Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Απόπειρα.
Περίληψη:
Απόπειρα κακουργηματικής απάτης, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και κακουργηματική πλαστογραφία (κατάρτιση και νόθευση με χρήση) όπου το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. Στοιχεία των εγκλημάτων αυτών. Η απόπειρα της απάτης με χρήση πλαστού εγγράφου, απορροφάται από τη χρήση του πλαστού, μόνο όμως, όταν τα με την απάτη παρασταθέντα σαν αληθινά ψευδή γεγονότα, ταυτίζονται προς αυτά που συνιστούν τη χρήση του πλαστού εγγράφου. Λόγοι αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί απορροφήσεως της απάτης από την πλαστογραφία καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Απόρριψη ως αορίστων ισχυρισμών για ελαφρυντικά του άρθρ. 84 παρ. 2α΄ και ε΄ ΠΚ. Απορρίπτει αναίρεση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 190/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Kωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη - Εισηγητή, Ελευθέριο Νικολόπουλο, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης ....., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Αλετρά, περί αναιρέσεως της 1846/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενη την Χ2.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1603/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Οι πιο πάνω πράξεις της πλαστογραφίας λαμβάνουν κακουργηματικό χαρακτήρα, κατά τη διάταξη της παρ.3 του αυτού άρθρου του ΠΚ, μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 14 παρ.2α,β του ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου), σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον περιουσιακόν όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον, οπότε τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ). Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε o υπαίτιος, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ (15.000 ευρώ). Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε με εκείνου που ζημιώθηκε. Οι πράξεις αυτές της απάτης, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, λαμβάνουν κακουργηματική μορφή, οπότε τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το παράνομο συνολικό περιουσιακό όφελος που επιδίωξε o υπαίτιος, ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ (15.000 ευρώ) ή β), εάν το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η συνολική ζημία που προξενήθηκε, υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ, κατά την οποία, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83), προκύπτει ότι, για να υπάρξει απόπειρα του εγκλήματος της απάτης αρκεί, ότι το έγκλημα της απάτης δεν συντελέσθηκε μεν, πλην όμως, άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασής του. Οι πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος και η απάτη, συρρέουν αληθώς και ουδεμία απορροφά την άλλη, όπως αυτό συνάγεται από τις διατάξεις των παραγράφων 1 των πιο πάνω άρθρων 216 και 386 ΠΚ. σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 94 και 42 του ΠΚ, διότι κάθε μία είναι αυτοτελής και στοιχειοθετείται από διαφορετικά περιστατικά, αφού ειδικότερα η επίτευξη της παραπλάνησης και της βλάβης στην περιουσία του παραπλανωμένου ή του τρίτου, που αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως τη απάτης, δεν αποτελούν αντίστοιχα και στοιχεία τη υποστάσεως, ή επιβαρυντική περίπτωση, ή αναγκαίο μέσο διαπράξεως της πλαστογραφίας. Η απόπειρα όμως της απάτης και η χρήση πλαστού (ή νοθευμένου) εγγράφου, με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους (216 παρ.3 ΠΚ), όταν τα με την απάτη παρασταθέντα σαν αληθινά ψευδή γεγονότα, ταυτίζονται προς αυτά που συνιστούν τη χρήση του πλαστού εγγράφου, δεν είναι αυτοτελή εγκλήματα και η απόπειρα απάτης απορροφάται από τη χρήση του πλαστού, πράγμα που δεν συμβαίνει εάν επί της απόπειρας απάτης συντρέχουν και άλλες διαφορετικές των προηγουμένων ψευδείς παραστάσεις. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από τη επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Εξάλλου, κατ' επάγγελμα τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάση σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και της οργανωμένης ετοιμότητας του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1846/2008 απόφασή του, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε ότι αποδείχθηκαν, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "... Οι κατηγορούμενοι είναι δικηγόροι και γνωρίζονται από πολλά χρόνια. Ο 1ος κατηγορούμενος, (ήδη αναιρεσείων) προκειμένου να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, είχε καταστρώσει το σχέδιο, με συνεργάτη του τη 2η κατηγορουμένη, να λαμβάνει δάνεια στο όνομα δήθεν ιδιοκτητών ακινήτων, κατόπιν εγγραφής προσημείωσης υποθήκης στα ακίνητα τους, στην οποία αυτός θα συναινούσε, ως εκπρόσωπος των δανειοληπτών - ιδιοκτητών, με βάση πλαστά πληρεξούσια, προς εξασφάλιση δήθεν των δανειστών, ενώ οι πραγματικοί ιδιοκτήτες και φερόμενοι δανειολήπτες δεν θα είχαν γνώση των σχεδίων του. Έτσι, στην Αθήνα, κατά μήνα Ιούλιο 2000, προς υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου του, μετά από συναπόφαση με τη 2η κατηγορουμένη, ανέθεσε στο μεσίτη Α να βρει αγοραστή για ένα οικόπεδο στο ....., στην οδό ..... αρ. .., με ιδιοκτήτρια του την Β. Για το λόγο αυτό του παρέδωσε, μέσω της 2ης κατηγορουμένης, ως τίτλο, ένα αντίγραφο της υπ' αριθ. ..... δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, που φερόταν ότι προερχόταν δήθεν από την παραπάνω ιδιοκτήτρια και είχε συνταχθεί δήθεν από τη συμβολαιογράφο Αθηνών Ε, χωρίς όμως στην πραγματικότητα τα αναφερόμενα σ' αυτήν πρόσωπα να έχουν οποιαδήποτε σχέση με τη σύνταξη της εν λόγω δήλωσης αποδοχής κατά τα παρακάτω εκτιθέμενα. Μάλιστα, μετά από λίγες ημέρες η 2η κατηγορουμένη ενημέρωσε τον Α περί του ότι δήθεν η ιδιοκτήτρια του οικοπέδου, ενόψει χρεών της προς το Δημόσιο, ενδιαφερόταν ακόμη και για δανεισμό της, παρέχοντας ως εξασφάλιση του δανειστή της την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης στο παραπάνω ακίνητο. Ο εν λόγω μεσίτης ήλθε τότε σε επικοινωνία με τον Γ, ο οποίος είχε προβεί σε καταχώρηση αγγελίας στην εφημερίδα "....." για τη χορήγηση δανείων και ο τελευταίος συμφώνησε να χορηγήσει δάνειο ύψους 50.000.000 δραχμών με την παραπάνω εξασφάλιση και προς τούτο ζήτησε, για έλεγχο, τους τίτλους του υπό προσημείωση ακινήτου. Τότε ο Α παρέδωσε στο Γ φωτοαντίγραφο της παραπάνω δήλωσης αποδοχής και εκείνος, με τη σειρά του, την παρέδωσε στη δικηγόρο