Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Τοκογλυφία.
Περίληψη:
Τοκογλυφία κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Έννοια. Στοιχεία. Μπορεί να τελεσθεί και με προεξόφληση συναλλαγματικών (ΑΠ 2436/2008). Αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο συμβούλιο. Πρέπει η απόρριψη του αιτήματος να αιτιολογείται (ΑΠ 2395/2009). Η άρνηση του Ανακριτή να εξετάσει μάρτυρες υπερασπίσεως που προτείνει ο κατηγορούμενος δεν δημιουργεί ακυρότητα, αλλά η διαφωνία μπορεί να επιλυθεί από το Συμβούλιο κατ' άρθρο 307 ΚΠΔ. (ΑΠ 1165/2003, ΑΠ 1581/2002). Αιτιολογία βουλεύματος, ειδική και εμπεριστατωμένη. Πότε υπάρχει. Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Έννοια (ΑΠ 2311/ 2008). Προεξόφληση συναλλαγματικών με τόκο πολύ υψηλότερο του νομίμου, κατ' εξακολούθηση. Τοκογλυφία κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Λόγοι αναιρέσεως από 484 παρ. 1 α, β, δ, ΚΠΔ. Αβάσιμοι.
ΑΡΙΘΜΟΣ 251/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Δεκεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 70/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας.
Το Συμβούλιο Εφετών Λαμίας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουνίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 896/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα με αριθμό 334/16.10.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' άρθρο 485 παρ. 1 του Κωδ. Ποιν. Δικ. την υπ' αριθμ. 1/9-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., οδός ..., κατά του υπ' αριθμ. 70/19-5-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας και εκθέτω τα ακόλουθα:
Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε η υπ' αριθμ. 8/21-11-2008 έφεση του ως άνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθμ. 319/23-10-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Άμφισσας, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαμίας, για την αξιόποινη πράξη της κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τοκογλυφίας (άρθρα 1,13 στ, 26 παρ.1 α, 27, 98 πρ. 1-2 όπως η παράγραφος 2 αυτού προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2721/1999, 404 παρ. 1,2 και 3 α του Π. Κ. όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 8 β του Ν.2721/1999).
Β) Η ως άνω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 του Κωδ. Ποιν Δικ., με δήλωση στον Γραμματέα του τμήματος βουλεύματος του Εφετείου Λαμίας, για την οποία συντάχθηκε η προαναφερόμενη έκθεση, το δε προσβαλλόμενο αναιρεσίβλητο βούλευμα έχει επιδοθεί στον ίδιο και συγκεκριμένα στην ενήλικη σύζυγό του ... στις 27-5-2009. Είναι ως εκ τούτου τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως ως προς την βασιμότητα ή μη αυτών.
Με την κρινομένη αίτηση αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγους τους ακόλουθους : α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, γ) μη αναστολή της ποινικής διώξεως για την παρούσα υπόθεση αν και έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για άλλη υπόθεση από την οποία απόφαση επ' αυτής εξαρτάται η έκβαση επί της προκειμένης, και, δ) έλλειψη ακροάσεως σχετιζόμενης με την εμφάνιση και υπεράσπισή του (αναιρεσείοντος κατηγορουμένου).
Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και κατά το άρθρο 139 του Κωδ. Ποιν. Δικ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη. Για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας : α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό αφού αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το κάθε ένα χωριστά. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως (Α.Π. 348/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ, Α.Π. 1056/2008). Περαιτέρω πρέπει να λεχθεί εν προκειμένω ότι δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως λόγω ελλείψεως αιτιολογίας η εσφαλμένη ενδεχομένως εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου μεμονωμένα και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσο στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 1056/2008, Α.Π. 276/2007 σε Συμβούλιο, ΝοΒ 2008 1589 Α.Π. 1095/2007, Α.Π. 842/2007, Α.Π. 544/2005, Α.Π. 25/2002, Ποιν.Λογ. σ. 44, 45, Α.Π. 1368/2002, Ποιν.Λογ. 2002 σ. 1441).
Δ) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παράβαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν το σκεπτικό του βουλεύματος ή της αποφάσεως με συνδυασμό με το διατακτικό γίνεται αναφορά στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος με τέτοιο τρόπο, ώστε είναι εμφανές ότι έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα ή η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως (Α.Π. 1074/2006, Α.Π. 525/2004, Α.Π. 2200/2002).
Ε) Προδικαστικό ζήτημα νοείται εκείνο από το οποίο εξαρτάται η κρίση και απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, δηλαδή, εκείνο, χωρίς προηγούμενη λύση του οποίου το δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επί της κατηγορίας (Α.Π. 468/2004 Πράξη και Λόγος 2004, 224, Α.Π. 2187/2003 Πράξη και Λόγος σελ. 4, Α.Π. 876/1998 Π. Χρ. ΜΘ' 464, Μπουρόπουλος α' 105). Για να τύχη συνεπώς εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 59 παρ. 1 του Κωδ. Ποιν. Δικ. περί αναστολής της δίκης απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις : α) ύπαρξη δύο ποινικών δικών, αφενός δηλαδή δίκης που έχει σχέση με το προδικαστικό ζήτημα και αφετέρου της κυρίας δίκης, β) εκκρεμότης αμφοτέρων, γ) εξάρτηση μεταξύ τούτων υποχρεωτική δηλαδή αναστολή κατ' άρθρο 59 παρ. 1 του Κωδ. Ποιν. Δικ. ανακύπτει μόνο όταν η προδικαστική ασκεί επίδραση επί της κυρίας δίκης και δημιουργεί προδικαστικό ζήτημα, και συγκεκριμένα όταν υπάρχει άμεση και αποδεικτική εξάρτηση των δύο δικών.
Σε αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή οι δύο ποινικές δίκες είναι ισοδύναμες ως προς την επιρροή που ασκούν αμοιβαίως μεταξύ τους, η αναστολή είναι δυνητική και απόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η ίδια λύση ακολουθείται πάγια σχετικά με το παρεμφερές θέμα της εντολής για περαιτέρω ανάκριση (Α.Π. 1131/1993 Υπερ. 1994, 563, Α.Π. 1585/1994, Α.Π. 984/1994 ΝοΒ 1995, σελ. 1212, Α.Π. 1708/1996 Ποιν. Χρον. ΑΖ 238, Α.Π. 76/1981 Ποιν. Χρον. ΛΑ 455).
