Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση κακουργηματική. Απορρίπτει αναίρεση κατά βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης με την έννοια του σφάλματος στον προσδιορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας.
Αριθμός 2637/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2754/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 265/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Νικολούδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 238/08.05.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ, την υπ' αριθ. 22/30-1-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ' αριθ. 2754/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθ. 2600/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τον κατηγορούμενο αναιρεσείοντα για να δικασθεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση (άρθρα 98 και 375 παρ. ιβ Π.Κ). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο αναιρεσείων την υπ' αριθ. 560/9-10-2007 έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση αυτή και επικυρώθηκε το εκκληθέν βούλευμα. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επιδόθηκε στον αντίκλητο δικηγόρο του αναιρεσείοντος στις 21-1-2008 και στον ίδιο στις 2-2-2008 (δείτε σχετικά αποδεικτικά). Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή, αφού ασκήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών και περιέχει συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης και δη αυτόν της έλλειψης της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 501/2006 Π. Χρ. ΝΖ/39, ΑΠ 1151/2006 Π. Χρ. ΝΖ/33, ΑΠ 2464/2005 Ποιν. Χρ. ΝΣΤ/627)).
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 Π.Κ: όπως το τελ. εδ. προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 α του Ν. 2721/1999 "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000 €) ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Εντεύθεν προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται: α) ξένο, ολικά ή μερικά, κινητό πράγμα και το οποίο ως τέτοιο, θεωρείται εκείνο που βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται από τον Αστικό κώδικα, β) να περιήλθε αυτό, κατά οποιονδήποτε τρόπο και να βρίσκεται, κατά τον χρόνο της πράξης, στην κατοχή του υπαιτίου, γ) παράνομη ιδιοποίηση αυτού από τον τελευταίο, δηλαδή χωρίς συναίνεση του κυρίου του πράγματος αυτού ή δίχως άλλη νόμιμη δικαιολογητική αιτία και δ) δόλος του δράστη, ο οποίος εμφανίζεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, που φανερώνει εξωτερίκευση της βούλησης του να ενσωματώσει στην περιουσία του το υπό την κατοχή του ευρισκόμενο ξένο κινητό πράγμα (ΑΠ 1066/ 2004 Π. Χρ.ΝΕ/511, ΑΠ 311/2005 Π.Χρ. ΝΕ/970). Η ως άνω πράξη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και όταν η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 532 παρ. 1 Α.Κ., αν στην πώληση έχει τεθεί ο όρος ότι ο πωλητής διατηρεί την κυριότητα ωσότου αποπληρωθεί το τίμημα, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι η μεταβίβαση της κυριότητας στον αγοραστή επέρχεται μόλις πληρωθεί η αίρεση της αποπληρωμής του τιμήματος και ο πωλητής σε περίπτωση υπερημερίας του αγοραστή, έχει δικαίωμα είτε να απαιτήσει το τίμημα είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ασκώντας τα δικαιώματά του από την κυριότητα. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι στην περίπτωση πωλήσεως κινητού πράγματος με τον όρο παρακράτησης της κυριότητος αυτού από τον πωλητή μέχρις αποπληρωμής του τιμήματος, αν ο αγοραστής περιέλθει σε υπερημερία, ο πωλητής έχει δικαίωμα ή να εμμείνει στην πώληση και να αξιώσει την αποπληρωμή του τιμήματος ή να υπαναχωρήσει και να ζητήσει την επιστροφή του πράγματος. Στην τελευταία περίπτωση ο αγοραστής αν ιδιοποιηθεί παράνομα το πράγμα διαπράττει υπεξαίρεση (ΑΠ 1848/2000 Π.Χρ. ΝΑ/814 Α.Π 920/2002 Ποιν. Δικ. 2002/1205). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2754/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση της παρ' αυτώ εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του, ότι " από το σύνολο του συλλεγέντος δια της κυρίας ανακρίσεως και της προηγηθείσας αυτής προκαταρκτικής εξετάσεως αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων Α και Β σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία ως και το απολογητικό υπόμνημα του κατηγορουμένου προκύπτουν τα εξής κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα εταιρεία, με την επωνυμία "ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Α.Ε.Α.