Δ, για να προχωρήσει στον έλεγχο των τίτλων στο υποθηκοφυλακείο του ..... . Μάλιστα, μέσω του Α συμφωνήθηκε το δάνειο των 50.000.000 δραχμών να δοθεί σε δύο δόσεις και συγκεκριμένα αρχικά 15.000.000 δραχμές και στη συνέχεια τα υπόλοιπα με χορήγηση δεύτερης προσημείωσης. Ήδη δε, την 1.8.2000, είχε εμφανιστεί στο ως άνω υποθηκοφυλακείο ο 1ος κατηγορούμενος και είχε καταθέσει αίτηση για τη μεταγραφή της επίμαχης δήλωσης αποδοχής, για λογαριασμό δήθεν της φερόμενης ως εμφανισθείσας στην πιο πάνω συμβολαιογράφο Β. Όμως, από τον έλεγχο που διενέργησε ο αρμόδιος υπάλληλος του υποθηκοφυλακείου, διαπιστώθηκε, ότι η επίμαχη δήλωση αποδοχής ήταν πλαστή, διαπίστωση στην οποία οδηγήθηκαν οι αρμόδιοι του υποθηκοφυλακείου κυρίως από το γεγονός ότι ενώ στη δήλωση αποδοχής η συμβολαιογράφος αναγράφεται στην αρχή ως Ε, στο τέλος και τις σφραγίδες ως Ε1, τα πραγματικά της στοιχεία είναι ..... και ..... είναι το πατρικό της επώνυμο. Τούτο το επιβεβαίωσε η ίδια η συμβολαιογράφος σε τηλεφωνική της επικοινωνία με τον υποθηκοφύλακα, αλλά και ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, όπως επίσης επιβεβαίωσε ότι αυτή ουδέποτε συνέταξε την επίμαχη δήλωση αποδοχής, η οποία είναι εξολοκλήρου πλαστή, λόγος για τον οποίο έγινε σχετική διαγραφή από τα βιβλία μερίδων και ευρετηρίου του ως άνω υποθηκοφυλακείου και πράξη απορρίψεως της πιο πάνω αιτήσεως, ενώ ενημερώθηκε και η αρμόδια εισαγγελική αρχή. Όμως, ο 1ος κατηγορούμενος, ο οποίος είχε καταθέσει την αίτηση της μεταγραφής χωρίς να δώσει τα στοιχεία του, για λογαριασμό δήθεν της πιο πάνω συμβολαιογράφου, δεν έλαβε γνώση για τα διατρέξαντα στο εν λόγω υποθηκοφυλακείο, αναφορικά με τη διαπίστωση της πλαστότητας της επίμαχης δήλωσης αποδοχής, γιατί, μόλις πήρε το σχετικό δελτίο παροχής υπηρεσιών από τον υποθηκοφύλακα, αποχώρησε. Έτσι, όταν η Δ, δικηγόρος του δανειστή Γ, έχοντας το φωτοαντίγραφο της παραπάνω πλαστής δήλωσης αποδοχής, τις πρωινές ώρες της 3.8.2000 πήγε στο ως άνω υποθηκοφυλακείο για να προβεί σε έλεγχο, ενημερώθηκε από τον υποθηκοφύλακα για την πλαστότητά της και αυτή με τη σειρά της ενημέρωσε τον πελάτη της και, στη συνέχεια, τόσον αυτή, όσο και ο Γ μετέβησαν στην Ασφάλεια Αττικής. Εκεί, μετά από υπόδειξη των αστυνομικών του Τμήματος Οικονομικών Εγκλημάτων της Δ/νσης Ασφάλειας Αττικής, ο Γ δέχτηκε να συναντηθεί με τον Α, κατόπιν συνεννοήσεως μαζί του, καθώς και με τη φερόμενη ως δανειολήπτρια και δήθεν ιδιοκτήτρια του πιο πάνω ακινήτου, τις μεσημεριανές ώρες της ίδιας ημέρας, στην καφετέρια ".....", απέναντι από το Πρωτοδικείο Αθηνών, προκειμένου να παραδώσει, ως προκαταβολή, στη δανειολήπτρια το ποσό των 1.500.000 δραχμών. Πριν, όμως, πραγματοποιηθεί η συνάντηση, που ορίστηκε για τις 14:30 της ίδιας ημέρας, οι αστυνομικοί της Ασφάλειας προσημείωσαν τα χαρτονομίσματα του ποσού της προκαταβολής. Στη συνέχεια, ο Γ και η δικηγόρος του Δ μετέβησαν στην καφετέρια ".....", όπου συνάντησαν μόνο του τον Α, ενώ στη διπλανή καφετέρια "....." βρίσκονταν οι κατηγορούμενοι και η αρχική συγκατηγορουμένη τους ΣΤ (ως προς την οποία, με την εκκαλουμένη, έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη λόγω θανάτου), τους οποίους προηγουμένως είχε συναντήσει εκεί ο Α και στον οποίο οι κατηγορούμενοι παρουσίασαν και σύστησαν την ΣΤ ως Β. Ακολούθως και ενώ οι αστυνομικοί διακριτικά παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στις δύο αυτές καφετέριες, ο Α έφυγε από την καφετέρια ".....", πήγε στην καφετέρια "....." και επέστρεψε μαζί με την ΣΤ, την οποία σύστησε στο δανειστή και τη δικηγόρο του ως Β και η οποία εκτελούσε προς τούτο εντολές και οδηγίες των κατηγορουμένων, για να εμφανιστεί ως Β, δήθεν ενδιαφερόμενη δανειολήπτρια. Εκεί, αφού συμφώνησαν για το ποσό της προκαταβολής (1.500.000 δραχμές) και ότι την επομένη, που θα γινόταν η συναινετική εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, θα της δινόταν και το υπόλοιπο ποσό των 48.500.000 δραχμών, η ΣΤ παρέδωσε στο Γ το ..... δελτίο αστυνομικής ταυτότητας, που την εμφάνιζε ως Β, με το οποίο την είχε εφοδιάσει ο 1ος κατηγορούμενος και το οποίο ήταν και αυτό πλαστό. Έτσι, αφού έγινε έλεγχος των στοιχείων ταυτότητας της, η δικηγόρος συνέταξε χειρόγραφη απόδειξη για ποσό 1.500.000 δραχμών, σύμφωνα με την οποία η ΣΤ, ως Β, έλαβε το παραπάνω ποσό και γινόταν εκεί μνεία ότι το υπόλοιπο ποσό των 48.500.000 δραχμών θα της δινόταν στις 4.8.2000, με προσημείωση υποθήκης. Την απόδειξη αυτή υπέγραψε η ΣΤ, οπότε ο δανειστής Γ της παρέδωσε, μέσα σε μία πλαστική σακούλα, τα προσημειωθέντα χαρτονομίσματα, τα οποία εκείνη τοποθέτησε στην τσάντα της. Τότε επενέβησαν οι αστυνομικοί, που παρακολουθούσαν τα εκεί τεκταινόμενα, συνέλαβαν την ΣΤ και κατάσχεσαν τα προσημειωθέντα χρήματα, ενώ στη συνέχεια συνέλαβαν και τους κατηγορουμένους, που βρισκόντουσαν στη διπλανή καφετέρια. Σε έρευνα δε που επακολούθησε, βρέθηκε μέσα στην τσάντα του 1ου κατηγορουμένου το ..... δελτίο δικηγορικής ταυτότητας του ΔΣΑ, που φέρει τη φωτογραφία του εν λόγω κατηγορουμένου, με τα στοιχεία "ΧΧ", το οποίο είναι, επίσης, πλαστό και κατασχέθηκε από τους αστυνομικούς. Με την εν λόγω πλαστή δικηγορική ταυτότητα είχε εμφανιστεί ο 1ος κατηγορούμενος στους αρμόδιους υπαλλήλους του Δήμου ..... και, κάνοντας χρήση της, είχε ζητήσει από αυτούς τη χορήγηση πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης της Β, το οποίο ήθελε ο δανειστής Γ μαζί με τη δήλωση αποδοχής, για να προβεί σε έλεγχο τίτλων του παραπάνω ακινήτου. Από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται, ότι ο 1ος κατηγορούμενος, έχοντας καταστρώσει το πιο πάνω εγκληματικό σχέδιο, στο οποίο προσχώρησε και η 2η κατηγορουμένη, κατάρτισε τα πιο πάνω πλαστά έγγραφα (δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, αστυνομική ταυτότητα Β και δικηγορική ταυτότητα ΧΧ). Ο ίδιος, κατά την απολογία του στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ενώ αποδέχεται την ως άνω εμπλοκή του στην κατά τα παραπάνω απόπειρα εξαπάτησης του δανειστή Γ, αρνείται ότι αυτός κατάρτισε την πλαστή δήλωση αποδοχής και την πλαστή αστυνομική ταυτότητα και δέχεται ότι πλαστογράφησε μόνο τη δικηγορική ταυτότητα, ισχυρίστηκε δε περαιτέρω ότι, την μεν πλαστή δήλωση αποδοχής του, την έδωσε κάποιο τρίτο πρόσωπο, με το όνομα Ζ, που ήταν ο πραγματικός εγκέφαλος του σχεδίου, τη δε πλαστή αστυνομική ταυτότητα την παρέδωσε στην ΣΤ, λίγο πριν τη σύλληψή της, ο ίδιος ο κατονομαζόμενος ως Ζ, χωρίς αυτός (1ος κατηγορούμενος) να γνωρίζει ότι πρόκειται περί πλαστών εγγράφων. Όμως, οι ισχυρισμοί του αυτοί, όχι μόνο δεν αποδεικνύονται από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, αλλά έρχονται σε άμεση αντίθεση με όσα ευθύς εξ αρχής κατέθεσε η ΣΤ, η οποία, όταν συνελήφθη, δήλωσε ότι την πλαστή αστυνομική ταυτότητα της την είχε δώσει ο 1ος κατηγορούμενος (βλ. ιδίως την κατάθεση του μάρτυρα Η, αστυνομικού, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την αναγνωσθείσα από 3.8.2000 έκθεση εξετάσεως της αρχικής κατηγορουμένης ΣΤ), ενώ η 2η κατηγορουμένη, η οποία κατά τον παραπάνω κρίσιμο χρόνο βρέθηκε στη καφετέρια ".....", όπου μαζί με τον 1° κατηγορούμενο έδιναν τις σχετικές εντολές και οδηγίες στην ΣΤ, για να εμφανιστεί στο δανειστή Γ, ως Β, δεν επιβεβαίωσε κανένα περιστατικό σχετικό με εμφάνιση εκεί του κατονομαζόμενου από τον 1° κατηγορούμενο Ζ και παράδοση δήθεν εκ μέρους του στην ΣΤ της πιο πάνω πλαστής αστυνομικής ταυτότητας, για να την χρησιμοποιήσει η τελευταία κατά τα προαναφερθέντα. Εξάλλου, η εξαπάτηση του παραπάνω δανειστή, κατά το σχέδιο του 1ου κατηγορουμένου, με την παρουσίαση της ΣΤ ως δήθεν Β, για τη διενέργεια των πιο πάνω νομικών πράξεων, εκ των πραγμάτων μόνο με τη χρήση πλαστής αποδοχής κληρονομιάς και πλαστής αστυνομικής ταυτότητας στο όνομα της Β μπορούσε να λάβει χώρα και τα εν λόγω πλαστά έγγραφα έπρεπε να εξασφαλίσει ο 1ος κατηγορούμενος, για να προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδίου του, όπως και έπραξε. Με την κατάρτιση των παραπάνω πλαστών εγγράφων (δήλωση αποδοχής κληρονομιάς και αστυνομικής ταυτότητας) και την κατά τα παραπάνω χρήση τους, που είχαν ως έννομη συνέπεια να θεωρείται ως πραγματική κληρονόμος του ως άνω ακινήτου η ΣΤ, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του και στην συγκατηγορουμένη του Χ2 περιουσιακό όφελος, που υπερέβαινε τότε το ποσό των 25.000.000 δραχμών συνολικά, με αντίστοιχη ζημία του πιο πάνω δανειστή, σε κάθε δε περίπτωση αυτός διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού, ενόψει της επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της πλαστογραφίας εκ μέρους του και της υποδομής που είχε διαμορφώσει, ώστε να επιτυγχάνει την κατάρτιση τέτοιων πλαστών εγγράφων, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, αλλά και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερέβαινε το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 €). Τα ως άνω αδικήματα της πλαστογραφίας με χρήση και της απόπειρας απάτης είναι αυτοτελή, καθόσον τα εξ αντικειμένου στοιχεία τους, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση, δεν ταυτίζονται, αφού, πέραν της χρήσεως των προαναφερθέντων πλαστών εγγράφων, έλαβε χωράν και η εν γνώσει παράσταση των λοιπών προπεριγραφεισών ψευδών παραστάσεων και, συνακόλουθα και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν απορροφάται η απάτη από την πλαστογραφία και υφίσταται μεταξύ τους αληθινή πραγματική συρροή. Κατά συνέπειαν, ο αυτοτελής ισχυρισμός του 1ου κατηγορουμένου ότι μεταξύ των ως άνω εγκλημάτων υφίσταται φαινόμενη συρροή και ότι η απόπειρα απάτης απορροφάται από την πλαστογραφία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ότι ο 1ος κατηγορούμενος, μέχρι το χρόνο που έγιναν τα εγκλήματα που του αποδίδονται έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, αφού είχε καταδικασθεί αμετακλήτως για παρόμοιες πράξεις, ούτε ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις του, γιατί, ενόψει της βαρύτητας των πράξεων του, το διάστημα που παρήλθε από την αποφυλάκιση του, λόγω άρσης της προσωρινής κρατήσεως του, (7.8.2001) μέχρι τον εγκλεισμό του στις φυλακές σε εκτέλεση της εκκαλουμένης (Απρίλιος 2006) δεν θεωρείται αρκετά μεγάλο, οποιαδήποτε δε καλή συμπεριφορά του στη φυλακή δεν αρκεί για την αναγνώριση του σχετικού ελαφρυντικού. Επομένως, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του να του αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α και ε ΠΚ πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι".
Με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση, κατ' εξακολούθηση και απόπειρας (από κοινού) κακουργηματικής απάτης, από τις οποίες το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ), από υπαίτιο που διαπράττει απάτες και πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν σε κάθε περίπτωση το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ), καθώς και για πλαστογραφία σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρα 13περ.γ και στ, 26 παρ.1α, 27 παρ.1,42, 45, 94 παρ.1,98 216 παρ.1,2,3 και 386 παρ.1,3 ΠΚ). Για τις πράξεις του δε αυτές, ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε συνολική ποινή κάθειρξης οκτώ ετών και έξι μηνών.
ΙΙΙ. Με τις πιο πάνω παραδοχές το Πενταμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των πιο πάνω αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Σύμφωνα με την νομική σκέψη που αναφέρθηκε στην αρχή, ενώ οι πράξεις της πλαστογραφίας με χρήση με σκοπό το όφελος και η απάτη συρρέουν αληθώς, η απόπειρα της απάτης και η χρήση πλαστού εγγράφου, με σκοπό προσπορίσεως περιουσιακού οφέλους απορροφάται από τη χρήση του πλαστού, μόνο όμως, όταν τα με την απάτη παρασταθέντα σαν αληθινά ψευδή γεγονότα, ταυτίζονται προς αυτά που συνιστούν τη χρήση του πλαστού εγγράφου. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων κατά την τέλεση της πράξεως της απόπειρας απάτης, εκτός από τη χρήση του πλαστών εγγράφων (δήλωση αποδοχής κληρονονομίας, δελτίο αστυνομικής ταυτότητας της Β), προκειμένου να επιτύχει την παραπλάνηση του μηνυτή Γ, δια του μεσίτη Α, και να αποκομίσει το παράνομο περιουσιακό όφελος των 50.000.000 δραχμών, επιπλέον, διαβεβαίωσε και ο ίδιος με την εν γνώσει παράσταση των αναφερομένων σ' αυτήν ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, με την λεπτομερώς περιγραφόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση συμπεριφορά του και ειδικότερα με τις πράξεις που αυτός διενήργησε, ως δικηγόρος. Ειδικότερα, κατά τις πιο πάνω παραδοχές της αποφάσεως, πλην άλλων, ο αναιρεσείων εμφανίστηκε στον πιο πάνω μεσίτη παριστάνοντας σε αυτόν ψευδώς ότι είναι δήθεν πληρεξούσιος της ιδιοκτήτριας του ακινήτου που είχε δήθεν ανάγκη δανεισμού παρέχοντας, ως εξασφάλιση του δανειστή, την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης στο ακίνητο αυτό. Επίσης ο ίδιος, προκειμένου να εξαπατήσει τον μηνυτή, εμφάνισε σ' αυτόν και στον μεσίτη Α την ΣΤ ως την ιδιοκτήτρια του ακινήτου Β, αφού προηγουμένως της έδωσε σχετικές εντολές και οδηγίες προκειμένου να επιτευχθεί η εξαπάτηση του μηνυτή (Γ) και να εισπράξει το πιο πάνω ποσό.
Συνεπώς, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, τα παρασταθέντα σαν αληθινά ψευδή γεγονότα δεν ταυτίζονται προς αυτά που συνιστούν τη χρήση του πλαστού εγγράφου, ώστε η πράξη της απόπειρας της απάτης να απορροφηθεί από την πράξη της χρήσης του πλαστού. Είναι δε αδιάφορο, αν, κατά τις παραδοχές της απόφασης, ήταν απαραίτητο, προκειμένου να καταστεί εφικτή η εγγραφή της προσημείωσης υποθήκης επί του πιο πάνω ακινήτου, προς δήθεν εξασφάλιση του μηνυτή, και προς εξαπάτησή του, επιπλέον, να γίνει και χρήση των πιο πάνω πλαστών εγγράφων. Το Πενταμελές, επομένως, Εφετείο, το οποίο απέρριψε με την εκτιθέμενη πιο πάνω αιτιολογία, τον προβληθέντα από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμό, κατά τον οποίο δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας με χρήση πλαστού και της απόπειρας απάτης, ως δύο ιδιαίτερα και ανεξάρτητα αδικήματα, διότι τα πραγματικά περιστατικά είναι ίδια, ώστε να απορροφάται το αδίκημα της απόπειρας απάτης, από αυτό της πλαστογραφίας και την χρήση των πλαστών εγγράφων, αιτιολογημένα απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 και 386 του ΠΚ., σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 94, 42, και 43 του ίδιου Κώδικα. Συνακόλουθα και οι, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ και Ε του ΚΠΔ, πρώτος και δεύτερος σχετικοί λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης και ειδικότερα, ως προς την απόρριψη του πιο πάνω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή των προαναφερόμενων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
IV. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εκτείνεται και στον περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 του ΠΚ, αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. 'Οταν δε συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μόνο μια φορά, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις, κατά το άρθρο 84 παρ.2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, το ότι ο υπαίτιος έζησε έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή (περ.α) και ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του (περ.ε). Εξάλλου, το ουσιαστικό δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και δη να παραθέσει την, κατά προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς απόκρουση αυτοτελών ισχυρισμών, όπως είναι και τα πιο πάνω αιτήματα για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, που προτείνονται κατ' άρθρο 170 παρ.2 και 333 παρ.2 ΚΠΔ, αν οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι σαφείς και ορισμένοι και μάλιστα με την επίκληση των θεμελιούντων αυτούς πραγματικών περιστατικών. Ειδικότερα, για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα (θετικά) περιστατικά έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ., ενώ για τη στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά της καλής συμπεριφοράς επί μακρόν χρόνο μετά την τέλεση της πράξης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ενσωματωμένων σε αυτήν πρακτικών, ο συνήγορος του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος, ζήτησε να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2α και ε του ΠΚ, κατέθεσε δε εγγράφως τον ισχυρισμό του αυτόν. Για τη θεμελίωση του πρώτου ελαφρυντικού πρόβαλε, επί λέξει, ότι " μέχρι και την ημέρα της διάπραξης της αποδιδόμενης σε βάρος μου πράξης, ήτοι μέχρι το 2000, έζησα έντιμη οικογενειακή και επαγγελματική και εν γένει κοινωνική ζωή. Ασκούσα το επάγγελμα του δικηγόρου, έχοντας μια σημαντική πελατεία, από το έτος 1970, έχοντας προαχθεί σε δικηγόρο παρ' εφέταις, χειριζόμενος σωρεία ποινικών και αστικών υποθέσεων. Ήμουν