ΣΤ) Η "εμφάνιση" του κατηγορουμένου αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες ο νόμος διασφαλίζει την προσωπική συμμετοχή αυτού, δηλαδή σε όλες τις περιπτώσεις, οι οποίες προβλέπουν ορισμένες διαδικαστικές πράξεις, και προϋποθέσεις χρόνου και τόπου, με σκοπό να καταστεί δυνατή η εμφάνιση του κατηγορουμένου στην ποινική διαδικασία, όπως μεταξύ άλλων περιπτώσεων είναι και του άρθρου 309 παρ. 2 του Κωδ. Ποιν. Δικ. (Α.Π. 600/1976). Τέλος ο όρος "υπεράσπιση" του κατηγορουμένου έχει ιδιαίτερα μεγάλη έκταση και σε αυτόν περικλείονται όλες οι διατάξεις, οι οποίες συμβάλλουν με οποιοδήποτε τρόπο στην υπεράσπισή του. Η "υπεράσπιση" αναφέρεται βεβαίως και στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες είναι υποχρεωτική η παράσταση του κατηγορουμένου με συνήγορο (Α.Π. 600/76). Περαιτέρω πρέπει να λεχθεί εν προκειμένω ότι στην έννοια του όρου "υπεράσπιση" περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της "δίκαιης διεξαγωγής της δίκης" που κατοχυρώνεται με το άρθρο 6 παρ. 1 εδαφ. α της Ε.Σ.Δ.Α., αφού αποτελεί προδήλως θεμελιώδες δικαίωμα υπερασπίσεως (Αθ. Κονταξή ερμηνεία του άρθρου 171 του Κωδ. Ποιν. Δικ. έτους 2006). Δεν συνιστά όμως αρνητική υπέρβαση εξουσίας που πλήττει την "υπεράσπιση" του κατηγορουμένου η άρνηση του ανακριτή να ενδώσει σε αίτηση τούτου (κατηγορουμένου για εξέταση ορισμένων μαρτύρων αφού μπορεί να αντιμετωπισθεί με προσφυγή του αιτούντος στο δικαστικό συμβούλιο κατά το άρθρο 307 περίπτωση (α) του Κωδ. Ποιν. Δικ. (Α.Π. 479/1996, Α.Π. 1466/1997, Α.Π. 1561/1999, Νοβ 48.338, Α.Π. 650/1998, Α.Π. 1581/2002, Μπουρόπουλος 357).
Ζ) Εν προκειμένω όπως καθίσταται φανερό από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Λαμίας με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, ειδικά δε αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει, όλα κατ' είδος, τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο αναιρεσείων κατηγορούμενος δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Άμφισσας Γεωργίου Κιούπη, ως και του από 28-8-2003 ιδιωτικού συμφωνητικού, αγόρασε από τον ΑΑ, το ποσοστό της συνιδιοκτησίας του, και συγκεκριμένα το 48,25% επί του ξενοδοχείου "...", που ευρίσκεται στη παραλία του Δήμου ... στην ..., καθώς και τον εξοπλισμό του εν λόγω ξενοδοχείου, έναντι συνολικού τιμήματος 200.000 ΕΥΡΩ, από το οποίο σε μετρητά κατεβλήθη μόνο το ποσό των 36.320 ΕΥΡΩ, ενώ για το υπόλοιπο ποσό (163.680 ΕΥΡΩ) ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παρέδωσε στον ΑΑ 132 συναλλαγματικές ποσού 1.240 ΕΥΡΩ εκάστη, τις οποίες αποδέχθηκε ο ίδιος, και οι οποίες έληγαν την 4-10-2003 η πρώτη, και την αντίστοιχη ημερομηνία των επόμενων 131 μηνών οι υπόλοιπες, δηλαδή από τον μήνα Οκτώβριο του 2003 έως και τον μήνα Σεπτέμβριο του 2014.
Εν προκειμένω πρέπει να επισημανθεί ότι ο ΑΑ έπασχε από σχιζοφρενική ψύχωση παρανοϊκού τύπου, νόσο χρόνια και μη ιάσιμη, συνεπεία της οποίας και αυτοκτόνησε λόγω πνιγμού στο θαλασσινό νερό. Κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάρτιο του έτους 2003 έως και τον μήνα Μάϊο του έτους 2004, μετά από παραίνεση του αναιρεσείοντος διέμεινε στην ... σε οίκημα ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου ευρισκόμενο πλησίον της οικίας του. Οι συνθήκες διαβιώσεώς του ήσαν άθλιες και ανθυγιεινές και επί πλέον δεν έπαιρνε την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή ή εν πάση περιπτώσει δεν την έπαιρνε τακτικά αλλά περιστασιακά.
Εξ αυτού του λόγου η αδελφή του ΒΒ μετά από αίτησή της προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Άμφισσας, συνετέλεσε στο να διαταχθεί η αναγκαστική του νοσηλεία στο Ψυχιατρικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Ν. Ιωνίας "Η Αγία Όλγα", που κράτησε από 19-6-2004 έως 3-9-2004, με διάγνωση ότι πάσχει από ασθένεια σχιζοφρενική ψύχωση παρανοϊκού τύπου.
Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την πώληση του μεριδίου του στο προαναφερόμενο ξενοδοχείο συνιδιοκτησίας του μέχρι τον θάνατό του, προκειμένω να καλύψει στοιχειώδεις και μη ανάγκες επιβιώσεως, προέβη στην προεξόφληση ορισμένων από τις συναλλαγματικές που είχε στην κατοχή του, μεταβιβάζοντας και παραδίδοντας αυτές σε εμπόρους της ... με τους οποίους είχε συναλλαγές. Μεταξύ αυτών προεξόφλησε και 16 συναλλαγματικές συνολικού ποσού 19.840 ΕΥΡΩ, από τις οποίες οι 12 έληγαν από τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2004 έως τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2005, ενώ οι υπόλοιπες 4 έληγαν την 4-4-2006, την 4-9-2006, την 4-10-2006 και την 4-11-2006.
Τις ως άνω συναλλαγματικές μεταβίβασε και παρέδωσε στον κοσμηματοπώλη ΓΓ ως τίμημα για την αγορά κοσμημάτων, ο τελευταίος επειδή είχε ανάγκη μετρητών απευθύνθηκε στον αναιρεσείοντα που τις είχε εκδώσει προκειμένου να τις προεξοφλήσει. Ο εν λόγω όμως αναιρεσείων κατηγορούμενος ναι μεν τις προεξόφλησε πλην όμως με τόκο 6% μηνιαίως, με τόκο δηλαδή που υπερβαίνει το ποσοστό του 8% ετησίως ή 0,66 μηνιαίως που είναι ο θεμιτός τόκος σύμφωνα με την από 5-6-2003 απόφαση του Δ.Σ. της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας, η οποία ήταν αρμόδια αρχή κατά τον νόμο για τον ορισμό του ανώτατου ορίου συμβατικού τόκου δανεισμού. Και συγκεκριμένα για τις 16 συναλλαγματικές που μεταβίβασε και παρέδωσε ο ΓΓ στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο συνολικού ποσού 19.840 ΕΥΡΩ, ο τελευταίος παρέδωσε στον ΓΓ 2 επιταγές, από τις οποίες η πρώτη με ημερομηνία εκδόσεως Απρίλιος του 2005 ποσού 5.000 ΕΥΡΩ και η δεύτερη με ημερομηνία εκδόσεως Αύγουστος του 2005 ποσού 6.000 ΕΥΡΩ. Παρεκράτησε συνεπώς ο αναιρεσείων ως προεξοφλητικό τόκο ποσό 8.840 ΕΥΡΩ, που υπερβαίνει κατά πολύ σύμφωνα με τα προεκτεθέντα τον θεμιτό τόκο.
Το αυτό έπραξε και με τον ΑΑ όταν στις αρχές του έτους 2004, που είχε ανάγκη ο τελευταίος να καλύψει τρέχουσες ανάγκες του λόγω ελλείψεως ρευστού, εξαναγκάσθηκε να του αναμεταβιβάσει τις τελευταίες 95 συναλλαγματικές που του είχαν απομείνει, με προεξοφλητικό τόκο 220 ΕΥΡΩ εκάστη, ονομαστικής αξίας 1.240 ΕΥΡΩ εκάστη, καταβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στον ΑΑ 20.900 ΕΥΡΩ, αντί, της συνολικής ονομαστικής αξίας αυτών ποσού 117.800 ΕΥΡΩ, αφαιρώντας έτσι προεξοφλητικό τόκο που υπερβαίνει κατά πολύ το προαναφερόμενο θεμιτό ποσοστό συμβατικού δανεισμού.
Το εν λόγω προσβαλλόμενο βούλευμα (70/2009) για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως έλαβε υπόψη του εκτός από τα σχετικά έγγραφα τις μαρτυρικές καταθέσεις των : 1) ΒΒ, αδελφής του θανόντος ΑΑ, 2) ΓΓ, 3) ΔΔ, 4) ΕΕ, 5) ΗΗ, 6) ..., 7) ..., 8) ..., 9) ..., 10) ΣΤ, 11) ..., 12) ..., 13) ..., 14) ΖΖ, 15) ..., 16) ..., 17) ..., 18) ..., 19) ...
Σύμφωνα δε με τις 31-5-2006, 2-6-2006, και, 26-3-2008 ένορκες καταθέσεις της αδελφής του θανόντος ΑΑ, ΒΒ, συνταξιούχου δικηγόρου, που είναι συνιδιοκτήτρια του 48,25% του ξενοδοχείου "..." στη θέση ..., Β' κατηγορίας, εμβαδού 1.200 τ.μ., δυναμικότητας 27 δωματίων και 49 κλινών, που ανεγέρθηκε κατά το χρονικό διάστημα 1974-1976 από τον ήδη θανόντα πατέρα αμφοτέρων (ΒΒ-ΑΑ) ..., ο αδελφός της ΑΑ που αυτοκτόνησε στη θαλάσσια περιοχή, ... με πνιγμό στη θάλασσα στις 20 Μαρτίου 2006 διότι έπασχε από πολλά έτη πριν τον θάνατό του από σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου, που ήταν συνιδιοκτήτης του υπόλοιπου 48,25% του εν λόγω ξενοδοχείου, πώλησε το μερίδιό του στον αναιρεσείοντα το έτος 2003, και συγκεκριμένα με το υπ' αριθμ. ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Άμφισσας Γεωργίου Κιούπη αντί τμήματος 200.000 ΕΥΡΩ, από το οποίο τίμημα κατεβλήθησαν σε μετρητά στον ΑΑ μόνο 36.320 ΕΥΡΩ ενώ το υπόλοιπο του τιμήματος, όπως έχει προαναφερθεί ανερχόμενο σε 163.680 ΕΥΡΩ πιστώθηκε με την έκδοση 132 μηνιαίων συναλλαγματικών ονομαστικής αξίας εκάστης 1240 ΕΥΡΩ, από τις οποίες η πρώτη έληγε τον Οκτώβριο του έτους 2003 και η τελευταία τον Σεπτέμβριο του έτους 2014, δηλαδή η εξόφληση του τιμήματος είχε υπολογισθεί να πραγματοποιηθεί σε χρονικό διάστημα πλέον της δεκαετίας. Ουδείς εχέφρων άνθρωπος, εκτός εάν ευρίσκετο σε κατάσταση αδήριτης ανάγκης, θα προέβαινε στην κατάρτιση μιας τέτοιας συμβάσεως. Ο ΑΑ όπως προαναφέρθηκε ήδη έπασχε από πολλών ετών από σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου, που δεν του επέτρεπε να εκτιμά σωστά τα πράγματα, ζούσε μόνος του δεν είχε άλλους πόρους εισοδήματος και ούτε είχε κάποιον να τον φροντίζει, είχε συνεπώς ανάγκη χρημάτων για να καλύπτει τις πλέον στοιχειώδεις αλλά και μη στοιχειώδεις ανάγκες του, όπως διατροφή, ένδυση, θέρμανση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κουρά κώμης, χρησιμοποίηση αγοραίου οχήματος προς μεταφορά (ταξί), αγορά αυτοκινήτου, αγορά κοσμημάτων κ.λ.π. Έτσι αναγκάσθηκε να προεξοφλήσει σε διαφόρους 37 συναλλαγματικές και τις υπόλοιπες 95 στον αναιρεσείοντα, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε ήδη.
Τα σχετικά με την προεξόφληση με μη θεμιτό τόκο από τον αναιρεσείοντα πληροφορήθηκε για πρώτη φορά η ΒΒ από τον ίδιο τον αδελφό της ΑΑ τον Οκτώβριο μήνα του έτους 2004. Το ότι ο αναιρεσείων ελάμβανε αθέμιτο τόκο της τάξεως του 5% - 7% μηνιαίως βεβαιώνουν κατηγορηματικά στις καταθέσεις τους οι εξετασθέντες ενόρκως μάρτυρες 1) ΓΓ, 2) ΔΔ, 3) ΕΕ. Ο μάρτυρας ΗΗ αναφέρει ότι για την αγορά ενός αυτοκινήτου μάρκας OPEL OMEGA, μοντέλο 1996, 2000 c.c., αξίας 15.000 ΕΥΡΩ από τον ΑΑ, αλλά και για την αγορά ορισμένων άλλων ειδών, η προεξόφληση των σχετικών συναλλαγματικών έγινε από τον αναιρεσείοντα ατόκως, παρά ταύτα όμως αφήνει ένα υπονοούμενο ότι ενδεχομένως κάποια συναλλαγματική να αφαιρέθηκε. Αντιθέτως η ΒΒ υποστηρίζει ενόρκως στην από 31 Μαΐου 2006 κατάθεσή της ότι οι 28 συναλλαγματικές που προεξοφλήθηκαν από τον αναιρεσείοντα για την αγορά από τον αδελφό της του προαναφερθέντος αυτοκινήτου, προεξοφλήθηκαν προς 500 ΕΥΡΩ ονομαστικής αξίας 1.240 ΕΥΡΩ εκάστη. Από τους υπόλοιπους μάρτυρες ο ΣΤ και ΖΖ υποστηρίζουν ότι σε κάποια χρονική στιγμή που είχαν ανάγκη χρημάτων, δανείστηκαν από τον αναιρεσείοντα διάφορα χρηματικά ποσά και μάλιστα ατόκως. Ο ΖΖ υποστηρίζει περαιτέρω ότι αν και δανείστηκε από τον αναιρεσείοντα πριν από το έτος 200 ποσό 500.000 δρχ. δεν του το έχει επιστρέψει μέχρι σήμερα, και ούτε έχει ενοχληθεί για την επιστροφή του ως άνω ποσού. Οι υπόλοιποι μάρτυρες που εξετάσθηκαν δεν γνωρίζουν σχετικά, δηλαδή εάν δανείζει ή όχι χρήματα και σε περίπτωση που δανείζει αν δανείζει ατόκως ή εάν λαμβάνει θεμιτό ή αθέμιτο τόκο.
Εν προκειμένω πρέπει να επισημανθεί ότι η κοινή πείρα διδάσκει ότι όσοι δανείζουν με μη θεμιτό τόκο, μεριμνούν ώστε να ευεργετούν ορισμένα πρόσωπα δανείζοντάς τα ατόκως, προκειμένου να επικαλεσθούν την μαρτυρία τους σε περίπτωση που κατηγορηθούν για τοκογλυφία.
