Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απόρριψη, Υπεξαίρεση, Παραπομπής Δικαστήριο.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού και κατ' επάγγελμα, με απειληθείσα ζημία σε βάρος του Δημοσίου άνω των 150.000 ευρώ. Παράνομη ανασκαφή από κοινού και κατ' επάγγελμα. Παραβίαση υποχρεώσεως δηλώσεων μνημείων. Κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα παράνομη χρήση ανιχνευτών μετάλλων. Λόγοι έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και απόλυτη ακυρότητα (510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' και Α'). Αναιρεί εν μέρει μόνον ως προς την ποινή που επιβλήθηκε για την πράξη της υπεξαιρέσεως λόγω εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, ένεκα μεταγενέστερου επιεικέστερου νόμου και ως προς την συνολική ποινή που επιβλήθηκε. Παραπέμπει κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για την επιβολή ποινής για την πράξη της υπεξαιρέσεως και για καθορισμό συνολικής ποινής. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως.
Αριθμός 1490/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα - Εισηγητή, Γεώργιο Παπαηλιάδη και Μαρία Γκανιάτσου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Μαρτίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Τ. Κ. του Ζ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου Τσάκου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 984/2016 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Mε πολιτικώς ενάγων το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ευθυμία Γκαράνη, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Σεπτεμβρίου 2016 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2016.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, την πάρεδρο του πολιτικώς ενάγοντος που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προσκείμενη αίτηση αναίρεσης μόνο ως προς τη διάταξη της με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών για την υπεξαίρεση αρχαίων από κοινού και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 περ. β’ , αα’ , ββ’ και δδ’ , 20 παρ. 1 περ. α’ και 21 παρ. 1 του Ν. 3028/2002, ως αρχαία μνημεία ή αρχαία νοούνται όλα τα πολιτιστικά αγαθά που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το 1830, στα κινητά δε μνημεία περιλαμβάνονται, εκτός των άλλων, αυτά που χρονολογούνται έως και το 1453, τα αρχαία δε αυτά μνημεία ανήκουν στο Δημόσιο κατά κυριότητα και νομή, είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας και είναι εκτός συναλλαγής, κατά την έννοια του άρθρου 966 του Αστικού Κώδικα. Όπως δε ορίζεται στο άρθρο 54 του ίδιου, ως άνω, νόμου, με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται η υπεξαίρεση (άρθρο 375 του Π.Κ.), αν έχει αντικείμενο μνημείο με ιδιαίτερα μεγάλη αξία ή αν ο δράστης τελεί την πράξη της υπεξαιρέσεως μνημείων κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ενώ, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 58 του νόμου τούτου, όποιος παραλείπει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 δήλωση στην πλησιέστερη αρχαιολογική, αστυνομική ή λιμενική αρχή, με την οποία γνωστοποιείται ότι βρήκε ή περιήλθε στην κατοχή του κινητό αρχαίο που χρονολογείται έως και το έτος 1453, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών (3) ετών. Κατά το άρθρο δε 375 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται, αντικειμενικά μεν, ιδιοποίηση χωρίς δικαίωμα ξένου κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικά δε, δόλια προαίρεση του δράστη, που ενέχει, αφενός μεν τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, με την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή καθιερώνεται στον Αστικό Κώδικα, αφετέρου δε τη θέληση, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, να ενσωματώσει το πράγμα στην ατομική του περιουσία χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Από τις προδιαληφθείσες διατάξεις συνάγεται ότι εκείνος ο οποίος καθίσταται κάτοχος αρχαίου, κατά τα άνω, αντικειμένου, εκτός από τη διάπραξη του αδικήματος από τη μη δήλωση της κατοχής του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, τελεί και το έγκλημα της υπεξαιρέσεως, εφόσον εκδηλώνει πρόθεση παράνομης ιδιοποιήσεως με την ενσωμάτωση του αρχαίου στην ατομική του περιουσία, ενώ ως χρόνος τέλεσης της υπεξαιρέσεως θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματώνεται η παράνομη αυτή ιδιοποίηση του αρχαίου. Ωσαύτως, με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950, όπως ισχύει, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Π.Κ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το άρθρο 375 για την υπεξαίρεση, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κ.λπ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών και ήδη των 150.000 ευρώ και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Τόσο με το Ν. 1608/1950, όσο και με το Ν. 3028/2002, δεν θεσπίζονται δευτερεύοντες κυρωτικοί κανόνες και δη αυτοτελώς τυποποιούμενες αξιόποινες πράξεις, ούτε διαφοροποιούνται τα στοιχεία των διαλαμβανόμενων στο άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α’ του πρώτου και στο άρθρο 54 του δεύτερου νόμου εγκλημάτων, αλλά επαυξάνουν, υπό προϋποθέσεις, τις προβλεπόμενες για τα εν λόγω εγκλήματα ποινές, όπως στην περίπτωση που η πράξη της υπεξαιρέσεως έχει αντικείμενο αρχαίο μνημείο με ιδιαίτερα μεγάλη αξία ή αν ο δράστης τελεί την πράξη αυτή κατ’ επάγγελμα, οπότε το συγκεκριμένο έγκλημα προσλαμβάνει διακεκριμένο, ήτοι κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2 του Π.Κ., σύμφωνα με την οποία, όταν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, ως ηπιότερος νόμος θεωρείται εκείνος, ο οποίος, όπως ίσχυε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση, το επιλαμβανόμενο δε της εκδίκασης της υπόθεσης δικαστήριο, εφόσον ο νόμος αυτός ίσχυσε πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεώς του, είναι υποχρεωμένο να τον εφαρμόσει, διότι διαφορετικά υποπίπτει στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. πλημμέλεια. Η νεότερη δε διάταξη του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002, η οποία, για το έγκλημα της υπεξαιρέσεως αρχαίων μνημείων (αντικειμένων), προβλέπει την ποινή της κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών, είναι ηπιότερη της χρονικά προηγούμενης διάταξης του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950, η οποία, για το ίδιο αδίκημα της υπεξαιρέσεως σε βάρος του Δημοσίου, προβλέπει την ποινή της κάθειρξης ή, υπό ορισμένες επιβαρυντικές περιστάσεις, την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, αλλ’ εκτός αυτού είναι και ειδικότερη της τελευταίας, αφού με αυτή καθορίζεται ειδικά η ποινή για την υπεξαίρεση αρχαίου μνημείου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που πάντοτε στρέφεται κατά του Δημοσίου, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950 καθορίζεται η ποινή γενικά για όλες τις υπεξαιρέσεις, οιονδήποτε αντικειμένων, που διαπράττονται σε βάρος του Δημοσίου και που η αξία τους υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ και είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και κατά συνέπεια επί υπεξαιρέσεως αρχαίου μνημείου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002 ως ειδικότερη διάταξη που αφορά την υπεξαίρεση αρχαίων μνημείων και σε κάθε περίπτωση, ως ηπιότερη διάταξη από εκείνη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ.. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 984/2016 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο 1) από κοινού και κατ’ επάγγελμα υπεξαιρέσεως αρχαίου μνημείου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με απειληθείσα ζημία σε βάρος του Δημοσίου που υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ , 2) από κοινού και κατ’ επάγγελμα παράνομης ανασκαφής, 3) παραβίασης της υποχρεώσεως δηλώσεως μνημείων και 4) της κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα παράνομης χρήσης ανιχνευτών μετάλλων, του αναγνώρισε την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του Π.Κ. και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών για την πρώτη πράξη, σε ποινή καθείρξεως πέντε (5) ετών για τη δεύτερη πράξη, σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για τη τρίτη πράξη και σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών για την τέταρτη πράξη και κατά συγχώνευση σε συνολική ποινή καθείρξεως (10 έτη + 2 έτη + 6 μήνες + 6 μήνες) δεκατριών (13) ετών. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ως άνω Δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε στο σκεπτικό της, σχετικά με τις ως άνω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και περιέχονται στα πρακτικά συνεδρίασης αυτού, την ανάγνωση των αναφερομένων στα πρακτικά αυτά εγγράφων, μεταξύ των οποίων οι από 6/10/2011 και 18/11/2011 εκθέσεις ένορκης εξέτασης του μάρτυρα- αστυνομικού Ε. Γ., και οι φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν και τις απολογίες των κατηγορουμένων, αποδείχθηκαν τα εξής: Στο Τμήμα Αρχαιοκαπηλίας της Διεύθυνσης Ασφαλείας Θεσσαλονίκης είχαν περιέλθει πληροφορίες από κάποιο κάτοικο Νιγρίτας Σερρών, ότι άτομο με το όνομα Χ. Δ. που κατάγεται από την τριανταφυλλιά Σερρών και ..., με τους επίσης ... Α. Σ., Π. Β. και άλλο άτομο ονόματι "Μ.", αυτοκινητιστή, έχουν από κοινού στην κατοχή τους πολλά αρχαία αντικείμενα ανεκτίμητης πολιτισμικής και χρηματικής αξίας και αναζητούν άτομα για να τα διαθέσουν αντί χρηματικού ποσού 10.000.000 ευρώ. Κατόπιν ερευνών της Αστυνομίας, στα τέλη Ιουλίου 2011, εντοπίστηκαν στη Θεσσαλονίκη πλην του "Μ." τα ανωτέρω άτομα, από τα οποία ο Χ. Δ. ήταν γνωστός στην άνω Υπηρεσία από παλαιότερες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας και τέθηκαν υπό παρακολούθηση. Κατά τη διάρκεια αυτής διαπιστώθηκε ότι οι παραπάνω Χ. Δ., Β. Π., Α. Σ., έρχονταν σε επαφή με άλλα άτομα σε ερημικές τοποθεσίες της παλιάς Ε.Ο. Θεσσαλονίκης - Καβάλας, προφανώς για τη διάθεση των αρχαίων αντικειμένων που είχαν στην κατοχή τους. Μετά και την περιέλευση και νέας πληροφορίας στην ίδια Υπηρεσία ότι βρέθηκε αγοραστής και επίκειται η αγοραπωλησία των αρχαίων σε άτομο, την 6/10/2011 οι αστυνομικοί εντόπισαν τον Β. Π. να εξέρχεται από καφετέρια της περιοχής Κρήνη, να επιβιβάζεται στο ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο που οδηγούσε άγνωστο άτομο και να κατευθύνεται στην περιοχή της ... από όπου παρέλαβαν τον Χ. Δ. και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν στην περιοχή ..., σε αγροτικό δρόμο της οποίας και στάθμευσαν. Εκεί, συναντήθηκαν με τον Α. Σ., ο οποίος τους περίμενε με τον υποφήφιο αγοραστή και μετά από σύντομη συνομιλία τους, ο Χ. Δ. καθ’ υπόδειξη του Α. Σ., εισήλθε σε παρακείμενο αγροτεμάχιο καλλιεργημένο με αραβόσιτο και εξήλθε κρατώντας έναν μεγάλο σάκο που περιείχε, όπως αποδείχθηκε, τα αρχαία αντικείμενα τα οποία έδειξαν στον αγοραστή παρουσία και των λοιπών. Τότε, επενέβησαν οι αστυνομικοί που τους παρακολουθούσαν και συνέλαβαν τους Δ. και Π., Σ. διέφυγε επιβιβασθείς στο προαναφερόμενο Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο με τον άγνωστο οδηγό, που όπως προέκυψε από την αστυνομική ταυτότητα που αργότερα βρέθηκε εντός του αυτοκινήτου, επρόκειτο για τον Μ. Ρ.. Τα εντός του σάκου αρχαία αντικείμενα που λεπτομερώς αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, κατασχέθηκαν από τους αστυνομικούς και σύμφωνα με την ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας Α. Ρ., αρχαιολόγου, Προϊσταμένης του Τμήματος του Υπουργείου Πολιτισμού και το από 16/1/2012 πρακτικό της Εκτιμητικής Επιτροπής που συγκροτήθηκε με την ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΔΤΠΠΑ/96468/1891/23.11.2001 Υπουργική Απόφαση, εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του Ν. 3028/2002 "περί προστασίας Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς" και είναι αντικείμενα ιδιαίτερα μεγάλης πολιτιστικής αξίας, ενώ η χρηματική αξία αυτών ανέρχεται σε 11.328.000 ευρώ, ενώ η αξία τους στην "παράνομη" αγορά ήταν άνω των 25.000.000 ευρώ. Ενόψει αυτών, οι ανωτέρω Χ. Δ., Β. Π., Μ. Ρ.Σ και Α. Σ. παραπέμφθηκαν για να δικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου και με την 3470/5-12-2012 απόφασή του καταδικάστηκαν για τις πράξεις της υπεξαίρεσης από κοινού αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα με απειλούμενη ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, με την επιβαρυντική περίσταση της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Καθώς και για παράβαση της υποχρέωσης δήλωσης μνημείων, ενώ ο πρώτος Χ. Δ. επιπλέον και για την πράξη της παράνομης ανασκαφής από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα. Ένα χρόνο μετά και συγκεκριμένα 20/12/2013, στο Υπουργείο Πολιτισμού στην Αθήνα περιήλθε εντός φακέλου η αναγνωσθείσα έγγραφη επιστολή - καταγγελία από άτομο με στοιχεία "Γ. Π." (τέτοιο άτομο παρά τις έρευνες δεν βρέθηκε) με την οποία κατήγγειλε ότι στην προηγούμενη υπόθεση αρχαιοκαπηλίας "..." πλην των ατόμων που είχαν καταδικαστεί, εμπλέκονταν και άλλα άτομα, μεταξύ των οποίων και ο υπάλληλος του Υπουργείου τους Κ. Τ., 1ος κατηγορούμενος, από το χωριό ... που είχε άμεση σχέση με την παράνομη ανασκαφή και απόπειρα πώλησης των αρχαίων αντικειμένων. Η επιστολή αυτή συνοδευόταν από DVD με φωτογραφίες (με ημερομηνία 2010) των αρχαίων αντικειμένων που, σύμφωνα με την καταγγελία, είχαν ληφθεί εντός της οικίας του άνω κατηγορουμένου στο χωριό .... Ακολούθησε έρευνα στην άνω οικία από την Αστυνομία, κατά τη διάρκεια της οποία παρευρίσκονταν και οι μάρτυρες κατηγορίας Α. Ρ. και Ι. Κ., αστυνομικοί του Τμήματος Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Αρχαιοτήτων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι στις φωτογραφίες του DVD απεικονιζόταν η οικία του 1ου κατηγορουμένου και συγκεκριμένα φαίνονταν τα σπασμένα πλακάκια στο δάπεδο, το παράθυρο και τα αρχαία τοποθετημένα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Σύμφωνα με την μάρτυρα κατηγορίας Α. Ρ., τα αντικείμενα προήλθαν από τάφους που υπάρχουν στην περιοχή της ... και βγήκαν με την χρήση πολύ ισχυρού μηχανήματος, την ύπαρξη δε αυτών (τάφων) προφανώς και γνώριζε ο άνω 1ος κατηγορούμενος, ο οποίος συμμετείχε σε ανασκαφές της αρχαιολογικής υπηρεσίας επί έξι χρόνια και διατηρούσε σχέσεις με αρχαιολόγους, από τους οποίους πληροφορείτο τη θέση αρχαίων σε διάφορες περιοχές. Διατηρούσε δε και ιδιαίτερη σχέση με αρχαιολόγο. Στην οικία του ανωτέρω βρέθηκαν και κατασχέθηκαν, α) ένα πηνίο ανιχνευτή μετάλλων τύπου τελάρου (μεγάλης εμβέλειας), β) ένας ανιχνευτής μετάλλων μάρκας "...", γ) ένας ανιχνευτής μετάλλων μάρκας "...", με τα παρελκόμενά του και τον φορτιστή, δ) τέσσερα σκαπτικά εργαλεία "ξυστράκια", που χρησιμοποιούν οι αρχαιολόγοι ε) ένα δελτίο κατοχής ανιχνευτών μετάλλων και έγγραφο βεβαίωσης εγγραφής στο μητρώο ανιχνευτών μετάλλων της ... μάρκας "...", με σειριακό αριθμό ..., ο οποίος δεν ανευρέθη στην οικία του, για τον οποίο ο παραπάνω κατηγορούμενος δήλωσε στους αστυνομικούς ότι τον είχε δώσει σε άλλο άτομο προς χρήση, χωρίς αυτό να επιβεβαιωθεί από κάποιο στοιχείο. Ο 1ος κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή του στις αποδιδόμενες σ’ αυτόν πράξεις και ισχυρίστηκε ότι τα παραπάνω αρχαία αντικείμενα τα έφερε στην οικία του και τα φωτογράφησε ο Α. Σ., προκειμένου να τα δείξει στη δικηγόρο του και να διαπραγματευθεί εκείνη τα εύρετρα. Ο ισχυρισμός ελέγχεται ανακριβής αφού ο άνω κατηγορούμενος δεν έδωσε πειστική εξήγηση για τους λόγους που, α) ο Σ. προτίμησε να χρησιμοποιήσει την οικία εκείνου, με τον οποίο όπως ο τελευταίος ισχυριζόμενος διατηρούσε απλή γνωριμία, για να μεταφέρει και να φωτογραφήσει τα αρχαία αντικείμενα, ενώ ο μάρτυρας κατηγορίας αστυνομικός κατέθεσε ότι η φωτογράφηση έγινε και για να επιδειχθούν τα αρχαία στους αγοραστές και να διαπραγματευθούν το τίμημα, β) υπήρχαν στην οικία του τα προπεριγραφόμενα πρόσφορα για ανασκαφή μηχανήματα μεγάλης εμβέλειας που τέτοια δεν χρησιμοποιούνται για ανεύρεση νομισμάτων, για τα οποία μάλιστα, όπως ο ίδιος άνω μάρτυρας αστυνομικός κατέθεσε ότι ο πιο πάνω κατηγορούμενος δεν είχε άδεια της αρμόδιας αρχής, γ) ο Α. Σ. κατά την ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκδίκαση των αποδιδόμενων σ’ αυτόν ιδίων πράξεων, απολογούμενος ανέφερε ότι, πήγε και έσκαψε μαζί με τους φίλους του Τ., που ήταν της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και Ρ.. Ουδεμία αξιοπιστία παρέχει η από 22-6-2016 επιστολή του Α. Σ., ο οποίος αφού αποφυλακίσθηκε και έλαβε το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2δ’ Π.Κ., για το λόγο ότι βοήθησε στην εξάρθρωση του κυκλώματος κατονομάζοντας και τον παρόντα κατηγορούμενο, αναιρεί τα όσα πριν είπε, που αποδεικνύονται από πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων. Ούτε το γεγονός ότι ο 1ος κατηγορούμενος σε προγενέστερους χρόνους παρέδωσε αρχαία αντικείμενα στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων δεν μπορεί να επηρεάσει τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας. Τα αντικείμενα αυτά (μαρμάρινος κιονίσκος, τμήμα μαρμάρινου κίονα, άκρο χεριού από μαρμάρινο άγαλμα, θραύσμα χείλους πήλινου πιθαριού, 8 ασημένια νομίσματα, ένα ομοίωμα αγγείου χάλκινου και 91 χάλκινα νομίσματα), ήταν μικρής αξίας. Στην πράξη του αυτή προέβη προφανώς για να εμφανίσει στις αρμόδιες Υπηρεσίες την (απατηλή) εικόνα του νομιμόφρονος και συνεργάσιμου με την πολιτεία ατόμου ώστε να πετύχει τον εφησυχασμό τους και τη διασκέδαση οποιωνδήποτε υποψιών εναντίον του, που θα αναφαινόταν στο μέλλον. Ενόψει όλων των παραπάνω, αποδείχθηκαν από την συνεκτίμηση του όλου ανωτέρω αποδεικτικού υλικού και όχι μόνο από την απολογία του Σ., κατηγορουμένου στην εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου την 5/12/2012 και ενώπιον του πενταμελούς κατά την έκδοση της 717/2015, ότι: Α) ο 1ος κατηγορούμενος Κ. Τ., από κοινού με τον καταδικασθέντα με την 717/2015 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Α. Σ., στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης και δη στην αγροτική περιοχή της ..., το φθινόπωρο του 2010 (τουλάχιστον) πραγματοποίησαν ανασκαφή χωρίς την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής με σκοπό την ανεύρεση αρχαίων μνημείων και την περαιτέρω πώλησή τους κατά την οποία και βρέθηκαν τα αναφερόμενα λεπτομερώς στο διατακτικό της παρούσας, αρχαία αντικείμενα που χρονολογούνται πριν το έτος 1453, ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο και η αξία τους είναι ιδιαζόντως μεγάλη. Β) Ο 1ος κατηγορούμενος από κοινού με τον καταδικασθέντα με την 717/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης Α. Σ., σε μη εξακριβωθείσα ημερομηνία το Φθινόπωρο του 2010 ιδιοποιήθηκαν τα περιελθόντα στην κατοχή τους από την παραπάνω, κατά τον ίδιο χρόνο λαβούσα χώρα ανασκαφή, αρχαία μνημεία ιδιαζόντως μεγάλης αξίας, αφού αυτή υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ήτοι 11.328.000 ευρώ με επιμέλεια δε του Α. Σ. την 24/10/2010 φωτογραφήθηκαν αυτά (ημερομηνία DVD) στην οικία του 1ου κατηγορουμένου, ακολούθως δε τοποθετήθηκαν εντός σάκου που απεκρύβη επιμελώς από αυτούς, εντός καλλιεργημένου αγροτεμαχίου, στην περιοχή της ..., με σκοπό την από κοινού διάθεση αυτών σε αγοραστές αντί συνολικού τιμήματος άνω των 10.000.000 ευρώ. Γ) Ο 1ος κατηγορούμενος παρέλειψε να δηλώσει όπως όφειλε στην αρμόδια αστυνομική και αρχαιολογική υπηρεσία τα άνω αρχαία αντικείμενα εντός διμήνου από το φθινόπωρο του 2010 που περιήλθαν στην κατοχή του. Δ) Ο ίδιος κατηγορούμενος το Φθινόπωρο του 2010 έκανε χρήση των προαναφερομένων κατασχεθέντων στην οικία του και στο διατακτικό αναφερομένων μηχανημάτων, χωρίς την απαιτούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής. Τις πράξεις της υπεξαίρεσης, της παράνομης ανασκαφής και της χρήσης ανιχνευτών μετάλλων, ο κατηγορούμενος τέλεσε κατ’ επάγγελμα αφού από την υποδομή που είχε διαμορφώσει έχοντας ειδικά και μεγάλης εμβέλειας μηχανήματα ανασκαφής, εργαλεία ανασκαφής, (τελάρο), ξυστράκια, φωτογράφιση αρχαίων, επαφές με τρίτους ανθρώπους και τον Α. Σ. για να επιδεικνύουν τα αρχαία σε υποψήφιους, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης των πράξεών του, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Από τα παραπάνω εκτιθέμενα αποδεικνύεται ότι στοιχειοθετούνται σε βάρος του 1ου κατηγορουμένου η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων 1) της υπεξαίρεσης αρχαίων μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, κατ’ επάγγελμα που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1α Ν. 1608/1950 σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη στην αρχή της παρούσας, 2) της παράνομης ανασκαφής μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ’ επάγγελμα (61 § 2 Ν. 3028/2002), 3) της παράβασης υποχρέωσης δήλωσης στις αρμόδιες αρχές ανεύρεσης αρχαίων (άρθρ. 58 εδ. α’ Ν. 3028/2002), και 4) της χρήσης ανιχνευτών μετάλλων χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής κατ’ επάγγελμα (άρθρ. 62 §§ 2, 1 Ν. 3028/2002).
Συνεπώς, πρέπει ο 1ος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος αυτών με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 § 2 α’ Π.Κ., το οποίο αναγνωρίσθηκε και πρωτοδίκως με την εκκαλουμένη (470 Κ.Π.Δ)". Στη συνέχεια, με το διατακτικό της, η προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, επί λέξει, του ότι: "Α) Από κοινού με τον Α. Σ. του Γ., ιδιοποιήθηκε παράνομα ξένα ολικά κινητά πράγματα και δη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας αρχαία μνημεία, κατά την έννοια του άρθρου 2 περ. β’ στοιχ. αα’ του Ν. 3028/2002, ήτοι πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν υλικές μαρτυρίες και ανήκουν στην πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και των οποίων επιβάλλεται η ειδικότερη προστασία ως αρχαίων μνημείων και δη πολιτιστικών αγαθών που ανάγονται στους αρχαίους χρόνους και χρονολογούνται πριν το έτος 1453, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή τους με οποιονδήποτε τρόπο, την πράξη τους δε αυτήν διέπραξαν κατ’ επάγγελμα, ήτοι με σκοπό πορισμού εισοδήματος όπως προκύπτει από τη υποδομή που διαμόρφωσαν με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής. Συγκεκριμένα, στη Θεσσαλονίκη και ειδικότερα στην αγροτική περιοχή ... του ... ενεργώντας από κοινού με τον προαναφερόμενο, ιδιοποιήθηκε παράνομα τις παρακάτω αναφερόμενες αρχαιότητες, ήτοι: 1) τέσσερα (4) χάλκινα κράνη (Ιλλυρικού τύπου), 2) δύο (2) ακέραια χρυσά προσωπεία, 3) τρία (3) χρυσά ελάσματα (επιστόμια) με έκτυπη διακόσμηση (ένα ρομβόσχημο, ένα ορθογώνιο και ένα ημισφαιρικό), καθώς και πολλά τμήματα χρυσών ελασμάτων, 4) δέκα (10) μεγάλους και έξι (6) χρυσούς ρόδακες, 5) δύο (2) χρυσά πέλματα (καττύματα) β) δύο (2) αργυρά ανθέμια και ένα (1) αργυρό μικρό ρόδακα, 7) ένα (1) χάλκινο εξάλειπτρο, 8) μία (1) χάλκινη τριφυλλόστομη οινοχόη με τριποδική βάση, 9) μία (1) χάλκινη τριποδική βάση, 10) ένα (1) αργυρό κοχλιάριο και δύο (2) αργυρές περόνες, 11) τρεις (3) χρυσούς κρίκους, 12) μία (1) αργυρή ομφαλωτή φιάλη και μία (1) χάλκινη φιάλη με τριποδική βάση, 13) μία (1) θραυσμένη χάλκινη οπισθότμητη πρόχους, 14) ένα (1) χάλκινο κονθαρόσχημο αγγείο, 15) δύο (2) χάλκινες λαβές και ένα (1) τμήμα χάλκινης λαβής 16) τεμάχια σιδερένιου ξίφους με επένδυση από φύλλα χρυσού, 17) δεκατρία (13) θραύσματα πήλινων ειδωλίων και 18) ένα (1) γυάλινο αμφορίσκο, ένα (1) πήλινο ασκό, μία (1) κορινθιακή κοτυλίσκη, ένα (1) μελαμφαβές κύπελλο, ένα (1) πήλινο εξάλειπτρο και θραύσματα από τρεις (3) κύλικες. Τα παραπάνω αντικείμενα αποτελούν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας αρχαία μνημεία, τα οποία ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και περιήλθαν στην κατοχή τους με παράνομη ανασκαφή. Ειδικότερα, την 6η-10-2011 κατελήφθη από αστυνομικούς του 2ου Τμήματος Αρχαιοκαπηλίας της Δ.Α.Α. να κατέχει από κοινού με τον Α. Σ., επιμελώς κρυμμένα σε αγροτεμάχιο της παραπάνω περιοχής, καλλιεργημένο με αραβόσιτο, τα προαναφερόμενα μνημεία, τα οποία είχαν σκοπό να διαθέσουν από κοινού σε άγνωστους στην ανάκριση αγοραστές, αντί συνολικού τιμήματος 10.000.000 ευρώ. Την πράξη αυτή τέλεσε κατ’ επάγγελμα ήτοι με σκοπό πορισμού εισοδήματος, όπως ειδικότερα προκύπτει από την υποδομή που διαμόρφωσε με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής (ιδιοποίηση μεγάλου αριθμού αρχαίων μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σκοπός πώλησης αυτών με ιδιαίτερα υψηλό τίμημα από κοινού συναπόφαση και τέλεση αυτής, επιμελής απόκρυψη και φύλαξη των αρχαίων αυτών μνημείων), ενώ η απειληθείσα ζημία σε βάρος του Δημοσίου υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ήτοι 11.328.00 ευρώ. Β) Στον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενεργώντας με πρόθεση, από κοινού με τον καταδικασθέντα με την 717/2015 αμετάκλητη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, Α. Σ., τέλεσε την πράξη της παράνομης ανασκαφής με αντικείμενο μνημεία ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιχείρησε δε την πράξη αυτή κατ’ επάγγελμα και συγκεκριμένα στη αγροτική περιοχή ... του ..., αλλά και σε άγνωστους στην ανάκριση τόπους στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, από τις αρχές του Ιουλίου του 2011 μέχρι και την 6-10-2011, ενεργώντας από κοινού, πραγματοποίησε ανασκαφή, χωρίς προηγουμένη άδεια της αρμόδιας αρχής, με σκοπό την ανεύρεση αρχαίων μνημείων, τα οποία και βρέθηκαν στην παραπάνω περιοχή, όπως αυτά αναφέρονται στην υπό στοιχείο Α πράξη. Την πράξη αυτή δε τέλεσε κατ’ επάγγελμα, ήτοι με σκοπό πορισμού εισοδήματος, όπως ειδικότερα προκύπτει από την υποδομή που διαμόρφωσε με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής (ανασκαφή και ανεύρεση μεγάλου αριθμού αρχαίων μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σκοπός και απόπειρα πώλησης αυτών με ιδιαίτερα υψηλό τίμημα, από κοινού συναπόφαση και τέλεση της πράξης, επιμελής απόκρυψη και φύλαξη των αρχαίων αυτών μνημείων). Γ) Ενεργώντας με πρόθεση παραβίασε την υποχρέωση δήλωσης στις αρμόδιες αρχές ανεύρεσης αρχαίων μνημείων. Συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη, στις 6/10/2011, κατείχε τα υπό στοιχ. Α αναφερόμενα αρχαία αντικείμενα, που ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία παρέλειψε να τα δηλώσει, όπως όφειλε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στην πλησιέστερη αρχαιολογική αστυνομική ή λιμενική αρχή και να τα θέσει στη διάθεση της. Δ) Στη Θεσσαλονίκη, στην αγροτική περιοχή ... του ..., αλλά και σε μη εξακριβωθέντες εκ της διενεργηθείσης κυρίας ανακρίσεως τόπους στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, από τις αρχές του μηνός Ιουλίου 2011 μέχρι και την 12/1/2014, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος έκανε χρήση ανιχνευτή μετάλλων, χωρίς άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας. Την πράξη του δε αυτή τέλεσε κατ’ επάγγελμα, ήτοι με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, όπως ειδικότερα προκύπτει από την υποδομή που διαμόρφωσε με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής. Συγκεκριμένα, έκανε χρήση των ανιχνευτών μετάλλων, που ευρέθησαν στην κατοχή του και δη ένα πηνίο ανιχνευτή μετάλλων τύπου τελλάρου, ένα ανιχνευτή μετάλλων μάρκας "...", ένα ανιχνευτή μετάλλων μάρκας "..." με τα παρελκόμενά του και ένα ανιχνευτή μετάλλων μάρκας "...", χωρίς να έχει την απαιτούμενη προς τούτο άδεια της αρμόδιας υπηρεσίας. Την πράξη δε αυτή τέλεσε κατ’ επάγγελμα, ήτοι με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, όπως ειδικότερα προκύπτει από την υποδομή που διαμόρφωσε με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής (ανασκαφή και ανεύρεση μεγάλου αριθμού αρχαίων μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, σκοπός και απόπειρα πώλησης αυτών με ιδιαίτερα υψηλό τίμημα, επιμελής απόκρυψη και φύλαξη των αρχαίων αυτών μνημείων, κατοχή μεγάλου αριθμού ανιχνευτών μετάλλου)". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν την αιτιολογία της, η τελευταία περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα προαναφερθέντα, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 13 περ. στ’ , 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1α’ , 27 παρ. 1, 45, 51, 52, 53, 79, 83, 84 παρ. 2 εδ. α’ , 94 παρ. 1, 98 και 375 του ΠΚ, 1, 2, 20 παρ. 1 α’ και 2, 21 παρ. 1, 24 παρ. 1, 58, 61 και 62 του Ν. 3028/2.002, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τη νομοτυπική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, ενώ αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν, απολογίες κατηγορουμένων), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεσή τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και η ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και αγνόησε τα υπόλοιπα. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες και απορριπτέες, καθόσον, ουδεμία αντίφαση υπάρχει μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ως προς το χρόνο τέλεσης των συγκεκριμένων πράξεων, με σαφήνεια παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία το Δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του για την περιέλευση των επίδικων αρχαίων αντικειμένων στην κατοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, με την προσήκουσα δε αιτιολογική επάρκεια διαλαμβάνεται η παράνομη ιδιοποίηση των ειδικά μνημονευόμενων στην απόφαση αρχαίων αντικειμένων, με την εκδήλωση της πρόθεσης τούτου να τα ενσωματώσει στην ατομική περιουσία του, λήφθηκαν δε υπόψη από το Δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν για τη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησής του, όπως τούτο προκύπτει με βεβαιότητα, τόσο η υπ’ αριθμ. 717/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, όσο και η από 22 Ιουνίου 2016 επιστολή του Α. Σ. και η από 27-6-2016 υπεύθυνη δήλωση του Α. Ρ.. Κατά συνέπεια, οι πρώτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αβάσιμοι. Οι δε λοιπές αιτιάσεις των πρώτου και πέμπτου λόγου, αλλά και όλες οι αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στους τέταρτο και έκτο λόγους της κρινόμενης αιτήσεως, με τις οποίες, υπό το πρόσχημα και την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά το πλημμέλημα της παράνομης ανασκαφής και όσον αφορά τη συνεκτίμηση κρισίμων αποδεικτικών στοιχείων, στην πραγματικότητα αμφισβητείται η ουσία των ως άνω παραδοχών του Δικαστηρίου και πλήττεται ανεπίτρεπτα η περί τα πράγματα και την εκτίμηση των αποδείξεων ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες. Παραταύτα, όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης αρχαίων μνημείων από κοινού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα, με το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και του επέβαλε για το συγκεκριμένο έγκλημα, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 1608/1950, την ποινή της κάθειρξης των δέκα (10) ετών, ενώ κατ’ εφαρμογή του νεότερου ειδικότερου και ηπιότερου νόμου, ήτοι της διάταξης του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 83 περ. γ’ του Π.Κ., το προβλεπόμενο πλαίσιο της στερητικής της ελευθερίας ποινής για το εν λόγω έγκλημα, υπό τη διαληφθείσα ελαφρυντική περίσταση, είναι φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους μέχρι κάθειρξη έως έξι (6) ετών. Επομένως, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με το να μην εφαρμόσει, όπως όφειλε, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 του Π.Κ., τη νεότερη, ειδικότερη και ευμενέστερη ως προς το πλαίσιο της προβλεπόμενης ποινής ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη, δηλαδή αυτήν του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002, αλλά τη δυσμενέστερη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950, υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, όπως βασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός.
Με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης αιτήσεως, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος προβάλλει την αιτίαση ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθόσον, κατ’ εφαρμογή του δυσμενέστερου Ν. 1608/1950, κηρύχθηκε ένοχος, με την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου και καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών για υπεξαίρεση αρχαίων, αν και με την προηγούμενη υπ’ αριθ. 717/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, άλλος κατηγορούμενος για την ίδια ακριβώς πράξη της υπεξαίρεσης και συγκεκριμένα ο Α. Σ., καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης έξι (6) ετών, αφού εφαρμόσθηκαν για την περίπτωσή του οι διατάξεις του επιεικέστερου Ν. 3028/2002. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Τούτο, διότι η παραβίαση διατάξεων της ΕΣΔΑ δεν συνιστά από μόνη της ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως και μάλιστα αυτόν της απόλυτης ακυρότητας, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικούς λόγους, μεταξύ των οποίων όμως δεν συγκαταλέγεται και το γεγονός ότι για την ίδια πράξη υπήρξε διαφορετική κρίση από τα αρμοδίως επιληφθέντα της υπόθεσης, πλείονα του ενός, Δικαστήρια, ως προς το ύψος της ποινής που καταγνώσθηκε σε κάθε έναν από τους συμμετόχους (συναυτουργούς) κατηγορουμένους και ως εκ τούτου δεν παραβιάσθηκαν οι αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας από μόνο το ότι σε ανάλογη περίπτωση υπήρξε διαφορετική αντιμετώπιση του ίδιου ζητήματος.
Κατ’ ακολουθίαν όλων όσων προεκτέθηκαν, αφού ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 και 83 περ. γ’ , 84 παρ. 1 και 2 περ. α’ του Π.Κ., 54 του Ν. 3028/2002 και 1 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 1608/1950 και της ένεκα αυτής επιβολής μεγαλύτερης ποινής από την προβλεπόμενη από το νόμο για την πράξη της υπεξαιρέσεως αρχαίων μνημείων από κοινού, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας τα 150.000 ευρώ, από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα, είναι βάσιμος, κατά παραδοχή του, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς τη διάταξή της με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ποινή κάθειρξης δέκα (10) ετών για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αρχαίων μνημείων από κοινού, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα, με απειληθείσα ζημία σε βάρος του Δημοσίου που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, καθώς και ως προς τη διάταξη με την οποία ακολούθως καθορίσθηκε συνολική ποινή και να παραπεμφθεί η υπόθεση για
νέα συζήτηση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ.), να απορριφθεί δε, κατά τα λοιπά, η κρινόμενη αίτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 9 Σεπτεμβρίου 2016 δήλωση - αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Κ. Τ. του Ζ., που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12-9-2016, για αναίρεση της 984/2016 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 984/2016 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και δη την αναιρεί ως προς τη διάταξή της με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αρχαίων μνημείων από κοινού, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από δράστες που ενεργούν κατ’ επάγγελμα, με απειληθείσα ζημία σε βάρος του Δημοσίου που υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, καθώς και ως προς τη διάταξή της με την οποία ακολούθως καθορίσθηκε συνολική ποινή.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά την αίτηση αναιρέσεως.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