Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1354 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Ληστεία, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
Ανθρωποκτονία από πρόθεση και ληστεία. Τα αδικήματα αυτά συρρέουν αληθώς. Απορρίπτει αναίρεση κατά καταδικαστικής αποφάσεως για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης.





Αριθμός 1354/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή- Εισηγητή και Νικόλαο Ζαΐρη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κρατούμενου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μάλτσιο, περί αναιρέσεως της 261-264/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 592/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική καιεμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει ναεπεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς τουκατηγορουμένου. Ως αυτοτελείς ισχυρισμοί θεωρούνται όσοιτείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, τηςικανότητας προς καταλογισμό, τη μείωση της ικανότηταςαυτής, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής.
Πρέπει όμως οι ισχυρισμοί αυτοί να είναι ορισμένοι, δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναφέρονται κατά τρόπο αναλυτικό ταπραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τησυγκρότηση της νομικής έννοιας του συγκεκριμένουισχυρισμού, έτσι ώστε να παρέχουν τη δυνατότητα αξιολογήσεως και, σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των αορίστων αυτών ισχυρισμών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για τη συνδρομή στο πρόσωπο του ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθ. 84 παρ.2 ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 85 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ'αρ. 261-264/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζήτησε, δια της συνηγόρου του, να του αναγνωρισθεί το "ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α του ΠΚ". 'Ετσι, όμως, όπως προβλήθηκε ο ισχυρισμός αυτός, για την αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού, ήταν εντελώς αόριστος, δεδομένου ότι δεν συνοδεύθηκε με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που να θεμελιώνουν την εν λόγω ελαφρυντική περίσταση. Επομένως, το Δικαστήριο, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον ως άνω αόριστο ισχυρισμό. Παρόλα αυτά, όμως, το Δικαστήριο της ουσίας, κατά πλειοψηφία, έστω και εκ περισσού, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, με την παράθεση της επιβεβλημένης αιτιολογίας.
Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στλοιχ.Δ' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

ΙΙ. Επειδή, κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 380 του ΠΚ όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη, κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν από την πράξη προήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310) ή αν η πράξη εκτελέσθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου, επιβάλλεται θάνατος ή ισόβια κάθειρξη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 299 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον, τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή με ισόβια κάθειρξη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της ληστείας συρρέουν αληθώς, στην περίπτωση κατά την οποία η θανάτωση του θύματος περιλαμβανόταν στο δόλο του δράστη και έγινε για το σκοπό της αφαιρέσεως των κινητών πραγμάτων, που ανήκουν στο θύμα, και η αφαίρεση αυτών συνδέεται αμέσως με τη θανάτωση. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ'αρ. 261-264/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης και μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ'είδος μνημονεύονται, ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, για την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και σε ποινή κάθειρξης δεκαέξι (16) ετών, για την πράξη της ληστείας, ήτοι για παράβαση των άρθρων 299 παρ.1 και 380 παρ.1 του ΠΚ, δεχθέντος ειδικότερα του Δικαστηρίου ανελέγκτως τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Το Δεκέμβριο του 1991 ήλθαν στην Ελλάδα οι Βούλγαροι υπήκοοι Χ1 (κατηγορούμενος), ο αδερφός αυτού ....... και ο Γ2 και εγκαταστάθηκαν στην ..... Ημαθίας, σε αποθήκη που τους παραχώρησε, χωρίς αντάλλαγμα, ο ιδιοκτήτης αυτής