Ε", που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ..... και έχει ως αντικείμενο την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία και πώληση μηχανών σοβατίσματος, τύπου "ΕΚΤΟΞΕΥΤΗΣ", την 20/12/2005 συμφώνησε με τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο, ο οποίος επισκέφθηκε το εργοστάσιό της, που διατηρεί στην πιο πάνω διεύθυνση, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στο ..... εταιρείας, με την επωνυμία "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ" και ασχολείται με την κατασκευή και εμπορία προκατασκευασμένων οικιών, την πώληση στην τελευταία μηχανημάτων οικοδομικών ως και σχετικών οικοδομικών εργαλείων για τους σκοπούς της εν λόγω εταιρείας. Προς τούτο, καταρτίσθηκε το από 20/12/2005 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης, με το οποίο πώλησε και παρέδωσε αυθημερόν η εγκαλούσα στην ως άνω εταιρεία τα εξής μηχανήματα: α) ένα συγκρότημα κατασκευής και εκτοξεύσεως περλομπετόν καινούργιο με αριθμό κινητήρα ....., β) Δυο συγκροτήματα εκτοξεύσεως αμμοκονιάματος καινούργια με αριθμούς κινητήρα ..... και ....., γ) ένα ηλεκτροπαραγωγικό ζεύγος 6ΚΥΑ/220v/FE 290 V βάση και δ) τρία τεμάχια κοτσαδούρες κομπλέ και τρία τεμάχια λάστιχα μεταφοράς υλικού, καινούργια, μαζί με όλα τους τα εξαρτήματα και παραρτήματα για πλήρη λειτουργία. Ως τίμημα της πωλήσεως των ανωτέρω κινητών πραγμάτων συμφωνήθηκε το ποσό των 50.226,09 Ευρώ, καταβλητέο ως εξής : Στις 20/12/2005, κατά την ημέρα της πωλήσεως και παραδόσεως αυτών, καταβολή 14.000 Ευρώ. Το υπόλοιπό τίμημα των 30.226,09 Ευρώ συμφωνήθηκε να καταβληθεί με δύο επιταγές μεταχρονολογημένα. Προς τούτο, ο εκκαλών - κατηγορούμενος μεταβίβασε και παρέδωσε στην εγκαλούσα α) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή επί της ΕUROBANK, ποσού 16.226,29 Ευρώ, εκδόσεως της ως άνω εταιρείας "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε., ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ", με ημερομηνία 23-3-06, εις διαταγήν της εγκαλούσας και β) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή επί της EUROBANK, ποσού 20.000 Ευρώ, εκδόσεως της ιδίας ως άνω εταιρείας "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε", με ημερομηνία 20-3-2006, εις διαταγήν της εγκαλούσας. Επίσης, με το από 9/1/2006 ιδιωτικό συμφωνητικό η εγκαλούσα πώλησε και παρέδωσε αυθημερόν στην πιο πάνω εταιρεία τα παρακάτω κινητά πράγματα, τα οποία παρέλαβε ο κατηγορούμενος: α) Δυο συγκροτήματα περλομπετόν με αριθμούς κινητήρων, αντιστοίχως, ..... και ....., καινούργια β) ένα τεμάχιο Η/Ζ 7,5 ΗΡ, 3000 RPM, γ) Δυο κοτσαδούρες κομπλέ, δ) Δέκα πέντε τεμάχια μπάλες σπόγγους, ε) ένα τεμάχιο αλφάδι αλουμινίου τρία μέτρα φαρδύ, στ) Δύο τεμάχια αλφαδοπήχη 200, ζ) Δύο τεμάχια αλφαδοπήχη 250, η) ένα τεμάχιο αλφάδι αλουμινίου 300cm και θ)ένα τεμάχιο αλουμινίου 140cm. Ως τίμημα συμφωνήθηκε το ποσό των 37.240,19 Ευρώ, για το οποίο ο κατηγορούμενος παρέδωσε στην εγκαλούσα τις παρακάτω επιταγές α) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή επί της τράπεζας ALPHA BANK, ποσού 9.612 Ευρώ, με ημερομηνία 25-2-2006, εκδόσεως της εταιρείας "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε, ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ", εις διαταγήν της εγκαλούσας, β) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή επί της Γενικής Τράπεζας, ποσού 11980 Ευρώ, με ημερομηνία 30/4/06, εκδόσεως ....., εις διαταγήν της ως άνω εταιρείας "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε., ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ" και γ) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή επί της EUROBANK, ποσού 15.680 Ευρώ, με ημερομηνία 30-5-06, εκδόσεως ....., εις διαταγήν της ίδιας ως άνω εταιρείας "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε.". Προς διασφάλιση δε της εγκαλούσας εταιρείας, συμφωνήθηκε η παρακράτηση της κυριότητας των ανωτέρω κινητών πραγμάτων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος από την παραπάνω αγοράστρια εταιρεία. Ενώ όμως, η τελευταία παρέλαβε, όπως προαναφέρθηκε τα πιο πάνω κινητά πράγματα σε άριστη κατάσταση και λειτουργία και τα χρησιμοποιούσε για τις επαγγελματικές της δραστηριότητες, ουδεμία από τις προρρηθείσες επιταγές, που παρέδωσε ο κατηγορούμενος έναντι της αξίας του τιμήματος αυτών, εξοφλήθηκε. Ειδικότερα, καίτοι, η εγκαλούσα εμφάνισε, εμπρόθεσμα, τις εν λόγω επιταγές προς πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες, ουδεμία εξ αυτών πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να σφραγιστούν και οι πέντε ως άνω επιταγές ως ακάλυπτες (βλ. φωτοαντίγραφα των επίμαχων επιταγών με τη σχετική βεβαίωση επ' αυτών περί ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων). Κατόπιν των ανωτέρω, η εγκαλούσα, κατ' επανάληψη, με συνεχείς προφορικές και τηλεφωνικές οχλήσεις ζήτησε από την εταιρεία του κατηγορουμένου να καταβάλει το παραπάνω οφειλόμενο ποσό, πλην όμως αυτός αρνήθηκε να συμμορφωθεί προς την ως άνω υποχρέωσή του. Μετά ταύτα, η εγκαλούσα περί τα μέσα Μαΐου του έτους 2006 δήλωσε τηλεφωνικά μέσω υπαλλήλου της, ότι υπαναχωρεί από τις προαναφερθείσες συμβάσεις πώλησης και απαίτησε την επιστροφή των πιο πάνω κινητών πραγμάτων. Ο κατηγορούμενος, όμως, αρνήθηκε να τα αποδώσει εξωτερικεύοντας έτσι φανερά την πρόθεσή του να ενσωματώσει αυτά στην περιουσία του, εξουσιάζοντας και διαθέτοντας αυτά ως κύριος, χωρίς νόμιμο πλέον δικαιολογητικό λόγο, μετά τη νομότυπη λύση, λόγω της ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, της συμβάσεως πωλήσεως. Μάλιστα, η εγκαλούσα άσκησε και την από 22-5-2006 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά της ως άνω εταιρείας, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί αυτή προσωρινά νομέας των ως άνω κινητών πραγμάτων και να υποχρεωθεί η παραπάνω εταιρεία "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε", η οποία τα κατέχει παράνομα και χωρίς τη θέλησή της, να τα αποδώσει στην ίδια. Επί της εν λόγω αιτήσεως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 3406/06 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία αναγνωρίσθηκε προσωρινά νομέας η αιτούσα των ανωτέρω κινητών πραγμάτων και διατάχθηκε η απόδοσή τους σ' αυτή (εγκαλούσα). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην ως άνω εταιρεία στις 8/11/2006, όμως και πάλι αυτή αρνήθηκε να συμμορφωθεί.(βλ. την εν λόγω απόφαση, φωτοαντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στη δικογραφία). Από τα προαναφερθέντα προκύπτει, ότι, πράγματι, ο κατηγορούμενος με την μη πληρωμή εκ μέρους του των συγκεκριμένων επιταγών, κατέστη ήδη υπερήμερος ως προς την υποχρέωσή του εκ της συμβάσεως πωλήσεως, επικουρικά δε με την όχληση, η οποία επακολούθησε εκ μέρους της εγκαλούσας περί τα μέσα Μαΐου 2006. κατά συνέπεια, η μετά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από την πωλήτρια εταιρεία, μη απόδοση από τον κατηγορούμενο των παραπάνω κινητών πραγμάτων, επί των οποίων είχε τεθεί ο όρος παρακράτησης της κυριότητας, συνιστά το έγκλημα της υπεξαιρέσεως, το οποίον και τέλεσε ο κατηγορούμενος από και με την εκδήλωση της βούλησής του να ενσωματώσει αυτά στην περιουσία του, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, που να απορρέει από το νόμο, τη σύμβαση και χωρίς τη συναίνεση της ιδιοκτήτριας εταιρείας, η αξία δε των ως άνω αντικειμένων ανέρχεται συνολικά στο ποσόν των 87.466,28 Ευρώ, ήτοι υπερβαίνει αυτό των 73.000 Ευρώ.
Ο κατηγορούμενος αρνείται την σε βάρος του ως άνω κατηγορία διατεινόμενος, ότι δεν υπήρχε πρόθεση ιδιοποιήσεως εκ μέρους του των πιο πάνω μηχανημάτων και εργαλείων και ότι η μη εξόφληση των επιταγών οφείλετο στην πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια της εταιρείας του και τελικά, την κήρυξη αυτής σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ' αριθμ. 866/21-7-2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οπότε και απώλεσε αυτός την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της και επομένως, δεν νομιμοποιείτο παθητικά στην κοινοποίηση της υπ' αριθμ. 3406/2006 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία και εκκαλείτο να αποδώσει στην εγκαλούσα τα παραπάνω κινητά πράγματα, αλλά η κοινοποίηση αυτή όφειλε να γίνει προς το σύνδικο της πτωχεύσεως, ο οποίος διαχειριζόταν πλέον την πτωχευτική του περιουσία και ήταν υπεύθυνος για την απόδοση των μηχανημάτων. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του κατηγορουμένου ελέγχονται ως αβάσιμοι, καθόσον αυτός, όπως συνάγεται και από την απολογία του, οχλήθηκε κατ' επανάληψη από την εγκαλούσα, τόσο, προφορικώς, όσο και τηλεφωνικώς για την αποπληρωμή του ως άνω τιμήματος πριν ακόμη κηρυχθεί η εταιρεία του σε πτώχευση και αυτός εκώφευε, ενώ μετά την τελευταία όχληση, περί τα μέσα Μαΐου 2006 και την επακόλουθη υπαναχώρηση της εγκαλούσας εταιρείας κατέστησε εμφανή την πρόθεσή του να ιδιοποιηθεί, χωρίς νόμιμη αιτία, τα πιο πάνω κινητά πράγματα, διαπράττοντας, έτσι, ηθελημένα το αδίκημα της υπεξαιρέσεως. Άλλωστε, τα περί πρόσκαιρης οικονομικής δυσχέρειας της εταιρείας του αποδυναμώνονται από το γεγονός ότι αυτός είχε πολλά και υπέρογκα χρέη κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, όπως αυτό προκύπτει από την υπ' αριθμ. 866/2006 πτωχευτική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που υπάρχει στη δικογραφία. Ενώ, προσέτι, η πρόθεση ιδιοποιήσεως υπ' αυτού των ανωτέρω πραγμάτων ενισχύεται και από το ότι, όπως συνάγεται από την αξιολόγηση των στοιχείων της δικογραφίας, ουδέποτε αυτός επέδειξε πραγματική διάθεση αποδόσεως αυτών, αδιαφορώντας και κωφεύοντας πλήρως στις οχλήσεις της εγκαλούσας και μη ανταποκρινόμενος σ' αυτές, εξαφανισθείς από τα γραφεία της ως άνω εταιρείας του και μη εμφανιζόμενος ακόμη και ενώπιον των δικαστηρίων, όπως αυτό προκύπτει από τις προαναφερθείσες αποφάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν ερήμην του. (βλ. φωτοαντίγραφα των υπ' αριθμ. 3406/2006 και 866/2006 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Αθηνών και Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αντίστοιχα).
Κατόπιν των προεκτεθέντων πραγματικών περιστατικών και σκέψεων, προκύπτουν, κατά την κρίση μας, σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του παραπάνω κατηγορούμενου - εκκαλούντα για την ως άνω κακουργηματική πράξη της υπεξαίρεσης, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ε, κατ' εξακολούθηση (αρθρ. 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 51, 52, 60, 79, 98, ή 375 παρ. 1β, όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 3 α του Ν. 2721/99). Ο δε ισχυρισμός αυτού, ότι η πιο πάνω πράξη φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα, και επομένως αρμόδιο προς εκδίκαση αυτών είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο και όχι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, καθόσον έχει εξοφλήσει μερικώς την εγκαλούσα εταιρεία και το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσόν δεν υπερβαίνει αυτό των 60.000 Ευρώ, τυγχάνει απορριπτέος, αφού τα περί μερικής ή ολοσχερούς εξοφλήσεως δεν έχουν εφαρμογή στην κακουργηματική υπεξαίρεση (αρθρ. 379 παρ. 2, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 13 του Ν. 2721/99), πέραν του ότι εξ ουδενός στοιχείου προκύπτει αυτό, ενώ και αν ακόμη αφαιρεθεί το αρχικά καταβληθέν ποσόν των 14.000 Ευρώ, το υπόλοιπο ως και η αξία των υπεξαιρεθέντων ως άνω πραγμάτων υπερβαίνει συνολικά το ποσόν των 73.000 Ευρώ.
Επειδή, επομένως, ορθώς εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν οι καταθέσεις των μαρτύρων και τα προκύπτοντα εκ των αποδεικτικών μέσων πραγματικά περιστατικά και ορθώς ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν οι πιο πάνω ουσιαστικές διατάξεις από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, οι δε, περί του αντιθέτου αιτιάσεις του εκκαλούντα - κατηγορουμένου ελέγχονται ως αβάσιμες, κατά συνέπεια, θα πρέπει, ν' απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπό κρίση έφεση και να επικυρωθεί το επικαλούμενο βούλευμα. Προς δε, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα από 220 Ευρώ σε βάρος του εκκαλούντα, κατ' άρθρον 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ, όπως αντικ. με άρθρο 55 παρ. 1 Ν. 3160/03". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δια της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση της παρ' αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση και δι' αυτής στο βούλευμα με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε αυτής, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο και οι σκέψεις του δια των οποίων αποφάνθηκε την απόρριψη της ανωτέρω εφέσεως του αναιρεσείοντος ως ουσία αβάσιμης. Ο προβαλλόμενος περαιτέρω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι κατέβαλε στην εγκαλούσα εταιρεία στις 20-12-2005 14.000 Ευρώ ως προκαταβολή του συνολικού τιμήματος της από 20-12-2005 αρχικής σύμβασης πώλησης, τιμήματος 50.226,09 Ευρώ και ότι με την έκδοση αποφάσεων επί ασφαλιστικών μέτρων νομής που πέτυχε η εγκαλούσα εταιρεία, ανέλαβε αυτή αντικείμενα εκ των μνημονευομένων ως υπεξαιρεθέντων με συνέπεια το εναπομείναν σήμερα τίμημα της υπεξαίρεσης να ανέρχεται στα 42.466,28 Ευρώ και να υφίσταται σφάλμα ως προς την καθ' ύλη αρμοδιότητα του δικαστηρίου της παραπομπής, είναι αβάσιμος διότι αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι το σύνολο της αξίας των υπεξαιρεθέντων, η οποία κατά τον χρόνο (μέσα Μαΐου 2006) που η εγκαλούσα εταιρεία άσκησε το δικαίωμα της υπαναχώρησης, από της προαναφερθείσης συμβάσεως πώλησης μεταξύ αυτής και της εκπροσωπούμενης υπό του αναιρεσείοντος εταιρείας και απαίτησε την επιστροφή των υπ' αυτής πωληθέντων και παραδοθέντων κινητών πραγμάτων, τα οποία δεν της επιστράφηκαν, υπερέβαινε το συνολικό ποσό των 73.000 Ευρώ. Κατ' ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων, αβάσιμη ελέγχεται η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ' αριθ. 22/30-1-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ κατά του υπ' αριθ. 2754/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 23-3-2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Π.Κ., συνάγεται ότι για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000€ απαιτείται να συντρέχουν: α) η ύπαρξη ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος κατά την περί κυριότητας έννοια του Αστικού Δικαίου, β) περιέλευση του πράγματος αυτού στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και διατήρηση από τον τελευταίο της κατοχής κατά τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, γ) παράνομη ιδιοποίηση του υλικού αντικειμένου, συνισταμένης σε κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία υποδηλώνει την βούλησή του να εξουσιάζει και να διαθέτει το ξένο κινητό πράγμα σαν να είναι κύριος αυτού, χωρίς ταυτοχρόνως να υφίσταται συναίνεση του κυρίου του πράγματος ή να συντρέχει παρεχόμενο από το νόμο δικαίωμα, δ) πρόθεση ιδιοποιήσεως του κατεχομένου πράγματος, την οποία ενέχει η γνώση, ότι το πράγμα είναι (ολικά ή μερικά) ξένο, ήτοι ανήκει κατά κυριότητα σε άλλον, καθώς και η εκδηλούμενη με οποιαδήποτε ενέργεια θέληση του δράστη να ιδιοποιηθεί παράνομα το πράγμα και να ενσωματώσει αυτό στην περιουσία του, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο και ε) η συνολική αξία των υπεξαιρεθέντων να υπερβαίνει το ποσό των 73.000€. Ειδικότερα, η ιδιοποίηση του πράγματος προϋποθέτει έμπρακτη εκδήλωση της προθέσεως του δράστη, ήτοι απαιτεί μία εξωτερική συμπεριφορά που να μπορεί να αναγνωρισθεί αντικειμενικά ως πραγμάτωση της θελήσεως του για ιδιοποίηση, συνιστάμενη στην αυθαίρετη δημιουργία μιας κυριαρχικής σχέσης έναντι του πράγματος, παρόμοιας -εφόσον ελλείπει η νομική της επικύρωση- με εκείνη του κυρίου. Επισημαίνεται ότι, κατά την έννοια του αρ. 375 Π.Κ. η κατοχή διαφέρει της αντιστοίχου εννοίας του Α.Κ., δεν είναι μόνο σχέση φυσικής εξουσίασης του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούληση του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά την βούλησή του. Ως χρόνος τέλεσης της υπεξαίρεσης λογίζεται εκείνος, κατά τον οποίο έλαβε χώρα η εκδηλωτική της πρόθεσης του δράστη πράξη ιδιοποιήσεως των όσων απέκτησε. Τέλος επί πώλησης κινητού με παρακράτηση κυριότητας (ΑΚ 532), αν ο αγοραστής γίνει υπερήμερος περί την καταβολή του τιμήματος και υπαναχωρήσει ο πωλητής από τη σύμβαση και ζητήσει το πράγμα, ο αγοραστής που δεν το αποδίδει διαπράττει υπεξαίρεση.
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών.
Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 2754/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απορρίφθηκε η έφεση του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αρ. 2600/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε για να δικασθεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση. Το προσβαλλόμενο βούλευμα, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό Εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι, από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιοριζόμενα, προέκυψαν, ως προς την ως άνω αξιόποινη πράξη, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η εγκαλούσα εταιρεία, με την επωνυμία "ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Α.Ε.Α.Ε", που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ..... και έχει ως αντικείμενο την κατασκευή, εισαγωγή, εμπορία και πώληση μηχανών σοβατίσματος, τύπου "ΕΚΤΟΞΕΥΤΗΣ", την 20/12/2005 συμφώνησε με τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο, ο οποίος επισκέφθηκε το εργοστάσιό της, που διατηρεί στην πιο πάνω διεύθυνση, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εδρεύουσας στο ..... εταιρείας, με την επωνυμία " ΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε. ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ" και ασχολείται με την κατασκευή και εμπορία προκατασκευασμένων οικιών, την πώληση στην τελευταία μηχανημάτων οικοδομικών ως και σχετικών οικοδομικών εργαλείων για τους σκοπούς της εν λόγω εταιρείας. Προς τούτο, καταρτίσθηκε το από 20/12/2005 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης, με το οποίο πώλησε και παρέδωσε αυθημερόν η εγκαλούσα στην ως άνω εταιρεία τα εξής μηχανήματα: α) ένα συγκρότημα κατασκευής και εκτοξεύσεως περλομπετόν καινούργιο με αριθμό κινητήρα ....., β) Δυο συγκροτήματα εκτοξεύσεως αμμοκονιάματος καινούργια με αριθμούς κινητήρα ..... και ....., γ) ένα ηλεκτροπαραγωγικό ζεύγος 6ΚΥΑ/220v/ FE 290 V βάση και δ) τρία τεμάχια κοτσαδούρες κομπλέ και τρία τεμάχια λάστιχα μεταφοράς υλικού, καινούργια, μαζί με όλα τους τα εξαρτήματα και παραρτήματα για πλήρη λειτουργία. Ως τίμημα της πωλήσεως των ανωτέρω κινητών πραγμάτων συμφωνήθηκε το ποσό των 50.226,09 Ευρώ, καταβλητέο ως εξής: Στις 20/12/2005, κατά την ημέρα της πωλήσεως και παραδόσεως αυτών, καταβολή 14.000 Ευρώ. Το υπόλοιπό τίμημα των 30.226,09 Ευρώ συμφωνήθηκε να καταβληθεί με δύο επιταγές μεταχρονολογημένα. Προς τούτο, ο εκκαλών - κατηγορούμενος μεταβίβασε και παρέδωσε στην εγκαλούσα α) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή επί της ΕUROBANK, ποσού 16.226,29 Ευρώ, εκδόσεως της ως άνω εταιρείας "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε., ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ", με ημερομηνία 23-3-06, εις διαταγήν της εγκαλούσας και β) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή επί της EUROBANK, ποσού 20.000 Ευρώ, εκδόσεως της ιδίας ως άνω εταιρείας "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε.", με ημερομηνία 20-3-2006, εις διαταγήν της εγκαλούσας. Επίσης, με το από 9/1/2006 ιδιωτικό συμφωνητικό η εγκαλούσα πώλησε και παρέδωσε αυθημερόν στην πιο πάνω εταιρεία τα παρακάτω κινητά πράγματα, τα οποία παρέλαβε ο κατηγορούμενος: α) Δυο συγκροτήματα περλομπετόν με αριθμούς κινητήρων, αντιστοίχως, ..... και ....., καινούργια β) ένα τεμάχιο Η/Ζ 7,5 ΗΡ, 3000 RPM, γ) Δυο κοτσαδούρες κομπλέ, δ) Δέκα πέντε τεμάχια μπάλες σπόγγους, ε) ένα τεμάχιο αλφάδι αλουμινίου τρία μέτρα φαρδύ, στ) Δύο τεμάχια αλφαδοπήχη 200, ζ) Δύο τεμάχια αλφαδοπήχη 250, η) ένα τεμάχιο αλφάδι αλουμινίου 300cm και θ) ένα τεμάχιο αλουμινίου 140 cm. Ως τίμημα συμφωνήθηκε το ποσό των 37.240,19 Ευρώ, για το οποίο ο κατηγορούμενος παρέδωσε στην εγκαλούσα τις παρακάτω επιταγές α) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή επί της τράπεζας ALPHA BANK, ποσού 9.612 Ευρώ, με ημερομηνία 25-2-2006, εκδόσεως της εταιρείας "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε., ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ", εις διαταγήν της εγκαλούσας, β) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή επί της Γενικής Τράπεζας, ποσού 11980 Ευρώ, με ημερομηνία 30/4/06, εκδόσεως ....., εις διαταγήν της ως άνω εταιρείας "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε., ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ" και γ) την υπ' αριθμ. ..... επιταγή επί της EUROBANK, ποσού 15.680 Ευρώ, με ημερομηνία 30-5-06, εκδόσεως ....., εις διαταγήν της ίδιας ως άνω εταιρείας "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε.". Προς διασφάλιση δε της εγκαλούσας εταιρείας, συμφωνήθηκε η παρακράτηση της κυριότητας των ανωτέρω κινητών πραγμάτων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος από την παραπάνω αγοράστρια εταιρεία. Ενώ όμως, η τελευταία παρέλαβε, όπως προαναφέρθηκε τα πιο πάνω κινητά πράγματα σε άριστη κατάσταση και λειτουργία και τα χρησιμοποιούσε για τις επαγγελματικές της δραστηριότητες, ουδεμία από τις προρρηθείσες επιταγές, που παρέδωσε ο κατηγορούμενος έναντι της αξίας του τιμήματος αυτών, εξοφλήθηκε. Ειδικότερα, καίτοι, η εγκαλούσα εμφάνισε, εμπρόθεσμα, τις εν λόγω επιταγές προς πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες, ουδεμία εξ αυτών πληρώθηκε, λόγω ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να σφραγιστούν και οι πέντε ως άνω επιταγές ως ακάλυπτες (βλ. φωτοαντίγραφα των επίμαχων επιταγών με τη σχετική βεβαίωση επ' αυτών περί ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων). Κατόπιν των ανωτέρω, η εγκαλούσα, κατ' επανάληψη, με συνεχείς προφορικές και τηλεφωνικές οχλήσεις ζήτησε από την εταιρεία του κατηγορουμένου να καταβάλει το παραπάνω οφειλόμενο ποσό, πλην όμως αυτός αρνήθηκε να συμμορφωθεί προς την ως άνω υποχρέωσή του. Μετά ταύτα, η εγκαλούσα περί τα μέσα Μαΐου του έτους 2006 δήλωσε τηλεφωνικά μέσω υπαλλήλου της, ότι υπαναχωρεί από τις προαναφερθείσες συμβάσεις πώλησης και απαίτησε την επιστροφή των πιο πάνω κινητών πραγμάτων. Ο κατηγορούμενος, όμως, αρνήθηκε να τα αποδώσει εξωτερικεύοντας έτσι φανερά την πρόθεσή του να ενσωματώσει αυτά στην περιουσία του, εξουσιάζοντας και διαθέτοντας αυτά ως κύριος, χωρίς νόμιμο πλέον δικαιολογητικό λόγο, μετά τη νομότυπη λύση, λόγω της ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, της συμβάσεως πωλήσεως. Μάλιστα, η εγκαλούσα άσκησε και την από 22-5-2006 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά της ως άνω εταιρείας, με την οποία ζήτησε να αναγνωρισθεί αυτή προσωρινά νομέας των ως άνω κινητών πραγμάτων και να υποχρεωθεί η παραπάνω εταιρεία "ΝΕΑ ΠΡΟΚΑΤΟΙΚΙΑ Ε.Π.Ε", η οποία τα κατέχει παράνομα και χωρίς τη θέλησή της, να τα αποδώσει στην ίδια. Επί της εν λόγω αιτήσεως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 3406/06 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία αναγνωρίσθηκε προσωρινά νομέας η αιτούσα των ανωτέρω κινητών πραγμάτων και διατάχθηκε η απόδοσή τους σ' αυτή (εγκαλούσα). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην ως άνω εταιρεία στις 8/11/2006, όμως και πάλι αυτή αρνήθηκε να συμμορφωθεί. (βλ. την εν λόγω απόφαση, φωτοαντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στη δικογραφία).
Από τα προαναφερθέντα προκύπτει, ότι, πράγματι, ο κατηγορούμενος με την μη πληρωμή εκ μέρους του των συγκεκριμένων επιταγών, κατέστη ήδη υπερήμερος ως προς την υποχρέωσή του εκ της συμβάσεως πωλήσεως, επικουρικά δε με την όχληση, η οποία επακολούθησε εκ μέρους της εγκαλούσας περί τα μέσα Μαΐου 2006 κατά συνέπεια, η μετά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από την πωλήτρια εταιρεία, μη απόδοση από τον κατηγορούμενο των παραπάνω κινητών πραγμάτων, επί των οποίων είχε τεθεί ο όρος παρακράτησης της κυριότητας, συνιστά το έγκλημα της υπεξαιρέσεως, το οποίον και τέλεσε ο κατηγορούμενος από και με την εκδήλωση της βούλησής του να ενσωματώσει αυτά στην περιουσία του, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, που να απορρέει από το νόμο, τη σύμβαση και χωρίς τη συναίνεση της ιδιοκτήτριας εταιρείας, η αξία δε των ως άνω αντικειμένων ανέρχεται συνολικά στο ποσόν των 87.466,28 Ευρώ, ήτοι υπερβαίνει αυτό των 73.000 Ευρώ.
Ο κατηγορούμενος αρνείται την σε βάρος του ως άνω κατηγορία διατεινόμενος, ότι δεν υπήρχε πρόθεση ιδιοποιήσεως εκ μέρους του των πιο πάνω μηχανημάτων και εργαλείων και ότι η μη εξόφληση των επιταγών οφείλετο στην πρόσκαιρη ταμειακή δυσχέρεια της εταιρείας του και τελικά, την κήρυξη αυτής σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ' αριθμ. 866/21-7-2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οπότε και απώλεσε αυτός την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου της και επομένως, δεν νομιμοποιείτο παθητικά στην κοινοποίηση της υπ' αριθμ. 3406/2006 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία και εκκαλείτο να αποδώσει στην εγκαλούσα τα παραπάνω κινητά πράγματα, αλλά η κοινοποίηση αυτή όφειλε να γίνει προς το σύνδικο της πτωχεύσεως, ο οποίος διαχειριζόταν πλέον την πτωχευτική του περιουσία και ήταν υπεύθυνος για την απόδοση των μηχανημάτων. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί του κατηγορουμένου ελέγχονται ως αβάσιμοι, καθόσον αυτός, όπως συνάγεται και από την απολογία του, οχλήθηκε κατ' επανάληψη από την εγκαλούσα, τόσο, προφορικώς, όσο και τηλεφωνικώς για την αποπληρωμή του ως άνω τιμήματος πριν ακόμη κηρυχθεί η εταιρεία του σε πτώχευση και αυτός εκώφευε, ενώ μετά την τελευταία όχληση, περί τα μέσα Μαΐου 2006 και την επακόλουθη υπαναχώρηση της εγκαλούσας εταιρείας κατέστησε εμφανή την πρόθεσή του να ιδιοποιηθεί, χωρίς νόμιμη αιτία, τα πιο πάνω κινητά πράγματα, διαπράττοντας, έτσι, ηθελημένα το αδίκημα της υπεξαιρέσεως. Άλλωστε, τα περί πρόσκαιρης οικονομικής δυσχέρειας της εταιρείας του αποδυναμώνονται από το γεγονός ότι αυτός είχε πολλά και υπέρογκα χρέη κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα, όπως αυτό προκύπτει από την υπ' αριθμ. 866/2006 πτωχευτική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που υπάρχει στη δικογραφία. Ενώ, προσέτι, η πρόθεση ιδιοποιήσεως υπ' αυτού των ανωτέρω πραγμάτων ενισχύεται και από το ότι, όπως συνάγεται από την αξιολόγηση των στοιχείων της δικογραφίας, ουδέποτε αυτός επέδειξε πραγματική διάθεση αποδόσεως αυτών, αδιαφορώντας και κωφεύοντας πλήρως στις οχλήσεις της εγκαλούσας και μη ανταποκρινόμενος σ' αυτές, εξαφανισθείς από τα γραφεία της ως άνω εταιρείας του και μη εμφανιζόμενος ακόμη και ενώπιον των δικαστηρίων, όπως αυτό προκύπτει από τις προαναφερθείσες αποφάσεις, οι οποίες εκδόθηκαν ερήμην του. (βλ. φωτοαντίγραφα των υπ' αριθμ. 3406/2006 και 866/2006 αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Αθηνών και Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αντίστοιχα)", κατέληξε δε, το Συμβούλιο Εφετών ότι, μετά από αυτά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν επ' ακροατηρίω κατηγορία σε βάρος του εκκαλούντος, για την αποδιδόμενη σ'αυτόν, ως άνω, αξιόποινη πράξη και ότι ορθά παραπέμφθηκε με το πρωτόδικο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω αδικήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 375 παρ. 1β του Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα. Επιτρεπτά το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομική σκέψη, αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, αφού, η τελευταία, διέλαβε όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία, με δικές της ολοκληρωμένες σκέψεις, τα οποία συγκροτούν την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Η αιτίαση, ότι δεν υφίσταται η εκ των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλόμενη αιτιολογία, διότι, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε δικές του σκέψεις, αναφορικά με τις αιτιάσεις της έφεσης του ήδη αναιρεσείοντος, αλλά αναφέρθηκε εξολοκλήρου στις σκέψεις του Πρωτόδικου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και στην ενσωματωμένη σ'αυτό (πρωτόδικο βούλευμα) Εισαγγελική πρόταση, είναι απαράδεκτη, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αναφορικά με την καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών στην, προς το Συμβούλιο αυτό, πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Συνακόλουθα, εφόσον, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υφίσταται η επικαλούμενη τυπική καθολική αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα, αλλά διαλαμβάνονται σκέψεις, οι οποίες στηρίζουν (με την παραπομπή στην Εισαγγελική πρόταση) τη δευτεροβάθμια κρίση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, δεν υφίσταται η εκ των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 2 παρ. 1 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ίδιας σύμβασης επικαλούμενη παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης. Εξάλλου, είναι απαράδεκτη η αιτίαση, συνεπεία αοριστίας, ότι, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν έλαβε υπόψη του τα έγγραφα τα οποία είχε προσκομίσει ο αναιρεσείων με την υπ' αρ. 560/2007 έφεσή του κατά του Πρωτόδικου υπ' αρ. 2600/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αφού δεν προσδιορίζονται τα έγγραφα αυτά, προκειμένου να διαπιστωθεί η επικαλούμενη παράλειψη.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. πρώτος λόγος της ένδικης αίτησης, με τον οποίο προβάλλονται οι παραπάνω αντίθετες αιτιάσεις.
ΙΙ. Όσον αφορά το δεύτερο λόγο αναίρεσης, σύμφωνα με τον οποίο υφίσταται σφάλμα ως προς την καθύλη αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της παραπομπής, προφανώς με την έννοια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης (αρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β Κ.Π.Δ.) και στη συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. τελευτ. Π.Κ., με την ειδικότερη αιτίαση ότι, μέχρι σήμερα ο αναιρεσείων έχει καταβάλλει στην εγκαλούσα διάφορα χρηματικά ποσά, με αποτέλεσμα το χρέος του να ανέρχεται πλέον σε 42.466,28 ευρώ και ως εκ τούτου η πράξη να φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος και όχι κακουργήματος, αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι, κατά το χρόνο που αυτός εξεδήλωσε την πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης των κινητών πραγμάτων της εγκαλούσας και είναι αυτός του μηνός Μαΐου 2006, όταν η εγκαλούσα δήλωσε σ'αυτόν ότι υπαναχωρεί από τις συμβάσεις πώλησης και ζήτησε την επιστροφή των κινητών, οπότε, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προπαρατέθηκε, αλλά και τις σαφείς περί τούτου αιτιολογίες του προσβαλλόμενου βουλεύματος, διαπράχθηκε η υπεξαίρεση, το ποσό που αντιστοιχούσε στην αξία των υπεξαιρεθέντων πραγμάτων της εγκαλούσας, υπερέβαινε το ποσό των 73.000 Ευρώ, προϋπόθεση που έθετε ο νόμος για το χαρακτηρισμό της υπεξαίρεσης ως κακουργηματικής, όπως ορθά δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με τις προπαρατεθείσες αιτιολογίες.
Μετά από αυτά, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 22/30-1-2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ' αρ. 2754/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