Η) Με τις ανωτέρω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για λόγους αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 περιπτώσεις α, β και δ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περιπτώσεις γ και δ, σε συνδυασμό περαιτέρω με τα άρθρα 59 παρ. 1 και 309 παρ. 2 του Κωδ. Ποιν. Δικ. είναι αβάσιμες. Κυρίως δε είναι αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως όσον αφορά την μη αναστολή της ποινικής διώξεως για την παρούσα υπόθεση, προκειμένου κατά τον αναιρεσείοντα να προηγηθεί η εκδίκαση ετέρας συναφούς υποθέσεως για πλαστογραφία από την οποία εξαρτάται όπως υποστηρίζει η κρίση επί της προκειμένης υποθέσεως, καθόσο η παραπομπή του αναιρεσείοντος με βάση το προσβαλλόμενο βούλευμα στηρίζεται στις μαρτυρικές καταθέσεις της ΒΒ και των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας, ιδίως της πρώτης που καταθέτει τα όσα ακριβώς της διηγήθηκε προφορικά ο αδελφός της ΑΑ κατά την συνάντηση που είχαν τον Οκτώβριο μήνα του 2004 σχετικά με την εν λόγω υπόθεση. Όπως επίσης είναι αβάσιμος μεταξύ των άλλων λόγων αναιρέσεως που προέβαλε ο αναιρεσείων, και ο λόγος αναιρέσεως περί του ότι δεν του επετράπη να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών προκειμένου να υπερασπισθεί τον εαυτό του παρέχοντας σχετικές διευκρινήσεις κατά άρθρο 309 παρ. 2 του Κωδ. Ποιν. Δικ. σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση (δ) ιδίου κώδικα, καθόσο είχε ήδη εκθέσει λεπτομερώς με τα απολογητικά του υπομνήματα τις υπερασπιστικές του θέσεις.
Ε Ι Δ Ι Κ Ο Τ Ε Ρ Α 1. Κατά το άρθρο 404 του Π.Κ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/9-6-1999, όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσής της ή παράταση της προθεσμίας πληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία, ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών και με χρηματική ποινή.
Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και όποιος, ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά τον νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις (του είδους των παρ. 1 και 2 του άρθρου 404) τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή.
Για την τέλεση του εγκλήματος της τοκογλυφίας απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) δικαιοπραξία παροχής πιστώσεως, ανανεώσεως ή παρατάσεως της προθεσμίας πληρωμής.
Στην παρ. 1 ρυθμίζονται μόνο οι πιστωτικές δικαιοπραξίες, δηλαδή εκείνες οι συμβάσεις με τις οποίες ο αποκτών αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει την αντιπαροχή του ( χρήματα ή άλλα αντικατάστατα πράγματα) μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου (Μπουρόπουλος ερμηνεία άρθρου 404 του Π.Κ., σελίδα 149), όπως είναι η πώληση με πίστωση του τμήματος, πράγμα που συνέβη εν προκειμένω, πώληση με εξώνηση, μίσθωση, εκχώρηση και γενικά κάθε φανερή ή κεκαλυμμένη πιστωτική δικαιοπραξία (Αιτιολογική Έκθεση 1993). Πιστωτική δικαιοπραξία είναι ακόμη και η πώληση με παρακράτηση της κυριότητας (βλέπετε Μιχαήλ Μαργαρίτη ερμηνεία του άρθρου 404 Π.Κ.). Αν η παροχή που δόθηκε στον οφειλέτη είναι χρήματα (δάνειο), εφαρμόζεται η παρ. 2 του άρθρου 404 Π.Κ. (Α.Π. 978/1981 Ποιν.Χρον. ΛΒ 257, Α.Π.468/1978 Ποιν.Χρον. ΚΗ 599), πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Β) Εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας, της απειρίας ή της ψυχικής εξάψεως εκείνου που παίρνει την πίστωση. Ανάγκη είναι όχι μόνο η οικονομική, αλλά και η προσωπική, λαμβανομένη αντικειμενικά, ανεξάρτητα αν είναι παροδική ή μόνιμη, αρκεί να είναι επιτακτική (Α.Π. 566/1989 Ελλ.Δ. 1991.96, Α.Π. 785/1982 ΝοΒ 1983, 670), μπορεί επίσης να είναι υπαίτια ή και ανυπαίτια (Α.Π. 992/1986 ΝοΒ 1987, 1226, Α.Π. 1532/1982 ΝοΒ 1983, 1363). Δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αδυναμία εξευρέσεως χρημάτων από άλλη πηγή, μπορεί μάλιστα να έχει και περιουσία το θύμα, αλλά να μην θέλει ή να μην μπορεί να την ρευστοποιήσει προς εξεύρεση χρημάτων (Α.Π. 48/1963).
Ενώ πνευματική αδυναμία είναι όχι μόνο η ελαττωμένη πνευματική ανάπτυξη ως προς την κατανόηση ότι η δικαιοπραξία είναι καταπλεονεκτική (Τούσης - Γεωργίου ερμηνεία άρθρου 404 Π.Κ.), αλλά και η διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών συνεπεία σχιζοφρένειας παρανοϊκού τύπου.
Εν προκειμένω και ανάγκη επιβιώσεως συνέτρεξε στο πρόσωπο του ΑΑ και διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών αυτού λόγω της προαναφερθείσης νόσου.
Γ) Εκμετάλλευση σημαίνει την συνειδητή και ιδιαίτερα ανάρμοστη αξιοποίηση προς όφελος του δράστη της προεκτεθείσης θέσεως του άλλου προς κτήση υπέρμετρων περιουσιακών ωφελημάτων, πρέπει δηλαδή ο δράστης να τελεί εν γνώσει της ανάγκης, πνευματικής αδυναμίας, κουφότητας κ.λ.π. του άλλου διότι διαφορετικά δεν νοείται εκμετάλλευση (Α.Π. 382/1992 ΝοΒ 1992. 874, A.Π. 703/1986 ΝοΒ 1987.741). Δεν απαιτείται ενέργεια ή συμπεριφορά εξαναγκασμού σε τέλεση της δικαιοπραξίας, αλλά αρκεί η γνώση της ανάγκης, πνευματικής αδυναμίας, κουφότητας κ.λ.π. και το ότι ο δράστης επωφελήθηκε, συνεπώς είναι αδιάφορο αν την πρόταση προς σύναψη της συμβάσεως έκανε ο ευρισκόμενος σε θέση ανάγκης, πνευματικής αδυναμίας κ.λ.π. (Α.Π. 307/1993 ΝοΒ 1994. 982. Α.Π. 992/1986 ΝοΒ 1987.1226).
Για την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση δεν απαιτείται ούτε προηγούμενη καταδίκη (Α.Π. 1064/2000 Ποιν.Χρον. ΝΑ 318), ούτε ο δράστης να παραπέμπεται για περισσότερες πράξεις τοκογλυφίας (Α.Π. 517/2000 ΝοΒ 2000.1009), αλλά αρκεί και η τέλεση μίας μόνο πράξεως, όταν από αυτή, εν όψει και της διάρκειας και των λοιπών περιστάσεων που τη συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος (Α.Π. 1647/1999 Ποιν. Χρον. 743).
Κατ' επάγγελμα τέλεση τοκογλυφίας υφίσταται όταν ο δράστης παίρνει επιταγές και συναλλαγματικές και προεισπράττει τον προεξοφλητικό τόκο (Α.Π. 1722/1993 Ποιν. Χρον. ΜΔ 173), όπως εν προκειμένω συνέβη.
Ενώ κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση συνάγεται συμπέρασμα ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς τέλεση του εγκλήματος (Α.Π.1026/1995 Ποιν. Χρον. ΜΣΤ' 66, Α.Π. 789/1994 Ποιν. Χρον. ΜΔ 779). Αρκεί για την επανειλημμένη τέλεση η κατ' εξακολούθηση τέλεση του δικαζομένου εγκλήματος, εφόσον αποδειχθούν περισσότερες από μία μερικότερες πράξεις (Α.Π. 1064/2000 Ποιν.Χρον. ΝΑ 318, Α.Π. 1979/1999).
Κατ' εξακολούθηση τέλεση ενός εγκλήματος υφίσταται όταν η ίδια πράξη κατά την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση τελείται κατ' επανάληψη από το ίδιο πρόσωπο και υπάρχει στη συνείδηση του δράστη ενότητα δόλου. Πρόκειται συνεπώς για περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, τα οποία συνέχονται μεταξύ τους εξαιτίας της ενότητας του δόλου του δράστη, στην οποία όμως συρροή το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει μία ενιαία ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων, οι οποίες διατηρούν την αυτοτέλειά τους ως προς την παραγραφή και το χαρακτηρισμό της πράξεως ως πλημμελήματος ή κακουργήματος αναλόγως του ποσού του οφέλους ή βλάβης (Α.Π. 817/2007 Ποιν.Λογ. 2007.572, Α.Π. 895/2007 σε Συμβούλιο).
Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών Λαμίας με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, αλλά και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Άμφισσας με το παραπεμπτικό βούλευμα, ορθώς εκτίμησε τα προκύψαντα από την διαδικασία πραγματικά περιστατικά και ορθώς τα υπήγαγε στις σχετικές ποινικές διατάξεις περί κακουργηματικής τοκογλυφίας.
Με βάση επομένως τα ανωτέρω εκτεθέντα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η ως άνω αίτηση του αναιρεσείοντος και να του επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
Ως προς το αίτημα της αυτοπροσώπου εμφανίσεως του αναιρεσείοντος δεν συντρέχει λόγος να γίνει δεκτό, καθόσο υπάρχει πλήρης έκθεση των ισχυρισμών του που περιέχονται στα υπομνήματα και την απολογία του.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Π Ρ Ο Τ Ε Ι Ν Ω
1) Να μη γίνει δεκτό το αίτημα της αυτοπροσώπου εμφανίσεως.
2) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 1/9-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του υπ' αριθμ. 70/19-5-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας.
3) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 16/9/2009
Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΑΓΓΑΣ"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η με αριθ. εκθ. 1/9-6-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ στρεφόμενη κατά του με αριθ. 70/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεσή του κατά του με αρ. 319/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Άμφισσας, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Λαμίας για να δικασθεί για την πράξη της κακουργηματικής τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση. Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 περ.α' και 484 παρ.1 του ΚΠοινΔ), γι αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητα της.
ΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 2 εδαφ. α' του ΠΚ., τοκογλυφία διαπράττει και όποιος, κατά την παροχή δανείου ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής του ή την ανανέωση ή την προεξόφληση αυτού, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον, περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, κατά δε την παρ.3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ.8 εδ. β' του ν.2721/1999, αν ο υπαίτιος επιχειρεί τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ.1 και 2 κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ, κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Το έγκλημα της τοκογλυφίας είναι υπαλλακτικώς μικτό και ως τέτοιο, μπορεί να τελείται με τη συνομολόγηση ή με τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, στα οποία περιλαμβάνεται και η παραλαβή με προεξόφληση αξιόγραφων, ως και η παραλαβή αξιόγραφων που ενσωματώνουν τοκογλυφικούς τόκους, χωρίς να προσαπαιτείται να επακολουθεί και η είσπραξη του αναγραφόμενου σε αυτά ποσού. Κατ' επάγγελμα δε θεωρείται ότι πράττει ο δράστης τοκογλυφίας, όταν ενεργεί τοκογλυφικές πράξεις κατ' επανάληψη με σκοπό να ποριστεί από αυτές εισόδημα. Τούτο δε συμβαίνει στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (ΠΚ 98), γιατί ενυπάρχει το στοιχείο της επανειλημμένης τέλεσης ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά και όταν τελεί μία πράξη, αλλά από την τέλεση αυτής, ενόψει και της διάρκειας και των λοιπών περιστάσεων, που τη συνοδεύουν, προκύπτει η επιδίωξη πορισμού εισοδήματος βάσει σχεδίου. Δεν απαιτείται δε προηγούμενη καταδίκη του δράστη νια το αδίκημα αυτό. Κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως, κατά συνήθεια τελείται η τοκογλυφία, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής συνάγεται ότι ο δράστης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη αυτής, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Είναι δε επιτρεπτή η σώρευση και των δύο αυτών επιβαρυντικών περιστάσεων. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παράγραφος 1 ΚΠΔ, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Πρέπει, όμως, στην πρόταση αυτή, που υιοθετεί πλήρως το Συμβούλιο, να υπάρχει αιτιολογία και για την κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξης, όταν από το νόμο ορίζεται ως επιβαρυντική περίσταση της πράξης. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν δικαστής δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παράγραφος 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της απόφασης ή του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Λαμίας, που το εξέδωσε, έκρινε, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Άμφισσας, ορθώς αποφάνθηκε με το 319/2008 βούλευμα ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος, για την πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση, με τη μορφή συνομολόγησης τοκογλυφικών ωφελημάτων, που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, τελεσθείσα από υπαίτιο που ενεργεί τέτοιες πράξεις, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, ήτοι για παράβαση των άρθρων 13 στ., 98, 404 παράγραφος 2α, 3 ΠΚ και τον παρέπεμψε συνακόλουθα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαμίας, για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξης αυτής και απέρριψε την εκ μέρους του ασκηθείσα έφεση. Όπως προκύπτει από το διατακτικό του επικυρωθέντος από το Συμβούλιο Εφετών 319/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Άμφισσας, το οποίο παραδεκτώς επισκοπείται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, ο αναιρεσείων παραπέμφηκε να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι: Στην ..., στις αρχές του έτους 2004, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατά την παροχή δανείου συνομολόγησε και πήρε για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, ήτοι το ποσοστό 8% ετησίως ή 0,66% μηνιαίως, σύμφωνα με την απόφαση της 5.6.2003 του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ειδικότερα: 1). Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο προεξόφλησε (επαναγόρασε) από τις εκατόν τριάντα δύο (132) συναλλαγματικές ποσού 1.240 ευρώ η καθεμία, τις οποίες ο ίδιος είχε αποδεχθεί και παραδώσει στον ΑΑ ως τμήμα του τιμήματος πωλήσεως του ιδανικού του μεριδίου (ΑΑ), ήτοι του 48,25% στο δικαίωμα κυριότητας του ευρισκόμενου στην ... ξενοδοχείου "..." και του ανάλογου ποσοστού συγκυριότητάς του (48,25%) επί του ξενοδοχειακού εξοπλισμού και των λοιπών κινητών πραγμάτων αυτού, σε διαταγή του τελευταίου, με χρόνο λήξης από τις 4.10.2003 έως 4.9.2014, δεκαέξι (16) συναλλαγματικές, συνολικού ποσού 19.840 ευρώ, οι δώδεκα εκ των οποίων έληγαν το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του έτους 2004 έως και τον Σεπτέμβριο του έτους 2005, οι δε λοιπές στις 4.4.2006, 4.9.2006, 4.10.2006 και 4.11.2006 δίδοντας αντί καταβολής στον ΓΓ, νόμιμο κομιστή τους, δύο επιταγές μεταχρονολογημένες, με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως τον μήνα Απρίλιο και Αύγουστο του έτους 2005, ποσού 5.000 ευρώ και 6.000 ευρώ αντίστοιχα, αφαιρώντας, δηλαδή, προεξοφλητικό τόκο που υπερέβαινε το προπαρατιθέμενο θεμιτό ποσοστό τόκου. 2). Στον ανωτέρω τόπο και χρόνο προεξόφλησε (επαναγόρασε) ενενήντα πέντε (95) από τις προαναφερόμενες υπό (1) συναλλαγματικές, μια εκ των οποίων έληγε, στις 4.8.2006, οι δε λοιπές το χρονικό διάστημα από 4.12.2006 έως και 4.9.2014, έναντι ποσού 220 ευρώ την καθεμία, δηλαδή κατέβαλε στον προαναφερόμενο λήπτη, ΑΑ, το ποσό των 20.900 ευρώ και ο τελευταίος του παρέδωσε τα σώματα των συναλλαγματικών, συνολικής αξίας 117.800 ευρώ, αφαιρώντας, έτσι, προεξοφλητικό τόκο που υπερέβαινε το προπαρατιθέμενο θεμιτό ποσοστό τόκου. Την πράξη του δε αυτή διέπραξε κατ' επάγγελμα, καθώς από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της τοκογλυφίας και την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεση της (ενήργησε επί τη βάσει εγκληματικού σχεδίου, μεθοδευμένα και οργανωμένα και όχι ευκαιριακά, αφού προέβη στην προαναφερθείσα συναλλαγή με τον ΑΑ, ο οποίος έπασχε, κατά τα προεκτεθέντα, από σχιζοφρενική ψύχωση παρανοϊκού τύπου, εν συνεχεία δε φιλοξένησε αυτόν σε οίκημα ιδιοκτησίας του απομακρύνοντας τον από την οικογένεια του και προεξόφλησε τις ανωτέρω αναφερόμενες ενενήντα πέντε (95) συναλλαγματικές που είχε στην κατοχή του ο ΑΑ, ο οποίος είχε ανάγκη, χρημάτων, αφού μετά την πώληση, κατά τα ανωτέρω, του μεριδίου του στο ξενοδοχείο, δεν είχε άλλη πηγή εσόδων, ενώ είχε ήδη ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο και είχε κατασχεθεί το δικαίωμα του επικαρπίας επί διαμερίσματος ευρισκόμενου στην ..., το οποίο, τελικά, εκπλειστηριάστηκε, στις 19.5.2004, ενώ προέβη στην πράξη του αυτή και σε βάρος του ΓΓ επαναγοράζοντας, κατά τα ανωτέρω, δεκαέξι (16) από τις, προαναφερόμενες συναλλαγματικές, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο τελευταίος είχε παραγγείλει εμπορεύματα για το κατάστημά του εκδίδοντας επιταγές προς τους προμηθευτές του, τις οποίες αδυνατούσε να πληρώσει, αφαιρώντας προεξοφλητικό τόκο που υπερέβαινε το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου) προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και κατά συνήθεια, καθώς από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα από την κυρία ανάκριση που ενεργήθηκε καθώς και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε, τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και εκτιμήθηκαν κάθε μια χωριστά και στο σύνολό τους, τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος δυνάμει του ... συμβολαίου του συμβολαιογράφου Άμφισσας Γεωργίου Κιούπη, ως και του από 28-8-2003, ιδιωτικού συμφωνητικού, αγόρασε από τον ΑΑ, το ποσοστό της συνιδιοκτησίας του 48,25% επί του ξενοδοχείου "...", που βρίσκονταν επί της παραλίας του Δήμου ..., ως και του εξοπλισμού αυτού, έναντι συνολικού τιμήματος 200.000 Ευρώ, από το οποίο μετρητοίς κατεβλήθη μόνο το ποσό των 36.320 Ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο (163.680 Ευρώ) ο κατηγορούμενος παρέδωσε στον ΑΑ 132 συναλλαγματικές ποσού 1.240 Ευρώ η κάθε μία, τις οποίες αποδέχτηκε ο ίδιος, και οι οποίες έληγαν την 4-10-2003 η πρώτη, και την αντίστοιχη ημερομηνία των επόμενων 131 μηνών οι υπόλοιπες, ήτοι από τον μήνα Οκτώβριο του 2003 μέχρι τον μήνα Σεπτέμβριο του 2014. Ο ΑΑ έπασχε από σχιζοφρενική ψύχωση παρανοϊκού τύπου, νόσο χρόνια και μη ιάσιμη, εξαιτίας της οποίας και αυτοκτόνησε την 20-3-2006. Ο θάνατος αυτού επήλθε συνεπεία πνιγμού εντός θαλασσίου ύδατος. Κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο του 2003 μέχρι τον Μάιο του 2004, συνεπεία προτροπών του κατηγορουμένου, διέμενε στην ..., σε οίκημα ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου, παρακείμενο της οικίας αυτού. Οι συνθήκες διαβίωση του ήταν άθλιες και ανθυγιεινές, ο ίδιος ήταν απομονωμένος από την οικογένεια του, ενώ δεν ελάμβανε ούτε την απαραίτητη φαρμακευτική αγωγή (ή την ελάμβανε πλημμελώς). Κατόπιν αιτήσεως της αδελφής του ΒΒ, προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Άμφισσας, νοσηλεύτηκε αναγκαστικά στο Ψυχιατρικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Ν. Ιωνίας "Η Αγία Όλγα", από την 19-6-2004 μέχρι την 3-9-2004, με διάγνωση ασθενείας σχιζοφρενική ψύχωση παρανοϊκού τύπου. Στο μεταξύ χρονικό διάστημα, μετά την πώληση του μεριδίου του στο ξενοδοχείο, προέβη στην προεξόφληση μερικών από τις συναλλαγματικές που είχε στην κατοχή του από την πώληση του ξενοδοχείου, μεταβιβάζοντας και παραδίδοντας αυτές σε εμπόρους της ... με τους οποίους συναλλάσσονταν. Μεταξύ αυτών, προεξόφλησε και 16 συναλλαγματικές, συνολικού ποσού 19.840 ευρώ, εκ των οπίων οι 12 έληγαν από τον μήνα Οκτώβριο του 2004, μέχρι τον μήνα Σεπτέμβριο 2005, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις έληγαν την 4-4-2006, την 4-9-2006, την 4-10-2006 και την 4-11-2006. Τις συναλλαγματικές αυτές μεταβίβασε και παρέδωσε στον ΓΓ, ο οποίος διατηρούσε κοσμηματοπωλείο, έναντι του τιμήματος διαφόρων κοσμημάτων που αγόρασε. Ο ΓΓ στη συνέχεια, επειδή είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις αναγκάσθηκε να προεξοφλήσει τις επιταγές αυτές στον κατηγορούμενο, ο οποίος, ήταν γνωστός στην περιοχή για το ότι δάνειζε χρήματα με υπερβολικό τόκο, και ο οποίος εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του ΓΓ, ζήτησε και έλαβε κατά την προεξόφληση αυτή, προεξοφλητικό τόκο που υπερέβαινε προφανώς τον κατά νόμο θεμιτό τόκο, ήτοι το ποσοστό του 8% ετησίως ή 0,66 μηνιαίως, σύμφωνα με την από 5-6-2003 απόφαση του Δ.Σ. της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας, που ήταν η αρμοδία αρχή κατά το νόμο για να ορίσει το ανώτατο όριο του συμβατικού τόκου δανεισμού. Συγκεκριμένα, έναντι των 16 συναλλαγματικών, συνολικού ποσού 19.840 Ευρώ, παρέδωσε στον ΓΓ 2 επιταγές με ημερομηνία εκδόσεως μηνός Απριλίου του 2005 και ποσού 5.000 Ευρώ η πρώτη, και μηνός Αυγούστου του 2005 και ποσού 6.000 Ευρώ η δεύτερη. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την κατάσταση της υγείας του ΑΑ, που τον οδηγούσε σε τάση μεγαλομανίας και αλόγιστης χρήσης των χρημάτων του, παρά τον όρο του ανωτέρω συμβολαίου πωλήσεως (που ετέθη προκειμένου όπως εξασφαλισθεί ένα ελάχιστο μηνιαίο εισόδημα στον πωλητή), δυνάμει του οποίου απαγορεύονταν η μεταβίβαση των συναλλαγματικών καθ' οιονδήποτε τρόπο προ της εξοφλήσεως των, προεξόφλησε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (αρχές του 2004), και τις υπόλοιπες 95 συναλλαγματικές, που είχε στην κατοχή του ο ΑΑ, μία εκ των οποίων έληγε την 4-8-2006, οι δε λοιπές στο χρονικό διάστημα από την 4-12-2006 μέχρι την 4-9-2014, έναντι του ποσού των 220 Ευρώ την κάθε μία, καταβάλλοντος στον ΑΑ το συνολικό ποσό των 20.900 Ευρώ, έναντι των συναλλαγματικών αυτών, συνολικής ονομαστικής αξίας 117.800 Ευρώ, και αφαιρώντας έτσι προεξοφλητικό τόκο που προφανώς υπερέβαινε το ανωτέρω θεμιτό ποσοστό τόκου δανεισμού.
Όπως προαναφέρθηκε, ο κατηγορούμενος ενεργούσε κατ' επανάληψη παρόμοιες με τις ανωτέρω πράξεις συναλλαγές δανεισμού (βλέπετε καταθέσεις ΒΒ, ΓΓ, ΔΔ και ΕΕ). Ο συνήθης τόκος δανεισμού που αναφέρεται ότι ελάμβανε ο κατηγορούμενος ήταν 5-7% τον μήνα, και ο τρόπος με τον οποίο δάνειζε χρήματα, συνήθως, ήταν ο της προεξόφλησης επιταγών και αφαίρεσης του ποσού των τοκογλυφικών τόκων. Ο ίδιος διατηρούσε κατάστημα ηλεκτρικών ειδών στην ..., όπου και συνομολογούσε τις παράνομες τοκογλυφικές συμβάσεις. Η μακροχρόνια και συνεχής ενασχόληση του με το αντικείμενο αυτό (βλέπετε κατάθεση ΔΔ, ότι τον δάνειζε χρήματα κατά τα έτη 1992-1993), μαρτυρούν σκοπό πορισμού εισοδήματος, αλλά και σταθερή ροπή προς τέλεση του εγκλήματος της τοκογλυφίας.- Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δάνειζε χωρίς τόκο δεν φαίνεται να είναι αληθής, αφενός γιατί έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία της δικογραφίας, όπως αυτά εκτιμώνται κατά την αρχή της ηθικής αποδείξεως (αρθ. 177 ΚΠΔ), και αφετέρου γιατί ο δανεισμός άνευ τόκου ελάχιστα, δεν είναι συμβατός με τα κρατούντα στις συναλλαγές, (λόγω του υψηλού κόστους των χρηματοπιστωτικών δοσοληψιών, του κινδύνου εκ της μη επιστροφής του δανείου, κ.λ.π.). Με τις άνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθ' όσον με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο πράξη της τοκογλυφίας κατ' εξακολούθηση με την μορφή συνομολογήσεως τοκογλυφικών ωφελημάτων, που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, τελεσθείσα από υπαίτιο που ενεργεί τέτοιες πράξεις και κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε τα εν λόγω περιστατικά, χωρίς να είναι απαραίτητη η αναλυτική παράθεσή τους καθώς και μνεία του τι προέκυψε από καθένα από αυτά, τις σκέψεις και τους συλλογισμούς από τους οποίους έκρινε ότι αυτά υπάγονται στις εκτεθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στ', 98, 404 παρ. 2α, τις, οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις και έκρινε ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για να δικασθεί ως υπαίτιος της ανωτέρω πράξεως, όπως αυτή περιγράφεται, κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία, κατά τα ανωτέρω, στο διατακτικό του επικυρωθέντος πρωτόδικου βουλεύματος. Ειδικότερα: Η καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στην ενσωματωμένη στο Βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, ήταν επιτρεπτή, αφού, στην τελευταία, εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προανάκριση και την κυρία ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονταν αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συναφείς συλλογισμοί που στήριζαν την παραπεμπτική κρίση, με συνέπεια, το βούλευμα, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με το πρώτο σκέλος του 1ου λόγου της αναιρέσεως, να έχει την εκ των άρθρων 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο δέχθηκε συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος όλων των ανωτέρω στοιχείων για την θεμελίωση υποκειμενικώς και αντικειμενικώς σε βάρος του της πράξεως της κακουργηματικής τοκογλυφίας, προσδιορίζοντας με την παροχή των αναγκαίων προς τούτο στοιχείων (ποσοστό νομίμου τόκου, ονομαστική αξία των συναλλαγματικών που προεξόφλησε και καταβληθέν στους παθόντες έναντι αυτής ποσού) και την ποσοστιαία υπέρβαση του νομίμου τόκου, κατά την προεξόφληση από τον αναιρεσείοντα των συναλλαγματικών που αναφέρονται, άλλα και την παραδοχή ότι, πέραν του παθόντος ΑΑ, ο κατηγορούμενος τέλεσε, κάτω από τις συνθήκες που εκτίθενται, την ίδια πράξη και σε βάρος του ΓΓ, σε τρόπο ώστε να συντρέχει το στοιχείο της επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως από το οποίο και συνήγαγε την κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση, αφού δέχεται επί πλέον και το στοιχείο του σκοπού πορισμού εισοδήματος από την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος, αλλά και την σταθερή ροπή του αναιρεσείοντος για την διάπραξη του εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Δεν χρειάζεται δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να σχολιάζονται αναλυτικά, το μεν το περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων που αναφέρονται στο σκεπτικό του βουλεύματος και να γίνεται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, το δε των εγγράφων που έλαβε υπόψη και εκτίμησε το Συμβούλιο, χωρίς να προκύπτει ότι δεν έλαβε υπόψη ούτε εκτίμησε ορισμένα από αυτά, για να καταλήξει στην ανωτέρω κρίση, ούτε να αντικρούονται και να απορρίπτονται αιτιολογημένα τα κατ ιδίαν υπερασπιστικά επιχειρήματα του αναιρεσείοντος, όπως αβάσιμα αυτός υποστηρίζει.
Συνεπώς ο από το άρθρο 484 παρ. 1 β και δ ΚΠΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, τυγχάνει αβάσιμος. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τον παραπάνω λόγο, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό, κατά τα ανωτέρω, απορριπτέες ως απαράδεκτες.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 59 του ΚΠοινΔ., όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3346/2005 (ΦΕΚ Α 140/17-6-2005), όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη. Από τη διάταξη αυτή, με την οποία επιχειρήθηκε να εξαλειφθεί το φαινόμενο του ανοίγματος σειρά δικών με αφορμή την αρχική δίκη και των αλλεπάλληλων αναβολών μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της κύριας δίκης με την εντεύθεν ταλαιπωρία των διαδίκων αλλά και την επιβάρυνση των Ποινικών Δικαστηρίων (βλ. Αιτιολογική έκθεση, άρθρο 6 του ως άνω νόμου), προκύπτει, ότι για να αναβληθεί η ποινική δίκη λόγω ύπαρξης προδικαστικού ζητήματος, σύμφωνα με το άρθρο 59 ΚΠοινΔ, πρέπει να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη στην άλλη υπόθεση, η οποία μπορεί να εκκρεμεί και στην προδικασία και να υποβάλλει σχετικό αίτημα ο κατηγορούμενος. Αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει στο αίτημα δημιουργείται ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ ΚΠΔ, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 α του ίδιου κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την έκθεση εφέσεως που ενσωμάτωσε ο αναιρεσείων στην έκθεση αναιρέσεως, αυτός δεν υπέβαλε αίτημα αναβολής (αναστολής) κατ άρθρο 59, αλλ' απλώς ισχυρίσθηκε ότι το εκκαλούμενο βούλευμα αγνόησε την καταγγελία του σε βάρος των αναφερομένων προσώπων για πλαστογραφία της από 14-2-2004 δηλώσεως που φέρεται να υπογράφει ο παθών ΑΑ, στην οποία φέρεται να δηλώνει τα όσα δέχθηκε, από την εκτίμηση της δηλώσεως αυτής σε συνδυασμό και με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, το βούλευμα προς στοιχειοθέτηση της πράξεως για την οποία παρέπεμψε τον κατηγορούμενο. Δεν ισχυρίσθηκε όμως ότι είχε ασκηθεί σε βάρος των εν λόγω ατόμων ποινική δίωξη για πλαστογραφία. Αβασίμως λοιπόν με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως ο αναιρεσείων, επικαλούμενος ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των εν λόγω ατόμων, ισχυρίζεται ότι δεν απάντησε το Συμβούλιο Εφετών στο, κατά το άρθρο 59 ΚΠΔ, αίτημά του και προβάλλει τον ιδρυόμενο, κατά τα ανωτέρω, στην περίπτωση αυτή, λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1α σε συνδυασμό με 171 παρ 1 δ ΚΠΔ, ο οποίος και πρέπει να απορριφθεί.
IV. Aπό τις διατάξεις: α) του άρθρου 273 παρ.2 ΚΠοινΔ, κατά την οποία εκείνος που ενεργεί την εξέταση του κατηγορουμένου τον προσκαλεί να υποδείξει τα μέσα της υπεράσπισής του, β) του άρθρου 274 εδάφ. 2 ΚΠοινΔ, κατά την οποία όποιος ενεργεί την πιο πάνω εξέταση πρέπει να ερευνά με επιμέλεια κάθε περιστατικό που επικαλείται υπέρ αυτού ο κατηγορούμενος, αν αυτό είναι χρήσιμο για να εξακριβωθεί η αλήθεια και γ) του άρθρου 6 παρ.3 περίπτ. δ` της ΕΣΔΑ, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει και επιτύχει την πρόσκληση και εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως με τους ίδιους όρους όπως των μαρτύρων κατηγορίας, συνάγεται ότι η εξέταση μαρτύρων υπερασπίσεως, που προτείνονται από τον κατηγορούμενο κατά το στάδιο της προδικασίας, εξαρτάται από την κρίση του ανακριτή, ο οποίος προβαίνει σ` αυτήν, αν θεωρεί ότι είναι αναγκαία για την ανακάλυψη της αλήθειας. Η άρνηση του ανακριτή να τους εξετάσει αντιμετωπίζεται με προσφυγή στο δικαστικό συμβούλιο, για να αρθεί η διαφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 307 περίπτ. α' ΚΠοινΔ και δεν συνεπάγεται ακυρότητα της προδικασίας. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το τέταρτο σκέλος του, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση για απόλυτη ακυρότητα, η οποία προβλήθηκε και με λόγο της εφέσεως, διότι ο ανακριτής δεν προέβη στην εξέταση πέντε μαρτύρων υπερασπίσεως, τους οποίους είχε προτείνει ο αναιρεσείων, ως κατηγορούμενος, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτος.
V. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 εδ. α του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, το συμβούλιο Εφετών, αν υποβληθεί σ` αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, είναι υποχρεωμένο να διατάξει την ενώπιόν του εμφάνιση του αιτούντος, καθώς και των λοιπών διαδίκων, προς παροχή οποιασδήποτε διευκρινίσεως που αφορά την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση, μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι οποίοι πρέπει ειδικώς να αναφέρονται στο βούλευμα. Η αίτηση υποβάλλεται με οποιοδήποτε διαδικαστικό έγγραφο απευθυνόμενο προς το δικαστικό συμβούλιο, όπως είναι και το υπόμνημα επί των λόγων της εφέσεως, χρονικά πριν από την κατάρτιση ή την υποβολή της προτάσεως στο Συμβούλιο ή τουλάχιστον πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Συμβουλίου και την ανάπτυξη της εισαγγελικής προτάσεως.
Στην κρινόμενη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη ενώπιον του εμφάνιση του προς παροχή διευκρινίσεων, με την αιτιολογία ότι ήδη ο κατηγορούμενος με τα αναλυτικά και εκτενή απολογητικά υπομνήματα και τα έγγραφα που προσκόμισε ενώπιον του ανακριτή, αλλά και το διεξοδικό εφετήριό του, ανέπτυξε επαρκέστατα και αναλυτικότατα τις υπερασπιστικές θέσεις του και γι' αυτό δεν παρίσταται ανάγκη για ακόμη πληρέστερη ανάλυση των απόψεων του. Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απορρίψεως του αιτήματος του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου προς παροχή διευκρινίσεων είναι αβάσιμος.
Τέλος επί του, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 ΚΠΔ, υποβαλλόμενου με την έκθεση αναιρέσεως, αιτήματος του αναιρεσείοντος να εμφανισθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που συνεδριάζει σε Συμβούλιο, για να παράσχει διευκρινήσεις και να προβεί σε διασαφήσεις επί του περιεχομένου των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων, με την εκτενέστατη έκθεση της αναιρέσεως του, που καταλαμβάνει 29 σελίδες, εκ των οποίων 16 σελίδες καταλαμβάνουν οι ενσωματωμένες σ αυτήν προσβαλλομένη απόφαση και έφεση κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, και το από 1-11-2009 6σέλιδο υπόμνημά του και τα έγγραφα που επισυνάπτει σ αυτό, πλήρως εξέθεσε και ανέπτυξε τις αιτιάσεις του κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος, οι περισσότερες από τις οποίες, αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την κατ ουσία κρίση της διαφοράς από το Συμβούλιο Εφετών, όπως ήδη λέχθηκε, σε τρόπο ώστε η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο δεν πρόκειται να συμβάλλει στην ορθή και πλήρη έρευνα των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.
Συνεπώς το αίτημά του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
Εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της αναιρέσεως πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9 - 6- 2009 αίτηση του Χ για αναίρεση του υπ' αριθμ. 70/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας. Και,
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) €.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