Θέμα
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής καταμήνυση, Ψευδής ανώμοτη κατάθεση, Ψευδορκία μάρτυρα.
Περίληψη:
Ψευδής καταμήνυση, ψευδής ανώμοτη κατάθεση, ψευδορκία μάρτυρα. Στοιχεία των ανωτέρω εγκλημάτων. Το τεκμήριο αναλήθειας που θεσπίζεται με το άρθρο 366 § 2 του ΠΚ αφορά στη συκοφαντική δυσφήμιση και δεν εφαρμόζεται στα ανωτέρω εγκλήματα και αν το δικαστήριο το εφαρμόσει για την κήρυξη της ενοχής του κατηγορουμένου υποπίπτει στην πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως και της ελλείψεως αιτιολογίας, εκτός και αν, πέραν του τεκμηρίου, δεχτεί περιστατικά τα οποία αυτοτελώς στηρίζουν αιτιολογημένως την καταδικαστική κρίση. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, εκτός και αν απαιτείται η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση αφενός γιατί στήριξε την ενοχή των κατηγορουμένων για τα ως άνω εγκλήματα μόνο στο τεκμήριο αναλήθειας που προέκυπτε από απαλλακτικό για τη μηνύτρια βούλευμα και αφετέρου γιατί δεν αναφέρει περιστατικά για τη γνώση και το σκοπό.
ΑΡΙΘΜΟΣ 210/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1 και 2. Χ2, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο, περί αναιρέσεως της 2063/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα τη Ψ, κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γρηγόριο Παπαδογιάννη.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1347/2009.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των ως άνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 3327/2005, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται: α) η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, β) ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και γ) να απέβλεπε με αυτήν στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1α του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 3327/2005, με φυλάκιση το πολύ δύο ετών τιμωρείται όποιος, όταν εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση, εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης απαιτείται: α) ο διάδικος ή ο μάρτυρας να καταθέσει χωρίς όρκο ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της παρ. 1 αυτού από το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3327/2005, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέμματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται: α) ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, η οποία είναι αρμόδια για την εξέτασή του, β) τα πραγματικά περιστατικά τα οποία κατέθεσε να είναι ψευδή και γ) να υφίσταται άμεσος δόλος του, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 του ΠΚ, αν στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363, 364 και 365 το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι πράξη αξιόποινη για την οποία ασκήθηκε δικαστική δίωξη, αναστέλλεται η δίκη για τη δυσφήμιση έως το τέλος της ποινικής δίωξης, θεωρείται αποδεδειγμένο ότι το γεγονός που αφορά η δυσφήμιση είναι αληθινό αν η απόφαση είναι καταδικαστική και ψευδές αν η απόφαση είναι αθωωτική και στηρίζεται στο ότι δεν αποδείχτηκε ότι το πρόσωπο που είχε δυσφημηθεί, τέλεσε την αξιόποινη πράξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στην περίπτωση της αμετάκλητης αθώωσης του δυσφημηθέντος (είτε με απαλλακτικό βούλευμα είτε με αθωωτική απόφαση), παράγεται νόμιμο αμάχητο εκμήριο για την αναλήθεια των γεγονότων τα οποία συντονούν το περιεχόμενο της πράξεως της συκοφαντικής δυσφημήσεως, έτσι ώστε είναι ανεπίτρεπτη η επάνοδος και εκ νέου έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας των ίδιων γεγονότων. Η ανωτέρω όμως διάταξη και το θεσπιζόμενο με αυτήν τεκμήριο αναλήθειας, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σε άλλα εγκλήματα, όπως αυτό της ψευδούς καταμηνύσεως για το ψευδές της καταμηνυθείσης πράξεως ή αυτό της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της ψευδορκίας μάρτυρα για το ψευδές των κατατεθέντων περιστατικών. Αν παρά ταύτα το δικαστήριο εφαρμόσει το ανωτέρω τεκμήριο για να καταλήξει στην ενοχή του κατηγορουμένου για τα εγκλήματα αυτά, υποπίπτει αφενός στην πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής της ανωτέρω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 366 παρ. 2 του ΠΚ και αφετέρου στην πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας, αφού δεν ερευνά και δεν αναφέρει τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων των εν λόγω εγκλημάτων και έτσι ιδρύονται οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ. Αν όμως το δικαστήριο, εκτός από την επίκληση της εφαρμογής του ως άνω τεκμηρίου αναλήθειας, ερευνήσει και δεχτεί περιστατικά πέρα από το απαλλακτικό βούλευμα ή την αθωωτική απόφαση, τα οποία στηρίζουν αιτιολογημένα τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων αυτών, δεν ιδρύονται οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως, αφού η ενοχή δεν στηρίχθηκε στο τεκμήριο αναλήθειας, το οποίο έτσι δεν επέδρασε στην κρίση του δικαστηρίου. Στην ανωτέρω βέβαια περίπτωση, για να έχει η καταδικαστική απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει τα ως άνω περιστατικά να αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και, επίσης, να αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Αθηνών που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δέχτηκε με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2063/2009 απόφασή του, ότι αποδείχτηκαν τα παρακάτω περιστατικά: "Η πρώτη κατηγορουμένη Χ1 και η εγκαλούσα Ψ είναι αδελφές και κόρες του ΑΑ, ο οποίος αποβίωσε στις 20-11-1995, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος είναι σύζυγος της πρώτης. Ο ΑΑ όσο ζούσε είχε αναπτύξει μεγάλη και επιτυχημένη επιχειρηματική δραστηριότητα, ασχολούμενος με την εισαγωγή και εμπορία βαρέων χωματουργικών μηχανημάτων, μέσω των εξής εταιριών: α) "ΑΑ και Σια ΟΕ οδοποιητικές εργασίες", β) "ΑΑ και Σια ΟΕ εισαγωγές μηχανημάτων οδοποιίας", γ) "ΒΒ και Σια ΟΕ" και δ) "ΓΓ ΟΕ". Στις εταιρίες αυτές συμμετείχε πάντοτε ο ίδιος και κατά καιρούς και μόνον τυπικά διάφορα μέλη της οικογενείας του, όπως ο αδελφός του ΒΒ, οι κόρες του και η σύζυγος του ΓΓ. Ο ανωτέρω από την επιχειρηματική του δραστηριότητα είχε κερδίσει μεγάλα χρηματικά ποσά, από τα οποία άλλα τοποθετούσε για λόγους επιχειρηματικούς και φορολογικούς σε διάφορους επωφελείς λογαριασμούς τραπεζών του εξωτερικού (Σουηδία, Γαλλία, Ισραήλ) και της Ελλάδας, με συνδικαιούχους τα μέλη της οικογενείας του, άλλα δε τοποθετούσε στις επιχειρήσεις του. Πάντοτε δε, όσο ζούσε, είχε αποκλειστικά τον έλεγχο και την διαχείριση των εταιριών του, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή σ'αυτές μελών της οικογενείας του, η οποία γινόταν για λόγους φορολογικούς. Έναν τέτοιο ως άνω λογαριασμό σε γερμανικά μάρκα είχε από τις 23-10-1982 στην τράπεζα της Σουηδίας SKANDINAVISKA ENSKILDA ΒΑΝΚΕΝ, στον οποίο από το έτος 1985 κατέστη συνδικαιούχος και η σύζυγος του ΓΓ. Περαιτέρω ο ΑΑ προσβλήθηκε το έτος 1994 από καρκίνο του προστάτη, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει θεραπεία στο νοσοκομείο "Άγιος Σάββα". Από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1995 εισήχθη στο θεραπευτήριο "Υγεία", όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα, οπότε και απεβίωσε. Κατά τη διάρκεια της ασθένειας του ασχολείτο με τη διαχείριση των εργασιών των επιχειρήσεων του η πολιτικώς ενάγουσα, η οποία άλλωστε εργαζόταν στις επιχειρήσεις του από το έτος 1986. Αυτή τον Οκτώβριο του έτους 1995, δηλαδή ένα μήνα πριν το θάνατο του πατέρα της ΑΑ, έστειλε fax, που έφερε την υπογραφή αυτού (ΑΑ), προς την ανωτέρω Σουηδική τράπεζα, όπου ο πατέρας της είχε λογαριασμό σε γερμανικά μάρκα, στον οποίο η πολιτικώς ενάγουσα δεν ήταν δικαιούχος και έδωσε εντολή για μεταφορά 1.000.000 γερμανικών μάρκων από τον εν λόγω λογαριασμό σε λογαριασμό της Τράπεζας Πίστεως στην Ελλάδα, στον οποίο ήταν και αυτή συνδικαιούχος. Η ανωτέρω Σουηδική Τράπεζα εκτέλεσε την εντολή και, κατόπιν τούτου, στις 17-10-1995 ανοίχθηκε στην Τράπεζα Πίστεως λογαριασμός με αριθμό ... και με συνδικαιούχους την πολιτικώς ενάγουσα, τον πατέρα της και τη μητέρα της. Επιπροσθέτως, ο ΑΑ, πριν την εισαγωγή του στο Νοσοκομείο Άγιος Σάββας, διαβίβασε στην πολιτικώς ενάγουσα εντολή για μεταφορά 64.000 δολλαρίων Η.Π.Α. από τον με αριθ. ... λογαριασμό, που διατηρούσε μαζί με αυτήν στην τράπεζα "FIRST INTERNATIONAL BANK OF ISRAEL HACARMEL HAIFA" στο Ισραήλ, να μεταφέρει στον με αριθ. ... λογαριασμό της "ΒΑΝΚ NATIONALE DE GRECE-FRANCE" στο κατάστημα Παρισίων, που διατηρούσε ομοίως με την πολιτικώς ενάγουσα. Στις 26-10-1995 η πολιτικώς ενάγουσα συνέταξε την έγγραφη εντολή για τη μεταφορά των χρημάτων, την οποία υπέγραψε ο πατέρας της και στη συνέχεια την έστειλε με φαξ στην ανωτέρω ισραηλινή τράπεζα. Εκ παραδρομής, όμως, η πολιτικώς ενάγουσα, παρόλο που αριθμητικώς είχε γράψει 64.000 δολλάρια Η.Π.Α, ολογράφως είχε γράψει sixty thousands (εξήντα χιλιάδες) και για το λόγο αυτό συνέταξε ένα διευκρινιστικό έγγραφο, που υπογράφηκε από τον πατέρα της, το οποίο έστειλε αμέσως στην ανωτέρω ισραηλινή τράπεζα. Ομως, η πρώτη κατηγορουμένη θεώρησε ότι οι προαναφερόμενες κινήσεις της πολιτικώς ενάγουσας, που αφορούσαν τις μεταφορές χρημάτων, ήταν δόλιες. Για τον λόγο αυτό, στις 25-1-2002 υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, εναντίον της πολιτικώς ενάγουσας νυν εγκαλούσας Ψ, αδελφής της, την από 18-1-2002 (ΑΒΜ Β2002/246) μήνυσή της, με την οποία ισχυρίστηκε ότι η τελευταία τέλεσε εις βάρος της σε βαθμό κακουργήματος τις αξιόποινες πράξεις της απάτης και της πλαστογραφίας με χρήση κατ'επάγγελμα και κατ'εξακολούθηση, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Ειδικότερα, με την ανωτέρω μήνυσή της η πρώτη κατηγορουμένη ισχυρίστηκε ότι η πολιτικώς ενάγουσα στις 19-10-1995 και στις 26-1-1995, χωρίς την έγκριση του πατέρα τους ΑΑ, συνέταξε πάνω σε λευκά χαρτιά, τα οποία τους είχε αφήσει αυτός με τη γνήσια υπογραφή του για να διεκπεραιώνουν υποθέσεις του, δύο έγγραφες εντολές μεταφοράς χρημάτων με ημερομηνίες από 19-10-1995 και από 26-10-1995, απομιμούμενη την υπογραφή του πατέρα της. Η πρώτη κατηγορουμένη επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της μήνυσης της με την από 27-9-2002 ανώμοτη κατάθεση της ενώπιον της 10ης Τακτικής Ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά την υποβολή της εν λόγω μήνυσης ασκήθηκε ποινική δίωξη εις βάρος της πολιτικώς ενάγουσας για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος (ενώ για την απάτη έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη) και ενεργήθηκε κύρια ανάκριση, μετά το πέρας της οποίας εκδόθηκε το με αριθμ. 1996/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, που αναγνώσθηκε, το οποίο έχει καταστεί ήδη αμετάκλητο (λόγω μη ασκήσεως κατ' αυτού ενδίκου μέσου) και το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά της πολιτικώς ενάγουσας για την παραπάνω πράξη της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος.
Συνεπώς η αναλήθεια αυτών που περιέλαβε η πρώτη κατηγορουμένη στην παραπάνω από 18-1-2002 έγκλησή της είναι αποδεδειγμένη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 του Π.Κ. Αποδείχθηκε ειδικότερα ότι ο ΑΑ κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 1995 ήταν σοβαρά άρρωστος, πλην, όμως, διατηρούσε την πνευματική του διαύγεια. Αφού έλαβε την έγκριση της συζύγου του, αποφάσισε να μεταφέρει στην Ελλάδα 1.000.000 γερμανικά μάρκα από τον με αριθ. ... λογαριασμό της ανωτέρω Σουηδικής τράπεζας. Για τη μεταφορά αυτή έπρεπε να ανοιχθεί σε Ελληνική τράπεζα λογαριασμός σε συνάλλαγμα. Επειδή η πολιτικώς ενάγουσα είχε στην κατοχή της, λόγω των ταξιδιών της στο εξωτερικό, υπόλοιπο συναλλάγματος και συγκεκριμένα 200 δολλάρια Η.Π.Α. και 600 Γερμανικά μάρκα, ο πατέρας της, η μητέρα της και η πρώτη κατηγορουμένη άνοιξαν στο κατάστημα της Τράπεζας Πίστεως Αθηνών τον προαναφερόμενο κοινό λογαριασμό ταμιευτηρίου, καταθέτοντας συνολικά 375,99 Γερμανικά μάρκα. Μετά το άνοιγμα του λογαριασμού, ο πατέρας της πολιτικώς ενάγουσας έδωσε εντολή σε αυτήν να συντάξει στα αγγλικά το έγγραφο για μεταφορά των χρημάτων, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, υπέγραψε ο ίδιος και ακολούθως η πολιτικώς ενάγουσα το έστειλε με φαξ στην ανωτέρω Σουηδική τράπεζα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη με αριθ. πρωτ. ... Ιατρική Βεβαίωση του διευθυντή του Ακτινοθεραπευτικού Τμήματος του νοσοκομείου "Άγιος Σάββας" ..., ο ΑΑ εισήλθε στο νοσοκομείο για νοσηλεία στις 23-10-1995 και εξήλθε στις 7-11-1995. Σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν ήταν κλινήρης, αλλά πήγαινε πολλές φορές σπίτι του και κοιμόταν το βράδυ. Επίσης, από την από 19-3-2003 Έκθεση Γραφολογικής Πραγματογνωμοσύνης της Ειδικής Δικαστικής Γραφολόγου-Αναλύτριας ..., αποδεικνύεται ότι η υπογραφή του ΑΑ ήταν γνήσια και συνεπώς δεν έχει πλαστογραφηθεί από την πολιτικώς ενάγουσα, προαναφερόμενα δε συμπεράσματα της Έκθεσης δεν αναιρούνται από την από 7-4-2003 Έκθεση του Τεχνικού Συμβούλου της πρώτης κατηγορουμένης ..., δικηγόρου, γραφολόγου. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ΑΑ στις 26-10-1995 είχε κοιμηθεί στο σπίτι του πριν εισαχθεί στο νοσοκομείο "Άγιος Σάββας". Την ίδια ημερομηνία μετέβη στα γραφεία της εταιρίας στη Λεωφόρο ... μαζί με την πολιτικώς ενάγουσα, η οποία κατόπιν εντολής του συνέταξε το κείμενο για τη μεταφορά 64.000 δολλαρίων Η.Π.Α. από τον με αριθ. ... λογαριασμό της Ισραηλινής τράπεζας "FIRST INTERNATIONAL BANK OF ISRAEL HACARMEL HAIFA" στον με αριθ. ... λογαριασμό της τράπεζας ΒΑΝΚ NATIONALE DE GRECE-FRANCE". Στις 15-11-1995 το ποσό των 1.000.000 Γερμανικών μάρκων μεταφέρθηκε από τη Σουηδία στην Τράπεζα Πίστεως και αυθημερόν τοποθετήθηκε σε ομολογιακή κατάθεση με αριθμό ..., όπως επιθυμούσε ο ΑΑ. Μετά τον θάνατο του τελευταίου, η ομολογιακή κατάθεση ανανεωνόταν συνεχώς και στις 27-3-1998, αφού εξοφλήθηκε εκδόθηκε ομόλογο ισόποσο με 1.086.775,37 Γερμανικών μάρκων με αριθμό λογαριασμού ... και με δικαιούχους την πολιτικώς ενάγουσα, την αδελφή της ΔΔ και τη μητέρα τους ΓΓ. Όσον αφορά την πρώτη κατηγορουμένη, δεν συμπεριλήφθηκε στον προαναφερόμενο λογαριασμό του πατέρα της επειδή, όταν παντρεύτηκε με τον δεύτερο κατηγορούμενο, προικίσθηκε λαμβάνοντας ως προίκα ένα ακίνητο και μεγάλο χρηματικό ποσό. Για τον λόγο αυτό ο πατέρας της αποφάσισε να μείνει το ως άνω χρηματικό ποσό των 1.000.000 Γερμανικών μάρκων στην οικογένειά του προκειμένου να αποκατασταθούν οι άλλες δύο θυγατέρες του ήτοι η πολιτικώς ενάγουσα και η ΔΔ. Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η μήνυση της πρώτης κατηγορουμένης, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό και ανωτέρω περιστατικά ήταν ψευδής και αυτή τελούσε σε γνώση της αναλήθειας της ανωτέρω μηνύσεως, τόσο κατά τη σύνταξή της όσο και κατά την υποβολή της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, προέβη δε στην άσκηση της με σκοπό να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον της πολιτικώς ενάγουσας αδελφής της. Περαιτέρω, η πρώτη κατηγορουμένη επιβεβαίωσε το περιεχόμενο της ανωτέρω ψευδούς μηνύσεως της ενώπιον της 10ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών, με την από 27-9-2002 ανώμοτη κατάθεσή της, εξεταζόμενη ως μάρτυρας από αρμόδια αρχή, κατέθεσε εν γνώσει της ψέμματα. Επίσης, όσον αφορά τον δεύτερο κατηγορούμενο Χ2, σύζυγο της πρώτης κατηγορουμένης, αποδείχθηκε ότι εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον της 10ης Τακτικής Ανακρίτριας την 1-10-2002, στο πλαίσιο διενεργούμενης κυρίας ανάκρισης ύστερα από την υποβολή της παραπάνω από 25-1-2002 ψευδούς μήνυσης της άνω συγκατηγορουμένης του Χ1, συνειδητά κατέθεσε τα αναφερόμενα στο διατακτικό ψευδή περιστατικά. Κατόπιν αυτών, πρέπει κατά την πλειοψηφούσα γνώμη των μελών του δικαστηρίου να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι των πράξεων που τους αποδίδονται, όπως αυτές κατά τα συγκροτούντα την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση στοιχεία περιγράφονται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να αναγνωρισθεί στους κατηγορούμενους (ομόφωνα) η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ, καθόσον αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι μέχρι την τέλεση των άνω πράξεων έζησαν έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και γενικά κοινωνικό βίο".
Από την ανωτέρω αιτιολογία της απόφασης προκύπτει σαφώς ότι το Τριμελές Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην ενοχή των κατηγορουμένων δέχθηκε ότι η αναλήθεια αυτών που περιέλαβε η πρώτη κατηγορουμένη στην έγκλησή της είναι αποδεδειγμένη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 του ΠΚ, από το αναγνωσθέν υπ' αριθ. 1996/2004 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο έχει καταστεί αμετάκλητο και το οποίο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά της ήδη πολιτικώς ενάγουσας για πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος. Τα δε περιστατικά που αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως είναι εκείνα τα οποία δέχθηκε το βούλευμα, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση αυτού και δεν αναφέρονται περιστατικά πέρα από αυτά του βουλεύματος, πράγμα που, ενόψει της παραδοχής, του τεκμηρίου αναλήθειας, σημαίνει ότι τα εν λόγω περιστατικά δεν εκτίθενται ως αυτοτελής αιτιολογία, αλλά ως περιεχόμενο του τεκμηρίου αναλήθειας. Επομένως προκύπτει ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στην ενοχή των κατηγορουμένων, εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 2 του ΠΚ, στην οποία και μόνο στήριξε τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων για τα οποία καταδίκασε τους κατηγορουμένους και έτσι υπέπεσε αφενός στην πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και αφετέρου στην πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων, κατά τα προαναφερθέντα. Περαιτέρω σε σχέση με τη συνδρομή των υποκειμενικών στοιχείων των ως άνω εγκλημάτων, το Δικαστήριο περιορίσθηκε στην αναφορά: α) για την ψευδή καταμήνυση, ότι η πρώτη κατηγορουμένη τελούσε σε γνώση της αναλήθειας της μηνύσεώς της και προέβη στην άσκησή της με σκοπό να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον της πολιτικώς ενάγουσας αδελφής της, β) για την ψευδή ανώμοτη κατάθεση, ότι η ίδια κατηγορουμένη εξεταζόμενη ως μάρτυρας χωρίς όρκο, κατέθεσε εν γνώσει της ψέμματα και γ) για την ψευδορκία μάρτυρα, ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας, συνειδητά κατέθεσε ψευδή περιστατικά. Όμως η αιτιολογία αυτή της συνδρομής των υποκειμενικών στοιχείων των εν λόγω εγκλημάτων, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την προαναφερθείσα έννοια, αφού δεν εκτίθενται περιστατικά που δικαιολογούν τόσο την ανωτέρω γνώση όσο και τον ανωτέρω σκοπό. Επομένως και ως προς τη συνδρομή των υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι, το Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας.
Συνεπώς οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, είναι βάσιμοι. Μετά από αυτά και ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθ. 519 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 2063/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Φεβρουαρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