Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 739 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Με το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε κατ’ ουσία η έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτόδικου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων για να δικαστεί: α) για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση 375 παρ. 1 εδ. β΄, 98 ΠΚ και β) για πλημμεληματική πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση. Μοναδικός λόγος αναιρέσεως η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, αφού το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο άνω βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με την άνω κακουργηματική πράξη και τις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Αναφορικά δε με το άνω πλημμέλημα, που φέρεται ότι τέλεσε ο αναιρεσείων στις 17-7-02, 17-8-02 και 17-9-02 έχει υποπέσει ήδη αυτό σε παραγραφή, αφού από τότε μέχρι σήμερα παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών. Κατόπιν τούτων, α) αναιρεί εν μέρει για το άνω πλημμέλημα και παύει οριστικά ποινική δίωξη λόγω παραγραφής και β) απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση.




Αριθμός 739/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ....., περί αναιρέσεως του με αριθμό 839/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Ιουλίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1.422/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 446/7.11.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 19 από 23.7.2007 αίτηση του Χ, κατοίκου ....., οδός ..... αρ. ..., για αναίρεση του υπ'αριθμόν 839/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίπτεται κατ'ουσίαν η υπ'αριθμόν 40/21.5.2007 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμόν 398/19.4.2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς, για κακουργήματα, Εφετείου Θεσσαλονίκης για να δικαστεί για τις πράξεις της υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθηση, αντικειμένου που η συνολική του αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση μετά χρήσεως και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί δια του πληρεξουσίου δικηγόρου νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένο λόγο και δη την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1δ Κ.Π.Δ.) και συνεπώς είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι αυτοί λόγοι, συνίστανται, όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης, α) στο ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έλαβε υπόψη τα πραγματικά περιστατικά και τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος που ανέφερε στην έφεσή του και δεν έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα της διαδικασίας και δη τις υπ'αριθμ. 98/2005 και 37/2006 διατάξεις των Εισαγγελέων Πρωτοδικών και Εφετών Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, ούτε έλαβε υπόψη ότι ούτος δεν είχε εισπράξει από πελάτες της επιχείρησης τα χρηματικά ποσά για τα οποία κατηγορείται ότι υπεξαίρεσε από τον ΟΠΑΠ, β) ότι οι οφειλές προς τη ΔΕΗ και τον ΟΤΕ ρυθμίστηκαν, ενώ ως προς το αδίκημα της πλαστογραφίας δεν αναφέρει το βούλευμα τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν τη χρήση των πλαστών εγγράφων. Από τη διάταξη της παρ. 1 εδάφιο α' του άρθρου 375 Π.Κ, στην οποίαν ορίζεται ότι "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους" σαφώς προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου σ'αυτή εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται αντικειμενικώς το ξένο, κατά τις διατάξεις του Αστικού Δικαίου, κινητό πράγμα να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στη κατοχή του δράστη και ο τελευταίος να το ιδιοποιηθεί παρανόμως κατά το χρόνο που βρίσκεται στη κατοχή του, δηλαδή να το ενσωματώσει στην περιουσία του και να το εξουσιάζει και διαθέτει ως κύριος, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος του δράστη (θέληση ή αποδοχή), ο οποίος εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εξωτερικεύει τη βούλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Περαιτέρω, κατά το εδάφ. β', η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 €. Περαιτέρω από το άρθρο 216 παρ. 1 Π.