Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναίρεση μερική, Προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα, Δυσφήμηση συκοφαντική.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για συκοφαντική δυσφήμηση και παραβίαση του νόμου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 22 Ν. 2472/1997). Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας εν σχέσει με την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Παραδοχή λόγου αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα ως προς την έννοια του "Αρχείου". Κήρυξη αθώου του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος για την πράξη της παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Απαλείφει τη διάταξη περί επιβολής ποινής ως προς την άνω πράξη.
Αριθμός 1857/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Βασίλειο Φράγγο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ψ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κωνσταντίνου, για αναίρεση της υπ'αριθ.7047/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Χ, κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1726/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ ορίζεται ότι όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές, τότε διαπράττεται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Επομένως, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναλήθειάς του και της δυνατότητας του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 2 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτή, με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως για συκοφαντική δυσφήμηση δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, αλλά περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου γεγονότος πράγμα που συμβαίνει και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου η σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ'αριθ.4047/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε κατ'έφεση, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για συκοφαντική δυσφήμηση κατ'εξακολούθηση και παράβαση του Ν.2472/1997 και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5000) ευρώ. Ειδικότερα κηρύχθηκε ένοχος διότι: Στην ..., το χρονικό διάστημα από 18-9-2004 έως 24-9-2004 τέλεσε τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις: Α)Με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενώπιον τρίτων ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλον ψευδές γεγονός που μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του, αν και γνώριζε ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές. Ειδικότερα, καταχώρισε αγγελία στην ιστοσελίδα με την επωνυμία "http.//www.adult.gr", σύμφωνα με την οποία η εγκαλούσα Χ, συνευρίσκεται ερωτικά με αόριστο αριθμό προσώπων και ζευγάρια, έναντι του ποσού των 100 ευρώ, αναγράφοντας και τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της. Το γεγονός όμως αυτό ήταν ψευδές και μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας καθόσον την εμφάνιζε στους επισκέπτες της εν λόγω ιστοσελίδας, μεταξύ των οποίων ήταν και πρόσωπα του οικογενειακού και επαγγελματικού περιβάλλοντός της, ως εκδιδόμενη επ'αμοιβή, ο δε κατ/νος τελούσε σε γνώση του ψευδούς του και παρά ταύτα το ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα. Β)Κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, κατέστησε προσιτό σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και συγκεκριμένα με την καταχώρηση της ως άνω αγγελίας, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο υπό το στοιχ.Α', κατέστησε προσιτά σε άλλους ψευδή δεδομένα που αφορούν την ερωτική ζωή της εγκαλούσας καθώς και τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της για την εξακρίβωση της ταυτότητάς της".
Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, την οποία στήριξε στα μνημονευόμενα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα τα ακόλουθα: "....Ο κατηγορούμενος ο οποίος παλαιότερα είχε ερωτικό δεσμό με την εγκαλούσα, στην ... και κατά το χρονικό διάστημα από 18-9-2004 έως 24-9-2004 είχε καταχωρίσει αγγελία στην ιστοσελίδα με την επωνυμία http.//www.adult.gr σύμφωνα με την οποία η εγκαλούσα Χ συνευρίσκεται ερωτικά με αόριστο αριθμό προσώπων και ζευγάρια έναντι του ποσού των 100 ευρώ, αναγράφοντας και τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της. Όμως κάτι τέτοιο ήταν ψευδές και μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη της, καθόσον την παρουσίαζε στους επισκέπτες της άνω ιστοσελίδας, μεταξύ των οποίων και πρόσωπα του οικογενειακού και επαγγελματικού της περιβάλλοντος, οι οποίοι γνώριζαν και το υποκοριστικό της ΤΕΤΑ που αναφερόταν στην άνω ιστοσελίδα αλλά και το κινητό της, ότι εκδίδεται επ' αμοιβή. Προέβη δε ο κατηγορούμενος στην άνω ενέργεια του αν και γνώριζε ότι όλα αυτά που αναφέρονταν για την εγκαλούσα στην ιστοσελίδα αυτή ήταν ψευδή, πλην όμως τα ισχυρίστηκε στην άνω ιστοσελίδα. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι με την θέση των ανωτέρω στοιχείων της εγκαλούσας στην άνω ιστοσελίδα, κατέστησε προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της και δη με την άνω αγγελία, αφενός μεν με τα προαναφερθέντα κατέστησε σε άλλους ψευδή γεγονότα σχετικά με την ερωτική της ζωή αφετέρου δε γνωστοποίησε τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της έτσι ώστε να δύναται να γίνει εξακρίβωση της ταυτότητας της. Εξάλλου, από τα αναφερόμενα στην άνω αγγελία στοιχεία της δηλ το ΤΕΤΑ σε συνδυασμό με τα περιγραφόμενα σ'αυτή (αγγελία) χαρακτηριστικά και τον αριθμό του κινητού της είναι δυνατόν να βρεθεί η ταυτότητά της....Τέλος....αποδείχθηκε ότι εκτός από τις ενοχλήσεις που δέχθηκε η εγκαλούσα στο κινητό της από τρίτους που είχαν δεί την σχετική αγγελία και κάποιοι συνάδελφοί της αντιλήφθηκαν την ταυτότητά της".
Με αυτά που, κατ'αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, δέχθηκε το ανωτέρω δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ'εξακολούθηση για την οποία κατεδικάσθηκε ο κατηγορούμενος αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε, των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 363 σε συνδυασμό 362 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν παρεβίασε ευθέως η εκ πλαγίου.
Ειδικότερα, παρέθεσε στην απόφασή του τα δυσφημιστικά για την εγκαλούσα γεγονότα που περιλαμβάνοντο στην άνω ιστοσελίδα, των οποίων έλαβαν γνώση τρίτοι μεταξύ άλλων και πρόσωπα του οικογενειακού και επαγγελματικού της περιβάλλοντος, καθώς και τα περιστατικά από τα οποία συνήγαγε την αναλήθεια των άνω γεγονότων και εκείνα από τα οποία πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι τα γεγονότα ήταν ψευδή. Ο άμεσος δόλος, ειδικώς, του αναιρεσείοντος πλήρως αιτιολογείται με την αναφορά ότι αυτός, έχοντας προηγουμένως ερωτικό δεσμό με την παθούσα, γνώριζε ότι αυτά που διέδωσε ήταν ψευδή από προσωπική αντίληψη, παραδοχή εκ της οποίας δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων, σχετικά με τη γνώση αυτή, περιστατικών. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες διότι: α)πλήρως εξατομικεύεται το πρόσωπο της παθούσης με τις παραδοχές ότι το κινητό τηλέφωνο ανήκε στην ίδια, ήταν δε γνωστή σε τρίτους και ιδίως στο οικογενειακό και επαγγελματικό της περιβάλλον με το υποκοριστικό όνομα "Τέτα", β)δεν απαιτείτο να αναφέρονται συγκεκριμένα "τρίτα" πρόσωπα που έλαβαν γνώση του συκοφαντικού γεγονότος, πέραν της παραδοχής ότι έλαβαν γνώση και πρόσωπα του οικογενειακού και επαγγελματικού περιβάλλοντος της παθούσης. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Δ'του ΚΠοινΔ δεύτερος λόγος της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας καθόσον αφορά το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Ν.2472/1997 "προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζετο ότι για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως.....ε)αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία στερούνται είτε από το δημόσιο ή από το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο. Κατά την παρ.2 του άρθρου 18 του Ν.3741/2006, με την οποία αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό, κατά την έννοια του νόμου νοείται ως αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ("αρχείο") κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια. Κατά το άρθρο 3 παρ.1 του ίδιου νόμου οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται, στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο. Τέλος, το άρθρο 22 του ίδιου Ν.2472/1997 προβλέπει ποινικές κυρώσεις για τις αναφερόμενες σ'αυτό κατηγορίες συμπεριφορών που κρίνονται αξιόποινες. Ειδικότερα, κατά την παρ.4 του άνω άρθρου, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών, ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, η επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Οι ποινικές αυτές κυρώσεις, ενόψει της ιδιάζουσας βαρύτητος τους, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεων του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Με εξαίρεση δε τις περιπτώσεις της διατάξεως του άρθρου 22 παρ.5, η οποία ποινικοποιεί τις παραβάσεις συγκεκριμένων αποφάσεων της Αρχής Προσωπικών δεδομένων, το κοινό συνδετικό γνώρισμα των ειδικών ποινικών προβλέψεων του άρθρου 22 του Ν.2472/1997 και εκείνο που προσδίδει βαρύτητα στις σχετικές πράξεις είναι η αναφορά τους στην τήρηση "Αρχείων Προσωπικών δεδομένων". Ως "Αρχείο" δε κατά τον προϊσχύοντα ορισμό ήταν το σύνολο διατηρουμένων προσωπικών δεδομένων ενώ υπο την νέα του μορφή (κατά το άρθρο 18 Ν.3741/2006) απαιτείται επι πλέον "διάρθρωση του συνόλου" και "το προσιτό των δεδομένων με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια". Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την αντικειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της παρ.4 του άρθρου 22, υπό τις διάφορες μορφές που διατυπούται, απαιτείται η επεξεργασία, αυτοματοποιημένη ή μη, προσωπικών δεδομένων ενταγμένων σε αρχείο ή που πρόκειται να περιληφθούν σε υπάρχον αρχείο, και όχι μελλοντικό, διότι "το αρχείο" περιγράφεται ως υπάρχουσα και όχι μελλοντική έννοια.
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά το διατακτικό σε συνδυασμό με το ως άνω αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η πράξη της παραβάσεως του άρθρου 22 παρ.4 του Ν.2472/1997, για την οποία επίσης καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, συνίστατο στο ότι αυτός κατά το χρονικό διάστημα από 18-9-2004 έως 24-9-2004 κατέστησε προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της εγκαλούσας και συγκεκριμένα καταχώρισε στην ιστοσελίδα με τα στοιχεία "http.//www.adult.gr" αγγελία και τον αριθμό κινητού τηλεφώνου της εγκαλούσας σύμφωνα με την οποία η τελευταία συνευρίσκεται ερωτικά με αόριστο αριθμό προσώπων και ζευγάρια έναντι 100 ευρώ, καθιστόντας έτσι προσιτά σε άλλους ψευδή δεδομένα που αφορούν την ερωτική ζωή της εγκαλούσας. Όμως, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα της εγκαλούσας, που κατέστησαν προσιτά σε τρίτους από τον κατηγορούμενο, δεν περιείχοντο σε αρχείο προσωπικών δεδομένων και συνεπώς, σύμφωνα με όσα στην μείζονα σκέψη εκτέθηκαν, δεν στοιχειοθετείται η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της παράβασης του άρθρου 22 παρ.4 του Ν.2472/1997, διότι ελλείπει το στοιχείο "του Αρχείου". Έτσι, το Τριμελές Εφετείο με τις προαναφερόμενες παραδοχές του ως προς την εν λόγω πράξη, εσφαλμένα ερμήνευσε εις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2, 22 παρ.4 του Ν.2472/1997. Επομένως, είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Ε'του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το ένα σκέλος του (έστω και αν προβάλλεται άλλη αιτίαση εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου). Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα κατά το κεφάλαιο που καταδίκασθηκε ο αναιρεσείων για την πράξη της παράβασης του άρθρου 22 παρ.4 Ν.2472/1997 παρελκούσης της έρευνας του ετέρου σκέλους του ίδιου πρώτου λόγου αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 εδ.α'ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 50 Ν.3160/2003 "αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο Άρειος Πάγος δεν παρεπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη και αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο". Στην προκειμένη περίπτωση, αφού δεν στοιχειοθετείται, κατά τα προεκτεθέντα, η αντικειμενική υπόσταση της άνω πράξεως ούτε κάποιας άλλης, πρέπει ο αναιρεσείων να κηρυχθεί αθώος για την πράξη αυτή, και να απαλειφθεί από την προβαλλόμενη απόφαση η διάταξη με την οποία του επιβλήθηκε για την πράξη αυτή ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5000) ευρώ και η από αυτήν προελθούσα συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών με την επαύξηση της ποινής φυλακίσεως ενός έτους που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα για το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, κατά 6 μήνες, ώστε να διατηρηθεί μόνο η ποινή φυλακίσεως του ενός έτους για την πράξη για την οποία δεν αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά τα λοιπά η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ'αριθ.7047/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών κατά το μέρος της που κήρυξε ένοχο του αναιρεσείοντα για παράβαση του άρθρου 22 παρ.4 του Ν.2472/1997, καθώς και κατά τις διατάξεις της περί επιβολής σ'αυτόν ποινής για την παράβαση αυτή και συνολικής ποινής.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο Χ αθώο του ότι στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 18-9-2004 έως 24-9-2004 κατέστησε προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και συγκεκριμένα καταχώρισε στην ιστοσελίδα με τα στοιχεία "http.//www.adult.gr" αγγελία, με τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της εγκαλούσας Χ, σύμφωνα με την οποία η τελευταία συνευρίσκεται ερωτικά με αόριστο αριθμό προσώπων και ζευγάρια έναντι 100 ευρώ, καθιστώντας έτσι προσιτά σε άλλους ψευδή δεδομένα που αφορούν την ερωτική ζωή της εγκαλούσας.
ΑΠΑΛΕΙΦΕΙ την διάταξη περί επιβολής ποινής φυλακίσεως δώδεκα μηνών και χρηματικής ποινής πέντε χιλιάδων ευρώ, για την άνω πράξη, καθώς και αυτήν περί επαυξήσεως της συντρέχουσας ποινής για την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ'εξακολούθηση κατά έξι μήνες, διατηρουμένης της ποινής φυλακίσεως δώδεκα μηνών που επιβλήθηκε για την τελευταία πράξη, η οποία έχει μετατραπεί σε χρηματική ποινή.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 28 Νοεμβρίου 2009 αίτηση αναιρέσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