο που επιχειρεί πράξεις κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια, αναγκαίως δε και ως προς τις διατάξεις της για την ποινή που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα για την πράξη αυτή, τον καθορισμό συνολικής ποινής και τη μετατροπή αυτής, καθώς και για την επιδίκαση στον πολιτικώς ενάγοντα του ποσού των 45 € ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (το οποίο έχει επιδικασθεί για όλες τις πράξεις), να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, να απορριφθεί δε η αίτηση κατά τα λοιπά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 701-702/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και δη α) ως προς την καταδικαστική της διάταξη για την πράξη της τοκογλυφίας από υπαίτιο που επιχειρεί πράξεις κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια, β) ως προς τη διάταξή της περί επιβολής ποινής φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών στον αναιρεσείοντα για την ως άνω πράξη, γ) ως προς τις διατάξεις της περί καθορισμού συνολικής ποινής και περί μετατροπής της ποινής και δ) ως προς τη διάταξή της για την επιδίκαση στον πολιτικώς ενάγοντα Α. Μ. χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την από 30 Απριλίου 2013 αίτηση (με αριθ. πρωτ. 3373/2013) του Α. Σ. του Κ., για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Οκτωβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Οκτωβρίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