Κ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή νόθευση εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι το γεγονός αυτό το οποίο είναι πρόσφορο για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση του πλαστού εγγράφου συνιστά επιβαρυντική περίσταση (Α.Π. 2328/2004 Π.Χ ΝΕ σελ. 811, Α.Π. 858/2004 ΠΧ ΝΕ σελ. 322). Εξάλλου, έλλειψη της απαιτουμένης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. ε' Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο έκρινε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις που έκανε το δικαστικό συμβούλιο, για να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι από τα πραγματικά αυτά περιστατικά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να στηριχθεί κατά του κατηγορουμένου κατηγορία για ορισμένη αξιόποινη πράξη (Α.Π. 924/1999 ΠΧ Ν/2000 σελ. 429). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 474/2004 ΠΧ ΝΕ σελ. 152). Στην προκειμένη περίπτωση το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα κατά την ανέλεγκτη αυτού κρίση και με την ορθή αναφορά του στην εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε ότι από το αποδεικτικό υλικό που νομότυπα συγκεντρώθηκε από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε κατόπιν εγκλήσεως των Ψ1 και Ψ2 και αφού προηγήθηκε προκαταρκτική εξέταση και εκδόθηκε η υπ'αριθμόν 98/2005 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, που επικυρώθηκε με την υπ'αριθμ. 37/2006 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα εξής: Οι Ψ1 και Ψ2 που διατηρούσαν πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ, συνέστησαν με τον αναιρεσείοντα Χ αφανή εταιρία για να αναπτύξουν τις εργασίες του άνω πρακτορείου. Με τον καιρό ο αναιρεσείων κέρδισε την απόλυτη εμπιστοσύνη των εταίρων του και διαχειρίζετο εν λευκώ τα οικονομικά της εταιρίας έως ότου το καλοκαίρι του 2002 οι εταίροι του ανακάλυψαν ότι ενώ είχε εισπράξει από πολλούς πελάτες-καταναλωτές χρήματα προς εξόφληση των λογαριασμών ΔΕΗ και ΟΤΕ δεν τα απέδωσε στους Οργανισμούς αυτούς αλλά τα ενθυλάκωσε, πετώντας τα αποκόμματα των λογαριασμών. Συνολικά υπεξαίρεσε το ποσό των 2.055 ευρώ από συνδρομητές του ΟΤΕ και 3.363 ευρώ από συνδρομητές της ΔΕΗ. Παράλληλα όμως δημιουργήθηκε τεράστιο πρόβλημα και με παρακράτηση ποσών που έπρεπε να αποδοθούν στον Ο.Π.Α.Π. ΑΕ που ανέρχονταν σε 192.077, 67 ευρώ και περιλαμβάνεται στο από 25-9-06 έγγραφο του Ο.Π.Α.Π. Επί πλέον ο αναιρεσείων στις 17-7-2002, 17-8-2002 και 17-9-2002 έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του Ψ2 στις υπ'αριθμόν ....., ..... και ..... επιταγές ποσού 5.500, 5.500 και 5.000 ευρώ και τις χρησιμοποίησε θέτοντας αυτές σε κυκλοφορία. Ακολούθως το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του εκκαλουμένου βουλεύματος 389/19-4-2007 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, όπου ορθώς γίνεται η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη, σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98, 375 παρ. 1 εδάφ. τελευταίο ΠΚ και 216 παρ. 1 ΠΚ με τις οποίες ορθώς κατηγορήθηκε ο αναιρεσείων, ουδεμία δε αντίφαση υπάρχει μεταξύ διατακτικού και σκεπτικού και ούτω δεν υφίστατο έλλειψη αιτιολογίας και θα πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αναίρεση και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθεί η με αριθμό 19/23-7-2007 αίτηση του Χ, κατοίκου ....., περί αναιρέσεως του υπ'αριθμόν 839/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
2) Να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον άνω αιτούντα.
Αθήνα 5 Οκτωβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Κυριάκος Καρούτσος".

Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση κι έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 375 παρ.1 εδ. α' Π.Κ. "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται: α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δολία προαίρεση του δράστη, που περιλαμβάνει τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία εξωτερικεύει την πρόθεσή του αυτή. Κατά την παράγραφο δε 1 εδ. β' του ίδιου πιο πάνω άρθρου 375 Π.Κ., που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του ν.2721/1999, η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή, και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, μεταβίβαση η κατάργηση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβευπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά απόαυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δενυποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με τηνέννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως ηεσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα ηεσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, ηπαράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικούμέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισηςτων αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται ηαναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικούμε το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και γ)Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματικήαναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελικήπρόταση και δι' αυτής και στην πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που έχει ενσωματωθεί στο πρωτόδικο βούλευμα, στο οποίο συμπληρωματικά αναφέρεται, στην οποία (πρόταση) εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητατα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύριαανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από ταοποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν τηνπαραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και ηκρίση του Συμβουλίου. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 839/2007 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στο ίδιο πιο πάνω βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγμα-τικά περιστατικά: ""Οι μηνυτές, Ψ1 και Ψ2, διατηρούσαν πρακτο-ρείο ΠΡΟ-ΠΟ, επί της οδού ....., καθώς είχε παραχωρηθεί από το έτος 1976 στην πρώτη εξ' αυτών σχετική άδεια εκμετάλλευσης. Περί τον μήνα Μάρτιο του έτους 2001 συνέστησαν αφανή εταιρία με τον κατηγορούμενο Χ, προκειμένου να αναβαθμίσουν την επιχείρηση, να ανανεώσουν τα συστήματα συμμετοχής σε παιχνίδια του ΟΠΑΠ και υπό την οικονομική διεύθυνση του τελευταίου, την βοήθεια των γνωριμιών του στο χώρο του αθλητισμού, αλλά και τις οικονομικές διευκολύνσεις που χάριν αυτού θα μπορούσε να απολαμβάνει το πρακτορείο, λόγω των σχέσεων του με διευθυντικά στελέχη Τραπεζικών Ιδρυμάτων, να το μετατρέψουν από μία επιχείρηση με φθίνουσα πορεία σε ένα από τα καλύτερα πρακτορεία στην πόλη της ..... . Στην αρχή οι σχέσεις των μηνυτών και του κατηγορουμένου ήταν άριστες, πραγματοποιήθηκε δε ανακαίνιση του πρακτορείου, το οποίο λειτούργησε ικανοποιητικά για ένα έτος περίπου. Στο μεταξύ ο κατηγορούμενος είχε κερδίσει σε τέτοιο βαθμό την εμπιστοσύνη των μηνυτών, ώστε να έχει πρόσβαση στο ταμείο και τους υπολογιστές και να διαχειρίζεται εν λευκώ τα οικονομικά της επιχείρησης. Σταδιακά. άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα, καθώς οι μηνυτές ανακάλυψαν πως από το καλοκαίρι του έτους 2002 έως και την Άνοιξη του 2003, ο κατηγορούμενος, ενώ είχε εισπράξει από πολλούς πελάτες - καταναλωτές χρήματα προς εξόφληση λογαριασμών της Δ.Ε.Η. και του Ο.Τ.Ε., δεν απέδιδε αυτά, όπως όφειλε, στους παραπάνω Οργανισμούς Κοινής Ωφελείας, ενθυλακώνοντας διάφορα χρηματικά ποσά και πετώντας τα αποκόμματα των λογαριασμών. Όταν άρχισαν να διαμαρτύρονται οι συνδρομητές ότι, αν και είχαν πληρώσει τους λογαριασμούς, διακόπηκαν οι συνδέσεις τους, αποκαλύφθηκε η κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεση μεγάλων χρηματικών ποσών. Χαρακτηριστικά, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα και μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου του έτους 2003, εμφανίστηκαν στα γραφεία της Δ.