Ε1, παρείχαν δε την εργασία τους ως εργάτες, είτε σε οικοδομές, είτε στους αγρούς. Στις 30-8-1992, ο αδερφός του κατηγορουμένου, μαζί με άλλους ομοεθνείς του αναχώρησαν για το ...... Λαμίας, προκειμένου να εργαστούν στη συγκομιδή της ντομάτας και στην προαναφερθείσα αποθήκη παρέμειναν μόνο ο κατηγορούμενος και ο Γ2. Ο κατηγορούμενος είχε συγκεντρώσει από την εργασία του το χρηματικό ποσό των 85.000 δραχμών περίπου, ενώ στην πατρίδα του όφειλε ποσό 200.000 δραχμών σε τράπεζα, το οποίο επείγονταν να συγκεντρώσει, προκειμένου να αποφύγει κατάσχεση του σπιτιού του, γνώριζε δε ότι ο Γ2, είχε συγκεντρώσει ποσό 200.000 δραχμών, το οποίο είχε πρόθεση να αποστείλει στην οικογένεια του στη Βουλγαρία. Έτσι, ο κατηγορούμενος, τις πρώτες πρωινές ώρες της 4ης Σεπτεμβρίου του 1992, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, αποφάσισε να αφαιρέσει με βία από τον Γ2 το παραπάνω χρηματικό ποσό και να τον σκοτώσει και, ενώ ο τελευταίος κοιμόταν μέσα στην προαναφερθείσα αποθήκη, επιτέθηκε εναντίον του και με θλον όργανο τον χτύπησε στο κεφάλι πολλές φορές, προκαλώντας του βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, από την οποία, ως μόνη ενεργό αιτία^ επήλθε ο θάνατός του, και αφού του αφαίρεσε το παραπάνω χρηματικό ποσό, το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, αφού διαπίστωσε το θάνατο του θύματός του και προκειμένου να μη γίνει αντιληπτός, μετέφερε το πτώμα έξω από την αποθήκη σε μικρή απόσταση, τυλιγμένο με τις κουβέρτες, στις οποίες κοιμόταν, πριν τον σκοτώσει, και το άφησε πλησίον της περίφραξης, καλύπτοντάς το με τις κουβέρτες του και τοποθέτησε πάνω του διάφορα αντικείμενα (καρέκλα, παλιά ρούχα και παλιοσίδερα), ώστε να μη διακρίνεται. Μετά την πράξη του αυτή, ο κατηγορούμενος αναχώρησε εσπευσμένως για τη Βουλγαρία, τα ξημερώματα της ίδιας ημέρας. Την 13-9-1992, ο ........, γιος του ανωτέρου Ε1, ανακάλυψε το πτώμα, από το οποίο φαινόταν ένα μικρό μέρος, οδηγηθείς εκεί από την έντονη δυσοσμία και ειδοποίησε τις αστυνομικές αρχές. Το ότι ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης της ληστείας και την ανθρωποκτονίας με πρόθεση σε βάρος του Γ2, προκύπτει κυρίως από τα παρακάτω στοιχεία: 1) από το ότι στην αποθήκη διέμεναν μόνο ο κατηγορούμενος και το θύμα, το οποίο κοιμόταν, αφού βρέθηκε μόνο με τα εσώρουχα και τυλιγμένο με τις κουβέρτες του και, αν ο δράστης ήταν τρίτο πρόσωπο, θα γινόταν οπωσδήποτε αντιληπτός από τον κατηγορούμενο, 2) από το ότι το θύμα μεταφέρθηκε και καλύφθηκε για να μην ανακαλυφθεί, ενώ, αν ο δράστης ήταν τρίτο πρόσωπο, δε θα είχε λόγο, ούτε να μεταφέρει αλλού το πτώμα, ούτε να το αποκρύψει επιμελώς, 3) από το ότι ο κατηγορούμενος αναχώρησε εσπευσμένως τα ξημερώματα της ίδιας μέρας που εξαφανίστηκε και το θύμα, 4) από το ότι το θύμα είχε το προαναφερθέν χρηματικό ποσό, το οποίο ποσό δε βρέθηκε στο σάκο που περιείχε τα πράγματα του θύματος, ενώ βρέθηκαν όλα τα άλλα προσωπικά του είδη και αν ο δράστης ήταν τρίτο πρόσωπο, θα έπαιρνε τον ίδιο το σάκο και δε θα ερευνούσε σ' αυτόν να βρει και να πάρει μόνο τα χρήματα, τη στιγμή μάλιστα που δε γνώριζε την ύπαρξη τους, 5) από το ότι ο ίδιος ο αδερφός του κατηγορουμένου με τον οποίο ο κατηγορούμενος είχε και έχει καλές σχέσεις, κατέθεσε στην αναγνωσθείσα από 15-9-1992 ένορκη κατάθεση του, ότι είναι σίγουρος πως ο κατηγορούμενος σκότωσε και λήστεψε τον παθόντα και 6) από το ότι ο κατηγορούμενος, στην απολογία του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είπε, ότι έμαθε για τον θάνατο του Γ2, την 12-9-1992, ενώ βρισκόταν στο χωριό του Γ2 στη Βουλγαρία, πλην όμως την ημερομηνία αυτή δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί το πτώμα, το οποίο ανακαλύφθηκε την 13-9-1992. Τέλος η ανθρωποκτόνος πρόθεση του κατηγορουμένου προκύπτει κυρίως από τις συνθήκες θανάτωσης του θύματος και ιδίως από τα πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι, τα οποία ήταν και δυνατά, αφού προκάλεσαν βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωσή του και θάνατο. Ο κατηγορούμενος, αντιληφθείς ήδη τη σοβαρότητα των σε βάρος του στοιχείων, επιχείρησε κατά την απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, να διασκευάσει κάποια εξ' αυτών. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε: 1) ότι έμαθε για τον θάνατο του Γ2 την 14η 15-9-1992, προκειμένου να είναι μεταγενέστερη η ημερομηνία από την ημερομηνία ανακάλυψης του πτώματος στην Ελλάδα, 2) ότι μίλησε με τη σύζυγο του Γ2 την 7-9-1992 και εκείνη του είπε ότι μίλησε με τον Γ2 τηλεφωνικώς την 5-9-1992, προκειμένου να εμφανιστεί ότι ο Γ2 ζούσε όταν ο κατηγορούμενος έφυγε για τη Βουλγαρία, 3) ότι, δύο ημέρες πριν φύγει για τη Βουλγαρία, ο Γ2 είχε φύγει από την αποθήκη και είχε πάρει μαζί του και τις κουβέρτες του, προκειμένου να εμφανίσει ότι το θύμα σκοτώθηκε αλλού και ότι οι κουβέρτες με τις οποίες τυλίχθηκε το θύμα, δεν πάρθηκαν από την αποθήκη. Είναι προφανείς οι λόγοι προβολής αυτών των ισχυρισμών και προφανής η αναλήθειά τους και δεν υπάρχει στοιχείο που να τις υποστηρίζει. Από τα όσα αναφέρθηκαν προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ετέλεσε τις πράξεις της ληστείας της παραγράφου 1 του άρθρου 380 του Π.Κ. και της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτών. Ο κατηγορούμενος πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι συντρέχει στο πρόσωπο του η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου (αρθ. 84 παρ. 2 του Π.Κ.) και ζήτησε την αναγνώριση της. Επί του ισχυρισμού αυτού η πλειοψηφία του Δικαστηρίου (τακτικοί δικαστές και τρεις ένορκοι) κρίνει ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η επικαλούμενη ελαφρυντική περίσταση. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος έχει μεν λευκό ποινικό μητρώο στην Ελλάδα, πλην όμως γίνεται δεκτό (βλ. Α.Π. 1541/2004 Ποιν. Λόγος 2004 σελ. 1906, Α.Π. 809/5997 Π.Χ. ΜΗ σελ. 248) ότι η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου δε μαρτυρεί από μόνη της την έντιμη ζωή αλλά αντικατοπτρίζει μόνο την έλλειψη καταδίκης για κάποια αξιόποινη πράξη, ενώ για την ύπαρξη μέχρι τον χρόνο τελέσεως της πράξεως έντιμης ατομικής, οικογενειακής, επαγγελματικής και γενικά κοινωνικής ζωής, απαιτείται να υπάρχει έντιμη ζωή σε όλους τους ανωτέρω τομείς (πρόσωπο, οικογένεια, επάγγελμα, κοινωνία) και μάλιστα να αποδεικνύονται θετικά στοιχεία ικανά ώστε να χαρακτηρίσουν έντιμη τη ζωή του κατηγορουμένου ως το χρόνο που έγινε η πράξη, έτσι ώστε η τέλεση της από αυτόν να χαρακτηρίζεται ως περιστατικό μη αναμενόμενο (βλ. Α.Π. 699/2003 Ποιν. Λόγος 2003 σελ. 713). Τέτοια όμως θετικά στοιχεία ούτε καν επικαλέστηκε ο κατηγορούμενος αλλά ούτε και αποδεικνύονται και γι' αυτό πρέπει κατά την κρίση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου τούτου να απορριφθεί ο ανωτέρω ισχυρισμός" Συνεπώς, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με τα υπ'αυτού, ως άνω, γενόμενα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά και με την εξανεχθείσα κρίση του, περί αληθούς συρροής των αξιοποίνων πράξεων της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και της ληστείας, ορθώς εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 299 παρ.1 και 380 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, αφού δέχθηκε, ότι η θανάτωση του Γ2, περιλαμβανόταν στο δόλο του αναιρεσείοντος, του αποσκοπούντος στην αφαίρεση των ανηκόντων στο θύμα χρημάτων, τη συνδεομένη αμέσως με τη θανάτωση. 'Ετσι, ο υπό του αρθ.510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, προβλεπόμενος και υποστηρίζων τα αντίθετα δεύτερο λόγος της ένδικης αίτησης αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Τέλος, αναφορικά με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, αυτόν της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθ. 510 παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ), τα προς υποστήριξη αυτού προβαλλόμενα, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο (ότι δήθεν ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων γνώριζε ότι το θύμα είχε 200.000 δραχμές και για το λόγο αυτό τον σκότωσε, για να τα αφαιρέσει.. κλπ), δεν αποδείχθηκαν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε από τις μαρτυρικές καταθέσεις ή την απολογία του κατηγορουμένου, είναι απαράδεκτα, διότι, με τις αιτιάσεις αυτές. πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου, σε σχέση με την εκτίμηση των αποδείξεων.
Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-2-2007 αίτηση του Χ1, καρτουμένου στη Δικαστική Φυλακή Λάρισας, για αναίρεση της υπ'αρ. 261-264/2006 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαΐου 2008.



Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή