Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ηθική αυτουργία.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για ηθική αυτουργία σε απάτη (κακουργηματική). Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτης ακυρότητας. Το άρθρο 211Α ΚΠΔ δεν έχει εφαρμογή στο ενδιάμεσο στάδιο.
Αριθμός 1910/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Βασίλειο Φράγγο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Σ.-Α. Σ. του Σ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1172/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με πολιτικώς ενάγον το Νομικό Πρόσωπο με την επωνυμία "Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών Ευβοίας", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και συγκατηγορούμενο τον Γ. Β. του Νικηφόρου.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή της περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1383/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, με αριθμό 190/ 19.5.2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι) Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 485 παρ. 1 ΚΠΔ την υπ'αριθ. 11/10-9-2009 (ενώπιον του Γραμμ. του Ειρηνοδικείου Χαλκίδας) αίτηση αναιρέσεως της Σ.-Α. Σ., κατοίκου ..., ασκηθείσα (κατόπιν εξουσιοδοτήσεως) από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ελένη Καμπούρογλου κατά του υπ'αρ. 1172/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα:
ΙΙ) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας με το υπ' αρ. 261/2008 βούλευμά των παρέπεμψε την κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για ηθική αυτουργία σε απάτη από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (αρ. 13 στ, 46 παρ. 1α, 98, 386 παρ. 1, 3β' ΠΚ) που ετέλεσε ο Γ. Β. (ο οποίος δεν άσκησε αναίρεση).Έπειτα από έφεση που άσκησαν οι κατηγορούμενοι εξεδόθη από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απερρίφθησαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις τους και επεκυρώθη το εκκληθέν.
ΙΙΙ) Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι εμπρόθεσμη αφού ασκήθηκε την 10-9-2009 η δε επίδοση έλαβε χώρα την 2-8-2009 και κατά τον μήνα Αύγουστο αναστέλλονται οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων (αρ. 473 παρ. 1, 4 ΚΠΔ), είναι νομότυπη αφού ασκήθηκε ενώπιον του γραμματέως του Ειρηνοδικείου τόπου διαμονής της (αρ. 474 παρ. 1 ΚΠΔ) είναι επίσης παραδεκτή καθ'όσον περιέχει συγκεκριμένους λόγους (αρ. 474 παρ. 2) και στρέφεται κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (αρ. 482 παρ. 1 ΚΠΔ).
IV) Λόγοι αναιρέσεως: α) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι δεν αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο η αναιρεσείουσα προκάλεσε στον φυσικό αυτουργό την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε αλλά συνοπτικά αναφέρει ότι αυτή τον Ιανουάριο του 2003 ήλθε σε επαφή με τον συγκατηγορούμενό της Γ. Β. και έδινε σ' αυτόν αποκλειστικά τηλεφωνικά παραγγελίες για την προμήθεια φαρμάκων με αμοιβή 100-150 ευρώ. Το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται εξ ολοκλήρου στα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος και στην ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελική πρόταση. Επίσης παρελήφθη η εκτίμηση υπομνήματος το οποίο υπεβλήθη μετά την κατάθεση της εισαγγελικής προτάσεως. β) Αρνητική υπέρβαση εξουσίας διότι αξιολογήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία που ενίσχυσαν την ενοχή της αποδυναμώνοντας τους ισχυρισμούς της, τους οποίους χαρακτηρίζει ως αβάσιμους χωρίς αιτιολογία.γ) Απόλυτη ακυρότητα διότι έλαβε υπόψη του ως αποκλειστικό μέσο αποδείξεως την κατάθεση ή την απολογία του συγκατηγορουμένου της για την ίδια πράξη.
V) α) Η απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και άρ. 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα που ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προέκυψαν αποχρώσεις ενδείξεις (Α.Π. 1307/2004, Α.Π. 2090/2005). Το βούλευμα περιλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον η τελευταία διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία (Συμβ. Α.Π. 96/2004 Π.Δ/σύνη 2004/617, Συμβ. Α.Π. 2168/05 Π.Δ/σύνη 2006/732). Το Συμβούλιο Εφετών μπορεί επίσης να αναφέρεται και συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα και στην εισαγγελική (πρωτόδικη) πρόταση (Α.Π. 59/2005, Α.Π. 1608/2001) έστω και εκ περισσού (Α.Π. 1071/2005 Π.Χρ. ΝΣΤ/134).
β) Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα 1) όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του, 2) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, 3) αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 309 και 318, 4) παρέπεμψε τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση ή για το οποίο δεν δόθηκε άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση. Η υπέρβαση εξουσίας μπορεί να εμφανίζεται όχι μόνο θετικά αλλά και αρνητικά. Υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας όταν το συμβούλιο, μολονότι έχει την εξουσία να αποφασίσει, ωστόσο αρνείται να συμμορφωθεί στην νόμιμη αυτή υποχρέωσή του (Α. Καρρά Ποιν. Δικον. Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. 974). γ) Οι λόγοι απόλυτης ακυρότητας του βουλεύματος (αρ. 484 παρ. 1 α ΚΠΔ) είναι αυτοί που αναφέρονται στο αρ. 171 παρ. 1 ΚΠΔ, ειδικότερα δε ως προς την ε' περίπτωση, οι αφορώντες την μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου, καθώς και την άσκηση των δικαιωμάτων, τα οποία του παρέχονται, σε όσες περιπτώσεις και με όποιες διατυπώσεις την επιτάσσει ο νόμος. Η διάταξη αυτή θέτει μία γενική ρήτρα η οποία εξειδικεύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και η συνδρομή μιάς τέτοιας ακυρότητας εξαρτάται από την εξέταση των συναφών ποινικών δικονομικών διατάξεων (Α. Καρρά Ποιν.Δικον.Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. 949-950).
VI) Η διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ ορίζει ότι: "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά δε την παράγραφο 3 ιδίου άρθρου: Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των (15.000) ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Από την διάταξη της παραγράφου 1 προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας (ζημία), ή οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες και ψευδείς διαβεβαιώσεις του δράστη (Α.Π. 430/2000 Π.Δ/σύνη 7/2000 σελ. 790, Α.Π. 985/2000 Π.Χρ. ΝΑ/232, Α.Π. 1034/2000 Π.Χρ. ΝΑ/253). Η βλάβη αποτελεί προϋπόθεση τελέσεως της απάτης (Α.Π. 1924/97 Π.Χρ. ΜΗ/648), ως τέτοια νοείται η χειροτέρευση της περιουσίας, έστω και αν υπάρχει ενεργός αξίωση προς ανόρθωση της βλάβης (Α.Π. 79/2001 Π.Χρ. ΝΑ/891). Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρθρου 386 ΠΚ νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίος συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή πραγματική κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης (Α.Π. σε Συμβ. 5/2001 Π.Χρ. ΝΑ/591, Α.Π. 2228/2007 Π.Χρ. ΝΗ/809). Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που υπάρχει, όταν ο δράστης γνωρίζει ουσιαστικά περιστατικά της πράξης και θέλει να τα παραγάγει. Πρέπει ο δόλος να περιλαμβάνει όχι μόνο όλα τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που προαναφέρθηκαν αλλά και την μεταξύ τους αιτιώδη σχέση. Η διατύπωση της διατάξεως "εν γνώσει" υποδηλώνει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και δεν επιτρέπει την παραδοχή ενδεχόμενου δόλου ως προς το ψευδές της παραστάσεως ή αποκρύψεως ή παρασιωπήσεως, ενώ ως προς τα λοιπά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως αρκεί και ενδεχόμενος δόλος (Α.Π. 172/2002 Π.Δ/σύνη 2002/844 που αποκλείει τον ενδεχόμενο δόλο, ενώ αντιθέτως Τούσης-Γεωργίου Ερμ.Π.Κ. υπ' αρ. 386 αρ. 26 δέχονται ενδεχόμενο δόλο ως προς όλα τα στοιχεία. Από την διάταξη του άρ. 13 στοιχ. στ' ΠΚ προκύπτει ότι για την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, δηλαδή τέλεση του εγκλήματος περισσότερες από μία φορά, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει ο άνω σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος (Α.Π. 480/98 Π.Χρ. ΜΗ/1093, Α.Π. 372/99 Π.Χρ. Ν/26, Α.Π. 1307/2002 Π.Χρ. ΝΓ/497). Δεν είναι αναγκαίο ο δράστης να έχει διαπράξει περισσότερες πράξεις (Α.Π. 1166/91 Π.Χρ. ΜΒ/130, Α.Π. 1375/89 Π.Χρ. Μ/649), δεν πρέπει όμως να ενήργησε ευκαιριακά, αλλά με βάση σχέδιο. β) Κατά το άρ. 46 παρ. 1α Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητάς του και της θέσεώς του ή της σχέσεώς του με τον φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού (Α.Π. 1515/2008, 1613/2008, Α.Π. 949/2005 Π.Χρ. ΝΗ/58, Α.Π. 1405/2008 Π.Δ./σύνη 2009/260). γ) Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, που κάθε μία περιέχει πλήρη στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, αλλά όλες συνδέονται με την ταυτότητα της αποφάσεως για την εκτέλεσή τους (Μπουροπούλου Ερμ. Κ.Π.Δ. Α' σελ. 257). Κατά την παράγραφο 2 του άρ. 98 Π.Κ. (ως αυτή προσετέθη με άρ. 14 παρ. 1 Ν. 2721/99): Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
VII) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το στοιχείο μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (Α.Π. 861/2004 Π.Χρ. ΝΕ/408) αφού προσδιορίζει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν από την κύρια ανάκριση και ειδικότερα τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, όλα τα έγγραφα, τις απολογίες και τα απολογητικά υπομνήματα των κατηγορουμένων καθώς και το υπόμνημα επί της εφέσεως της δεύτερης εκκαλούσας (βλ. φύλλο 6 σελ. β) και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία εδέχθη ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών-κατηγορούμενος Γ. Β. ήταν προϊστάμενος της αποθήκης του Συνεταιρισμού Φαρμακοποιών Ευβοίας (ΣΥ.Φ.Ε.), η δε εκκαλούσα-κατηγορουμένη Σ.-Α. Σ., μέλος του ως άνω Συνεταιρισμού. Στο Συνεταιρισμό Φαρμακοποιών Ευβοίας: (ΣΥ.Φ.Ε.) μετέχουν 113 μέλη-Φαρμακοποιοί (φυσικά πρόσωπα και ομόρρυθμες εταιρίες). Ο ΣΥ.Φ.Ε. προμηθεύει φάρμακα και άλλα παραφαρμακευτικά προϊόντα στα μέλη του, αλλά και σε άλλους Φαρμακοποιούς της περιοχής Ευβοίας, που δεν είναι μέλη. Η εκκαλούσα- κατηγορουμένη Σ.-Α. Σ. δεν μπορούσε με απόφαση του Δ.Σ. του ΣΥ.Φ.Ε. να παραγγείλει στο όνομα της φάρμακα κλπ, διότι λόγω του μεγάλου ανεξόφλητου χρεωστικού υπολοίπου προς το ΣΥ.Φ.Ε. την είχαν αποκλείσει από αυτό το. δικαίωμα, που είχε κάθε μέλος του ΣΥ.Φ.Ε. Έτσι κατά τον Ιανουάριο 2003 ήρθε σε επαφή με τον συγκατηγορούμενό της Γ. Β., προϊστάμενο της αποθήκης του Συνεταιρισμού Φαρμακοποιών Ευβοίας (ΣΥ.Φ.Ε.) και έδιδε σ' αυτόν αποκλειστικά, τηλεφωνικά, παραγγελίες για την προμήθεια φαρμάκων κλπ. Τα φάρμακα αυτά τα παραλάμβανε η εκκαλούσα-κατηγορουμένη Σ.-Α. Σ., η χρέωση όμως, επειδή υπήρχε η απαγόρευση χορήγησης σ' αυτήν φαρμάκων, γινόταν σε άλλους Φαρμακοποιούς του Νομού Ευβοίας εν αγνοία τους. Δηλαδή ο εκκαλών-κατηγορούμενος που είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα έκδοσης των τιμολογίων, βάσει των καθημερινών παραγγελιών-δελτίων αποστολής, εξέδιδε ανά δεκαπενθήμερο τις συγκεντρωτικές καταστάσεις τιμολογίων, τα οποία έστελνε στους Φαρμακοποιούς-πελάτες του ΣΥ.Φ.Ε. Η εκκαλούσα - κατηγορουμένη σε κάθε παραγγελία έδιδε ως αμοιβή στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο το ποσό των 100 έως 150 ευρώ. Αυτή η διαδικασία διήρκεσε από τον Ιανουάριο 2003 μέχρι το Φεβρουάριο 2006. Η Φαρμακοποιός και μέλος του ΣΥ.Φ.Ε. Α. Γ. διαπίστωσε ότι στη συγκεντρωτική κατάσταση τιμολογίων Ιανουαρίου 2006, που της είχε αποσταλεί, υπήρχαν ανακριβείς καταγραφές, δηλαδή υπήρχαν στα τιμολόγια καταχωρήσεις για φάρμακα, τα οποία δεν είχε παραγγείλει και ούτε φυσικά είχε παραλάβει. Έτσι την 7-2-2006 επικοινώνησε με το Διευθυντή του ΣΥ.Φ.Ε. Π. Τ. και του ανέφερε το περιστατικό. Μετά την ανακοίνωση-διαμαρτυρία της Α. Γ., ο Διευθυντής του ΣΥ.Φ.Ε., εντόπισε στο καλάθι αχρήστων στο γραφείο του κατηγορουμένου Γ. Β., πέντε συγκεντρωτικές καταστάσεις που αφορούσαν τους Φαρμακοποιούς Μ. Α., Ε. Θ., Π. Π. και Μ. Κ.. Μετά την εξέλιξη αυτή συγκλήθηκε έκτακτο Δ.Σ. την 10-2-2006, όπου παραβρέθηκαν τόσο η καταγγέλλουσα Α. Γ., όσο και ο κατηγορούμενος Γ. Β., -προκειμένου να διερευνηθεί το ανακύψαν ζήτημα και να δοθούν εξηγήσεις από τον Γ. Β.. Ο κατηγορούμενος ομολόγησε ότι ελάμβανε ο ίδιος προσωπικά παραγγελίες φαρμάκων από τη συγκατηγορουμένη του Σ.-Α. Σ. και εξέδιδε προτιμολόγια στο όνομα της Φαρμακοποιού Σ. και στη συνέχεια τα οριστικά τιμολόγια τα εξέδιδε στα ονόματα των παρακάτω Φαρμακοποιών. Δηλαδή καθ' όλο το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2003 έως Φεβρουάριο 2006, ο εκκαλών-κατηγορούμενος Γ. Β. χρέωνε με την έκδοση τιμολογίων τους παρακάτω Φαρμακοποιούς για φάρμακα, τα οποία ουδέποτε είχαν παραγγείλει και ούτε είχαν παραλάβει: τη Β. Λ. με το ποσό των 32.128,786, την Α. Γ. με το ποσό των 32.781,886, τον Κ. Κ. με το ποσό των 16.463,28€, τη Θ. Ε. με το ποσό των 76.181,416, τον Π. Π. με το ποσό των 23.065,59€, την Κ. Μ. με το ποσό των 40.547,426 και την Α. Μ. με το ποσό των 61.179,73€. Τα παραπάνω ποσά ανέρχονται συνολικά στα 282.348,096. Οι χρεώσεις αυτές εις βάρος των παραπάνω παθόντων δεν έγιναν εφ' άπαξ, διότι λόγω των μεγάλων χρεώσεων θα γινόταν αμέσως αντιληπτό, αλλά τμηματικά και σταδιακά καθ' όλο το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2003 έως Φεβρουάριο 2006. Οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι αρνούνται την κατηγορία και ο μεν Γ. Β. ισχυρίζεται αορίστως ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθώς τα από την ανάκριση προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, η δε Σ.-Α. Σ. ισχυρίζεται ότι ο συγκατηγορούμενός της Γ. Β. υπέγραψε στο Αστυνομικό Τμήμα υπεύθυνη δήλωση, στην οποία αναφέρει ότι πιέστηκε και εκβιάστηκε από το Δ.Σ. του ΣΥ.Φ.Ε. και αναγκάστηκε να αναφέρει το όνομα της εκκαλούσης, διότι αυτό του "ήλθε πρώτα στο μυαλό". Επικαλείται επίσης τη διάταξη του άρθρου 211Α ΠΚ, σύμφωνα με την οποία "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Όμως οι ισχυρισμοί αυτοί της εκκαλούσας είναι αβάσιμοι, διότι δεν είναι "τυχαία" η αναφορά του ονόματος της ανάμεσα στα δεκάδες μέλη του ΣΥ.Φ.Ε., όταν μάλιστα στη συγκεκριμένη Φαρμακοποιό είχε απαγορευθεί η. αγορά με πίστωση φαρμάκων. Επίσης η μαρτυρία του συγκατηγορουμένου της δεν είναι "μόνη", αλλά συνδυάζεται και με τα άλλα πραγματικά περιστατικά. Εν πάσει δε περιπτώσει η εκκαλούσα δεν δικαιολογεί και δεν προσκομίζει στοιχεία (τιμολόγια κλπ), με τα οποία να δικαιολογεί την προμήθεια φαρμάκων στο φαρμακείο της. Υπό τα πραγματικά αυτά περιστατικά υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων για τις διωχθείσες κακουργηματικές πράξεις και ορθώς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας τους παρέπεμψε, σύμφωνα με τα άρθρα 309§ 1ε και 313 ΚΠΔ στο ακροατήριο του αρμοδίου καθ' ύλη και κατά τόπο (άρθρα 97§2 Συντάγματος, 8§1γ, 111§1, 119 και 122§1 ΚΠΔ) Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για τις πράξεις: α) της κακουργηματικής απάτης (τον Γ. Β.) και β) της ηθικής αυτουργίας σ' αυτήν (την Σ.-Α. Σ.), οι οποίες πράξεις προβλέπονται και τιμωρούνται από τα άρθρα 1, 5, 13στ', 14, 16-19, 26 § 1, 27, 46 § 1α, 51, 52, 60, 63, 79, 98, 386 §§ 1, 3α', β'ΠΚ, όπως το άρθρο 386 § 3 συμπληρώθηκε με άρθρο 14 §§ 1, 4 Ν. 2721/1999, προβαίνοντας σε σωστή ερμηνεία του νόμου και ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν. Κατά συνέπεια οι εφέσεις των εκκαλούντων, με την οποία υποστηρίζουν τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες κατ' ουσία, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο Βούλευμα.
VIII) Επί των λόγων αναιρέσεως: α) Επί του α' λόγου: Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με τις ανωτέρω παραδοχές δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (άρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ.) καθ' όσον δεν προσδιορίζει πώς προεκάλεσε η αναιρεσείουσα στον έτερο κατηγορούμενο-φυσικό αυτουργό την απόφαση να τελέσει την αξιόποινη πράξη για την οποία παρεπέμφθη. Δεν αναφέρει στοιχεία που συγκροτούν την υποκειμενική υπόσταση, ούτε κάνει λόγο για την κατ' εξακολούθηση τέλεση και δη εάν για κάθε μερικότερη πράξη προκαλούσε στον συγκατηγορούμενό της (που δεν άσκησε αναίρεση) την απόφαση για τέλεσή τους ή εάν η ηθική αυτουργία προκλήθηκε κατά την πρώτη πράξη για να προκαλέσει σ'αυτό συγχρόνως την απόφαση να τελέσει και τις επόμενες μερικότερες πράξεις. Θα πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών ουδεμία κάνει αναφορά στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος ως εσφαλμένως υποστηρίζεται με την αίτηση αναιρέσεως, ενώ σαφώς συνάγεται (φύλλο 6 σελ. β) ότι έλαβε υπόψη του το υπόμνημα επί της εφέσεως της κατηγορουμένης. β) Ως προς τον β' λόγο: Είναι αβάσιμος και απορριπτέος διότι δεν υφίσταται υπέρβαση εξουσίας (Συμβ. Α.Π. 1397/2008 Π.Δ./σύνη 2009/258) λόγω αξιολόγησης μόνο των αποδεικτικών στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ενοχής και αποδυναμώνουν τους ισχυρισμούς της κατηγορουμένης αλλά η μνεία ορισμένων (ισχυρισμών Γ., έρευνα Προέδρου Συν/σμού στο καλάθι αχρήστων του αυτουργού μη προσκόμιση από πλευράς κατηγορουμένης αποδείξεων που να προκύπτει η αγορά φαρμάκων) δε συνιστά επιλεκτική παράθεση αλλά αυτό έλαβε χώρα προς επίρρωση των κρίσεων του συμβουλίου ενώ παράλληλα αναφέρονται και οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης που αντικρούονται. γ) Ως προς τον γ' λόγο: Είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί διότι: 1) Το Συμβούλιο δεν στηρίχθηκε στους ισχυρισμούς του συγκατηγορουμένου της, αλλά και σε άλλα στοιχεία (ισχυρισμοί μάρτυρα Γ., Δ/ντή Συν/σμού, έλλειψη αποδείξεων αγοράς φαρμάκων από την κατηγορουμένη). 2) Η κατ' άρ. 211 Α Κ.Π.Δ απαγόρευση δεν ισχύει στο ενδιάμεσο στάδιο (των συμβουλίων) κατά την εκτίμηση των στοιχείων περί παραπομπής του κατηγορουμένου σε δίκη. Η απαγόρευση αυτή ισχύει μόνο κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας και μάλιστα όταν το δικαστήριο οδηγείται σε καταδικαστική απόφαση και μόνον ως αποκλειστικό αποδεικτικό μέσο (Α.Π. σε Συμβ. 1302/2004 Π.Χρ. ΝΕ/533, Α.Π. 854/2006 Π.Χρ. ΝΖ/236). Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να γίνει δεκτή ως προς τον α' λόγο, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (άρ. 484 παρ. 1 δ', 139 Κ.Π.Δ.), να επεκταθεί κατ' άρ. 469 Κ.Π.Δ. το αποτέλεσμα της αναιρέσεως ως προς τον μη ασκήσαντα αναίρεση αυτουργό Γ. Β., και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση ενώπιον του αυτού Δικαστικού Συμβουλίου που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρ. 485 παρ. 1, 519, 523 Κ.Π.Δ.). IX)
Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω Να γίνει δεκτή η υπ' αρ. 11/10-9-2009 αίτηση αναιρέσεως (ενώπιον του Γραμματέα Ειρηνοδικείου Χαλκίδας) της Σ.-Α. Σ., κατοίκου Ν. Αρτάκης Ευβοίας (ως προς τον α' λόγο), να αναιρεθεί το υπ' αρ. 1172/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα κρίση ενώπιον του ιδίου συμβουλίου που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Αθήνα 6 Φεβρουαρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο Ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάσταση της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΟλΑΠ 1420/1986). Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών £/~73.000 ευρώ.) Περαιτέρω, κατά το άρθ. 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση και παραγωγή της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, απειλή ή με εκμετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγματικής ή νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή με τη διέγερση μίσους κατά του παθόντος, με πειθώ ή φορτικότητα ή προτροπές ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεως του ή και της σχέσεως του με το φυσικό αυτουργό. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την -απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξεως στην οποία παρακινείται ο φυσικός αυτουργός, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξεως αυτής μέχρι λεπτομερειών, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, εκτός αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484παρ.1 στοιχ.δ' ΚΠοιν.Δ λόγο αναιρέσεως ,όταν αναφέρονται σ' αυτό, με πληρότητα ,σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με βάση τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά ,το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής και στην πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που έχει ενσωματωθεί στο πρωτόδικο βούλευμα, στο οποίο συμπληρωματικά αναφέρεται, στην οποία (πρόταση) εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα ,από τα οποία προέκυψαν αυτά ,και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 1172/2009 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική Πρόταση, έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας ορθώς παρέπεμψε την αναιρεσείουσα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Α' βαθμό) Αθηνών, για να δικασθεί για ηθική αυτουργία σε κακουργηματική απάτη, την οποία φέρεται ότι διέπραξε ο παραπεμφθείς ομοίως Γ. Β., διότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος τους. Ακολούθως απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας (και εκείνης του Γ. Β.) και επικύρωσε το Πρωτόδικο 261/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας. Στην Εισαγγελική πρόταση, που υιοθέτησε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, εκτίθενται, για την αναιρεσείουσα και τον συγκατηγορούμενό της Γ. Β., τα εξής: "Ο εκκαλών - κατηγορούμενος Γ. Β. ήταν προϊστάμενος της αποθήκης του Συνεταιρισμού Φαρμακοποιών Ευβοίας (ΣΥ.Φ.Ε.), η δε εκκαλούσα-κατηγορουμένη Σ.-Α. Σ., μέλος του ως άνω Συνεταιρισμού. Στο Συνεταιρισμό Φαρμακοποιών Ευβοίας (ΣΥ.Φ.Έ.) μετέχουν 113 μέλη-Φαρμακοποιοί (φυσικά πρόσωπα και ομόρρυθμες εταιρίες). Ο ΣΥ.Φ.Ε. προμηθεύει φάρμακα και άλλα παραφαρμακευτικά προϊόντα στα μέλη του, αλλά και σε άλλους Φαρμακοποιούς της περιοχής Ευβοίας, που δεν είναι μέλη. Η εκκαλούσα-κατηγορουμένη Σ.-Α. Σ. δεν μπορούσε με απόφαση του Δ.Σ. του ΣΥ.Φ.Ε. να παραγγείλει στο όνομα της φάρμακα κλπ, διότι λόγω του μεγάλου ανεξόφλητου χρεωστικού υπολοίπου προς το ΣΥ.Φ.Ε. την είχαν αποκλείσει από αυτό το. δικαίωμα, που είχε κάθε μέλος του ΣΥ.Φ.Ε. Έτσι κατά τον Ιανουάριο 2003 ήρθε σε επαφή με τον συγκατηγορούμενό της Γ. Β., προϊστάμενο της αποθήκης του Συνεταιρισμού Φαρμακοποιών Ευβοίας (ΣΥ.Φ.Ε.) και έδιδε σ' αυτόν αποκλειστικά, τηλεφωνικά, παραγγελίες για την προμήθεια φαρμάκων κλπ. Τα φάρμακα αυτά τα παραλάμβανε η εκκαλούσα-κατηγορουμένη Σ.-Α. Σ., η χρέωση όμως, επειδή υπήρχε η απαγόρευση χορήγησης σ' αυτήν φαρμάκων, γινόταν σε άλλους Φαρμακοποιούς του Νομού Ευβοίας εν αγνοία τους. Δηλαδή ο εκκαλών-κατηγορούμενος που είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα έκδοσης των τιμολογίων, βάσει των καθημερινών παραγγελιών-δελτίων αποστολής, εξέδιδε ανά δεκαπενθήμερο τις συγκεντρωτικές καταστάσεις τιμολογίων, τα οποία έστελνε στους Φαρμακοποιούς-πελάτες του ΣΥ.Φ.Ε. Η εκκαλούσα - κατηγορουμένη σε κάθε παραγγελία έδιδε ως αμοιβή στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο το ποσό των 100 έως 150 ευρώ. Αυτή η διαδικασία διήρκεσε από τον Ιανουάριο 2003 μέχρι το Φεβρουάριο 2006. Η Φαρμακοποιός και μέλος του ΣΥ.Φ.Ε. Α. Γ. διαπίστωσε ότι στη συγκεντρωτική κατάσταση τιμολογίων Ιανουαρίου 2006, που της είχε αποσταλεί, υπήρχαν ανακριβείς καταγραφές, δηλαδή υπήρχαν στα τιμολόγια καταχωρήσεις για φάρμακα, τα οποία δεν είχε παραγγείλει και ούτε φυσικά είχε παραλάβει. Έτσι την 7-2-2006 επικοινώνησε με το Διευθυντή του ΣΥ.Φ.Ε. Π. Τ. και του ανέφερε το περιστατικό. Μετά την ανακοίνωση-διαμαρτυρία της Α. Γ., ο Διευθυντής του ΣΥ.Φ.Ε., εντόπισε στο καλάθι αχρήστων στο γραφείο του κατηγορουμένου Γ. Β., πέντε συγκεντρωτικές καταστάσεις που αφορούσαν τους Φαρμακοποιούς Μ. Α., Ε. Θ., Π. Π. και Μ. Κ.. Μετά την εξέλιξη αυτή συγκλήθηκε έκτακτο Δ.Σ. την 10-2-2006, όπου παραβρέθηκαν τόσο η καταγγέλλουσα Α. Γ., όσο και ο κατηγορούμενος Γ. Β., - προκειμένου να διερευνηθεί το ανάκυψαν ζήτημα και να δοθούν εξηγήσεις από τον Γ. Β.. Ο κατηγορούμενος ομολόγησε ότι ελάμβανε ο ίδιος προσωπικά παραγγελίες φαρμάκων από τη συγκατηγορουμένη του Σ.-Α. Σ. και εξέδιδε προτιμολόγια στο όνομα της Φαρμακοποιού Σ. και στη συνέχεια τα οριστικά τιμολόγια τα εξέδιδε στα ονόματα των παρακάτω Φαρμακοποιών. Δηλαδή καθ' όλο το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2003 έως Φεβρουάριο 2006, ο εκκαλών-κατηγορούμενος Γ. Β. χρέωνε με την έκδοση τιμολογίων τους παρακάτω Φαρμακοποιούς για φάρμακα, τα οποία ουδέποτε είχαν παραγγείλει και ούτε είχαν παραλάβει: τη Β. Λ. με το ποσό των 32.128,786, την Α. Γ. με το ποσό των 32.781,886-, τον Κ. Κ. με το ποσό των 16.463,28€, τη Θ. Ε. με το ποσό των 76.181,416, τον Π. Π. με το ποσό των 23.065,59€, την Κ. Μ. με το ποσό των 40.547,426 και την Α. Μ. με το ποσό των 61.179,73€. Τα παραπάνω ποσά ανέρχονται συνολικά στα 282.348,096. Οι χρεώσεις αυτές εις βάρος των παραπάνω παθόντων δεν έγιναν εφ' άπαξ, διότι λόγω των μεγάλων χρεώσεων θα γινόταν αμέσως αντιληπτό, αλλά τμηματικά και σταδιακά καθ' όλο το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 2003 έως Φεβρουάριο 2006. Οι εκκαλούντες-κατηγορούμενοι αρνούνται την κατηγορία και ο μεν Γ. Β. ισχυρίζεται αορίστως ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθώς τα από την ανάκριση προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, η δε Σ.-Α. Σ. ισχυρίζεται ότι ο συγκατηγορούμενος της Γ. Β. υπέγραψε στο Αστυνομικό Τμήμα υπεύθυνη δήλωση, στην οποία αναφέρει ότι πιέστηκε και εκβιάστηκε από το Δ.Σ. του ΣΥ.Φ.Ε. και αναγκάστηκε να αναφέρει το όνομα της εκκαλούσης, διότι αυτό του "ήλθε πρώτα στο μυαλό". Επικαλείται επίσης τη διάταξη του άρθρου 211Α ΠΚ, σύμφωνα με την οποία "μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη, δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου". Όμως οι ισχυρισμοί αυτοί της εκκαλούσας είναι αβάσιμοι, διότι δεν είναι "τυχαία" η αναφορά του ονόματος της ανάμεσα στα δεκάδες μέλη του ΣΥ.Φ.Ε., όταν μάλιστα στη συγκεκριμένη Φαρμακοποιό είχε απαγορευθεί η. αγορά με πίστωση φαρμάκων. Επίσης η μαρτυρία του συγκατηγορουμένου της δεν είναι "μόνη", αλλά συνδυάζεται και με τα άλλα πραγματικά περιστατικά. Εν πάσει δε περιπτώσει η εκκαλούσα δεν δικαιολογεί και δεν προσκομίζει στοιχεία (τιμολόγια κλπ), με τα οποία να δικαιολογεί την προμήθεια φαρμάκων στο φαρμακείο της". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό ,με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά ,τα πραγματικά περιστατικά ,τα οποία προέκυψαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και τις σκέψεις ,με τις οποίες έκρινε ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά αποτελούν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας για το ανωτέρω έγκλημα, που κρίθηκε αυτή παραπεμπτέα το οποίο προβλέπεται και τιμωρείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 46§1 και 386§1. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένης), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την πιο πάνω κρίση του ,ενώ δεν υπήρχε ,κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο ούτε αξιολογήσεως ενός εκάστου εξ' αυτών. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν διότι: α) από το περιεχόμενο του σκεπτικού του προσβαλλόμενου βουλεύματος προκύπτουν τα μέσα και ο τρόπος που χρησιμοποίησε η αναιρεσείουσα για να πείσει τον αυτουργό στην τέλεση της απάτης κατ' εξακολούθηση εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ, ιδίως από την παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα για κάθε παραγγελία έδινε στον φυσικό αυτουργό 100-150 ευρώ.
β)Το Συμβούλιο Εφετών δεν παραπέμπει στο πρωτόδικο βούλευμα, από δε την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού του βουλεύματος, ότι το Συμβούλιο συνήγαγε την κρίση του από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και το υπόμνημα επί της εφέσεως της αναιρεσείουσας, προκύπτει ότι το άνω Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και το άνω υπόμνημα συνεκτίμησε δε και αξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να προκύπτει ότι έγινε επιλεκτική αξιολόγηση κάποιου εκ τούτων ή η μη λήψη υπόψη κάποιου εξ αυτών. γ)Το Συμβούλιο Εφετών, για να αχθεί στην άνω κρίση του για την αναιρεσείουσα δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στην κατάθεση η αιτιολογία του συγκατηγορουμένου της αυτουργού, αλλά έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα κτλ). Πέραν του ότι η απαγόρευση εκ της διατάξεως άρθρου 211Α ΚΠοινΔ, σύμφωνα με την οποία "μόνη η μαρτυρία και κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου" δεν έχει εφαρμογή στο ενδιάμεσο στάδιο κατά την εκτίμηση των στοιχείων περί παραπομπής του κατηγορουμένου σε δίκη. Οι λοιπές αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών και γι’ αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως οι εκ του άρθρου 484§1 στοιχ. α' και δ', κατ' εκτίμηση του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, περί απολύτου ακυρότητας της προδικασίας και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν, εφόσον δεν υπάρχει λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα. (άρθρο 583§1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 11/10-9-2009 αίτηση της Σ.-Α. Σ. του Σ., περί αναιρέσεως του υπ' αριθ. 1172/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα ανερχόμενα σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