Ε.Η της περιοχής της Ανατολικής Θεσ/νίκης, είκοσι οκτώ (28) πελάτες με αποδείξεις σφραγισμένες από το. Πρακτορείο, χωρίς όμως να έχουν κατατεθεί τα χρήματα στο Ταμείο της Δ.Ε.Η. Μάλιστα, όταν ζητήθηκαν εξηγήσεις από το πρακτορείο, ο Χ επικαλέστηκε κλοπή που υποτίθεται ότι διέπραξαν άγνωστοι δράστες τόσο σε δίκυκλο που χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες της επιχείρησης, όσο και στο ίδιο το πρακτορείο, προσκομίζοντας σχετικές βεβαιώσεις του Αστυνομικού Τμήματος Τούμπας, που χορηγήθηκαν σε αυτόν κατόπιν αιτήσεων υπογεγραμμένων από τον ίδιο (βλ. δύο βεβαιώσεις καθώς και με αριθ. ..... επιστολή Δ.Ε.Η.). Αποτέλεσμα αυτής της συμπεριφοράς ήταν η αφαίρεση της σφραγίδας είσπραξης λογαριασμών από το πρακτορείο και η ανάληψη της ευθύνης πληρωμής του χρέους από τον Ψ2, σύζυγο της πρώτης μηνύτριας και ιδιοκτήτριας του πρακτορείου. Το ίδιο συνέβη και με λογαριασμούς συνδρομητών O.T.E. (βλ. σχετικά έγγραφα και πίνακες οφειλών). Συνολικά, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, υπεξαιρέθηκε το ποσό των δύο χιλιάδων και πενήντα πέντε (2.055) ευρώ από λογαριασμούς συνδρομητών του Ο.Τ.Ε. και τριών χιλιάδων τριακοσίων εξήντα τριών (3.363) ευρώ από λογαριασμούς συνδρομητών της Δ.Ε.Η. (βλ. με αριθ. ..... έγγραφο ΟΤΕ με συνημμένο πίνακα δύο σελίδων και με αριθ. ..... επιστολή Δ.Ε.Η με συνημμένο πίνακα). Παράλληλα όμως, δημιουργήθηκε τεράστιο πρόβλημα και με παρακράτηση ποσών που θα έπρεπε να αποδοθούν στην Ο.Π.Α.Π. Α.Ε., καθώς οι καθαρές εισπράξεις των παιχνιδιών που θα έπρεπε να αποδοθούν κατά τις κρίσιμες λογιστικές περιόδους, αφαιρούμενης της προμήθειας του πράκτορα, ανέρχονται στο ποσό των εκατόν ενενήντα δύο χιλιάδων εβδομήντα επτά ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (192.077,67), όπως, αναλύονται κατά παιχνίδι στους πίνακες που περιλαμβάνονται στο από 25.9.06 έγγραφο του Ο.Π.Α.Π. Επιπλέον, ο κατηγορούμενος στις 17.7.2002, 17.8.2002 και 17.9.2002, χωρίς την συναίνεση ή την έγκριση του Ψ2, έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου στη θέση του υπόχρεου εκδότη σε τρεις επιταγές της Τράπεζας Εγνατίας με αριθ. ....., ..... και ..... αντίστοιχα, ποσού πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5.500) ευρώ των δύο πρώτων που εκδόθηκαν σε διαταγή Α, χωρίς οπισθογράφηση, και της τρίτης, πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, σε διαταγή "εμού του ίδιου" και χωρίς ευδιάκριτη υπογραφή στη θέση της πρώτης οπισθογράφησης. Στις εν λόγω επιταγές, οι οποίες συνδεόνταν με τον αριθ. ..... λογαριασμό του Ψ2, ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε όλα τα στοιχεία, εν αγνοία του φερόμενου ως εκδότη και τις χρησιμοποίησε θέτοντας αυτές σε κυκλοφορία. Είναι προφανές, ότι σε κάποιο χρονικό σημείο ο κατηγορούμενος, ο οποίος είχε πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα του πρακτορείου, εξέδωσε εν αγνοία του Ψ2 άγνωστο αριθμό επιταγών και έκανε χρήση αυτών σε συναλλαγές που δεν είχαν σχέση με το πρακτορείο. Για κάποιες από αυτές δεν ενοχλήθηκε ο ανωτέρω μηνυτής, ενώ άλλες ακυρώθηκαν με πρωτοβουλία του τελευταίου (βλ. από 27.9.06 έγγραφο καταστήματος ..... της Εγνατίας Τράπεζας). Από τις καταθέσεις τόσο του μηνυτή, όσο των μαρτύρων κατηγορίας, προκύπτει ότι τις υποψίες του πρώτου για τις παράνομες ενέργειες και τη δράση του κατηγορουμένου, κίνησε το γεγονός ότι κάποια ημέρα αυτός ανακάλυψε τυχαία ένα βιβλιάριο επιταγών, του οποίου ισχυρίζεται ότι αγνοούσε την ύπαρξη ή τουλάχιστον δεν θεωρούσε αυτό ενεργό, αφού δεν υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση του (βλ. ανωτέρω έγγραφο Εγνατίας Τράπεζας). Πάντως, σε κάθε περίπτωση, δεν υπέγραψε, ούτε ενέκρινε με κανένα τρόπο την έκδοση κάποιων επιταγών από αυτό το βιβλιάριο.
Τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο κατηγορίες της υπεξαίρεσης και της πλαστογραφίας, ενισχύουν οι καταθέσεις των μαρτύρων που υποστηρίζουν ότι τις παραπάνω πράξεις τέλεσε ο κατηγορούμενος, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, καθώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν κάποιοι εξ αυτών, ο τελευταίος "έπαιζε" μεγάλα ποσά, τόσο σε νόμιμα παιχνίδια του Ο.Π.Α.Π, χωρίς όμως να καταβάλει το αντίτιμο, όσο και σε παράνομα στοιχήματα (βλ. εκτός από τις καταθέσεις των μηνυτών, αυτές του Β, Γ, Δ, Ε). Ας σημειωθεί πως η τέλεση των παραπάνω πράξεων τοποθετείται στο χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος συμμετείχε ενεργά στην οικονομική διαχείριση του πρακτορείου, επιχείρημα που ενισχύεται και από την βεβαίωση της Δ.Ε.Η. ότι κατά το χρονικό διάστημα μετά την αποχώρηση του κατηγορουμένου, δεν παρουσιάστηκε κανένα άλλο πρόβλημα και παραδόθηκε ξανά η σφραγίδα στην πράκτορα Ψ1. Πέραν τούτων, χαρακτηριστικό είναι ότι μετά την αποχώρηση του Χ και ύστερα από πιέσεις των μηνυτών, ο τελευταίος αναγκάστηκε να αποδεχθεί ρητά εκείνη τη χρονική στιγμή, και ενώ δεν είχε εκκαθαριστεί η συνολική οικονομική ζημία που προκάλεσε σε αυτούς, ότι τους όφειλε το ποσό των εβδομήντα χιλιάδων (70.000) εύρω, το οποίο αναλάμβανε να εξοφλήσει τμηματικά και με τους όρους που αναγράφονται σε ιδιωτικό συμφωνητικό, όπου συνεβλήθη και ο πατέρας του ΣΤ ως εγγυητής (βλ. από 21.4.2003 ιδιωτικό συμφωνητικό). Εξάλλου, και από το περιεχόμενο των προαναφερθεισών διατάξεων με άρ. 98/2005, κατ' άρθρ. 47 ΚΠΔ, του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και με άρ. 37/2006, κατ' άρθρ. 48 ΚΠΔ, του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος υπεξαίρεσε το συνολικό ποσό των 300.000 ευρώ". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ.839/2007 βούλευμά του ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμεvo Χ των αποδιδόμενων σ'αυτόν πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων α) της υπεξαιρέσεως, κατ' εξακολούθηση, αντικειμένου, που η συνολική του αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση,, γι' αυτό δε το λόγο απέρριψε την απ' αυτόν ασκηθείσα κατά του υπ' αριθ. 398/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης έφεσή του ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του, ως προς την ειρημένη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις η λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση και κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98 και 375 παρ. 1 εδαφ. α' και β' του ΠΚ, όπως προστέθηκε το τελευταίο εδάφιο με το άρθρο 14 παρ. 3α του ν.2721/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς έτσι να στερήσει το βούλευμα από νόμιμη βάση, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τί προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του, εντεύθεν δε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και : α) τις προαναφερθείσες υπ' αριθ. 98/2005 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και υπ' αριθ. 37/2006 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, β) την από 13.12.2004 μήνυση των άνω μηνυτών, γ) την από 9.3.2005 ένορκη κατάθεση του Ψ2, δ) την από 7.3.2005 ένορκη κατάθεση του Ζ, ε) την από 8.3.2005 ένορκη κατάθεση του Η, στ) την από 9.3.2005 ένορκη κατάθεση του Θ, ζ) την από 3.3.2005 ένορκη κατάθεση του Ι και η) την από 9.3.2005 ένορκη κατάθεση του Γ και κατά συνέπεια η περί του αντιθέτου αιτίαση του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη. Περαιτέρω, αναφέρεται στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος με σαφήνεια και πληρότητα ότι οι μηνυτές Ψ1 και Ψ2 διατηρούσαν πρακτορείο ΠΡΟ-ΠΟ επί της οδού ....., καθώς είχε παραχωρηθεί από το έτος 1976 στην πρώτη εξ αυτών σχετική άδεια εκμεταλλεύσεως. Ότι περί το μήνα Μάρτιο 2001 συνέστησαν αφανή εταιρία με τον αναιρεσείοντα, προκειμένου να αναβαθμίσουν την επιχείρηση, να ανανεώσουν τα συστήματα συμμετοχής σε παιχνίδια του ΟΠΑΠ και υπό την οικονομική διεύθυνση του τελευταίου, ενόψει και των σχέσεών του με διευθυντικά στελέχη Τραπεζικών Ιδρυμάτων, να μετατρέψουν το εν λόγω Πρακτορείο από μία επιχείρηση με φθίνουσα πορεία σε ένα από τα καλύτερα πρακτορεία στην πόλη της ..... . Ότι στην αρχή οι σχέσεις των μηνυτών και του αναιρεσείοντος ήταν άριστες και είχε κερδίσει αυτός σε τέτοιο βαθμό την εμπιστοσύνη των μηνυτών, ώστε