παντρεμένος και από το γάμο μου, έχω αποκτήσει έναν γιο ηλικίας σήμερα (25) ετών, και με την οικογένεια μου είχα μια κοινωνική και οικογενειακή ζωή, χωρίς προβλήματα, όπως ο κάθε φιλήσυχος και νομοταγής πολίτης". Για τη θεμελίωση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2ε του ΠΚ, ο αναιρεσείων πρόβαλε ότι "από το χρόνο διάπραξης της πράξης έως και σήμερα, συμπεριφέρθηκα καλά, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το αδίκημα φέρεται τελεσθέν το έτος 2000. Ενώπιον του κ. Ανακριτού, εμφανίστηκα και απολογήθηκα, τον Αύγουστο του 2000 Η υπόθεση εκδικάστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακ/των Αθηνών, το Μάρτιο του 2006, ότε και καταδικασθείς, οδηγήθηκα στις φυλακές, για την έκτιση της ποινής. Από το χρόνο λοιπόν διάπραξης του παραπάνω αδικήματος μέχρι και σήμερα, άλλοτε κινούμενος μέσα στο κοινωνικό περίγυρο ελεύθερος και άλλοτε κρατούμενος σε δικαστικές φυλακές και μάλιστα κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα, σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, που είναι οι φυλακές επέδειξα συμπεριφορά καλή, και διαγωγή αρίστη, και κανένα πρόβλημα δεν δημιούργησα στο κοινωνικό περιβάλλον αλλά και στις αντίξοες συνθήκες των φυλακών ανταποκρινόμενος πλήρως στις υποχρεώσεις μου και τηρώντας τους κανόνες της σωστής διαβίωσης". Με αυτό το περιεχόμενο οι προταθέντες ισχυρισμοί για τη χορήγηση ελαφρυντικών ήταν αόριστοι, αφού δεν εκτίθενται επαρκή περιστατικά που να τους θεμελιώνουν. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ο αναιρεσείων ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου, "χειριζόμενος σωρεία ποινικών και αστικών υποθέσεων" και ότι ήταν παντρεμένος και έχει ένα γιο, δεν δικαιο`λογεί τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, χωρίς την επίκληση και άλλων συγκεκριμένων (θετικών) περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους του τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στην περίπτωση α της § 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Επίσης η αναφορά μόνο ότι από το 2000 μέχρι σήμερα επέδειξε "συμπεριφορά καλή, και διαγωγή αρίστη", και δεν δημιούργησε πρόβλημα στο κοινωνικό περιβάλλον αλλά και στις αντίξοες συνθήκες των φυλακών, δεν αρκεί για να καταστήσει ορισμένο τον περί καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη ισχυρισμό του, χωρίς την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών καλής συμπεριφοράς, πλέον εκείνης της επιβαλλόμενης από τους κανονισμούς της φυλακής. Το Δικαστήριο της ουσίας, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, λόγω της αοριστίας των ισχυρισμών αυτών, απάντησε, ως εκ περισσού, απορρίπτοντας κατ' ουσίαν αυτούς με αναφερόμενη στην προηγούμενη παράγραφο αιτιολογία. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας στην απορριπτική κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως, περί συνδρομής των πιο πάνω ελαφρυντικών περιστάσεων, και ειδικότερα εκείνης της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη, με την μοναδική αιτίαση ότι το Δικαστήριο δεν αιτιολογεί γιατί το διάστημα των πέντε ετών (καλής συμπεριφοράς) δε θεωρείται επαρκές για τη θεμελίωση του ελαφρυντικού αυτού, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.
V. Συνακόλουθα, μετά την απόρριψη όλων τω λόγων αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18/9/2008 αίτηση (δήλωση) αναιρέσεως (αρ.πρωτ. 7714/19-9-2008) του Χ1 και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές ..... κατά της 1846/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα,που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ,.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