να έχει πρόσβαση στο ταμείο και τους υπολογιστές και να διαχειρίζεται εν λευκώ τα οικονομικά της εν λόγω επιχειρήσεως, έως ότου οι μηνυτές ανακάλυψαν ότι από το καλοκαίρι του έτους 2002 έως και την Άνοιξη 2003 ο αναιρεσείων, ενώ είχε εισπράξει από πολλούς πελάτες - καταναλωτές χρήματα προς εξόφληση λογαριασμών της ΔΕΗ και του ΟΤΕ, δεν απέδωσε αυτά, όπως όφειλε, στους εν λόγω Οργανισμούς Κοινής Ωφελείας, αλλά τα ενθυλάκωσε, πετώντας τα αποκόμματα των άνω λογαριασμών. Έτσι υπεξαίρεσε αυτός κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα τα ποσά των 2.055 ευρώ και 3.363 ευρώ από λογαριασμούς συνδρομητών του ΟΤΕ και της ΔΕΗ, αντίστοιχα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα έγγραφα με συνημμένους πίνακες των εν λόγω Οργανισμών. Και ότι παράλληλα δημιουργήθηκε τεράστιο πρόβλημα και με παρακράτηση ποσών που θα έπρεπε να αποδοθούν στην "ΟΠΑΠ Α.Ε.", καθώς οι καθαρές εισπράξεις των παιχνιδιών που θα έπρεπε να αποδοθούν κατά τις κρίσιμες λογιστικές περιόδους, αφαιρουμένης της προμήθειας του πράκτορα, ανέρχονται στο ποσό των 192.077,67 ευρώ, όπως αναλύονται κατά παιχνίδι στους πίνακες που περιλαμβάνονται στο από 25.9.2006 έγγραφο του ΟΠΑΠ. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του ΚΠοινΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικά με την παραπεμπτική διάταξή του ως προς την άνω πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι λοιπές δε, στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν, υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών και γι' αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Κατά τα άρθρα 111 παρ. 1 και 3 και 112 του Π.Κ. το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποία ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα, κατά την οποία τελέσθηκε το έγκλημα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 στοιχ. β', 370 στοιχ. β' και 485 του ΚΠοινΔ, συνάγεται ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Συμβούλιο σε κάθε στάδιο της ποινικής προδικασίας ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου ως Συμβουλίου, ο οποίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, οφείλει γα αναιρέσει το βούλευμα και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, αρκεί η αναιρετική αίτηση να είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά το άρθρο 43 του Ν. 3160/30-6-2003, δεν παραπέμπει προς ανάλογη εφαρμογή και επί βουλευμάτων στο άρθρο 511 του ίδίου Κώδικα, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 παρ. 5 του Ν. 3160/2003.
Στην προκείμενη περίπτωση, παραπέμφθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, την οποία φέρεται ότι τέλεσε αυτός στη ..... στις 17.7.2002, 17.8.2002 και 17.9.2002. Το έγκλημα, όμως, αυτό, απειλούμενο από το νόμο με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, είναι πλημμέλημα (άρθρα 18 εδ. β' και 216 παρ.1 του ΠΚ) και έχει υποπέσει ήδη σε παραγραφή, αφού από την τέλεσή του μέχρι σήμερα, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών, χωρίς εν τω μεταξύ, να μεσολαβήσει κάποιος λόγος αναστολής της παραγραφής. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού ληφθεί υπόψη ότι η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει έναν παραδεκτό λόγο αναιρέσεως που ανάγεται στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ), πρέπει α) αυτεπαγγέλτως, να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμα, και δη, αναφορικά με την άνω πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής, η κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ασκηθείσα για την πράξη αυτή ποινική δίωξη και β) να απορριφθεί κατά τα λοιπά η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει το υπ' αριθ. 839/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και δη αναφορικά με την πλημμεληματική πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, την οποία φέρεται ότι τέλεσε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ στη ..... στις 17.7.2002, 17.8.2002 και 17.9.2002.

ΠΑΥΕΙ οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του άνω κατηγορουμένου για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη. Και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την από 23 Ιουλίου 2007 αίτηση του πιο πάνω αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για αναίρεση του ανωτέρω υπ' αριθ. 839/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή